Άρθρα - Απόψεις

Η συνάντηση μεταξύ των δυο Παπών - "Είμαστε αδέλφια"

images

Του Ιωάννη Λότσιου, για την Romfea.gr

Μιλώντας αποκλειστικά στο ραδιόφωνο του Βατικανού ο Φεντερίκο Λομπάρντι, αποκαλύπτει ορισμένες λεπτομέρειες της ιστορικής συνάντησης μεταξύ των δύο Παπών.

Στο παρεκκλήσι ο ''Επίτιμος Πάπας'' πρόσφερε την τιμητική του θέση  στον Πάπα Φραγκίσκο Α΄ο οποίος  του είπε ότι ''είμαστε αδέλφια''.

Η ενδυμασία του "Επίτιμου Πάπα" ήταν απλή, ένα απλό λευκό ράσο!

Είναι ενδεικτικό ότι ο "Επίτιμος Πάπας Βενέδικτος", θέλοντας να προστατεύσει τυχόν σχίσματα και έριδες μεταξύ των Καρδιναλίων και περισσότερο να αποτρέψει να γίνει ένας Αντίπαπας, είχε ορίσει απο την αρχή την πλήρη υπακοή του στον νέο Πάπα.

Επίσης υποχρέωσε για πρώτη φορά την δήλωση όρκου υποταγής και αφοσίωσης στον νέο Πάπα με Παπική βούλα, δημόσια και όχι μόνο στην διαδικασία της εκλογής.

Να αναφερθεί ότι στην διαδικασία εκλογής οι Καρδινάλιοι δίνουν όρκο υπακοής, κάτι που για πρώτη φορά έγινε και δημόσια.

Από την ημέρα της εκλογής του ο Πάπας Φραγκίσκος χρησιμοποιεί τον τίτλο ’’Επίσκοπος Ρώμης’’ και για τον ίδιο και για τον Πάπα Βενέδικτο.

Πριν λίγες μέρες ανέφερε στους εκπροσώπους των εκκλησιών και των θρησκειών τα εξής: ''Ένας τίτλος που ανήκει στον "Επίσκοπο Ρώμης" είναι και του "Ποντίφικα", που είναι ο οικοδόμος ή η γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης..."

Μια νέα σημασία επίσης ήταν και του "Προστάτου" αφού και η επίσημη ενθρόνιση του, έγινε την ημέρα του Αγίου Ιωσήφ προστάτου της Αγίας Οικογένειας.

Παρατηρούμε μια επιφανειακή μείωση του Παπικού Πρωτείου, μια φαινομενική παρουσίαση του Πάπα ως "Επισκόπου Ρώμης", κάτι που γίνεται από τον ίδιο…

Εντούτοις όμως στα Κείμενα της Α’ και Β’ Βατικανής είναι θέμα ουσιαστικό της πίστεως και εχέγγυο της χριστιανικής ιδιότητας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Το επιφανειακό με το γραπτό μπορεί να ταυτιστεί;. Δηλαδή, δεν είμαι ο υπέρτατος ''Επίσκοπος'' αλλά και δεν είμαι και σαν τους άλλους;

Το θέμα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη..

 

Το Μάθημα των Θρησκευτικών απαιτεί συνεργασία και όχι αντιπαράθεση

images

Tου Θεόδωρου Ξ. Γιάγκου, Καθηγητού Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. - Το Μάθημα των Θρησκευτικών στις διάφορες πτυχές του (χαρακτήρας, προγράμματα σπουδών, διδάσκοντες, status κ. άλ.) είναι σύνθετη υπόθεση και θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με υπευθυνότητα και περίσκεψη.

Δεν προσεγγίζεται παρορμητικά, ούτε οι σχετικές συζητήσεις θα πρέπει να απευθύνονται στο θυμικό, καθόσον σε αυτή την περίπτωση στενεύουν τα όρια του γόνιμου διαλόγου σε επικίνδυνο βαθμό. Χωρίς να θέλω να γίνω μάντης κακών, ο τρόπος που διεξάγονται εσχάτως τα μονοφωνικά συνέδρια (περίπου ωσάν εκείνα των κομματικών νεολαιών ολοκληρωτικών πεπ οιθήσεων), η διγλωσσία, που είναι εξόφθαλμη σε όσους γνωρίζουν πρόσωπα και κείμενα, και άλλες αποσπασματικές εκτιμήσεις φοβούμαι πολύ ότι δεν θα αποβούν προς όφελος του μαθήματος.

2. Στη χριστιανική παράδοση πολλά ζητήματα, πριν έρθουν στο πεδίο της αντιπαράθεσης, επιλύονται θετικά, στο πνεύμα της σοφότατης παραίνεσης του Κυρίου: «Εάν αμάρτη ο αδελφός σου, ύπαγε έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου˙ εάν σου ακούση, εκέρδησας τον αδελφόν σου˙ εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή πάν ρήμα˙ εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη Εκκλησία˙ εάν δε και της Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης». Αυτή η καταλυτική πρόταση επιλύσεως των διαφορών στην περίπτωση των συζητήσεων για τα νέα προγράμματα σπουδών του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει αγνοηθεί πλήρως, ακόμη και από σεβαστά πρόσωπα.

Διαφαίνεται στην πράξη η προτίμηση να υψωθούν φραγμοί και να σχηματισθούν παρατάξεις, μη υπαγομένων των επίμαχων θεμάτων στη νηφάλια διαβούλευση. Έτσι όμως δεν αντιμετωπίζεται σωστά το ζήτημα, αλλά «μάλλον θόρυβος γίνεται». Είμαι απολύτως βέβαιος ότι, αν είχαν κληθεί (ο Κύριος μάλιστα λέει ύπαγε και όχι κάλεσον) τα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τη σύνταξη των νέων προγραμμάτων σπουδών από τους ενισταμένους, οι ασάφειες ή οι παρεξηγημένες φράσεις θα είχαν διευκρινισθεί και τα όποια λάθη θα είχαν αντιμετωπισθεί πολύ εύκολα, ασύγκριτα πιο δημιουργικά.

Αντί τούτου προκρίθηκε ο επώδυνος για την Εκκλησία και τη Θεολογία τρόπος της αντιπαράθεσης, ενίοτε με έντεχνη ή κακόγουστη συκοφαντία, και πάντως με άγνοια σημαντικών παραμέτρων του ζητήματος. Θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Έχει δημόσια υποστηριχθεί ότι η Επιτροπή συγκροτήθηκε από μια παρέα θεολόγων που κατόρθωσε να αποσπάσει, λίγο-πολύ «εν κρυπτώ», την ανάθεση της εκπόνησης των νέων προγραμμάτων από το Υπουργείο Παιδείας, ερήμην τρόπον τινά των εκκλησιαστικών και των θεολογικών φορέων. Η αλήθεια όμως δεν είναι αυτή.

Η Επιτροπή συγκροτήθηκε ύστερα από προκήρυξη ανοιχτού διεθνούς διαγωνισμού και μάλιστα για όλα τα μαθήματα του Δημοτικού και του Γυμνασίου στο πλαίσιο του «Νέου Σχολείου» και η οποία προκήρυξη ήταν αναρτημένη στη ΔΙΑΥΓΕΙΑ για αρκετούς μήνες.

Ο διαγωνισμός εντασσόταν στο πλαίσιο και στους κανόνες των συγχρηματοδοτουμένων προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Επομένως όποιος είχε τα προσόντα, θα μπορούσε να θέσει υποψηφιότητα. Η εκ των υστέρων διαμαρτυρία, για τη μη συμμετοχή στην Επιτροπή, είναι, νομίζω, ανώφελη. Θα πρέπει περαιτέρω να υπογραμμισθεί ότι η σύνταξη πλέον αυτών των προγραμμάτων σπουδών δεν γίνεται με απευθείας ανάθεση έργου, όπως παλαιότερα, αλλά με την ανοιχτή διαδικασία του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου η πρόταση που διατυπώθηκε σε πρόσφατο συνέδριο: τα νέα προγράμματα να αποσ υρθούν και να ανατεθεί σε φορείς (Εκκλησία, ΠΕΘ κ. άλ.) η σύνταξη άλλων, ως μη συμβατή προς την ισχύουσα διαδικασία, είναι παράτυπη, κατά συνέπεια δεν θα έχει αγαθή τύχη.

3.Ο Μ. Βασίλειος έχει μια καυστική και συνάμα σοφή ρήση: «Καταγελώ τον των νομοθεσιών τους καιρούς μη διακρίνοντα». Δυστυχώς τα πράγματα στον τόπο μας δεν είναι όπως παλαιότερα. Σήμερα στα σχολεία μας η ετερότητα είναι υπαρκτή και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις σχολικών τμημάτων αριθμητικά υπερέχει. Περαιτέρω διακρίνεται ένας υφέρπων ισχυρός αντίλογος που όλο και περισσότερο καθίσταται κριτικός (θα έλεγα απορριπτικός) προς τον χαρακτήρα του μαθήματος που μέχρι τώρα γνωρίζαμε.

Είναι γνωστές οι κατ’ ακολουθία (και αντιφατικές) εγκύκλιοι του Υπουργού Ευρ. Στυλιανίδη που καθιστούσαν το μάθημα προαιρετικό, όπως είναι επίσης γνωστό ότι ισχυρές πολιτικές δυνάμεις της Χώρας δεν εκδηλώνουν απέναντι στο μάθημα την ευνοϊκότερη στάση. Παράλληλα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Χώρα μας εδώ και κάποιους μήνες πληρώνει πρόστιμο, γιατί δεν συμμορφώθηκε προς την Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (95/46/ΕΚ) για την απάλειψη του θρησκεύματος από τους σχολικούς τίτλους. Έτσι μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ανοίγεται και ένα νέο παράθυρο για να τεθεί και δια άλλης οδού το ζήτημα του προ αιρετικού χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών. Γιατί πώς αλλιώς οι αρμόδιες αρχές θα γνωρίζουν το θρήσκευμα των μαθητών, αν αυτό δεν αναγράφεται στους τίτλους (και στα άλλα έγγραφα); Η μόνη περίπτωση που διαφαίνεται είναι με κάποια δήλωση των γονέων. Αλλά πόσοι γονείς θα είναι πρόθυμοι να κάνουν μια τέτοια δήλωση;

Δεν θέλω να χρωματίσω με μαύρο το σκηνικό, αλλά να υπογραμμίσω ότι δεν θα πρέπει να εφησυχάζουμε για το ζήτημα του υποχρεωτικού χαρακτήρα του μαθήματος και ότι θα πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι ενώπιον των προκλήσεων, καθόσον τα θέματα είναι ακόμη ανοιχτά.

4.Έχοντας υπόψη τη διαμορφούμενη κατάσταση, τα Θεολογικά Τμήματα των δύο Θεολογικών Σχολών μας, πριν από τρία περίπου χρόνια, συζήτησαν εκτεταμένα αυτά και άλλα ζητήματα και τάχθηκαν υπέρ ενός υποχρεωτικού, γνωσιολογικού χαρακτήρα, μαθήματος των Θρησκευτικών, στο οποίο θα διδάσκονται και πτυχές της ιστορίας και της διδασκαλίας των μεγάλων θρησκειών του κόσμου, όπως εξάλλου γίνεται και με τα γνωστικά αντικείμενα της Θρησκειολογίας των προγραμμάτων σπουδών τους. (Οι προτάσεις των Τμημάτων ετέθησαν υπόψη του Υπουργείου). Τα Θεολογικά Τμήματα κατέληξαν σε αυτή την επιλογή συνεκτιμώντας και το καλώς νοούμενο συμφέρον των πτυχιούχων και των θεολόγων εκπαιδευτικών.

5.Από διάφορους κύκλους υποστηρίζεται το Ομολογιακό μάθημα, θεωρούμενο αυτό ως συνεπέστερο προς την εκκλησιαστική μας ταυτότητα. Εάν οι σύγχρονοι «καιροί των νομοθεσιών» ευνοούσαν αυτόν τον χαρακτήρα χωρίς να δημιουργούνται άλλα προβλήματα, θα τασσόμουν και εγώ ανεπιφύλακτα υπέρ αυτής της θέσεως.

Όμως υπάρχει μια σημαντική παράμετρος, την οποία θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη: η ευθύνη της διδασκαλίας του Ομολογιακού μαθήματος ανήκει στην Εκκλησία, η οποία έχει και την αρμοδιότητα του κανονικού ελέγχου όχι μόνο της διδακτέας ύλης αλλα κυρίως των διδασκάλων. Εξάλλου η προσωπικότητα του διδασκάλου είναι αυτή που εμπνέει τις αλήθειες της πίστεως και μυεί στα μυστήρια της Εκκλησίας.

Ποιοί όμως θα μπορούν να διδάξουν Ομολογιακό μάθημα στο Δημοτικό σχολείο; Οι δάσκαλοι; Μα αυτοί στις πανεπιστημιακές τους σπουδές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν διδάχτηκαν ούτε ένα θεολογικό μάθημα. Το χειρότερο δε είναι ότι πολλοί από αυτούς δεν γνωρίζουν καν πού είναι η πόρτα της Εκκλησίας, ενώ ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός δασκάλων δηλώνουν άθρησκοι. Είναι μαρτυρημένο ότι αυτοί, κατ ά τη διδασκαλία του μαθήματος στα μικρά παιδιά, συνήθως απαξιώνουν ποικιλοτρόπως το μάθημα και το περιεχόμενό του. Αυτούς θα ήθελαν ποτέ οι πατέρες της Εκκλησίας και οι κανονικοί νομοθέτες να είναι οι διδάσκαλοι του Ομολογιακού μαθήματος; Δυστυχώς εν τω αυτώ κρίματι βρίσκονται και κάποιοι θεολόγοι καθηγητές.

Θα πρέπει εν προκειμένω οι γνήσιοι (και οι εσχάτως ευκαιριακοί) Ηρακλείς του Ομολογιακού μαθήματος να μας υποδείξουν τη λύση του συγκεκριμένου προβλήματος και ταυτόχρονα να κατοχυρώσουν επαρκώς την πρότασή τους νομικά, υποδεικνύοντας και τη διαδικασία του κανονικού ελέγχου των διδασκόντων, και θα είμαι ο πρώτος που θα υποστηρίξω τον συγκεκριμένο χαρακτήρα του μαθήματος.

Πάντως, αν η πρόταση είναι: η κάθε μία θρησκεία που αντιπροσωπεύεται στα σχολεία από τους πιστούς-μαθητές της να διδάσκεται από τους οικείους διδασκάλους («ομολογητές»), επιτρέψατέ μου να διαφωνήσω για την ορθότητά της. Όχι μόνο γιατί το Σχολείο ενδεχόμενα θα γίνει πεδίο θρησκευτικής αντιπαράθεσης, π.χ από την πλευρά των διδασκόντων, αλλά και για άλλους σοβαρότερους λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν.

Θα αναφέρω μόνο την εξής εύλογη σκέψη: αν επιθυμούμε να είναι επιτυχημένο το Ομολογιακό μάθημα, θα πρέπει πρώτα να διασφαλισθούν ικανοί (σε ήθος, σε γνώσεις και σε πνευματικότητα) δάσκαλοι και έπειτα να διεκδικηθεί ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του μαθήματος. Διαφορετικά υπάρχει το ενδεχόμενο δίπλα στους ποικιλοτρόπως ακατάρτιστους (θεολογικά, κοινωνικά κλπ) δασκάλους του ορθοδόξου Ομολογιακού μαθήματος, να ευρίσκονται καλά καταρτισμένοι δάσκαλοι του αντίστοιχου μαθήματος άλλων θρησκειών (και ομολογιών), οι οποί οι θα ασκούν τη γοητεία του νέου και άγνωστου και θα ελκύουν την προσοχή, εξαιτίας της αντίδρασης των μαθητών στο κακώς θεωρούμενο κατεστημένο. Οπότε μπορεί ο καθένας να υποθέσει ποιο θα είναι ενδεχόμενα το αποτέλεσμα.

6.Στα νέα προγράμματα το 70% και πλέον της ύλης αναφέρεται στη θρησκευτική μας παράδοση (δηλαδή αναδεικνύει την ορθόδοξη διδασκαλία ως σύμφυτο στοιχείο του πολιτισμού μας μέσα από τα βιβλικά και πατερικά κείμενα, τα πρόσωπα των αγίων, τους ορθόδοξους θεσμούς κλπ) και το υπόλοιπο στη χριστιανική παράδοση της Ευρώπης και τα μεγάλα θρησκεύματα του κόσμου. Τα συγκεκριμένα ποσοστά δεν διαφέρουν κατά πολύ από αυτά των ισχυόντων προγραμμάτων.

Στα νέα προγράμματα προβάλλεται όπως και στα ισχύοντα ο γνωσιολογικός χαρακτήρας του μαθήματος, με τά ση να γίνει γνωστή στο μαθητή και η ετερότητα, που έτσι κι αλλιώς είναι υπαρκτή στα σχολεία. Αν με το 70% και πλέον που αφιερώνεται στη διδασκαλία της παράδοσής μας ο μαθητής δεν μπορέσει να γνωρίσει την ορθόδοξη ταυτότητά του, επιτρέψατέ μου να πιστεύω ότι δεν θα την βρει ούτε με το 100%. Περαιτέρω, γιατί να εκφράζουμε φόβους ότι με το 15% περίπου που έχει θρησκειολογικό περιεχόμενο θα επέλθει σύγχυση στους ορθόδοξους μαθητές, και να μην βλέπουμε το αντίθετο: ότι δηλαδή η ετερότητα θα έχει τη δυνατότητα με ένα καλά οργανωμένο μάθημα να γνωρίσει την παράδοση του τόπου μας.

Εδώ ακριβώς πρέπει να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας: πώς να προσφέρουμε στους άλλους τον πλούτο της ορθοδοξίας. Αυτό όμως είναι υπόθεση πρωτίστως του δασκάλου.

7.Όταν, πριν από την Ημερίδα που οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη «Ο Μέγας Βασίλειος» με αντικείμενο το μάθημα των Θρησκευτικών και τα νέα προγράμματα σπουδών στις 17 Φεβρουαρίου, ζήτησα από τον π. Μιχαήλ Σαντοριναίο (εγώ είμαι ο Καθηγητής που αυτός αναφέρει ανωνύμως στο δημοσίευμά του στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων ΡΟΜΦΑΙΑ), να συμμετέχει στο πάνελ των ομιλητών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, πίστευα ότι έτσι θα συμβάλω στην αντικειμενική ενημέρωση των παρισταμένων.

Δεοντολογικά, εξάλλου, προηγείται η παρουσίαση των προγραμμάτων και έπεται η κριτική για αυτά. Ήταν μία άριστη ευκαιρία για γόνιμο διάλογο, πάντοτε προς ανάδειξη της αλήθειας και προς όφελος του μαθήματος. Ο π. Μιχαήλ αρχικά δέχθηκε με ευχαρίστηση την πρότασή μου. Όμως στη συνέχεια, τρεις ημέρες πριν την εκδήλωση, υπαναχώρησε, λέγοντάς μου ότι ένας από τους εισηγητές αρνείται να παρευρίσκεται στο ίδιο πάνελ με το μέλος της Επιτροπής. «Ο νοών νοείτω». Θα πρέπει συναφώς να υπογραμμισθεί ότι, όταν καλούνται πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, η ευγένεια και η ακαδημαϊκή τάξη απαιτούν αυτοί να αντιμετωπίζονται επί ίσοις όροις.

Οι υπόλοιπες λεπτομέρειες παρέλκουν και δεν νομίζω ότι ενδιαφέρουν ουσιαστικά τον αναγνώστη. Είναι προφανές ακόμα και από το δημοσίευμα που υπογράφεται από τον π. Μιχαήλ ότι η πρόθεση των οργανωτών της Ημερίδας ήταν να γίνει στους παρισταμένους στοχευμένη ενημέρωση. Το ζήτημα του μαθήματος είναι πολύ σοβαρό και χρειάζεται συνεργασία και όχι αντιπαράθεση. Καλή Σαρακοστή.

Τα όπλα μας...!

images

Του Σεβ. Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

Εισήλθαμε στο στάδιο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής. 
Προσπαθούμε καθημερινά να θεραπευθούμε από τα πάθη μας, τα οποία σαν πελώρια κύματα είναι έτοιμα να καταποντίσουν το πλοιάριο της υπάρξεώς μας.


Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ένα στάδιο. Και το στάδιο αυτό δεν έχει κερκίδες. Δεν μπορεί κανείς να είναι θεατής παρά μόνο αγωνιστής.


Η πάλη μας δεν είναι προς αίμα και σάρκα αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας, προς τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις (Προς Εφεσίους 6, 12).

Τα όπλα μας σ’ αυτή την πάλη μας τα περιγράφει ο ιερός υμνογράφος σε ένα από τα τροπάρια των αίνων, της Κυριακής της Τυρινής.


Α) Η πανοπλία του Σταυρού. Εμείς οι Χριστιανοί έχουμε ως όπλο τον Τίμιο Σταυρό. Το αποτρόπαιο όργανο της καταδίκης του Ιησού Χριστού, έγινε τρόπαιο νίκης, σημαία θριάμβου, θυρεός πίστεως, όπλον ακαταμάχητον και δαιμόνων αντίπαλος. 
Θα είναι όμως βοηθός ο Σταυρός στη ζωή μας, αν πιστεύουμε στο Σταυρωθέντα και Αναστάντα Κύριό μας και αν τον σημειώνουμε, δηλαδή το Σταυρό, σωστά στο σώμα μας.
Γιατί απλούστατα εμείς οι νεοέλληνες ανάμεσα στα άλλα που ξεχάσαμε, αστοχήσαμε στο να κάνουμε το σημείο του Σταυρού και όταν κάνουμε το Σταυρό μας να μη το σχηματίζουμε σωστά, ενώ θα έπρεπε να αρχίζουμε και να κλείνουμε την ημέρα μας μ’ αυτό ζητώντας τη βοήθεια του Θεού και να μην εμπαίζουμε το πάθος του Κυρίου μας. Απομακρυνθήκαμε, ακόμα, από το Χριστό αφού ντρεπόμαστε να κάνουμε το Σταυρό μας, όπως επιτάσσει η παράδοσή μας.

Β) Το τείχος της πίστεως. Κεφάλαιο για τον πνευματικό μας αγώνα αποτελεί η πίστη μας. 
Πιστεύουμε όπως διδάσκει η Εκκλησία μας. Κι όταν ακόμη συμφωνούμε με τη δογματική της Εκκλησίας μας αυτό δεν είναι αρκετό. Αποτελεί κατά το Μέγα Βασίλειο φλυαρία. 
Η πίστη μας πρέπει να είναι καρπός και συγχρόνως φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Τότε θα έχουμε τη σύζευξη ορθοδοξίας και ορθοπραξίας.


Γ) Η προσευχή ως θώραξ. Όπως ένας στρατιώτης χρησιμοποιεί την ανάλογη ενδυμασία, προκειμένου να διαφύγει τα βέλη του εχθρού, έτσι και ο Χριστιανός στον αγώνα του χρησιμοποιεί ως θώρακα την προσευχή. 
Η παράδοση των Πατέρων μας και η εμπειρία της Εκκλησίας, μάς έχει αφήσει σαν πολύτιμη παρακαταθήκη το «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». 
Μέσα σε λίγες φράσεις το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς», συνοψίζεται όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την προσευχή. Μακάρι στη ζωή μας μαζί με την Κυριακή Προσευχή να τις χρησιμοποιούσαμε κι αυτές. 
Θα ήμασταν οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι! 


Δ) Ως περικεφαλαία η ελεημοσύνη. Η αγάπη μας προς το Θεό εκφράζεται συγχρόνως και αγάπη προς το συνάνθρωπο.
Δεν μπορεί κανείς να πει ότι προσεύχεται και ότι αγαπά το Θεό, αν συγχρόνως δεν αγαπά και την εικόνα του Θεού που είναι ο άνθρωπος. 
Η ελεημοσύνη θα καλύψει πλήθος αμαρτιών. 
Θα μας ετοιμάσει τόπο στη Βασιλεία των Ουρανών.
Θα συνηγορήσει για μας στο φοβερό κριτήριο κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Θα είναι ο μόνος θησαυρός τον οποίο θα πάρουμε μαζί μας στο ουράνιο ταξίδι μας. 
Γι’ αυτό και στην παράδοσή μας τα χέρια αυτών που ελεούν καθημερινά παραμένουν αδιάλυτα και ευωδιάζοντα. Δείγματα της μεγάλης αρετής της ελεημοσύνης. 


Ε) Η νηστεία ως μάχαιρα. Το μαχαίρι που αποκόπτει κάθε κακία συνυφασμένο με τις παραπάνω αρετές είναι η νηστεία. Όχι απλώς σαν μια αλλαγή τροφών αλλά με τη στενή και την ευρεία σημασία της λέξεως. 
Νηστεία σημαίνει ολιγάρκεια για να συντηρήσουμε τον εαυτό μας προκειμένου να ασκήσουμε την αρετή της ελεημοσύνης.
 Νηστεία ακόμη ως «εγκράτεια γλώσσης, θυμού αποχή, επιθυμιών χωρισμός, καταλαλιάς ψεύδους και επιορκίας», όπως γράφει ο Μέγας Βασίλειος και ψάλλει ο ιερός υμνογράφος.


Είθε να μας βοηθήσει ο Θεός με τις πολλές πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων να χρησιμοποιήσουμε τα όπλα αυτά για να διανύσουμε την περίοδο της αμώμου νηστείας.

Η δύναμη και η αδυναμία των μικρών εναντίον της δύναμης και αδυναμίας των μεγάλων

images

Του  Μητροπολίτη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου Βασίλειου
 
Το οικονομικό πρόβλημα της Κύπρου αποκαλύπτει το σκληρό και άτεγκτο πρόσωπο του κεφαλαίου. Ομως η δίασταση του προβλήματος υπερβαίνει τα καθαρά οικονομικά πλαίσια και για τους πολιτικούς μεταβάλλεται σε πολιτικό ζήτημα, για μας όμως είναι κατ' εξοχή ζήτημα ηθικό.
 
Η Κύπρος για πολλούς λόγους βρέθηκε στη δίνη των εξελίξεων και ουσιαστικά διεξάγεται μία πάλη μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ, όπου αναδεικνύεται η δύναμη και η αδυναμία των ανίσχυρων, καθώς και η δύναμη και η αδυναμία των ισχυρών του κόσμου.
 
Μέσα σε ένα πιεστικό περιβάλλον, που πολλές φορές δείχνει και καταθλιπτικό πρόσωπο, αποκαλύπτονται και όσοι εμφανίζονταν έως τώρα "φίλοι" ή έστω συμπαθούντες τον αδύναμο Δαβίδ.
 
 Η δύναμη του αδύνατου συνίσταται στο ότι έχει αναδείξει με τη στάση του την ανήθικη και άδικη κατάσταση πραγμάτων που επιβάλλεται ετσιθελικα από τη δύναμη των δυνατών. Ο Κυπριακός λαός έχει τη δύναμη και τη θέληση να αναλάβει το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί για την οικονομική κατάσταση.

Η απόφαση του Κυπριακού Κοινοβουλίου ως στάση του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, αποκάλυψε και ανέδειξε την αδικία, την ανηθικότητα και τη διαπλοκή συμφερόντων μεταξύ εκείνων που θέλουν να επιβάλουν το δικό τους μοντέλο γιατί με μανιχαϊστική νοοτροπία νομίζουν ότι είναι οι καλοί που αντιμάχονται το κακό.
 
Η δύναμη της αδύναμης Κύπρου, που πάντοτε βρισκόταν στο ιστορικό προσκήνιο, εντοπίζεται α) στη στρατηγική και γεωπολιτική της προνομιακή θέση της και, β) τώρα εισέρχεται με τρόπο δυνατό και πολλά υποσχόμενο για τον Κυπριακό λαό, που είναι βέβαιο ότι ενοχλεί τα μέγιστα τους δυνατούς, με τον εντοπισμό του φυσικού αερίου.
 
 Αυτά τα σημεία της δύναμης της αδύναμης Κύπρου είναι δυνατό να μεταβληθούν σε σημεία αδυναμίας, γιατί όλοι επιβουλεύονται τα δυνατά σημεία του αδύναμου. Το μέγεθος της Κύπρου δεν της παρέχει και πολλές δυνατότητες να αμυνθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τα δίκαια της και καθίσταται ευάλωτη στη βουλιμία τους.
 
 Η Κύπρος έτρεφε μία ψευδέσθηση ότι θα μπορούσε να έχει την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων εταίρων της, τόσο για τη λύση του εθνικού της θέματος, όσο και για την αντιμετώπιση της κρίσιμης οικονομικής κατάστασης, για την οποία δεν είναι η μόνη υπέυθυνη. Ευθύνονται και οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι με τα μέτρα που έλαβαν ή που δεν έλαβαν για να κατοχυρώσουν την οικονομία της Ευρώπης και το νόμισμα της καθώς και τις χώρες μέλη.
 
 Ομως, ούτε ένας από τους ευρωπαίους εταίρους έχει υψώσει τη φωνή του για την ἀδικη και παράνομη εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου από την Τουρκία, που και τότε είχε καταστραφεί η οικονομία της Κύπρου, ούτε και τώρα έδειξαν κάποια ηθική πλευρά της οικονομίας και θέλουν να γονατίσουν με τρόπο ανήθικο τον Κυπριακό λαό.
 
 Οι δυνατοί αποδεικνύουν την αδυναμία τους με την έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής ηθικής έναντι των μικρών εταίρων τους και των αδύνατων, ενώ οι αδύνατοι φανερώνουν τη δύναμη τους αποκαλύπτοντας την ανήθικη πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά των ισχυρών.
 
 Ευλόγως και με τα δεδομένα αυτά δημιουργείται ανησυχία, υποψία και φόβος ανάμεσα στον Κυπριακό λαό για το τι αναμένεται να εκδηλωθεί στη συνέχεια ως δύναμη στη συμπεριφορά των ισχυρών.
 
α) Είναι προφανές ότι επιθυμούν να ελέγξουν την Κύπρο ένεκα της στρατηγικής και γεωπολιτικής της θέσεως. Έτσι, έρχονται σε ισχυρή σύγκρουση οι δύο ισχυροί, που θέλουν να ελέγξουν την περιοχή και να προωθήσουν τα συμφέροντα τους, η Ευρώπη και η Ρωσία.
 
β) Επιθυμούν να καθυποτάξουν και να καταστρέψουν το οικονομικό σύστημα της Κύπρου, γιατί δεν τους αρέσει να βλέπουν ένα μικροσκοπικό Κράτος να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία περιφερειακά.
 
γ) Στόχος των ισχυρών της Ευρώπης είναι να ελέγξουν τον φυσικό πλούτο, που είναι βέβαιο ότι υπάρχει μετά την ανακάλυψη του φυσικού αερίου στην οικονομική ζώνη της Κύπρου.
 
δ) Ο φόβος και η ανησυχία των Κυπρίων πολιτών είναι ότι με τον ίδιο τρόπο θα συμπεριφερθούν για να επιβάλουν λύση της δικής τους αρεσκείας και στο εθνικό πρόβλημα της Κύπρου.
 
 Ιστορικά, οι Ευρωπαίοι, οι πρόγονοι των σημερινών Ευρωπαίων, ένεκα της προνομιακής θέσεως της Κύπρου, διενήργησαν σταυροφορία εναντίον της και θέλησαν να καθυποτάξουν τον Κυπριακό λαό εθνικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά. Σήμερα, η "πολιτισμένη" και "εξευγενισμένη" Ευρώπη ενεργεί κατά τον ίδιο τρόπο κάνοντας μία νέα σταυροφορία κατά της Κύπρου και αποκαλύπτουν έτσι τις αληθινές προθέσεις τους. Δεν τους ενδιαφέρει η ηθική της πολιτικής και της οικονομίας.

Δεν δείχνουν ούτε ίχνος αλληλεγγύης, σε αντίθεση με τις ηχηρές και βαρύγδουπες διακηρύξεις τους. Τους ενδιαφέρουν τα δικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις.
 
 Ο Κυπριακός λαός διήλθε διά πυρός και σιδήρου στην κυριολεξία κατα τη διάρκεια της ιστορίας του. Κατόρθωσε, εν τούτοις, να επιβιώσει και να προοδεύσει. Αυτό αποτελεί τη δύναμη του Κυπριακού λαού που θα τον βοηθήσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία και την παρούσα δύσκολη κατάσταση.

Η Εκκλησία ήταν πάντοτε η πνευματική δύναμη του λαού μας, που του προσφέρει την ελπίδα, γιατί η πίστη στον Θεό είναι η δύναμη για να αντιμετωπίσουμε τους πειρασμούς του κόσμου που αντιστρατεύεται το θέλημα του Θεού.

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς για την ενθρόνιση του Πάπα

images

Του Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ

Ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς «ἐνθρονίσεως» τοῦ καταληψίου τοῦ πρεσβυγενοῦς Θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης κ. Φραγκίσκου, ἐκλεκτοῦ τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ντέϊβιντ Ροκφέλερ, ἱδρυτοῦ τοῦ Μουσείου Ροκφέλερ τοῦ Τέλ-Ἀβίβ πού κατ’ ἔτος «δωρίζει» εἰς ἡμᾶς τά κατασκευασμένα ντοκυμαντέρς μέ τά χαλκευμένα καί ψευδῆ στοιχεῖα περί τοῦ Θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ ἀληθοῦς Μεσσίου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἱδρυτοῦ τῆς τριμεροῦς ἐπιτροπῆς, εἰς τόν ὁποῖον ἐπεδόθη καί τό «δακτύλιον τοῦ ἁλιέως» ὡς δῆθεν διαδόχου τοῦ δῆθεν «πρίγκηπος» τοῦ κολεγίου τῶν Ἀποστόλων, Ἀποστόλου Πέτρου ταπεινῶς ἐπαγόμεθα τά κάτωθι:
 
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὐδέν «πρωτεῖον» διοικήσεως ἤ ἐξουσίας ἐπί τῶν λοιπῶν ἀποστόλων καί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας ἔλαβε παρά τοῦ Κυρίου (κατά τήν σύμφωνον περί τῆς ἀληθοῦς ἐννοίας τῶν γραφικῶν χωρίων γνώμην τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκκλησίας), ὥστε νά δύναται νά μεταδώσῃ τοιαύτην ἐξουσίαν εἰς οἱονδήποτε πνευματικόν διάδοχόν του (καίτοι οἱ ἀπόστολοι δέν εἶχον προσωπικούς πνευματικούς διαδόχους, ὡς ἱδρυταί πολλῶν Ἐκκλησιῶν).

Ἐν τῇ συνοδικῇ διοικήσει τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἥν ἀπετέλεσαν ἰσοτίμως οἱ δώδεκα ἀπόστολοι (μετά τήν συνοδικήν καί πάλιν ἐκλογήν τοῦ Ματθίου) εἶχε μέν ὁ ἀπ. Πέτρος τιμητικήν τινα διάκρισιν, εἰσηγούμενος τά ὑπό συζήτησιν θέματα ἤ ὁμιλῶν πρῶτος, δέν εἶχεν ὅμως οὔτε τήν ἡγεσίαν τῆς διοικήσεως, οὔτε τήν τιμητικήν αὐτῆς ἁπλῶς προεδρίαν, διότι καί ταύτην κατεῖχεν ὁ ἀπὀστολος 'Ιάκωβος.

Θά παραθέσωμεν δέ τώρα συνοπτικῶς τάς σαφεῖς ὡσαύτως μαρτυρίας τῆς Γραφῆς, ἀλλά καί τῆς ἱστορίας, ἐξ ὧν πλήρως, καί καθ’ ἡμᾶς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὔτε ἱδρυτής ὑπῆρξε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οὔτε ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ἐμαρτύρησε· οὔτε κἄν μετέβη εἰς αὐτήν.

Μεταξύ τῶν μαρτυριῶν τούτων, αἱ πλεῖσται τῶν ὁποίων ἐκτενέστερον ἀναπτύσσονται ἐν τῇ περισπουδάστῳ ἱστορικῇ μελέτῃ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, σελ. 12-40, θά προτάξωμεν καί ἡμεῖς τήν Α΄ καθολ. ἐπιστολήν τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «πρός τούς ἐκλεκτούς παρεπιδήμους διασπορᾶς Πόντου, Γαλατίας, Καπαδοκίας, Ἀσίας, καί Βιθυνίας...», γραφεῖσαν περί τό 62 μ.Χ.. Ἐν τῇ ἐπιστολῇ ταύτῃ, καίτοι εἶναι καθολική, ἀποσιωπᾶται τό ὄνομα τῆς Ρώμης, ἤ διότι ἐγράφη αὕτη ἐκ Ρώμης, ἤ διότι μέχρι τῆς γραφῆς της δέν ἐδίδαξεν οὗτος ἐν αὐτῇ.

Ἡ πρώτη ὅμως ἐκδοχή ἀποκλείεται ἐξ αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς, ἐφόσον ἀναφέρεται ρητῶς ἐν αὐτῇ ὅτι ἐγράφη ἐν Βαβυλῶνι, πρόκειται δέ προφανῶς περί τῆς ἐν Αἰγύπτῳ Βαβυλῶνος (ἐφόσον κατά τάς σαφεῖς μαρτυρίας τῆς Ἱστορίας ἀποκλείεται ἡ ἀρχαία) πρός νότον τῆς 'Ηλιουπόλεως, ἔνθα ὑπῆρχε καί μεγάλη Ἰουδαϊκή κοινότης καί ναός Ἰουδαϊκός, ἐν ᾧ καί ὁ τάφος τοῦ προφήτου Ἱερεμίου σῳζόμενος. Καί τοῦτο ἐνισχύεται καί ἐκ τῆς ἀξιώσεως τῶν ἐν Αἰγύπτῳ Χριστιανῶν ὅτι ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας εἶναι ὁ ἀπ. Πέτρος, ὅστις ἐνεπιστεύθη τήν Ἐκκλησίαν τῷ ἀκολούθῳ του Εὐαγγελιστῇ Μάρκῳ.

Συνάγεται ὅθεν ἐκ τούτων ὅτι μέχρι τῆς συγγραφῆς τῆς Α΄ καθολ. ἐπιστολῆς του, ἤτοι μέχρι τοῦ 62 περίπου μ.Χ., ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε μεταβῇ εἰς Ρώμην.

Ὅτι δέ καί μετά τήν συγγραφήν τῆς πρώτης ἐπιστολῆς του δέν μετέβη ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην μαρτυρεῖ ἡ δευτέρα καθολική ἐπιστολή του, ἐφόσον μάλιστα αὕτη ἐγράφη προφανῶς διά τούς ἐξ ἐθνῶν χριστιανούς, ἐνῷ ἡ πρώτη ἐγράφη διά τούς ἐξ Ἑβραίων.

Διότι καί ἐν αὐτῇ οὐδόλως ἀναφέρεται τό ὄνομα τῆς Ρώμης. Καί τέλος, ὅτι καί περί τά τέλη τοῦ βίου του δέν μετέβη ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην, βεβαιοῦται ἐκ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐν ᾗ ρητῶς οὗτος γράφει: (Δ΄ 16-17) «...ἐν τῇ πρώτῃ μου ἀπολογίᾳ οὐδείς μοι συμπαρεγένετο, ἀλλά πάντες μέ ἐγκατέλιπον· ὁ δέ Κύριος μοι παρέστη καί ἐνεδυνάμωσέ με, ἵνα δι' ἐμοῦ τό κήρυγμα πληροφορηθῇ καί ἀκούσῃ πάντα τά ἔθνη».

Ἐκ τῆς ἐπιστολῆς ταύτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γραφείσης περί τά τέλη τοῦ βίου του, βεβαιοῦται σαφῶς, ὅτι κατά τήν συγγραφήν της ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν ἦτο ἐν Ρώμῃ, ἄλλως ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά ἐμνημόνευεν αὐτοῦ ἀναγκαίως.

Ἀποδεικνύεται ὅμως προσέτι, ὅτι καί πρό τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης οὐδόλως εἶχε μεταβῇ ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην, διότι δέν ἦτο δυνατόν νά γράψῃ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «καί ἐν Ρώμῃ δι' αὐτοῦ ἐπληροφορήθησαν καί ἤκουσαν τό κήρυγμα τά ἔθνη», ἐάν προηγουμένως ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἶχε διδάξει ἐκεῖ.

Ὅταν εἰς τάς μαρτυρίας ταύτας τῆς Γραφῆς προστεθῶσι τά ἐν ταῖς Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) ἀναφερόμενα περί τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἅτινα ἀναπτύσσομεν ἐν τῇ συνεχείᾳ, ἐν συνδυασμῷ πρός τήν πρός Ρωμ. ἐπιστολήν του, συνάγεται τό ἀναμφισβήτητον συμπέρασμα ὅτι πρό τῆς εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά καί πρό τῆς συγγραφῆς τῆς Β΄ πρός Τιμόθ. ἐπιστολῆς του, ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν μετέβη εἰς Ρώμην.

Ἀποκλείεται ὅμως ὡσαύτως τό ἐνδεχόμενον τῆς ἐκεῖ μεταβάσεώς του καί μετά τήν συγγραφήν τῆς ἐπιστολῆς ταύτης, γραφείσης, ὡς προείπομεν, ἐν Ρώμῃ ὀλίγον χρόνον πρό τοῦ θανάτου τοῦ ἀποστόλου Παύλου, διότι καί λόγος πλέον δέν ὑπῆρχεν, ἐφόσον ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἱδρυθεῖσα ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἠρίθμει ἤδη πλῆθος μαρτύρων, ἀλλά καί χρόνος ὁμοίως, λόγῳ τοῦ ὅτι μετ' ὀλίγον ἐκινήθη ὁ ἐπί Νέρωνος μέγας διωγμός, καθ' ὅν πιθανῶς ἐμαρτύρησαν ἀμφότεροι οἱ ἀπόστολοι, οὐχί ὅμως ἐν Ρώμῃ.

Διότι καί περί τούτου οὐδεμία σοβαρά ἱστορική μαρτυρία ὑπάρχει. Πᾶσαι αἱ σχετικαί τοιαῦται, ὡς θά ἀποδειχθῇ ἐν τοῖς ἑπομένοις, ἐστηρίχθησαν καλῇ τῇ πίστει ἐπί τῆς ἀρχαίας παραδόσεως, αὕτη ὅμως ἐβασίσθη ἐπί ἀποκρύφων βιβλίων καί ἀναληθῶν πηγῶν.

Πλήν τούτου, ἀναμφισβήτητοι ἱστορικαί μαρτυρίαι βεβαιοῦσι τά ἐναντία. Μεταξύ δέ τῶν μαρτυριῶν τούτων ἡ τοῦ ἁγίου Κλήμεντος Ρώμης (88-97 μ.Χ.) ἔχει ὡς ἑξῆς:

«...Ἀλλ' ἵνα τῶν ἀρχαίων ὑποδειγμάτων παυσώμεθα, ἔλθωμεν ἐπί τούς ἔγγιστα γενομένους ἀθλητάς. Λάβωμεν τῆς γενεᾶς ἡμῶν τά γενναῖα ὑποδείγματα. Διά ζῆλον καί φθόνον οἱ μέγιστοι καί δικαιότατοι στῦλοι ἐδιώχθησαν καί ἕως θανάτου ἦλθον. Λάβωμεν πρό ὀφθαλμῶν ἡμῶν τούς πρώτους ἀποστόλους. Πέτρος διά ζῆλον ἄδικον οὐχ ἕνα οὐδέ δύο, ἀλλά πλείονας ὑπήνεγκε πόνους καί οὕτω μαρτυρήσας ἐπορεύθη εἰς τόν ὀφειλόμενον τόπον δόξης. Διά ζῆλον καί ὁ Παῦλος ὑπομονῆς βραβεῖον ὑπέσχε, ἑπτά δεσμά φορέσας, φυγαδευθείς, λιθασθείς. Κήρυξ γενόμενος ἔν τε τῇ Ἀνατολῇ καί τῇ Δύσει, τό γενναῖον τῆς πίστεως κλέος ἔλαβε δικαιοσύνην διδάξας ὅλον τόν Κόσμον καί ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών καί μαρτυρήσας ἐπί τῶν ἡγουμένων, οὕτως ἀπηλλάγη τοῦ Κόσμου».

Ἐκ τῶν λόγων τούτων τοῦ ἁγίου πατρός συνάγεται τό βέβαιον συμπέρασμα ὅτι ἀμφότεροι οἱ κορυφαῖοι δέν ἀπέθανον ἐν Ρώμῃ, ἄλλως οὗτος θά ἐποιεῖτο τούτου μνείαν ὅτι δέν ἀπέθανον ὡσαύτως διά τήν κατηγορίαν τοῦ ἐμπρησμοῦ τῆς Ρώμης..., ἀλλ' ἕνεκα ζήλου καί φθόνου· καί τέλος, ὅτι μόνον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐγένετο κήρυξ ἐν τῇ Δύσει, «ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών».

Βεβαιοῦται δηλ. προσέτι ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μετέβη καί εἰς Ἱσπανίαν (ἥτις ἀποτελεῖ τό τέρμα τῆς Δύσεως), ὡς ἔγραφε ἐν τῇ πρός Ρωμ. ἐπιστολήν (ΙΕ΄ 23-24): «... ἐπιποθίαν δέ ἔχων ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς ἀπό πολλῶν ἐτῶν, ὡς ἐάν πορεύομαι εἰς τήν Σπανίαν, ἐλεύσομαι πρός ὑμᾶς∙ ἐλπίζω γάρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καί ὑφ' ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ...». Καί ὅτι προφανῶς ἐμαρτύρησεν ἐκεῖ, «...ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως, καί κατά τόν Ἅγιον Κλήμεντα, ἐλθών».

Ἀσχέτως ὅμως τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου τοῦ θανάτου τῶν «κορυφαίων», ἡ σοβαρωτέρα καθ' ἡμᾶς μαρτυρία τῆς πρό τοῦ ἀποστόλου Παύλου μή μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου εἰς Ρώμην καί συνεπῶς τῆς μή ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὑπ' αὐτοῦ ἐξάγεται ἐκ τοῦ παραλληλισμοῦ τῆς πρό Ρωμαίους ἐπιστολῆς, μεθ' ὅσων ἀναφέρονται ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν ἀποστόλων (ΚΗ΄ 14-31) περί τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

Οἱ ἐν Ρώμῃ Χριστιανοί (πρός τούς ὁποίους ἐγράφη ἡ πρός Ρωμαίους ἐπιστολή) προήρχοντο προφανῶς ἐξ ἐθνικῶν ἐκ Συρίας, Μακεδονίας καί Ἑλλάδος, μαθητευσάντων προηγουμένως παρά τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ, προφανῶς δέ καί τινων Ἰουδαίων, ἐκ τῆς ἐν Ρώμῃ πολυαρίθμου τότε Ἰουδαϊκῆς κοινότητος. Χωρίς νά ἀποτελῶσιν οὗτοι ὠργανωμένην Ἐκκλησίαν, συνήρχοντο προφανῶς καί ἐδιδάσκοντο εἰς διαφόρους οἴκους, ὡς ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἀκύλα καί τῆς Πρισκίλλης (Ρωμ. ΙΣΤ΄ 3-4).

Ταῦτα συνάγονται ἐκ τῶν ἐν κεφ. Α΄ 6 καί 15, τῆς ἐπιστολῆς ταύτης ἀναφερομένων (ἔνθα ὁ ἀπόστολος τονίζει ὅτι εἶναι «ἀπόστολος ἐθνῶν» καί... «εἶναι πρόθυμος νά εὐαγγελισθῇ καί τοῖς ἐν Ρώμῃ...»), ἐκ τῶν ἀναφερομένων ἐν Κεφ. ΙΑ΄ 13 τῆς αὐτῆς ἐπιστολῆς «...ὑμῖν γάρ λέγω τοῖς ἔθνεσι...».

Γράφων λοιπόν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκ Κορίνθου, κατά τό 58 μ.Χ., πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης τονίζει: «...ὥστε με ἀπό Ἱερουσαλήμ καί κύκλῳ μέχρις Ἰλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, οὕτω δέ φιλοτιμούμενον εὐαγγελίζεσθαι, οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, ἵνα μή ἐπ' ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῶ» (Ρωμ. ΙΕ΄ 19-20)

Καί προσθέτει: «...Διό καί ἐνεκοπτόμην τά πολλά τοῦ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς... ἐπιποθίαν δέ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς ἀπό πολλῶν ἐτῶν, ὡς ἐάν πορεύωμαι εἰς τήν Σπανίαν ἐλεύσομαι πρός ὑμᾶς» (Ρωμ. ΙΕ΄ 22-24). Μήπως καί μόνον ταῦτα δέν εἶναι ἱκανή μαρτυρία ὅτι γράφων ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης, ἐγνώριζε καλῶς ὅτι πρό αὐτοῦ «παρ' ἄλλου δέν ὠνομάσθη εἰς αὐτούς Χριστός» καί ὅτι, «οὐδείς ἄλλος πρό αὐτοῦ θεμέλιον παρ' αὐτοῖς τέθεικε», διό καί φιλοτιμούμενος εἶχεν ἐπιποθίαν νά τούς ἐπισκεφθῇ;

Δέν εἶχε συνεπῶς ὁ ἀπόστολος Πέτρος μεταβῇ εἰς Ρώμην πρό τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης, ἤτοι πρό τοῦ 58 μ.Χ. Μήπως ὅμως μετέβη κατά τό ἀπό τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς καί μέχρι τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου μεσολαβῆσαν διετές περίπου χρονικόν διάστημα; Καθ' ἡμᾶς καί μόνον τά ἐν ταῖς Πράξεσι (ΚΗ΄ 14-31) ἀναφερόμενα περί τῆς εἰς Ρώμην πρώτης μεταβάσεως καί τῆς ἐκεῖ ἐπί διετίαν παραμονῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀποκλείουσι τοῦτο ἀπολύτως. Ἔχουσι δέ ταῦτα ἐν συνόψει ὡς ἑξῆς:

Τόν ἀπόστολον Παῦλον καί τούς μετ' αὐτοῦ ὑποδέχονται, «ἐξελθόντες μέχρις Ἀππίου φόρου...» (Πράξ. ΚΗ΄ 15), οἱ ἐν Ρώμῃ χριστιανοί ἀδελφοί, γνωστοί, προφανῶς, κατά τά προεκτεθέντα, τῷ ἀποστόλῳ Παύλῳ, ἐξ οὗ καί οὗτος ἰδών αὐτούς «ἔλαβε θάρσος»· ἀλλ' ἐν τοῖς ἀδελφοῖς τούτοις δέν ὑπάρχει προδήλως «ἐπίσκοπος» τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας ἤ πρεσβύτερος, ἄλλως θά ἐγίνετο αὐτοῦ εἰδική μνεία, ὡς ἐγένετο διά τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου (Πράξ. ΚΗ΄ 17 ἑξ.).

Λαβών ἀκολούθως ἄδειαν ὁ ἀπόστολος Παῦλος νά μείνῃ «ἐν ἰδίῳ μισθώματι» (Πράξ. ΚΗ΄ 30) (ὅπου καί ἔμεινε ἐπί διετίαν), καλεῖ τρεῖς ἡμέρας μετά τήν εἰς Ρώμην ἄφιξίν του τούς «ὄντας τῶν Ἰουδαίων...» (Πράξ. ΚΗ΄ 17) καί ὁμιλεῖ πρός αὐτούς περί τοῦ Κ. ἡ Ἰ. Χριστοῦ, «...τῆς ἐλπίδος τοῦ Ἰσραήλ, δι' ἥν τήν ἅλυσιν περιεβάλλετο» (Πράξ. ΚΗ΄ 20). Οὗτοι ἀπαντῶντες ὅτι δέν ἔλαβον γράμματα περί αὐτοῦ καί δηλοῦντες ὡς 'Ιουδαῖοι –καί μάλιστα οἱ πρόκριτοι τῶν ἐν Ρώμῃ– ὅτι οὐδείς ἄλλος τῶν ἀδελφῶν Ἰουδαίων προηγουμένως ἀπήγγειλεν ἤ ἐλάλησέ τι περί αὐτοῦ πονηρόν, ἀξιοῦσι νά ἀκούσωσι παρά τοῦ ἰδίου τά τῆς διδασκαλίας του, ἥν ἀποκαλοῦσιν αἵρεσιν, γνωστοῦ ὄντος εἰς αὐτούς, ὅτι «πανταχοῦ ἀντιλέγεται». Ὁρισθείσης ἡμέρας, ἄρχεται τῆς διδασκαλίας «πείθων» τινάς ἐξ αὐτῶν..., ἐνῷ ἄλλοι «ἠπίστουν» (Πράξ. ΚΗ΄ 24).

Ἐκ τῶν πειθομένων δέ προδήλως καί τῶν ἄλλων προϋπαρχόντων ἀδελφῶν χριστιανῶν, πρός οὕς ἔγραψε τήν πρός Ρωμ. ἐπιστολήν του, ἱδρύει τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, ἧς ἐπίσκοπον χειροτονεῖ τόν μαθητήν του Λίνον. Πῶς λοιπόν ἦτο δυνατόν ἐν τῇ λεπτομερεστάτῃ ταύτῃ περιγραφῇ τῆς πρώτης εἰς Ρώμην μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τῆς ἐπί διετίαν ἐκεῖ παραμονῆς του, νά μή γίνῃ καί ἡ ἐλαχίστη νύξις περί τυχόν προηγουμένης ἐκεῖ μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί τῆς ὑπάρξεως ἐν Ρώμῃ ὠργανωμένης Ἐκκλησίας, ἱδρυθείσης ὑπ' αὐτοῦ, ὡς καί τοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπισκόπου της;

Πῶς δέ καί οἱ «ὄντες», οἱ πρόκριτοι τῶν ἐν Ρώμῃ Ἰουδαίων, ἀποσιωπῶσι τήν ἐκεῖ προηγουμένην μετάβασιν τοῦ «ἀδελφοῦ» καί «διδασκάλου» τῶν Ἰουδαίων ἀποστόλου. Πέτρου, ὅλως δ' ἀντιθέτως δηλοῦντες, ὅτι «οὐδείς τῶν ἀδελφῶν παρεγένετο» μέχρι τότε πρός αὐτούς, ἀξιοῦσι παρά τοῦ ἀποστόλου Παύλου νά ἀκούσωσι τά τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας; Ἐάν ὁ ἀπόστολος Πέτρος μετέβαινε προηγουμένως εἰς Ρώμην καί ἐδίδασκε καί ἵδρυεν Ἐκκλησίαν, ἦτο δυνατόν νά μή γνωρίζωσι τοῦτο οἱ «ὄντες» τῶν ἐκεῖ Ἰουδαίων; Καί ἦτο δυνατόν νά μή γίνῃ καί νύξις κἄν περί αὐτῆς καί τοῦ ἐπισκόπου της εἰς τάς μεταξύ αὐτῶν καί τοῦ ἀπ. Παύλου συζητήσεις;

Ἀλλά καί αἱ πρός Φιλιππησίους, πρός Κολοσσαεῖς καί πρός Τίτον ἐπιστολαί τοῦ ἀπ. Παύλου, αἱ ἀναμφισβητήτως γραφεῖσαι ἐν Ρώμῃ, κατά τό διετές διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του, ἐν αἷς οὐδεμία νύξις γίνεται περί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἐνῷ, καί δή ἐν τῇ πρός Κολοσσαεῖς, γίνεται ὀνομαστική μνεία τόσων ἄλλων, ἀποτελοῦσιν ἀδιαφιλονίκητον μαρτυρίαν, ὅτι πρό τοῦ ἀπ. Παύλου δέν μετέβη εἰς Ρώμην ὁ ἀπόστολος Πέτρος, οὔτε δέ καί μετ’ αὐτόν καί καθ' ὅν χρόνον οὗτος παρέμεινεν ἐκεῖ. Ἐκ δέ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον γραφείσης, ὡς προανεπτύξαμεν, ἐν Ρώμῃ ὀλίγον πρό τοῦ θανάτου τοῦ ἀποστόλου Παύλου (64-67 μ.Χ.), προσεπιβεβαιοῦται ὅτι δέν μετέβη οὗτος εἰς Ρώμην.

Καί ἄλλα ὅμως ἐξηκριβωμένα ἱστορικά γεγονότα, ἐν συνδυασμῷ πρός τάς μνησθείσας μαρτυρίας τῆς Γραφῆς, ἀποδεικνύουσιν ὡς τελείως ἀναληθεῖς τούς ἰσχυρισμούς τῶν θεολόγων τῆς Παπικῆς Κοινότητος ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος μεταβάς εἰς Ρώμην τῷ 41 μ.Χ.! παρέμεινεν ἐκεῖ συνεχῶς! , μέχρι τοῦ 66 μ.Χ., ὅτε καί ἐπί Νέρωνος ἐμαρτύρησεν.

Οὕτως εἶναι βεβαιωμένον ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεστράφη τῷ 37 μ.Χ., «μετά τρία δέ ἔτη ἀνῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον καί ἐπέμεινε παρ' αὐτῷ ἡμέρας δέκα πέντε» (Γαλ. Α΄ 18). Ἡ πρώτη λοιπόν συνάντησις τῶν δύο ἀποστόλων ἐγένετο ἐν Ἱεροσολύμοις τῷ 39 μ.Χ. Συνεχίζων ὁ ἀπ. Παῦλος ἐν τῇ αὐτῇ ἐπιστολῇ (Β΄ 1), βεβαιοῖ, ὅτι ἀνέβη τό δεύτερον εἰς Ἱεροσόλυμα «μετά δέκα τέσσαρα ἔτη», μετά τῶν ἀποστόλων Βαρνάβα καί Τίτου, κατά τήν δευτέραν δέ ταύτην μετάβασίν του ἐγένετο καί ἡ πρώτη ἐν Ἱεροσολύμοις ἀποστολική σύνοδος διά τόν τρόπον τῆς εἰσδοχῆς εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν ἐξ ἐθνῶν προσερχομένων (Πράξ. ΙΕ΄ 5-30).

Ὥστε καί μετά δέκα τέσσαρα (14) ἔτη ἀπό τοῦ 39 μ.Χ., ἤτοι τῷ 53 μ.Χ., ὁ ἀπόστ. Πέτρος εὑρίσκεται εἰς «Ἱεροσόλυμα καί λαμβάνει μέρος εἰς τήν Α΄ Ἀποστολικήν σύνοδον, κατά τόν αὐτόν δέ προδήλως χρόνον δίδει τοῖς ἀποστόλοις Παύλῳ καί Βαρνάβᾳ –μετά τοῦ Ἰωάννου– «δεξιᾶς κοινωνίας» καί ἀκολούθως ἐλέγχεται ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ἀντιόχειαν.

Τῷ 58, ὡς προείπομεν, γράφεται ἐκ Κορίνθου ἡ πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, ἐν ᾗ ὁ ἀπ. Παῦλος φέρεται καλῶς γνωρίζων ὅτι οὐδείς ἄλλος ἀπόστολος εἶχε μεταβῇ μέχρι τότε εἰς Ρώμην, καί τῷ 60 μ.Χ. ἀναβαίνει οὗτος τό τελευταῖον εἰς Ἱεροσόλυμα (Πράξ. ΚΑ΄ 17), ὅπου προφανῶς δέν εὑρίσκεται ὁ ἀπ. Πέτρος, διότι ἐπισκέπτεται μόνον τόν Ἰάκωβον, παρ' ᾧ «παραγίνονται πάντες οἱ πρεσβύτεροι». Συλλαμβανόμενος ἐν Ἱεροσολύμοις ἄγεται εἰς Καισάρειαν, ὅπου παραμένει δέσμιος ἐπί διετίαν (Πράξ. ΚΔ΄ 27) καί ὅπου προδήλως γράφει τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν καί ἐκεῖθεν μετάγεται τό πρῶτον εἰς Ρώμην, κατά τό 62 μ.Χ.

Ὅταν λοιπόν ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν: α. ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος γράφων τήν Α΄ Καθολικήν ἐπιστολήν του πρός τούς ἐν διασπορᾷ ἐξ Ἰουδαίων χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας κλπ.» εἶχε γνῶσιν τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γραφείσης περί τό 62 μ.Χ. β. ὅτι ὀλίγον πρό τῆς συγγραφῆς τῆς ἐπιστολῆς ταύτης – κατά τήν τελευταίαν μετάβασιν τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ἱεροσόλυμα – δέν εὑρίσκετο ἐκεῖ· καί c. ὅτι ἀπό τῆς συγγραφῆς τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς (58 μ.Χ.) καί ἀκολούθως τῆς πρός Ἐφεσίους (60-62 μ.Χ.) μέχρι τῆς πρώτης συνοδείᾳ μεταγωγῆς δεσμίου τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἰς Ρώμην δέν εἶχεν οὗτος οὐδόλως μεταβῇ εἰς Ρώμην (ὡς τοῦτο ἀποδεικνύεται ἐκ τῆς ἐν ταῖς Πράξεσι λεπτομεροῦς περιγραφῆς τῆς πρώτης ἐκεῖ μεταβάσεως τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἥν προανεπτύξαμεν), δέν καθίσταται ἀναμφισβήτητον ὅτι ἀπουσιάζων ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἐξ Ἱεροσολύμων, κατά τήν τελευταίαν ἐκεῖ μετάβασιν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, εὑρίσκετο ὄντως κατά τόν αὐτόν χρόνον εἰς τήν Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου καί ἔγραψε τήν Α΄ Καθολικήν ἐπιστολήν του, ἐν ᾗ οὐδόλως ἀνέφερε τήν Ρώμην, ἀκριβῶς διότι δέν εἶχε οὐδόλως μέχρι τότε μεταβῆ ἐκεῖ;

Ἐκ τοῦ συνδυασμοῦ λοιπόν πασῶν τῶν μαρτυριῶν τούτων συνάγεται τό ἀμάχητον πλέον συμπέρασμα ὅτι πρό τοῦ ἀποστόλου Παύλου δέν μετέβη εἰς Ρώμην ὁ ἀπόστολος Πέτρος.

Ἐκ τοῦ συνδυασμοῦ ἐπίσης τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός Φιλιππησίους, Κολοσσαεῖς καί Τίτον, αἵτινες ἀναντιρρήτως ἐγράφησαν ἐν Ρώμῃ κατά τό πολυετές διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς του (καί ἐν αἷς οὐδεμία νύξις γίνεται περί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, καίτοι γίνεται ὀνομαστική μνεία τόσων ἄλλων ἐν τῇ πρός Κολασσαεῖς) συνάγεται ὡσαύτως τό ἀναμφισβήτητον συμπέρασμα ὅτι οὔτε κατά τό διάστημα τῆς ἐν Ρώμῃ παραμονῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου μετέβη ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος Πέτρος, ἐφ’ ὅσον ἄλλως τε, ὡς προείπομεν, οὐδείς πλέον ὑπῆρχε πρός τοῦτο λόγος, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἱδρυθεῖσα ἤκμαζε, ἠγέρθη δέ μετ' ὀλίγον καί ὁ μέγας ἐπί Νέρωνος διωγμός. Τέλος, ἐκ τῆς Β΄ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γραφείσης ἐν Ρώμῃ ὀλίγον πρό τοῦ θανάτου του, προσεπιβεβαιοῦται, κατά τά προαναπτυχθέντα, ὅτι οὐδέποτε μετέβη ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην.

Καί ἀποδεικνύονται οὕτως ὅλως ἀβάσιμοι καί ἀναληθεῖς οἱ περί τοῦ ἐναντίου ἰσχυρισμοί τῶν θεολόγων τῆς Παπικῆς Κοινότητος, ὡς καί αἱ σχετικαί πληροφορίαι τοῦ Εὐσεβίου, τοῦ Εἰρηναίου (Λουγδούνου), τοῦ Διονυσίου Κορίνθου καί τοῦ πρεσβυτέρου Γαΐου, τάς ὁποίας οὗτοι ἐπικαλοῦνται∙ διότι καί αἱ πληροφορίαι αὗται προδήλως ἐστηρίχθησαν ἐπί ἀποκρύφων βιβλίων καί ἀναληθῶν πηγῶν.

Περί τῶν πληροφοριῶν δέ τούτων ἐκ τῆς αὐτῆς «...Μελέτης» τοῦ ἁγίου Νεκταρίου (σελ. 32-40) μεταφέρομεν τά ἑξῆς:

«Εἴδομεν ὅτι καί μέχρι τέλους τοῦ 66 μ.Χ. ὁ Παῦλος ἦν ἐν Ρώμῃ ἐλεύθερος καί ζῶν. Ἐπειδή δέ οὐδαμοῦ ἀναφέρεται ὁ Πέτρος, ἄρα ὁ Πέτρος δέν ἦτο ἐν Ρώμῃ...

»Ἀλλ' ὁ Πέτρος καί μετά ταῦτα δέν μετέβη εἰς Ρώμην, τοὐλάχιστον μέχρι τοῦ 81 ἔτους, ὡς ἐκ τῶν ἱστορουμένων ὑπό τοῦ Εὐσεβίου δείκνυται, ἑαυτόν ἀναιροῦντος.

»Ὁ Εὐσέβιος ἐν βιβλ. III κεφ. α΄, β΄, καί ἐν βιβλ. IV α΄ καί ἀλλαχοῦ λέγει περί Πέτρου ὅτι μετέβη εἰς Ρώμην καί ὅτι ἐχειροτόνησεν ἐκεῖ τόν Λίνον πρῶτον ἐπίσκοπον Ρώμης, καί ἐν βιβλ. ΙΙ κε΄, ὅτι ἐθανατώθη ἐπί Νέρωνος ἐν Ρώμῃ... Ἀλλ' ὁ αὐτός ἐν τῷ III βιβλ., κεφ. ιγ΄, λέγει: «Κατά τό δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας Τίτου, Λίνος ἐπίσκοπος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας δύο καί δέκα ἐνιαυτοῖς τήν λειτουργίαν κατασχών, Ἀνεγκλήτῳ ταύτην παραδέδωκεν.

»Ἴδωμεν ἤδη ποίῳ ἔτει ἀντιστοιχεῖ τό δεύτερον ἔτος τῆς βασιλείας Τίτου, καθ' ὅ παρέλαβε τόν θρόνον ὁ Ἀνέγκλητος.

»Ὁ Κλαύδιος ἐβασίλευσεν ἀπό τοῦ 40 μέχρι τοῦ 54. Ὁ Νέρων ἀπό τοῦ 54 μέχρι τοῦ 68. Ὁ Οὐεσπεσιανός ἀπό τοῦ 69 μέχρι τοῦ 79. Ὁ Τίτος ἀπό τοῦ 79 μέχρι τοῦ 81 καί πλέον 1/3 τοῦ ἔτους. Ὥστε ἀπό τοῦ 81 ἔτους, ἀφαιρουμένων 12 ἐτῶν τῆς ἐπισκοπῆς Λίνου, μένουσι 81-12= 69· ὥστε κατά τό 69-70 μ.Χ. ἐχειροτονήθη ὁ Λίνος κατά τήν ἀκριβῆ χρονολογίαν καί τήν μαρτυρίαν τοῦ Εὐσεβίου.

«Ἤδη ἐρωτῶμεν· πῶς ἐχειροτονήθη ὑπό τοῦ Πέτρου, μαρτυρήσαντος κατά τό 66 κατά τούς Παπικούς; Πῶς δέ ἐν τῷ τρίτῳ βιβλίῳ, κεφ. Δ΄, λέγει τά ἀντιφατικά ταῦτα «Λίνος δέ οὐ μέμνηται συνόντος ἐπί Ρώμης αὐτῷ (τῷ Παύλῳ) πρῶτος μετά Πέτρον τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας τήν ἐπισκοπήν ἤδη πρότερον κληρωθείς δεδήλωται»; Πῶς συμβιβάζεται «τό πρότερον κληρωθείς μετά Πέτρον», μέ τήν εἴδησιν, τήν ὁποίαν μᾶς δίδει μέ τά ἐννέα μόνον κεφάλαια τοῦ αὐτοῦ βιβλίου του; Πῶς ὁ πρότερον ὑπό τοῦ Πέτρου κληρωθείς χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τό 69 ἔτος;

Ὥστε ὀρθῶς ὑπεστηρίξαμεν, ὅτι τό «μετά Πέτρον» ἦτο «μετά Παῦλον». Ἡ πληροφορία αὐτή τῆς χειροτονίας τοῦ Λίνου κατά τό 69-70 μ.Χ. βεβαιοῖ τήν δευτέραν εἰς Ρώμην ἐπιδημίαν τοῦ ἀπ. Παύλου, ἴσως μετά τήν εἰς Ἱσπανίαν μετάβασίν του· προσέτι μαρτυρεῖ αὐτόν ἔτι ζῶντα· τά δέ περί μαρτυρίου του μετά τοῦ ἀπ. Πέτρου κατά τό 66ον ἐπί Νέρωνος, ἐλέγχονται ἀνακριβῆ. Ὅτι Παῦλος ἦν καί οὐχί Πέτρος, μαρτυρεῖται καί ἐκ τῶν διαταγῶν τῶν Ἀποστόλων, Βιβλ. Ξ΄ κεφ. ΜΕ΄, ἐν αἷς μόνον περί τοῦ ἀπ. Παύλου γίνεται λόγος, περί δέ τοῦ ἀπ. Πέτρου οὐδείς.

»Ὁ Ἀνέγκλητος, κατά τόν Εὐσέβιον, ἐπεσκόπευσε 12 ἔτη (Βιβλ. III ιε΄). Δωδεκάτῳ δέ ἔτει τῆς αὐτῆς ἡγεμονίας (Δομιτιανοῦ) τῶν Ρωμαίων Ἐκκλησίας· Ἀνέγκλητον ἔτεσιν ἐπισκπεύσαντα δέκα δύο διαδέχεται Κλήμης.

»Κατά τήν ἀκριβῆ χρονολογίαν ὁ Τίτος ἀπέθανεν, ὡς εἴδομεν, τό 81 μ.Χ. καί παρέλαβε τήν ἡγεμονίαν Δομιτιανός... ὥστε προστιθεμένων 12 πρός τοῖς 81 ἔχομεν 93, τό ἔτος καθ’ ὅ ἐχειροτονήθη ὁ Κλήμης τρίτος διάδοχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου, καί ὅμως παρά τοῖς Παπικοῖς φέρεται, ὅτι καί οὗτος ὑπό τοῦ Πέτρου ἐχειροτονήθη!!!

»Παρ' Εὐσεβίῳ φέρεται τό ἑξῆς ἀπόσπασμα τοῦ Εἰρηναίου: «Θεμελιώσαντες οὖν καί οἰκοδομήσαντες οἱ μακάριοι ἀπόστολοι τήν Ἐκκλησίαν, Λίνῳ τήν τῆς ἐπισκοπῆς λειτουργίαν ἐνεχείρισαν» (Εὐσεβ. Βιβλ. V στ΄). Ἐπίσης ἐν Κεφ. Η΄ τοῦ αὐτοῦ Βιβλ. φέρεται ἕτερον τοῦ Εἰρηναίου ἀπόσπασμα, τό ἑξῆς: «Ὁ μέν δή Ματθαῖος ἐν τοῖς Ἑβραίοις τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτῶν καί γραφῇ ἐξήνεγκεν Εὐαγγέλιον, τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου ἐν Ρώμῃ εὐαγγελιζομένων καί θεμελιούντων τήν Ἐκκλησίαν. Μετά δέ τήν τούτων ἔξοδον Μᾶρκος, ὁ μαθητής καί ἑρμηνευτής Πέτρου, καί αὐτός τά ὑπό τοῦ Πέτρου κηρυσσόμενα ἐγγράφως ἡμῖν παρέδωκε».

Κατά τά δύο ταῦτα ἀποσπάσματα ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ Εἰρηναίου μανθάνομεν ἑπτά τινα: i. «Ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος συνεθεμελίωσαν καί ᾠκοδόμησαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης»∙ ii. ὅτι ἀμφότεροι ἐνεχείρισαν τήν λειτουργίαν τῆς ἐπισκοπῆς Ρώμης τῷ Λίνῳ· iii. ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος Ἑβραΐδι διαλέκτῳ συνέγραψε τό Εὐαγγέλιόν του· iv. ὅτι ἔγραφε, καθ' ὅν χρόνον Πέτρος καί Παῦλος εὐηγγελίζοντο καί ᾠκοδόμουν τήν Ἐκκλησίαν Ρώμη∙ v. ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος εἶχον σύγχρονον τήν ἔξοδον· vi. ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου ἐν Ρώμῃ καί vii. ὅτι ὁ Μᾶρκος συνέγραψε μετά τήν ἔξοδον τῶν ἀποστόλων τό κατ' αὐτόν Ἱ. Εὐαγγέλιον. Δεῦτε ἴδωμεν, ἐάν ταῦτα οὕτως ἔχει.

»Πρῶτον ὁ Εἰρηναῖος λέγει, ὅτι ὁ Πέτρος καί Παῦλος συνεθεμελίωσαν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης· ὁ Εἰρηναῖος ἤκμασε κατά τόν δεύτερον αἰῶνα (140-202 μ.Χ.). Τήν πληροφορίαν του ταύτην ἔλαβεν ἐν Ρώμῃ πιστεύσας ὡς ἀληθῆ ἱστορίαν τόν περί Σίμωνος μάγου μῦθον, διότι γράφει, ὅτι ὄντως ἐν Ρώμῃ, πρός τιμήν τοῦ Σίμωνος μάγου, ἠγέρθη ἀνδριάς διά τήν μαγικήν αὐτοῦ τέχνην... Ἡ παραδοχή τοῦ μύθου ὡς ἱστορικῆς ἀληθείας ἐξηγεῖ τήν παραδοχήν τῆς μεταβάσεως τοῦ Πέτρου εἰς Ρώμην ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος, διότι ἐν τῷ μύθῳ τούτῳ ἱστορεῖται ὅλη ἡ κατά τοῦ Σίμωνος μάγου ἐνέργεια τοῦ Πέτρου καί Παύλου καί ἡ εἰς Ρώμην μετάβασις τοῦ Πέτρου.

Πρό τοῦ Εἰρηναίου ὁ Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, ἀκμάσας κατά τό ἥμισυ τοῦ δευτέρου αἰῶνος, ἐπίστευσε τόν μῦθον, πεισθείς εἰς τάς διαβεβαιώσεις τῶν ἐν Ρώμῃ χριστιανῶν. Ἰδού οἱ λόγοι τοῦ Ἰουστίνου. «Σίμωνα μέν τινα Σαμαρέα τόν ἀπό κώμης λεγομένης Τιττών, ὅς ἐπί Κλαυδίου Καίσαρος διά τῆς τῶν ἐνεργούντων δαιμόνων τέχνης δυνάμεις ποιήσας μαγικάς ἐν τῇ πόλει ἡμῶν Βασιλίδι Ρώμῃ Θεός ὠνομάσθη καί ἀνδριάντι παρ’ ἡμῶν ὡς Θεός τετίμηται· ὅς ἀνδριάς ἀνεγήγερται ἐν τῷ ποταμῷ Τίβερι μεταξύ δύο γεφυρῶν ἔχων ἐπιγραφήν Ρωμαϊκήν ταύτην «Simoni deo sancto».

Κατά τά ψευδοκλημέντεια ὁ Σίμων ὁ μάγος προεῖπεν ὅτι ἔμελλε νά τιμηθῇ ἐν Ρώμῃ ὡς Θεός, καί ἀνδριάς χάριν αὐτοῦ ἔμελλε νά στηθῇ ἐν αὐτῇ.
»Τά ψευδοκλημέντεια καίτοι ἐφάνησαν κατά τήν ἐποχήν ταύτην, ὁ μῦθος ὅμως τοῦ Σίμωνος μάγου καί τῶν διωγμῶν του ὑπό τοῦ Πέτρου εἶναι πολύ προγενέστερος, ἐφάνη ἀπό τάς ἀρχάς τοῦ δευτέρου αἰῶνος.

Αἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί τό ἀπολεσθέν κήρυγμα τοῦ Πέτρου εἶναι ἔργα ἔχοντα τήν ἀρχήν εἰς αὐτόν τόν πρῶτον αἰῶνα, ἐγένοντο δέ ὑπό τῶν 'Ιουδαίων χριστιανῶν, τῶν μή ἀποσπασθέντων τῆς νομικῆς λατρείας, τῶν πολεμούντων τόν Παῦλον διά τάς κατά τῆς νομικῆς λατρείας διδασκαλίας του, οἵτινες διά τήν προσήλωσίν των εἰς τήν Ἰουδαϊκήν λατρείαν ἀπετέλεσαν τάς αἱρέσεις τῶν Ἐβιωναίων καί Ἐσσαίων· ὥστε οὐδεμία ἀμφιβολία ὑπολείπεται περί τῆς πηγῆς, ἐξ ἧς ἤντλησαν ἀμφότεροι, ὅ τε Ἰουστῖνος καί ὁ Εἰρηναῖος∙ ἡ τοῦ Εἰρηναίου ἄρα πληροφορία περί τῆς θεμελιώσεως καί οἰκοδομήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ὑπό τοῦ Πέτρου καί Παύλου στερεῖται ἱστορικοῦ κύρους. Ἤδη ἐξετάσωμεν τήν ἱστορικήν ἀλήθειαν καί τῆς δευτέρας εἰδήσεως.

»Ἐν τῇ δευτέρᾳ εἰδήσει λέγει, ὅτι ἀμφότεροι οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καί Παῦλος ἐνεχείρησαν τήν λειτουργίαν τῆς ἐπισκοπῆς Ρώμης τῷ Λίνῳ (ἐνῷ ἐν Βιβλ. III δ΄, λέγει ὑπό τοῦ Πέτρου μόνον κατεστάθη ὁ Λίνος ἐπίσκοπος).

Ἡ εἴδησις αὕτη δύναται νά διακριθῇ εἰς δύο μέρη· εἰς πόρισμα ἐσφαλμένον ἐξ ἐσφαλμένης παραδόσεως ἐξαχθέν, καί εἰς ἱστορικήν ἀλήθειαν. Τό πόρισμα ἐξήχθη ἐκ τῆς ψευδοῦς τοῦ μύθου παραδόσεως· ἡ δέ τῷ Λίνῳ ἐγχείρισις τῆς ἐπισκοπῆς ὑπό τοῦ Παύλου εἶναι ἱστορική ἀλήθεια.

»Ἡ τρίτη είδησις, ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος Ἑβραΐδι διαλέκτῳ συνέγραψε, κατά τοσοῦτον εἶναι ἡμῖν χρήσιμος καθόσον συνδέεται μετά τῆς τετάρτης εἰδήσεως. Ἐν ταύτῃ λέγει, ὅτι ἔγραψεν ὁ Ματθαῖος, καθ' ὅν χρόνον ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος εὐηγγελίζοντο καί ᾠκοδόμουν τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης.

»Εἴδομεν ἤδη, ὅτι ὁ Εἰρηναῖος καλῇ τῇ πίστει δέχεται τόν μῦθον τοῦ Σίμωνος μάγου ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν· ἐντεῦθεν δέ καί ἡ τοῦ Πέτρου ὁμόχρονος μετά τοῦ Παύλου συνεργασία ἐν Ρώμῃ, ὅπερ ἤδη ἀπεδείξαμεν ὡς ἐστερημένον κύρους ἱστορικοῦ. Ἀλλά καί τό σύγχρονον τῆς συγγραφῆς τοῦ κατά Ματθαῖον Εὐαγγελίου πόθεν δῆλον; Πῶς εἶναι σύγχρονα δύο τινά, ὧν τό ἕτερον δέν ἔσχε χρόνον;

»Τήν μαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου ἐξελέγχει ἀνακριβῆ αὐτό τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὅπερ μαρτυρεῖ, ὅτι ἐγράφη κατά τήν ἀρχήν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου, ὡς δηλοῦται ἐκ τοῦ 24 κεφ., στίχ. 15, ἤτοι τῷ 67 μ.Χ., ὅθεν μετά τό μαρτύριον τῶν ἀποστόλων (Πέτρου καί Παύλου). Τοῦτο μαρτυρεῖ, ὅτι ἡ εἴδησις τοῦ Εἰρηναίου εἶναι ἀνακριβής, διότι ὁ κριτικός ἔλεγχος ἀποδεικνύει αὐτήν τοιαύτην, καί ὅτι δέν δυνάμεθα νά στηριχθῶμεν ἐπί τῆς μαρτυρίας ταύτης τοῦ Εἰρηναίου, ὅστις καλῇ τῇ πίστει παρέλαβεν αὐτήν.

»Ἡ δέ πέμπτη εἴδησις, ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος σύγχρονον ἔσχον τήν ἔξοδον (ἐν Ρώμῃ), οὐδαμόθεν ἄλλοθεν μαρτυρεῖται ἤ ἐκ τῶν ἀποκρύφων πηγῶν, τῶν στερουμένων κύρους· διότι καί ἡ τοῦ Διονυσίου Κορίνθου, ἀκμάσαντος κατά τό 170 σ.ἔ. μαρτυρία, γράφοντος πρός τόν ἐπίσκοπον Ρώμης, «ὅτι τήν ὑπό Πέτρου καί Παύλου φυτείαν γεννηθεῖσαν Ρωμαίων τε καί Κορινθίων συνεκεράσατε· καί γάρ ἄμφω καί εἰς τήν ἡμετέραν Κόρινθον φυτεύσαντες ἡμᾶς ὁμοίως ἐδίδαξαν, ὁμοίως δέ καί εἰς τήν Ἰταλίαν ὁμόσε διδάξαντες ἐμαρτύρησαν κατά τόν αὐτόν καιρόν» στερεῖται κύρους∙ διότι ἐκ τῶν αὐτῶν ἠντλήθη πηγῶν.

»Ἐάν αὕτη ἔχῃ ἀλήθειάν τινα, αὕτη εὐρίσκεται ἐν τῇ εἰδήσει, ὅτι ὁ Πέτρος ὡς καί ὁ Παῦλος, ἐκήρυξαν ἐν Κορίνθῳ, ὅπερ μαρτυρεῖται καί ἐκ τῆς πρός Κορινθίους Α΄ ἐπιστολῆς τοῦ Παύλου, ἐλέγχοντος τούς Κορινθίους διά τάς ἔριδας τάς μεταξύ των, ὅτι ἕκαστος ἔλεγεν «ἐγώ μέν εἰμι Παύλου, ἐγώ δέ Ἀπολλώ, ἐγώ δέ Κηφᾶ» (Α΄ Κορ. Α΄ 12). Περί τοῦ κηρύγματος ὅμως τοῦ Πέτρου ἐν Ρώμῃ οὐδέν προσθέτει· ἀλλ' ἐάν οἱ τῆς Ρώμης θεολόγοι φρονῶσι τά ἐναντία, τότε ἀποδότωσαν τά πρωτεῖα καί πρεσβεῖα τῇ Ἐκκλησίᾳ Κορίνθου· διότι θά εἶναι ἄπορον ἡ μέν πρεσβυτέρα νά στερῆται, ἡ δέ νεωτέρα νά κατακαυχᾶται.

»Ἐπίσης καί ἡ τοῦ πρεσβυτέρου Γαΐου μαρτυρία, ἀκμάσαντος κατά τό σ.ἔ. 200 (παρ. Εὐσεβ. β΄ 25) καί γράφοντος πρός Πρόκλον περί τῶν τροπαίων, ἤτοι τάφων τῶν ἀποστόλων ἐν Ρώμῃ, ἐρχομένη μετά τήν μαρτυρίαν τοῦ Εἰρηναίου καί τοῦ Ἰουστίνου, μηδέν περί τροπαίων ἱστορούντων, καί μετά τήν συγγραφήν τῶν ψευδοκλημεντείων, τῶν συνταχθέντων πρός ὑποστήριξιν τῶν φιλοδόξων ἀρχῶν τῶν Παπῶν, δέν δύναται νά ἔχῃ κῦρος· διότι οἱ τά ψευδοκλημέντεια γράψαντες, καί τρόπαια ἀποστόλων ἠδύναντο νά ἱδρύσωσι∙ ἄλλως τε ὑπῆρχον τά τρόπαια τοῦ Παύλου (αἱ ἁλύσεις), ἅτινα ἠδύναντο νά ἀποδοθῶσιν εἰς ἀμφότερους τούς ἀποστόλους∙ ὥστε οὐδέν προσθέτει ἡ τοῦ Γαΐου μαρτυρία διά τῆς ἐπιδείξεως τῶν τροπαίων τῶν ἀποστόλων.

»Ὁ Γάϊος λέγων τά τρόπαια τῶν ἱδρυσάντων τήν ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίαν, πόθεν δῆλον, ὅτι ἐννοεῖ τόν Πέτρον; Τοῦτο εἶναι τό ἐν τῇ λογικῇ καλούμενον pelitio principii. Ἀνάγκη νά ἦτο ἤδη ἀποδεδειγμένον, ὅτι ἐκ τῶν θεμελιωτῶν τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας ὑπῆρξε καί ὁ Πέτρος, διά νά παραδεχθῶμεν, ὅτι ὁ Γάϊος μνημονεύει τήν ἐν Ρώμῃ ὕπαρξιν τροπαίου, τοὐτέστι τάφου τοῦ Πέτρου.

Τίνας λοιπόν ἐννοεῖ θεμελιωτάς τῆς ἐν Ρώμῃ Ἐκκλησίας; Τόν Παῦλον καί τούς μαθητάς αὐτοῦ. Διότι ἀπόστολοι δέν ἐκαλοῦντο μόνον oἱ μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί οἱ συνεργάται καί οἱ μαθηταί αὐτῶν. Οὕτως ὁ Λουκᾶς καλεῖ τόν Βαρνάβαν ἀπόστολον· ὁ Παῦλος καλεῖ πολλάκις ἀποστόλους τόν Τίτον, τόν Τιμόθεον, τόν Σίλαν· ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς καλεῖ ἀπόστολον Κλήμεντα τόν Ρώμης, σύγχρονον τοῦ Γαΐου.

Ἀλλά τό σπουδαῖον ἐπιχείρημα κατά τῆς γνώμης τῶν ἀντιφρονούντων εἶναι τά παρά τοῦ Γαΐου λεγόμενα περί τροπαίων τῶν ἀποστόλων ἐν Ρώμῃ, ἅτινα εἶναι ἀδύνατον νά εἶναι ἀληθῆ, διότι ἄντικρυς ἀντιμάχονται πρός τά πράγματα.

Ὁ Γάϊος μνημονεύει «τρόπαια ἀποστόλων», τά ὁποῖα δύναται πᾶς τις νά ἴδῃ παρά τῷ Βατικανῷ ἤ παρά τήν Ὡστίαν ὁδόν, τουτέστιν εἰς τόπους περιφανεῖς. Ἀλλ' ἦτο τοῦτο δυνατόν, καθ' ὅν χρόνον οἱ Χριστιανοί διά νά σωθῶσιν ἔπρεπε νά εἶναι κεκρυμμένοι;

»Ἐάν ὑπῆρχον τῷ ὄντι οἱ τάφοι, ὡς μνημονεύει ὁ Γάϊος, θά κατεσκευάσθησαν τόν δεύτερον αἰῶνα, τουτέστιν ἐπί Τραϊνοῦ ἤ ἐπί Ἀδριανοῦ, διότι μόνον τότε οἱ χριστιανοί ἀπήλαυσαν ἐλευθερίας τινός. Ἀλλά τότε διατί ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, γράψας περί τό 260, οὐδέν περί τοῦ πράγματος ἀναφέρει; Διατί ὁ Ἀμμώνιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ περί τό 250 συγγράψας τήν τῶν Εὐαγγελίων ἑρμηνείαν, οὐδέν μνημονεύει; Διατί ὁ Μινούκιος (213), ὁ Φῆλιξ ἐν τῷ περί θρησκείας διαλόγῳ αὐτοῦ οὐδέν ἔγραψεν;

Ὁμοίως ὁ Λουκιανός, ὁ ἐν Ἀντιοχείᾳ πρεσβύτερος, καί Διονύσιος ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, γράψαντες περί τό 240, οὐδέν μνημονεύουσι;
»Ἡ τοῦ Ὡριγένους μαρτυρία περί τοῦ θανάτου τοῦ Παύλου ἐν Ρώμῃ ἐπί Νέρωνος ἀναιρεῖται ὑπό τοῦ Κλήμεντος Ρώμης, ἱστοροῦντος, ὅτι ὁ Παῦλος «ἐπί τό τέρμα τῆς Δύσεως ἐλθών καί μαρτυρήσας ἐπί τῶν ἡγουμένων ἀπηλλάγη», ὅπερ καί ὡς ἀόριστον ἐάν νοηθῇ καί μή ἀκριβῶς δηλοῦν ὡς τόπον μαρτυρίου τήν Ἱσπανίαν, δέν ἐννοεῖ ὅμως καί τήν Ρώμην διά τήν ἀοριστίαν.

»Οὐδέ τοῦ Εὐσεβίου ἡ μαρτυρία, ἱστοροῦντος, κατά τά προαναπτυχθέντα, τόν θάνατον τῶν δύο ἀποστόλων ἐν Ρώμῃ, ἔχει κῦρός τι, διότι καί οὗτος, ὡς προελέχθη, ἐν πολλοῖς ἀντιφάσκει καί τάς εἰδήσεις ἤντλησεν ἐκ τεθολωμένων πηγῶν. Ἀπόδειξις, ὅτι ἀναφέρει ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν τόν μῦθον τοῦ Σίμωνος μάγου, ἐνῷ ἀναφέρει καί τήν εἴδησιν περί τοῦ θανάτου τῶν δύο ἀποστόλων, καί ἀβασανίστως δέχεται πᾶσαν παράδοσιν ἤ εἴδησιν ὡς ἱστορικήν ἀλήθειαν...

»Ἡ ἔκτη εἴδησις, ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής Πέτρου ἐν Ρώμῃ, ἀναιρεῖται ὑπ' αὐτῶν τῶν ἁγίων Γραφῶν. Ὁ Μᾶρκος δυνατόν νά ὑπῆρξεν ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου, ἀλλ' οὐχί ἐν Ρώμῃ· πολύ πιθανόν ἐν Αἰγύπτῳ, διότι ἐν Αἰγύπτῳ ὡμιλοῦντο ἡ Κοπτική, ἡ Ἑλληνική καί ἡ Λατινική γλῶσσα.

Ἐν Ρώμῃ δέν ἦτο δυνατόν, α) διότι ὁ Πέτρος δέν μετέβη εἰς Ρώμην, καί β) διότι, ὡς εἴδομεν, ὁ Μᾶρκος μέχρι μέν τό 62 πρός 63 ἦτο ἐν Αἰγύπτῳ σύν τῷ Πέτρῳ, ἀπό δέ τοῦ χρόνου τούτου ἀναφέρεται εἰς τάς ἐπιστολάς τοῦ Παύλου, ὡς εἴδομεν, ὡς συνεργός αὐτοῦ, ἐν αἷς οὐδεμία γίνεται μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ Πέτρου· ὥστε καί αὐτή ἡ εἴδησις τοῦ Εἰρηναίου στερεῖται τοῦ κύρους τοῦ ἐκ τῆς μαρτυρίας τῶν Γραφῶν καί ὡς ὑπ' αὐτῶν ἀθετουμένη πίπτει. Ἡ εἴδησις αὕτη ἕν φαίνεται ὅτι ἐνέχει τό ἀληθές· ὅτι ὁ Μᾶρκος ἐγένετο ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου. Ἐπειδή δέ δέν ἐγένετο ἐν Ρώμῃ, πιθανόν ὅτι ἐγένετο ἐν Αἰγύπτῳ, καί τότε ὑποστηρίζεται ἡ γνώμη ἡμῶν περί τοῦ τόπου τῆς συγγραφῆς τῆς Α΄ Καθολικῆς ἐπιστολῆς.

»Ἡ δέ ἑβδόμη εἴδησις, ὅτι μετά τήν ἔξοδον τῶν ἀποστόλων ὁ Μᾶρκος μετέδωκε τό κατ' αὐτόν Εὐαγγέλιον γραπτῶς, οὐδόλως ὑποστηρίζει τήν εἴδησιν καί ὅτι ἔγραψεν ἐν Ρώμῃ καί ὅτι μάλιστα «ἐκύρωσε τήν γραφήν ὁ ἀπ. Πέτρος», ὡς ἱστορεῖ ὁ Εὐσέβιος ἐν Βιβλ. II κεφ. ιε΄, ἀλλά καί ταῦτα στεροῦνται κύρους, διότι ἡ κριτική ἔρευνα ἐξελέγχει αὐτά ἀνακριβῆ καί πρός τήν ἀλήθειαν ἀντιμαχόμενα· Ἰδού δέ ἡ ἀπόδειξις:

Τό Εὐαγγέλιον τό κατά Ματθαῖον μετεφράσθη εἰς τήν Ἑλληνικήν, ἐκ δέ τῆς συγκρίσεως τῶν τριῶν Εὐαγγελίων, ἤτοι τῆς μεταφράσεως τοῦ κατά Ματθαῖον, τοῦ κατά Λουκᾶν καί τοῦ κατά Μᾶρκον, δείκνυται, ὅτι καί ὁ Λουκᾶς καί ὁ Μᾶρκος γράφοντες εἶχον τήν μετάφρασιν ταύτην ὑπ' ὄψει· διότι 42 περικοπαί τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Μάρκου καί τοῦ Λουκᾶ εἶναι καθ' ὅλα ὅμοιαι πρός τάς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου· ἑπομένως ὁ Μᾶρκος ἔγραψεν πολύ ὕστερον.

Πολύ πιθανόν, καί ἴσως βέβαιον, ὅτι ἔγραψεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, ὅπου ὡς ἑρμηνευτής τοῦ Πέτρου ἐχρημάτισε καί τά ὑπ' αὐτοῦ κηρυσσόμενα ἐγγράφως τοῖς πιστεύουσι παρέδωκε· ὥστε ἡ τοῦ Εἰρηναίου μαρτυρία, τοσαῦτα ἔχουσα τά τρωτά, δέν δύναται νά χρησιμεύσῃ ὡς θεμέλιον διά νά οἰκοδομηθῇ τό πρωτεῖον τοῦ Πάπα. Τό αὐτό κῦρος ἔχουσι πᾶσαι αἱ προμνημονευθεῖσαι μαρτυρίαι.

Ὥστε ὁ ἀπόστολος Πέτρος οὐδαμόθεν ἀποδεικνύεται, ὅτι μετέβη εἰς Ρώμην, ἤ ὅτι ἐκήρυξεν ἐν Ρώμῃ, ἤ ὅτι ἀπέθανεν ἐν Ρώμῃ. Μάλιστα ὅλως τἀναντία μαρτυροῦνται ὑπό τε τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας».

Ἐκ τῆς λεπτομεροῦς καί ἀναλυτικῆς ταύτης κριτικῆς τῶν πληροφοριῶν τοῦ Εἰρηναίου (Λουγδούνου), τοῦ Διονυσίου Κορίνθου, τοῦ πρεσβυτέρου Γαΐου, τοῦ Ὡριγένους καί ἐν συνεχείᾳ τοῦ Εὐσεβίου περί μεταβάσεως καί τοῦ ἀποστόλου Πέτρου εἰς Ρώμην καί τῆς ἱδρύσεως ὑπ' αὐτοῦ, ἐν συνεργασίᾳ μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀποδεικνύεται, φρονοῦμεν, πλήρως ὅτι ὄντως αἱ πληροφορίαι αὗται ἐπί ἀναληθῶν παραδόσεων καί πηγῶν ἐστηρίχθησαν, προδήλως ἄλλως τε πρός τάς σαφεῖς ἀντιθέτους μαρτυρίας τῆς Γραφῆς καί τῆς Ἱστορίας ἀντικείμεναι.

Τάς ἀναληθεῖς ταύτας πηγάς καί παραδόσεις πολύ ἐγκαίρως, προφανῶς, ὡς ἐκ τῶν «ψευδοκλημεντείων» (μέ τά οποῖα καί ἐν τῇ συνεχείᾳ θά ἀσχοληθῶμεν) συνάγεται, ἐπενόησε καί κατά τά τέλη τοῦ Β΄ αἰῶνος ἔθεσεν εἰς κυκλοφορίαν ὁ Παπισμός, ἔκτοτε διανοηθείς νά ὑποκαταστήσῃ τό κοσμικόν «imperium» καί τό «Pontifex maximus» τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων διά τοῦ πνευματικοῦ τοιούτου ὡς δῆθεν χριστιανικοῦ.

Καί ἦτο ὅλως φυσικόν, ὑπό τό κράτος τῶν ἐν γένει πνευματικῶν συνθηκῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τῶν δυσχερειῶν τῆς πνευματικῆς μεταξύ τῶν μεγάλων καί ἀπομεμακρυσμένων ἀπ' ἀλλήλων πόλεων ἐπικοινωνίας καί τῆς ἐλλείψεως μέσων ἐλέγχου τῆς γνησιότητος τῶν ἐπί περγαμηνῶν τότε κυκλοφορούντων συγγραμμάτων, νά μή εἶναι δυνατός ὁ προσήκων ἄμεσος ἔλεγχος τῶν σχετικῶν παραδόσεων καί πηγῶν.

Ἀλλά καί ἄν παρά πάντα ταῦτα ἐγίνετο δεκτόν ὅτι με-
τά τόν ἀπόστολον Παῦλον ἤ καί πρό αὐτοῦ ἀκόμη μετέβη καί ὁ ἀπόστολος Πέτρος εἰς Ρώμην (καίτοι ἡ δευτέρα ἐκδοχή ἀποκλείεται κατά τά προεκτεθέντα) καί ὅτι μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἤ καί πρό αὐτοῦ, ἵδρυσε τήν ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης, καί πάλιν ὁ Παπισμός οὐδέν ἐπιχείρημα θά ἠδύνατο νά πορισθῇ διά τήν δικαιολόγησιν καί θεμελίωσιν τοῦ ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας «πρωτείου» του διότι, ὡς προαπεδείξαμεν, οὐδέν τοιοῦτον «πρωτεῖον» εἶχεν ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Καί ἡ ἐνδεχομένη ὅθεν ὑπ' αὐτοῦ ἵδρυσις τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης, ἀλλά καί ὁ τυχόν θάνατός του ἐν Ρώμῃ δέν ἦτο δυνατόν νά μεταδώσωσιν εἰς τόν ἐπίσκοπον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης ἰδιαιτέραν τινά ἐξουσίαν ἤ δικαιοδοσίαν ἐπί τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Πολύ ὀρθῶς δέ καί ὡς πρός τοῦτο ὁ ἀοίδιμος Ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Λέων τονίζει ἐν ἀρχῇ τῆς ἐν τοῖς προηγουμένοις μνημονευθείσης ἐπιστολῆς του καί τά ἑξῆς:

«Εἰ ἡ Ρώμη, ὅτι ἐδέξατο τόν κορυφαῖον ἐπίσκοπον, πρώτη, ἡ Ἀντιόχεια μᾶλλον ἔχει τό πρωτεῖον∙ καί γάρ πρό τῆς Ρώμης ὁ ἀπ. Πέτρος ἐπεσκόπησεν ἐν Ἀντιοχείᾳ. Ἔτι, εἰ διά τόν κορυφαῖον τῶν ἀποστόλων ἡ Ρώμη... τόν μαρτυρικόν... τελειώσαντα δρόμον, πολλῷ δικαιότερον τά Ἱεροσόλυμα τῆς Ρώμης πρωτεύειν.

Ἔτι εἰ ἀπό τῆς προσώπων ποιότητος τό πρωτεῖον τοῖς θρόνοις περίεστι, πῶς οὐ λαμπρῶς κατά πάντων τά Ἱεροσόλυμα τό κράτος ἕξει; Αὐτός γάρ ὁ καί Πέτρου καί ἡμῶν ἁπάντων κοινός πλάστης καί δεσπότης, ὁ πρῶτος καί Μέγας Ἀρχιερεύς, ἡ πηγή πάσης ζωῆς καί Ἀρχιερατικῆς τάξεως, ἐν αὐτοῖς... καί τήν διατριβήν ἔσχε καί Ἑαυτόν ὑπέρ τῆς τοῦ Κόσμου σωτηρίας ἑκών ἱεράτευσε. Ἔτι, εἰ διά τόν κορυφαῖον ἡ Ρώμη ζητεῖ τό πρωτεῖον, δι' Ἀνδρέαν τόν πρωτόκλητον καί γενέσει πρότερον ἀδελφόν, τό Βυζάντιον πρῶτον...».

top
Has no content to show!