Ο Γέροντας Γαβριήλ πρότυπό μας στην άρση βαρών
- Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 07 Δεκεμβρίου 2014
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 23.15
-
Του Δρ Χαραλάμπη Μ. Μπούσια | Romfea.gr
Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, αὐτὴ ποὺ διατηρεῖται ἀναλλοίωτη στὸ χρόνο, αὐτὴ ποὺ βαστάζει τὰ βάρη, τὶς στενοχώριες, τὶς θλίψεις ὅλων μας, ποὺ τοῦ ἀναθέτουμε κάθε μέριμνα τῆς ζωῆς μας κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας μας «ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Αὐτὴ ἡ προτροπὴ στηρίζεται στὴν ἄλλη σωτήρια καὶ εἰρηνοποιὸ προστροπὴ τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ «ἐπίῤῥιψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου καὶ αὐτός σε διαθρέψει» (Ψαλμ. 54, 23).
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τί σημαίνει νὰ ἀφήνουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ Θεό, ἂς δοῦμε τὸ διάλογο ἑνὸς θεολόγου μὲ ἔνα ζητιάνο, τὸν ὁποῖο συνάντησε κουρελιασμένο καὶ μὲ πληγωμένα γόνατα στὴ αὐλὴ μιᾶς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸν περιγράφει ὁ σύγχρονος Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς:
- «Καλὸ καὶ εὐτυχισμένο πρωϊνό, γέροντα».
- «Ποτὲ δὲν εἶχα κακὸ καὶ δυστυχισμένο πρωϊνό».
(ὁ θεολόγος σὲ ἀμηχανία διορθώνει)
- «Εἴθε νὰ σοῦ στείλει ὁ Θεὸς κάθε ἀγαθό»!
- «Οὐδέποτε μοῦ ἐστάλη κάτι μὴ ἀγαθό»!
(ὁ θεολόγος παραξενεύεται καὶ τοῦ λέει)
- «Τί συμβαίνει μὲ σένα, γέροντα; Ἐγὼ σοῦ εὔχομαι κάθε εὐτυχία».
- «Μὰ ποτὲ δὲν ἔννοιωσα δυστυχής. Ζῶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸ ζυγὸ ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν δυσανασχέτησα καὶ εἶμαι πάντοτε εὐχαριστημένος».
- «Ἀπὸ ποὺ ἦλθες ἐσύ, γέροντα, ἐδῶ»;
- «Ἀπὸ τὸν Θεό».
- «Καὶ ποῦ Τὸν βρῆκες»;
«Ἐκεῖ ποὺ Τὸν ἄφησα, στὴν ἀγαθὴ προαίρεση».
- «Ποιός εἶσαι, γέροντα, καὶ σὲ ποιὰ τάξη ἀνήκεις»;
- «Ὅποιος κι ἂν εἶμαι, εἶμαι ἱκανοποιημένος μὲ την κατάστασή μου, γιατί βασιλεὺς εἶναι αὐτὸς ποὺ κυβερνάει καὶ διευθύνει τὸν ἑαυτό του».
Ὁ θεολόγος ἀποδέχθηκε τελικὰ πῶς ὁ δρόμος τοῦ ζητιάνου ἦταν ὁ μόνος σίγουρος γιὰ τὸν Οὐρανό, δηλαδὴ ἡ τελεία παράδοση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
-Τί σημαίνει πιστεύω στὸν Χριστό;
-Ἐμπιστεύομαι τόν Χριστό, δηλαδὴ τὰ λόγια Του, τὶς ὑποσχέσεις Του καὶ τὰ τηρῶ. Τηρῶ τὶς ἐντολές Του ποὺ εἶναι συνταγὲς ζωῆς, εἶναι οἱ προδιαγραφές μας, οἱ προδιαγραφὲς τοῦ κατασκευαστῆ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος ποὺ μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση Του ὅρισε καὶ τοὺς κανόνες καλῆς λειτουργίας ἀλλὰ καὶ ἀνελίξεως στὴν τελειότητα.
Ὁ Χριστός μας, λοιπόν, ὡς Αὐταγάπη βαστάζει τὰ βάρη ὅλων μας καὶ τὰ βαστάζει διαχρονικά.
Καὶ δὲν βαστάζει μερικά, μᾶς τὰ βαστάζει ὅλα. Γίνεται Κυρηναῖος μας στὸν ἀνηφορικὸ τῆς ζωῆς Γολγοθᾶ.
Βαστάζει τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν, τῶν θλίψεων, τῶν προβλημάτων, τῆς ἀνέχειας, τῶν ἀσθενειῶν μας, ἀρκεῖ νὰ τὸν καλέσουμε, νὰ τοῦ ποῦμε «Κύριε, μεῖνον μεθ’ ἡμῶν» (Λουκ. κδ΄ 29) καὶ Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς εἶπε ὅτι "Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν" (Ἰωάν. ιε΄ 5), θὰ ἔλθει ταχινὸς ἀρωγός μας.
Μᾶς περιμένει, νὰ μᾶς βοηθήσει σηκώνοντας τὸ σταυρὸ τῶν βιοτικῶν μας μεριμνῶν, ὅπως Ἐκεῖνος περίμενε τὸν Ἅγιο Σίμωνα, τὸν Κυρηναῖο, στὸν κοσμοσωτήριό Του Γολγοθᾶ, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀνάσταση.
Ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς μόνο νὰ βάλουμε τὸ κλειδὶ τῆς μετανοίας, ὅπως ὁ Ληστὴς τὸ «μνήσθητί μου» (Λουκ. κγ΄ 42), γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξουν ἀμέσως οἱ πόρτες τῆς αἰωνιότητος, οἱ πόρτες τοῦ Παραδείσου.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος μιμήθηκε τὰ παθήματα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ μᾶς παροτρύνει νὰ τὸν μιμηθοῦμε γράφοντας «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. ια΄ 1), μᾶς θέλει ἀνθρώπους τῆς κενωτικῆς ἀγάπης, ἀνθρώπους τῆς τέλειας προσφορᾶς, ἀνθρώπους ὁμόφρονες, συμπαθεῖς, φιλαδέλφους καὶ εὐσπλάγχνους, ἀνθρώπους ποὺ νὰ θέλουμε νὰ βαστάζουμε τὰ βάρη τῶν ἄλλων.
Καὶ νὰ τὰ βαστάζουμε μὲ καλωσύνη, γιατί, ὅπως καὶ ὁ νεοφανὴς Ἅγιος Γεώργιος, ὁ Καρσλίδης, ἔλεγε, ἀπὸ τὸ κακὸ δὲν μπορεῖ νὰ προκύψει καλό, ἐνῶ ἀπὸ τὸ καλὸ προέρχεται πάντοτε καλό.
Μήπως αὐτὸ δὲν ἐννοοῦσε καὶ ὁ Ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Τσαλίκης ὅταν μᾶς ἔλεγε, ὅτι μὲ τὸ μέλι πιάνεις πιὸ πολλὲς μῦγες παρὰ μὲ τὸ ξύδι!
Ἡ ἄρση τῶν βαρῶν προϋποθέτει ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ περιβάλλοντός μας, δὲν εἶναι κενωτικὴ ἀγάπη.
Περιορίζεται σὲ ἐλάχιστους, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦμε μὲ προϋποθέσεις. Ἔτσι, καὶ μὲ αὐτοὺς οἱ τσακωμοί μας εἶναι ἀσταμάτητοι καὶ τὰ αἰσθήματά μας ψυχραίνονται.
Τὰ βάρη τῶν ἄλλων δὲν εἶναι μόνο οἱ δυστυχίες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ βαρὺ φορτίο τοῦ προσώπου τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου.
Ὅλοι μποροῦμε νὰ σηκώσουμε τὸ βάρος τῆς θλίψεως τοῦ ἄλλου, ὅταν πρόκειται γιὰ μιὰ σύντομη ἀρρώστια, μιὰ πρόσκαιρη διένεξη.
Ἀπελπιζόμαστε, ὅμως, ὅταν βλέπουμε ὅτι ἡ θλίψη διαρκεῖ σὲ χρόνο, ἡ ἀρρώστια παρατείνεται, οἱ στερήσεις δὲν ἔχουν τέλος.
Δὲν περνάει πολὺς καιρὸς εἰλικρινοῦς θλίψεως γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου καὶ ἀνιδιοτελοῦς φροντίδας γιὰ τὶς ἀνάγκες του καὶ ἀπέναντί του ψυχραινόμαστε.
Μεμψιμοιροῦμε λέγοντας: «Μὰ δὲν θὰ τελειώσει ποτὲ ἡ ἀρρώστια του, ἡ ἀνέχειά του, ὁ πόνος του; Εἶναι καιρὸς πιὰ ν’ ἀναρρώσει! Εἶναι καιρὸς νὰ κουνηθεῖ κι αὐτὸς λιγάκι, νὰ συνέλθει! Θὰ πρέπει ἐγὼ νὰ τὸν ὑπηρετῶ σ’ ὅλη μου τὴ ζωή»;
Ἔτσι, ὅμως ὁ Κύριος φέρεται σ’ ἐμᾶς; Δὲν ὑπομένει, δὲν περιμένει, δὲν ἐλπίζει ὅσο διαρκῆ ἡ ζωή μας, ὅσες δεκαετίες αὐτὸς ἐπιτρέψει νὰ περάσουμε σὲ αὐτὴ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, καὶ μοχθεῖ νὰ μᾶς διακονεῖ λέγοντάς μας «οὐκ ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Ματθ. κ΄ 28).
Ἡ δυστυχία δὲν ἔγκειται στὸ ὅτι ἀγαπᾶμε μόνο λίγους ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους μας, ἀλλὰ στὸ ὅτι εἶναι πολὺ στενὴ ἡ καρδιά μας, γιὰ νὰ ἀγαπήσει πλῆθος ἀπὸ αὐτούς. Νὰ ἔχουμε καρδιὰ στενόχωρη αὐτὸ σημαίνει.
Ὅτι ἀγαπᾶμε λίγους ἀνθρώπους, ὅτι ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει πλατειὰ ἀγκαλιὰ νὰ χωρέσει πολλούς, καί, δυστυχῶς, ἰσχύει γιὰ ἐμᾶς ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «στενοχωρεῖσθε ἐν τοῖς σπλάγχνοις ὑμῶν», (Β΄ Κορ. στ΄ 12 ).
Δυστυχία εἶναι νὰ βλέπουμε πόσο θλιβερὴ καὶ ἀξιολύπητη εἶναι ἡ ἀγάπη μας γι’ αὐτοὺς ποὺ
ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἶναι τὰ ἀγαπημένα μας πρόσωπα· πόσο κλονισμένη εἶναι ἀπὸ ἀνυπομονησία, πόσο γυμνὴ ἀπὸ στοργὴ καὶ εὐαισθησία, πόσο παράλογη καὶ ἐξωφρενική!
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ δὲν εἶχε στενόχωρη καρδιά. Ἡ ἀγκαλιά της καρδιᾶς του μᾶς χωροῦσε ὅλους, ἦταν οὐρανοῦ ἰσοστάσια.
Γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦσε ὁ Γέροντας νὰ βαστάσει τὰ βάρη ὅλων μας· τὰ βάρη τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, τὰ ἐλαφρὰ καὶ τὰ δυσβάσταχτα, τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ὑλικά, τὰ βραχυχρόνια καὶ τὰ πολυχρόνια.
Βαστοῦσε τὰ βάρη μας ἀγόγγυστα καὶ μάλιστα εἶχε τόση χάρη στὴν ἄρση τους, ἀφοῦ ἦταν πραγματικὰ χαριτωμένος, ὥστε νὰ τὰ νοιώθει ἐλαφριὰ σὰν πούπουλα, σὰν βαμβάκι.
Ἔτσι ποτὲ δὲν τὸν εἴδαμε στεναχωρεμένο ἢ κουρασμένο ἀπὸ τὰ βάρη μας. Ἦταν ὁ ὁρατός, ὁ πανίσχυρος Ἄτλας, ὄχι τῆς μυθολογίας, ἀλλὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης.
Ἡ ἀγάπη του ἦταν δυναμικὴ καὶ λυτρωτικὴ ἔξοδος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ πορεία θυσίας πρὸς τὸν ἄλλο, πρὸς ὅλα τὰ πνευματικά του παιδιά, πρὸς κάθε ἕνα ποὺ τὸν πλησίαζε καὶ ζητοῦσε τὴ βοήθειά του ἢ τὶς προσευχές του.
Καὶ ἐκεῖνος ποὺ πραγματικὰ ἀγαποῦσε δὲν λογάριαζε κόπους, θυσίες, βάρη. Ἀντίθετα χαιρόταν στοὺς κόπους γιὰ τὰ ἀγαπώμενα πρόσωπα καὶ πρόθυμα θυσίαζε κάθε τὶ τὸ δικό του, γιὰ νὰ τὰ ὑπηρετήσει λέγοντας τὸ μνημειῶδες: «Ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν κόπον».
Προσπαθοῦσε πάντοτε νὰ φέρεται πρὸς τοὺς ἄλλους ὄχι μόνο μὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ ἤθελε νὰ φέρονται οἱ ἄλλοι πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐσταυρωμένης ἀγάπης, τὸν θυσιαστικὸ τρόπο τοῦ Χριστοῦ μας, τῆς ἀγάπης ποὺ «οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 8).
Βαστοῦσε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ τὰ βάρη τῶν ἁμαρτιῶν μας στὸ ἱερό του πετραχήλι, τὸ ἀσήκωτο γιὰ πολλοὺς ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ καὶ θανάσιμα ὅλων μας ἀμπλακήματα.
Τὰ βαστοῦσε στὸ πετραχήλι ποὺ ξεκούραζε τοὺς κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένους, ποὺ δρόσιζε τοὺς διψασμένους, ποὺ ἔπλενε τοὺς «ρερυπωμένους», ποὺ καθάριζε τοὺς «ἐσπιλωμένους», στὸ πετραχήλι κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὅλοι μας ἀλαφρωθήκαμε, νοιώσαμε τὴν πατρικὴ στοργὴ καὶ ἐπιείκια καὶ δεχθήκαμε τὴν οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ μόνο μὲ αὐτὴ ὁ Γέροντας μᾶς ὁδηγοῦσε στὴ συμμετοχὴ τῶν Θείων καὶ Ἀχράντων Μυστηρίων.
Βαστοῦσε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ τὰ βάρη τῶν θλίψεών μας στὴν εὐρύχωρη καρδιά του, ποὺ ἦταν μιὰ τράπεζα καταθέσεων λυπηρῶν.
Μιὰ τράπεζα ποὺ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ μεταποιεῖ τὴ λύπη σὲ χαρὰ καὶ μὲ τὸν τόκο τῆς Θείας Χάριτος νὰ μᾶς πλουτίζει ὅλους σὲ ἀγαλλίαση καὶ εὐφροσύνη.
Καὶ ἐνῶ βαστοῦσε ὅλων μας τὶς λύπες ὁ ἴδιος ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ καὶ φαινόταν «εὐχάριστος» σὲ ὅλους κατὰ τὴν προτροπὴ τοῦ θείου Παύλου (Κολοσ. γ΄ 15).
Βαστοῦσε ὁ Γέροντας Γαβριὴλ τὰ βάρη τῆς οἰκονομικῆς ἀνέχειας, τῆς πτωχείας, τῆς ἐλλείψεως τῶν ἀναγκαίων τῆς ζωῆς στὰ χέρια του, στὰ χέρια ποὺ δούλεψαν σκληρὰ ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν πόρων τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνουν κανένα ἀπὸ τοὺ δικούς του καὶ νὰ περισσεύουν καὶ γιὰ ἐλεημοσύνη.
Στὰ χέρια, ποὺ ἔδωκαν σκόρπισαν, ἔσπειραν ὄχι «φειδομένως», ἀλλ’ «ἐπ’ εὐλογίαις», γι’ αὐτὸ καὶ μποροῦσαν νὰ θερίσουν «ἐπ’ εὐλογίαις» (Β΄ Κορ. θ΄ 6), νὰ θερίσουν πλούσιο καρπὸ χάριτος, εὐλογίας καὶ σωτηρίας.
Τὰ χέρια τοῦ Γέροντος ἦταν χέρια στιβαρά, χέρια ποὺ μοίραζαν εὐλογίες πνευματικὲς καὶ ὑλικές.
Εὐλογοῦσε ὁ Γέροντας καὶ ἐξαφανίζονταν τὰ προβλήματά μας, ἐλλατώνονταν οἱ πόνοι μας, καταστρέφονταν οἱ παγίδες τοῦ μισοκάλου, ἀπομακρύνονταν οἱ κίνδυνοι, οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις. Εὐλογημένα χέρια!
Τί βάρος σήκωναν μέχρι βαθύτατου γήρατος, γιὰ νὰ ἀλαφρύνουν τὴ ζωὴ ὅλων μας, ὅλων ποὺ καταφεύγαμε στὴ στιβαρότητά τους καὶ στὰ νάματα τῆς Θείας ἐνισχύσεως ποὺ ἔρρεαν ἀπὸ αὐτά.
Βαστοῦσε, τέλος, ὁ Γέροντας Γαβριὴλ στὴν ἀγκαλιά του ὅλους ποὺ σὰν μωρὰ παιδιὰ τρέχαμε νὰ χωθοῦμε σ’ αὐτήν, νὰ ζεσταθοῦμε, τὰ νιώσουμε τὴ θαλπωρὴ καὶ τὴ θέρμη της, νὰ γευθοῦμε τὸ γλυκὸ χάδι τῆς ἀγάπης του, τῆς συμπόνοιας του, τῆς συμπαθείας του.
Ἦταν πατέρας εἰς τύπον Χριστοῦ, εἰς τύπον τοῦ οὐρανίου Πατρός μας, ποὺ ἔχει ἀνοικτὴ πάντοτε τὴν ἀγκαλιά του στὴν ἐπστροφὴ τοῦ ἀσώτου παιδιοῦ του.
Μᾶς εἵλκυε ἡ πραότητά του, ἡ ἀγαθοσύνη του, ἡ καθαρότητα τοῦ βλέμματός του, ἡ προσευχητική του διάθεση, ἡ προθυμία του γιὰ διακονία, ἡ φαρμακευτική του ἀγωγή, μὲ τὰ φάρμακα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προσφερόμενης καρδιᾶς του.
Χαρούμενοι καὶ μελαγχολικοί, ἤπιοι καὶ εὐερέθιστοι, τολμηροὶ καὶ διστακτικοί, ὁμιλητικοὶ καὶ λιγόλογοι, κοινωνικοὶ καὶ συγκρατημένοι, ἄνθρωποι διαφόρων χαρακτήρων χωρούσαμε μέσα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Γέροντα καὶ ὅλοι ἀναπαυόμαστε, γιατὶ ἡ ζεστασιὰ της ἦταν οὐράνια.
Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ μᾶς δεχόταν ὅλους, ὅπως εἴμαστε. Μᾶς δεχόταν, μᾶς ἀνεχόταν, μᾶς ξεκούραζε, μᾶς βαστοῦσε ὅλα τὰ βάρη, μᾶς δίδασκε νὰ δείχνουμε ἀνοχὴ στὶς ἀδυναμίες, τὶς ἰδιορρυθμίες, τὰ ἐλαττώματα, τὶς πτώσεις ἀκόμη στὴν ἁμαρτία τῶν ἄλλων.
Αὐτὰ μήπως δὲν εἶναι τὰ βάρη τῶν ἄλλων, ποὺ μᾶς συμβουλεύει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος νὰ σηκώνουμε, ὅταν προτρέπει: «Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλ. στ ́ 2);
Τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, τὸν ἐκπληρώνουμε τελείως ὅταν ὑπομένουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὶς ἐνοχλήσεις, ποὺ προξενοῦνται ἀπὸ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἐλλείψεις μας.
Κανένας δὲν γεννήθηκε τέλειος, δὲν γεννήθηκε Ἅγιος. Οὔτε ζοῦμε σὲ κοινωνία Ἀγγέλων, ἀλλὰ σὲ κοινωνία ἀνθρώπων πού, μακάρι νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ βελτιώνονται διαρκῶς, ὥστε νὰ ὁδηγοῦνται στὴν τελείωση.
Ἄλλωστε ὁ Κύριος ἀγωνιστὲς μᾶς θέλει. Καὶ ὁ πνευματικὸς ἀγώνας, ὁ νόμιμος ἀγώνας, εἶναι πάντοτε ὡραῖος καὶ συνεπάγεται κόπο, κόπο εὐλογημένο.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὁ Γέροντας Γαβριὴλ ἂς εἶναι πρότυπά μας στὴν ἄρση τῶν βαρῶν μας, Κυρηναῖοι μας, προπονητές μας, ὑποστηριχτές μας καὶ ἀλεῖπτες μας καὶ ἂς μᾶς ἀνεβάσουν στεφανηφόρους στὸ βάθρο τοῦ νικητῆ, σ’ αὐτὸ ποὺ ἀνεβαίνουν μόνο ὅσοι νομίμως ἀθλοῦνται.
- Εμφανίσεις: 63682