Ο όρος "Πενταρχία" και η κανονικότητα του
- Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 16 Αυγούστου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Πρωθ. Βλάντισλαβ Τσίπιν - 02.56
-
Ο όρος «Πενταρχία» ανακύπτει με την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής τάξης κατά την ιστορική περίοδο των Οικουμενικών συνόδων και ιδιαίτερα σε σύνδεση με την ανάπτυξη των Πατριαρχείων.
Κατά τον πέμπτο αιώνα, οι επίσκοποι των μεγαλύτερων τοπικών Εκκλησιών αρχίζουν να αποκτούν κανονικά τον τίτλο του Πατριάρχη.
Παρεμπιπτόντως, η λέξη «Πατριάρχης» στις εκκλησιαστικές πηγές σχετικά με επισκόπους, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο τέλος του τέταρτου αιώνα, εντούτοις χωρίς αναμφίβολα συγκεκριμένη έννοια.
Έτσι, σύμφωνα με τον Εκκλησιαστικό ιστορικό Σωκράτη Σχολαστικό, οι Πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου εμπιστεύτηκαν την κανονική μέριμνα για χωριστές περιοχές του ανατολικού ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε επισκόπους τους οποίους ονομάζει «Πατριάρχες»:
«Και πατριάρχας κατέστησαν διανειμάμενοι τας επαρχίας, ώστε τους υπέρ διοίκησιν επισκόπους ταις υπερορίοις εκκλησίαις μη επιβαίνειν. Τούτο γαρ πρότερον δια τους διωγμούε εγίνετο αδιαφόρως. Και κληρούται Νεκτάριος μεν την μεγαλόπολιν και την Θράκην.
Της δε Ποντιακής διοικήσεως Ελλάδιος ο μετά Βασίλειον Καισαρείας των Καππαδοκών επίσκοπος, Γρηγόριος ο Νύσσης ο Βασιλείου αδελφός, Καππαδοκίας δε και ήδε πόλις και Οτρήιιος ο εν της εν Αρμενία Μελιτινής την πατριαρχίαν εκληρώσατο. Την Ασιανήν δε λαγχάνουσιν Αμφιλόχιος ο Ικονίου και Όπτιμος ο Αντιοχείας της Πισιδίας. Τα δε κατά την Αίγυπτον Τιμοθέω τω Αλεξανδρείας προσενεμήθη.
Των δε κατά την Ανατολήν Εκκλησιών την διοίκησιν τοις αυτής επισκόποις επέτρεψαν, Πελαγίω τε τω Λαοδικείας και Διοδώρω τω Ταρσού, φυλάξαντες τα πρεσβεία τη Αντιοχέων Εκκλησία, άπερ τότε παρόντι Μελιτίω έδοσαν» (Σωκράτη Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία [Philip Schaff, NPNF V2-02], 122).
Όμως η λέξη «Πατριάρχης» δεν έχει γίνει ακόμη εκκλησιαστικός τίτλος.
Πιθανόν, το πρώτο επίσημο εκκλησιαστικό ντοκουμέντο στο οποίο η λέξη «Πατριάρχης» χρησιμοποιείται ως ο υψηλότερος εκκλησιαστικός τίτλος σε οποιαδήποτε αξία είναι το Constitutiones του Ξένοντος του έτους 447 μ.Χ.
Αυτό είναι το πιο πρόωρο διατηρημένο επίσημο κείμενο μέσα στο οποίο παγιώνεται ο πατριαρχικός τίτλος.
Στους κανόνες ο τίτλος του Πατριάρχη, εμφανίζεται δύο αιώνες μετά, πρώτα στον κανόνα 7 της Πενθέκτης Οικουμενικής εν Τρούλλω (691), το θέμα της οποίας δεν είχε καμία απολύτως σύνδεση με τη χαρακτηριστική έννοια της πατριαρχικής τάξης: « …ώστε τον διάκονον καν εν αξιώματι, τουτέστι εν οφφικίω τω οιωδήποτε εκκλησιαστικώ τυγχάνη, τον τοιούτον μη προ του πρεσβυτέρου καθέζεσθαι, εκτός ει μη το πρόσωπον επέχων του οικείου πατριάρχου ή μητροπολίτου..».
Από τότε, ο πατριαρχικός τίτλος διατηρείται από τους Αρχιερείς των πέντε τοπικών Εκκλησιών: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Επιπλέον, ο παπικός τίτλος χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τους επισκόπους της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας σε ίση βάση με τον πατριαρχικό τίτλο.
Η εξέλιξη των Πατριαρχείων έρχεται ως το επόμενο και ιστορικά τελικό βήμα στην πορεία της ένωσης των τοπικών εκκλησιαστικών δομών. Αυτό το βήμα ξεπερνούσε την ενοποίηση των Εκκλησιών, που έχουν Μητροπολίτες επικεφαλής και Αυτοκέφαλο, σε Εξαρχίες. Παρά το γεγονός ότι ο όρος «εξαρχία» συναντάται για πρώτη φορά στους κανόνες, στον έκτο κανόνα της συνόδου της Σαρδικής ( το αξίωμα του εξάρχου ήταν βεβαίως και νωρίτερα γνωστό, αλλά το είχαν μόνο πρόσωπα που έφεραν πολιτική εξουσία).
Παρόλα αυτά δεν έχει εδώ κάποιο ιδιαίτερο, ανεξάρτητο νόημα, αλλά είναι άλλο ένα όνομα για τον ίδιο μητροπολίτη.
Αλλά αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στον ένατο και τον δεκατοέβδομο κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνας, αλλά τώρα με ένα άλλο, νέο νόημα: « ει δε τινές αδικοίντο παρά του ιδίου μητροπολίτου, ή παρά τω εξάρχω της διοικήσεως ή παρά τω Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθωσαν καθά προείρηται» (Κανόνας 17).
Η εμφάνιση των Εξαρχιών ήταν συνδεδεμένη με την εξέλιξη της διοικητικής διαίρεσης της ίδιας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Για την διαδικασία επικέντρωσης της Εκκλησίας ο στόχος ήταν να έρθει ο οργανισμός της Εκκλησίας σε συντονισμό με νέες διοικητικές διαιρέσεις που αναπτύχθηκαν τον τέταρτο αιώνα.
Την εποχή του Ισαποστόλου Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε τέσσερις επαρχίες: Γαλατία, Ιταλία, Ιλλυρικό και την Ανατολή, που ήταν η μεγαλύτερη από όλες. Επιπλέον οι δύο πρωτεύουσες-Ρώμη και Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη)- είχαν ιδιαίτερο status και δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτές τις επαρχίες, έχοντας τους δικούς τους επάρχους. Η επαρχία της Γαλατίας συμπεριλάμβανε τη Γαλλία, την Βρετανία, την Ισπανία και την Μαυριτανία.
Η Ιταλία περιελάμβανε εκτός από την Ιταλία, τη Γερμανία, την Παννονία, τη Δαλματία και την Ήπειρο στη δυτική πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και την Αφρική (με την Καρθαγένη ως πρωτεύουσα της).
Το Ιλλυρικό με κέντρο του τη Θεσσαλονίκη, περιελάμβανε τη Μακεδονία και τη Δακία.
Στην επαρχία της Ανατολής περιλαμβάνονταν οι ακόλουθες επισκοπές: Ασία (με κέντρο της την Έφεσο), οι ενωμένες επαρχίες που βρίσκονταν στη νοτιοδυτική πλευρά της Μ. Ασίας·
Ο Πόντος με πρωτεύουσά του την Καισάρεια της Καππαδοκίας, καταλαμβάνοντας τη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου της Μ. Ασίας και της ορεινής Αρμενίας· Η Θράκη, το ανατολικό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου με το κέντρο της στην Ηράκλεια), στο έδαφος που βρισκόταν επίσης η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη· η Συρία (με την πρωτεύουσά της Αντιόχεια) και η Αίγυπτος με τη Λιβύη και την Πεντάπολη (η κύρια πόλη ήταν η Αλεξάνδρεια).
Κάθε επισκοπή περιελάμβανε διάφορες επαρχίες. Έξαρχοι (στα Λατινικά βικάριοι) δεν ήταν από την αρχή το όνομα για Αρχιερείς, αλλά για πολιτικούς κυβερνήτες των επισκοπών.
Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, οι έξαρχοι σχετίζονταν με τους πριμάτους για τους Πατέρες της Συνόδου της Καρθαγένης, στον κανόνα 48 (39), απαγόρευσαν την χρήση του τίτλου έξαρχος ως ασύμβατη με την ιδέα της χριστιανικής ταπεινότητας.
Εξαρχίες επίσης λέγονταν «οι μεγαλύτερες επαρχίες», που ήταν αποδεδειγμένα ασταθείς και εφήμερα δομημένες.
Η διαδικασία επέκτασης των τοπικών Εκκλησιών δεν ήταν ολοκληρωμένη σε αυτό το στάδιο.
Το ανυψωμένο εκκλησιαστικό status της Κωνσταντινουπόλεως, προετοιμάστηκε από την αποκλειστική θέση που είχε ως « η πόλη του Αυτοκράτορα και της Συγκλήτου».
Παρά τις αντιδράσεις της Ρώμης, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος εγκαθίδρυσε ότι « τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον Ρώμης επίσκοπον….» (Κανόνας 3).
Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος εισήγαγε στη δικαιοδοσία του επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός από τη Θράκη, τις διοικήσεις Ασίας και Πόντου (κανόνας 28).
Στο λατινικό ήμισυ της Αυτοκρατορίας, η εξουσία του ρωμαίου επισκόπου απλωνόταν αρχικά στην Ιταλία(χωρίς να περιλαμβάνει τις Εκκλησίες της Ραβέννας και του Μιλάνου) και έπειτα σε όλη τη Δύση με τις τρείς επαρχίες της.
Ως αποτέλεσμα κατά την περίοδο της εικονομαχίας, το ανατολικό μέρος του Ιλλυρικού, καθώς και η νότιος Ιταλία και Σικελία, μετεφέρθησαν από τη δικαιοδοσία του Ρώμης, στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ρωμαίοι πάπες ήταν αργότερα ικανοί, με τη βοήθεια των Νορμανδών, να ανακτήσουν τη δικαιοδοσία τους στις περιοχές της νοτίου Ιταλίας και Σικελίας, αλλά όχι στο ανατολικό Ιλλυρικό, το οποίο παρέμεινε για πάντα στα όρια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και γι’ αυτό διατήρησε το μερίδιο του στην Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος είχε ήδη παρουσιάσει προνόμιο τιμής στην Παλαιστίνη, στον επίσκοπο Ηλία της Ιερουσαλήμ- Μητρός πασών των Εκκλησιών (κανόνας 7), η οποία τον καιρό εκείνο της Συνόδου ήταν υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης.
Αυτό οδήγησε αργότερα σε απόλυτη ανεξαρτησία-αυτοκεφαλία- της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.
Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας παρέμεινε στα όρια της επαρχίας της που περιελάμβανε Αίγυπτο, Συρία και Πεντάπολη.
Έτσι προέκυψαν τα πέντε Πατριαρχεία. Η λέξη «Πενταρχία» συνδέεται με αυτό τον όρο, που στα αγγλικά σημαίνει «πέντε εξουσίες».
Επιπλέον η «Πενταρχία» δεν είναι τίποτα άλλο από ένα γεγονός της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, που ίσχυσε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις μετά το συνέδριο της Βιέννης, όπου υπήρξε μια «πενταρχία» των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών: Ρωσία, Αυστρία, Μεγάλη Βρετανία, Πρωσία και Γαλλία.
Παρόλ’αυτά, στον ένατο αιώνα εμφανίστηκε μια περίεργη διδασκαλία πάνω στην Πενταρχία- ότι δηλαδή σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, μέσα στην Εκκλησία μπορούν να υπάρχουν μόνο πέντε Πατριάρχες, ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι, όπως υπάρχουν πέντε αισθήσεις έτσι όλος ο κόσμος έπρεπε να είναι διηρημένος ανάμεσα σε αυτούς τους Πατριάρχες.
Η θεωρία της «Πενταρχίας» προστατεύτηκε από τον Πατριάρχη Πέτρο της Αλεξανδρείας.
Η σκέψη του στο θέμα αυτό, που περιέχεται στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Ακιλιίας, ο οποίος άρχισε να λαμβάνει τον τίτλο του Πατριάρχη σε συγκεκριμένα έγγραφα (αυτός ο τίτλος αργότερα άλλαξε σε επίσκοπος της Βενετίας), εισήχθησαν στη Σύνοψη του Στεφάνου από την Έφεσο και από εκεί μέσω του Αριστηνού στο Πηδάλιο του Αγίου Σάββα και κατά συνέπεια στη ρωσική μας έκδοση του Πηδαλίου:
«Πουθενά δεν αναγράφεται ότι ο πριμάτος της Ακιλιίας, που καλείται Βενετίας, να ονομάζεται Πατριάρχης. Σε όλο τον κόσμο είναι πέντε γνωστοί Πατριάρχες: Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιερουσαλήμ.
Όπως το σώμα μας είναι φτιαγμένο με πέντε αισθήσεις, έτσι είναι και το Σώμα του Χριστού φτιαγμένο με πέντε πατριαρχικούς θρόνους, καθώς υπάρχουν πιστές Εκκλησίες όπως οι πέντε αισθήσεις» (Κεφάλαιο 40).
Ένας υποστηρικτής αυτής της περίεργης διδασκαλίας, ήταν ο γνωστός για τη μεγάλη διάνοιά του, κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών.
Ουσιαστικά έχουμε εισέλθει σε μία παρέκκλιση της κανονικής γνώσης που είναι χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα, και ξένο από το υπεύθυνο και νηφάλιο στυλ της κανονικής σκέψης που παρουσιάζεται κατά τους πατερικούς χρόνους.
Η θεωρία της «Πενταρχίας» στερείται εξίσου κανονικών και ιστορικών θεμελίων, δίνοντας συνεπώς λανθασμένες προφάσεις για την υπεράσπιση της ηγεμονίας των Ελληνόφωνων Εκκλησιών έναντι των μη Ελληνόφωνων Εκκλησιών.
Η τάση που εκφραζόταν σε αυτή τη θεωρία, όσο περίεργο και αν φαίνεται ανασκάπτεται από καιρού εις καιρόν στη μοντέρνα εποχή.
Έχει τη δύναμη να γίνει μια αιτία για εμπλοκές στις σχέσεις ανάμεσα στα ανατολικά Πατριαρχεία και τις Τοπικές Εκκλησίες που έλαβαν αυτοκεφαλία κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας μ. Χ.
Παρεμπιπτόντως, η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος (431 μΧ.) επιβεβαιώνοντας με τον όγδοο κανόνα της την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου, ενάντια της Αντιόχειας με την οποία είχε διαμάχη, δεν αφήνει καθόλου λογικά εκκλησιαστικά ερείσματα για την ανάπτυξη μιας διδασκαλίας πάνω στο αποκλειστικό προνόμιο των πέντε πρώτων πατριαρχικών θρόνων του Χριστιανικού κόσμου.
Είναι διδακτική η λύση που δίνει στο τέλος του αυτός ο κανόνας: « το δε και αυτό και επί των άλλων διοικήσεων και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται, ώστε μηδένα των θεοφιλεστάτων επισκόπων επαρχίαν τινά ετέραν ουκ ούσαν άνωθεν και εξ αρχής υπό την αυτού ήγουν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν· αλλ’ ει και τις κατέλαβε και υφ’εαυτώ πεποίηται βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι, ίνα μη των πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας προσχήματι εξουσίας τύφος κοσμικής παρεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής…».
Εκτός τούτου η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπό της, υπήρχε επίσης από την εποχή του Ιουστινιανού ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Πρώτης Ιουστινιανής (χρονολογείται από το 535 μ.Χ), ο Πρώτος της οποίας έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου- ο Αρχιεπίσκοπος της Οχρίδας συνδέεται με αυτό.
Αργότερα εμφανίστηκαν και άλλες Τοπικές Εκκλησίες και οι Επικεφαλής κάποιων από αυτές έφεραν τον τίτλο του Πατριάρχη, που τους θέτει σε ίσο επίπεδο με τους ανατολικούς Πατριάρχες.
* Ο συγγραφέας Πρωθιερέας Vladislav Tsypin είναι καθηγητής στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας και διδάσκει Ιστορία της Ευρώπης, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας και Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.
Είναι κάτοχος πτυχίου Μάστερ στη Θεολογία και Διδακτορικού στην Εκκλησιαστική Ιστορία.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ROMFEA.GR"
- Εμφανίσεις: 134754