Χαρά ανείπωτη και μεγάλη
- Δημιουργηθηκε στις Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2014
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 13.27
-
Του Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας | Romfea.gr
Παρασκευή το βράδυ μαζευόμαστε και λέμε κανέναν λογισμό, κάτι να μάθουμε γιά την ζωή μας μέσα στο μεγάλο σχολείο της Εκκλησίας.
Και αυτήν την Παρασκευή λέγαμε γιά τον χρόνο, πώς οργανώνεται, πώς καταμερίζεται, πώς ζούμε δηλαδή την κάθε στιγμή μας, μέσα στην σωτήρια κιβωτό, στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Απόψε, λοιπόν, πήρε τον λόγο η φωτεινή και είπε: «Είχα μία υπομονή, αυτό το λουλούδι, που είναι και κάκτος είναι και πάγος. Αρκετά χρόνια, ήταν ακόμα μικρό, το λουλούδι δεν άνθιζε.
Αλλά πέρυσι με άνθισε. Εκεί, μετά τα Χριστούγεννα, τέλη Δεκεμβρίου-αρχές του νέου έτους. Είχε πολλά λουλούδια. Αλλά ένα βραδάκι είπα να βάλω στην γλάστρα μία χάρτινη εικονίτσα με τον πάτερ Παΐσιο, που σ αυτήν τον προσεύχομαι.
Την άλλη μέρα που ξυπνήσαμε, βλέπουμε, και εγώ και ο άντρας μου, να είναι το φυτό γεμάτο με λουλούδια. Αλλά τα λουλούδια αυτά ήταν μεγαλύτερα, δέκα πόντους τουλάχιστον το καθένα, ενώ πριν ήταν τρεις-τέσσερεις πόντους. Την άφησα εκεί την εικόνα λίγες μέρες και μετά την πήρα. Το άλλο πρωΐ όλα τα άνθη είχαν πέσει.»
Παλαιότερα, είχα σημειώσει μία άλλη ιστορία. Ένα παλληκάρι σε μία αγιορείτικη συντροφιά μας μιλούσε γιά την γιαγιά του την Δέσποινα, που ήταν από την Ελεού της Τραπεζούντας.
Γλυκός, γλυκύτατος άνθρωπος η γιαγιούλα, από τα νειάτα της μέχρι τώρα στα βαθειά της γεράματα.
Το στόμα της γλυκό, πάντα γλυκόλογη, όλο με τον καλό τον λόγο στο στόμα.
Πέθανε η γιαγιά, την έθαψαν. Στο μνήμα της φύτρωσε τριανταφυλλιά.
Από μόνη της. Όταν πήγαν να την ξεθάψουν, άνοιξαν τον τάφο, η τριανταφυλιά ρίζες δεν είχε, έβγαινε από την γλώσσα της. Εκεί είχε ριζώσει.
Τραντάφυλλον το στόμα, έλεγε η άλλη πόντια, η Οσία Σοφία της Κλεισούρας.
Σε αγιορείτικη πανήγυρη, ρώτησε ο ηγούμενος, ρητορικά, και απάντησε μόνος του. Μιλούσε γιά τον Γέροντά του. «Και τον χουν αυτών οικτειρήσουσι».
Τί σημαίνει; Ότι οι άγιοι αγαπούσαν και το χώμα. Ο γερο Αμφιλόχιος, συνέχιζε, κάποτε περπατούσε άκρη-άκρη, σχεδόν στον γκρεμό, σε ένα μονοπάτι, και τον ρώτησαν το γιατί. –Δεν βλέπεις, παιδί μου, την φωλιά που έκαναν τα μηρμύγκια; Πώς να την χαλάσω;
Σαν ένα χειροφίλημα στους τέσσερεις συν έναν, νέους ποιμένες της Εκκλησίας, εις τύπον και τόπον Χριστού.
Δόξα τω Θεώ, τω Τρισαγίω.
- Εμφανίσεις: 68783