Ναυπάκτου Ιερόθεος "Η Εικόνα σε Ανατολή και Δύση"

ImageΗ καθιερωμένη εορτή της Ορθοδοξίας στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά την οποία συνδέεται η θεολογία της εικόνας με την θεολογία της άσκησης, αλλά συγχρόνως μετέχουμε του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, δείχνει την εξωτερική λάμψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κυρίως και προ παντός το βάθος της, πράγμα το οποίο «δείται δηλίου κολυμβητού».

Στήν  συνέχεια θα τονισθούν τέσσερα σημεία, στα οποία φαίνεται και ο χώρος στον οποίο εντάσσεται η ορθόδοξη εικόνα, αλλά και η διαφορά της από άλλες χριστιανικές παραδόσεις.

1. Η Εκκλησία των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν στηρίζεται στην νοησιαρχία-ρατσιοναλισμό, και τον ηθικισμό, αλλά στην αποκαλυπτική εμπειρία των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων. Αυτό είναι που την διακρίνει από τον δυτικό σχολαστικισμό και ηθικισμό. Ο Θεός δεν είναι αντικείμενο μιας ανακάλυψης από τον λογικοκρατούμενο άνθρωπο, αλλά ο Ίδιος αποκαλύπτεται στην καθαρή καρδιά του ανθρώπου, κατά τον λόγο του Χριστού: «Μάκαριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. ε , 8).

Στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», που διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, μεταξύ των άλλων γράφεται: «Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν…..ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών».

Στο απόσπασμα αυτό φαίνεται ότι ταυτίζεται η όραση των Προφητών, η διδασκαλία των Αποστόλων, το δόγμα των Πατέρων.

Η ορθόδοξη θεολογία δεν είναι στοχασμός και φαντασία, αλλά εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι, και το δόγμα είναι οριοθέτηση της προσωπικής αποκαλυπτικής εμπειρίας, και αυτό γίνεται για την σωτηρία του ανθρώπου. Τελικά, το δόγμα είναι τα ρητά ρήματα και νοήματα της αρρήτου πραγματικότητας, και έχει σκοπό να γίνη φάρμακο στον άνθρωπο, ώστε να αποκτήση κοινωνία με τον Θεό. Μέσα από αυτήν την προοπτική πρέπει να δούμε και την δογματική αλήθεια για τις εικόνες. Η ορθόδοξη εικόνα είναι φανέρωση της ακτίστου δόξης του Θεού, ώστε ο άνθρωπος να οδηγηθή σε αυτήν την βίωση της θείας δόξης.

Σε αυτήν την πραγματικότητα κινούνται και οι άγιοι Πατέρες μας, γι’ αυτό και πάλι στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» λέγεται επανειλημμένως ότι πορευόμαστε «κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα».

2. Η Ζ  Οἰκουμενική Σύνοδος και η Σύνοδος της Φραγκφούρτης

Η ιστορικότητα του εκκλησιαστικού γεγονότος που πανηγυρίζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας συνίσταται στην αναστήλωση των ιερών εικόνων που έγινε το 843 μ. Χ. και κατά το έτος εκείνο στην πραγματικότητα αποκαταστάθηκε το κύρος της Ζ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, που συνήλθε στην Νίκαια της Βυθηνίας το έτος 787 μ. Χ. και θεολόγησε για την αξία των ιερών εικόνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η θεολογία αυτή εκφράσθηκε από παλαιούς Πατέρας, όπως τον Μ. Βασίλειο, αλλά και άλλους πλησιέστερους προς την Οικουμενική αυτή Σύνοδο Πατέρας, όπως τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον Θεόδωρο τον Στουδίτη κ. α. Πριν την Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και μετά από αυτήν, αναπτύχθηκε μια θαυμαστή θεολογία, γύρω από τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων και του Τιμίου Σταυρού. Οι εικόνες δεν είναι σύμβολα εξωτερικά, αλλά εκφράσεις του μυστηρίου της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της θεώσεως του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα η ιστόρηση των ιερών εικόνων δείχνει την υποστατική ένωση κτιστού και ακτίστου στο Πρόσωπο του Χριστού, και την κατά Χάρη ένωση του ανθρώπου με τον Θεό.

Πρέπει να σημειωθή ότι στην Οικουμενική Σύνοδο παρέστησαν εκπρόσωποι όλων των κατά τόπους Εκκλησιών, ακόμη και του Πάπα της Ρώμης Αδριανού, οι οποίοι υπέγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου για την θεολογική αξία των ιερών εικόνων. Ακόμη τότε υπήρχε ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης και, παρά τις ιδιαίτερες παραδόσεις, σε μη ουσιαστικά δογματικά θέματα, είχαν κοινή πίστη, θεολογία και ζωή.

Παρά ταύτα ο Καρλομάγνος, ηγέτης των Φράγκων, προκειμένου να διαφοροποιηθή από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να εφαρμόση τα δικά του σχέδια, διαφώνησε με την απόφαση της Ζ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, και αμέσως συνέταξε απάντηση την γνώση «Capitulare adversus synodum» με την οποία απέρριπτε τις αποφάσεις της Ζ  Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Όμως, ο Πάπας Αδριανός -ο οποίος συμμετείχε στην Ζ  Οἰκουμενική Σύνοδο, με αντιπροσώπους του και μάλιστα στα Πρακτικά της συμπεριελήφθηκε επιστολή του με την οποία έδειχνε την προσήλωσή του στις αρχαίες παραδόσεις της Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και επιδοκιμάσθηκε από όλους τους παρόντες Πατέρας- απέστειλε επιστολή στον Καρλομάγνο, στην οποία εξέφρασε τις αντιρρήσεις του στις αποφάσεις του. Ο Καρλομάγνος όταν έλαβε αυτές τις εξηγήσεις του Πάπα Αδριανού, που υπερασπίσθηκε την απόφαση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, αντί να χαρή για την νίκη των εικονοφίλων, έδωσε εντολή στους συμβούλους του να συνθέσουν μια νέα θεολογία.  Έτσι γράφηκαν τα Libri Carolini, στα οποία φαίνεται η αντίθεση των Φράγκων προς τις ορθόδοξες απόψεις του Πάπα της Ρώμης, αλλά και όλων των Πατριαρχών της Ανατολής που έλαβαν μέρος στην Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο.

Στήν  συνέχεια ο Καρλομάγνος συγκάλεσε δική του Σύνοδο στην Φραγκφούρτη το έτος 794, στην οποία επισημοποίησε τις πρόσφατες αποκλίσεις των θεολόγων της αυλής του, και μεταξύ των άλλων αποδοκιμάσθηκε η λατρεία των εικόνων και εισήχθηκε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως.

Αυτό είναι το καθοριστικό σημείο διαφοροποίησης ενός μέρους της Ευρώπης από την ορθόδοξη ενότητα που υπήρχε μεταξύ των Πέντε Πατριαρχείων, δηλαδή του Πάπα της Ρώμης και των Πατριαρχείων της Ανατολής. Όμως, όταν το 1009 μ. Χ. καταλαμβάνεται ο θρόνος της Παλαιάς Ρώμης από φιλοφράγκο Πάπα και εισήχθηκε το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, τότε επήλθε το σχίσμα, η διαίρεση, με αποτέλεσμα προοδευτικά να περάσουν στην δυτική Εκκλησία οι αποφάσεις της Συνόδου της Φραγκφούρτης εναντίον των ιερών εικόνων. Οπότε, εισήχθησαν και τα αγάλματα στην λατρεία, αλλά και οι εικόνες έχασαν την πνευματικότητα και την θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας και έτσι αναπτύχθηκε η νατουραλιστική και αισθησιοκρατική αντίληψη περί της εικόνας.

3. Η εικόνα στην ορθόδοξη και την δυτική παράδοση

Το δεύτερο σημείο που πρέπει να εξετασθή είναι η διαφορά μεταξύ της ορθοδόξου–Βυζαντινής εικόνας και της δυτικής εικόνας σε δύο συγκεκριμένα πρότυπα, της Δύσεως και της Ανατολής.

Η δυτική τεχνοτροπία της εικόνας, όπως επικράτησε στην Δύση, κατά τον Μεσαίωνα και στην αρχή της Αναγέννησης, εκφράζεται κατά τον καλύτερο τρόπο, στην ζωγραφική του Παπικού Παρεκκλησίου του Βατικανού της Καπέλα Σιξτίνα, που ζωγραφήθηκε τον 15ο αιώνα από μεγάλους καλλιτέχνες, σηματικότερος δε των οποίων είναι ο Μιχαήλ Άγγελος.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε ένα βιβλίο, στο οποίο δίνεται μια νέα ερμηνεία του συνόλου της εικονογραφίας του ναού αυτού. Το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από τόν  Καθηγητή Πφάϊφερ (Heinrich Pfeiffer), ο οποίος προσπάθησε να δώση μια θεολογική ερμηνεία της εικονογραφίας του Παπικού παρεκκλησίου, βάσει των δογμάτων του Καθολικισμού. Υποστηρίζει ότι στο έργο αυτό η επιλογή των θεμάτων, οι λεπτομέρειες των τοιχογραφιών, η ενότητα και η αρμονία που παρατηρούνται στο εικονογραφικό πρόγραμμα, δεν σχεδιάσθηκαν από τους ιδίους τους καλλιτέχνες, αλλα από παπικούς θεολόγους της εποχής εκείνης.  Στο θέμα του Τριαδικού Θεού η εικονογράφηση στηρίχθηκε στην διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο  Μιχαήλ Άγγελος ζωγραφίζοντας το Παπικό παρεκκλήσι ενεργούσε ως γλύπτης και ζωγράφισε τις βιβλικές μορφές σαν αγάλματα, βρίσκοντας «αυθόρμητα τον ανθρωποκεντρισμό του και τον κανόνα της κλασικής αρχαιότητας».

Είναι χαρακτηριστική η παράσταση της Κρίσεως, που ζωγραφίθηκε από τον Μιχαήλ Άγγελο. Ο Χριστός παρουσιάζεται να έχη υψωμένο το δεξί του χέρι σε κίνηση οργής και όλη η παράσταση επηρεάζεται από την κίνηση του δεξιού χεριού του Κριτού.  Και όπως σημειώνεται από τον ερευνητή «για πρώτη φορά καλλιτέχνης διορισμένος από τον Πάπα Ρωμαϊκής Εκκλησίας φιλοτεχνεί μια εικόνα του Χριστού που αποκλίνει από τον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο και παραπέμπει σε ειδωλολατρική θεότητα». Πιθανόν εδώ να θέλη να εκφράση την απόλυτη δύναμη του Πάπα σε όλη την οικουμένη, αφού είναι βικάριος του Χριστού πάνω στην γη.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος, ορθόδοξος αγιογράφος ο ίδιος, όταν επισκέφθηκε την Καπέλλα Σιξτίνα, έγραψε: «η ψυχή δεν διατίθεται καθόλου για προσευχή, αλλά μόνον για διαφόρους καλλιτεχνικούς και φιλοσοφικούς στοχασμούς». Ειδικά για την παράσταση του Χριστού ως Κριτού, έγραψε: «Λες και είναι κάποιος ‘’πρωταθλητής’’ που εκσφενδονίζει στην άβυσσο του άδη όλους εκείνους που τόλμησαν να του αντισταθούν. Η χειρονομία του είναι ‘’εκδικητική’’, ωμή…Και είμαι βέβαιος ότι δεν είναι καθόλου ο αυθεντικά ευαγγελικός Χριστός».

Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στην Ορθόδοξη αγιογραφία, όπως φαίνεται στην εικόνα της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, αλλά και στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Χριστού και της Αναστάσεως. Μέσα στην Καπέλλα Σιξτίνα δεν μπόρεσε να χωρέσουν οι εικόνες της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως και αυτό είναι χαρακτηριστικό.

Άς  προσέξουμε τις αγιογραφίες ενός άλλου Μιχαήλ, του Μιχαήλ Πανσελήνου, στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους. Οι αγιογραφίες αυτές προκαλούν το ενδιαφέρον όλων των μελετητών της τέχνης, αλλά και των απλών ανθρώπων. Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους έχει πη ότι «αι τοιχογραφίαι της "Μεγάλης Εκκλησίας του Πρωτάτου" είναι καρπός και απόσταγμα της εσωτερικής-μοναχικής και λειτουργικής ζωής του Αγιωνύμου Όρους. Εις τον εικαστικόν τούτον θησαυρόν του ιερού ημών Τόπου, η θεολογική εμβρίθεια, το πνευματικόν βάθος και το κλασσικόν αίσθημα, καρποφορούν την αρμονίαν των συνθέσεων, το κάλλος της μορφής και την λαμπρότητα του χρώματος». Κατά την άποψη ειδικού περί την τέχνη «Οι τοιχογραφίες του Πρωτάτου εκφράζουν μία ενσυνείδητη στροφή και ανανεωμένο ενδιαφέρον του βυζαντινού κόσμου στο ιδεώδες του κλασικού σε αρμονική, ωστόσο, σύζευξη με την πνευματικότητα της χριστιανικής κοινωνίας που εκφράζει».

Ο Αρχιμ. Σωφρόνιος γράφει ότι οι ορθόδοξοι αγιογράφοι ενεργούν βάσει της προσωπικής τους εμπειρίας. Άλλοι από αυτούς καταργούν τις αναλογίες και παραμορφώνουν την ανθρώπινη μορφή, για να αποσπάσουν τον νου του προσευχομένου από την γη και να τον οδηγήσουν στον ουρανό, και άλλοι με την εικόνα θέλουν να εκφράσουν την ένωση κτιστού και ακτίστου. Αυτή η τελευταία περίπτωση προϋποθέτει θεοπτική εμπειρία.

Η διαφορά μεταξύ των βυζαντινών και δυτικών εικόνων είναι σαφέστατη. Οι βυζαντινές εικόνες παρουσιάζουν τον Χριστό με μια μεγαλοπρέπεια, αλλά και με μια βαθειά ειρήνη, που πλησιάζει τον άνθρωπο με πολλή φιλανθρωπία και κενωτική αγάπη. Είναι εικόνες που έχουν αγάπη, στοργή, τρυφερότητα. Συγχρόνως, οι ορθόδοξες εικόνες εκφράζουν την εσωτερικότητα του ανθρώπου, την ένωση ακτίστου και κτιστού, την μεταμόρφωση του ανθρώπου από το άκτιστο Φως, το οποίο εισήλθε μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου και προχέεται στο σώμα και όλη την δημιουργία. Περιβάλλουν τον άνθρωπο που τις βλέπει με μια ευαισθησία, τρυφερότητα και αγάπη. Συγχρόνως το ιλαρό φως προχέεται από τον Χριστό και αγιάζει όλη την κτίση.

Αντίθετα, στις θρησκευτικές εικόνες της δυτικής Αναγέννησης μπορεί κανείς να δη την ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στον εαυτό του, την κυριαρχία της λογικής, της δύναμης και της ηδονής, την αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών, οπότε η τέχνη έχει ένα ρεαλιστικό και αντιμεταφυσικό χαρακτήρα. Στην Δύση δημιουργείται μια πλαστική εικόνα, θεμελιωμένη στην ανθρωποκεντρική εμπειρία και γνώση, και η οποία μεταφράζει σε μορφικά σήματα την ανανεωμένη πίστη του ανθρώπου στις δυνάμεις του και στον εγκόσμιο προορισμό του. Η δυτική θρησκευτική τέχνη που είναι νατουραλιστική και ανθρωποκεντρική εκφράζει τον εξανθρωπισμό του δόγματος και το ανθρώπινο πάθος διατρέχει τις ιερές σκηνές.

4. Οι δύο εικόνες του σύγχρονου κόσμου

Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψη μας μπορούμε να επεκτείνουμε το θέμα και στην σύγχρονη κοινωνία μας, είτε την ανατολική είτε την δυτική και να δούμε τις δύο εικόνες του συγχρόνου κόσμου μας, που δεν διαφέρουν από τα δύο είδη των εικόνων που εντοπίσθηκαν προηγουμένως.

Η μία είναι ρατσιοναλιστική και αισθησιακή, που στηρίζεται στην απόλυτη κυριαρχία της λογικής, των αισθήσεων και των παθών, που χαρακτηρίζονται ως ηδονή και οδύνη. Η λογικοκρατρία οδηγεί τον άνθρωπο σε αδιέξοδα, και η αισθησιοκρατία, με την ηδονή και την οδύνη, δημιουργεί τραγωδία. Τα πάντα σήμερα στηρίζονται σε μια εικόνα επιφάνειας, που μαγεύεται από την εξωτερική λάμψη και αγνοεί το βάθος. Αυτή η εικόνα ομοιάζει με την δυτική αισθησιοκρατική εικόνα, που στηρίζει τήν  ικανοποίηση των αισθήσεων και των ηδονών.

Η άλλη εικόνα είναι ο εσωτερικός μυστικός κόσμος, που αποβλέπει στην αθέατη πλευρά του ανθρώπου, και παραπέμπει στο βάθος της καρδιάς του, εκεί όπου αναπτύσσονται όλα τα καρδιακά αισθήματα προς τον Θεό και τους ανθρώπους, αλλά εκεί βιώνεται και η τραγωδία του πόνου και του άδη.

Η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εικόνων χαρακτηρίζεται συμβολικά από την διαφορά μεταξύ προσώπου και προσωπίδας-μάσκας. Το πρόσωπο έχει οντολογία και βάθος, ενώ η προσωπίδα,-μάσκα έχει μόνο επιφάνεια και κρύβει το πρόσωπο. Πράγματι, σήμερα οι άνθρωποι χρησιμοποιούν συνεχώς μάσκες, η γιατί δεν διαθέτουν την θεολογική έννοια του προσώπου η γιατί θέλουν να κρύψουν το πρόσωπό τους. Αλλά και η κοινωνία είναι μια κοινωνία της μάσκας, της βιτρίνας, που αρέσκεται στην εξωτερική λάμψη και όχι στο βάθος της καρδιάς, του προσώπου. Το πρόσωπο διαθέτει ελευθερία και αγάπη, η μάσκα έχει εξωτερική λάμψη και ομορφιά, που αφανίζει το πρόσωπο και σπέρνει την τραγωδία. Γι’ αυτό και ίσως ο άνθρωπος θέλει να σπάζη τις βιτρίνες των καταστημάτων, σε μια αναζήτηση της ελευθερίας, αλλά δεν βρίσκει τον πραγματικό στόχο.

Η υπαρξιακή φιλοσοφία και η υπαρξιακή ψυχολογία προσπαθούν να εντοπίσουν αυτήν την εσωτερική τραγωδία του ανθρώπου, τον πόνο του, με το υπαρξιακό κενό, το πονεμένο δάκρυ, που βρίσκεται πίσω από το εξωτερικό κάλλος της μάσκας-προσωπίδας. Η σύγχρονη τέχνη προσπαθεί να απεικονίζη αυτό το βάθος του κόσμου και του ανθρώπου. Η σύγχρονη κοινωνιολογία ενδιαφέρεται να εντοπίση την διαφορά μεταξύ του πλούτου και της φτώχειας, κυρίως προσπαθεί να ανασύρη το πέπλο που καλύπτει την κοινωνική τραγωδία. Επιστημονικές μελέτες ανακαλύπτουν την τραγωδία του ανθρώπου πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας, και όταν ακόμα κλείνουν τα φώτα της προβολής.  Κυρίως αυτό το έργο το κάνουν οι Πνευματικοί Πατέρες, που εισέρχονται μέσα στον άδη της ανθρώπινης τραγωδίας, για να μεταδώσουν το μήνυμα της ελπίδας και της ανάστασης.

Η αναστήλωση των ιερών εικόνων, που εορτάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, παραπέμπει στην αναστήλωση της πραγματικής εικόνας του Πατρός που είναι ο Λόγος, και την αναστήλωση του πραγματικού κατ’ εικόνα ανθρώπου που είναι οι Άγιοι. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναστηλωθή το πρόσωπο του Θεού που αγαπά τον άνθρωπο ελεύθερα και τρυφερά και να καταρριφθή η μάσκα των ψευδοθεών, που οδηγούν στην ανελευθερία και το μίσος. Επίσης, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναστηλωθή ο άνθρωπος, όπως δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού, να επικρατήση η αρχοντική αγάπη και η αρχοντική ελευθερία και να καταβιβασθή η μάσκα της υποκρισίας και του ψεύδους.

Στήν  εποχή μας, που ακούγεται ο λόγος του άθεου υπαρξιστού Σάρτρ, «οι άλλοι, η κόλασή μας» πρέπει να ακουσθή μεγαλόφωνα ο λόγος του αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ «Χριστός ανέστη χαρά μου». Ο άλλος δεν είναι η κόλασή μας, αλλά η χαρά μας, και ο Θεός δεν είναι ένας φεουδάρχης που απαιτεί την τήρηση της τάξεως που έχει τεθή με την δημιουργία, αλλά ο τρυφερός Νυμφίος της καρδιάς μας, και η Εκκλησία δεν είναι μια μεσαιωνική κοινότητα, αλλά ο ολόφωτος νυμφώνας της δόξας. Ας περάσουμε από την αισθησιακή εικόνα στην βυζαντινή-Ρωμαίϊκη εικόνα, από την μάσκα της υποκρισίας στο πρόσωπο της αληθείας, για να βρούμε και να νιώσουμε την αληθινή εορτή της Ορθοδοξίας.

Εμφανίσεις: 61700
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!