«Υπέρ την νύκτα»
- Δημιουργηθηκε στις Δευτέρα, 25 Μαρτίου 2013
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 13.26
-
Γράφει ο Μανώλης Μελινός, Θεολόγος - συγγραφέας
Μέσα στην ατμόσφαιρα του θαύματος θα ζήσουμε μ’ έξαρση την εθνικήν ημέρα. Ανάταση ψυχών, εθνική μυσταγωγία. Μέρα και μνήμη παιδαγωγική. Η σκέψη πετά σε τύμβους και τρόπαια, εκεί όπου του νου τα φτερουγίσματα και της καρδιάς οι παλμοί αποτέλεσαν μίαν αρμονική συνήχηση εθνικής μουσικής συμφωνίας.
Αυτή η συμφωνία περιέχει το ήθος του 1821, το βαθύτερο νόημα και μήνυμα των πράξεων. Τέτοιες πράξεις στον λόγο και την καίρια στιγμή, που ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται με το υπέρτερο χρέος ευθύνης, αποτελούν πνευματικά σήματα. Με τον τρόπον αυτόν, νικώντας την τυφλήν «αναγκαιότητα» της ζωής, ανυψώνεται στην πραγματικήν ελευθερία που δεν είναι η μονόπλευρη, αλλά η πνευματική ελευθερία στην ζωή και στον θάνατον.
Αυτή η χειροπιαστή πραγματικότης είναι που δεν αφήνει να χαθεί στην ποντοπορία των αιώνων, το σκάφος της Ελλάδος. Δεν είναι ανάγκη να ζητήσουμε τον χρησμό των Δελφών σύροντας την Πυθίαν από τα μαλλιά, ν’ αντικρύσουμε «παγάν ου λαλέουσαν». Μας το χρησμολογούν οι αμέτρητες σελίδες της Ιστορίας μας –τόσον οι φωτεινές, όσο και οι ανήλιαγες– σαν αυτή την πιο σκοτεινή, που γράφτηκε πριν μισή και πλέον χιλιετία. Η ημερολογιακή ανατολή της, του Βυζαντίου το ηλιοβασίλεμα. Την ημέρα εκείνου του Μαΐου, αρχίζει η νύκτα για τον Ελληνισμόν.
Η βυζαντινή αυτοκρατορία, κληρονόμος του εκτυφλωτικού πολιτισμού της κλασσικής Ελλάδος, έχει καταλυθεί. Με την άλωσιν, η νύκτα τύλιξε στις γάζες της τις λεύτερες καρδιές. Το έθνος εξαντλημένο κι αιμόφυρτο, με το δράμα του στα τρίσβαθα, με το δάκρυ πιο καυτό, αλλά και με την κρυφήν ελπίδα, καταφεύγει στους στοργικούς κόλπους της Εκκλησίας που ο σκλάβος Μάνα του την ονόμασε. Ας φιλοξενήσουμε στην μνήμη τα λόγια που αργότερα ο μεγαλοπράγμων πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ , απηύθυνε στον επισκέπτη του, Γάλλο δημοσιογράφο Deshamps: «Τι με θωρείτε, κύριε; Δεν βλέπετε, ίσως, το λευκό ένδυμα του ποντίφηκος. Μα το προνόμιο του μαύρου ράσου, το κατέχω μόνον εγώ! Φέρω το πένθος του Γένους μου...».
Ανάμεσα στην στεριανή φουστανέλα και στην θαλασσόβρεχτη βράκα, υψώνεται αιώνιο εθνικό σύμβολο το ράσο! Μέσα στις πτυχώσεις του με στοργήν, ηρωισμό και αυτοθυσίαν, έκρυβε η Εκκλησία την ψυχή του Γένους. Με πολλούς τρόπους διετήρησε την σπίθα κρυμμένη στην στάχτη «ως κατά πάσαν αλήθειαν ελληνοσώτειρα» κατά τον Ζαμπέλιον. Ο Βρεττανός βυζαντινολόγος Ρανσιμαν αναφέρει σχετικώς: «Η Ορθοδοξία ήταν η δύναμη που διετήρησε τον Ελληνισμό, κατά την διάρκεια των σκοτεινών εκείνων αιώνων...». Άγγιξε τις πιο ευαίσθητες μυστικές χορδές του υποδούλου, τις έκανε ν’ αναδίδουν μελωδίες τρυφερές για την αλυσοδεμένη πατρίδα. Όλα τα στελέχη της Εκκλησίας δεν εδίστασαν να γίνουν ολοκαυτώματα, σχίζοντας έτσι τη νύκτα, ξανά και ξανά. Ο Pouqueville υπολογίζει ότι οι κληρικοί που μαρτύρησαν εκείνη την εποχή, ξεπέρασαν τις 6.000! Συγκεκριμένως κατά την περίοδο της μακράς αυτής νύκτας, «11 πατριάρχαι, 100 άλλοι αρχιερείς και περίπου 6.000 λοιποί κληρικοί πότισαν με το αίμα τους το δένδρο της ελευθερίας».
Ολόγυρα σκοτάδι, απελπισία. Γεννιές γεννιόνταν με το όραμα της λευτεριάς, με τ’ όραμα της ανατολής και πέθαιναν με τις αλυσίδες στα χέρια. Τα μάρμαρα πάνω στα οποία έχυσαν το χρυσάφι τους οι δόξες της Ιστορίας, η θάλασσα που λίκνισε τις τριήρεις των Αθηναίων, τούς δρόμωνες και τα χελάνδια των Βυζαντινών, τα βουνά όπου αναπαύθηκαν οι μυθικοί θεοί και οι δρόμοι απ’ όπου πέρασαν λιτανείες πάμφωτες, ολόκληρη η ελληνική γη με τις παραδόσεις και τις αναμνήσεις της και τα μύρα της και τούς νεκρούς της, στέναζε και τα χρόνια πάνω στα χρόνια φτάνουν να γίνουν 400. Μη συμβεί όμως ποτέ –αν αναφέραμε τούς αιώνες της αιχμαλωσίας, την ένδοξη αδοξία της φυλής, την απέραντη αυτή νύκτα– να ρίξουμε όνειδος, βέλη κακολογίας στις γενιές αυτών των αιώνων. Γιατί αν κι έζησαν χωρίς φώτα μεγαλείου, δεν έζησαν όμως και χωρίς τιμή. Η τιμή τους είναι ότι φύλαξαν πίστη στην αγιωτάτη Εκκλησία μας, την προσορμίζουσα στην αιωνιότητα, την στολισμένη από την πορφύρα του αίματος τόσων αγίων και μαρτύρων, την γεννήτρα του πολιτισμού.
Σε όλη την διάρκεια της απέραντης αυτής νύκτας, η Ελλάς πονούσε και ποθούσε. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη μπαρούτι· Πρόσμενε μοναχά το προσάναμμα. Ο στεναγμός του κάθε σκλαβωμένου, δεν ήταν επιθανάτιος ρόγχος. Ήταν βοή ηφαιστείου που ετοιμάζει την λάβα του. Καρτερούσε ο Ρωμιός στοχαστικά την ημέρα που θα ξεδιπλωνόταν το φλάμπουρο της λευτεριάς να τον σκεπάσει και το φλάμπουρο ξεδιπλώθηκε: Το ράσο ήταν του αγίου Γρηγορίου· Σύνθημα, το σκοινί του...
Οι Έλληνες ανασύροντας θαυμαστές καταβολές μέσ’ από ανεξάντλητα μεταφυσικά βάθη, τις έκαναν αίσθηση και πράξη κι έπεσαν για να σταθεί όρθια η Ελλάς.
Σήμερα η σκέψη μας σε μίαν ιεράν αναδρομή, τελεί στο άγιον βήμα της ψυχής, την αναβάπτισή της στο πνεύμα που ενέπνευσε κι εμψύχωσε την γενιά του 1821. Στο πνεύμα που η σκληρή σκλαβιά τόσων χρόνων, η απέραντη νύκτα δεν μπόρεσε να το εξαλείψει, γιατί αποδείχθηκε πιο σκληρό και από αυτήν και από τον θάνατο, στο πνεύμα της δισυπόστατης ελευθερίας.
25η Μαρτίου: Μέρα των δύο «Χαίρε», προς την Παναγία και προς την Ελευθερία. Ο Θεός κατεβαίνει στην γη να γίνει Άνθρωπος. Ο λαός ανεβαίνει στους Ουρανούς, με την καθολική θυσία του στον βωμό της λευτεριάς. Ελευθερία της ψυχής κι ελευθερία της φυλής. Δίπτυχο φωτεινό που περικλείει το νόημα της ιστορικής αυτής χρονολογίας και την δεοντολογία του μέλλοντος της φυλής: Πίστη και Πατρίδα, Ορθοδοξία κι Ελληνισμός οι δύο μεγάλοι πόθοι και πόλοι της εθνικής ψυχής. Η σύζευξή τους στην καρδιά του Έλληνος αποτελεί την εξήγηση του μεγάλου θαύματος.
Με σεβασμόν υποκλινόμαστε στην μνήμη του 1821. Είναι η χαραυγή. Σχίζει τα σπλάχνα της νύκτας και προβαίνει. Το ’21 είναι μία καθαρή φωνή που όμως έρχεται από τα βάθη των αιώνων. Είναι μία συνταρακτική δήλωση παρουσίας, μία παράτολμη δήλωση, γιατί κατόρθωσε να σφηνωθεί ανάμεσα σε μία χαμένη και σε μιάν ενδεχόμενη ευκαιρίαν. Αυτό που πολλοί έκριναν τότε μειονέκτημά του, αυτό υπήρξε η αρετή του η μέγιστη. Για τούτο και η μούσα ηρωική, όχι πεισιθάνατη και απολοφυρόμενη, ιαχή μάχης, εγερτήριο σάλπισμα, το σκέπασε με τα ορμητικά φτερά της. Έτσι το 1821 ήλθε σαν μέθη. Έχει όλα τα γνωρίσματα της ποιητικής δημιουργίας. Είναι σχεδόν αυτοσχέδιον. Όλοι οι υπολογισμοί, όλες οι χωροσταθμίσεις, δείχνονται μηδαμινές μπροστά στο ουσιαστικό και το κύριο, που είναι η οιστρηλατημένη φαντασία, η αναφλογισμένη ψυχή.
Το 1821 αντιστρατεύεται την κοινή λογικήν. Υπακούει όμως στον νόμο μιας άλλης λογικής, που είναι υπέρτερη και μεστότερη από την ψυχρή λογική των εννοιών: Στην λογική του παράλογου με την έννοια του υπέρλογου, στην λογική του ευλογημένου πάθους. Όταν συλλογιέσαι το πάθος, αφυπνίζονται δυνάμεις από τις πολυτιμότερες του ανθρώπου και το 1821 είναι πάθος και Ιδέα μαζί.
Το πάθος όμως καθαρμένο από ευτελή ελατήρια που τελικώς βρίσκει την ολοκλήρωσή του στην θυσία. Το «λευτεριά η θάνατος» είναι η πρώτη ακτίνα της ανατολής. Δεν είναι σύνθημα που πηγάζει από κρίση πολιτική. Δεν είν’ έντονη κατάθεση αίματος στην διπλωματική τράπεζα, για να διαφυλάξω και ν’ αυξήσω τα κεφάλαια μου. Δεν το διαπραγματευθήκαμε. Δεν είπαμε σου δίνω τόσο κιλά αίμα, τόσες ψυχές, τόσα κομμένα πόδια και χέρια, για να μου δώσεις ανταλλάγματα αντάξια με την προσφορά μου. Είπαμε «λευτεριά η θάνατος» και ό,τι θέλει ας γίνει κι έγινε η ανατολή...
Το 1821 αποτελεί τον άδυτον αστερισμό της εθνικής πλεύσεως. Είναι συμπυκνωτήρ μεγαλείου και δόξης. Εθνικός και παγκόσμιος βωμός. Το ελληνικόν άλφα. Η αρχή του δρόμου. Ύστερα ο αγώνας. Μπαρούτι, φωτιά, σφαγές, θρήνοι, συμφορές, δάκρυα, πόνοι, αίματα... Κάθε βροντή κι ένας θάνατος καβάλα στον αγέρα. Τα γιαταγάνια στομώνουν. Έτσι ζωντανεύουνε οι φυλές: Με μια χούφτα μπαρούτι και λίγα βόλια. Ένα σπασμένο γιαταγάνι. Ένα καριοφύλι. Με μία θέληση αδάμαστη, γρανιτένια. Αξίζει να ζουν μόνον οι λαοί που ξέρουν να πεθαίνουν! Παντού στην ελληνική γη, κάθε βήμα και βωμός ιερός, κάθε γωνιά και τάφος αγιασμένος:
Εδώ κόκκαλα βλέπεις σπαρμένα·
Εκεί μέλη χωρίς κεφαλάς.
Εμαρτύρησεν εδώ η Ελλάς
με τα εντόσθια κάτω χυμένα.
Το 1821 βαπτίζει τις Αξίες μέσα στο αχνιστό αίμα του και μας τις ξαναδίνει παρθενικές. Είναι η μεγάλη μνήμη, η ακατάλυτη. Δεν μπορούμε να της απιστήσουμε, καθώς βρίσκεται ζωντανή στο αίμα. Κάθε φορά που ξανά ’ρχεται πανηγυρικά μπροστά μας, πέρ’ από τον πάταγο της επισημότητος, αναζητούμε στο πρόσωπό της τα πεπρωμένα μας. Μέσα στο λιτό αυτό έπος βρίσκεται η ρίζα του έθνους, το φύτρο και η εξαίσιά του άνθηση. Η βιωματική αναπόληση της μεγάλης Ημέρας, αποτελεί μύηση σε ανώτερα πεπρωμένα και σε υψηλότερους προσανατολισμούς. Μας κατηχεί στο πνεύμα της θυσίας. Μας μεταλαμβάνει την ακήρατη ουσία πνεύματος που εκφράζει. Μας φανατίζει στο πάθος της ελευθερίας.
Ψαρά, Μεσολόγγι, Αρκάδι, Ζάλογγο... Έτσι αγοράσθηκε η ελληνική λευτεριά: Με χαλάσματα και κόκκαλα και αίμα... Η Ελλάς μπόρεσε ν’ αντιτάξει στην πολιτική του Μέττερνιχ το Μεσολόγγι, που είναι η αυτοκατάλυση. Ένα βήμα πέρ’ από τον θάνατο! Πως να το πολεμήσεις; Αργά η γρήγορα θα του... υποταχθείς. Γιατί εκεί δεν εισφέρει η πολιτική. Εισφέρει ο άνθρωπος και όταν έρχεται η ώρα του ανθρώπου –όπως τότε– όλα τ’ αριστουργήματα της λογικής και της πολιτικής τινάζονται στον αέρα. Όλα για την ελευθερία. Το καθήκον υπογράφει τις προσκλήσεις. Η φωνή του είν’ επιβλητική. Την δέχεσαι δίχως υπολογισμούς. Η περηφάνεια αγνοεί την αρίθμηση. Προσκλητήριο λεβεντιάς, το παρόν του φιλότιμου!
Κληρικοί και λόγιοι, εργάτες της στεριάς και της θάλασσας, αρχοντάδες και βιοπαλαιστές, με το σπαθί της καρδιάς και του νου τους στο χέρι στρώνουν το κορμί τους στον βωμό της λευτεριάς. Ο Έλληνας του 1821 γράφει με το αίμα του το δόγμα των εθνοτήτων, που θα γίνει βάση στο διεθνές δίκαιο. Ο αγώνας του είναι αγώνας της ανθρωπότητος. Το νεοελληνικό κράτος, την ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του την συντάσσει με το αίμα των Αγωνιστών!
Το ποτάμι αίμα εγίνη
και κυλάει στην λαγκαδιά·
Και το αθώο το χόρτο πίνει αίμα,
αντί για την δροσιά.
Βεβαίως, παραφροσύνη η Επανάσταση, αν την κρίνουμε με την λογική. Έπρεπε ν’ αγνοείς την επιστήμη των αριθμών, των υπολογισμών, για να σηκώσεις την σημαία της και όμως, η γενιά του 1821 τόλμησε! Ερήμην της λογικής η νίκη. Ήσαν ολομόναχοι οι Αγωνισταί, δίχως καμμία χρονική προοπτική. Το μόνο που ζέσταινε τα στήθη τους, ήταν η λαχτάρα της λευτεριάς πρωτόγονη, τυραννική, καταλυτική. Αν τούς κρίνει κανείς με την σημερινή νοοτροπία, μόνο σαν «κοινωνικούς αυτόχειρες» μπορεί να τούς θαυμάσει· Αυτούς που φώτησαν τη νύκτα· Αυτούς που ενέπνευσαν τον Κάλβο να γράψει:
Μια δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει πτερά ελαφρά
και υψώνεται λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
Η φράση αυτή «υπέρ την νύκτα» –που αποτελεί εν είδει τίτλου το αποτύπωμα των λιτών τούτων σκέψεων– είναι η καθαρότερη διατύπωση του περιεχομένου του 1821. Γιατί το ’21 αποτελεί πραγμάτωση αρετής κι η αρετή είναι η άνοδος «υπέρ την νύκτα», είναι η εξόρμηση προς τούς υπερτέρους εκείνους χώρους, όπου το πνεύμα αιχμαλωτίζει την αυτοσυνείδησή του. Περιοχή του πνεύματος, είναι η περιοχή της ελευθερίας.
Όλοι συμφωνούμε ότι η Ιστορία έπρεπε να μας έχει γίνει πείρα. Όλοι πάλι συμφωνούμε ότι δυστυχώς δεν μας έγινε. Ποιός ξέρει; Ίσως και τούτο να είναι μία από τις όμορφες «παραφροσύνες», με τις οποίες υφάναμε και την δόξα και την συμφορά μας. Αν οι Έλληνες είναι μία μικρή φυλή με τεράστια Ιστορία και αν μέσα σ’ αυτή την Ιστορία υπάρχει και ζει ό,τι ονομάζεται ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ανθρώπινο μεγαλείο κι αν επί τουλάχιστον τρεις χιλιάδες χρόνια όλα τα έθνη εμπνέονται από τ’ αθάνατα παραδείγματα της Ιστορίας αυτής, είναι ακριβώς γιατί δεν έχει γραφεί με τον διαβήτη των καλών λογαριασμών, αλλά με την φλόγα των μεγάλων ενθουσιασμών, με την ασάλευτη πίστη στα υψηλότερα ιδανικά της ανθρωπότητος. Κι αν κάπου-κάπου εξαιτίας των σκοτεινών σημείων, η αποκαρδίωση κάνει την συνείδηση να γέρνει προδωμένη, πάντα μία ζωηρή φωνή μας ξυπνά κι ένα χέρι νευρώδες μας αρπάζει από τα μαλλιά, όμοια ναυαγούς και μας ανεβάζει και πάλι στο φως της ελπίδος· Αυτή είναι η φωνή της Ελλάδος.
Όταν συνέθετα τις λιτές αυτές σκέψεις, είπα να μη γράψω εγώ και τον επίλογο. Σας καλώ να πετάξουμε μαζί, με τα φτερά της ιστορικής μνήμης κάπου στα 1828, όταν πια η απέραντη νύκτα έχει εντελώς υποχωρήσει. Να πετάξουμε σε κάποια μπαρουτοκαπνισμένη βουνοκορφή, στην μαύρη ράχη των Ψαρών –το ιερό αυτό ξερονήσι, άπ’ όπου έχω την τιμή, προνόμιο αληθινό, να έλκω την καταγωγή– κι εκεί και από εκεί ό,τι δούμε και ό,τι ακούσουμε, μαζί να το καταγράψουμε ως κατακλείδα.
Κάποια μέρα, λοιπόν, ύστερ’ από επτά χρόνια στο αίμα πνιγμένα, παύουνε ν’ ανάβουν στις κορυφές των χορταριών –στην ελεύθερη πια Ελλάδα του 19ου αιώνος– αγριωποί καβαλλάρηδες. Ο φόβος παύει να σκάβει λαγούμια και να τρυπώνει τρέχοντας. Τα όρνια αρχίζουν και πάλι να μοιράζονται ανενόχλητα στους αιθέρες, τις ψίχες του μάρτυρος ουρανού. Σταματά ο ξέφρενος καλπασμός των αλόγων και ο θανατερός μπάλος των αγγέλων του πολέμου. Καθαρίζει ο ουρανός από τις καπνιές των καμένων κοκκάλων και ξύλων. Λουφάζει ο αχός των καριοφυλιών. Χορτάρι βεβαίως δεν φυτρώνει στην μαυρισμένη γη και το αίμα ξεραίνεται πηχτό στα θυμάρια. Η μπαρουτόκαπνα υποχωρεί και ξεχωρίζει ένας μοναχικός τύπος, ο ανώνυμος ποιητής. Παίρνει το στρατί για την ψηλότερη κορυφή του ολοκαυτώματος, βυθίζοντας νύχια και δόντια στο ξεροτρόχαλο μονοπάτι. Βάζει το χέρι αντήλιο και μονολογεί:
Ήταν εδώ μια χώρα,
σε τούτη την ράχη·
του ήλιου το φέγγος ήταν·
Γύρω της, βράχοι.
Ήτανε μία χώρα
στην ράχη απλωμένη.
Ρώτησα: Εδώ πεθαίνει;
Κι άκουσα: Δεν πεθαίνει!
- Εμφανίσεις: 51154