Αφιέρωμα: "Η Ημέρα της Πεντηκοστής"

ImageΑ­πό την η­μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής κα­τά την ο­ποί­αν το Πα­νά­γιον Πνεύμα κα­τήλ­θε στην Εκ­κλη­σί­α και έ­κτο­τε πα­ρα­μέ­νει εν αυ­τή οι καρ­διές

των πι­στών προ­σεύ­χο­νται  στον Πα­ρά­κλη­το και ζη­τούν τον ά­νω­θε­ν φω­τι­σμό, χά­ριν και δύ­να­μιν εξ ύ­ψους.

 

Προ­σεύ­χο­νται και προ­σκα­λούν τον Ου­ρά­νιον Βα­σι­λέ­α, «ελ­θέ και σκή­νω­σον η­μάς α­πό πά­σης κη­λί­δος και σώ­σον, α­γα­θέ, τας ψυ­χάς η­μών».

 

Ζη­τούν φω­τι­σμόν, χά­ριν και δύ­να­μην για να διορ­θώ­σουν  το πα­ρελ­θόν τους με μια πραγ­μα­τι­κήν και βα­θιάν με­τά­νοιαν και για να ξε­κι­νή­σουν  μια και­νούρ­για ζω­ή λου­σμέ­νη στο φως του Χρι­στού, ό­σοι μά­λι­στα α­μαύ­ρω­σαν τον λευ­κόν χι­τώ­να της ψυ­χής. Αυ­τοί με πο­λύ πό­θον εύ­χο­νται και υ­πό­σχο­νται να βά­λουν «αρ­χή με­τα­νοί­ας».

 

Λέ­γουν, «χά­ρι­σαί μας, Πα­ρά­κλη­τε α­γα­θέ, με­τά­νοιαν ο­λό­κλη­ρον, καρ­δί­αν ε­πί­πο­νον εις α­να­ζή­τη­σίν Σου, συ­ντρι­βήν και κα­τά­νυ­ξιν». Θέ­λουν να σβήσ­ει α­πό τη μνή­μη τους και η πα­ρα­μι­κρή θλι­βε­ρή α­νά­μνη­ση κά­ποιας α­μαρ­τί­ας και ό­λα να γί­νουν και­νά, και­νούρ­για. «Κα­τεύθυ­νον τα δια­βή­μα­τα η­μών προς ερ­γα­σί­αν των ε­ντο­λών Σου…» και «πα­ρά­σχου η­μίν δια της α­φά­του Σου χρη­στό­τη­τος, εις το ε­ξής, καρ­δί­ας κά­θαρ­σιν, στό­μα­τος φυ­λα­κήν, ευ­θύ­τη­τα πρά­ξε­ων, φρό­νη­μα τα­πει­νόν, ει­ρή­νην λο­γι­σμών, γα­λή­νην των ψυ­χι­κών δυ­νά­με­ων, χα­ράν πνευ­μα­τι­κήν, α­γά­πην α­νό­θευ­τον, πί­στην α­σά­λευ­τον και την πε­ριε­κτι­κω­τά­την ε­γκρά­τειαν.

 

Πά­ντων η­μάς των α­γα­θών καρ­πών πλή­ρω­σον τη δω­ρε­ά του Α­γί­ου Σου Πνεύ­μα­τος».

 

Τό­ση εί­ναι η θερ­μό­τη­τα των ψυ­χών αυ­τών ώ­στε και φρό­νη­μα α­γω­νι­στι­κόν α­πο­κτούν και πό­θον μαρ­τυ­ρί­ου εκ­φρά­ζουν, για να τα­κτο­ποι­ή­σουν την ψυ­χή τους ε­νώ­πιον του Θε­ού και να τύ­χουν τε­λι­κά του Θεί­ου ε­λέ­ους. Αν μέ­χρι τώ­ρα ρου­φού­σαν την αμαρτία, α­πό τού­δε και εις το ε­ξής δι­ψούν τη σω­τη­ρί­α τους.

 

Αυ­τή η στά­ση ε­πι­στρο­φής στο θεί­ο θέ­λη­μα και στην υ­πα­κο­ή του Χρι­στού α­πο­κτά με­γα­λύ­τε­ρη τα­χύ­τη­τα και σφο­δρό­τη­τα, γί­νε­ται στό­χος ζω­ής, ό­ταν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν, πό­σο τους πε­ριέ­παι­ξε ο διά­βο­λος, πώς τους ο­δή­γη­σε  α­πό τα φαι­νο­με­νι­κά μι­κρά και α­θώ­α στα με­γά­λα και θα­νά­σι­μα, πό­σων α­γα­θών ε­στέ­ρη­σαν, πό­σους ε­σκαν­δά­λι­σαν, πό­σους συ­μπα­ρέ­συ­ραν, πό­σο χρό­νο έ­χα­σαν, πό­σους αν­θρώ­πους έ­βλα­ψαν, πό­σα χα­ρί­σμα­τα δί­δει ο Θε­ός στους ει­λι­κρι­νείς  δού­λους Του και ό­τι αν δεν υ­πήρ­χε ο α­γα­θός Πα­ρά­λη­τος θα ή­ταν σή­με­ρα κυ­ριο­λε­κτι­κά «παί­γνια των δαι­μό­νων», σχι­σμα­τι­κοί ί­σως, αι­ρε­τι­κοί, βλά­σφη­μοι και άπ­σι­τοι, σκαν­δα­λο­ποιοί και α­με­τα­νό­η­τοι α­μαρ­τω­λοί!

 

Τώ­ρα δο­ξά­ζουν το Πα­νά­γιον Πνεύ­μα, που συ­νέ­δε­σε και πά­λιν τις ψυ­χές τους με τον Ι­η­σού και τους ε­πα­νέ­φε­ρε στο δρό­μο του Ευαγ­γε­λί­ου και της Εκ­κλη­σί­ας.

 

Α­πο­φα­σί­ζουν πλέ­ον στα­θε­ρή πλεύ­ση προς τον α­κύ­μα­ντο λι­μέ­να της θεί­ας Βα­σι­λεί­ας και με συ­γκε­κρι­μέ­νες ε­νέρ­γειες διορ­θώ­νουν τον ρουν της προ­σω­πι­κής τους ζω­ής και ι­στο­ρί­ας.

 

Ξε­κι­νούν α­πό την προ­σω­πι­κή και ι­διω­τι­κή τους ζω­ή. Βά­ζουν τον ε­αυ­τό τους σε πνευ­μα­τι­κό πρό­γραμ­μα. Ε­γκολ­πώ­νο­νται την πε­ριε­κτι­κω­τά­την ε­γκρά­τειαν» με προ­ε­ξάρ­χου­σα α­ρε­τή την νη­στεί­α. Ό­χι μό­νο την θε­σμο­θε­τη­μέ­νη  α­πό την Εκ­κλη­σί­α, αλ­λά γε­νι­κό­τε­ρα την ο­λι­γάρ­κεια και την τά­ξη στο θέ­μα των τρο­φών.

 

Το λέ­γουν και τα πα­τε­ρι­κά κεί­με­να ό­τι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χεί­ο της πραγ­μα­τι­κής με­τά­νοιας εί­ναι η ε­γκρά­τεια των τρο­φών. Φα­νε­ρώ­νει  ό­τι ο συ­γκε­κρι­μέ­νος άν­θρω­πος πή­ρε στα σο­βα­ρά  την πνευ­μα­τι­κή ζω­ή  και θέ­λει να ξα­να­γυ­ρί­σει στον Πα­ρά­δει­σο, α­πό τον ο­ποί­ο τον έ­βγα­λε  η πα­ρά­βα­ση της ε­ντο­λής της Νη­στεί­ας.

 

Πολ­λοί ο­νο­μά­ζουν  τη νη­στεί­α «βα­σί­λισ­σα των α­ρε­τών», διό­τι α­πό αυ­τή ξε­κι­νά  έ­νας γε­νι­κό­τε­ρος έ­λεγ­χος  ε­πί του ε­αυ­τού μας και α­πο­κτού­με αυ­το­κυ­ριαρ­χί­α  σε ό­λα. «Ό­που κι αν πας, κρά­τα τη Νη­στεί­α», έ­λε­γε έ­νας σύγ­χρο­νος α­σκη­τής. Γνω­ρί­ζου­με ό­τι μα­ζί της κρα­τά­με και την προ­σευ­χή και την α­γνό­τη­τα.

 

Α­κο­λου­θεί η μέ­ρι­μνα για τη λα­τρεί­α του Θε­ού. Ό­σοι α­πο­φά­σι­σαν και πή­ραν το δρό­μο της ε­πι­στρο­φής στο σπί­τι του πα­τέ­ρα θέ­λουν πλέ­ον να λα­τρεύ­ουν το Θε­ό «εν πνεύ­μα­τι  και α­λη­θεί­α εν ο­σιό­τη­τι και δι­καιο­σύ­νη».

 

Κά­θε Κυ­ρια­κή λοι­πόν και με­γά­λη γιορ­τή βρί­σκο­νται «λί­αν πρω­ί, όρ­θρου βα­θέ­ος» στον να­ό και συμ­με­τέ­χουν στην κοι­νή προ­σευ­χή της Εκ­κλη­σί­ας και στο Μυ­στή­ριο της Θεί­ας Ευ­χα­ρι­στί­ας.

 

Προ­σφέ­ρουν την «λο­γι­κήν λα­τρεί­α» τους στον Ζω­ο­δό­τη και πα­ντο­κρά­το­ρα Κύ­ριο. Α­ντλούν δύ­να­μη για ό­λη την ε­βδο­μά­δα. Προ­ε­κτεί­νουν το ευ­λα­βι­κό ή­θος και τη χά­ρη, που ε­πι­κρα­τεί  στο να­ό, στο χώ­ρο και στο χρό­νο και πα­ρα­μέ­νουν ό­λες τις η­μέ­ρες, ό­πως βγή­καν α­πό ε­κεί, «χαί­ρο­ντες, α­στρά­πτο­ντες, ηλ­λοιω­μέ­νοι, τέ­κνα φω­τό­μορ­φα της Εκ­κλη­σί­ας».

 

Ό­λα αυ­τά, δεν θα ε­παρ­κού­σαν  για τη με­τα­μόρ­φω­ση μιας ψυ­χής χω­ρίς τη Μυ­στη­ρια­κή Ζω­ή. Το βί­ω­μα της πραγ­μα­τι­κής με­τά­νοιας ε­πι­βε­βαιώ­νε­ται, ε­πι­σφρα­γί­ζε­ται και αυ­ξά­νε­ται με τη συ­χνή και συ­νει­δη­τή Μυ­στη­ρια­κή Ζω­ή. Με τα­κτι­κή προ­σέ­λευ­ση τό­σο στην Ιε­ρά Ε­ξο­μο­λό­γη­ση, ό­σο και στη Θεί­α Κοι­νω­νί­α.

 

Στα­θε­ρά, σο­βα­ρά και υ­πεύ­θυ­να. Ξε­κι­νούν  πλέ­ον και ο­δη­γούν τα βή­μα­τά τους στα Ιε­ρά Μυ­στή­ρια ό­χι ό­πως έ­τυ­χε για το κα­λό, ε­πει­δή ό­λοι έ­τσι κά­νουν στις με­γά­λες γιορ­τές, αλ­λά ο­δη­γού­με­νοι α­πό την πνο­ήν του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, για να συ­να­ντή­σουν ‘Έ­να συ­γκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο πού λύ­πη­σαν, να Του ζη­τή­σουν «υγ­γνώ­μην» και να γί­νουν έ­να μα­ζί Του και εν τη ι­σχύ­ει της βρώ­σε­ως» να συ­νε­χί­σουν  την ε­πί­γεια πο­ρεί­α τους πιο θε­ά­ρε­στα αυ­τή τη φο­ρά.

 

Τέ­λος, α­γω­νί­ζο­νται, και πα­ρα­κα­λούν προς τού­το το Θε­ό, να προ­σαρ­μό­σουν την κοι­νω­νι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά τους σε νέ­α πλαί­σια, ό­πως αυ­τά κα­τα­γρά­φο­νται στην ε­πί του ό­ρους Ο­μι­λί­α του Κυ­ρί­ου μας. Με ι­λα­ρό­τη­τα, με α­νε­ξι­κα­κί­α «φρό­νι­μοι ως οι ό­φεις και α­κέ­ραιοι ως αι πε­ρι­στε­ραί» (Ματ­θ. Ι16).

 

Με α­γνό­τη­τα, και πλα­τιά για ό­λους α­γά­πη «ε­κα κα­θα­ράς καρ­δί­ας», με ευ­γέ­νεια και πρα­ό­τη­τα, με τα­πεί­νω­ση και χρη­στό­τη­τα, με α­νο­χή και μα­κρο­θυ­μί­α, μι­μού­με­νοι το πα­ρά­δειγ­μα του Κυ­ρί­ου μας κα­τά πά­ντα, ο Ο­ποί­ος «πά­σχων ουκ η­πεί­λει, λοι­δο­ρού­με­νος ουκ α­ντε­λοι­δό­ρει» (Α’ Πε­τρ.β’21) και συγ­χώ­ρε­σε τους σταυ­ρω­τές Του πά­νω α­πό το Σταυ­ρό.

 

Συγ­χρώ­νος μα­θαί­νουν να πρω­το­στα­τούν σε κα­λά και ω­φέ­λι­μα έρ­γα προς δό­ξαν Θε­ού.

 

Με έ­να τέ­τοιο πε­ριε­χό­με­νο, η με­τά­νοια και η αλ­λα­γή των ει­λι­κρι­νά ε­πι­στρε­φό­ντων στο α­γιο­πνευ­μα­τι­κό χώ­ρο της Εκ­κλη­σί­ας γί­νε­ται προ­σω­πι­κή του Πε­ντη­κο­στή και Με­τα­μόρ­φω­ση.

 

Συ­νά­πτουν ιε­ρούς δε­σμούς α­γά­πης με το τρί­το πρό­σω­πο της Α­γί­ας Τριά­δος, το Πα­νά­γιον Πνεύ­μα, θέ­τουν ως σκο­πό ζω­ής να μη το διώ­ξουν πο­τέ α­πό κο­ντά τους, γί­νο­νται ό­ντως πνευ­μα­τι­κοί άν­θρω­ποι, χαί­ρο­νται τη ζω­ή τους και προ­σεύ­χο­νται διαρ­κώς  μα­ζί με τον Ά­γιο Συ­με­ών τον Νέ­ο θε­ο­λό­γο:

 

«Έ­λα φως α­λη­θι­νό. Έ­λα, Αιώ­νια Ζω­ή. Έ­λα α­τέ­λευ­τη  α­γαλ­λί­α­ση. Έ­λα, ά­δυ­το Φως. Έ­λα, α­διά­ψευ­στη προσ­δο­κί­α των σε­σω­σμέ­νων. Έ­λα, Α­νά­στα­ση των νε­κρών. Έ­λα, Μό­νε στο μό­νο. ‘Έ­λα, α­να­πνο­ή μου και ζω­ή μου. Έ­λα, πα­ρη­γο­ριά της τα­πει­νή μου ψυ­χής. Έ­λα χα­ρά μου, δό­ξα μου, α­τε­λεί­ω­τή μου α­πό­λαυ­ση».
Εμφανίσεις: 74907
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!