Οι Πατέρες της Εκκλησίας
- Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 30 Ιανουαρίου 2015
-
Γράφτηκε από τον/την Romfea.gr - 00.25
-
Του Σεβ. Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ | Romfea.gr
Ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Πατέρων καί Διδασκάλων (30 Ἰανουαρίου) Βασιλείου τοῦ μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας (†329-379 μ.Χ.), Γρηγορίου τοῦ θεολόγου, (†329-389 μ.Χ.) καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (†344-407 μ.Χ.), ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως μᾶς δίδει τήν ἀφορμή νά ὑπομνήσουμε ἑορταστικά καί τιμητικά τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς πνευματικούς καί ἁγίους Πατέρες
α΄. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκφράζουν τήν θεία παραγματικότητα
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐφανέρωσε στόν κόσμο τόν ἀληθινό Θεό . Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου . Οἱ μαθητές Του μέ τήν ἄσκησή τους καί τήν ἁγία ζωή τους ἀποκτοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ . Ἔτσι φανερώνουν τήν θεία πραγματικότητα, γνωρίζουν τήν θεία ἀλήθεια καί τήν ἐκφράζουν στόν κόσμο. Ὅλα ὅμως τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν τό αὐτό βάθος ἐμπειρίας τοῦ θείου.
Στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν πρόσωπα, πού ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Τά ἱερά αὐτά πρόσωπα ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ Πατέρες. Τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ σκέψη καί πορεία ταυτίζεται σχεδόν μέ τήν ἀγωνιώδη καί λυτρωτική πορεία τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε τούς Πατέρες νοοῦμε ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τήν Ἐκκλησία χωρίς Πατέρες.
* * * * *
β΄. Φωτισθέντες ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα.
Τήν Ἐκκλησία συγκροτεῖ καί αὐξάνει τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο δρᾶ στούς κόλπους Της. Στήν Ἐκκλησία πρέπει νά εὑρίσκεται κανείς γιά νά δεχθεῖ τόν φωτισμό τοῦ Παρακλήτου καί νά γίνει ὄχι σχολαστικός, ἀλλ’ «ἄριστος θεολόγος» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, δηλαδή νά γνωρίσῃ «πλέον καί πλείῳ» τῶν ἄλλων πιστῶν τήν θεία ἀλήθεια.
Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας αὐτό ἀκριβῶς ὑπῆρξαν, οἱ κατ’ ἐξοχήν «ἄριστοι θεολόγοι» , δεχθέντες περισσότερο τῶν ἄλλων τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου ΙΙνεύματος μετά ἀπό νήψη καί προσευχή, ἐπίπονη ἄσκησιν καί ἀγάτη πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, διότι τό ἅγιο Πνεῦμα-φωτίζει καθιστᾶ ἱκανούς νά βλέπουν μόνο ὅσους καθαίρονται, προσπαθοῦν νά γίνουν ἅγιοι.
* * * * *
γ΄. Μαθητεία στούς Πατέρες
Οἱ ΙΙατέρες εἶναι συνεπῶς δημιούργημα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σ’ Αὐτό ὀφείλουν ὅ,τι εἶναι, ἀλλά καί γι’ αὐτό οἱ πιστοί ὀφείλουμε σ’ αὐτούς ἀπόλυτο σεβασμό, μεγάλη ἐμπιστοσύνη καί διαρκῆ μαθητεία. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, «διά Πνεύματος ἁγίου ὅ τέ Νόμος καί οἱ Προφῆται, Εὐαγγελισταί καί Ἀπόστολοι καί Ποιμένες ἐλάλησαν καί οἱ Δ ι δ ά σ κ α λ ο ι» . Οἱ Πατέρες, λοιπόν, ἐλαλησαν διά Πνεύματος ἁγίου καί ἐξέφρασαν πιστῶς ἀφ’ ἑνός μέν τήν ἤδη ὑφισταμένη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ὅ,τι ὡς εἰς «ἀρίστους» φανέρωσε τό Πνεῦμα ἀναφορικῶς πρός τήν αὐτή πάντοτε θεία πραγματικότητια.
Αὐτό δέ τό ἰδιαίτερο, τό ὁποῖο ἕκαστος τῶν μεγάλων Πατέρων διά φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐξέφραζε μετά κοπιώδη διαδικασία, ἔγινε κτῆμα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, αὐξανομένης, οὕτω τῆς Παραδόσεως, ἀλλά χωρίς αὐτή ἡ ἱερά αὔξηση νά σημαίνει βελτίωση τῆς ἤδη ὑπαρχούσης καταστάσεως. Οἱ Πατέρες στό σημεῖο τοῦτο αὐξάνουν τήν ἐμπειρία καί ἄρα τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας «κατά προκοπήν γνώσεως» τῆς αὐτῆς ἀληθείας, ὅπως λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, καί ὄχι ἀλλάσσοντες τήν ἀλήθεια, ὅπως ἔπρατταν οἱ αἱρετικοί.
* * * * *
δ΄. Ἀλήθεια μέ διαρκῆ ἰσχύ καί κῦρος
Πάντα τ’ ἀνωτέρω δείχνουν ὅτι τό μεγαλειῶδες ἔργο τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀπήντησαν στά μεγάλα ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς τους, περιέχει αὐθεντία, ἀποκεκαλυμμένη γνησιότητα, ἀφοῦ στά καίρια σημεῖα του τό ἔργο τοῦτο συνετελέσθη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ Παράκλητός ὁδηγήσει κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» ἕνα Πατέρα γιά τήν λύση ἑνός μεγάλου προβλήματος, σημαίνει, ὅτι ἡ ὑποδειχθεῖσα, ἀποκαλυφθεῖσα, αὐτή λύση ἰσχύει γι’ ὅλες τίς ἐποχές, ἔστω καί ἄν πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ κατ’ ἄλλους ἑκάστοτε τρόπους. Ἡ ὁδήγηση λοιπόν τῶν Πατέρων ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας εἶναι ὁ λόγος, διά τόν ὁποῖο ἡ αὐθεντική θεολογία τους καί σκέψη ἰσχύει σέ ὅλες τίς ἐποχές. Συγχρόνως ὅμως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἀνήκει στήν Ἐκκλησία τό νά δεικνύει ἑκάστοτε μέ τήν ζωή καί τό φρόνημά Της τί εἰς τήν Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τό αὐθεντικό καί αἰώνιο καί τί τό καιρικό.
* * * * *
ε΄. «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»
Ἀκόμη γιά τήν μεγάλη καί ἁγία ὑπόθεση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά γνωρίζουμε καί κάτι ἄλλο, πολύ σημαντικό. Τούς Πατέρας δέν πρέπει νά διαβάζουμε γιά νά τούς μανθάνουμε, ἀλλά γιά νά ζοῦμε ὅπως αὐτοί μέ τήν πνοή τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό νά γνωρίζει κάποιος ἕνα πατερικό κείμενο οὐδέν κέρδισε πέρα τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν του γνώσεων.
Ἡ γνώση αὐτή εἶναι ἄγονη πνευματικά ἀφοῦ ἀκυρώνεται ἡ δύναμή της, ὅπως σοφά διευκρίνησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά ἐκείνους πού ἔχουν μόρφωση εὐσεβείας εὐσεβείας, ἀλλά ἀρνοῦνται τήν δυναμή της .
Τό νά μαθητεύει ὅμως ὡς ὑποτακτικός στό κείμενο τῶν ἁγίων Πατέρων, τό νά κατανύσσεται ἀπό τίς θεῖες ἐμπειρίες τῶν Πατέρων καί τό νά μετέχει σ’ αὐτές εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει θεία καί σωτηριώδη σημασία γιά τόν φιλόθεο ἀναγνώστη.
Αὐτή ὅμως ἡ εὐκταία προσέγγισση τῶν Πατέρων ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή τοῦ πιστοῦ ἀφ’ ἑνός καί τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου.
Μέ ἄλλα λόγια γιά νά ζήσουμε ἔστω καί γιά λίγο τίς ἐμπειρίες τῶν Πατέρων καί νά αἰσθανθοῦμε κατά τήν μελέτη τῶν ἔργων τους τήν ἱερά κατάνυξη, πρέπει καί ἐμεῖς νά μεταστοιχειωθοῦμε ἔστω καί κατ’ ὀλίγο σέ καινούς ἐν Χριστῷ ἀνθρώπους, ὅπως σέ μέγα βαθμό μετεστοιχειώθηκαν ἐκεῖνοι.
Ἡ θεία μεταστοιχείωση δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνον ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ὁ πιστός φλέγεται ἀπό τήν μακαρία ἐπιθυμία πού ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα ὅλων τῶν ἐφετῶν.
Γιά νά λάβουν λοιπόν οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ἁρμόζουσα θέση στήν καρδιά μας, ὀφείλουμε νά ζητοῦμε ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα τήν μεταστοιχείωσή μας καί νά καθαιρώμεθα συνεχῶς μέ προσευχή καί ἄσκηση, ἡ ὁποία δύναται νά ἔχει ἄπειρες μορφές.
1 Ἰωάννου α΄ 18, ιζ΄6.
2 Πρός Κολλοσαεῖς α΄15.
3 Πρός Κορινθίους γ΄ 18, ιε΄ 48-49.
4 Ἀναφέρει συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Οὗτος ἄ ρ ι σ τ ο ς ἡμῖν θεολόγος, οὐχ ὃς εὗρε τὸ πᾶν, οὐδὲ γὰρ δέχεται τὸ πᾶν ὁ δεσμός, ἀλλ' ὃς ἂν ἄλλου φαντασθῇ πλέον, καὶ πλεῖον ἐν ἑαυτῷ συναγάγῃ τὸ τῆς ἀληθείας ἴνδαλμα, ἢ ἀποσκίασμα, ἢ ὅ τι καὶ ὀνομάσομεν»
Δηλαδή : «Καί ἄριστος θεολόγος μεταξύ μας θεωρεῖται ὄχι ὅποιος εὑρῆκε καί συνέλαβε τό πᾶν, ἀφοῦ κομπόδεμα (δηλαδή ὁ ἀνθρώπινος νοῦν) δέν χωρεῖ τό πᾶν, ἀλλ’ ὅποιος φαντασθεῖ περισσότερον ἀπό τόν ἄλλον, καί περισυλλέξῃ σέ περισσότερο βαθμό ἐντός τῆς διανοίας του τό ἴνδαλμα τῆς ἀληθείας, ἤ ἀποσκίασμα, ἤ ὅπως καί ἄν τό ὀνομάσουμε» (Γρηγορίου Θεολόγου, Περί Υἱοῦ, Λόγος λ (30) §17, ΕΠΕ τ. 4 σσ.184-185 )
5Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκθεσις ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 90.
6«Τὴν γὰρ εἱρμῷ καὶ τάξει διὰ τῶν ἔργων τῆς δικαιοσύνης καὶ τοῦ φωτισμοῦ τῆς γνώσεως ἐπὶ τὸ τέλειον προκοπὴν ὁδὸν ἐξακούομεν, ἀεὶ τοῦ πρόσω ἐπορεγόμενοι καὶ τοῖς λειπομένοις ἑαυτοὺς ἐπεκτείνοντες, ἕως ἂν φθάσωμεν ἐπὶ τὸ μακάριον τέλος, τὴν Θεοῦ κατανόησιν, ἣν ὁ Κύριος δι' ἑαυτοῦ τοῖς εἰς αὐτὸν πεπιστευκόσι χαρίζεται»
Δηλαδή «Μέ τήν ὁδό δηλαδή ἐννοοῦμε τήν πρό τήν τελειότητα πρόοδο πού ἐπιτελεῖται μέ συνέπεια καί τάξη διά τῆς ἐπιτελέσεως ἀγαθῶν ἔργων καί διά τοῦ φωτισμοῦ τῆς γνώσεως.
Κατά τήν πορεία αὐτή διαρκῶς ὀρεγόμεθα τά ἔμπροσθεν καί ἐπεκτεινόμεθα σ’ αὐτά πού μᾶς λείπουν, μέχρις ὅτου φθάσωμεν στό εὐτυχές τέρμα, τήν κατανόησην δηλαδή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος χαρίζει διά τῆς δυνάμεως του σέ ὅσους πίστευσαν σ’ Αὐτόν». (Μεγάλου Βασιλείου, Περί Ἁγίου Πνεύματος κεφ. η΄, §18, ΕΠΕ τ. 10 σσ. 324-325)
Ἰωάννου 16, 13.
«Ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι» (Πρός Τιμόθεον Β΄ γ΄ 5).
- Εμφανίσεις: 45259