Ημερίδα από την Ι.Μ. Μεσσηνίας (ΦΩΤΟ)

GTS 4755

Ημερίδα με θέμα: «Εκκλησία και Εκπαίδευση στη Σύγχρονη Ελλάδα», πραγματοποιήθηκε με επιτυχία, από την Ιερά Μητρόπολη Μεσσηνίας και το Γραφείο Σχολικών Δραστηριοτήτων της Διεύθυνσης Β΄ Βάθμιας Εκπαίδευσης Μεσσηνίας, το Σάββατο 11 Ιανουαρίου στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Καλαμάτας.

Ομιλιτές της εκδήλωσης ήταν ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος με θέμα: «Εκκλησία και εκπαίδευση σε συναλληλία και συνεργασία», ο κ. Γεώργιος Πρίντζιπας, Ιστορικός-Ερευνητής με θέμα: «Η προσφορά της Εκκλησίας στην Παιδεία του Γένους και στην Εκπαίδευση», ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αθανάσιος Χαντζής με θέμα: «Οι σχέσεις των νέων με την Εκκλησία σήμερα» και ο θεολόγος Ιωάννης Μπουγάς, με θέμα: «Η Εκκλησία και το μάθημα των Θρησκευτικών.

Μία πορεία λόγου και αντιλόγου».

Την ημερίδα συντόνισε ο υπεύθυνος του Γραφείου Σχολικών Δραστηριοτήτων της Δ/νσης Β΄ Βάθμιας Μεσσηνίας, καθηγητής Μάριος Αθανασόπουλος.

Στην ημερίδα παρευρέθηκαν ο αντιπεριφερειάρχης Μεσσηνίας Π. Αλευράς, οι δήμαρχοι Καλαμάτας Π. Νίκας και Μεσσήνης Ε. Αναστασόπουλος, ο περιφ. Δ/ντης εκπαίδευσης Π. Μισθός, οι διευθυντές εκπαίδευσης του νομού Ι. Πλατάρος και Ν. Κλάδης, ο πρόεδρος του επιμελητηρίου Δ. Μανιάτης, καθώς και εκπρόσωποι των τοπικών στρατιωτικών αρχών.

Μεταξὺ ἄλλων οἱ εἰσηγητὲς τῆς ἀνωτέρω ἡμερίδος ἀνέφεραν:

   Ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσὸ-στομος  :

Ἐκκλησία καὶ Ἐκπαίδευση σὲ συναλληλία καὶ συνεργασία

   Στὴ διαλεκτικὴ διαδικασία γιὰ τὰ θέματα τῆς Ἐκπαίδευσης παρουσιάζονται στὶς συζητήσεις τὰ ἐρωτήματα, «Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸν ἐπίσημο καὶ θεσμικὸ τρόπο ἔκφρασής της, δηλ. μέσα ἀπὸ τὴ συνοδικὴ ὁδὸ καὶ διαδικασία, ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ συμμετάσχει σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν διάλογο;
 

Δικαιοῦται, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι φορεῖς, ὄχι μόνο ἐκπαι-δευτικοὶ καὶ σχολικοί, ἀλλὰ καὶ ἐξωσχολικοί, ἔμμεσα σχετι-ζόμενοι μὲ τὰ θέματα τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῶν σχολικῶν μονά-δων, νὰ ἐκφέρει ἄποψη ἂν ὄχι ἐφ’ ὅλης της ὕλης καὶ τῆς διαδι-κασίας ἐκπόνησης τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, τουλάχιστον κατὰ τὸ ποσοστὸ πού τὴν ἀφορᾶ ὡς πρὸς τὴ διδασκαλία καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτι-κῶν;».

Κάθε προσπάθεια καταφατικῆς ἀπάντησης στὰ παραπάνω ἐρωτήματα θὰ πρέπει νὰ κινηθεῖ μακρὰν ἀπὸ κάθε θεώρηση νομοθετικῆς-συνταγματικῆς κατοχύρωσης τῆς ἔννοιας τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τῆς θρησκευτικῆς διαπαιδαγώγισης τῶν νέων, τῆς καλλιέργειας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν νεοελλήνων, γιατί κάθε τί τὸ νομοθετικὸ εἶναι εἴτε ἀνεφάρμοστο, εἴτε εὐμετάβλητο, καὶ στὸ τέλος ἡ ὁποιαδήποτε προσπάθεια ἐπίδρασης ἢ διεκδίκησης ὁδηγεῖται σὲ ἀδιέξοδο ἢ περιθωριοποίηση τοῦ ὅλου ζητήματος.

Ἐπιπλέον ἡ ἐπίκληση ἱστορικῶν ἀναφορῶν ἔχει πλέον κα-ταστεῖ ἀποδυναμωμένη, μέσα ἀπὸ μία «προσπάθεια» ἐπάνερ-μηνείας ἡ ἐπαναδιαμόρφωσης τῆς ἱστορίας ἕνεκα τοῦ προοδευ-τισμοῦ.

Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπὸν προσπάθεια ἀνάπτυξης ἐπιχείρημα-τολογίας ἐπὶ τῶν δυὸ παραπάνω ἐπιχειρημάτων ἀποδεικνύεται ἀδύναμος ἢ ἀνασφαλής.
Καὶ τὸ ἐρώτημα παραμένει ἐπίκαιρο:

«Τελικὰ εἶναι δυνατὸν Ἐκκλησία καὶ Ἐκπαίδευση νὰ πετὺ-χοῦν μία μορφὴ συνεργασίας, συναντίληψης καὶ συνάλλη-λίας;».

Ἡ ἀπάντηση, θετικὴ ἢ ἀρνητική, στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δια-λεκτικῆς σχέσης καὶ μάλιστα στὴν προοπτική της συμπληρω-ματικότητας, τῆς ἐπικουρικότητας καὶ ὄχι τῆς ἀντιθετικὸτη-τας, θὰ ἐξαρτηθῆ ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν ὅρων καὶ τῶν προϋποθέσεων, τὶς ὁποῖες θέτει ἡ Ἐκκλησία, στὴν διαλεκτική της μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία, καὶ οἱ ὁποῖες καθορίζουν καὶ τὸ πλαίσιο τῆς ὁποιασδήποτε συνεργασίας στὸ ἐπίπεδο κυρίως τῆς Ἐκπαίδευσης.

 Ἂς προσεγγίσουμε λοιπὸν τοὺς ὅρους αὐτούς, ὅπως ἡ Ἐκκλη-σία τοὺς προσδιορίζει καὶ τοὺς περιγράφει:
 

α) Γιὰ τὴν Ἐκκλησία πρωτεῦον ὅρος εἶναι ὁ ἀνθρωπολογικὸς.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ ἄσκηση καὶ ἡ ἀνάπτυξη ὅλων τῶν πλευ-ρῶν τῆς προσωπικότητος τῶν διδασκομένων, οἱ ὁποῖες ἔχουν σχέση μόνον μὲ τὴν γνώσην, συνιστοῦν τὴν ἀγωγήν, ἡ ὁποία ὅμως συνδέεται ἄμεσα καὶ μὲ τὸν πολιτισμὸν καὶ μὲ τὴν γενικοτέραν καλλιέργειαν τοῦ διδασκομένου ὡς ἀτόμου.

Ἔτσι λοιπὸν ἕνα μάθημα πρέπει νὰ στοχεύει ὄχι μόνο στὴν παροχὴν γνώσεων ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόδειξιν κριτηρίων καὶ ὅρων, μὲ σκοπὸν τὴν καλλιέργειαν καὶ τὴν ἀναπτυξην ὁλοκληρωμένων προσωπικοτήτων, ἐνῷ παραλλήλως θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκει ὥστε νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν διάπλασιν καὶ διαμόρφωσιν τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἀτόμου (ἠθικὴ), στὰ πλαίσια ἑνὸς γενικότερου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, στὸ ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ἐντάσσεται καὶ τὸ ΜτΘ.

Δηλαδὴ ὅπως ὅλα τα μαθήματα τῆς ἀνθρωπι-στικῆς κατευθύνσεως, δὲν δύναται νὰ προσβλέπῃ στὴν παροχὴ καὶ μόνο ἁπλῶν γνώσεων, καθιστάμενον ἔτσι μουσειακὸ ἀντι-κείμενο γνώσεων, ἀλλὰ ἀντιθέτως νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἴδιαν τὴν ζωὴν καὶ νὰ συμβάλῃ στὴν ἀνάπτυξη τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πνευματικῆς συνείδησης τῶν διδασκομένων, ὡς πολιτῶν καὶ συγχρόνως μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Κοινωνίας.
  

β) Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ καιρούς, ἔχει πρωτοστατήσει σὲ πρωτο-ποριακὰ βήματα γιὰ τὴν ἐπίτευξη μιᾶς ἐκπαιδευτικῆς μεταρ-ρύθμισης συγχρόνως ὅμως δηλώνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδε-χθεῖ ὅτι ἡ μεταρρύθμιση αὐτὴ θὰ ἐξυπηρετεῖ σκοπιμότητες ὁποιωνδήποτε μεταρρυθμιστῶν ἢ τῶν εἰσηγητῶν τους.

Ἡ ὁποιαδήποτε μεταρρύθμιση δὲν μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετεῖ ἰδεολογι-κοὺς προσανατολισμούς, γιατί τὰ θέματα τῆς Παιδείας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἰδεολογικά.
 

γ) Ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ παραθεωρήσει τὰ σύγχρονα ἐκπαιδευτικά, διδακτικὰ καὶ παιδαγωγικὰ ἐπιστημονικὰ δεδο-μένα, κυρίως ὡς πρὸς τὴν μέθοδο, στὰ ὁποῖα ὠφείλουν νὰ προσαρμόζονται, τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα, ὥστε νὰ εἶναι καὶ χρηστικὰ καὶ συγχρόνως νὰ συμβάλλουν ἀποδοτικότερα στοὺς ἐπιδιωκόμενους σκοποὺς μιᾶς ὁλοκληρωμένης παροχῆς παιδείας.

 δ) Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀντίθετη στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ἀναγκαιότητα μιᾶς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης.

Ἡ ἀντίθεσή της προσανατολίζεται στὸν τρόπο καὶ στοὺς σκοποὺς ποὺ θὰ ἐξυπηρετεῖ ἡ κάθε μορφὴ μεταρρύθμισης καὶ κυρίως νὰ μὴν ἀλλοιώνει τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν προοπτική του ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ μάλιστα μὲ τὴν ὑπόδειξη ἀλλοιωμένων ἀνθρω-πολογικῶν προτύπων καὶ ἠθικῶς παραμορφωμένων.

 Μὲ βάση τοὺς παραπάνω ὅρους νομίζω ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπο-ρεῖ νὰ συνεργαστεῖ ἀλληλέγγυα καὶ συνάλληλα σὲ ὅλα τα σημαντικὰ θέματα τῆς ἐκπαίδευσης, ὅπως ἄλλωστε ἔκανε καὶ σὲ κάθε ἄλλη ἐποχή.

Αὐτὸ ἐπιβεβαιώνει τὸ πόσο σημαντικὸ θεωροῦσε καὶ θεωρεῖ τὸ χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία, καθὼς καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον πιστεύει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ καταστεῖ χρήσιμη σὲ ὅλη τὴ διαδικασία τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὁριοθετεῖ καὶ συμβάλλει οὐσιαστικὰ καὶ ἐποικοδομητικὰ στὴν ὑλοποίηση καὶ πραγμάτωση τῶν ἄμεσων καὶ ἔμμεσων σκοπῶν τῆς ἐκπαίδευσης.
 

Ἐὰν ἡ Ἑλληνικὴ Πολιτεία δὲν κατανοήσει  αὐτὴν τὴ βαθύ-τερη μορφὴ συνεργασίας ποῦ ἐπιδιώκει ἡ Ἐκκλησία, στὰ θέμα-τα τῆς ἐκπαίδευσης, καὶ μάλιστα μὲ πνεῦμα συναλληλίας καὶ συναντίληψης, τότε θὰ ἀναπτυχθοῦν μέσα στὸν κοινωνικὸ ἱστὸ νέα ἐκπαιδευτικὰ μορφώματα ἀπὸ ἀκραῖες πολιτικὲς κοινότη-τες καὶ ὁμάδες, οἱ ὁποῖες μὲ τὴ "σημαία" τῆς λεγόμενης  παρο-χῆς ἐκπαίδευσης καὶ ὑπὸ τὸν τίτλο "Διάπλασης τῶν νέων", θὰ ὑποκαταστήσουν ἀφενὸς τὴν ἔννοια τῆς πραγματικῆς ἐκπαί-δευσης καὶ ἀφετέρου θὰ ἀλλοτριώσουν ἠθικὰ καὶ ἀνθρωπολο-γικὰ τὸν ἴδιο τὸν σκοπὸ καὶ τὴν προοπικὴ τῆς ὅλης ἐκπαιδευ-τικῆς διαδικασίας.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω καὶ ὁρισμένες σκέψεις καὶ γιὰ τὸ ΜτΘ.

Μὲ βάση τὸν γενικὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν τῆς παιδείας καὶ τῶν μαθημάτων τὸ ΜτΘ εἶναι ποὺ ἐπιβάλλει καὶ τὴν ἀναγκαιότητά του καὶ τὸ κοινὸν γιὰ ὅλους τοὺς μαθητὰς ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαραίτητο σὲ ὅλα τὰ ἀναλυτικὰ προγράμματα ὅλων των τάξεων τῆς πρωτοβαθμίου καὶ δευτε-ροβαθμίου ἐκπαίδευσης (ὑποχρεωτικότητα καὶ ὄχι προαιρετι-κότητα), γιατί παρέχονται γνώσεις, οἱ ὁποῖες θὰ στηρίζουν καὶ θὰ ἀφοροῦν τὴν ἐξοικείωση τοῦ διδασκομένου μὲ τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα συγκροτοῦν καὶ δομοῦν τὴν πολιτισμικὴ κληρονομία καὶ πολιτιστικὴ παράδοσι τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖες μαζὶ μὲ τὰ ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς Ὀρθοδόξου παράδοσης διεμόρφωσαν τὴν ταυτότητα τοῦ Ἕλληνος γένους, χωρὶς συγ-χρόνως νὰ παραθεωρεῖται καὶ ἡ ἱστορικὴ παρουσία καὶ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν καὶ Θρησκευτικῶν Κοινοτήτων.

Ἡ διδακτικὴ αὐτὴ ἀφενὸς μὲν δίδει εἰς τὸν διδασκόμενον τὴν ἀπόκτησιν γνώσεων (ἱστορικῶν καὶ ἰδεολογικῶν), ἀφετέρου δὲ τὸν προσα-νατολίζει, στὰ πλαίσια τῆς ἐγκυκλίου θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύ-σεως, νὰ προσεγγίση τὰ μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ζωῆς, τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ἠθικῆς τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας, στὰ πλαίσια τοῦ εὐρύτερου πολιτιστικοῦ ὁρίζοντος τοῦ συγχρόνου κόσμου στὸν ὁποῖον πλέον ζοῦν καὶ οἱ διδασκόμενοι τῆς Χώρας μας.
  

Ὑπ’ αὐτὴν τὴν προοπτικήν, μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐκπαιδευ-τικὴ διαδικασία καὶ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα, θὰ ἀναδειχθῆ καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀλλὰ καὶ ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν κοινωνία.

Μὲ βάση τὸν συγκεκριμένον χαρακτῆρα ἐπιτυγ-χάνεται ἀφενὸς ἡ ὑποχρεωτικότητα τοῦ ΜτΘ στὸν κορμὸν τῶν ὑποχρεωτικῶν μαθημάτων τοῦ σχολικοῦ προγράμματος, ἀφε-τέρου ἀποκλείεται ἡ θεώρηση τοῦ μαθήματος ὑπὸ τὸν μανδύα μιᾶς ὁμολογιακῆς μονομερείας ἢ μιᾶς ἁπλῆς θρησκειολογικῆς πληροφορήσεως.

Ἐὰν ἰσχύσουν τὰ στοιχεῖα ἑνὸς ὁμολογιακοῦ ἢ θρησκειολογικοῦ χαρακτῆρα στὸ ΜτΘ αὐτὰ θὰ ὠδηγηθοῦμε  στὴν ἐπιβολὴν τῆς προαιρετικότητος τοῦ μαθήματος καὶ θὰ ἐπιβληθεῖ ἡ παρουσία, ἐντός τῆς αἴθουσας διδασκαλίας καὶ διδασκόντων ἄλλων Ὁμολογιῶν καὶ Θρησκειῶν.

    Ὁ ἱστορικὸς-ἐρευνητὴς κ.Γεώργιος Πρίντζιπας: ( παρατὶ-θεται περίληψη τῆς εἰσηγήσεώς του)

   Ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὴν παιδεία τοῦ γένους καὶ στὴν ἐκπαίδευση.

   Ἡ εἰσήγηση ἀναφέρθηκε στὴν μετὰ τὴν Ἅλωση προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀναβίωση τῆς Παιδείας, τὴν ἐπανα-λειτουργία τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας σὲ ἕνα περιβάλλον καταστροφῆς καὶ δουλείας.

Τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ ἀνέλαβε ἡ Ἐκκλησία, στὰ πλαίσια τῆς Ἐθναρχίας, ὡς ὁ μόνος ἐπιζῶν ὀργανωμένος θεσμὸς τοῦ ὑπόδουλου πλέον Γένους, ἀξιο-ποιώντας τὶς δυνάμεις ποὺ εἶχαν ἐπιβιώσει τόσο μετὰ τὴν κα-ταστροφή, ὅσο καὶ μετὰ τὴ φυγὴ τῶν Λογίων καὶ τῶν Δα-σκάλων στὴ Δύση .

Τὴν πρώτη προσπάθεια ἀνέλαβε ὁ πρῶτος μετὰ τὴν Ἅλωση Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος, ὁ ὁποῖος ἀμέσως μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του ( 6 Ἰανουαρίου 1454) ἵδρυσε τὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔγινε τὸ πρότυπο γιὰ τὴ λειτουργία ἄλλων ἀνά-λογων Ἀκαδημιῶν στὸν τουρκοκρατούμενο ἑλληνικὸ χῶρο.

Παράλληλα μὲ τὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία ἀρχίζει νὰ λειτουρ-γεῖ, ὡς παράρτημά της, ἡ Σχολὴ Μανωλάκη μὲ τρεῖς ἐκπαιδευ-τικὲς βαθμίδες, Κοινὰ Γράμματα, Ἐγκυκλοπαιδεία, Θεολογία – Φιλοσοφία.

Στὶς σχολὲς αὐτὲς συγκεντρώνεται τὸ ἐνυπάρχον διδασκαλικὸ δυναμικὸ, ἐνῷ ἐπιστρέφουν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς δα-σκάλους ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴ Δύση, κυρίως στὴ Βενετία.

Ἔτσι στὸν 16ο αἰῶνα ἀρχίζει ἐπιτέλους νὰ δημιουργεῖται μιὰ πρώτη ἀξιόλογη κίνηση , οἱ καρποὶ τῆς ὁποίας θὰ φανοῦν τὸν ἑπόμενο αἰῶνα.

Σ’ αὐτὸ συνέβαλε σὲ μεγάλο βαθμὸ ἡ ἀπό-φαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ 1593, ἐπὶ Πατριάρχη Ἱερεμία τοῦ Τρανοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κάθε μητροπολίτης ὄφειλε νὰ λάβει πρόνοια γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ λειτουργία σχολείων στὴν ἐπαρχία του.

Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ βρῆκε ἀνταπόκριση ἀπὸ τοὺς ἐκκλησια-στικοὺς παράγοντες κι ἔτσι ἡ Ἐκκλησία πρωτοστάτησε στὴν λειτουργία σχολείων, κυρίως κατώτερης βαθμίδας, ποὺ σύ-ντομα ἀπέκτησαν μεγάλη διάδοση.

Τὰ σχολεῖα ποὺ ἱδρύθηκαν στεγάστηκαν στοὺς νάρθηκες τῶν ἐκκλησιῶν, στὶς μονὲς, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπισκοπές.

Ὡς διδακτικὰ βιβλία χρησιμοποιήθηκαν τὰ λειτουργικὰ βιβλία καὶ ὡς δάσκαλοι οἱ κατὰ κανόνα ὀλιγο-γράμματοι ἱερεῖς καὶ μοναχοί.

Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα, μετὰ τὸν 17ο αἰ., ὅταν ἡ ὀργάνωση τῆς Παιδείας ἔλαβε μεγαλύτερη ἐπι-μέλεια, οἱ δάσκαλοι αὐξήθηκαν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν μεγάλωσε, τὰ νέα σχολεῖα συνέχισαν νὰ λειτουργοῦν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς χώρους καὶ ταυτόχρονα ἀναπτύχθηκε ἡ κοινοβιακὴ διαβίωση τῶν μαθητῶν σὲ σύνδεσμο μὲ τὴ λειτουρ-γικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας , ὥστε ὀρθὰ νὰ ὑποστηρίζει ὁ Μ. Γεδεῶν ὅτι « πᾶσαι αἳ σχολαὶ ἔζων καὶ ἐλειτούργουν πλησίον ἢ ἐντός της περιοχῆς τῶν ναῶν».
   Βεβαίως οἱ καταστάσεις δὲν ἦταν ἰδανικὲς καὶ τὰ προβλή-ματα ἀνεφύησαν κατὰ καιροὺς, κυρίως μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ λεγόμενου Διαφωτισμοῦ, ὁπότε ἔγινε ἐμφανὴς ὁ ἰδεολογικὸς δυϊσμὸς ποὺ κυοφορεῖτο στὰ σπλάχνα τοῦ Γένους.

Στὴ διαμάχη ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα στοὺς παραδοσιακοὺς δασκάλους καὶ τοὺς νεωτεριστὲς ἀναπτύχθηκαν πολλὰ προσωπικὰ στοιχεῖα ἐνῷ ἡ Ἐκκλησία ἀπέφυγε νὰ λάβει συνοδικὲς ἀποφάσεις καὶ νὰ δώσει ἕνα θεσμικὸ στίγμα στὴ διαμάχη, ἐνῷ οἱ δάσκαλοι τῶν νέων μαθημάτων ἦταν τὶς περισσότερες φορὲς κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ἐκκλησιαστικὰ δὲν ἐθίγησαν, κάποιοι μάλιστα προήχθη-σαν σὲ ἐπισκόπους.


 Ὁ Αἰδεσ. π. Ἀθανάσιος Χατζῆς, . Θεολόγος :
«Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἐκπαίδευση καί στήν κοινωνία τοῦμέλλοντος».
  

Ἡ Ἐκκλησία σήμερα – ἴσως ὅσο ποτὲ ἄλλοτε - προσπαθεῖ νὰ καλύψει τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες τῶν νέων τόσο τὶς ψυχικὲς - πνευματικὲς - ὅσο καὶ τὶς πρακτικές. Ἔχει στὸ δυναμικό της κατὰ κανόνα ἀληθινοὺς Πατέρες – Πνευματικοὺς ποὺ λει-τουργοῦν τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας μὲ ἐκκλησιαστικὴ συνεί-δηση, ποὺ δὲν ἐμπορεύονται τὴν πίστη ἢ τὶς ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες τῶν νέων, ποὺ δὲν τρομοκρατοῦν, ἀλλὰ ἀναπαύουν τὶς ψυχές τους, ποὺ συμπάσχουν ποὺ συμπονοῦν, ἐνδιαφέρονται καὶ δέχονται τοὺς νέους  ὅπως εἶναι.
 

Κυρίως ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἐντρυφᾶ τοὺς νέους σὲ ἕναν ἄλλο ἀντισυμβατικὸ γιὰ τὰ μέτρα τοῦ κόσμου, τρόπο ζωῆς, ὅπου δὲν χωροῦν οὔτε καταθλιπτικὰ φαινόμενα οὔτε ἀπονενοημένες πράξεις, (αὐτοκτονίες, ναρκωτικά, ἐξαρτήσεις…) ὅπου ὁ νέος χαίρεται τὴ ζωὴ του μέσα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχει, καὶ ὄχι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἔχει ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει, ποὺ ἐπενδύει τὴν ζωή του σὲ ἀξίες ποὺ ποτὲ μὰ ποτὲ κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τοῦ ἀφαιρέσσει…

Βέβαια τὰ παιδιὰ μας σήμερα ἔχουν μιὰ εἰκόνα γιὰ τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἀδικεῖ τόσο τὰ ἴδια ὅσο καὶ τὴν Ἐκκλησία. Πρῶτα – πρῶτα ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν ὅτι Ἐκκλησία δὲν εἶναι τὸ ἱερατεῖο, - βέβαια κάποιοι ἔτσι τοὺς δίδαξαν - δὲν εἶναι ὁ χῶρος των «μὴ» καὶ τῶν «πρέπει», τῆς αὐτονομημένης ἠθικῆς καὶ στείρας καθηκοντολογίας. 

Ἀδυνατοῦν νὰ κατανοήσουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μιὰ θρησκεία ἔστω καὶ ἡ καλύτερη μέσα στὶς ἄλλες θρησκεῖες,  ἀλλὰ ὅτι εἶναι μιὰ ἄλλη πρόταση ζωῆς ἐκλεκτοῦ κάλλους ἀπογυμνωμένης ἀπὸ τὸ ἔρεβος τοῦ θανάτου μπολιασμένης καὶ λουσμένης μέσα στὸ φῶς καὶ τὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως.

Οἱ νέοι μας σήμερα δυστυχῶς (παρὰ τὶς εὐοίωνες κατὰ καιροὺς δημοσκοπήσεις) κατὰ βάθος αἰσθάνονται ἀποξε-νωμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

Ἡ λέξη Ἐκκλησία στὴ συνείδησή τους ταυτίζεται μὲ ἕνα  κοινωνικὸ θεσμὸ παροχῆς ὑπηρεσιῶν ὅπως π.χ. τὸ Ι.Κ.Α. καὶ ὄχι μὲ ἕναν Θεανθρώπινο ὀργανισμὸ…
 

Οἱ νέοι μας θὰ παραμένουν ἐπιφυλακτικοὶ ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησία, ὅσο ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ προσαρμοσθεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν, καὶ κυρίως ὅσο ἡ ὑπερβολικὴ συντηρητικότητα καὶ ὁ ζηλωτισμὸς τῶν ὑπευθύ-νων της ἀπομονώνει τοὺς νέους οἱ ὁποῖοι θέλουν μιὰ Ἐκκλη-σία ζωντανή, μιὰ Ἐκκλησία ποὺ νὰ πρωτοπορεῖ, μιὰ Ἐκκλησία ὅπου θὰ βιώνουν τὴν ἐλευθερία, ὄχι ὡς μιὰ ἔκφραση ἀσυδο-σίας, ἀλλὰ ὡς γεγονὸς ἀποδοχῆς, θυσίας καὶ σεβασμοῦ τοῦ «ἄλλου».


   Ὁ Θεολόγος - Διδάκτωρ Νεώτερης Ἑλληνικῆς Ἱστορίας κ. Ἰωάννης Μπουγᾶς:

Ἡ Ἐκκλησία καὶ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Μία πορεία λόγου καὶ ἀντιλόγου.

   Ἔτσι λοιπὸν τὸ περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας τοῦ μαθήματος θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι μὴ ὁμολογιακὸ καὶ συγκεκριμένα ἡ μελέτη τῶν πέντε μεγάλων Θρησκειῶν: τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Ἰσλαμισμοῦ, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, Ἰνδουισμοῦ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ ὡς πρῶτος κύκλος πιθανῶς στὶς δυὸ πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου μὲ ἔμφαση στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τῶν Θρησκειῶν καὶ σὲ βασικὲς διδασκαλίες τους, χωρὶς βεβαίως νὰ ὑπάρχει ἄξιο-λογικὴ κρίση, ἀλλὰ ἀντιθέτως τὸ θρησκευτικὸ μάθημα καλεῖ-ταὶ στὴν σημερινὴ πολυπολιτισμική, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία τὰ θρησκευτικὰ πάθη ἐντείνονται ἀκόμη καὶ στὴν Εὐρώπη, νὰ διδάξει ἀντικειμενικὰ τὶς ἄλλες θρησκευτικὲς ἀπόψεις.  

Ὁ τρεῖς μεγάλες χριστιανικὲς ὁμολογίες τοῦ Ρωμαιοκαθολι-κισμοῦ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ σημαντικὰ κείμενα αὐτῶν μὲ ἑρμηνεία τους στὴν σύγχρονη πραγματι-κότητα θὰ μποροῦσαν νὰ διδάσκονται στὶς ἑπόμενες δύο τάξεις Γ’ Γυμνασίου καὶ Α’ Λυκείου ὅπως καὶ μεγάλες θρησκευτικὲς προσωπικότητες, ἀλλὰ καὶ θέσεις τῶν Θρησκειῶν γιὰ τὴν οἰκο-λογικὴ κρίση, τὰ κοινωνικὰ προβλήματα, τὴν χρήση τῆς τεχνο-λογίας, τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν λαῶν, τὴν τέχνη, τὴν ἐπι-στήμη, τὴν ἀντιμετώπιση ὁλοκληρωτικῶν ἰδεολογιῶν κ.ἂ.

Στὶς ἑπόμενες δύο τελευταῖες τάξεις εἶναι δυνατὸν νὰ διδά-σκονται, τὰ πορίσματα τῶν διαθρησκειακῶν, διαχριστιανικῶν διάλογων σὲ ὅλους πάντα τοὺς μαθητὲς διαφόρων θρησκευ-τικῶν κοινοτήτων καὶ ὁμολογιῶν, μὲ τὴν μέθοδο τῆς ἐρευνη-τικῆς ἐργασίας καὶ μὲ ὁμαδοσυνεργατικὸ τρόπο, καθὼς καὶ οἱ διάφορες διδασκαλίες περὶ ἠθικῆς.

Ἄλλη πρόταση εἶναι νὰ διδάσκεται σὲ μαθητὲς διαφορετικῶν ὁμολογιῶν καὶ ἄθεων ἢ ἀγνωστικιστῶν σὲ μικτὲς τάξεις ὅπως εἶναι σὲ χῶρες τῆς Εὐρώπης…

Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἤδη ὑπάρχει καὶ βιβλίο, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμεύσει ὡς ἐγχειρίδιο γιὰ τὰ κοινὰ αὐτὰ μαθήματα καὶ εἶναι: «Τὸ Λεξικὸ τοῦ Διαλόγου» ποὺ κυκλοφορεῖ στὰ γερμανικὰ καὶ σύντομα στὰ τουρκικά.

Γιὰ πρώτη φορὰ χριστιανοὶ καὶ μουσουλμάνοι ἐπιστήμονες σὺντάσσουν ἕνα λεξικὸ θρησκευτικῶν ὅρων καὶ γιὰ τὶς δύο θρησκεῖες ποὺ δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ εἰδικοὺς ἀλλὰ καὶ σὲ μὰθητὲς καὶ ἐκπαιδευτικούς.

Ἀφοῦ ὅμως πρέπει –μὲ συνταγματικὴ ἐπιταγὴ- νὰ διδάσκονται στὰ σχολεῖα καὶ τὰ γνήσια στοιχεῖα τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης τότε νὰ γίνεται καὶ τὸ ὁμολογιακὸ μάθημα, ὄχι ὅμως ὁμολογιακὸ μόνο γιὰ ὀρθοδόξους ἀλλὰ γιὰ ὅλες τὶς ὁμολογίες καὶ ὅλες τὶς θρησκεῖες, καθὼς ἐπίσης νὰ ὑπάρχει ἡ ἐναλλακτικὴ λύση γιὰ τοὺς ἀθέους καὶ ἀγνωστικιστές.

Αὐτὸ τὸ μάθημα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι κὰτ΄ ἐπιλογὴν ὑποχρεωτικὸ γιὰ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἀνάλογα μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἢ μὴ πε-ποίθηση τοῦ καθενὸς ἐφόσον βέβαιά τὸ ἐπιθυμοῦν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ γονεῖς τους.

Τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο σήμερα ἔχει τὴν τεχνο-γνωσία ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμπειρία νὰ παράσχει μαθήματα ἐπιλο-γῆς καὶ ἐδῶ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει ἁρμονικὴ συνεργασία γιὰ τὸ ὀρθόδοξο ἐπιλεγόμενο μάθημα μὲ τὶς κατὰ τόπους Μητρο-πόλεις προκειμένου νὰ διδάσκεται ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιλέγονται οἱ Θεολόγοι διδάσκοντες μὲ τὴν σύμφωνη γνώμη τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, γιατί πολὺ ἁπλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δικά του λογικὰ ποίμνια κατηχοῦν, τὰ ὁποῖα, αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος, ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία…

Πέραν ὅμως ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιθέσεις ἢ συνθέσεις τῶν διαφόρων ἀπόψεων γιὰ τὸ θρησκευτικὸ μάθημα ὡς μέλῃ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος, πρέπει νὰ ἐπιδιώκου-με τὴν ἐκκλησιοποίηση τοῦ μαθήματος- γιατί ὄχι καὶ ὅλων των μαθημάτων τοῦ σχολείου - εἴτε μὲ τὴν μορφὴ ποὺ προτείνει τὸ νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, εἴτε μὲ τὴν προαιρετικὴ ὁμολογιακὴ μορφή, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν θρησκειολογική, ἐφόσον τὸ μάθημα διδάσκεται σὲ μέλῃ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βαπτισμένα καὶ χρισμένα ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιοποίηση, δηλαδὴ συνέχεια τῆς Θείας Λειτουργίας μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, συνέχεια τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς μετὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία.

Τὸ μάθημα ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο, τὴν διδασκαλία νὰ μετατραπεῖ σὲ διακονία, ὅπου μήτε ὁ λόγος μήτε ὁ ἀντίλογος κυριαρχεῖ ἀλλὰ «ὑπηρετεῖται», στὸ πρόσωπο κάθε μαθητὴ ὁ Λόγος-Χριστός.

Αὐτὴ εἶναι ἡ πρόταση, τὴν ὁποία κομίζει τὸ ἐκκλησιαστικὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν γιὰ τὴν δημιουργία τοῦ ὁράματος, ποὺ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν σημερινὴ ἐκπαίδευση στὸν τόπο ποὺ παροικοῦμε, τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα «ποιὸν» ἄνθρωπο θέλει νὰ δημιουργήσει τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα.

Τὸν ἄνθρωπο τοῦ διαλόγου, τῆς ἑνότητας, τῆς μετάνοιας, τὸν ἄνθρωπο ποὺ εὐχαριστεῖ, τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὸν ἀμοιβαῖο ἔρωτα μὲ τὸν Χριστὸ ἀλλὰ τὸν ἀναζητᾷ συνεχῶς, στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ του εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

GTS 4794

GTS 4800

GTS 4809

GTS 4822

GTS 4828

Εμφανίσεις: 46947
Γίνετε ενεργά η πηγή του Romfea.gr! Στείλτε ειδήσεις και φωτογραφίες που πιστεύετε πως ενδιαφέρουν τους αναγνώστες στο [email protected]
FOLLOW ROMFEA:
top
Has no content to show!