Για μια λύση στο πρόβλημα του Filioque
- Δημιουργηθηκε στις Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2014
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 14.17
-
Του Παν. Ι. Μπούμη, Ομοτ. Καθηγητή Παν/μιου Αθηνών | Romfea.gr
Α΄
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν 16ο κανόνα, ὁ ὁποῖος ἐπικυρώθηκε καί ἀπό τήν Πενθέκτη Οἰκουμενική Σύνοδο, συμβουλεύει: «Πρόσεχε οὖν ἀκριβῶς τῇ Γραφῇ καί αὐτόθεν εὑρήσεις τήν λύσιν τοῦ ζητήματος».
Πρόσεχε, ἐξέταζε, ἀκριβῶς, μέ ἀκριβολογία καί μέ τίς λεπτομέρειές της.
Ἀκολουθώντας αὐτό μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί μεῖς βρήκαμε καί καταλήξαμε στά ἑξῆς καί γιά τό ζήτημα τοῦ Filioque βασικά νέα στοιχεῖα: Ὅτι δέν ἀρκεῖ ἡ ἐπισήμανση καί ὁ μονομερής τονισμός τοῦ «ἐκπορεύεται» στό χωρίο τοῦ Ἰω. 15,26, γιά νά κατανοήσουμε τό περιεχόμενό του καί νά συμφωνήσουμε Ἀνατολή καί Δύ-ση στή λύση τοῦ σχετικοῦ ζητήματος.
Καί λέμε αὐτό, γιατί πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι τό ρῆμα ἐκπορεύεται ναί μέν σημαίνει κυρίως τό ἐκπηγάζει, ἀλλά δέν ἀποκλείεται πολλές φορές νά σημαίνει καί τό προέρχεται μέ τή γενικότερη ἔννοια, ἀκόμη καί τοῦ ἐξέρχεται. Πρβλ. καί ἀπό τήν Καινή Διαθήκη τά χωρία Ματθ. 3,5, Ματθ. 4,4, Λουκ. 4,22, Λουκ. 4,36-37, Πράξ. 19,12.
Ἔτσι καί στό χωρίο τοῦ Ἰω. 15,26 δέν ἀρκεῖ ὁ ἀποκλειστικός τονισμός τοῦ «ἐκπορεύεται», ἀλλά πρέπει ὁπωσδήποτε νά λάβουμε ὑπόψη καί τήν ὑπάρχουσα στό κείμενο πρόθεση παρά, γιά νά καταλήξουμε καί νά συμφωνήσουμε στή σημασία του.
Τό χωρίο Ἰω. 15,26 συγκεκριμένως λέει: «Τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26β). Καί αὐτό ὡς συνέχεια τοῦ: «Ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ πατρός» (Ἰω. 15,26α).
Θέτει δύο φορές τήν πρόθεση παρά, γιά νά τήν τονίσει καί νά μᾶς ὑποδείξει νά τήν προσέξουμε ἰδιαιτέρως.
Ἡ πρόθεση παρά στά ἀρχαία ἑλληνικά δέν σημαίνει ἁπλῶς τό ἀπό, ὅπως νομίζουν καί μεταφράζουν πολλοί στά νέα ἑλληνικά, ἀλλά σημαίνει τό «ἐκ μέρους» (πρβλ. Τζάρτζανος, Κατεβαίνης), τό «ἀπό τό μέρος τοῦ» (Humbert-Κουρμούλης), πρᾶγμα πού δέν συμβαίνει μέ τήν πρόθεση ἀπό, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω.
Ἔτσι τό ἐκπο-ρεύεται συνοδευόμενο μέ τήν πρόθεση παρά σημαίνει τό ἐκπορεύεται ἐκ μέρους, ἀπό τό μέρος κάποιου, ὅτι πηγάζει ἀπό αὐτόν τόν κάποιο.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, ἐφ' ὅσον χρησιμοποιεῖται ἡ πρόθεση παρά καί στό Ἰω. 15,26 σημαίνει ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα κατά τό Ἰω. 15,26 ἐκπορεύεται ἐκ μέρους («ἀπό τό μέρος») τοῦ Πατρός, ὅτι ἔχει ἀφετηρία Αὐτόν, ὅτι πηγάζει ἀπό Αὐτόν.
Ἀνάλογα ἤ μᾶλλον τά ἴδια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἰσχύουν καί γιά τήν ἔκφραση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ὅπου ἔχουμε τήν πρόθεση ἐκ. Λέει συγκεκριμένως τό Σύμβολο (τό «Πιστεύω»): «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό ἅγιον . . . τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον».
Λέμε ὅτι ἰσχύουν καί γιά τήν πρόθεση ἐκ, ὅ,τι ἰσχύουν καί γιά τήν πρό-θεση παρά τοῦ Ἰω. 15,26, γιατί καί ἡ πρόθεση ἐκ σημαίνει «ἀπό μέσα ἀπό . . . εἰς δήλωσιν ἀμέσου καταγωγῆς» (Τζάρτζανος), «σημαίνει ἀρχήν καί κίνησιν ἐκ τῶν ἔνδον τινός, μέσα ἀπό . . . εἰς δήλωσιν τῆς ἀμέσου καταγωγῆς . . . τῆς αἰτίας» (Κατεβαίνης).
Ἔτσι τό ρῆμα ἐκπορεύεται συνοδευόμενο καί μέ τήν πρόθεση ἐκ σημαίνει τήν ἄμεση καταγωγή, τήν ἀφετηρία κάποιου ἀπό κάποιον, τήν πηγή του.
Ἑπομένως εἴτε χρησιμοποιοῦμε τήν πρόθεση παρά εἴτε τήν πρόθεση ἐκ, καταλήγουμε στό ἴδιο συμπέρασμα, ὅτι ἡ ἄμεση καταγωγή, προέλευση, αἰτία καί ἀρχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ.
Καί ἀκόμη ὅτι ἡ χρησιμοποίηση τῆς ἐκ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀντί τῆς προθέσεως παρά εἶναι ἑρμηνευτικῶς ἐπιτυχής.
Δέν συμβαίνει ὅμως τό ἴδιο καί μέ τήν πρόθεση ἀπό. Ἡ πρόθεση «ἀπό σημαίνει ἀπομάκρυνσιν ἀπό τά ἔξω τινος» καί «δήλωσιν καταγωγῆς (ἐμμέσου)» (Τζάρτζανος). Πρβλ. καί τό: «Ἡ ἀπό μετά γεν(ικῆς) . . . μεταφορικῶς εἰς δήλωσιν α΄) τῆς ἐμμέσου καταγωγῆς» (Κατεβαίνης).
Κατόπιν τούτων νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα ὅτι τό ἐκπορεύεται στό Ἰω. 15,26 καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «πηγάζειν», τῆς ἀμέσου προελεύσεως, τῆς ἀρχῆς καί αἰτίας, ἀφοῦ συνοδεύεται μέ τίς προθέσεις παρά ἤ ἐκ.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα, λοιπόν, ἔχει τήν πηγή του, τήν ἀρχή του μόνον στόν Πατέρα.
Αἰτία καί ἄμεση προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ κατά τό Ἰω. 15,26, διδασκαλία τήν ὁποία ἀκολουθεῖ καί ὁμολογεῖ καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Ἐάν ὅμως στό Ἰω. 15,26 ἤ στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὑπῆρχε ἡ πρόθεση ἀπό, τότε μποροῦσε νά ἀμφισβητηθεῖ τό ἀνωτέρω βέβαιο συμπέρασμα ἀπό μερικούς καί νά λεχθεῖ ὅτι πρέπει νά ἐννοηθεῖ καί ὁ Υἱός. Καί δικαιολογημένα.
Γιατί τότε τό ἐκπορεύεται δέν θά εἶχε τήν ἔννοια εἰδικῶς τοῦ πηγάζειν, ἀλλά γενικῶς τοῦ προέρχεσθαι.
Καί μποροῦσε νά λεχθεῖ αὐτό, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα πράγματι ἰδίως με-τά τήν Ἀνάληψη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ προέρχεται ἐμμέσως, πέμπεται, στέλνεται καί ἀπό τόν Υἱό, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέει (Ἰω. 15,26α).
Προέρχεται καί πέμπεται καί ἀπό τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἐκχέεται στούς Ἀποστόλους καί στήν Ἐκκλησία καί στόν κόσμο, γιά νά τούς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω. 16,13). Πλήν ὅμως δέν ὑπάρχει ἡ πρόθεση ἀπό.
Αὐτά γιά τά ἑλληνικά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Β΄
Ἐν συνεχείᾳ μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τά ἴδια ἀντιστοίχως ἰσχύουν καί στά λατινικά καί γιά τό Ἰω. 15,26 τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γιά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως (τό «Credo»). Καί τοῦτο, γιατί ἡ λατινική πρόθεση ex σημαίνει ὅ,τι σημαίνει καί ἡ πρόθεση ἐκ στά ἑλληνικά, καθώς καί ἡ πρόθεση a (ab- πρό φωνήεντος) σημαίνει ὅ,τι καί ἡ πρόθεση ἀπό.
Καί ἐκεῖ ἰσχύουν τά περί ἀμέσου (ex) καί ἐμμέ-σου (a) καταγωγῆς καί προελεύσεως μέ τήν ὕπαρξη τῶν σχετικῶν αὐτῶν προθέσεων. Πρβλ. Humbert-Κουρμούλης, σελ. 290 καί 295, Α. Κακριδής, σελ. 99 καί 163-165, Ἀ. Βράκας, σελ. 178 καί 185, 179 καί 187.
Δυστυχῶς ὅμως τί συνέβη; Οἱ πρῶτοι λατίνοι μεταφραστές τῆς Καινῆς Διαθήκης (Βουλγάτας κ.ἄ.) ἀντί νά θέσουν κάτι τό ἀντίστοιχο τῆς προθέσεως παρά στό Ἰω. 15,26, ὅπως εἶναι ἡ πρόθεση ex (ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ἀντίστοιχη τῆς παρά), ἔθεσαν τήν πρόθεση a (= ἀπό).
Ἀλλά καί οἱ μεταγενέστεροι μεταφραστές ἀντί νά λάβουν ὑπ' ὄψη τους καί νά χρησιμοποιήσουν τήν πρόθεση ex πού ἔχουν καί στό ἀρχικό καί αὐθεντικό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀκολούθησαν τούς πρώτους καί παρέμειναν στό a (= ἀπό).
Αὐτό συνέβη καί μέ τούς ἄλλους Εὐρωπαίους μεταφραστές, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τή λατινική Βουλγάτα.
Ἔτσι ἀντί νά ἀκολουθήσουν καί νά ἐμπιστευθοῦν, νά ἐκμεταλλευθοῦν, θά λέγαμε, ἐκεῖνο πού τούς παρέδωσαν μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες εἶναι καί οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀκολούθησαν ἐσφαλμένως μεταφράσεις ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν μεγάλων μέν, ἀλλά οἱ ὁποῖοι ἦταν ἄνθρωποι μέ τά ἐνδεχόμενα-φυσικά σφάλματά τους.
Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἑπόμενο ἦταν νά ἐπακολουθήσουν καί τά τόσα ἄλλα σφάλματα. Ἔτσι, εὔκολο ἦταν νά παρασυρθοῦν καί νά ἐκλάβουν τό ρῆμα procedit (procedere) μέ τήν ἔννοια τοῦ προέρχεσθαι καί ὄχι τοῦ πηγάζειν.
Καί αὐτό, γιατί, ὅπως εἴπαμε τό a (= ἀ-πό) δέν σημαίνει τήν ἄμεση προέλευση καί καταγωγή, ὅπως τό ex, ἀλλά τήν ἔμμεση.
Αὐτή ὅμως ἡ παρανόηση τοῦ procedit εἶχε ὡς συνέπεια νά συνυπονοοῦν στήν προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τόν Υἱό, ὅτι δηλ. τό Ἅγιο Πνεῦμα προέερχεται καί ἀπό τόν Υἱό, ὅ-πως καί συμβαίνει.
Αὐτήν τήν ἄποψη εἶχαν κατ' ἀρχάς μόνον ἐν νῷ, νοητῶς, σιωπηλῶς, ὕστερα ὅμως τήν ἐξέφρασαν ἐμφανῶς καί λεκτικῶς, καί στό Σύμβολο τῆς Πίστεως μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque.
Μιά τέτοια προσθήκη δέν μποροῦσαν ἤ μᾶλλον δέν τολμοῦσαν νά πραγματοποιήσουν στήν Καινή Διαθήκη (στό Ἰω. 15,26), γιατί θά ἦταν μία ὀφθαλμοφανής παραχάραξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν ὁποία σέβονται ἰδιαιτέρως.
Ἔτσι αὐτή ἡ προσθήκη εἰσχώρησε καί πραγματοποιήθηκε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τά «πλήρωσε», κατά τό κοινῶς λεγόμενο, τό λατινικό Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Πλήν ὅμως τήν προσθήκη τοῦ Filioque πραγματοποίησαν χωρίς συγχρόνως νά μεταβάλουν ἤ μᾶλλον νά ἀντικαταστήσουν τήν ὑπάρχουσα πρόθεση ex («ex Patre procedentem») μέ τήν a.
Ἔτσι ἐμφανίζεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, χωρίς ὅμως νά τό θέλουν (ὅ-πως φαίνεται ἀπό μία ὁμολογία στή «Διασάφηση» τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου), ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται-πηγάζει καί ἀπό τόν Υἱό. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι τό procedit, ὅταν συνοδεύεται μέ τήν πρόθεση ex, τότε σημαίνει τό πηγάζει.
Ὅταν ὅμως συνοδεύεται μέ τήν a σημαίνει τό προέρχεται καί τότε μπορεῖ νά ἐννοηθεῖ καί τό Filioque (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ).
Πλήν ὅμως πρέπει ἐδῶ νά προσθέσουμε ὅτι δέν μποροῦσαν νά θέσουν στό Σύμβολο τῆς Πίστεως οὔτε τό a (= ἀπό).
Γιατί ἔτσι δέν θά δηλωνόταν ἡ ἐκπόρευση (ἡ ἄμεση καταγωγή) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα (ὅπως μέ τήν πρόθεση ἐκ), ἀλλά θά δηλωνόταν μόνο μία ἔμμεση προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό τόν Υἱό.
Ἀλλά αὐτό ἀντιβαίνει καί πρός τό γράμμα τοῦ Ἰω. 15,26 καί πρός τό νόημα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως.
Ἴσως θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι: Δέν μπορεῖ νά ταυτιστεῖ τό qui ex Patre Filioque procedit μέ τό qui a Patre Filioque procedit, ἀλλά οὔτε καί νά υἱοθετηθεῖ κανένα ἀπό αὐτά.
Γιατί ἁπλούστατα τό πρῶτο δέν συμφωνεῖ μέ τό Ἰω. 15,26, ἀφοῦ λέει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα πηγάζει καί ἐκ μέρους τοῦ Υἱοῦ, ἐνῶ πηγάζει μόνο ἀπό τόν Πατέρα.
Ἀλλά καί τό δεύτερο δέν ἰσχύει, γιατί ἀλλοιώνει καί μειώνει καί τό νόημα τοῦ Ἰω. 15,26 καί τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀφοῦ μιλάει μόνο γιά μία ἔμμεση προέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἰσχύει γιά τόν Υἱό, ἀλλά ὄχι καί γιά τόν Πατέρα, ἀπό τόν ὁποῖο ἔχουμε τήν ἄμεση προέλευσή Του.
Ἄς ἀφήσουμε ὅτι τό δεύτερο δέν χωράει στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, οὔτε ἐναρμονίζεται μέ τό περιεχόμενό του, γιατί στό Σύμβολο ἔχουμε τήν ἔκφραση «τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν» (= qui locutus est per prophetas), ἡ ὁποία μᾶς μεταφέρει στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή.
Μᾶς ἀνάγει δηλαδή στήν πρό Χριστοῦ δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί συγχρόνως στήν ἀΐδιο ἰδιότητά Του.
Μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἄμεση προέλευσή Του ἀπό τόν Πατέρα, στήν ἐκπόρευσή Του ἀπό Αὐτόν, στή «γέννησή» Του, καί ὄχι στήν ἐν χρόνῳ ἀποστολή Του στόν κόσμο ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό μετά τήν Ἀνάληψή Του.
Προτάσεις
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν εὐσεβάστως θά προτείναμε τά ἑξῆς: Ἐφ' ὅσον δέν ὑπάρχει ἀντίστοιχη τῆς προθέσεως παρά στή λατινική γλῶσσα, τότε στό λατινικό κείμενο τοῦ Ἰω. 15,26 πρέπει νά τεθεῖ ἡ πρόθεση ex, ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν πρόθεση παρά καί ἡ ὁποία ὑποδεικνύεται καί ἀπό τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Στό δέ λατινικό Σύμβολο τῆς Πίστεως νά παραμείνει ἡ πρόταση, ὅπως εἶχε ἀρχικῶς (ex Patre procedit ἤ procedentem), καθώς καί ὅλο τό ἕβδομο ἄρθρο.
Πλήν ὅμως ἐάν οἱ Δυτικοί θέλουν νά διαφωτιστεῖ ὁ πιστός λαός σχετικῶς μέ τήν πρόσθεση τοῦ Filioque, τότε πρέπει νά φροντίσουν νά θεσπιστεῖ ἕνα ἄλλο-ἑπόμενο ἄρθρο (ἤ σχετικός ὅρος), τό ὁποῖο θά ἀναφέρεται στή μετά Χριστόν περίοδο ἀποστολή καί ἄφιξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί σ' ὅλο τόν κόσμο, γιά νά μᾶς «ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».
Μία τέτοια σχετική διαδικασία ἐκθέτουμε στό ἐπίσημο περιοδικό «Ἐκκλησία», ἔτ. ΠΘ΄ (2012), 773 ἑξ., ὅπου προσδιορίζεται καί δίνεται περιεχόμενο καί στό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα.
Ἄς ἐπιτραπεῖ τέλος ἐν εἴδει ἐπιλόγου νά προβοῦμε στήν ἑξῆς ἀξιολόγηση: Ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπιτυχῶς ἔθεσαν τήν πρόθεση ἐκ στό ἑλληνικό καί τήν ex στό λατινικό κείμενο τοῦ Συμβόλου.
Καί λέμε ἐπιτυχῶς, γιατί ἐκτός τοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει ἀκριβῶς ἀντίστοιχη τῆς προθέσεως παρά στή λατινική γλῶσσα, ὥστε νά τήν χρησιμοποιήσουν, ἀντιθέτως οἱ προθέσεις ἐκ-ex ἀποδίδουν ἄρι-στα τό παρά τοῦ Ἰω. 15,16.
Ἐξ ἄλλου ὑπάρχει ἐκτός αὐτῶν καί τρίτη αἰτιολογία: Ὅτι ἔτσι ἔχουμε ὁμοιομορφία καί ὁμοφωνία στήν ὁμολογία Πίστεως, στό «Πιστεύω-Credo» Ἀνατολικῶν καί Δυτικῶν στό Σύμβολο καί ἑνότητα μεταξύ τῶν πιστῶν τῶν ὁμολογούντων αὐτό.
Καί κλείνουμε πάλι μέ τό Μέγα Βασίλειο («Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», PG 32,69B): «Τό γάρ μή παρέργως ἀκούειν τῶν θεολογικῶν φωνῶν, ἀλλά πειρᾶσθαι τόν ἐν ἑκάστῃ συλλαβῇ κεκρυμμένον νοῦν ἐξιχνεύειν, οὐκ ἀργῶν εἰς εὐσέβειαν . . . Ὥστε οὐκ ἔξω σκοποῦ γέγονε τῶν συλλαβῶν ἡ ἐξέτασις».
- Εμφανίσεις: 59988