Αχαϊας Αθανάσιος "Ο Διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρ/Καθολικούς"
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 01 Οκτωβρίου 2010
-
Γράφτηκε από τον/την Μητροπολίτης Αχαϊας Αθανάσιος 21:50
-
Η δωδεκάτη συνάντηση της Ολομέλειας της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου των Ορθοδόξων Εκκλησιών μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη από 20-27 Σεπτεμβρίου 2010.
Ως μέλος της Επιτροπής και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος έλαβε μέρος στο διάλογο ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αχαΐας κ. Αθανάσιος, διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Με την ευκαιρία αυτή είναι χρήσιμο να κατατεθούν κάποιες πληροφορίες για χάρη των αξιότιμων επισκεπτών της ιστοσελίδας του Γραφείου μας.
Θυμίζουμε ότι ο διάλογος αυτός ξεκίνησε επίσημα προ τριάκοντα ετών, το 1980. Και μόνο αυτό το γεγονός καταδεικνύει τόσο την προσοχή και υπευθυνότητα όσων ασχολήθηκαν με το δύσκολο, αλλά και σημαντικό αυτό έργο, όσο και την επιθυμία των Εκκλησιών, που συμμετέχουν στο διάλογο, να φθάσουν σε μια βαθύτερη αλληλοκατανόηση και σύγκλιση απόψεων και ειλικρινή συμφωνία σε βασικά θέματα πίστεως.
Τα μέλη της Επιτροπής αντιλαμβάνονται την μεγάλη ευθύνη που έχουν αναλάβει να ανταποκριθούν στην επιθυμία και προσδοκία πλείστων όσων πιστών μελών των Εκκλησιών τους να δοθεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα σε όλο τον κόσμο ότι η αγάπη για την ορθόδοξη πίστη και η φανέρωσή της είναι η καλή μαρτυρία που καταξιώνει την εργώδη ανθρώπινη προσπάθεια που καταβάλλεται για την καταλλαγή και την συμφιλίωση στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου.
Στην τρέχουσα φάση τα μέλη της Επιτροπής συζητούν το δύσκολο θέμα του ρόλου του Επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία των χριστιανικών Εκκλησιών.
Η προετοιμασία ενός κειμένου που θα αποτελούσε την βάση των συζητήσεων της Ολομελείας ξεκίνησε με το τέλος της δεκάτης συναντήσεως της Ολομελείας στην Ραβέννα, το έτος 2007. Συστήθηκαν τότε δυο Υποεπιτροπές, μια αγγλόφωνη και μια γαλλόφωνη, που συνέταξαν δυο διαφορετικά κείμενα.
Το ένα εκ των δυο κειμένων προσέγγισε το θέμα κυρίως ιστορικά, ενώ το δεύτερο είχε χαρακτήρα περισσότερο θεολογικό. Εξ αρχής η εργασία των δυο Υποεπιτροπών κατέδειξε αφ’ ενός την ανάγκη να διαβάσουμε- Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί- από κοινού την ιστορία της πρώτης χιλιετίας των Εκκλησιών μας και να προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε και να την ερμηνεύσουμε μαζί, όσο και την ανάγκη να καταγραφούν τα βασικά σημεία της εκκλησιολογίας, τα οποία και οι δυο πλευρές θεωρούν απαραίτητο να συμφωνηθούν πριν φθάσουμε στο κοινό ποτήριο και την από κοινού διακήρυξη της ορθής πίστεως.
Το αποτέλεσμα της εργασίας των δυο Υποεπιτροπών παρέλαβε δεκαεξαμελής Συντονιστική Επιτροπή (αποτελούμενη από οκτώ Ορθοδόξους και οκτώ Ρωμαιοκαθολικούς), οι οποίοι συνέταξαν από τα δυο ένα κοινό κείμενο.
Τα χαρακτηριστικά του κειμένου αυτού ήταν αφ’ ενός η καταγραφή ορισμένων ιστορικών στοιχείων σχετικών με τον ρόλο του Επισκόπου Ρώμης υπέρ της ενότητας των Εκκλησιών και αφ’ ετέρου ο τρόπος συνεργασίας του με άλλους Επισκόπους και σημαντικούς παράγοντες της εκκλησιαστικής ζωής κατά την πρώτη χιλιετία, με επίδειξη ιδιαίτερης ευαισθησίας και προσοχής στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος στην Εκκλησία κατά την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Θυμίζουμε το σημαντικό βήμα προόδου στον διάλογο, που επιτεύχθηκε στη Ραβέννα, με την αποδοχή από την Ολομέλεια της Επιτροπής κοινού κειμένου, στο οποίο για πρώτη φορά οι Ορθόδοξοι μαζί με τους Ρωμαιοκαθολικούς αναγνωρίζουμε ότι Ορθόδοξη εκκλησιολογία χωρίς κανονική λειτουργία του συνοδικού συστήματος, εντός του οποίου καταξιώνεται το έργο και η μαρτυρία όλων ανεξαιρέτως των επισκόπων, δεν υπάρχει.
Η Συντονιστική Επιτροπή, βέβαια, δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ευρεία ανάλυση των δεδομένων που καταγράφηκαν στο κείμενο εργασίας, αφού αυτό είναι ακριβώς το έργο της εξηκονταμελούς Ολομέλειας, μόνης υπεύθυνης για την σύνταξη ενός τελικού κειμένου κοινής αποδοχής.
Η Συντονιστική Επιτροπή εξ αρχής είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι παρέδιδε στην Ολομέλεια ένα κείμενο εργασίας με πολλά κενά, τα οποία εκείνη θα έπρεπε να προσπαθήσει να επισημάνει και κατά το δυνατόν να συμπληρώσει μέσα από τον θεολογικό διάλογο. Αυτό το τεράστιο έργο ξεκίνησε στην Πάφο το 2009 και συνεχίσθηκε στην Βιέννη.
Ο διάλογος ήταν τίμιος, ελεύθερος και κυρίως άνετος, απαλλαγμένος από οποιοδήποτε άγχος ή πίεση ότι τάχα βιαζόμαστε να παραγάγουμε ένα κείμενο, χωρίς να έχουμε φθάσει σε ουσιαστική συμφωνία.
Αυτή η διαπίστωση ενός αέρα ελευθερίας, που μεταφέρεται εδώ μετά λόγου γνώσεως, εξέθρεψε μεταξύ των μελών της Επιτροπής μια αμοιβαία εμπιστοσύνη, που είναι στοιχείο απαραίτητο για την υπεύθυνη συνέχιση του διαλόγου πάνω στο ακανθώδες θέμα που αποφασίσθηκε να παραμείνει στο πρόγραμμα του θεολογικού διαλόγου κατά τα χρόνια που έρχονται.
Το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε για το διάλογο στην Πάφο και στη Βιέννη παραμένει ελλιπές και, κυρίως για τους Ορθοδόξους, αποτελεί ομοφώνως απλό κείμενο εργασίας (instrumentum laboris).
Επομένως οποιαδήποτε, μερική ή ολική, δημοσίευσή του δεν εξυπηρετεί κανένα σοβαρό σκοπό. Δεν εγκαταλείπεται όμως το κείμενο αυτό, αφού αναγνωρίζεται ότι το θέμα μας χρειάζεται ισχυρή ιστορική τεκμηρίωση και προς αυτή την κατεύθυνση ασφαλώς συνέβαλαν οι εργασίες των δυο τελευταίων συναντήσεων της Ολομελείας της Επιτροπής.
Η επεξεργασία του κειμένου, επομένως, θα συνεχισθεί και τα στοιχεία του θα αναλυθούν προκειμένου να φθάσουμε- Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί- σε μια βαθύτερη και ακριβέστερη από κοινού κατανόηση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Παράλληλα θα συσταθεί μια Υποεπιτροπή, η οποία θα συντάξει ένα πρόχειρο κείμενο που θα έχει τον χαρακτήρα μιας θεολογικής ανάλυσης του θέματός μας, στοιχείο δηλαδή που κρίθηκε ότι δεν διέθετε επαρκώς το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε στο διάλογο μέχρι τώρα.
Εξ άλλου, ορθώς παρατηρήθηκε ότι η Ολομέλεια της Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων μετά των Ρωμαιοκαθολικών δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί σε κάποιο είδος Ακαδημίας ιστορικών επιστημών, αλλά πρέπει να διατηρήσει τον θεολογικό χαρακτήρα που της απέδωσαν οι Εκκλησίες, οι οποίες συμμετέχουν στο διάλογο.
Η εν λόγω Υποεπιτροπή θα έχει ως κύριο έργο της τη σύνταξη κειμένου, το οποίο θα πρέπει να παρουσιάσει, με όση σαφήνεια γίνεται, το ρόλο που διαδραμάτισε ο Επίσκοπος Ρώμης σε σχέση με το συνοδικό σύστημα λειτουργίας της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία.
Το αποτέλεσμα της εργασίας της Υποεπιτροπής (που θα συνέλθει κατά πάσαν πιθανότητα την άνοιξη του 2011) θα παραλάβει η Συντονιστική Επιτροπή, η οποία προβλέπεται να συνεδριάσει κατ’ ευχήν προ του τέλους του 2011, προκειμένου να συμφωνηθεί το κείμενο που θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της Επιτροπής μετά από δυο χρόνια, το 2012.
Με τη συμμετοχή στον διάλογο δεκαοκτώ Επισκόπων Ορθοδόξων Εκκλησιών παράλληλα με την συμμετοχή εγκρίτων θεολόγων καθίσταται φανερό ότι από την πλευρά τους αποδίδεται όλη η σπουδαιότητα που απαιτεί η υπεύθυνη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του υπό συζήτηση θέματος.
Το ίδιο όμως καταδεικνύεται και από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών με τη συμμετοχή στον διάλογο τεσσάρων Καρδιναλίων και δώδεκα Επισκόπων, τους οποίους συνδράμουν έμπειροι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι.
Εκφράζεται ταπεινά η άποψη ότι αποτελεί αποστολή ιδιαίτερης σημασίας η συνέχιση του διαλόγου μέσα σε πνεύμα ειρήνης Χριστού και χάριτος του παναγίου Πνεύματος.
Τα μέλη της Επιτροπής μέσα από τον επίπονο, αλλά γόνιμο και ειλικρινή διάλογο που διεξήγαγαν, απέκτησαν αναμφίβολα μια πολύτιμη εμπειρία που είναι απαραίτητη στην παρούσα κρίσιμη φάση του διαλόγου και θα είναι ευχής έργο οι Εκκλησίες μας να παραμείνουν σταθερές στην αρχική τους απόφαση για την συνέχισή του.
- Εμφανίσεις: 58871