-
Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 27 Φεβρουαρίου 2015 17:45
-
Εμφανίσεις: 30509
Γράφει o Αρχιμ. του Οικουμενικού Θρόνου Δαμασκηνός Αλαζράϊ | Romfea.gr
Σαν σήμερα κοιμήθηκε οσιακά ένας μεγάλος άγιος της Εκκλησίας που δυστυχώς είναι άγνωστος για τους πολλούς.
Ένας άγιος που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως Ισαπόστολος και Φωτιστής των Εθνών, αφού τήρησε την εντολή του Κυρίου «Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ο Άγιος Ραφαήλ Επίσκοπος Μπρούκλιν.
Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την κοίμηση του (1915-2015).
Με αυτή την ευκαιρία αισθάνομαι την υποχρέωση να σας παρουσιάσω τους σημαντικότερους σταθμούς της επίγειας ζωής του.
Ο άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε το 1860 από ευσεβείς Ορθόδοξους γονείς, τον Μιχαήλ Χαβαβίνυ (Michael Hawaweeny) και τη δεύτερη σύζυγό του Μαριάμ (Mariam),κόρη ενός ιερέα από τη Δαμασκό.
Η ακριβής ημερομηνία της γεννήσεως του Ραφαήλ δεν είναι γνωστή, αλλά υπολογίζεται ότι είναι είτε την ημέρα των ονομαστηρίων, δηλαδή στη Σύναξη των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ και Πασών των Επουράνιων Δυνάμεων Ασωμάτων (8 Νοεμβρίου) είτε κάποια άλλη μέρα πλησίον της ημέρας αυτής.
Εξαιτίας των μεγάλων διωγμών που υπέστησαν οι Χριστιανοί εκείνη την περίοδο και αφού ο πνευματικός της οικογενείας του, Άγιος Ιωσήφ ο Δαμασκηνός (†1860) και πλήθος χριστιανών μαρτύρησαν στη Δαμασκό, η οικογένεια Χαβαβίνυ (Hawaweeny) αναγκάστηκε να καταφύγει στη Βηρυττό για την ασφάλειά της.
Εκεί ήταν λοιπόν και ο τόπος όπου ο μελλοντικός άγιος αντίκρυσε το πρώτο φως της ημέρας και όχι στην πόλη των γονιών του.
Στη γιορτή των Θεοφανείων το 1861, βαπτίστηκε και πήρε το όνομα Ραφαήλ και αργότερα, την άνοιξη του ίδιου έτους, η οικογένεια κατάφερε να επιστρέψει στη Δαμασκό.
Το παιδί ολοκλήρωσε με επιτυχία την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά το 1874 ο πατέρας του δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στα δίδακτρα του γιου του.
Ευτυχώς η βοήθεια ήρθε από τον Διάκονο Αθανάσιο Ατάλα (Atallah) (μετέπειτα Μητροπολίτη Εμέσης - Homs, ο οποίος πρότεινε στον τότε Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο να δεχθεί τον Ραφαήλ ως φοιτητή στο Πατριαρχείο προκειμένου να προετοιμασθή για την ιερωσύνη.
Ήταν τόσο καλός φοιτητής που το 1877 επελέγη αναπληρωτής Καθηγητής.
Το έτος που ακολούθησε τοποθετήθηκε Καθηγητής της αραβικής και της τουρκικής γλώσσας. Στις 28 Μαρτίου 1879 εκάρη μοναχός από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ιερόθεο και παρέμεινε κοντά του προσφέροντας τη διακονία του με αφοσίωση και υπακοή.
Καθώς η Σχολή Μπαλαμάντ είχε κλείσει από το 1840, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ ο Γ΄ ζήτησε από τον Πατριάρχη Αντιοχείας να στείλει τουλάχιστον έναν ικανό φοιτητή ώστε να φοιτήσει με υποτροφία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης κι έτσι ο Άγιος Ραφαήλ ήταν εκείνος που επελέγη να σπουδάση στη Χάλκη.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1885, χειροτονήθηκε Διάκονος στη Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη.
Τον Ιούλιο του 1886, ο νεαρός διάκονος αποφοίτησε παίρνοντας το πτυχίο της Θεολογίας και επέστρεψε στη γενέτειρά του με την ελπίδα να υπηρετήσει εκεί την Εκκλησία.
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Γεράσιμος εντυπωσιάστηκε από τον διάκονο Ραφαήλ και συχνά τον έπαιρνε μαζί του στις ποιμαντικές επισκέψεις που πραγματοποιούσε. Όταν ο Πατριάρχης αδυνατούσε να παρευρεθεί, ο διάκονος Ραφαήλ ήταν εκείνος που τον εκπροσωπούσε κηρύττοντας στο λαό τον Λόγο του Θεού.
Ο διάκονος Ραφαήλ δεν ήταν ικανοποιημένος με το εύρος των γνώσεών του και διψούσε για περαιτέρω μόρφωση. Αυτή η δίψα δεν πήγαζε από προσωπική έπαρση ή φιλοδοξία, αλλά προερχόταν από τον διακαή πόθο του να ωφελήσει τους άλλους.
Τα λόγια του Βασιλιά Σολομώντα θα ταίριαζαν απόλυτα στον Άγιο Ραφαήλ : «δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι.». (Παροιμίαι Σολομώντος 9:9).
Γι’ αυτό, ζήτησε από τον Πατριάρχη Γεράσιμο να του επιτρέψει να πάει για μεταπτυχιακές σπουδές στη Ρωσία, υποσχόμενος να επιστρέψει και να υπηρετήσει ως γραμματέας του Πατριάρχη στη ρωσική γλώσσα.
Ο Πατριάρχης του έδωσε την ευχή του και ο Διάκονος Ραφαήλ έγινε δεκτός ως φοιτητής στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου.
Το 1889 ο Πατριάρχης Γεράσιμος έδωσε εντολή στο νεαρό διάκονο να αναλάβει τη θέση του Εξάρχου του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Μόσχα. Χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Επίσκοπο Σίλβεστρο, τον τότε διευθυντή της Ακαδημίας με εντολή του Πατριάρχη Γερασίμου.
Ένα μήνα αργότερα, χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Μόσχας Ιωαννίκιο και ανέλαβε επισήμως τη νέα του θέση.
Δύο χρόνια αργότερα, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ κατάφερε να μειώσει το χρέος του Πατριαρχείου Αντιοχείας στη Μόσχα από 65.000 ρούβλια σε 15.000 ρούβλια.
Επίσης κανόνισε να έρθουν στη Ρωσία είκοσι τέσσερις Σύριοι φοιτητές για την περαιτέρω εκπαίδευσή τους, ελπίζοντας να επιστρέψουν στη Συρία και να διδάξουν άλλους.
Ο Άγιος Ραφαήλ είχε πάντοτε, όπως προαναφέρθηκε, διακαή πόθο για τη διακονία του Θεού και του λαού του. Ιδιαίτερα για τον πονεμένο λαό της πατρίδας του. Είχε ιεραποστολικό φρόνημα και πνεύμα αυταπάρνησης.
Η ζωή του ήτανε Χριστοκεντρική και όχι εγωκεντρική και το μόνο που ποθούσε ήταν η διακονία της Εκκλησίας, βαδίζοντας στα ίχνη των Αγίων αυτής.
Έτσι το 1895 η Χάρις του Θεού κατεύθυνε τα βήματα του στην Αμερική.
Όταν άκουσε τις ανάγκες των συμπατριωτών του οι οποίοι ήταν διασκορπισμένοι σε μια ξένη χώρα, διέσχισε τον ωκεανό για να εργασθεί εκεί όπου τον καλούσε το καθήκον.
Ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 2 Νοεμβρίου 1895. Εκεί τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία Αράβων Ορθόδοξων Χριστιανών που περίμεναν τον πνευματικό ηγέτη τους από τη Ρωσία.
Στις 5 Νοεμβρίου 1895, την πρώτη Κυριακή που βρισκόταν στην Αμερική, λειτούργησε με τον Επίσκοπο Νικόλαο στη Ρωσική Εκκλησία της Νέας Υόρκης.
Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά την άφιξή του, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ βρήκε τον κατάλληλο χώρο στο νότιο μέρος του Μανχάταν για να διαμορφώσει ένα λατρευτικό χώρο και να λειτουργεί εκεί για τους ομοεθνείς του.
Ο Επίσκοπος Νικόλαος της Ρωσικής Εκκλησίας (τότε δεν υπήρχε στην Αμερική άλλη Ορθόδοξη δικαιοδοσία πλην της Ρωσικής) ευλόγησε το νέο ναό, ο οποίος αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο Αρχιεπίσκοπο Μύρων της Λυκίας.
Ο Άγιος Ραφαήλ παρέμεινε στη Νέα Υόρκη όπου δίδαξε, κηρύττοντας το Θείο Λόγο και τελώντας τις Ιερές Ακολουθίες. Δεν πέρασε πολύς καιρός ωστόσο μέχρι να πληροφορηθεί για κάποιες μικρότερες κοινότητες Αράβων Ορθόδοξων Χριστιανών, οι οποίες ήταν διάσπαρτες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Βόρειας Αμερικής.
Καθώς αυτοί οι Άραβες μετανάστες δεν είχαν κάποιο πνευματικό ποιμένα να φροντίζει γι’ αυτούς, δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι κάποιοι θα στρεφόταν σε άλλα δόγματα ή ότι θα παραμελούσαν εντελώς τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Αυτή ήταν μία διαρκής ανησυχία για τον Άγιο Ραφαήλ καθ’ όλη τη διάρκεια της διακονίας του.
Το καλοκαίρι του 1896, ο Άγιος Ραφαήλ επιχείρησε το πρώτο από τα πολλά ποιμαντικά ταξίδια σε όλη την ήπειρο. Επισκέφθηκε τριάντα πόλεις μεταξύ Νέας Υόρκης και Σαν Φρανσίσκο, αναζητώντας τα απολωλότα πρόβατα.
Έθρεψε τον πνευματικά πεινασμένο λαό με τον Λόγο του Θεού σε κάθε μέρος από το οποίο περνούσε, αγιάζοντας τους πιστούς διά των Ιερών Μυστηρίων της Εκκλησίας και όπου δεν υπήρχε Εκκλησία τελούσε την αναίμακτη θυσία στα σπίτια των πιστών.
Με άλλα λόγια, εκτέλεσε πλήρως τη διακονία του, σαν πραγματικός Ιεραπόστολος.
Το 1898, με την ευλογία του Επισκόπου Νικολάου, ο Άγιος Ραφαήλ κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο στο Νέο Κόσμο – ένα λειτουργικό Βιβλίο στα αραβικά, υπό τον τίτλο «Το Βιβλίο της Αληθινής Παρηγοριάς με Προσευχές προς το Θεό».
Αυτό το βιβλίο με τις λειτουργίες και τις προσευχές ήταν πολύ χρήσιμο στους ιερείς για την τέλεση των Θείων Λειτουργιών καθώς επίσης και στους λαϊκούς για την προσευχή στην προσωπική τους ζωή.
Η αγγλική έκδοση αυτού του βιβλίου που εκδόθηκε από τον Αρχιμανδρίτη Σεραφείμ Νασάρ χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.
Το 1898, το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου, ο Άγιος Ραφαήλ ξεκίνησε το δεύτερο ποιμαντικό του ταξίδι. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών του ποιμνίου του προχώρησε στη δημιουργία λατρευτικών χώρων για να τελούνται οι ιερές ακολουθίες.
Όταν επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, συνέταξε μία αναφορά προς τον Επίσκοπο Νικόλαο στην οποία εξέφραζε τις ανησυχίες του για τη διαποίμανση αυτών των κοινοτήτων. Με τις ευλογίες του Επισκόπου Νικολάου, ο Άγιος Ραφαήλ κάλεσε από τη Συρία, ιερείς οι οποίοι διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα για να εργασθούν στις νεοσυσταθείσες κοινότητες των αραβοφώνων. Επίσης αναζήτησε μορφωμένους λαϊκούς για χειροτονία.
Τον Μάρτιο του 1899, ο Άγιος Ραφαήλ έλαβε άδεια από τον Επίσκοπο Τύχωνα, διάδοχο του Επισκόπου Νικολάου στην Αμερική και μετέπειτα Πατριάρχη Μόσχας και Άγιο της Εκκλησίας μας (†1925), να ξεκινήσει τη διενέργεια εράνου για την αγορά γηπέδου για καθώς και για την ανοικοδόμηση ενός νέου Ναού που θα ανταποκρινότανε στις απαιτήσεις του πολυπληθούς ποιμνίου του.
Την άνοιξη ξεκίνησε για μία ακόμη ποιμαντική περιοδεία σε σαράντα τρεις πόλεις και κωμοπόλεις. Ταξιδεύοντας από στεριά και από θάλασσα, απτόητος από τα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησε, πέρασε επτά μήνες στις βορειοανατολικές, στις νότιες και στις κεντροδυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στο Τζόνσταουν (Johnstown) της Πενσυλβάνια, συμφιλίωσε τις διϊστάμενες ομάδες που από προσωπική έχθρα είχαν διαιρέσει την αραβική κοινότητα. Παρά το γεγονός ότι τα πολιτικά δικαστήρια δε στάθηκαν ικανά να φέρουν την ειρήνη στην κοινότητα αυτή, ο Άγιος Ραφαήλ αποκατέστησε την ηρεμία στις σχέσεις και έθεσε τέλος στις έντονες διαμάχες.
Κατά την παραμονή του στο Τζόνσταουν, έλαβε ένα τηλεγράφημα το οποίο τον ενημέρωνε ότι ο Μητροπολίτης Μελέτιος (Ντουμάνι) είχε εκλεγεί Πατριάρχης Αντιοχείας. Ο Άγιος Ραφαήλ με μεγάλη χαρά ανακοίνωσε στο λαό του ότι για πρώτη φορά μετά από εκατόν εξήντα οκτώ χρόνια, είχε εκλεγεί ένας Άραβας ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Αντιοχείας.
Μετά την εκλογή του νέου Πατριάρχη, ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ προτάθηκε να διαδεχθεί τον Μελέτιο ως Μητροπολίτης Λαοδικείας. Ο Πατριάρχης δήλωσε στην Ιερά Σύνοδο ότι ο π. Ραφαήλ είχε αρχίσει στην Αμερική ένα σπουδαίο έργο που δεν θα έπρεπε να μαραθή τώρα που είναι στην ανάπτυξη του με την τυχόν απομάκρυνση του καθοδηγητή του.
Το 1901, ο Μητροπολίτης Βηρυττού Γαβριήλ ζήτησε από τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ, να γίνει Βοηθός Επίσκοπός του. Εν τούτοις εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν μπορούσε να αφήσει το ποίμνιό του στην Αμερική. Πρώτα απ’ όλα ήθελε να οικοδομήσει μία μόνιμη εκκλησία και η κοινότητα των αράβων να αποκτήσει κοιμητήριο. Ο τελευταίος αυτός στόχος του επετεύχθη τον Αύγουστο του έτους 1901, όταν ο π. Ραφαήλ αγόρασε γήπεδο για κοιμητήριο στην περιοχή Mt Olivet στο Long Island.
Τον Δεκέμβριο του 1901 ο Αρχιμανδρίτης Ραφαήλ εξελέγη Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως (Zahleh) στο Λίβανο. Ο Πατριάρχης Μελέτιος έστειλε τηλεγράφημα για να τον συγχαρεί και να του ζητήσει να επιστρέψει.
Ο π. Ραφαήλ ευχαρίστησε τον Πατριάρχη, αλλά και πάλι αρνήθηκε. Απαντώντας έγραψε στον ότι επιθυμεί να ολοκληρώσει το έργο της ανοικοδόμησης ενός ναού για τη συριακή κοινότητα της Νέας Υόρκης.
Τη χρονιά που ακολούθησε, αγόρασε την εκκλησία του Αγίου Ειρηναίου στο Μπρούκλιν και την προσάρμοσε στα πλαίσια της Ορθόδοξης λατρείας. Ο Επίσκοπος Τύχων εγκαινίασε το ναό προς μεγάλη χαρά των πιστών. Έτσι το δεύτερο μεγάλο έργο του Αγίου Ραφαήλ είχε πλέον ολοκληρωθεί.
Καθώς συνεχώς αυξανόταν ο αριθμός των ορθοδόξων ενοριών στην Βόρεια Αμερική, ήταν αδύνατο για τον Επίσκοπο Τύχωνα να ανταποκριθεί στις πολλαπλές απαιτήσεις του ορθοδόξου ποιμνίου του.
Για τον λόγο αυτό ο Επίσκοπος Τύχων πρότεινε στη Ρωσική Ιερά Σύνοδο, να μεταφερθεί η έδρα της Επισκοπής από το Σαν Φρανσίσκο στη Νέα Υόρκη λόγω του ότι οι περισσότερες ενορίες καθώς και ο λαός είχαν συγκεντρωθεί στα ανατολικά.
Επειδή οι ομάδες των ανθρώπων που ανήκαν σε διαφορετικές εθνικότητες έχρηζαν ιδιαίτερης εποπτείας και ποιμαντικής καθοδήγησης, ο Επίσκοπος Τύχων πρότεινε τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ ως δεύτερο Βοηθό του Επίσκοπο (ο πρώτος ήταν ο Επίσκοπος Αλάσκας).
Το 1903, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας ομόφωνα εξέλεξε τον Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ, Επίσκοπο Μπρούκλιν, διατηρώντας τον ταυτόχρονα στη θέση του επικεφαλής της Συροαραβικής Ορθοδόξου Ιεραποστολής στη Βόρεια Αμερική. Η Ιερά Σύνοδος ανακοίνωσε την εκλογή του Αρχιμανδρίτη Ραφαήλ ως Επισκόπου στον Πατριάρχη Αντιοχείας Μελέτιο, ο οποίος ικανοποιήθη από αυτή την απόφασή τους.
Ο Επίσκοπος Τύχων έγραψε στον Άγιο Ραφαήλ για να τον ενημερώσει για την εκλογή του και εκείνος με τη σειρά του, του έστειλε μία απαντητική επιστολή όπου έκανε αποδεκτή την εκλογή του. Στο μεταξύ, ο Αρχιμανδρίτης Ιννοκέντιος (Pustynsky) εξελέγη ως πρώτος Βοηθός Επίσκοπος του Τύχωνα και χειροτονήθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας του Καζάν στην Αγία Πετρούπολη.
Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών του 1904, ο Άγιος Ραφαήλ χειροτονήθηκε πρώτος Ορθόδοξος Επίσκοπος που η χειροτονία εγένετο επί αμερικανικού εδάφους.
Οι Επίσκοποι Τύχων και Ιννοκέντιος τέλεσαν τη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου στο Μπρούκλιν. Τα καινούρια άμφια του Επισκόπου ήταν δώρο από τον Τσάρο Νικόλαο Β΄. Μετά τη χειροτονία του ο Επίσκοπος Ραφαήλ συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, χειροτονών ιερείς, εγκαθιστών αυτούς σε ενορίες και βοηθών τον Επίσκοπο Τύχωνα στη διοίκηση της Επισκοπής.
Στα τέλη του 1904, ο Επίσκοπος Ραφαήλ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήση στην έκδοση ενός περιοδικού με τίτλο «Ελ Καλίμα» (Al-Kalimat) ,(Ο Λόγος), ως επίσημη έκδοση της Συροαραβικής αποστολής.
Το περιοδικό αυτό θα συνέδραμε στη δημιουργία ενός στενότερου δεσμού μεταξύ του ποιμένα, του λαού και των ενοριών της Επισκοπής. Ο Επίσκοπος Ραφαήλ γνώριζε πως δεν θα μπορούσε να επισκεφθεί προσωπικά όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς κατά μήκος της Βορείου Αμερικής.
Ωστόσο με τη βοήθεια του γραπτού λόγου, θα ήταν σε θέση να κηρύξει τον λόγο της σωτηρίας, ακόμη και σε ανθρώπους τους οποίους δε θα συναντούσε ποτέ. Το περιεχόμενο του περιοδικού είχε πνευματικό, ηθικό και εκκλησιαστικό, για να ενισχύσει την πίστη των ανθρώπων.
«Ο Λόγος» θα εστίαζε τη θεματολογία του στις: δογματικές αλήθειες, στα ηθικά διδάγματα, στα ιστορικά και σύγχρονα εκκλησιαστικά ζητήματα και στο τέλος κατέγραφε χρονικό βαπτίσεων, γάμων κ.λπ. αλλά και επίσημες ανακοινώσεις.
Το πρώτο τεύχος τυπώθηκε τον Ιανουάριο του 1905 και ο Άγιος Ραφαήλ θεώρησε το γεγονός αυτό ίσης σημασίας με την απόκτηση του Καθεδρικού Ναού του Αγίου Νικολάου στο Μπρούκλιν και του κοιμητηρίου στο Long Island.
Τον Ιούλιο του 1905, ο Επίσκοπος Ραφαήλ εγκαινίασε τη Μονή Αγίου Τύχωνος στη Νότια Χαναάν (South Canaan) της Πενσυλβάνια και το ορφανοτροφείο που κτίσθηκε κοντά στη Μονή.
Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Επίσκοπος Ραφαήλ φρόντισε το συνεχώς αυξανόμενο ποίμνιό του. Την ανάπτυξη της κοινότητάς στη Νέα Υόρκη ακολούθησε η μέριμνα για τους νέους.
Επειδή ανησυχούσε για το μέλλον τους, ήθελε να ιδρύσει ένα νυχτερινό σχολείο για να λάβουν χριστιανική παιδεία, καθώς το μέλλον της Εκκλησίας στη χώρα αυτή βασιζόταν στην εκπαίδευση των νέων. Τα παιδιά που δεν μιλούσαν αραβικά ήδη πήγαιναν σε μη Ορθόδοξες εκκλησίες όπου τα μαθήματα του Κατηχητικού πραγματοποιούνταν στην αγγλική γλώσσα.
Ο Επίσκοπος Ραφαήλ διεπίστωσε την ανάγκη για χρήση των αγγλικών τόσο στη λατρεία όσο και στην εκπαίδευση, για τη μελλοντική ανάπτυξη της Συροαραβικής Αποστολής.
Τον Μάρτιο του 1907, ο Άγιος Τύχωνας επέστρεψε στη Ρωσία και αντικαταστάθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Πλάτωνα. Για μία ακόμη φορά ο Άγιος Ραφαήλ τέθηκε υποψήφιος το 1908 για την Επισκοπική Έδρα στη Συρία, προκειμένου να διαδεχτεί τον Πατριάρχη Γρηγόριο ως Μητροπολίτης Τριπόλεως. Η Ιερά Σύνοδος της Αντιοχείας αφαίρεσε το όνομα του Επισκόπου Ραφαήλ από τη λίστα με τα ονόματα των υποψηφίων, επικαλούμενη τους Ιερούς Κανόνες που απαγόρευαν το μεταθετό των Επισκόπων.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας του 1911, ο Επίσκοπος Ραφαήλ τιμήθηκε για τη δεκαπενταετή ποιμαντική του διακονία στην Αμερική.
Ο Αρχιεπίσκοπος Πλάτωνας, του απένειμε μία ασημένια εικόνα του Χριστού και τον επάινεσε για το έργο του. Λόγω της ταπεινοφροσύνης του, ο Επίσκοπος Ραφαήλ δεν μπορούσε να κατανοήσει το λόγο για τον οποίο έπρεπε να τιμηθή επειδή έκανε αυτό που όφειλε να κάνει. Θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο διάκονο του Υψίστου αν και εκτελούσε τέλεια το έργο του.
Στα τέλη του 1912,ο Επίσκοπος Ραφαήλ αρρώστησε. Οι γιατροί διέγνωσαν ότι έπασχε από την καρδιά του που ήταν και η τελική αιτία θανάτου του. Δύο εβδομάδες αργότερα ένιωσε αρκετά δυνατός ώστε να χοροστατήσει στη Θεία Λειτουργία στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου.
Κατά τα έτη 1913-1914 ο Επίσκοπος συνέχισε τις ποιμαντικές επισκέψεις του σε διάφορες πόλεις.
Το 1915 αρρώστησε και πάλι και παρέμεινε για δύο μήνες στο σπίτι, υπομένοντας την ασθένειά του με καρτερία, εμπιστοσύνη στο Θεό και προσευχή. Εκοιμήθη οσιακά στις 27 Φεβρουαρίου 1915.
Από τη νεότητά του, η επιθυμία του Αγίου Ραφαήλ ήταν να υπηρετεί την Εκκλησία. Όταν ήρθε στην Αμερική βρήκε το λαό του διασκορπισμένο και τον κάλεσε σε ενότητα. Ποτέ δεν παραμέλησε το ποίμνιό του, αλλά ταξίδευε σε όλη την Αμερική, τον Καναδά και το Μεξικό, προς αναζήτησή του ώστε να μπορέσει να το φροντίσει.
Κράτησε το λαό του μακριά από τον κίνδυνο του προσηλυτισμού σε ξένα δόγματα και τον προστάτεψε από κάθε πνευματική απώλεια. Κατά την εικοσαετή, γεμάτη ευλάβεια διακονία του γαλούχησε και βοήθησε το ποίμνιό του ώστε να αναπτυχθεί. Όταν εκοιμήθη, η Συροαραβική Αποστολή είχε τριάντα ενορίες με 25.000 πιστούς.
Ήταν επίσης λόγιος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Έγραψε πολλά, αν όχι τα περισσότερα, άρθρα που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ο Λόγος».
Υπηρέτησε τη δική του αραβική κοινότητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους Έλληνες και τους Ρώσους μιλώντας τους στη μητρική τους γλώσσα.
Μιλούσε εκτός από τα αραβικά, τη μητρική του γλώσσα, άπταιστα την αγγλική, τη ρωσική και την ελληνική, επέτρεψε τη χρήση της αγγλικής στη Θεία Λειτουργία καθώς και σε εκπαιδευτικά προγράμματα.
Ο Άγιος Ραφαήλ ήρθε σε επικοινωνία με ορθοδόξους κάθε εθνικότητος και φυλής και έγινε γι’ αυτούς ο ήρεμος πατέρας.
Κέρδισε την αγάπη και το σεβασμό τους, πρώτα από την αγάπη του προς αυτούς αλλά επίσης μέσα από τη γοητευτική του προσωπικότητα και τον εξαίρετο χαρακτήρα του.
Ήταν πάντα ευγενικός, φιλεύσπλαχνος και συγκαταβατικός με τους άλλους, αλλά αυστηρός με τον εαυτό του. Στην επίγεια πολιτεία του διηκόνησε με πνεύμα θυσίας και προσφοράς τον Θεό και τον άνθρωπο και τώρα συμπορεύεται με τους αγγέλους στην αέναη προσευχή και δοξολογία προς του Θεού.
Το 2000 έγινε η επίσημη αναγραφή του ονόματος του στις αγιολογικές δέλτους της Ρωσικής Εκκλησίας.