Άρθρα - Απόψεις

Οι σχέσεις της Εκκλησίας και του κράτους στην πραγματική διάστασή τους

sev dimokratia

Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου στην Εφημερίδα "ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ"


Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των συζητήσεων στην Ελληνική κοινωνία εδώ και αρκετές δεκαετίες.

Οι ραγδαίες όμως εξελίξεις, τόσο στην πατρίδα μας, όσο και στην παγκόσμια κοινότητα, τις επαναφέρουν στο προσκήνιο με τρόπο εμφαντικό.

Υπάρχουν πολλές αφορμές, όπως ο πολιτικός γάμος, η καύση των νεκρών ή ο θρησκευτικός βουλευτικός όρκος, οι οποίες οδηγούν σε αντιπαραθέσεις, χωρίς όμως, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να προκύπτει μια σοβαρή συζήτηση, όσον αφορά χρόνιες παρεξηγήσεις, αλλά και υπαρκτά προβλήματα.

Έτσι, η κοινή γνώμη εισπράττει μόνον μια εικόνα συγκρουσιακή, που οδηγεί στο λαθεμένο συμπέρασμα, πως όλη η συζήτηση έχει να κάνει αποκλειστικά με την διατήρηση κάθε είδους κεκτημένων εκ μέρους της Εκκλησίας.

Εκεί μάλιστα, που ιδιαιτέρως αναδεικνύεται αυτή η αντιπαράθεση, είναι το πεδίο της σχέσης, συχνά και της αντίφασης, μεταξύ κανόνων της Εκκλησίας και νόμων της Πολιτείας.

Ο εξωτερικός παρατηρητής ίσως και να απορήσει με την αδυναμία να συμφωνηθεί κάτι φαινομενικά αυτονόητο: Η Εκκλησία έχει τους κανόνες της, που δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από την πρακτική εφαρμογή της διδασκαλίας της.

Η Πολιτεία έχει τους δημοκρατικά ψηφισμένους νόμους της, οι οποίοι ρυθμίζουν τη σχέση των πολιτών, λαμβάνοντας βέβαια υπ΄ όψιν την πολυπολιτισμικότητα της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και τα δεδομένα ενός παγκόσμιου νομικού πολιτισμού.

Εκκλησία και Κράτος λοιπόν παρουσιάζονται ως απολύτως διακριτοί χώροι, άρα αυτονόητη και σχετικά εύκολη παρουσιάζεται η ανάγκη για πλήρη αυτονομία των δύο να διαμορφώνουν τις δικές τους νομικές διατάξεις.

Την κατάσταση όμως, τουλάχιστον στην πατρίδα μας, περιπλέκει ένα γεγονός: Συχνά, συμπατριώτες μας διχάζονται μεταξύ Εκκλησιαστικής κανονικότητας ως συνεπείς πιστοί και πολιτικής νομιμότητας ως νομοταγείς πολίτες. Καθώς, λοιπόν, επιδιώκουν την πιστή τήρηση των κανόνων που διέπουν την λειτουργία και των δύο θεσμών, καταλήγουν να βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα, τα οποία αγγίζουν θεμελιώδεις αξίες της προσωπικής τους ζωής.

Τα διλήμματα αυτά οξύνονται στις μέρες μας, καθώς η κρατική νομοθεσία φαίνεται να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από χριστιανικές αξίες και ανάλογους ηθικούς κανόνες. Η διάσταση αυτή, χωρίς αμφιβολία, επιταχύνει την επανεξέταση και τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της Εκκλησίας στη δημόσια σφαίρα.

Είναι σαφές, πως οι νέες συνθήκες μπορεί να οδηγήσουν Εκκλησία και Πολιτεία σε μια ριζική αποξένωση, μπορεί όμως και να τις οδηγήσουν σε ένα βαθύ αναστοχασμό, με συνέπεια ένα νηφάλιο διάλογο μεταξύ τους, μακριά από αγκυλώσεις και προκαταλήψεις του παρελθόντος.

Η αλήθεια είναι πως, αυτά τα κατάλοιπα έχουν εμποδίσει για δεκαετίες την ειλικρινή και καλοπροαίρετη επικοινωνία και έχουν ορθώσει στεγανά. Είναι όμως καιρός, ένας παραγωγικός διάλογος να βασιστεί σε σύγχρονα δεδομένα, εντοπίζοντας τα διαχρονικά στοιχεία, που έχει να παρουσιάσει η πλούσια και σημαντική ιστορία του κάθε θεσμού.

Έτσι, η μεν Πολιτεία καλείται να σεβαστεί μακραίωνες πνευματικές και πολιτιστικές παρακαταθήκες, που συνεχίζουν να αναδεικνύουν την ιδιοπροσωπία του λαού μας και να νοηματοδοτούν τον βίο μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών.

Η δε Εκκλησία, μέσω, κατ΄ αρχάς, εσωτερικών διεργασιών και στη συνέχεια ενός καλοπροαίρετου διαλόγου με την πολιτεία, καλείται να αναλύσει τις νέες συνθήκες και να ενισχύσει το κύρος της στην Ελληνική κοινωνία, εμπλουτίζοντας τα νομικά της επιχειρήματα με πρωτοβουλίες συστηματικής και αναβαθμισμένης ποιμαντικής μέριμνας και πνευματικής καλλιέργειας του Ελληνικού λαού.

Με άλλα λόγια, και οι δύο θεσμοί οφείλουν να θέσουν σε προτεραιότητα το ανθρώπινο πρόσωπο, τον σημερινό ¨Έλληνα και τη σημερινήΕλληνίδα, τις ανάγκες, τις αγωνίες και τη δίψα τους για νόημα και αξίες ζωής, αφήνοντας πίσω τους πρακτικές περιχαράκωσης και συγκρούσεων.

Την ανάγκη αυτή θέλησε να ικανοποιήσει η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου και ιδιαίτερα ο πρόεδρός της, καθηγητής κ. Ιωάννης Κονιδάρης, σε συνεργασία με την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και το Δικηγορικό Σύλλογο Βόλου, μέσω του τριήμερου Συνεδρίου που διοργάνωσαν στο Βόλο, από 13 έως 15 Φεβρουαρίου 2015, με θέμα «Κανόνες της Εκκλησίας και Νόμοι της Πολιτείας».

Με τον τρόπο αυτό δόθηκε μια σημαντική ευκαιρία σε ορισμένους από τους πλέον σημαντικούς και έγκριτους εργάτες της επιστήμης του Κανονικού Δικαίου αλλά και τους εκκλησιαστικολόγους του Δικαίου της Πολιτείας, να προβληματιστούν σε ορισμένες από τις πιο σημαντικές πτυχές της σχέσης μεταξύ κανόνων της Εκκλησίας και νόμων της Πολιτείας.

Ίσως να χρειαστούν αρκετές τέτοιες συναντήσεις, πριν οδηγηθούμε σε οριστικά συμπεράσματα και αποφάσεις.

Η σημασία όμως αυτού του Συνεδρίου, αλλά και άλλων παρόμοιων, που ευχόμαστε να ακολουθήσουν, είναι η ενίσχυση πνεύματος διαλόγου και επικοινωνίας, βασισμένου στην επιστημονική γνώση, την Ελληνική πολιτιστική και πνευματική παράδοση, κυρίως όμως τις ανάγκες και τις αναζητήσεις της Ελληνικής κοινωνίας, που περιμένει λύσεις, αλλά και πρότυπα, στην δύσκολη πορεία της προς την έξοδο από τους χαλεπούς καιρούς.

 

Ο Θεός για τους άρχοντες ή οι άρχοντες για το Θεό;

0502

Του Αποστόλου Β. Νικολαΐδη, Καθηγητή της Κοινωνιολογίας της Θρησκείας και της Κοινωνικής Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών | Romfea.gr


Είναι το ερώτημα που τίθεται διαχρονικά, τέθηκε και τώρα με αφορμή το πρόσφατο περιστατικό στη Μεγαλόπολη: Ποιος υπάρχει για ποιον, ποιος χρησιμοποιεί ποιόν, ο Θεός τους άρχοντες ή οι άρχοντες το Θεό.

Τις πρώτες απαντήσεις στο ερώτημα έδωσε ο ίδιος ο Χριστός, όταν διαχώρισε με τρόπο σαφή ανάμεσα στα οφειλόμενα στον Καίσαρα και τα οφειλόμενα στο Θεό.

Με βάση αυτή την αρχή δεν μπορεί να ισχύει το χιαστί σχήμα. Να αποδίδονται δηλαδή στον Καίσαρα όσα ανήκουν στο Θεό, και στο Θεό όσα ανήκουν στον Καίσαρα.

Ο ίδιος ξεκαθάρισε επιπλέον, στο διάλογο με τον Πιλάτο, ότι η εξουσία των αρχόντων είναι εκ του Θεού, ανεξάρτητα από τον τρόπο που την απέκτησαν, και επομένως ενεργούν ως διαχειριστές και γι’ αυτό ως υπόλογοι για τον τρόπο που την ασκούν όχι μόνο στο λαό αλλά και το Θεό.

Ο Παύλος και οι Πατέρες της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν τους άρχοντες ως διακόνους και οικονόμους του Θεού, ταγμένους στην υπηρεσία των λαών, ενώ διευκρινίζουν ότι δεν συμβαίνει το ίδιο με τους πονηρούς άρχοντες, η εξουσία των οποίων δεν οφείλεται στο Θεό αλλά σχετίζεται με την κακία και την πονηρία των ανθρώπων που τους επιλέγουν ή τους ανέχονται.

Αυτό είναι και το νόημα των λόγων του ιερού Χρυσοστόμου, όταν ισχυρίζεται πως οι λαοί επιλέγουν ως άρχοντες αυτούς που στη συνέχεια θα τους βασανίσουν.

Σ’ αυτό το πλαίσιο ορίζεται θεολογικά και η στάση των πολιτών έναντι των αρχόντων. Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την υποταγή και την απόδοση τιμών σ’ αυτούς.

Αφενός ότι οι άρχοντες δεν συμπεριφέρονται ως θεοί, δεν στρέφονται κατά του Θεού ή δεν ενεργούν σαν να μην υπάρχει, και αφετέρου ότι εργάζονται για το καλό των πολιτών και όχι για τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα τρίτων.

Αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις οι πολίτες έχουν το ηθικό δικαίωμα να είναι απείθαρχοι και ανυπάκουοι στις εξουσίες, επιλέγοντας να πειθ
αρχούν στο Θεό μάλλον ή σε ανθρώπους.

Η θεολογική αντίληψη και η αίσθηση ότι η εξουσία είναι θεόσδοτη και όχι αυτόφωτη δεν επιτρέπει στους άρχοντες να διεκδικούν ρόλο Θεού ή να χρησιμοποιούν το Θεό και την πίστη σ’ αυτόν ως εργαλεία αναρρίχησης και παραμονής στην εξουσία, ή εργαλεία αιτιολόγησης των πονηρών πεπραγμένων τους, και μάλιστα με τη θεσμική συγκατάθεση των εκπροσώπων της Εκκλησίας.

Χαρακτηριστικό δείγμα είναι όσα συμβαίνουν σήμερα στις λεγόμενες τελετές «δοξολογίας» ή τις επιμνημόσυνες δεήσεις με αφορμή διαφόρους εθνικές επετείους ή θυσίες αγωνιστών, όπου ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιούνται και ο επιδιωκόμενος σκοπός καθιέρωσής τους επιβάλλει να τεθεί με έμφαση το ερώτημα, ποιος δοξάζει και δοξολογεί ποιον, ο άρχοντας το Θεό ή ο Θεός τον άρχοντα ή δοξάζονται και οι δύο, ο ένας μέσω του άλλου.

Η αληθινή και ανυπόκριτη στάση δοξολογίας απέναντι του Θεού προϋποθέτει α) τη θεσμική παραδοχή ότι αυτός υπάρχει, β) την πεποίθηση ότι κάθε δώρημα και επιτυχία είναι εκ Θεού, γ) την αίσθηση της εξάρτησης από αυτόν, που δηλώνεται κυρίως με τη μετοχή στην εκκλησιαστική ζωή, και δ) την συνειδητοποίηση της ανάγκης για την απόδοση δοξολογίας για όλα τα παραπάνω.

Φοβούμαι ότι καμιά από τις παραπάνω προϋποθέσεις δεν ισχύει σε καιρούς εκκοσμίκευσης της εκκλησιαστικής, πολιτικής και εν γένει κοινωνικής ζωής, όπως συμβαίνει σήμερα.

Και αυτό έπρεπε να το γνωρίζουν καλύτερα οι εκκλησιαστικοί άνδρες παρά οι πολιτικοί, οι οποίοι ουδέποτε έπαψαν να χρησιμοποιούν αφενός τη θρησκευτικότητα των ψηφοφόρων και αφετέρου τη συγκαταβατικότητα των εκκλησιαστικών αρχόντων στο πλαίσιο της λεγόμενης σχέσης συναλληλίας που περισσότερο ωφέλησε την Πολιτική και πολύ λιγότερο την Εκκλησία.

Μια συγκαταβατικότητα που εν προκειμένω και χάρη των πολιτικών σκοπιμοτήτων απέσπασε τις εν λόγω τελετές από το φυσικό τους χώρο, τη Θεία Λειτουργία, συμβάλλοντας έτσι στη μετατροπή τους σε πολιτικές κυρίως αν όχι κοσμικές εκδηλώσεις, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τις «αλειτούργητες» διαθέσεις και πρακτικές των αρχόντων και αφαιρώντας, χωρίς καμιά εκκλησιολογική βάση, από το λαό τη συμμετοχή του στα δρώμενα για λόγους ασφαλείας των πολιτικών προσώπων.

Έτσι το μόνο που επιτυγχάνεται τελικά, αν λάβουμε υπόψη όλο το σκηνικό μέσα και έξω από το Ναό, είναι οι πολιτικοί να «κάνουν το κομμάτι» τους στις «πλάτες» του Χριστού και της Εκκλησίας του.

Αν όλα αυτά ωφελούν μεν τους πολιτικούς που τα επιζητούν ζημιώνουν όμως την Εκκλησία στη θεσμική της έκφραση, γιατί δηλώνουν το βαθμό εκκοσμίκευσή της, η στάση των αριστερών πολιτικών, ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητά της, που αρνούνται να συμμετέχουν σε ίδιες ή παρόμοιες εκδηλώσεις, μπορεί υπό όρους να θεωρηθεί ότι μάλλον ωφελεί παρά βλάπτει την υπόθεση της Εκκλησίας.

Πρωτίστως προσφέρει την ευκαιρία για επανεξέταση μιας σειράς θεμάτων που ευνοούν και διαιωνίζουν την εκκοσμίκευση, η οποία δεν έχει ζημιογόνες συνέπειες μόνο για την εκκλησιαστική αλλά και την κοινωνική ζωή στο σύνολό της.

100 χρόνια από την κοίμηση του Αγίου Ραφαήλ Επισκόπου Μπρούκλιν

0broukllin-1

Γράφει o Αρχιμ. του Οικουμενικού Θρόνου Δαμασκηνός Αλαζράϊ | Romfea.gr

Σαν σήμερα κοιμήθηκε οσιακά ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας που δυστυχώς είναι άγνωστος για τους πολλούς.

Ένας άγιος που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Ισαπόστολος και Φωτιστής των Εθνών, αφού τήρησε την εντολή του Κυρίου «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ο Άγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλιν.

Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την κοίμηση του (1915-2015).

Με αυτή την ευκαιρία αισθάνομαι την υποχρέωση να σας παρουσιάσω τους σημαντικότερους σταθμούς της επίγειας ζωής του.

Ο άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε το 1860 από ευσεβείς Ορθόδοξους γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ (Michael Hawaweeny) και τη δεύτερη σύζυγό του Μαριάμ (Mariam),κόρη ενός ιερέα από τη Δαμασκό.

Η ακριβής ημερομηνία της γεννήσεως του Ραφαήλ δεν είναι γνωστή, αλλά υπολογίζεται ότι είναι είτε την ημέρα των ονομαστηρίων, δηλαδή στη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και Πασών των Επουράνιων Δυνάμεων Ασωμάτων (8 Νοεμβρίου) είτε κάποια άλλη μέρα πλησίον της ημέρας αυτής.

Εξαιτίας των μεγάλων διωγμών που υπέστησαν οι Χριστιανοί εκείνη την περίοδο και αφού ο πνευματικός της οικογενείας του, Άγιος Ιωσήφ ο Δαμασκηνός (†1860) και πλήθος χριστιανών μαρτύρησαν στη Δαμασκό, η οικογένεια Χαβαβίνυ (Hawaweeny) αναγκάστηκε να καταφύγει στη Βηρυττό για την ασφάλειά της.

Εκεί ήταν λοιπόν και ο τόπος όπου ο μελλοντικός άγιος αντίκρυσε το πρώτο φως της ημέρας και όχι στην πόλη των γονιών του.

Στη γιορτή των Θεοφανείων το 1861, βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Ραφαήλ και αργότερα, την άνοιξη του ίδιου έτους, η οικογένεια κατάφερε να επιστρέψει στη Δαμασκό.

Το παιδί ολοκλήρωσε με επιτυχία την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά το 1874 ο πατέρας του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στα δίδακτρα του γιου του.

Ευτυχώς η βοήθεια ήρθε από τον Διάκονο Αθανάσιο Ατάλα (Atallah) (μετέπειτα Μητροπολίτη Εμέσης - Homs, ο οποίος πρότεινε στον τότε Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο να δεχθεί τον Ραφαήλ ως φοιτητή στο Πατριαρχείο προκειμένου να προετοιμασθή για την ιερωσύνη.

Ήταν τόσο καλός φοιτητής που το 1877 επελέγη αναπληρωτής Καθηγητής.

Το έτος που ακολούθησε τοποθετήθηκε Καθηγητής της αραβικής και της τουρκικής γλώσσας. Στις 28 Μαρτίου 1879 εκάρη μοναχός από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο και παρέμεινε κοντά του προσφέροντας τη διακονία του με αφοσίωση και υπακοή.

Καθώς η Σχολή Μπαλαμάντ είχε κλείσει από το 1840, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ ο Γ΄ ζήτησε από τον Πατριάρχη Αντιοχείας να στείλει τουλάχιστον έναν ικανό φοιτητή ώστε να φοιτήσει με υποτροφία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης κι έτσι ο Άγιος Ραφαήλ ήταν εκείνος που επελέγη να σπουδάση στη Χάλκη.

Στις 8 Δεκεμβρίου 1885, χειροτονήθηκε Διάκονος στη Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη.

Τον Ιούλιο του 1886, ο νεαρός διάκονος αποφοίτησε παίρνοντας το πτυχίο της Θεολογίας και επέστρεψε στη γενέτειρά του με την ελπίδα να υπηρετήσει εκεί την Εκκλησία.

Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Γεράσιμος εντυπωσιάστηκε από τον διάκονο Ραφαήλ και συχνά τον έπαιρνε μαζί του στις ποιμαντικές επισκέψεις που πραγματοποιούσε. Όταν ο Πατριάρχης αδυνατούσε να παρευρεθεί, ο διάκονος Ραφαήλ ήταν εκείνος που τον εκπροσωπούσε κηρύττοντας στο λαό τον Λόγο του Θεού.

Ο διάκονος Ραφαήλ δεν ήταν ικανοποιημένος με το εύρος των γνώσεών του και διψούσε για περαιτέρω μόρφωση. Αυτή η δίψα δεν πήγαζε από προσωπική έπαρση ή φιλοδοξία, αλλά προερχόταν από τον διακαή πόθο του να ωφελήσει τους άλλους.

Τα λόγια του Βασιλιά Σολομώντα θα ταίριαζαν απόλυτα στον Άγιο Ραφαήλ : «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι.». (Παροιμίαι Σολομώντος 9:9).

Γι’ αυτό, ζήτησε από τον Πατριάρχη Γεράσιμο να του επιτρέψει να πάει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρωσία, υποσχόμενος να επιστρέψει και να υπηρετήσει ως γραμματέας του Πατριάρχη στη ρωσική γλώσσα.

Ο Πατριάρχης του έδωσε την ευχή του και ο Διάκονος Ραφαήλ έγινε δεκτός ως φοιτητής στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου.

Το 1889 ο Πατριάρχης Γεράσιμος έδωσε εντολή στο νεαρό διάκονο να αναλάβει τη θέση του Εξάρχου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Μόσχα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Σίλβεστρο, τον τότε διευθυντή της Ακαδημίας με εντολή του Πατριάρχη Γερασίμου.

Ένα μήνα αργότερα, χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο και ανέλαβε επισήμως τη νέα του θέση.

Δύο χρόνια αργότερα, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ κατάφερε να μειώσει το χρέος του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Μόσχα από 65.000 ρούβλια σε 15.000 ρούβλια.

Επίσης κανόνισε να έρθουν στη Ρωσία είκοσι τέσσερις Σύριοι φοιτητές για την περαιτέρω εκπαίδευσή τους, ελπίζοντας να επιστρέψουν στη Συρία και να διδάξουν άλλους.

Ο Άγιος Ραφαήλ είχε πάντοτε, όπως προαναφέρθηκε, διακαή πόθο για τη διακονία του Θεού και του λαού του. Ιδιαίτερα για τον πονεμένο λαό της πατρίδας του. Είχε ιεραποστολικό φρόνημα και πνεύμα αυταπάρνησης.

Η ζωή του ήτανε Χριστοκεντρική και όχι εγωκεντρική και το μόνο που ποθούσε ήταν η διακονία της Εκκλησίας, βαδίζοντας στα ίχνη των Αγίων αυτής.

Έτσι το 1895 η Χάρις του Θεού κατεύθυνε τα βήματα του στην Αμερική.

Όταν άκουσε τις ανάγκες των συμπατριωτών του οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι σε μια ξένη χώρα, διέσχισε τον ωκεανό για να εργασθεί εκεί όπου τον καλούσε το καθήκον.

Ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895. Εκεί τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία Αράβων Ορθόδοξων Χριστιανών που περίμεναν τον πνευματικό ηγέτη τους από τη Ρωσία.

Στις 5 Νοεμβρίου 1895, την πρώτη Κυριακή που βρισκόταν στην Αμερική, λειτούργησε με τον Επίσκοπο Νικόλαο στη Ρωσική Εκκλησία της Νέας Υόρκης.

Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την άφιξή του, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ βρήκε τον κατάλληλο χώρο στο νότιο μέρος του Μανχάταν για να διαμορφώσει ένα λατρευτικό χώρο και να λειτουργεί εκεί για τους ομοεθνείς του.

Ο Επίσκοπος Νικόλαος της Ρωσικής Εκκλησίας (τότε δεν υπήρχε στην Αμερική άλλη Ορθόδοξη δικαιοδοσία πλην της Ρωσικής) ευλόγησε το νέο ναό, ο οποίος αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο Αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.

Ο Άγιος Ραφαήλ παρέμεινε στη Νέα Υόρκη όπου δίδαξε, κηρύττοντας το Θείο Λόγο και τελώντας τις Ιερές Ακολουθίες. Δεν πέρασε πολύς καιρός ωστόσο μέχρι να πληροφορηθεί για κάποιες μικρότερες κοινότητες Αράβων Ορθόδοξων Χριστιανών, οι οποίες ήταν διάσπαρτες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Βόρειας Αμερικής.

Καθώς αυτοί οι Άραβες μετανάστες δεν είχαν κάποιο πνευματικό ποιμένα να φροντίζει γι’ αυτούς, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι κάποιοι θα στρεφόταν σε άλλα δόγματα ή ότι θα παραμελούσαν εντελώς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Αυτή ήταν μία διαρκής ανησυχία για τον Άγιο Ραφαήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της διακονίας του.

Το καλοκαίρι του 1896, ο Άγιος Ραφαήλ επιχείρησε το πρώτο από τα πολλά ποιμαντικά ταξίδια σε όλη την ήπειρο. Επισκέφθηκε τριάντα πόλεις μεταξύ Νέας Υόρκης και Σαν Φρανσίσκο, αναζητώντας τα απολωλότα πρόβατα.

Έθρεψε τον πνευματικά πεινασμένο λαό με τον Λόγο του Θεού σε κάθε μέρος από το οποίο περνούσε, αγιάζοντας τους πιστούς διά των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας και όπου δεν υπήρχε Εκκλησία τελούσε την αναίμακτη θυσία στα σπίτια των πιστών.

Με άλλα λόγια, εκτέλεσε πλήρως τη διακονία του, σαν πραγματικός Ιεραπόστολος.

Το 1898, με την ευλογία του Επισκόπου Νικολάου, ο Άγιος Ραφαήλ κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στο Νέο Κόσμο – ένα λειτουργικό Βιβλίο στα αραβικά, υπό τον τίτλο «Το Βιβλίο της Αληθινής Παρηγοριάς με Προσευχές προς το Θεό».

Αυτό το βιβλίο με τις λειτουργίες και τις προσευχές ήταν πολύ χρήσιμο στους ιερείς για την τέλεση των Θείων Λειτουργιών καθώς επίσης και στους λαϊκούς για την προσευχή στην προσωπική τους ζωή.

Η αγγλική έκδοση αυτού του βιβλίου που εκδόθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ Νασάρ χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.

Το 1898, το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου, ο Άγιος Ραφαήλ ξεκίνησε το δεύτερο ποιμαντικό του ταξίδι. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών του ποιμνίου του προχώρησε στη δημιουργία λατρευτικών χώρων για να τελούνται οι ιερές ακολουθίες.

Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, συνέταξε μία αναφορά προς τον Επίσκοπο Νικόλαο στην οποία εξέφραζε τις ανησυχίες του για τη διαποίμανση αυτών των κοινοτήτων. Με τις ευλογίες του Επισκόπου Νικολάου, ο Άγιος Ραφαήλ κάλεσε από τη Συρία, ιερείς οι οποίοι διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα για να εργασθούν στις νεοσυσταθείσες κοινότητες των αραβοφώνων. Επίσης αναζήτησε μορφωμένους λαϊκούς για χειροτονία.

Τον Μάρτιο του 1899, ο Άγιος Ραφαήλ έλαβε άδεια από τον Επίσκοπο Τύχωνα, διάδοχο του Επισκόπου Νικολάου στην Αμερική και μετέπειτα Πατριάρχη Μόσχας και Άγιο της Εκκλησίας μας (†1925), να ξεκινήσει τη διενέργεια εράνου για την αγορά γηπέδου για καθώς και για την ανοικοδόμηση ενός νέου Ναού που θα ανταποκρινότανε στις απαιτήσεις του πολυπληθούς ποιμνίου του.

Την άνοιξη ξεκίνησε για μία ακόμη ποιμαντική περιοδεία σε σαράντα τρεις πόλεις και κωμοπόλεις. Ταξιδεύοντας από στεριά και από θάλασσα, απτόητος από τα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησε, πέρασε επτά μήνες στις βορειοανατολικές, στις νότιες και στις κεντροδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στο Τζόνσταουν (Johnstown) της Πενσυλβάνια, συμφιλίωσε τις διϊστάμενες ομάδες που από προσωπική έχθρα είχαν διαιρέσει την αραβική κοινότητα. Παρά το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαστήρια δε στάθηκαν ικανά να φέρουν την ειρήνη στην κοινότητα αυτή, ο Άγιος Ραφαήλ αποκατέστησε την ηρεμία στις σχέσεις και έθεσε τέλος στις έντονες διαμάχες.

Κατά την παραμονή του στο Τζόνσταουν, έλαβε ένα τηλεγράφημα το οποίο τον ενημέρωνε ότι ο Μητροπολίτης Μελέτιος (Ντουμάνι) είχε εκλεγεί Πατριάρχης Αντιοχείας. Ο Άγιος Ραφαήλ με μεγάλη χαρά ανακοίνωσε στο λαό του ότι για πρώτη φορά μετά από εκατόν εξήντα οκτώ χρόνια, είχε εκλεγεί ένας Άραβας ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αντιοχείας.

Μετά την εκλογή του νέου Πατριάρχη, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ προτάθηκε να διαδεχθεί τον Μελέτιο ως Μητροπολίτης Λαοδικείας. Ο Πατριάρχης δήλωσε στην Ιερά Σύνοδο ότι ο π. Ραφαήλ είχε αρχίσει στην Αμερική ένα σπουδαίο έργο που δεν θα έπρεπε να μαραθή τώρα που είναι στην ανάπτυξη του με την τυχόν απομάκρυνση του καθοδηγητή του.

Το 1901, ο Μητροπολίτης Βηρυττού Γαβριήλ ζήτησε από τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ, να γίνει Βοηθός Επίσκοπός του. Εν τούτοις εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν μπορούσε να αφήσει το ποίμνιό του στην Αμερική. Πρώτα απ’ όλα ήθελε να οικοδομήσει μία μόνιμη εκκλησία και η κοινότητα των αράβων να αποκτήσει κοιμητήριο. Ο τελευταίος αυτός στόχος του επετεύχθη τον Αύγουστο του έτους 1901, όταν ο π. Ραφαήλ αγόρασε γήπεδο για κοιμητήριο στην περιοχή Mt Olivet στο Long Island.

Τον Δεκέμβριο του 1901 ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ εξελέγη Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως (Zahleh) στο Λίβανο. Ο Πατριάρχης Μελέτιος έστειλε τηλεγράφημα για να τον συγχαρεί και να του ζητήσει να επιστρέψει.

Ο π. Ραφαήλ ευχαρίστησε τον Πατριάρχη, αλλά και πάλι αρνήθηκε. Απαντώντας έγραψε στον ότι επιθυμεί να ολοκληρώσει το έργο της ανοικοδόμησης ενός ναού για τη συριακή κοινότητα της Νέας Υόρκης.

Τη χρονιά που ακολούθησε, αγόρασε την εκκλησία του Αγίου Ειρηναίου στο Μπρούκλιν και την προσάρμοσε στα πλαίσια της Ορθόδοξης λατρείας. Ο Επίσκοπος Τύχων εγκαινίασε το ναό προς μεγάλη χαρά των πιστών. Έτσι το δεύτερο μεγάλο έργο του Αγίου Ραφαήλ είχε πλέον ολοκληρωθεί.

Καθώς συνεχώς αυξανόταν ο αριθμός των ορθοδόξων ενοριών στην Βόρεια Αμερική, ήταν αδύνατο για τον Επίσκοπο Τύχωνα να ανταποκριθεί στις πολλαπλές απαιτήσεις του ορθοδόξου ποιμνίου του.

Για τον λόγο αυτό ο Επίσκοπος Τύχων πρότεινε στη Ρωσική Ιερά Σύνοδο, να μεταφερθεί η έδρα της Επισκοπής από το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη λόγω του ότι οι περισσότερες ενορίες καθώς και ο λαός είχαν συγκεντρωθεί στα ανατολικά.

Επειδή οι ομάδες των ανθρώπων που ανήκαν σε διαφορετικές εθνικότητες έχρηζαν ιδιαίτερης εποπτείας και ποιμαντικής καθοδήγησης, ο Επίσκοπος Τύχων πρότεινε τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ ως δεύτερο Βοηθό του Επίσκοπο (ο πρώτος ήταν ο Επίσκοπος Αλάσκας).

Το 1903, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας ομόφωνα εξέλεξε τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ, Επίσκοπο Μπρούκλιν, διατηρώντας τον ταυτόχρονα στη θέση του επικεφαλής της Συροαραβικής Ορθοδόξου Ιεραποστολής στη Βόρεια Αμερική. Η Ιερά Σύνοδος ανακοίνωσε την εκλογή του Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ ως Επισκόπου στον Πατριάρχη Αντιοχείας Μελέτιο, ο οποίος ικανοποιήθη από αυτή την απόφασή τους.

Ο Επίσκοπος Τύχων έγραψε στον Άγιο Ραφαήλ για να τον ενημερώσει για την εκλογή του και εκείνος με τη σειρά του, του έστειλε μία απαντητική επιστολή όπου έκανε αποδεκτή την εκλογή του. Στο μεταξύ, ο Αρχιμανδρίτης Ιννοκέντιος (Pustynsky) εξελέγη ως πρώτος Βοηθός Επίσκοπος του Τύχωνα και χειροτονήθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας του Καζάν στην Αγία Πετρούπολη.

Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών του 1904, ο Άγιος Ραφαήλ χειροτονήθηκε πρώτος Ορθόδοξος Επίσκοπος που η χειροτονία εγένετο επί αμερικανικού εδάφους.

Οι Επίσκοποι Τύχων και Ιννοκέντιος τέλεσαν τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μπρούκλιν. Τα καινούρια άμφια του Επισκόπου ήταν δώρο από τον Τσάρο Νικόλαο Β΄. Μετά τη χειροτονία του ο Επίσκοπος Ραφαήλ συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, χειροτονών ιερείς, εγκαθιστών αυτούς σε ενορίες και βοηθών τον Επίσκοπο Τύχωνα στη διοίκηση της Επισκοπής.

Στα τέλη του 1904, ο Επίσκοπος Ραφαήλ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήση στην έκδοση ενός περιοδικού με τίτλο «Ελ Καλίμα» (Al-Kalimat) ,(Ο Λόγος), ως επίσημη έκδοση της Συροαραβικής αποστολής.

Το περιοδικό αυτό θα συνέδραμε στη δημιουργία ενός στενότερου δεσμού μεταξύ του ποιμένα, του λαού και των ενοριών της Επισκοπής. Ο Επίσκοπος Ραφαήλ γνώριζε πως δεν θα μπορούσε να επισκεφθεί προσωπικά όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς κατά μήκος της Βορείου Αμερικής.

Ωστόσο με τη βοήθεια του γραπτού λόγου, θα ήταν σε θέση να κηρύξει τον λόγο της σωτηρίας, ακόμη και σε ανθρώπους τους οποίους δε θα συναντούσε ποτέ. Το περιεχόμενο του περιοδικού είχε πνευματικό, ηθικό και εκκλησιαστικό, για να ενισχύσει την πίστη των ανθρώπων.

«Ο Λόγος» θα εστίαζε τη θεματολογία του στις: δογματικές αλήθειες, στα ηθικά διδάγματα, στα ιστορικά και σύγχρονα εκκλησιαστικά ζητήματα και στο τέλος κατέγραφε χρονικό βαπτίσεων, γάμων κ.λπ. αλλά και επίσημες ανακοινώσεις.

Το πρώτο τεύχος τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1905 και ο Άγιος Ραφαήλ θεώρησε το γεγονός αυτό ίσης σημασίας με την απόκτηση του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Νικολάου στο Μπρούκλιν και του κοιμητηρίου στο Long Island.

Τον Ιούλιο του 1905, ο Επίσκοπος Ραφαήλ εγκαινίασε τη Μονή Αγίου Τύχωνος στη Νότια Χαναάν (South Canaan) της Πενσυλβάνια και το ορφανοτροφείο που κτίσθηκε κοντά στη Μονή.

Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Επίσκοπος Ραφαήλ φρόντισε το συνεχώς αυξανόμενο ποίμνιό του. Την ανάπτυξη της κοινότητάς στη Νέα Υόρκη ακολούθησε η μέριμνα για τους νέους.

Επειδή ανησυχούσε για το μέλλον τους, ήθελε να ιδρύσει ένα νυχτερινό σχολείο για να λάβουν χριστιανική παιδεία, καθώς το μέλλον της Εκκλησίας στη χώρα αυτή βασιζόταν στην εκπαίδευση των νέων. Τα παιδιά που δεν μιλούσαν αραβικά ήδη πήγαιναν σε μη Ορθόδοξες εκκλησίες όπου τα μαθήματα του Κατηχητικού πραγματοποιούνταν στην αγγλική γλώσσα.

Ο Επίσκοπος Ραφαήλ διεπίστωσε την ανάγκη για χρήση των αγγλικών τόσο στη λατρεία όσο και στην εκπαίδευση, για τη μελλοντική ανάπτυξη της Συροαραβικής Αποστολής.

Τον Μάρτιο του 1907, ο Άγιος Τύχωνας επέστρεψε στη Ρωσία και αντικαταστάθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Πλάτωνα. Για μία ακόμη φορά ο Άγιος Ραφαήλ τέθηκε υποψήφιος το 1908 για την Επισκοπική Έδρα στη Συρία, προκειμένου να διαδεχτεί τον Πατριάρχη Γρηγόριο ως Μητροπολίτης Τριπόλεως. Η Ιερά Σύνοδος της Αντιοχείας αφαίρεσε το όνομα του Επισκόπου Ραφαήλ από τη λίστα με τα ονόματα των υποψηφίων, επικαλούμενη τους Ιερούς Κανόνες που απαγόρευαν το μεταθετό των Επισκόπων.

Την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1911, ο Επίσκοπος Ραφαήλ τιμήθηκε για τη δεκαπενταετή ποιμαντική του διακονία στην Αμερική.

Ο Αρχιεπίσκοπος Πλάτωνας, του απένειμε μία ασημένια εικόνα του Χριστού και τον επάινεσε για το έργο του. Λόγω της ταπεινοφροσύνης του, ο Επίσκοπος Ραφαήλ δεν μπορούσε να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο έπρεπε να τιμηθή επειδή έκανε αυτό που όφειλε να κάνει. Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο διάκονο του Υψίστου αν και εκτελούσε τέλεια το έργο του.

Στα τέλη του 1912,ο Επίσκοπος Ραφαήλ αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι έπασχε από την καρδιά του που ήταν και η τελική αιτία θανάτου του. Δύο εβδομάδες αργότερα ένιωσε αρκετά δυνατός ώστε να χοροστατήσει στη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου.
Κατά τα έτη 1913-1914 ο Επίσκοπος συνέχισε τις ποιμαντικές επισκέψεις του σε διάφορες πόλεις.

Το 1915 αρρώστησε και πάλι και παρέμεινε για δύο μήνες στο σπίτι, υπομένοντας την ασθένειά του με καρτερία, εμπιστοσύνη στο Θεό και προσευχή. Εκοιμήθη οσιακά στις 27 Φεβρουαρίου 1915.

Από τη νεότητά του, η επιθυμία του Αγίου Ραφαήλ ήταν να υπηρετεί την Εκκλησία. Όταν ήρθε στην Αμερική βρήκε το λαό του διασκορπισμένο και τον κάλεσε σε ενότητα. Ποτέ δεν παραμέλησε το ποίμνιό του, αλλά ταξίδευε σε όλη την Αμερική, τον Καναδά και το Μεξικό, προς αναζήτησή του ώστε να μπορέσει να το φροντίσει.

Κράτησε το λαό του μακριά από τον κίνδυνο του προσηλυτισμού σε ξένα δόγματα και τον προστάτεψε από κάθε πνευματική απώλεια. Κατά την εικοσαετή, γεμάτη ευλάβεια διακονία του γαλούχησε και βοήθησε το ποίμνιό του ώστε να αναπτυχθεί. Όταν εκοιμήθη, η Συροαραβική Αποστολή είχε τριάντα ενορίες με 25.000 πιστούς.

Ήταν επίσης λόγιος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Έγραψε πολλά, αν όχι τα περισσότερα, άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ο Λόγος».

Υπηρέτησε τη δική του αραβική κοινότητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους Έλληνες και τους Ρώσους μιλώντας τους στη μητρική τους γλώσσα.

Μιλούσε εκτός από τα αραβικά, τη μητρική του γλώσσα, άπταιστα την αγγλική, τη ρωσική και την ελληνική, επέτρεψε τη χρήση της αγγλικής στη Θεία Λειτουργία καθώς και σε εκπαιδευτικά προγράμματα.

Ο Άγιος Ραφαήλ ήρθε σε επικοινωνία με ορθοδόξους κάθε εθνικότητος και φυλής και έγινε γι’ αυτούς ο ήρεμος πατέρας.

Κέρδισε την αγάπη και το σεβασμό τους, πρώτα από την αγάπη του προς αυτούς αλλά επίσης μέσα από τη γοητευτική του προσωπικότητα και τον εξαίρετο χαρακτήρα του.

Ήταν πάντα ευγενικός, φιλεύσπλαχνος και συγκαταβατικός με τους άλλους, αλλά αυστηρός με τον εαυτό του. Στην επίγεια πολιτεία του διηκόνησε με πνεύμα θυσίας και προσφοράς τον Θεό και τον άνθρωπο και τώρα συμπορεύεται με τους αγγέλους στην αέναη προσευχή και δοξολογία προς του Θεού.

Το 2000 έγινε η επίσημη αναγραφή του ονόματος του στις αγιολογικές δέλτους της Ρωσικής Εκκλησίας.

''Ο Θρόνος''

thronos

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατεξοχήν περίοδος προσευχής και νηστείας, δίνει την ευκαιρία στους ευσεβείς Χριστιανούς μας ν΄ απολαύσουν το λειτουργικό και λατρευτικό πλούτο της Εκκλησίας μας, να προσεγγίσουν το Θεό, ν΄ αλλάξουν τρόπο ζωής, αλλά και να επικοινωνήσουν διά της προσευχής με το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η Ακολουθία των Χαιρετισμών είναι μία λαοφιλής Ακολουθία, που συγκεντρώνει την ευλάβεια και τον ιερό ενθουσιασμό των Χριστιανών μας.

Κατά τα αρχαία τυπικά εψάλλετο μόνο κατά το Σάββατο της Πέμπτης Εβδομάδος των Νηστειών, ως η γνωστή Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου.

Όμως έχει καθιερωθεί πλέον να ψάλλεται κάθε Παρασκευή βράδυ της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μαζί με την Ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου, και ο κανόνας του Αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου κι ένα τμήμα της Ακολουθίας των Χαιρετισμών.

Αυτή η Ακολουθία μας δίνει την ευκαιρία:

να πλησιάσουμε το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου,
να πάρουμε χαρά από το δοχείο της χαράς,
να αντλήσουμε δύναμη κι υπομονή στον αγώνα της ζωής,
αλλά και να ζητήσουμε τη μητρική της πρεσβεία στο Θρόνο της Θείας Μεγαλωσύνης. Γι΄ αυτό και ψάλλουμε: «Πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή του κόσμου καταφύγιον»1.

Ένας από τους χαρακτηρισμούς που οι Πατέρες της Εκκλησίας δίνουν στο πανάγιο πρόσωπό της είναι και αυτός του «ΘΡΟΝΟΥ».

«Χαίρε θρόνε πύρινε του Παντοκράτορος».

Η εικόνα αυτή προέρχεται από το όραμα του Προφήτου Ησαΐου «είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου»2. Αυτήν την εικόνα χρησιμοποιούν κι οι ιεροί υμνογράφοι της Εκκλησίας για να παρουσιάσουν τη διακονία και την προσφορά τής Θεοτόκου στο μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.

Θρόνος η Παναγία. Θρόνος δεδοξασμένος, κατά την έκφραση του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «Χαίρε, θρόνε Θεού, δεδοξασμένη αγνή· χαίρε, παλάτιον ευρύχωρον»3.

Είναι ο «θρόνος ο πύρινος του παντοκράτορος», όπως ψάλλει ο Άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος.

Είναι ο «θρόνος έμψυχος του Θεού»4.

Είναι ο θρόνος ο χερουβικός, όπως ψάλλουμε στην περίφημη Ενάτη Ωδή των Χριστουγέννων: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον ... θρόνον χερουβικόν την Παρθένον ... εν ώ ανεκλίθη ο αχώρητος»5.

Σ΄ αὐτόν το θρόνο, ο οποίος είναι φλογισμένος από την ενέργεια της χάριτος του Θεού κι ο οποίος δορυφορείται από τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, αναπαύθηκε καταδεκτικά ο ποιητής του Αδάμ και απόγονός του κατά την ανθρώπινη φύση, ο Χριστός.

Δεν ζήτησε ο Θεός να κατοικήσει σε χειροποίητους Ναούς, ούτε να θεραπεύεται, κατά τη ρήση του Αποστόλου των Εθνών Παύλου, από ανθρώπινα χέρια, αλλά από την άχραντη γαστέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, προκειμένου να αναπλάσσει και να ανακαινίσει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Πόσο μας συγκινεί το Μεγαλυνάριο προς την Παναγία που ψάλλεται τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου: «Την γαρ σην μήτραν θρόνον εποίησεν και την σην γαστέρα πλατυτέραν ουρανόν απειργάσατο»!

Θρόνος η Παναγία. Ερμηνεύοντας ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το λόγο του Προφήτου Δαβίδ «Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»6 ρωτά: Πού βρίσκεται η Θεοτόκος; Και απαντά ο ίδιος: «Στέκεται όχι μόνο πλησίον του Θεού, αλλά και πολύ εύλογα στα δεξιά Του· γιατί όπου κάθησε ο Χριστός στον ουρανό, δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης, εκεί στέκεται και αυτή τώρα που ανέβηκε από τη γη στον ουρανό· ... όχι μόνο επειδή ποθεί και ποθείται περισσότερο από όλους, ... αλλά και επειδή είναι αληθινά θρόνος αυτού· και όπου κάθεται ο βασιλιάς, εκεί βρίσκεται και ο θρόνος του»7.

Αυτόν το θρόνο τον πυρίμορφο πλησιάζουμε κι εμείς κάθε φορά, προκειμένου να μας οδηγήσει στον Υιό και Θεό της.

Ο Άγιος Θεοφάνης Επίσκοπος Νικαίας αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά: Ο Χριστός είναι η κεφαλή του σώματος της Εκκλησίας, από την οποία κεφαλή πηγάζει "παν δώρημα τέλειον". Η Θεοτόκος είναι ο τράχηλος του σώματος της Εκκλησίας. Από αυτόν τον τράχηλο φθάνει η άνωθεν δωρεά στους πιστούς, τα μέλη του σώματος της Εκκλησίας. Είναι η μόνη οδός πού ανεβάζει τους πιστούς και τους συνδέει με την "κεφαλήν πάσης αρχής και εξουσίας και της καθ΄ ημάς εκκλησίας"8.

Γι΄ αυτό και ο Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ακολουθώντας και βιώνοντας όλη αυτή τη θεοτοκοφιλία των Αγίων της Εκκλησίας μας, συμβούλευε: πιαστείτε από το χέρι της Παναγίας για να σας μεταφέρει με ασφάλεια στο θρόνο του Υιού και Θεού της!

Ας γίνει για τον καθένα μας η ελπίς και η σκέπη και το κραταιόν καταφύγιον στα δύσεκτα αυτά χρόνια στα οποία ζούμε, και με τις πρεσβείες της ας μας οδηγήσει στον παντελεήμονα Υιό της.

«Μετάδωσε, ω Δέσποινα, πλούσια στο λαό σου, ... το έλεός σου και τα χαρίσματά σου. Δώσε λύση στα δεινά που μας κατέχουν.Βλέπεις από πόσα και ποια δεινά κατατρυχόμαστε.

Αντιπαράβαλε στα παθήματά μας τη δική σου βοήθεια και θεραπεία, παρέχοντας και στις ψυχές και στα σώματα πλούσια τη χάρη σου ... κι αν δεν τη χωρούμε, κάνε μας ευρυχωρωτέρους και χάρισέ τη σε μάς έτσι, ώστε με τη χάρη σου σωζώμενοι και δυναμωμένοι, να δοξάζουμε τον προαιώνιο Λόγο που σαρκώθηκε από σένα για χάρη μας, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του καί το Ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους ατελείωτος αιώνες»9.


1 Κάθισμα του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος προς την Υπεραγία Θεοτόκο.

2 Ησ. 6,1.

3 Θεοτοκάριον Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, τροπάριον α΄ ωδής του Κανόνος ήχου πλ.α΄ ημέρας Παρασκευῆς.

4 Αυτόθι, τροπάριον θ΄ ωδής.

5 Ειρμός Θ΄ Ωδής του Κανόνος της εορτής των Χριστούγεννων.

6 Ψαλμ. 44,9.

7 Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Ομιλία ΛΖ΄, Εις την πάνσεπτον Κοίμησιν της πανυπεράγνου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, ΕΠΕ 10,455.

8 Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η Θεία Λειτουργία, σχόλια, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1985, σελ. 98.

9 Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ό.π. 463.

Υπάρχουν Άθεοι;

proseuxi

Του Αρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη | Romfea.gr


Ένας από τους κορυφαίους επιστήμονες της Γενετικής Francis S. Collins (που παρουσίασε από τον Λευκό Οίκο την αποκρυπτογράφηση του D.N.A.), λέει ότι η Πίστη στο Θεό είναι στο D.N.A. μας! (Περισσότερα: Francis S. Collins, Η Γλώσσα του Θεού, εκδόσεις «Παπαζήση», 2009).

Είναι δηλαδή έμφυτη.Όμως, παρόλο αυτό δεν πιστεύουν όλοι στο Θεό.

Μπορεί μεν ο Θεός να έβαλε μέσα στό D.N.A. του ανθρώπου αυτό το πολύτιμο στοιχείο (Πίστη στο Θεό) όμως παράλληλα του χάρισε και την ελευθερία, ώστε να επιλέγει από μόνος του, αν θα πιστέψει η όχι, γι'αυτό και δεν πιστεύουν όλοι στον Θεό.

Όμως, ότι και να κάνει ο άνθρωπος, δεν μπορεί να αλλάξει το D.N.A. του. Θα έχει πάντα μέσα το στοιχείο της Πίστεως.

Πράγμα που σημαίνει ότι και αυτός που λέει ότι δεν πιστεύει στο Θεό, θέλοντας και μη, πιστεύει στα κρυφά, υποσυνείδητα η τουλάχιστον τόν απασχολεί το πρόβλημα «Θεός».

Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Αττικής κ.κ. Νικόδημος (+2012) μας αποκαλύπτει: «Εντυπωσιασμένος καταθέτω την εμπειρία μου: Δεν υπήρξε περίπτωση να διαλεχθώ, φιλικά, με δηλωμένο άθεο, δίχως να προκύψει στη συνομιλία μας το ερώτημα για το Θεό». («Ελεύθερη Πληροφόρηση», 16.2.07).

Κρατώ σαν «θησαυρό» ένα ιδιόχειρο, χειρόγραφο κείμενο που μου έφερε η πεθερά ενός νεαρού, αθηναίου δεδηλωμένου αθέου, όπου φαίνεται καθαρά η κραυγή του προς το Θεό, που δεν πίστευε ότι υπάρχει....!

Έγραφε: «Θεέ μου! Αν υπάρχεις κάπου εκεί ψηλά, αν υπάρχει κάτι που θα με κρίνει, ας ακούσει κάποια λόγια από έναν ίσκιο σαν κι ἐμένα, που ξυπνά και κοιμάται μέσα στους εφιάλτες...! Θεέ μου, αν υπάρχεις, κοίταξε γρήγορα να με στείλεις κάτω από το χώμα, κοίταξε να σταματήσεις αυτήν την ανοησία, που είμαι εγώ! Αναρωτιέμαι, γιατί γεννήθηκα, γιατί υπάρχω, γιατί;». (Υπογραφή• ημερομηνία 2.11.2002).

Μετά από τρία χρόνια (2005) πέθανε από ανακοπή. Και έτσι (αναζητώντας το Θεό) έκλεισε η επίγεια ζωή του. (Πρόβλημα με το Θεό έχουν όσοι δεν Τον πιστεύουν, και όχι όσοι Τον πιστεύουν! Έχουν επίσης πρόβλημα και με τη ζωή! «Αναρωτιέμαι, γιατί γεννήθηκα, γιατί υπάρχω, γιατί;», κραύγαζε ο συγκεκριμένος άθεος νεαρός).

«Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Δηλαδή αυτός που είτε μικρός είτε μεγάλος, έχει βαπτισθεί στο όνομα του Χριστού, έχει «φορέσει» τον Χριστό. Αν στη συνέχεια γίνει άθεος, το πρόβλημά του δεν θα είναι ένας άγνωστος Θεός, αλλά ο συγκεκριμένος Θεός, Ιησούς Χριστός, γιατί Αυτόν «φόρεσε» κατά την Βάπτισή του (και το Βάπτισμα παραμένει ανεξάλειπτο!).

Η αποκοπή του από τον Χριστό, τον κάνει να νιώθει όχι απλά ένα ψυχικό κενό ( που το νιώθει και ο άθεος που δεν έχει βαπτισθεί) αλλά και ενοχές! Έτσι, αλλιώς νιώθει όταν βλέπει τη φωτογραφία του Μαρξ η του Λένιν η του Τσεκαβάρα καί αλλιώς (ανεπιθύμητα συναισθήματα) όταν βλέπει την εικόνα του Χριστού, αν βέβαια έχει το κουράγιο να τήν ατενίσει! Και το «κακό» δεν σταματάει εδώ: Θα προτιμούσε πρωί-πρωί να ιδεί μπροστά του τον τρομοκράτη Μπιν Λάντεν, παρά έναν τυχόντα ιερέα, «αντιπρόσωπο» του Χριστού. Θα προτιμούσε να επισκεφθεί τις φυλακές η τα νοσοκομεία παρά τις εκκλησιές...! «Όταν περνούσα απέξω από την εκκλησία, κόβονταν τα πόδια μου!», μου είπε ένας πρώην άθεος λίγο πριν πεθάνει.

Όμως, υπάρχει πιθανότητα σε αυτή την άσχημη ψυχολογική κατάσταση που βιώνει ένας τέτοιος άθεος, να «διεισδύσει» και το μίσος κατά του Χριστού! (Και να γίνει φανατικός πολέμιος του Χριστού και της Εκκλησίας Του!). Εκλήθην (1999) να εξομολογήσω έναν ασθενή στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου. Αφού τον εξομολόγησα, είπα να ειπώ μια «καλημέρα» και στον ασθενή, που ήταν στο διπλανό κρεβάτι. Θυμάμαι ακόμα το σκηνικό: Αναστατώθηκε, με αγριοκοίταξε, κατακιτρίνιασε από τον θυμό του, και μου είπε: «Είμαι άθεος! Φύγε!». («Φεύγω• και όποιος χάσει....!», του είπα).

Ένας τέτοιος άθεος που βαπτίσθηκε χριστιανός και επέλεξε την απιστία (γιατί άραγε;!), χρειάζεται να κάνει μια επανάσταση ενάντια σε αυτήν την άσχημη ψυχολογική κατάσταση που τον βασανίζει. Να έρθει εις εαυτόν και να τα «βρει» με τον αγαθό Χριστό.

Όμως το μεγάλο εμπόδιο είναι ο εγωκεντρισμός με όλες τις παρένεργειές του. «Κατάλαβα ότι η επιθυμία μου να πλησιάσω τον Θεό, εμποδιζόταν από τήν υπερηφάνεια και τήν αμαρτωλότητά μου», δήλωσε ο πολύςFrancis S. Collins (Απογευματινή-Ένθετο, «Εκκλησία» τ. 3)

Ο Χαρίλαος Φλωράκης ήταν γνωστός για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Φαίνεται ότι δεν άντεξε τις παρενέργειες. Αγωνίσθηκε! Άκουσε τη φωνή τουD.N.A. του, προπαντός τη φωνή της Βαπτίσεως, που δέχθηκε από βρέφος στο χωριό του, και γύρισε στον Χριστό!

Μετάνιωσε, εξομολογήθηκε, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του εν μετανοία• με προσευχή, με εκκλησιασμό και Θ. Κοινωνία. Σίγουρα τώρα ένιωθε ασύγκριτα πιο καλά, γι'αυτό και δέν ξαναγύρισε στην προηγούμενη ζωή της απιστίας του. (Περισσότερα: youtube εξομολόγηση Χαρίλαου Φλωράκη).

Ιδού ο άνθρωπος! Ιδού και η απιστία του!

top
Has no content to show!