Η Πενταρχία και το Πατριαρχείο Μόσχας
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 19 Αυγούστου 2011
-
Γράφτηκε από τον/την Bogoslov.ru - 23.07
-
Η είδηση για τη σύγκληση την 1 Σεπτεμβρίου 2011 της Συσκέψεως των Προκαθημένων των παλαίφατων Πατριαρχείων της Ανατολής, με τη συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίο, προκάλεσαν ποικίλης φύσεως εικασίες σχετικά με το προκείμενο γεγονός ως προσπάθεια «ανασυγκρότησης του θεσμού της Πενταρχίας».
Το πέμπτο μέλος αυτής (μετά τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) κάπως απρόσμενα αναδεικνύεται ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κύπρου, η οποία σήμερα κατέχει τη 10η θέση στα Ιερά Δίπτυχα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι σχετικές εκτιμήσεις, σχετικά με το θέμα εμφανίσθηκαν τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Ρωσικά ΜΜΕ.
Ενώ οι Ουκρανοί σχισματικοί, χαιρετίζοντας τη σύγκληση αυτής της Συσκέψεως, έσπευσαν να εκφράσουν ελπίδες στην επί τέλους αναγνώριση των «δικαιωμάτων» τους από το νέο εκκλησιαστικό όργανο και τον τερματισμό της μακροχρόνιας απομόνωσης των αντικανονικών κοινοτήτων τους με την ένταξη, τρόπον τινά, των σχισματικών στην οικογένεια των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών.
Υπό το πρίσμα αυτό ο κ. Α. Μπόντατς με βάση πλούσια βιβλιογραφία, έργα των αγίων πατέρων και κείμενα των Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας επιχειρεί την ανάλυση της ιστορίας και της πιθανής σημερινής προέκτασης του θεσμού της Πενταρχίας καθώς και την εξέταση του θέματος για τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας μέσα σε αυτή.
Γράφει ο Άλμπερτ Μπόντατς
Κατ΄αρχάς πρέπει να διαπιστωθεί εάν πράγματι υπήρχε στο Βυζάντιο η Πενταρχία στη σημερινή έννοια αυτού του όρου.
Ποτέ οι βυζαντινοί θεολόγοι και κανονολόγοι δεν έκαναν χρήση του όρου «Πενταρχία», πράγμα, το οποίο, βέβαια, δε σημαίνει καθόλου ότι αυτοί δε γνώριζαν αυτό το φαινόμενο, το οποίο σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Πενταρχία.
Σημειωτέον ότι για πρώτη φορά η λέξη «πενταρχία» απαντάει στον Αριστοτέλη ( Arist. Polit. 1273a), ο οποίος γράφει για πενταρχία όσον αφορά τη διοίκηση του κράτους.
Η αναζήτηση της προαναφερθείσης λέξεως σε όλα τα κείμενα στο TLG-online έδειξε ότι ουδεμία φορά απαντάει στη βυζαντινή εκκλησιαστική γραμματεία και συνεπώς ως εκκλησιαστικός όρος «η Πενταρχία» κάνει εμφάνιση μόνο στη μεταβυζαντινή περίοδο.
Σε κανένα από τους ιερούς κανόνες των Συνόδων ή των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι αποδέχονται από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν γίνεται λόγος για την ύπαρξη ενός οργάνου της εκκλησιαστικής εξουσίας, το οποίο να αποτελείται από πέντε Πατριάρχες.
Οι κανόνες, που ρυθμίζουν το καθεστώς των σημαντικότερων επισκοπικών εδρών (6 της Α΄Οικουμ., 3 της Β΄Οικουμ., 28 της Δ΄ Οικουμ., 36 της εν Τρούλλω Οικουμ., κλπ.), κάνουν αναφορά είτε στις εξουσιαστικές αρμοδιότητες επισκόπων χωριστά, είτε στο «πρωτείο τιμής», βάσει του οποίου οικοδομούνται οι σχέσεις μεταξύ αυτών των επισκόπων.
Ο 36ος κανόνας της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου απαριθμεί, ακολουθώντας «το πρωτείο τιμής» όλα τα πέντε Πατριαρχεία (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ).
Ταυτόχρονα οι κανόνες δεν προβλέπουν τη σύγκληση κάποιας συσκέψεως, αυτών των επισκόπων ή την κοινή άσκηση από αυτούς νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής εξουσίας στα πλαίσια της ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο της εκδόσεως αυτών των κανόνων (4ο – 7ο αι.) η Οικουμενική Εκκλησία δεν απαρτιζόταν μόνο από τις ως άνω πέντε κατά τόπους Εκκλησίες - Πατριαρχεία.
Υπήρχαν Εκκλησίες στην Καρχηδόνα, την Κύπρο και άλλου, οι οποίες έμειναν ανεξάρτητες και δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία κανενός Πατριαρχείου.
Επομένως, κανείς Πατριάρχης, αλλά ούτε και η υποθετική συνέλευση όλων των πέντε Πατριαρχών δε μπορούσαν να ασκούν εξουσία επί αυτών των Εκκλησιών.
Με αυτά τα κανονικά πρότυπα συμμορφωνόταν και η εκκλησιαστική πράξη, παρόλο που οι υπογραφές των πέντε Πατριαρχών ή των αντιπροσώπων τους, πάντα προηγούντο των υπογραφών των λοιπών πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων.
Από τις Συνοδικές πράξεις φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι Πρώτοι δεν κατείχαν κάποια προνόμια έναντι των τελευταίων στη διάρκεια των συνοδικών συζητήσεων, εκτός του πρωτείου τιμής και δεν ελάμβαναν αποφάσεις σε «ένα στενό κύκλο».
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όταν εξαιτίας της αδυναμίας τους, να παραστούν προσωπικά οι Πατριάρχες έστελναν αντιπροσώπους στις Συνόδους.
Στην κοσμική νομοθεσία του Βυζαντίου και συγκεκριμένα στις Νεαρές του Ιουστινιανού Α΄ (Nov. J. 109 pr.; πρβλ. Nov. J. 131, 2) βρίσκουμε την ένδειξη, ότι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ηγούνται πέντε Επίσκοποι: Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ και ότι αυτή υποδιαιρείται σε πέντε αντίστοιχα Πατριαρχεία.
Όμως και από τους νόμους του κράτους λείπουν οι αναφορές, σε ένα ειδικό συλλογικό όργανο απαρτιζόμενο από πέντε Πατριάρχες.
Από την αρχή του 7ου αιώνα στα έργα των Αγίων πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη, των Αγίων Νικηφόρου και Φωτίου Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και άλλων, περιλαμβάνεται η διδασκαλία περί των πέντε Ορθοδόξων Πατριαρχείων.
Πολεμώντας διάφορες αιρέσεις, οι Άγιοι Πατέρες στην ενότητα των πέντε πρώτων Εκκλησιών, έβλεπαν ορατά το πλήρωμα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας και την ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας.
Με ιδιαίτερη συνέπεια και πληρότητα για το θέμα των πέντε Πατριαρχείων και το ρόλο τους στην Οικουμενική Εκκλησία, ασχολείται στα έργα του ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.
Αλλά μελετώντας τη διδασκαλία του Θεοδώρου για το ρόλο των πέντε πρώτων εδρών της Εκκλησίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνονταν οι απόψεις του.
Υποστηρίζοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της εικονολατρίας έναντι των εικονομάχων του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ταυτόχρονα, για να τεκμηριώσει τη θέση του έπρεπε να αναζητήσει άλλου την υψηλή αυθεντία, η οποία θα μπορούσε να επικρατήσει της ομοφωνίας του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη.
Και αυτή την αυθεντία έβλεπε στον Επίσκοπο παλαιάς Ρώμης,.
Όμως εξαιτίας των εντάσεων στις σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, δεν μπορούσε να παραπέμπει κατευθείαν στη Ρώμη, ως τη μοναδική αυθεντία, για να αποφύγει τις κατηγορίες για άμεση προδοσία.
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης, ως πρωτεύοντα στην Πενταρχία, ήταν η από κοινού με τους υπόλοιπους τρεις Πατριαρχικούς θρόνους επαναφορά στην Ορθοδοξία της εκπεσούσης στην αίρεση εικονομαχίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Ξεχωρίζοντας τους πέντε πρώτους Πατριαρχικούς θρόνους ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δεχόταν ότι οι Προκαθήμενοι αυτών καθώς και το ποίμνιό τους, μπορούν να εκπέσουν από την Ορθοδοξία, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την πρόνοια του Θεού, η ορθή πίστη πάντα διαφυλάσσεται σε μια από τις Εκκλησίες.
Κάνοντας λόγο για τους «πέντε Πατριάρχες» ο Θεόδωρος μιλούσε γι΄ αυτούς κυρίως ως εκφραστές της πίστεως εκείνων των Εκκλησιών των οποίων ηγούνταν.
Δεν ισχυριζόταν ότι η «διαίρεση» της Μιας Εκκλησίας σε πέντε μέρη είναι κάτι θεοσύστατο και πρέπει να υπάρχει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, αλλά μάλλον περιέγραφε την κατάσταση της σύγχρονης αυτού Οικουμενικής Εκκλησίας, τονίζοντας, ότι όλες οι «πέντε κεφαλές» πρέπει να έχουν την ίδια πίστη, η οποία κατοχυρωνόταν ανέκαθεν και πρέπει να κατοχυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Στη κλασική της μορφή η διδασκαλία περί της Πενταρχία διατυπώνεται από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο Γ΄(1052–1056), κυρίως στην επιστολή του προς το Δομήνικο, Πατριάρχη Aquileia (PG. Vol. 120. Col. 756–781; Acta et scripta quae de controversiis Ecclesiae Graecae et Latinae s. XI composita extant / Ed. C. Will. Lipsiae; Marpurgi, 1861. P. 208–228).
Η Θεία χάρη έθεσε στον κόσμο πέντε Πατριάρχες και αυτός ο αριθμός δε μπορεί να υπερβεί.
Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, έχει μια Κεφαλή, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό, όσον δε αφορά τους πέντε Πατριάρχες, αυτοί δήθεν αντιστοιχούν στις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις.
Ο αριθμός «πέντε» ως σύμβολο της ενότητας των Πατριαρχών – εκπροσώπων της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, ο οποίος αντιστοιχεί στη θεωρία της Πενταρχίας, αντικατοπτρίζει την διαμορφωθείσα συγκεκριμένη περίοδο της υπάρξεως της Εκκλησίας ιστορική κατάσταση.
Ο αριθμός πέντε στην Αγία Γραφή και την αγιοπατερική παράδοση, ποτέ δεν είχε καμία συμβολική σημασία, ούτε καμία κρυφή μυστική έννοια, όπως π.χ. ο αριθμός «επτά», παραδοσιακά ερμηνευμένος ως η πληρότητα των επτά δωρεών του Αγίου Πνεύματος, επτά ημερών της δημιουργίας κλπ.
Άρα ο αριθμός των Πατριαρχών - μελών της Πενταρχίας δέχεται αλλαγές, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών.
Αυτή η αλλαγή εκ των πραγμάτων έγινε εξαιτίας του χωρισμού της Δυτικής Εκκλησίας από την Ανατολική, όταν η Πενταρχία κατέληξε σε Τετραρχία.
Τότε η συμβολική των «πέντε αισθήσεων» σε ορισμένους μεταγενέστερους συγγραφείς αντικαθίσταται με τη συμβολική των «τεσσάρων στύλων», που στηρίζουν το μυστικό σώμα της Οικουμενικής Εκκλησίας.
Έτσι ο Πατριάρχης Δοσίθεος στον «Τόμο αγάπης» αναφέρει την αναγόμενη στο 1452 ομολογία πίστεως των ανθενωτικών, όπου ειδικά λέει «ἡ ἀνατολικὴ ἐκκλησία, τέτρασι στύλοις τοῖς πατριαρχικοῖς θρόνοις ἐρειδομήνη — Τόμος ἀγάπης κατὰ λατίνων / Συλλεγεὶς καὶτυποθεὶς παρὰ πατρ. Ἱ εροσολύμων Δοσίθεον. [Γιάσσιῳ], 1698. Σ. 331; πρβλ. επίσης: JugieM. Theologia Dogmatica christianorum orientalium. P., 1931. T. 4. P. 462).
Έτσι ακριβώς, δηλαδή, ως τέσσερα «Ανατολικά Πατριαρχεία», εκλαμβανόταν η Πενταρχία από τους Έλληνες τη μεταβυζαντινή περίοδο μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε νέο Πατριαρχείο «Μοσκόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών».
Στο Γράμμα περί ιδρύσεως του Πατριαρχείου το έτος 1589, αναφέρεται η γνώμη του τσάρου Θεοδώρου, σύμφωνα με την οποία για τη σύσταση του Πατριαρχείου στη Μόσχα χρειάζεται συγκατάθεση τόσο «του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη, όσο και των λοιπών Οικουμενικών Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και πάσης της Συνόδου της Ελληνικής» (Συλλογή των κρατικών γραμμάτων και συνθηκών εν Μόσχα, 1819. Μέρος. 2. № 59).
Εφόσον στη Μόσχα ευρίσκετο μόνο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄, έπρεπε να επικυρωθεί από μια ειδική Σύνοδο η εκλογή στο Πατριαρχικό αξίωμα του Μητροπολίτη Ιώβ.
Αυτή η Σύνοδος συνήλθε το 1590 στην Κωνσταντινούπολη.
Το Συνοδικό Γράμμα (Analecta Byzantino-Russica / Ed. W. Regel. Petropoli, 1891. P. 85–92) υπογράφηκε από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (την περίοδο των εργασιών της Συνόδου η Αλεξανδρινή έδρα ήταν εν χηρεία) και από ορισμένους Επισκόπους της δικαιοδοσίας τους.
Το Γράμμα αρχίζει από τις διευκρινήσεις του Ιερεμία. Ο τσάρος Θεόδωρος τον παρακάλεσε να αποδοθεί στον «Αρχιεπίσκοπο Μοσκοβίου» τίτλος Πατριάρχη «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ ἐκλήθησαν καὶ ὠνομάσθησαν».
Στη συνέχεια ο Ιερεμίας απαριθμεί τις πρώτες τέσσερεις έδρες, ακολουθώντας τη σειρά των Διπτύχων.
Λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική σημασία του βασιλείου Μοσκοβίου ο Ιερεμίας Β’, συμφώνησε με τον τσάρο και «χειροτόνησε ως Πατριάρχη Μοσκοβίου τον κυρό Ιώβ», χορηγώντας επίσης στον τελευταίο και το Πατριαρχικό Χρυσόβουλο, όπου όριζε «ἵνα ὁ αὐτὸς ἀρχιεπίσκοπος Μοσκοβίου κῦρ Ἰὼβ ὑπάρχη πέμπτος πατριάρχης, καὶ ἔχῃ τὴν πατριαρχικὴν ἀξίαν τὲ καὶ τιμήν, καὶ συναριθμῆται καὶ μετρῆται μετὰ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, εἰς τὸν μετὰ ταῦτα αἰῶνα τὸν ἅπαντα» — Analecta Byzantino-Russica. P. 86).
Τώρα δε αφού επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιερεμίας συγκάλεσε Σύνοδο με συμμετοχή των τριών λοιπών Πατριαρχών.
Η Σύνοδος η αυτοαποκαλούμενη στο Γράμμα «Οικουμενική» ομοφώνως ενέκρινε την πράξη του Ιερεμία στη Μόσχα, δηλαδή την ενθρόνιση του Ιώβ και την απόδοση σε αυτό της Πατριαρχικής τιμής. Κατοχύρωσε το Πατριαρχικό Χρυσόβουλο και όρισε, ότι ο Ιώβ πρέπει να έχει «τιμή και μνημόνευση» μετά τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ενώ «την κεφαλή και τον πρώτο του» να θεωρεί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όπως κάνουν και οι λοιποί Πατριάρχες.
Ταυτόχρονα Πατριαρχική τιμή και αξία δεν πρέπει να έχει μόνο ο Ιώβ, αλλά και οι διάδοχοί του στην έδρα του Μοσκόβου, οι οποίοι χειροτονούνται από τη «Σύνοδο του Μοσκόβου».
Μετά το αίτημα, το οποίο υπέβαλε η Ρωσική Κυβέρνηση το 1591 στους τέσσερεις Πατριάρχες της Ανατολής δηλαδή να αναθεωρηθεί η απόφαση του 1590 και να παραχωρηθεί στον Πατριάρχη Μόσχας, αντί της πέμπτης η τρίτη θέση, το έτος 1593 στην Κωνσταντινούπολη συνεκλήθη η Σύνοδος, όπου ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς πρότεινε να εγκριθεί η σύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας, ενώ ο Πατριάρχης αυτού του βασιλείου έπρεπε να έχει «τὸν τόπον αὐτοῦ μετὰ τὸν παναγιώτατον Ἱεροσολύμων ἔν τε τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς συνελεύσεσιν» και «ἀδελφόν τε εἶναι καὶ λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν μετὰ ταύτης τῆς ἐπωνυμίας, ὁμοταγῆ καὶ σύνθρονον, ἴσο τὲ τῇ τάξει καὶ τῇ ἀξίᾳ…».
Μετά την Ταραχώδη Εποχή στη Ρωσία νέος Πατριάρχης Μόσχας εξελέγη ο Φιλάρετος Ρωμανώφ.
Για την ενθρόνισή του στη Μόσχα προσεκλήθη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης (1606–1644).
Στις 5 Ιουλίου 1619 στη Μόσχα αυτός εξέδωσε έγγραφο για την ενθρόνιση του Φιλαρέτου ως Πατριάρχη.
Τόσο στην αλληλογραφία όσο και στα ως άνω έγγραφα δεν αναφέρεται κανένας περιορισμός της εξουσίας του Πατριάρχη Μόσχας, αλλά αντίθετα συνέχεια τονίζεται η ισοτιμία του με τους «λοιπούς Πατριάρχες» Προκαθήμενους των τεσσάρων αυτοκεφάλων παλαίφατων Εκκλησιών.
Επομένως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ενθρόνιση του Πατριάρχη Μόσχας, η αναγνώριση της ισοτιμίας του με τους Πατριάρχες της Ανατολής και η παραχώρηση σε αυτόν της πέμπτης θέσεως στα Ιερά Δίπτυχα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποτελούσε την αποκατάσταση του αρχικού αριθμού των μελών της πενταρχίας μετά την έκπτωση από την Ορθοδοξία της παλαιάς Ρώμης.
Μετά την κατάργηση το έτος 1721 του θεσμού του Πατριαρχείου από τον μεγάλο Πέτρο και τη σύσταση της Αγιωτάτης Συνόδου για τη διοίκηση της Ρωσικής Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας απέστειλε γράμμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Γ΄, όπου ενημέρωσε για τη σύσταση της Συνόδου και εξέφρασε την επιθυμία στο εξής το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, να διεκπεραιώνει αλληλογραφία και να έχει επαφές για πνευματικές υποθέσεις με τη Σύνοδο, όπως παλαιότερα με τους Πατριάρχες πάσης Ρωσίας.
Στην απαντητική επίστολή του ο Πατριάρχης Ιερεμίας ενημερώνει για την αναγνώριση της Ιεράς Συνόδου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως Διαρκής Σύνοδος, ισότιμη ως προς την εξουσία με τους Πατριάρχες της Ανατολής.
Η παροχή της ανεξαρτησίας στις κατά τόπους Εκκλησίες τον 19 αιώνα (της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Σερβίας...) από την Κωνσταντινούπολη και η όποια έγκριση των άλλων Πατριαρχείων και της Ρωσικής Εκκλησίας, μπορεί εκ των πραγμάτων να σημαίνει ότι τότε η Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε την Πενταρχία προς όφελος της «πολυαρχίας» (ομοσπονδίας μεγάλου αριθμού των κατά τόπους Εκκλησιών ισότιμες μεταξύ τους ανεξαρτήτως αρχαιότητας ή αποστολικότητας).
Βάσει των παραπάνω ο γράφων καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1. Πότε στο Βυζάντιο δεν υπήρχε η Πενταρχία με την έννοια ενός οργάνου που να διοικούσε την Οικουμενική Εκκλησία ή «Συσκέψεως των Προκαθημένων των πέντε Πατριαρχείων». Πολύ περισσότερο είναι ότι σε όλη την εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν καταγράφηκε καμία περίπτωση της συγκλήσεως των κοινών συνελεύσεων ή συνεδριάσεων με συμμετοχή και των πέντε Πατριαρχών. Στην Εκκλησιαστική γραμματεία εκείνης της εποχής η Πενταρχία παρουσιάζεται ως μια ιδανική δύναμη, η οποία εγγυάται τη διαφύλαξη τη καθαρότητας της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά δεν γίνεται λόγος για συγκεκριμένος μηχανισμούς της εφαρμογής αυτής.
2. Ως προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της αρχαίας Εκκλησίας η Πενταρχία δύναται να τροποποιηθεί ή ακόμα να εξαφανιστεί εξαιτίας των περαιτέρω αλλαγών στην εκκλησιαστική ζωή. Δεν υπάρχουν κάποια σοβαρά θεολογικά τεκμήρια (είναι αμφίβολη η αυθαίρετη παρομοίωση των Πατριαρχείων με τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις) τόσο υπέρ της διατήρησης της Πενταρχίας γενικά, όσο και υπέρ του συγκεκριμένου αριθμού των Πατριαρχών στη σύνθεσή της.
3. Το εκκλησιαστικό και νομικό καθεστώς της Πενταρχίας είναι πολύ ασαφές. Είναι εντελώς αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη αυτού του «»κολλεγίου» προβλέπεται από τους κανόνες της Εκκλησίας. Οι αρμοδιότητες της Πενταρχίας είναι απολύτως ακαθόριστες.
4. Το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύθηκε με την απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δυο φορές επιβεβαιώθηκε από τις Συνόδους με τη συμμετοχή των υπόλοιπων Πατριαρχών της Ανατολής. Με αυτές τις Συνόδους (1590 και 1593) ο Πατριάρχης Μόσχας εξισώθηκε με τους υπόλοιπους τέσσερις Πατριάρχες και εἰς τὸν μετὰ ταῦτα αἰῶνα τὸν ἅπαντα του παραχωρήθηκε η πέμπτη θέση στα κοινά εκκλησιαστικά Ιερά Δίπτυχα, εκ των πραγμάτων καθιστώντας αυτόν το πέμπτο μέλος της Πενταρχίας.
Είναι θεμελιώδους σημασίας το γεγονός ότι η απόφαση των Συνόδων 1590 και 1593 δεν έτυχε αναθεώρησης σε Συνόδους.
Μετάφραση - Romfea.gr
- Εμφανίσεις: 69175