Το Μάθημα των Θρησκευτικών απαιτεί συνεργασία και όχι αντιπαράθεση
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 22 Μαρτίου 2013
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 13.15
-
Tου Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. - Το Μάθημα των Θρησκευτικών στις διάφορες πτυχές του (χαρακτήρας, προγράμματα σπουδών, διδάσκοντες, status κ. άλ.) είναι σύνθετη υπόθεση και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με υπευθυνότητα και περίσκεψη.
Δεν προσεγγίζεται παρορμητικά, ούτε οι σχετικές συζητήσεις θα πρέπει να απευθύνονται στο θυμικό, καθόσον σε αυτή την περίπτωση στενεύουν τα όρια του γόνιμου διαλόγου σε επικίνδυνο βαθμό. Χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, ο τρόπος που διεξάγονται εσχάτως τα μονοφωνικά συνέδρια (περίπου ωσάν εκείνα των κομματικών νεολαιών ολοκληρωτικών πεπ οιθήσεων), η διγλωσσία, που είναι εξόφθαλμη σε όσους γνωρίζουν πρόσωπα και κείμενα, και άλλες αποσπασματικές εκτιμήσεις φοβούμαι πολύ ότι δεν θα αποβούν προς όφελος του μαθήματος.
2. Στη χριστιανική παράδοση πολλά ζητήματα, πριν έρθουν στο πεδίο της αντιπαράθεσης, επιλύονται θετικά, στο πνεύμα της σοφότατης παραίνεσης του Κυρίου: «Εάν αμάρτη ο αδελφός σου, ύπαγε έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου˙ εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου˙ εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή πάν ρήμα˙ εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη Εκκλησία˙ εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης». Αυτή η καταλυτική πρόταση επιλύσεως των διαφορών στην περίπτωση των συζητήσεων για τα νέα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει αγνοηθεί πλήρως, ακόμη και από σεβαστά πρόσωπα.
Διαφαίνεται στην πράξη η προτίμηση να υψωθούν φραγμοί και να σχηματισθούν παρατάξεις, μη υπαγομένων των επίμαχων θεμάτων στη νηφάλια διαβούλευση. Έτσι όμως δεν αντιμετωπίζεται σωστά το ζήτημα, αλλά «μάλλον θόρυβος γίνεται». Είμαι απολύτως βέβαιος ότι, αν είχαν κληθεί (ο Κύριος μάλιστα λέει ύπαγε και όχι κάλεσον) τα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τη σύνταξη των νέων προγραμμάτων σπουδών από τους ενισταμένους, οι ασάφειες ή οι παρεξηγημένες φράσεις θα είχαν διευκρινισθεί και τα όποια λάθη θα είχαν αντιμετωπισθεί πολύ εύκολα, ασύγκριτα πιο δημιουργικά.
Αντί τούτου προκρίθηκε ο επώδυνος για την Εκκλησία και τη Θεολογία τρόπος της αντιπαράθεσης, ενίοτε με έντεχνη ή κακόγουστη συκοφαντία, και πάντως με άγνοια σημαντικών παραμέτρων του ζητήματος. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Έχει δημόσια υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή συγκροτήθηκε από μια παρέα θεολόγων που κατόρθωσε να αποσπάσει, λίγο-πολύ «εν κρυπτώ», την ανάθεση της εκπόνησης των νέων προγραμμάτων από το Υπουργείο Παιδείας, ερήμην τρόπον τινά των εκκλησιαστικών και των θεολογικών φορέων. Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή.
Η Επιτροπή συγκροτήθηκε ύστερα από προκήρυξη ανοιχτού διεθνούς διαγωνισμού και μάλιστα για όλα τα μαθήματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου στο πλαίσιο του «Νέου Σχολείου» και η οποία προκήρυξη ήταν αναρτημένη στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ για αρκετούς μήνες.
Ο διαγωνισμός εντασσόταν στο πλαίσιο και στους κανόνες των συγχρηματοδοτουμένων προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Επομένως όποιος είχε τα προσόντα, θα μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα. Η εκ των υστέρων διαμαρτυρία, για τη μη συμμετοχή στην Επιτροπή, είναι, νομίζω, ανώφελη. Θα πρέπει περαιτέρω να υπογραμμισθεί ότι η σύνταξη πλέον αυτών των προγραμμάτων σπουδών δεν γίνεται με απευθείας ανάθεση έργου, όπως παλαιότερα, αλλά με την ανοιχτή διαδικασία του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου η πρόταση που διατυπώθηκε σε πρόσφατο συνέδριο: τα νέα προγράμματα να αποσ υρθούν και να ανατεθεί σε φορείς (Εκκλησία, ΠΕΘ κ. άλ.) η σύνταξη άλλων, ως μη συμβατή προς την ισχύουσα διαδικασία, είναι παράτυπη, κατά συνέπεια δεν θα έχει αγαθή τύχη.
3.Ο Μ. Βασίλειος έχει μια καυστική και συνάμα σοφή ρήση: «Καταγελώ τον των νομοθεσιών τους καιρούς μη διακρίνοντα». Δυστυχώς τα πράγματα στον τόπο μας δεν είναι όπως παλαιότερα. Σήμερα στα σχολεία μας η ετερότητα είναι υπαρκτή και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις σχολικών τμημάτων αριθμητικά υπερέχει. Περαιτέρω διακρίνεται ένας υφέρπων ισχυρός αντίλογος που όλο και περισσότερο καθίσταται κριτικός (θα έλεγα απορριπτικός) προς τον χαρακτήρα του μαθήματος που μέχρι τώρα γνωρίζαμε.
Είναι γνωστές οι κατ’ ακολουθία (και αντιφατικές) εγκύκλιοι του Υπουργού Ευρ. Στυλιανίδη που καθιστούσαν το μάθημα προαιρετικό, όπως είναι επίσης γνωστό ότι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της Χώρας δεν εκδηλώνουν απέναντι στο μάθημα την ευνοϊκότερη στάση. Παράλληλα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Χώρα μας εδώ και κάποιους μήνες πληρώνει πρόστιμο, γιατί δεν συμμορφώθηκε προς την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (95/46/ΕΚ) για την απάλειψη του θρησκεύματος από τους σχολικούς τίτλους. Έτσι μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ανοίγεται και ένα νέο παράθυρο για να τεθεί και δια άλλης οδού το ζήτημα του προ αιρετικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Γιατί πώς αλλιώς οι αρμόδιες αρχές θα γνωρίζουν το θρήσκευμα των μαθητών, αν αυτό δεν αναγράφεται στους τίτλους (και στα άλλα έγγραφα); Η μόνη περίπτωση που διαφαίνεται είναι με κάποια δήλωση των γονέων. Αλλά πόσοι γονείς θα είναι πρόθυμοι να κάνουν μια τέτοια δήλωση;
Δεν θέλω να χρωματίσω με μαύρο το σκηνικό, αλλά να υπογραμμίσω ότι δεν θα πρέπει να εφησυχάζουμε για το ζήτημα του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος και ότι θα πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι ενώπιον των προκλήσεων, καθόσον τα θέματα είναι ακόμη ανοιχτά.
4.Έχοντας υπόψη τη διαμορφούμενη κατάσταση, τα Θεολογικά Τμήματα των δύο Θεολογικών Σχολών μας, πριν από τρία περίπου χρόνια, συζήτησαν εκτεταμένα αυτά και άλλα ζητήματα και τάχθηκαν υπέρ ενός υποχρεωτικού, γνωσιολογικού χαρακτήρα, μαθήματος των Θρησκευτικών, στο οποίο θα διδάσκονται και πτυχές της ιστορίας και της διδασκαλίας των μεγάλων θρησκειών του κόσμου, όπως εξάλλου γίνεται και με τα γνωστικά αντικείμενα της Θρησκειολογίας των προγραμμάτων σπουδών τους. (Οι προτάσεις των Τμημάτων ετέθησαν υπόψη του Υπουργείου). Τα Θεολογικά Τμήματα κατέληξαν σε αυτή την επιλογή συνεκτιμώντας και το καλώς νοούμενο συμφέρον των πτυχιούχων και των θεολόγων εκπαιδευτικών.
5.Από διάφορους κύκλους υποστηρίζεται το Ομολογιακό μάθημα, θεωρούμενο αυτό ως συνεπέστερο προς την εκκλησιαστική μας ταυτότητα. Εάν οι σύγχρονοι «καιροί των νομοθεσιών» ευνοούσαν αυτόν τον χαρακτήρα χωρίς να δημιουργούνται άλλα προβλήματα, θα τασσόμουν και εγώ ανεπιφύλακτα υπέρ αυτής της θέσεως.
Όμως υπάρχει μια σημαντική παράμετρος, την οποία θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη: η ευθύνη της διδασκαλίας του Ομολογιακού μαθήματος ανήκει στην Εκκλησία, η οποία έχει και την αρμοδιότητα του κανονικού ελέγχου όχι μόνο της διδακτέας ύλης αλλα κυρίως των διδασκάλων. Εξάλλου η προσωπικότητα του διδασκάλου είναι αυτή που εμπνέει τις αλήθειες της πίστεως και μυεί στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Ποιοί όμως θα μπορούν να διδάξουν Ομολογιακό μάθημα στο Δημοτικό σχολείο; Οι δάσκαλοι; Μα αυτοί στις πανεπιστημιακές τους σπουδές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν διδάχτηκαν ούτε ένα θεολογικό μάθημα. Το χειρότερο δε είναι ότι πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν καν πού είναι η πόρτα της Εκκλησίας, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός δασκάλων δηλώνουν άθρησκοι. Είναι μαρτυρημένο ότι αυτοί, κατ ά τη διδασκαλία του μαθήματος στα μικρά παιδιά, συνήθως απαξιώνουν ποικιλοτρόπως το μάθημα και το περιεχόμενό του. Αυτούς θα ήθελαν ποτέ οι πατέρες της Εκκλησίας και οι κανονικοί νομοθέτες να είναι οι διδάσκαλοι του Ομολογιακού μαθήματος; Δυστυχώς εν τω αυτώ κρίματι βρίσκονται και κάποιοι θεολόγοι καθηγητές.
Θα πρέπει εν προκειμένω οι γνήσιοι (και οι εσχάτως ευκαιριακοί) Ηρακλείς του Ομολογιακού μαθήματος να μας υποδείξουν τη λύση του συγκεκριμένου προβλήματος και ταυτόχρονα να κατοχυρώσουν επαρκώς την πρότασή τους νομικά, υποδεικνύοντας και τη διαδικασία του κανονικού ελέγχου των διδασκόντων, και θα είμαι ο πρώτος που θα υποστηρίξω τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του μαθήματος.
Πάντως, αν η πρόταση είναι: η κάθε μία θρησκεία που αντιπροσωπεύεται στα σχολεία από τους πιστούς-μαθητές της να διδάσκεται από τους οικείους διδασκάλους («ομολογητές»), επιτρέψατέ μου να διαφωνήσω για την ορθότητά της. Όχι μόνο γιατί το Σχολείο ενδεχόμενα θα γίνει πεδίο θρησκευτικής αντιπαράθεσης, π.χ από την πλευρά των διδασκόντων, αλλά και για άλλους σοβαρότερους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν.
Θα αναφέρω μόνο την εξής εύλογη σκέψη: αν επιθυμούμε να είναι επιτυχημένο το Ομολογιακό μάθημα, θα πρέπει πρώτα να διασφαλισθούν ικανοί (σε ήθος, σε γνώσεις και σε πνευματικότητα) δάσκαλοι και έπειτα να διεκδικηθεί ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του μαθήματος. Διαφορετικά υπάρχει το ενδεχόμενο δίπλα στους ποικιλοτρόπως ακατάρτιστους (θεολογικά, κοινωνικά κλπ) δασκάλους του ορθοδόξου Ομολογιακού μαθήματος, να ευρίσκονται καλά καταρτισμένοι δάσκαλοι του αντίστοιχου μαθήματος άλλων θρησκειών (και ομολογιών), οι οποί οι θα ασκούν τη γοητεία του νέου και άγνωστου και θα ελκύουν την προσοχή, εξαιτίας της αντίδρασης των μαθητών στο κακώς θεωρούμενο κατεστημένο. Οπότε μπορεί ο καθένας να υποθέσει ποιο θα είναι ενδεχόμενα το αποτέλεσμα.
6.Στα νέα προγράμματα το 70% και πλέον της ύλης αναφέρεται στη θρησκευτική μας παράδοση (δηλαδή αναδεικνύει την ορθόδοξη διδασκαλία ως σύμφυτο στοιχείο του πολιτισμού μας μέσα από τα βιβλικά και πατερικά κείμενα, τα πρόσωπα των αγίων, τους ορθόδοξους θεσμούς κλπ) και το υπόλοιπο στη χριστιανική παράδοση της Ευρώπης και τα μεγάλα θρησκεύματα του κόσμου. Τα συγκεκριμένα ποσοστά δεν διαφέρουν κατά πολύ από αυτά των ισχυόντων προγραμμάτων.
Στα νέα προγράμματα προβάλλεται όπως και στα ισχύοντα ο γνωσιολογικός χαρακτήρας του μαθήματος, με τά ση να γίνει γνωστή στο μαθητή και η ετερότητα, που έτσι κι αλλιώς είναι υπαρκτή στα σχολεία. Αν με το 70% και πλέον που αφιερώνεται στη διδασκαλία της παράδοσής μας ο μαθητής δεν μπορέσει να γνωρίσει την ορθόδοξη ταυτότητά του, επιτρέψατέ μου να πιστεύω ότι δεν θα την βρει ούτε με το 100%. Περαιτέρω, γιατί να εκφράζουμε φόβους ότι με το 15% περίπου που έχει θρησκειολογικό περιεχόμενο θα επέλθει σύγχυση στους ορθόδοξους μαθητές, και να μην βλέπουμε το αντίθετο: ότι δηλαδή η ετερότητα θα έχει τη δυνατότητα με ένα καλά οργανωμένο μάθημα να γνωρίσει την παράδοση του τόπου μας.
Εδώ ακριβώς πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας: πώς να προσφέρουμε στους άλλους τον πλούτο της ορθοδοξίας. Αυτό όμως είναι υπόθεση πρωτίστως του δασκάλου.
7.Όταν, πριν από την Ημερίδα που οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη «Ο Μέγας Βασίλειος» με αντικείμενο το μάθημα των Θρησκευτικών και τα νέα προγράμματα σπουδών στις 17 Φεβρουαρίου, ζήτησα από τον π. Μιχαήλ Σαντοριναίο (εγώ είμαι ο Καθηγητής που αυτός αναφέρει ανωνύμως στο δημοσίευμά του στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ΡΟΜΦΑΙΑ), να συμμετέχει στο πάνελ των ομιλητών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, πίστευα ότι έτσι θα συμβάλω στην αντικειμενική ενημέρωση των παρισταμένων.
Δεοντολογικά, εξάλλου, προηγείται η παρουσίαση των προγραμμάτων και έπεται η κριτική για αυτά. Ήταν μία άριστη ευκαιρία για γόνιμο διάλογο, πάντοτε προς ανάδειξη της αλήθειας και προς όφελος του μαθήματος. Ο π. Μιχαήλ αρχικά δέχθηκε με ευχαρίστηση την πρότασή μου. Όμως στη συνέχεια, τρεις ημέρες πριν την εκδήλωση, υπαναχώρησε, λέγοντάς μου ότι ένας από τους εισηγητές αρνείται να παρευρίσκεται στο ίδιο πάνελ με το μέλος της Επιτροπής. «Ο νοών νοείτω». Θα πρέπει συναφώς να υπογραμμισθεί ότι, όταν καλούνται πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, η ευγένεια και η ακαδημαϊκή τάξη απαιτούν αυτοί να αντιμετωπίζονται επί ίσοις όροις.
Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες παρέλκουν και δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν ουσιαστικά τον αναγνώστη. Είναι προφανές ακόμα και από το δημοσίευμα που υπογράφεται από τον π. Μιχαήλ ότι η πρόθεση των οργανωτών της Ημερίδας ήταν να γίνει στους παρισταμένους στοχευμένη ενημέρωση. Το ζήτημα του μαθήματος είναι πολύ σοβαρό και χρειάζεται συνεργασία και όχι αντιπαράθεση. Καλή Σαρακοστή.
- Εμφανίσεις: 75506