Δύο έτη επίγειας απουσίας μακαριστού Ιερισσού Νικοδήμου
- Δημιουργηθηκε στις Δευτέρα, 15 Σεπτεμβρίου 2014
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 17.05
-
Του Αγγέλου Ν. Πάκλαρα
Θεολόγου | Romfea.gr
«Δικαίων ψυχαί εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτών βάσανος» (Σοφ. Σολ. 3,1)
Δύο έτη συμπληρώνονται σήμερα επίγειας απουσίας του αειμνήστου Μητροπολίτου Ιερισσού κυρού Νικοδήμου.
Δύο έτη από την ημέρα εκείνη, την 16ην Σεπτεμβρίου του έτους 2012, την 11η πρωινή, όταν η αγία ψυχή του πολυσεβάστου ιεράρχου «εχωρίζετο από του σώματος κι ο φυσικότατος δεσμός θείω βουλήματι αποτέμνονταν…»
Βαρύτατο το πένθος και μέγιστη η απώλεια όχι μόνο για την τοπική εκκλησία αλλά και διά ολόκληρη την ιεραρχία της Ελλάδος.
Διότι ο μακαριστός Μητροπολίτης Νικόδημος δεν ήταν κάποιος τυχαίος και άγνωστος αρχιμανδρίτης τον οποίο εξέλεξε το σώμα της ιεραρχίας επίσκοπο απλώς διά να καλύψει μία αρχιερατική θέση. Ήταν πνευματικό ανάστημα του μεγάλου και λογίου ιεράρχου Μυτιλήνης Ιακώβου του Β΄ του Κλεόμβροτου.
Η διακονία και η προσφορά του στην Ι. Αρχιεπισκοπή Θυατείρων στο Μπέρμιγχαμ, στην Μάλτα, στην Μυτιλήνη, στην Θεσσαλονίκη ως ηγούμενος της Ι.Μ. Βλατάδων, ως καθηγητής, ως αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Πατερικών Μελετών αλλά και στην Αθήνα ως Ι. προϊστάμενος, ήταν αναμφισβήτητα πρωτοφανής και πρότυπο μιμήσεως και παραδειγματισμού.
Ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα του ήταν η γνησία εκκλησιαστική του συνείδηση, η ιερή αγωνία του και οι διαρκείς προσπάθειες του να φέρει τα πάντα εις πέρας, να αγγίξουν την τελειότητα, να μην εκκρεμεί τίποτε από τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που ανέλαβε από τότε που νεαρός ακόμη διάκονος ενεδύθη το ράσο υπό του τότε σχολάρχου της Θεολογικής σχολής της Χάλκης, μητροπολίτου Ικονίου Κυρού Ιακώβου.
Από εκεί άρχισαν να διαφαίνονται οι εξαιρετικές του ικανότητες, τα πολυποίκιλα χαρίσματα και τα πολλά τάλαντα που πλουσιοπάροχα του δώρισε ο καλός Θεός.
Το αποκορύφωμα της αποκαλύψεως όλων αυτών των εξαιρέτων δραστηριοτήτων του ήταν ευθύς άμα τη ενθρονίσει του.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να αναφέρει διά τα 31 έτη ποιμαντορίας του στην Ι. Μητρόπολη Ιερισσού…
Ανήγειρε ναούς, ίδρυσε ιερές μονές, ανήγειρε δύο Μητροπολιτικά μέγαρα, ίδρυσε γηροκομείο και ίδρυμα αγάπης, χειροτόνησε πλήθος κληρικών, συγκάλεσε αναρίθμητα θεολογικά συνέδρια, ιερατικές συνάξεις, σεμινάρια κατηχητικών.
Ανήγειρε εκ τέφρας και εξ ολοκλήρου τον νέο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Στεφάνου μετά την ολοκληρωτική πυρκαγιά του 2005 σε πρωτοφανή για τα δεδομένα συντομότατο χρονικό διάστημα.
Ίδρυσε εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις εις το Ι. Προσκύνημα Μεγ. Παναγίας.
Ανακαίνισε όλους τους χώρους του Ι. Προσκυνήματος Μεγ. Παναγίας με δημιουργία κελλιών και πτερύγων διά τους μοναχούς αλλά και διά τους πολλούς προσκυνητάς που διέμεναν εις αυτό, έκτισε νάρθηκα και εξωνάρθηκα στον Ι. Ναό, ανήγειρε μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο ενώ περιέφραξε όλο το εξωτερικό χώρο του Ι. Προσκυνήματος.
Όλα αυτά χάριν της μεγάλης ευλαβείας του προς την Υπέρμαχο Θεοτόκο.
Άριστος γνώστης του τυπικού και τέλειος λειτουργός των φρικτών μυστηρίων, δεινός κήρυκας του Θείου Λόγου.
Οι ομιλίες του ποταμοί ανεξάντλητοι ευαγγελικής ευλαβείας, ορθοδόξου πίστεως και αγιοπατερικής σοφίας.
Ερμήνευσε εξ ολοκλήρου την αποκάλυψη του Αγ. Ιωάννου του Θεολόγου, ενώ συνέγραψε σειρές θεολογικών βιβλίων και πλήθος ποιμαντορικών εγκυκλίων.
Ο μισθός του σκορπίζονταν έκαστο μήνα εις όσους έχριζαν ανάγκης, βοηθείας.
Παρέλαβε μια Μητρόπολη με πολλά προβλήματα, ένεκα και της μακράς τοποτηρητείας της αλλά ως καλός γεωργός «της ερήμου το άγονον εγεώργησεν».
Όσοι γνώριζαν από κοντά τον μακαριστό ιεράρχη καθίσταντο μάρτυρες της απλότητος, της ηπιότητος, της καταδεκτικότητος, της ταπεινώσεως, της επιεικείας και της εμφύτου διακρίσεως και ευγενείας του.
Ήταν φιλακόλουθος, φιλάγιος, αφού ανέδειξε όλους του τοπικούς Αγίους της Μητροπόλεως του, φιλομόναχος, φιλήσυχος, αφιλάργυρος, μακρόθυμος, ελεήμων, υπομονετικός, συγκαταβατικός και προπάντων ανεξίκακος.
Είχα την ευλογημένη συγκυρία και ευλογία πολλές φορές κατόπιν ευγενούς προσκλήσεως του, να φιλοξενηθώ εις την Μητρόπολιν του ένεκα και του ιδιαιτέρου δεσμού και φιλίας που διατηρούσε ο μακαριστός Μητροπολίτης επί σειρά ετών με τους αειμνήστους γονείς μου.
Πάντοτε όταν έφευγα από εκεί, έγραφα σ’ ένα μικρό σημειωματάριο όσα υπέροχα άκουγα από τον ίδιο, είτε από τα κηρύγματά του, είτε από τις κατ’ ίδίαν συνομιλίες του που έκαμε με εμένα ή με άλλους κληρικούς και αρχιερείς.
Ήταν, έγραφα, κάπου μέσα Σεπτεμβρίου του 1996… ένα μήνα μετά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο της αειμνήστου μητρός μου, το οποίο είχε τελέσει ο ίδιος, όταν με προσεκάλεσε να φιλοξενηθώ στην Ι. Μητρόπολη διά να απαλύνει τον πόνο και το βαρύτατο πένθος μου για την πολυαγαπημένη μου μητέρα.
Οι εργασίες του Μητροπολιτικού μεγάρου στην Αρναία είχαν πλέον ολοκληρωθεί, το κτίριο ήταν ήδη κατοικήσιμο ενώ λίγες μόνοι εκκρεμότητες έμεναν ακόμη να ολοκληρωθούν.
Ήταν Κυριακή και επιστρέφοντας από την Θεία Λειτουργία που είχε τελέσει σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας του μου ανέφερε ότι σήμερα θα αναρτήσουμε τα κάδρα με τις φωτογραφίες των προκατόχων του αρχιερέων της Μητροπόλεως Ιερισσού, που είχαν έρθει την προηγουμένη από τη Θεσσαλονίκη.
Η αίθουσα του θρόνου ήταν μεν μεγάλης χωρητικότητος αλλά είχε πολλά παράθυρα και λίγους τοίχους.
Ανακαλύψαμε τότε ότι μόνο οι τέσσερις τελευταίοι προκάτοχοι του (Σωκράτης, Διονύσιος, Κυπριανός & Παύλος) χωρούσαν στον συγκεκριμένο χώρο, τους υπολοίπους τους τοποθετήσαμε στον διάδρομο των γραφείων της Μητροπόλεως. «Ας ελπίσουμε να μην παρεξηγηθούν…», είπε ο μακαριστός ιεράρχης χαριτολογώντας.
Στην φωτογραφία δε που απεικονίζονταν ο Μητροπολίτης Ιερισσού Σωκράτης το εγκόλπιο που έφερε ήταν το ίδιο που φορούσε και ο πολύ μετέπειτα διάδοχος του Παύλος.
Και το οποίο εγκόλπιο ήταν αναρτημένο στην προσθήκη έξωθεν του Μητροπολιτικού παρεκκλησίου όπου εκτίθεντο τα άμφια του αειμνήστου Σωκράτους Σταυρίδη.
Τότε ανέφερα στον Γέροντα ότι αυτό το εγκόλπιο ήταν ίσως το μοναδικό ιστορικό εκκλησιαστικό κειμήλιο της Μητροπόλεως Ιερισσού και καλό θα ήταν να το φορά ο ίδιος σε μεγάλες ημέρες και εορτές. Η απάντησή του ως συνήθως πνευματική και αποκαλυπτική….
«Και γιατί να το φορέσω, ποίος ο λόγος και η αιτία; Ποιός θα καταλάβει ποιανού ήταν το εγκόλπιο; Ουδείς. Ποιός θυμάται όλους αυτούς τους αρχιερείς και ποιός αναφέρει τα ονόματά τους; Κανένας. Μόνον οι φωτογραφίες τους θυμίζουν την ύπαρξή τους και μόνο η φιλόστοργος εκκλησία μνημονεύει τα ονόματά τους ανά μέσω των αιώνων διά την ανάπαυσίν τους.
Άλλωστε κάποτε θα τοποθετήσουν δίπλα στον Ιερισσού Παύλο και τη δική μου φωτογραφία. Όλα είναι μάταια, είπε…
Και τότε θυμήθηκα το απόσπασμα του Ευαγγελίου της Μ. Εβδομάδος «ώσπερ γαρ η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών» (Ματθαίου κδ, 27).
Η περικοπή βέβαια αναφερόταν στην παρουσία του Θεού αλλά τόσο κρατά και η παρουσία ενός ανθρώπου σ’ αυτή τη ζωή. Σαν αστραπή, σαν λάμψη, ένα πέρασμα., μία σύντομη διάβαση…
Το ίδιο μεσημέρι παρακαθίσαμε στην τράπεζα όπου και εκεί ανέλυε την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής και αυτό διότι όπως είπε «δεν πρέπει να αποσπάται ο νους του ανθρώπου σε αλλότρια θέματα που μπορούν να ταράξουν την γαλήνη και την ηρεμία της ψυχής του, διότι ο μισόκαλος διάβολος έλεγε «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητώντας τίνα καταπίει…».
Μετά την τράπεζα το απόγευμα μου ανέφερε ότι δεν θα παραβρεθεί στον εσπερινό στον Ι. Ναό Αγ. Στεφάνου (όπου έκαμε συνήθως χρέη ιεροψάλτου!) αλλά θα πηγαίναμε να προσκυνήσουμε στον Αγ. Χριστόφορο την αδρώα Ι. Μονή έξω από την Αρναία, περπατώντας.
Και όντως το απόγευμα εν μέσω φοβερής άπνοιας και ζέστης ανεβαίναμε τον δρόμο που οδηγεί στην κεντρική πλατεία της Αρναίας. Δεξιά κι αριστερά κάποιες γυναίκες καθήμενες στις αυλές των σπιτιών τους άλλες σηκώνονταν όρθιες και έκαμαν υπόκλιση ενώ κάποιες από αυτές πλησίαζαν και ασπάζονταν την δεξιά του Δεσπότη τους.
Αλλά και σ’ ένα καφενείο δίπλα στο μεγάλο πλατάνι της πλατείας κι εκεί οι άνδρες ίστατο όρθιοι ενώ κάποιος έβγαλε και το καπέλο του εις ένδειξη σεβασμού.
Δύο παιδάκια που έπαιζαν πλησίασαν κι αυτά να φιλήσουν το χέρι του, ενώ ένα απ’ αυτά «το πιο τολμηρό» έπιασε το μπαστούνι του και ακούμπησε με το μικρό του δακτυλάκι το δάκρυ του εγκολπίου του.
Μετά χάθηκαν τρέχοντας… Γέλασε με την απλότητα των παιδιών ο γέροντας και είπε πάλι αστειευόμενος «υποψήφιοι αρχιερείς!».
Τότε εγώ του απήντησα «τι μεγαλεία, τι τιμές, τι δόξες να μπορεί να απολαμβάνει ένας επίσκοπος!».
Εκείνος γύρισε με κοίταξε και μου είπε με γαλήνιο και ήρεμο ύφος «τα μεγαλεία και οι τιμές που είδες δεν είναι για το πρόσωπό μου, τον Νικόδημο Αναγνώστου αλλά για το μεγάλο και ύψιστο αξίωμα της αρχιερωσύνης, που αναξίως φέρω εις τους ώμους μου. Να μην σε συγκινούν αυτά. Όταν κάποιος αξιωθεί να γίνει κληρικός το μόνο που πρέπει να τον ενδιαφέρει είναι να σώσει την ψυχή του αλλά και την ψυχή των άλλων. Η δε πρώτη του λειτουργία να είναι ως η τελευταία του», μου είπε.
Τότε αναλογίστηκα μέσα μου την άκρα ταπείνωση που διακατείχε την αγαθή ψυχή του Γέροντα Νικοδήμου.
Βγαίνοντας από την Αρναία βαδίζαμε σιωπηλοί και κάποια στιγμή στάθηκε ο μακαριστός ιεράρχης να ξεκουραστούμε λίγο από την ανηφορική κλίση του δρόμου.
«Θα βρέξει, φυσάει», είπε, ενώ έσκυψε από την άκρη του δρόμου και έκοψε ένα μικρό κλαδάκι.
Το μύρισε και είπε «αυτό μάλλον πρέπει να είναι ύσσωπος» και συνέχισε «ραντίεις με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνιείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι…».
Όταν φθάσαμε στον Άγιο Χριστόφορο ενώ εγώ άναβα τα καντηλάκια εκείνος ίστατο εις το μέσον του ναού και ακουμπώντας τα δύο του χέρια, ως συνήθως, επάνω εις την ποιμαντικήν του ράβδο έψαλλε με την βροντώδη φωνή του το «φως ιλαρόν, αγίας δόξης».
Αμέσως μετά τελέσαμε το μικρό απόδειπνο και τους χαιρετισμούς της Παναγίας.
Ο ίδιος ο μακαριστός ιεράρχης απήγγειλε το «Άγγελος προστάτης» τρεις φορές και μετά μου έκαμε νεύμα να συνεχίσω.
Αλλά εγώ μη δυνάμενος να ανακαλύψω τους χαιρετισμούς εις το ωρολόγιο συνέχισε εκείνος την απαγγελία όλων των χαιρετισμών τους οποίους εγνώριζε από στήθους δίδοντας το μήνυμα ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε ως συνειδητοί χριστιανοί τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου, δίχως την βοήθεια των βιβλίων.
Όταν εξήλθαμε του Ι. Ναού είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και τα περισσότερα φώτα στην Αρναία είχαν ήδη ανάψει.
Τότε κοίταξε την πόλη της έδρας του από ψηλά, σήκωσε το μπαστούνι του και είπε: «Αυτό είναι το ποίμνιο που μου εμπιστεύθηκε ο Θεός και η εκκλησία. Δι’ αυτές εδώ τις ψυχές θα απολογηθώ εν ημέρα κρίσεως, πρώτα βέβαια για την δική μου κι ύστερα δι’ εκείνες. «Ευτυχώς» συνέχισε, «δεν είναι πάρα πολλές, εν συνόλω περίπου 33.000, μου είπε και πρόσθεσε «μη φοβού το μικρόν ποίμνιον».
Κι εγώ του απήντησα ότι υπάρχουν και μικρότερες Μητροπόλεις. «Ναι» μου είπε «αλλά φαντάσου να ήταν κάποιος Αρχιεπίσκοπος των Αθηνών!» είπε γελώντας πάντα διακριτικά.
Στον κατηφορικό δρόμο ακούγονταν μόνο ο άνεμος, οι αστραπές του ουρανού και το δυνατό κτύπημα του μπαστουνιού του επισκόπου στη άσφαλτο.
Μία γυναίκα περπατούσε με γρήγορο βάδισμα φορτωμένη στην πλάτη της πολλά δεμάτια ρίγανης.
«Καλησπέρα Δέσποτα» του είπε, «καλησπέρα σας» απάντησε ο καλός ποιμενάρχης της.
Όταν είχαμε εισέλθει ήδη στην Αρναία, η πλατεία ήταν έρημη και οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν στο μέτωπο μας. Τις σκούπισε από το πρόσωπο του ο Γέροντας με το μανίκι του ράσου του και είπε «το μεν πυρ εδρόσιζε, το θυμώ δε εγέλα, θεοπνεύστω λογική…» αναφερόμενος προφανώς στις καταβασίες της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και στο «Ιταμώ θυμώ τε και πυρί».
Φθάνοντας στο προαύλιο του Μητροπολιτικού Ναού αν και έβρεχε προσκυνήσαμε πίσω από το Ι. Βήμα τον τάφο του προκατόχου του Μητροπολίτου Σωκράτη αλλά και των άλλων ιερέων που ήταν ενταφιασμένοι εκεί, τους ευλόγησε με την δεξιά του λέγοντας «Αιωνία Σας η μνήμη αξιομακάριστοι αδελφοί και συλλειτουργοί ημών».
Φεύγοντας εστάθη έμπροσθεν του παρεκκλησίου του Αγίου Αντύπα, κοίταξε απέναντι τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγ. Στεφάνου και βλέποντας από τα παράθυρα του Ναού το φως των καντηλιών του τέμπλου έστρεψε το κεφάλι του προς τον μολυβί ουρανό και έψαλλε ένα από τα αγαπημένα του τροπάρια, που έλεγε συνήθως μετά την ανάγνωση της Θ. Ευχαριστίας, το «ουρανός πολύφωτος η Εκκλησία, ανεδείχθη άπασα φωταγωγούσα τους πιστούς ενώ εστώτες κραυγάζομεν, τούτον τον οίκον στερέωσον Κύριε».
Όταν εισήλθαμε εις το επισκοπείο τακτοποιήσαμε κάποια παράσημα και κάποια άλλα δώρα που είχε λάβει στα δύο σύνθετα έξωθεν του Μητροπολιτικού παρεκκλησίου, τον καληνύχτισα «και εις αύριον με υγεία» απήντησε.
Στο κελλίο μου πλήρης πνευματικών εμπειριών, αισθανόμουν πόσο ευλογημένος ήμουν από το Θεό που είχα γνωρίσει έναν επίσκοπο του οποίου όλη η ημέρα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον Θεό, την Υπ. Θεοτόκο που λάτρευε και την Εκκλησία, στην οποία αφιέρωσε όλη του την επίγεια ζωή του, εξ απαλών ονύχων.
Από τότε που μικρό παιδάκι βοηθούσε στο ψαλτήρι το ιερέα πατέρα του, αείμνηστο π. Ευστράτιο.
Τώρα πλέον δύο έτη μετά την κοίμηση του, η φωτογραφία του έχει ήδη αναρτηθεί δίπλα σ’ αυτήν του μακαριστού προκατόχου του Παύλου.
Αλλά ευτυχώς δεν είναι μόνο αυτή η φωτογραφία και το σεπτό μνήμα του διά να υπενθυμίζει ότι ο μακαριστός ιεράρχης ως άλλη καιομένη λαμπάδα έφεγγε και φώτιζε τον ουρανό της Αρναίας επί 31 έτη και ύστερα απλώς έσβησε η φλόγα του….
Το έργο που άφησε πίσω του θα θυμίζει σε όλους πόσο αγάπησε αυτό τον τόπο και εάν και δεν ήταν η καταγωγή του από εκεί, ανάλωσε όλη του την ύπαρξη γι’ αυτή την μικρή αλλά ιστορική μητρόπολη.
Ο επισκοπικός θεσμός έλεγε ο αείμνηστος Γέροντας είναι σαν ένα δένδρο, όπου ο κορμός του δένδρου είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και τα φύλλα του οι επίσκοποι.
Τα φύλλα πέφτουν και στην θέση τους φυτρώνουν άλλα και ξανά και εκείνα πέφτουν και πάλι φυτρώνουν καινούργια, το δένδρο όμως μένει βαθιά ριζωμένο εις τους αιώνες και ουδείς δύναται να το ξεριζώσει…
Πέρασαν ήδη δύο έτη από την κοίμησίν του, αλλά ποιός δύναται να σβήσει από την μνήμη του την εικόνα, να ίσταται ο μακαριστός αρχιερέας έμπροσθεν της Αγ. Τραπέζης ιερουργός και με όλη τη δύναμη και τον παλμό της αγαπώσης καρδίας του να ψάλλει το τροπάριο των τοπικών Αγίων της Μητροπόλεώς του, το «Θείον σύστημα κλεινών Οσίων και ομήγυρις αρχιερέων και μαρτύρων ακαθαίρετον φάλαγγα» προκαλώντας ρίγη συγκινήσεως στο εκκλησίασμα;
Όσοι τώρα αναγνώστες αναρωτηθούν γιατί αυτή η τόσο αναλυτική περιγραφή γεγονότων διά τον αοίδιμο επίσκοπο η απάντησις είναι απλή και σύντομη. Διότι όλη του η ζωή, οι ημέρες και οι ώρες ήταν αφιερωμένες στην προσευχή, στην μετάνοια και στην αέναη αγάπη του για την εκκλησία.
Και δι’ αυτό το λόγο ήταν ένας αρχιερέας πρότυπο παραδειγματισμού, ακλόνητου πίστεως, εικόνα πραότητος και εγκράτειας διδάσκαλος για όλους εμάς.
Δύο έτη μετά ανθρωπίνως πονούμε και θλιβόμεθα διά την έντονη απουσία του.
Πάντοτε όμως στα κηρύγματά του έλεγε ο αοίδιμος επίσκοπος ότι ο χριστιανός δεν πρέπει να φοβάται τον θάνατο, διότι θα ευρεθεί ενώπιον του Θεού και πλησίον της Υπ. Θεοτόκου. Εφ όσον βέβαια έζησε σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου και προσπαθούσε να μιμηθεί το παράδειγμα Εκείνου που άφησε να στάξει το πανάγιο αίμα Του επάνω εις το ξύλον του Σταυρού.
«Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες απ’ άρτι» έλεγε πολύ συχνά εις τα κηρύγματά του ο μακαριστός Ιερισσού Νικόδημος και εμείς προσθέτουμε με όλη μας την αγάπη προς την πανσέβαστη μνήμη του ιερού προσώπου του: «ουδέποτε ποιμήν αποθνήσκει όστις αποκτά πνευματικά τέκνα».
Καλό παράδεισο σεπτέ μας Γέροντα και αείμνηστε ιεράρχη.
Στον δε εκ Θεού σταλθέντα διάδοχό του Άγιο Ιερισσού κ. Θεόκλητο ταπεινώς και εγκαρδίως τον συγχαίρουμε διά την επάξια συνέχιση του έργου του μακαριστού προκατόχου του Νικοδήμου εις τον λειτουργικό, κηρυκτικό, ποιμαντικό και φιλανθρωπικό τομέα.
- Εμφανίσεις: 76143