Στην αοίδιμη Γερόντισσα Ισιδώρα
- Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 29 Οκτωβρίου 2014
-
Γράφτηκε από τον/την Ι.Μ. Γουμενίσσης - 12.03
-
Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ. Δημητρίου
Νοερά προσβλέπω στή σεβασμία μορφή τῆς Γερόντισσας Ἰσιδώρας, Καθηγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου, τῆς ἰδιαίτερής μου πατρίδας. Ἑνός Μοναστηριοῦ πού παραμένει γιά ὅλη τήν Κορινθία σημεῖο προσανατολισμοῦ, καί δι᾽ ἐμέ παρομοίως ἀπό τά παιδικά μου ἀκόμη χρόνια.
Μέ τά λόγια τῆς καρδιᾶς μου θά ἤθελα νά κομίσω στό ξόδι της λουλούδια σεβασμοῦ καί τιμῆς, μαζί μέ τίς ἐπισκοπικές μου συνευλογίες στίς πολύτιμες εὐχές τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου κ. Διονυσίου καί στούς δακρυρρόους ψελισμούς τῶν Ψαλμῶν ἀπό τῶν πνευματικῶν της παιδιῶν τῶν καί συναθλητριῶν της ἐπί χρόνους ἱκανούς.
Τό ξέρω πώς οἱ Μοναχοί κηδευόμενοι καί ἐνθαπτόμενοι δέν ὡραΐζονται μέ ἀνθούς· ἀρκεῖ τό μοναχικό σχῆμα, σχῆμα σταυροναστάσιμο.
Παρά ταῦτα, ἀναδεύοντας τίς πρωτοεφηβικές μου ἀναμνήσεις, θά προσκομίσω στό χρονικό της μεταίχμιο ἀπό τῶν ἐπιγείων πρός τά ἐπουράνια, ὅσα ἐκ πεποιθήσεως ἐκείνη δέν ἐπέτρεψε νά τῆς προσείπουν ἐπί γῆς.
Προσκυνητής παιδιόθεν τοῦ ἀφθάρτου Ὁσίου, τήν γνώριζα ἀπό τό 1961, ὅπως καί ἄλλες μοναχές ἀπό ὅσες συνανέβησαν στά Γεράνεια, γιά νά παραλάβουν μέ ἀνδρεῖο φρόνημα τήν σκυτάλη τοῦ ἄλλοτε ἀνδρώου ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ.
***
Ὑπό τό ὄνομα Ἰσίδωρος ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τόν ὁμώνυμο Χιώτη Μάρτυρα τοῦ 3ου αἰώνα, τόν φερώνυμο Ἀσκητή τοῦ 4ου αἰώνα τόν πραΰν καί δακρύοντα καί ἀκτήμονα, καί τέλος τόν Πηλουσιώτη Πατέρα τοῦ Μοναχισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς ἀναρίθμητες ἐπιστολές. Σίγουρα θά ὑπάρχουν καί ἄλλοι στό φῶς τοῦ Χριστοῦ μας, ἀγνοούμενοι τῶν δικῶν μας ὀμμάτων!
Ὑπό τό ὄνομα Ἰσιδώρα τιμᾶται τήν 1η Μαΐου μία Ὁσία ἄνευ ὑπομνήματος, τήν δέ 17η Ὀκτωβρίου σημειοῦται καί μία Μάρτυς ἄγνωστη στούς Συναξαριστές (Εὐστρατιάδου, Ἁγιολόγιον, 225· βλ. ΘΗΕ σχετικό λῆμμα).
Τό Συναξάρι μνημονεύει ἐπιπλέον καί ἄλλη μίαν Ὁσία, διά Χριστόν σαλή. Πόσες ἄλλες Μάρτυρες ἤ Ὁσίες ἤ Δίκαιες φέρουσαι τό ὄνομα Ἰσιδώρα θά εὐαρέστησαν στόν Παντεπόπτη καί Καρδιογνώστη καί Σωτήρα! Ἐκεῖνος μόνος γνωρίζει.
Εἶναι ἄλλο ἕνα ἀπό τά κεκρυμμένα μυστήρια τῆς δεσποτείας Του. Ἀφανεῖς Ἁγίες, Ὁσίες, Μάρτυρες, Δίκαιες πού τίμησαν τό πρῶτο σωτηριῶδες μυστήριο εἴτε τό δεύτερο ἐν μετανοίᾳ βάπτισμα.
Ὁ κόσμος καί ἡ ἐποχή μας διψᾶ μέ φιλοπερίεργη “δημοσιογραφική” διάθεση πρόσβασης στά προσωπικά δεδομένα, στήν κρυφή-βαθειά “εἰκόνα” τοῦ καθενός. Βιάζεται μέ ἀναίδεια ὄχι μόνο νά εἰσδύσει, ἀλλά καί νά καταπατήσει καρδιές, κι ἄς ἔχουν θεόπλαστες τό μοναδικό δῶρο νά εἶναι ἀνοικτές καί θεατές στό Δημιουργό, στόν ὑπομονετικό Προνοητή, στόν ἀναμένοντα Σωτήρα, στόν ἐσχατολογικό Κριτή τῆς θεομιμησίας ἤ μή!
Παρά ταῦτα, ὁ κόσμος μας καθ᾽ ἕκαστον δέν ἐπιθυμεῖ νά θεᾶται τόν ἑαυτό του, τουτέστιν τήν ὕπαρξή του κατενώπιον τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Ὁ κόσμος μας προτιμᾶ νά διερευνᾶ τούς ἄλλους.
Ὁ κόσμος μας ―τό καί χειρότερο― ἀποφεύγει νά προσφεύγει στήν ἐν συντριβῇ ἐπιπόθηση τοῦ μόνου Φωτός, γιαυτό καί οὔτε ἀναζητεῖ τό πῶς, οὔτε λαχταρᾶ τό πότε, οὔτε ἀδημονεῖ γιά τήν τυφλή ἀθεότητα τῆς καρδιᾶς του.
Δοξολογοῦμε πάντως τόν Δημιουργό καί Σωτήρα καί Παντευεργέτη, τόν ἔρωτα τῶν καρδιῶν μας, διότι δέν ἔπαυσαν οὔτε καί θά παύσουν νά ὑπάρχουν ρωμαλέες συνειδήσεις στήν Ἀνθρωπότητα, πού τόν Θεόν ἐπιποθοῦν, τόν Θεόν προσεγγίζουν, τόν Θεόν οἰκειοῦνται, καί ὁ Θεός τίς οἰκειοῦται χάρη καί στή δική τους ἐθελότητα, μέσα στό ἅγιο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας.
Δοξολογοῦμε τόν Θεάνθρωπο Λυτρωτή μας Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Ὄντα, τόν Προόντα καί ἀεί Ὄντα, διότι δέν μᾶς ἀφήνει δίχως ἀνθρώπους μετόχους κατά χάριν τῆς δεδωρημένης ἀειζωΐας Του, μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας Του.
Στήν κυριολεκτούμενη παγκόσμια πτώχευση τῶν αὐτεξορίστων ἀπό τῆς ἐνθεωμένης ζωῆς, στήν κυριολεκτούμενη πτώχευση ἀπό τῆς ἐγχριστώσεως, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι οἱ δυνάμει καί ἐνεργείᾳ ἐκκλησιασμένοι καί κατά τοῦτο ἐγχριστωμένοι, εἴτε μέ τήν βροντόφωνη σιωπή τῆς παρουσίας τους, εἴτε μέ τόν εὐλογημένο ἐργο-λόγο τῆς ἱεραποστόλου ζωῆς τους, δέν παύουν νά φέρουν καί νά μᾶς δείχνουν τόσον ἐγγύς τόν “προσγειωμένο οὐρανό” τῆς θείας χάριτος.
Κοντά τους, εἴτε μᾶς ὁμιλοῦν εἴτε δέν μᾶς ὁμιλοῦν, πάντως μᾶς προσομιλοῦν ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, νιώθουμε τήν παρουσία τοῦ ἐνανθρωπισμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μαθαίνουμε κοντά τους τό ὄντως γενετικό μας πρωτο-κλάμα “ἔγγισον ἡμῖν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ”. Χάρη στό θεόζηλο γνωμικό τους θέλημα, πού ἐναγκαλίζεται συνεχῶς τούς βηματισμούς τοῦ Θεοῦ στήν πανανθρώπινη ἱστορία, ἀπό δίπλα στόν καθένα μας. Καί ἔτσι προσδέχεται προσωπικά τή γιατρειά γιά τό ἰδιοτελές πανανθρώπινο φυσικό θέλημα.
***
Ἕνα τέτοιο πρόσωπο ἀπωλέσαμε ἀπό τῶν ἐπιγείων, ἔστω κι ἄν μᾶς ἀφήνει ἐκεῖ στά Γεράνεια τό κοινόν ὄφλημα, νά λιώνει μέσα στό λιτό της σταυροτίμητο μνῆμα, στό βουνό τῆς σταυρικῆς ἀσκήσεώς της, “προσδοκώντας ἀνάστασιν νεκρῶν καί (ἐνσώματη) ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος”.
Ἕνα τέτοιο πρόσωπο ἀπωλέσαμε ἀπό τῶν ἀθλητῶν τῆς ἐπιγείου ἀθλήσεώς μας, ἔστω κι ἄν, πορευομένη στά ἐπέκεινα, θά μᾶς προσφέρει πλέον ἀφθονότερη τή στοργή τῶν φιλαδέλφων προσευχῶν της.
Ἕνα τέτοιο πρόσωπο προπέμπεται στήν ἡδύλαλη αἰωνιότητα τῶν ἀπαύστων θεολατρευτῶν, τῶν ἀπαύστων θεατῶν τῆς θείας λαμπρότητος τοῦ Ἀθεάτου καί Μεθεκτοῦ στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας.
Ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι τέλος, ἀλλά “ἀτέλειωτο τέλος”, δῶρο χαρᾶς πού δέν κορέννυται, δῶρο ζωῆς πού δέν περαιοῦται, δῶρο ἀγάπης πού δέν συστέλλεται, ἀλλά περιχωρεῖται (καί ἔτσι περιχωρεῖ) τόν Μεγάλο Θεό καί Σωτήρα μας.
Ἕνα τέτοιο πρόσωπο μᾶς προσκαλεῖ μέ τό ξόδι της στήν ἔκπληξη τῆς αἰωνικῆς πανηγύρεως, στή μέθεξη τῆς Ἀκτίστου Ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως μᾶς τήν προσέφερε ὁ Ἕνας τῆς Τριάδος σαρκωμένος, σταυρωμένος καί ἀναστημένος καί ἀναληφθείς στούς ἀκτίστους οὐρανούς τῆς Τριαδικῆς ἀϊδιότητος καί αὐτοζωῆς.
Ἦταν ἀρχόντισσα τοῦ μοναχικοῦ ἤθους, ὅπως θέλησε νά τό ἐμβιώσει καί νά τό διδάξει ἐπί δεκαετίες καί δεκαετίες στήν σεμνοπρεπή Ἀδελφότητα τῶν Μοναζουσῶν, τῶν μετ᾽ αὐτῆς συννυμφῶν τοῦ ἐλθόντος καί ἐρχομένου Νυμφίου Χριστοῦ.
Ἄν γύρευες νά μάθεις τό μάθημα τῆς ἁπλότητας, τῆς ταπεινότητας, τῆς προσευχητικῆς καί σεμνοπρεποῦς ἀφάνειας, τῆς ἀσκητικῆς αὐταπαρνήσεως, καί προσανέβαινες στόν Ὅσιο, καί μόνη ἡ παροῦσα “ἀπουσία” τῆς Ἡγουμένης ἦταν ἀρκετή νά τό διδαχθεῖς.
Χάρη σ᾽ ἐκείνην, σωστή μαθήτρια τοῦ γέροντος Νεκταρίου, μέσα στό Καθολικό τῆς Μονῆς καί στούς ἐπισκέψιμους χώρους τῆς αὐλῆς καί τοῦ Ἀρχονταρικίου, τό ζοῦσες πώς αὐτό τό ἦθος προσκόμιζαν ὅλες καί κυρίως ἐκείνη, λιβάνι “ἁγνό” χωρίς προσποίηση ὡς θυμίαμα κατενώπιον τοῦ Σωτῆρος.
Οὔτε πού καταλάβαινες ποιά ἦταν ἡ Ἡγουμένη, ἐκτός κι ἄν σοῦ τήν ἔδειχναν οἱ ἄλλες Μοναχές, ἄν τήν ζητοῦσες.
Κι ἀπό κοντά, κάτω ἀπό τή διακριτική εὐλογία της καί τίς μητρικές ὁδηγίες της, ἡ παραδοσιακή φιλοξενία τῶν προσκυνητῶν, ἀπό ὅσα περισσεύουν στήν ὀλιγάρκεια τοῦ πτωχοῦ αὐτοῦ Μοναστηριοῦ, καί τό ἐξίσου σπουδαῖο καί ἀξιοσημείωτο ἡ ἀπόφαση τῆς διακονίας τῶν γυναικῶν, τό Γηροκομεῖο.
Ὅλα ἔκφραση τῆς ὁδοῦ τῆς διττῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό (τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί ἐνθεωτικῆς) καί πρός τόν ἄνθρωπο (τῆς ἐγχριστωμένης), στήν ὁποία ἀρχῆθεν ὁ Θεός θέλησε νά μυήσει τούς ἀνθρώπους.
Στάθηκε ἀνθρώπινη, ὅπως θέλει τήν ἀνθρωπινότητα ὁ ἐνανθρωπισμένος Θεός μας, καί στή δική μου πορεία τῆς ζωῆς, σέ κρίσιμους σταθμούς. Μοῦ συμπαραστάθηκε, ὅταν ἐκεῖ στή Λάρισα δοκιμαζόταν ἡ ἀντοχή τῆς σταυρώσιμης πορείας μου, μέ τή δημόσια (δια)μαρτυρία τῆς Μονῆς.
Καί ὅταν πολύ ἀργότερα χρειάστηκε νά ὑποδεχθεῖ τήν πάσχουσα κατά σάρκα μητέρα μου Ἰωάννα στή φιλόξενη παρά ταῦτα ἀγκαλιά τῶν Μοναζουσῶν τῆς χριστοφιλήτου ἀπολύτου ἀποταγῆς. Ἀληθινή ἐκκλησιαστικότητα.
Μέσα στήν ἀπολυτότητα τῆς Χριστολατρείας καί τῆς ἀσκητικῆς Χριστομιμησίας, ἡ ἀφανής ταπεινότητα (πόσο δύσκολο γιά τό γυναικεῖο ψυχισμό!) καί ἡ ἀφανής-διακριτική θυσιαστική ἀγάπη (πόσο δύσκολο γιά τήν γυναικεία συναισθηματική πληθωρικότητα!).
Σ᾽ αὐτά τά δύο, πρός Θεόν καί πρός τόν συνάνθρωπο, στάθηκε ἀποφασιστική καί φάνηκε διά βίου δόκιμη ἡ ἀοίδιμη Γερόντισσα Ἰσιδώρα. Κι ἔτσι πορεύθηκε ἀκλινής ἀπό τούς πρώτους Μακαρισμούς τῶν Εὐαγγελίων ὥς τόν ὕστατο Μακαρισμό τῆς Ἀποκαλύψεως. Ὅπως θέλουμε νά τό πιστεύουμε καί δεόμεθα μαζί μέ τήν εὐλογημένη Συνοδεία πού ἀπορφανίσθηκε.
Τά πλεῖστα πλήρως τά γνωρίζει ὁ ἐμπνευστής καί φύλακάς της Ἄγγελος ὁ ἀθέατος, μαζί μέ τόν θεατό ἀφθαρτισμένο Ὅσιο Ἄγγελο τῆς Μονῆς.
Τά πάμπλειστα τά γνωρίζει Ἐκεῖνος πού θέλει καί ὑποστασιάζει ἐν χρόνῳ τήν ὕπαρξή μας, ὁ ἰσοβίως Λατρευτός τῆς καρδιᾶς της, ὁ αἰωνίως Σωτήρας τῆς ψυχῆς της, “ὁ Ἀγαπήσας τούς αὐτεξουσίως καί ἐθελουσίως ἰδίους εἰς τέλος”.
Μακαρίζω τίς εὐλογημένες ὁσιοσύλλεκτες Ἀδελφές τῆς καλιᾶς τῶν Γερανείων πού προσδέχθηκαν τήν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ μας διά τῶν εὐχῶν τῆς μοναχῆς Ἰσιδώρας καί, τελευταῖα, διακονώντας την ἐπί μακρόν στήν ὑπομονή τῶν κόπων καί πόνων της.
Ὁ Θεός τοῦ ὁσίου Παταπίου καί ὅσων τελειώθηκαν πάλαι τε καί μέχρις ἐσχάτων ἄς εἶναι ἡ δική της ἀναστάσιμη εὐφροσύνη καί ἄπαυστη ἀνάπαυση. Κι ἄς δώσει στήν ἀπορφανισμένη Ἀδελφότητα ἀντάξια διάδοχο τῆς ἀπελθούσης Γερόντισσας Ἰσιδώρας.
- Εμφανίσεις: 86348