Ναυπάκτου: "Βουλησιοκρατικός (βολονταριστικός) περσοναλισμός"
- Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 18 Ιουλίου 2012
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 20.56
-
Του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για την Romfea.gr
Ο Άρειος και οι Αρειανοί συνέδεαν την φύση με την ανάγκη, και την βούληση με το πρόσωπο.
Έτσι, υποστήριζαν ότι ο Πατήρ δεν μπορεί να γεννήση τον Λόγο κατά φύση, γιατί αυτό σημαίνει κατ' ανάγκη σχέση, αλλά Τόν δημιουργεί κατ' ενέργεια και κατά βούληση και γι' αυτό είναι κτίσμα.
Οι Πατέρες, όμως, αντέδρασαν σε αυτήν την αιρετική άποψη και δίδαξαν ότι το κατά φύση δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και ότι η ενέργεια και η βούληση είναι της φύσεως.
Μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι συλλαμβάνονται να έχουν παρόμοιες με τους αρειανούς αντιλήψεις, δηλαδή ταυτίζουν την φύση με την ανάγκη και συνδέουν το πρόσωπο με την βούληση και φθάνουν σε απίθανα συμπεράσματα και απίστευτους θεολογικούς ακροβατισμούς.
Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι οι Πατέρες «αυτό που μαρτυρούν είναι η ελευθερία του Θεού από την θεότητά του, η δυνατότητά του να ενανθρωπίζει, να υπάρχει με τον τρόπο του ανθρώπου ελεύθερος από κάθε προκαθορισμό τόσο του τρόπου της θεότητας όσο και του τρόπου της ανθρωπότητας» (Χρήστος Γιανναράς).
Επίσης υποστηρίζεται ότι «τό ελεύθερο θέλημα του Πατρός είναι αυτό από το οποίο πηγάζει η τριαδική υπόσταση του Θεού, υποστασιάζεται η ουσία σε τριαδικό Θεό... Η έννοια της βουλήσεως έχει ακριβώς την έννοια της επιλογής» (Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας).
Όσοι έχουν παρόμοιες αντιλήψεις δεν μπορούν να καταλάβουν την διδασκαλία των Πατέρων, αυτής της ίδιας της Εκκλησίας, ότι η θέληση-βούληση είναι φυσική, δηλαδή είναι της φύσεως –όχι του προσώπου–, και ότι η προαίρεση διαφέρει από την θέληση-βούληση.
Έτσι, φθάνουν στον βουλησιοκρατικό (βολονταριστικό) περσοναλισμό, που εμπεριέχει τα σπέρματα του Αρειανισμού. Γι' αυτό, ο λόγος για την θέληση και την προαίρεση σχετικά με το φυσικό και γνωμικό θέλημα είναι σημαντικός και επίκαιρος.
Η θέληση αποτελεί κεντρικό θέμα στην Χριστολογία και την ανθρωπολογία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αντιμετώπισαν το θέμα αυτό στην Χριστολογία και από εκεί επεκτάθηκαν και στην ανθρωπολογία.
Επειδή ανεφύησαν μερικοί αιρετικοί μονοφυσίτες και μονοθελήτες, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός είχε μία φύση και μία θέληση, γι’ αυτό οι Πατέρες δογμάτισαν ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις και δύο ενέργειες –θεία και ανθρωπίνη– σε μια υπόσταση, στην υπόσταση του Λόγου.
Η θέληση δεν συνδέεται με το πρόσωπο, αλλά με την φύση, γι’ αυτό και ο Χριστός είχε δύο θελήσεις –θεία και ανθρώπινη– σε ένα πρόσωπο-υπόσταση.
Προκειμένου οι Πατέρες της Εκκλησίας να τεκμηριώσουν αυτήν την θεολογική αλήθεια έκαναν αναλύσεις για το τί είναι η θέληση στην ανθρώπινη φύση και αν η θέληση έχη σχέση με την φύση ή το πρόσωπο.
Για το σημαντικό αυτό θέμα θα στηριχθούμε στην διδασκαλία της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη υπό του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου τα έτη 680-1 μ.Χ. για την αντιμετώπιση της αιρέσεως του μονοθελητισμού, και σε μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που συνέχισε τον αγώνα του αγίου Σωφρονίου, Πατριάρχη Ιεροσολύμων, και τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, ο οποίος συνόψισε την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
1. Οι δύο θελήσεις στον Χριστό
Ο Σέργιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, υποστήριζε την άποψη ότι στον Χριστό υπήρχαν δύο φύσεις, ενωμένες ασυγχύτως και ατρέπτως στο ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Θεού Λόγου, αλλά μία θέληση και ενέργεια, δηλαδή ταύτιζε την θέληση με το πρόσωπο. Πρόκειται για τον μονοθελητισμό και μονοενεργητισμό.
Οι Πατέρες δίδαξαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι ιδιότητες και ικανότητες της φύσεως και όχι του προσώπου, οπότε ο Χριστός είχε δύο φύσεις και δύο θελήσεις και ενέργειες –θεία και ανθρώπινη– στο ένα πρόσωπο.
Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της σε κοινωνία με την άλλη στο ένα πρόσωπο του Θεού Λόγου, λόγω των αντιδόσεων των δύο φύσεων.
Μετά από πολλούς αγώνες η ΣΤ’ Οικουμενική Σύνοδος μεταξύ των άλλων απεφάνθη για τις δύο φυσικές θελήσεις, ήτοι τα θελήματα στον Χριστό:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις ήτοι θελήματα, εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν και δύο φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ’ επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι».
Σχετικά με τις φυσικές ενέργειες απεφάνθη η Αγία Σύνοδος:
«Και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως, εν αυτώ τώ Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ τώ αληθινώ Θεώ ημών δοξάζομεν, τουτέστι θείαν ενέργειαν και ανθρωπίνην ενέργειαν, κατά τον θεηγόρον Λέοντα τρανέστατα φάσκοντα, "ενέργεια γάρ εκατέρα μορφή μετά της θατέρου κοινωνίας όπερ ίδιον έσχηκε, του μεν Λόγου κατεργαζομένου τούτο όπερ εστί του Λόγου, του δε σώματος εκτελούντος άπερ εστι του σώματος"».
Μέ την απόφαση αυτή ολοκληρώθηκε η συζήτηση για το τί είναι η θέληση και πώς ενεργούσαν οι δύο θελήσεις στο πρόσωπο του Χριστού και είναι δεδομένη αυτή η Συνοδική απόφαση, η οποία πλέον δεν ανατρέπεται.
2. Η θέληση κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή
Η απόφαση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου στηρίχθηκε, κυρίως, στην θεολογία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού που έκανε πολλούς αγώνες για να αντικρούση την αίρεση του μονοθελητισμού. Γι' αυτό θα γίνη μια μικρή αναφορά στο θέμα του φυσικού θελήματος ή φυσικής θελήσεως και της σχέσεώς του με την προαίρεση.
Η βασική διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού είναι ότι ο Χριστός σε κάθε πράξη Του είχε δύο φύσεις –θεία και ανθρώπινη-, που καθεμιά ενεργούσε στο ένα Πρόσωπό Του «μετά της θατέρου κοινωνίας». Κατά συνέπεια ο Χριστός είχε και δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη. Αντίθετα, οι μονοθελήτες δέχονταν μόνον την θεία θέληση και αρνούνταν την ανθρώπινη θέληση.
Κατ' αρχάς πρέπει να καταγραφούν μερικοί ορισμοί και φράσεις των προγενεστέρων αγίων για την θέληση, τους οποίους ορισμούς παραθέτει ο άγιος Μάξιμος σε κείμενό του.
Θέληση και ενέργεια «είναι η ποιοτική και προνοητική αιτία του χρόνου και του τόπου και της αιωνιότητος και όλης της φύσης». Επίσης, «θέληση της νοερής ψυχής είναι ο εντός μας λόγος, ως δύναμή της αυτεξούσια». «Θέληση είναι νούς που ορέγεται και όρεξη της διανοίας που συναινεί σε 'κείνο που θελήσαμε» (άγιος Ειρηναίος Λουγδούνου).
«Θέληση είναι φυσική δύναμη, που ορέγεται το κατά φύση όν» (Κλήμης Αλεξανδρεύς). «Θέληση είναι φυσική αυτόγνωμη δύναμη κάθε νοερού, επειδή δεν έχει τίποτε αθέλητο στην ουσία του» (άγιος Αλέξανδρος Αλεξανδρείας).
«Θέληση είναι φυσική κίνηση του λόγου που υπάρχει μέσα μας. Θέληση είναι όρεξη λογική και ζωτική» (άγιος Ευστάθιος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας). «Θέληση είναι αυτεξούσια κίνηση της νοερής ψυχής. Πρώτο ιδίωμα της νοερής ψυχής, που δηλώνει και την ουσία της, είναι η θέληση. Νούς του Κυρίου δεν είναι βέβαια ο Κύριος, αλλά ή θέληση ή βούληση ή ενέργεια» (άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας).
Από τους ορισμούς αυτούς φαίνεται καθαρά ότι η θέληση είναι όρεξη και ορμή της φύσεως, είναι φυσική κίνηση του λόγου, είναι αυτεξούσια κίνηση της νοερής ψυχής, συνδέεται δηλαδή με την φύση και όχι με το πρόσωπο.
Οι μονοθελήτες αποδέχονταν μια υπόσταση του Λόγου, δύο φύσεις, αλλά ένα θέλημα. Άν, όμως, ίσχυε αυτό, τότε ο σαρκωμένος Λόγος διαφέρει ως προς την υπόσταση και το θέλημα και από εμάς και από τον Πατέρα Του.
Αναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι, αν ο Χριστός έχη ένα θέλημα, τότε αυτό θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό. Άν μερικοί το θεωρήσουν ως φυσικό θέλημα, τότε θα ομολογήσουν ότι υπάρχει μία φύση του Λόγου και της σαρκός, οπότε και η σάρκα είναι δημιουργός του κόσμου και άρα δεν είναι κτιστή. Άν, όμως, θεωρήσουν το θέλημα ως υποστατικό, ότι δηλαδή συνδέεται με την υπόσταση, τότε θα αναγκασθούν να ομολογήσουν ότι στις τρεις υποστάσεις (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα) υπάρχουν τρία θελήματα, πράγμα το οποίο διασπά την ενότητα της Αγίας Τριάδος. Κατ' επέκταση, αν ο Χριστός έχη ένα θέλημα, τότε αυτό θα είναι ή φυσικό ή προαιρετικό. Άν είναι φυσικό, θα είναι μία φύση της σαρκός και του Λόγου.
Άν είναι προαιρετικό, τότε ο Χριστός, κατά την γνώμη, θα χωρισθή από τον Πατέρα και το Πνεύμα.
Όμως, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία υπερβαίνεται η προβληματική των προηγουμένων σκέψεων, γιατί αναγνωρίζεται ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις και δύο θελήσεις που είναι ενωμένες στην υπόστασή Του. Και αυτό δεν είναι κατάληξη φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά εμπειρία, γιατί, όταν οι θεούμενοι φθάνουν στην θέα της δόξης του Θεού, όπως οι τρεις Μαθητές πάνω στο όρος Θαβώρ, τότε βλέπουν τις δύο ενέργειες του Χριστού –θεία και ανθρωπίνη– ενωμένες στο πρόσωπό Του.
Σε άλλο κείμενό του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναλύει το θέμα της διαφοράς μεταξύ θελήσεως και προαιρέσεως, ότι, δηλαδή, άλλο είναι η θέληση και άλλο είναι η προαίρεση.
Ξεκινά από την άποψη που διατυπώθηκε από μερικούς ότι οι όροι θέλημα και βούληση, βουλή και προαίρεση και γνώμη, εξουσία και δόξα και φρόνηση, διαφέρουν μόνον ως προς τα ονόματα και ότι θα γίνη τελικά ένα θέλημα του Θεού και των αγίων, και για τον λόγο αυτό ο Χριστός έχει «έν θέλημα προαιρετικόν».
Αναπτύσσοντας την ορθόδοξη διδασκαλία ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι υφίσταται διαφορά μεταξύ φυσικού θελήματος ή φυσικής θέλησης, και της προαίρεσης, γιατί το θέλημα είναι όρεξη (επιθυμία, έφεση, κίνηση, ορμή, διάθεση) λογική και ζωτική, ενώ η προαίρεση είναι αποτέλεσμα της συνόδου (συνεργασίας) μεταξύ όρεξης, βουλής (σκέψης) και κρίσης. Κατά συνέπεια, η προαίρεση δεν είναι θέληση, αφού η θέληση είναι όρεξη, και η προαίρεση είναι αποτέλεσμα διάσκεψης.
Η προαίρεση δεν είναι βούληση. Αυτό εξηγείται από το ότι η βούληση είναι φανταστική όρεξη αυτών που εξαρτώνται και δεν εξαρτώνται από εμάς, δηλαδή διαμορφώνεται μόνον με την διάνοια. Αντίθετα, η προαίρεση είναι όρεξη διασκεπτική εκείνων που είναι στην εξουσία μας να πράττουμε. Κατά συνέπεια, η προαίρεση δεν είναι βούληση, αλλά δεν είναι ούτε βούλευση, δηλαδή σκέψη.
Η προαίρεση είναι όρεξη διασκεπτική για όσα μπορούμε εμείς να πράξουμε. Είναι κάτι μικτό και ένα κράμα από πολλά, δηλαδή η προαίρεση αποτελείται από όρεξη, βουλή και κρίση, και κανένα από αυτά από μόνο του δεν είναι προαίρεση. Αυτό σημαίνει ότι προαίρεση δεν είναι ούτε μόνον η όρεξη, ούτε μόνον η βουλή (σκέψη) ούτε μόνον η κρίση, αλλά είναι κράμα από αυτά, όπως ο άνθρωπος αποτελείται από ψυχή και σώμα και δεν είναι μόνον η ψυχή ή μόνον το σώμα. Έτσι, η προαίρεση εκδηλώνεται μετά την κρίση, της οποίας προηγείται η βουλή (σκέψη).
Αυτό σημαίνει ότι προαιρούμαστε αυτά για τα οποία σκεπτόμαστε και σκεπτόμαστε αυτά που εξαρτώνται από μας και μπορούν να γίνουν από μάς. Για παράδειγμα, δεν εξαρτάται από μας ο Θεός ούτε όσα γίνονται στην φύση, όπως η κίνηση των αστέρων, οι βροχές, οι ξηρασίες, το χαλάζι, το άσπρισμα των μαλλιών κλπ., οπότε δεν έχουμε προαίρεση γι' αυτά.
Επίσης, όταν βρίσκεται μπροστά μας ψωμί ή λιθάρι, κανένας δεν εξετάζει ποιό από τα δύο θα το κάνη τροφή του, γι' αυτό και προαιρούμαστε όσα σκεπτόμαστε και τα οποία εξαρτώνται από μάς.
Ακόμη, η προαίρεση δεν είναι κάποια γνώμη, γιατί προηγείται η όρεξη, η κρίση και η γνώμη, και μετά από αυτά ακολουθεί η προαίρεση.
Έπειτα, η προαίρεση δεν είναι κάποια δόξα, γιατί η δόξα είναι διπλή, λογική ή άλογη, ενώ η προαίρεση είναι τρεπτή. Η δόξα αναφέρεται σε όσα είναι στην εξουσία μας και σε όσα δεν είναι, ενώ η προαίρεση αναφέρεται μόνον σε αυτά που ανήκουν στην εξουσία μας.
Επίσης, η προαίρεση δεν είναι εξουσία, γιατί είναι στην εξουσία μας να προαιρούμαστε, αλλά δεν εξουσιάζουμε σύμφωνα με την προαίρεσή μας, αφού δεν έχουμε εξουσία σε όλα.
Ακόμη, η προαίρεση κάνει μόνον την εκλογή, ενώ η εξουσία χρησιμοποιεί και όσα ανήκουν σε εμάς και όσα συντελούν σε αυτά, δηλαδή την προαίρεση, την κρίση και την σκέψη.
Επί πλέον, η προαίρεση δεν είναι φρόνημα ή φρόνηση, γιατί η φρόνηση είναι θεωρητική όρεξη λογικών και γνωστικών μαθημάτων ή ικανότητα που αντιπαλεύει την έλλειψη ή υπερβολή του νού, ενώ η προαίρεση είναι όρεξη «βουλευτική των εφ' ημίν», δηλαδή είναι όρεξη που εξετάζει αυτά που εξαρτώνται από μας και ανήκουν στην εξουσία μας.
Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ φυσικού θελήματος, ήτοι θελήσεως και προαιρέσεως.
Το θέλημα-θέληση είναι δύναμη ορεκτική του κατά φύση όντως και συνεκτική εκείνων που ουσιωδώς υπάρχουν στην φύση, ενώ η προαίρεση δεν είναι θέληση, βούληση, βούλευση, κρίση, αλλά ακολουθεί μετά την σκέψη και την κρίση. Η προαίρεση είναι επιλογή μετά από την βουλή (σκέψη) και κρίση και αναφέρεται σε όσα εξαρτώνται από μάς.
Ο άνθρωπος ως φύσει λογικό ζώο ορέγεται και διαλογίζεται και θέλει και επιζητεί και σκέπτεται και προαιρείται και ορμά σε κάτι και το χρησιμοποιεί, δηλαδή ο άνθρωπος «ορεκτικός εστι, και λογιστικός, και βουλητικός, και ζητητικός, και σκεπτικός, και προαιρετικός, και ορμητικός και χρηστικός».
Στην συνέχεια ο άγιος Μάξιμος αντιμετωπίζει το θέμα, εάν η θέληση των αγίων θα είναι μία. Γράφει ότι ο καθένας μας που προαιρείται είναι επιδεκτικός και κριτικός των αντιθέτων.
Όταν, όμως, εξαφανίζεται κάθε εκδοχή των όντων, δεν θα υπάρχη προαίρεση, γιατί δεν θα υπάρχη επιλογή, και ισχύει μόνον η ενεργής νοερή όρεξη σε αυτούς που είναι ορεκτικοί από την φύση τους.
Ο καθένας, όμως, από τους αγίους θα μεθέξη όσα επόθησε, οπότε θα αποδειχθή μία θέληση όλων, αλλά παρουσιάζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον τρόπο της κίνησής τους. Δηλαδή, ένα θα είναι το αντικείμενο της θέλησης των αγίων και του Θεού, αλλά θα είναι αδύνατο να είναι «μίαν γνώμην κατά πάντα τρόπον είναι του τε Θεού και του των αγίων χορού».
Μετά από αυτήν την ανάληψη της διαφοράς μεταξύ θέλησης και προαιρέσεως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής προχωρεί στην Χριστολογία για να κρίνη τους μονοθελήτες που ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός είχε ένα θέλημα. Όσοι πρεσβεύουν κάτι τέτοιο αναγκαστικά θα πρέπει να απαντήσουν αν το ένα θέλημα του Χριστού είναι φυσικό ή προαιρετικό.
Άν είναι φυσικό, τότε περιπίπτουν στην αίρεση του μανιχαϊσμού, του Αρείου, του Απολλιναρίου, αφού αυτοί αποξενώνουν τον Χριστό κατά την ουσία από τον Θεό και Πατέρα Του και από την άχραντη Μητέρα Του, και δεν θα είναι ούτε κατά φύση Θεός ούτε κατά φύση άνθρωπος.
Άν, όμως, το ένα κατ' αυτούς θέλημα είναι προαιρετικό, τότε ο Χριστός δεν είναι απαθής, αλλά εγκρατής των παθών και γίνεται προοδευτικά αγαθός, όπως ισχυριζόταν ο Νεστόριος.
Έτσι, η φυσική προαίρεση, το γνωμικό θέλημα ή θα λειτουργή παρά φύση και θα είναι δυνατόν να κάνη λάθος, κατά την εξέταση και την κρίση, ή θα είναι κατά φύση και στην πραγματικότητα θα αποδοθή στον Χριστό μια άλλη φύση, ενδιάμεση θεότητος και κτίσεως, και θα εκληφθή ο Χριστός ως απλός άνθρωπος και θα είναι δεκτικός των αντιθέτων κατά προαίρεση.
Όσοι δέχονται τον Χριστό ότι έχει προαιρετικό θέλημα, στην πραγματικότητα εννοούν ότι η υπόσταση του Χριστού κινείται κατά φύση και παρά φύση. Έπειτα, όταν θεωρούν ότι το θέλημα του Χριστού είναι χαρακτηριστικό της μιας υπόστασης, τότε Τόν χωρίζουν από τον Πατέρα και το Πνεύμα, επειδή θα έχη διάφορη σκέψη και γνώμη, δηλαδή θα είναι «ετερόβουλος» και «ετερόγνωμος».
Όμως, ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και ως δημιουργός της ατρεψίας κατόρθωσε, για χάρη μας, να κάνη και την ατρεψία της προαίρεσης. Έτσι, η προαίρεση του Χριστού δεν κινείται όπως η δική μας, η οποία κάνει εξέταση και κρίση και διαχωρισμό των αντιθέτων.
Ο Χριστός προσέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, χωρίς την αμαρτία και χωρίς να ελαττώση το φυσικό στοιχείο του προσλήμματος, αλλά «αδίστακτον, μάλλον δε στάσιμον την κατ' όρεξιν φυσικήν ήτοι θέλησιν, κίνησιν έσχεν». Η ανθρώπινη φύση στον Χριστό θεώθηκε με την πρόσληψή της και την ένωσή της με την θεία φύση και έτσι απέκτησε «στάσιν ακίνητον εν αυτώ κατά την ακραιφνεστάτην ουσίωσιν τώ Θεώ Λόγω».
Συνεπώς, οι Ορθόδοξοι ομολογούμε ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, έχει δύο φύσεις –θεία και ανθρώπινη–, των οποίων φύσεων Αυτός είναι υπόσταση, και έχει δύο φυσικά θελήματα, εφ' όσον δεν είναι δίχως ψυχή και νού. Έτσι, «Θεός γάρ υπάρχων τέλειος, και άνθρωπος τέλειος ο αυτός, καθ' εκάτερον ών υπήρχεν υπόστασις, φυσικώς ενήργει μη διαιρούμενος».
Είναι θεολογικό σφάλμα να υποστηρίζη κανείς ότι ο Χριστός έχει ένα θέλημα, φυσικό ή προαιρετικό, φυσικό ή υποστατικό, γιατί εκτός των όσων ανέπτυξε πιο πάνω ο άγιος Μάξιμος, όπως ο ίδιος γράφει, κανείς από τους αγίους διδασκάλους δεν κήρυξαν κάτι τέτοιο, ότι δηλαδή η προαίρεση ανήκει σε εκείνους που μπορούν να κινηθούν και στα δύο, δηλαδή τα καλά και τα κακά. Κάτι τέτοιο είναι ασέβεια.
Σε πολλά κείμενά του ο άγιος Μάξιμος αναφέρεται διεξοδικά στα δύο θελήματα στον έναν Χριστό. Εδώ θα τονισθούν δύο βασικά σημεία, τα οποία επεξηγούν ακόμη καλύτερα τα προηγούμενα.
Το πρώτον είναι ότι ο Χριστός έχει δύο τέλειες φύσεις, διασώζει χωρίς έλλειψη την φυσική ιδιότητα καθενός στοιχείου από τα δύο που Τόν αποτελούν και είναι όμοιος σε όλα με εμάς και στην θέληση, χωρίς βέβαια την αμαρτία. Έτσι, ο Χριστός, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, έχει δύο φύσεις και φυσικές ενέργειες και δύο ουσιώδη θελήματα.
Στην μία και την ίδια υπόσταση του Λόγου, είναι της ίδιας με μας ουσίας και ενεργεί όμοια με εμάς και έχει την ίδια θέληση κατά την ανθρωπότητα, αλλά είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα, ενεργεί όμοια με Αυτόν, έχει την ίδια θέληση κατά την θεότητα.
Επομένως, ο Χριστός είναι όλος συγγενής με τους άνω (Πατέρα και Άγιον Πνεύμα), και όλος συγγενής με τους κάτω (ανθρώπους) εκτός από την αμαρτία. Δεν υπάρχει, όμως, «εναντίωση» μεταξύ των δύο θελήσεων στον Χριστό, λόγω του ενός προσώπου.
Η ενανθρώπηση του Χριστού και η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως στην υπόσταση του Λόγου δεν αλλοίωσε ούτε την θεία ούτε την ανθρώπινη φύση. Το παράδειγμα του πεπυρακτωμένου σιδήρου μας δείχνει πώς είναι δυνατόν αυτό να γίνη.
Η άκρα και ολοκληρωτική συνανάκραση και ένωση του σιδήρου με την φωτιά δεν απομακρύνει τον σίδηρο από την δική του φύση, αλλά παίρνει τις ιδιότητες της φωτιάς με την οποία ενώθηκε, διότι εξακολουθεί να κόβη.
Έτσι, ο σίδηρος ενώθηκε με την φωτιά σε «μίαν υπόστασιν» και δρά αχώριστα μαζί της, αφού κόβει με αυτό που είναι στην φύση του και καίει με αυτό που αποκτά με την ένωσή του με την φωτιά. Έτσι, η τομή που προκαλεί ο πεπυρακτωμένος σίδηρος είναι και του σιδήρου και της φωτιάς «διά την άκραν τούτων εις άλληλα περιχώρησίν τε και αντίδοσιν».
Το δεύτερον σημείο που τονίζει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής είναι η διάκριση μεταξύ του φυσικού και του γνωμικού θελήματος. Το φυσικό θέλημα είναι δύναμη «τού κατά φύσιν όντος ορεκτική», δηλαδή συνδέεται με την φύση. Κάθε όν, και μάλιστα τα λογικά όντα, έχει την δύναμη που ορέγεται εκείνο που από την φύση του υπάρχει.
Αυτή η δύναμη κάνει την διάκριση μεταξύ του κατά φύση όντος και του μηδαμώς όντος, γιατί «μόνον γάρ αδρανές το μη όν και ανούσιον και ουδαμώς ουδέ μία τούτου, δύναμις εν τοίς ούσιν υπάρχει και κίνησις».
Όμως, το γνωμικό θέλημα είναι «αυθαίρετος ορμή», δηλαδή είναι αυτοπροαίρετη ορμή που παρεκτρέπεται σε δύο κατευθύνσεις, που δεν καθορίζει η φύση, αλλά τα πρόσωπα και οι υποστάσεις. Έτσι, το θέλημα είναι της ουσίας-φύσεως και λέγεται φυσικό θέλημα και η προαίρεση είναι του προσώπου-υποστάσεως και λέγεται γνωμικό θέλημα.
3. Φυσικό και γνωμικό θέλημα
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που έζησε τον 8ο αιώνα, συνόψισε όλη την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, επομένως και την σχετική διδασκαλία με τις δύο θελήσεις στον Χριστό. Είχε υπ’ όψη του την απόφαση της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά και την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, όπως φαίνεται στο κείμενό του, και κάνει ανάλυση για τις δύο θελήσεις, ήτοι θελήματα, και για την διαφορά μεταξύ του φυσικού θελήματος και του γνωμικού θελήματος.
Επειδή ο Χριστός είχε δύο φύσεις –θεία και ανθρώπινη– είχε και δύο φυσικά θελήματα και φυσικές ενέργειες, όπως προαναφέρθηκε. Επειδή, όμως, μία είναι η υπόσταση των δύο φύσεων, γι’ αυτό παραδεχόμαστε ότι ένας είναι αυτός που θέλει και ενεργεί κατά τις δύο φύσεις, που είναι ο Χριστός και ο Οποίος θέλει και ενεργεί «ου διηρημένως, αλλ’ ηνωμένως».
Στόν Χριστό θέλει και ενεργεί «εκατέρα μορφή μετά της θατέρου κοινωνίας». Όποιων η ουσία είναι η ίδια, αυτών και η θέληση είναι η ίδια, και όποιων η ουσία είναι διαφορετική, και η θέληση και η ενέργεια είναι διαφορετική.
Συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή όποιων η θέληση και η ενέργεια είναι η ίδια, αυτών και η ουσία είναι η ίδια, και όποιων η θέληση και η ενέργεια είναι διαφορετική και η ουσία είναι διαφορετική. Έτσι, στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα κατανοούμε την ταυτότητα της φύσεως από την ταυτότητα της ενεργείας και του θελήματος.
Και στο μυστήριο της θείας οικονομίας, κατά την ενανθρώπηση του Χριστού από την διαφορά των ενεργειών και των θελημάτων κατανοούμε και την διαφορά των φύσεων.
Αυτό είναι σημαντικό, γιατί οι θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες από την έλλαμψη της ενεργείας του Θεού κατανοούν την διαφορά μεταξύ κτιστής και ακτίστου φύσεως. Και αυτό φαίνεται στην Αγία Γραφή, την διδασκαλία και τα θαύματα του Χριστού, όπως τα ερμηνεύουν οι θεόπτες που έχουν εμπειρίες της ακτίστου ενεργείας του Θεού.
Οι θελήσεις και οι ενέργειες είναι της φύσεως και όχι της υποστάσεως, γι’ αυτό και λέγονται φυσικές ενέργειες και όχι υποστατικές. «Φυσικά γάρ και ουχ υποστατικά φαμεν τα θελήματα και τάς ενεργείας». Άν, όμως, πούμε τις ιδιότητες (θελητική και ενεργητική) υποστατικές, τότε θα αναγκασθούμε να πούμε τις τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος «ετεροθελείς και ετεροενεργείς».
Άν το θέλημα δεν είναι φυσικό, τότε θα είναι ή υποστατικό ή παρά φύση. Αλλά, αν είναι υποστατικό, τότε ο Υιός θα έχη άλλη θέληση από τον Πατέρα, και αν η θέληση είναι παρά φύση, τότε το θέλημα θα είναι «έκπτωσις της φύσεως», γιατί τα παρά φύση θελήματα προξενούν την φθορά στα κατά φύση.
Επίσης, δεν είναι ίδιο πράγμα το «θέλειν και (τό) πώς θέλειν». Το «θέλειν» είναι της φύσεως, αφού η θέληση είναι δύναμη της φύσεως, και λέγεται «φυσικόν θέλημα», ενώ το «πώς θέλειν» είναι «τής ημετέρας γνώμης» και λέγεται «γνωμικόν θέλημα».
Αυτός που θέλει είναι όποιος χρησιμοποιεί την θέληση «ήτοι η «υπόστασις».
Επειδή ο Χριστός έχει δύο θελήσεις, ήτοι θελήματα φυσικά, αλλά μία υπόσταση, αυτό σημαίνει ότι ένας και ο ίδιος είναι αυτός που θέλει και ενεργεί «θείως τε και ανθρωπίνως». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δύο θελήματα, το φυσικό και το γνωμικό.Το φυσικό θέλημα δεν είναι αναγκασμένο, αλλά αυτεξούσιο, γιατί αν είναι λογικό είναι και αυτεξούσιο. Βέβαια, η αυτεξουσιότητα χρησιμοποιείται διαφορετικά για τον Θεό, τους αγγέλους και τους ανθρώπους.
Επίσης, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για θέλημα σύνθετο, αποτελούμενο από δύο θελήσεις, γιατί οι συνθέσεις είναι των όντων που έχουν υπόσταση, και σε μια τέτοια περίπτωση θα εξαναγκασθούμε να πούμε σύνθεση και για άλλα φυσικά ιδιώματα, όπως άκτιστο και κτιστό, αόρατο και ορατό.
Άλλωστε, και στον Χριστό δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για σύνθετη φύση, γιατί η σύνθεση των δύο φύσεων παράγει μια άλλη τρίτη φύση, αλλά ομιλούμε για σύνθετη υπόσταση, δηλαδή για υπόσταση που αποτελείται από δύο φύσεις.
Το γνωμικό θέλημα συνδέεται με την γνώμη και την προαίρεση. Όταν κάνουμε λόγο για γνώμη εννοούμε την θέση, το συμπέρασμα «μετά την περί του αγνοουμένου ζήτησιν και βούλευσιν ήτοι βουλήν και κρίσιν προς το κριθέν».
Έτσι, προϋποτίθεται η άγνοια ενός πράγματος, ακολουθεί η ζήτηση, η σκέψη και καταλήγει κανείς στην κρίση, οπότε ακολουθεί η προαίρεση.
Γνωμικό θέλημα είναι όλη αυτή η διαδικασία. Γι’ αυτό, καίτοι αυτό συμβαίνει στον άνθρωπο, τον πεπτωκότα, όμως δεν συμβαίνει στον Χριστό, οπότε ο Χριστός δεν είχε γνωμικό θέλημα. «Γνώμην δε και προαίρεσιν επί του Κυρίου λέγειν αδύνατον, είπερ κυριολεκτείν βουλόμεθα».
Ο Χριστός, επειδή δεν ήταν μόνον απλούς άνθρωπος, αλλά και Θεός, γι' αυτό γνώριζε τα πάντα, και «ανενδεής σκέψεως και ζητήσεως και βουλής υπήρχε και κρίσεως και φυσικώς την τε προς το καλόν είχεν οικείωσιν και την προς το κακόν αλλοτρίωσιν».
Έτσι, ενώ το φυσικό θέλημα είναι της φύσεως, εν τούτοις το γνωμικό θέλημα, που είναι της προαιρέσεως και αναφέρεται σε διχογνωμία μεταξύ δύο αντιθέτων πραγμάτων και την επιλογή αυτών, συνιστά αδυναμία και ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως.
Το θέμα της θελήσεως είναι σημαντικό, γιατί από την διδασκαλία των Πατέρων φαίνεται ότι η θέληση ή βούληση είναι η όρεξη της ουσίας-φύσεως, και δεν είναι ίδιο γνώρισμα του προσώπου, γιατί, αν θα ήταν γνώρισμα του προσώπου, τότε θα υπήρχε διαφορά της θελήσεως στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, δηλαδή θα ήταν ενδεχόμενο να ήταν άλλη η θέληση του Πατρός, άλλη η θέληση του Υιού και άλλη η θέληση του Αγίου Πνεύματος.
Κατά συνέπεια, ο βολονταριστικός περσοναλισμός, που κυριαρχεί εν πολλοίς στις ημέρες μας είναι ξένος προς την ορθόδοξη θεολογία.
Ακόμη, η φύση δεν συνδέεται με την ανάγκη, ώστε να συνδεθή η υπόσταση-πρόσωπο με την θέληση.
Κατά τον άγιο Μάξιμο «ου μόνον η θεία και άκτιστος φύσις ουδέν ηναγκασμένον έχει φυσικόν, αλλ' ουδέ η νοερά και κτιστή». Σε μας υπάρχει κατά φύση η λογική όρεξη, «ήγουν θέλειν, και λογίζεσθαι βουλεύεσθαί τε και ζητείν, και σκέπτεσθαι, και βούλεσθαι, και κρίνειν, και διατίθεσθαι, και αιρείσθαι, και ορμάν, και κεχρήσθαι».
Αυτό σημαίνει ότι «ουκ άρα ηναγκασμένα τα των νοερών φυσικά». Βέβαια, δεν είναι το ίδιο «τό του θέλοντος θέλημα και το θελητόν», ή η θέληση και ο θέλων, όπως δεν είναι το ίδιο «τό θέλειν και το πώς θέλειν». Πάντως, εκείνο που σημειώνεται εδώ είναι ότι δεν ταυτίζεται η φύση με την ανάγκη, ούτε η θέληση-βούληση με το πρόσωπο, αφού η θέληση είναι δύναμη της φύσεως.
Έπειτα, το γνωμικό θέλημα, δηλαδή η δυνατότητα της προαιρέσεως, της επιλογής μεταξύ δύο αντιθέτων πραγμάτων, συνιστά αδυναμία της φύσεως.
Ο Χριστός προσέλαβε σύνολη την ανθρώπινη φύση, και την προαίρεση, αλλά την έκανε άτρεπτη καί, βεβαίως, η προαίρεση των αγίων κατά την άλλη ζωή δεν θα εκφράζεται, γιατί δεν θα υπάρχουν αντίθετα πράγματα προκειμένου να κάνουν επιλογή.
Επομένως, η λεγομένη ελευθερία ή βούληση-θέληση του προσώπου, για την οποία γίνεται πολύς λόγος στις ημέρες μας, δεν είναι η βάση της ορθοδόξου θεολογίας και σωτηριολογίας, αφού ο άνθρωπος καλείται από το κατ' εικόνα να φθάση στο καθ’ ομοίωση, οπότε θα λειτουργή η όρεξη (ορμή) της φύσεως προς τον Θεό και θα αδρανοποιηθή η δυνατότητα της προαιρέσεως, λόγω της απουσίας των αντιθέτων.
Έτσι, η βάση της ορθοδόξου ανθρωπολογίας είναι το κατ’ εικόνα και το καθ' ομοίωση, που ενεργοποιούνται από το Άγιον Πνεύμα, και μέσα από αυτήν πρέπει να βλέπη κανείς την θέληση-βούληση και την προαίρεση, και όχι μέσα από την φιλοσοφική και υπαρξιακή έννοια του προσώπου και του περσοναλισμού.
- Εμφανίσεις: 155444