-
Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 24 Φεβρουαρίου 2013 02:35
-
Εμφανίσεις: 107925
Πρέπει κάποτε τα κείμενα της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας να φύγουν από τα χέρια των ειδικών θεολόγων και να εισέλθουν στην πνευματική ζωή του έθνους μας, ισότιμα με όλα τα άλλα κείμενα που έχουν ή θεωρούνται πως έχουν παιδευτική αξία.
Όταν εισέλθουν όλα στην ζωή του Έθνους, θα μεταμορφώσουν όχι μόνο την πνευματική ζωή μας και θα ανασυνθέσουν την κλίμακα των αξιών της, αλλά και θα διαμορφώσουν διαφορετική από ό,τι έως τώρα την προσωπικότητα του Έλληνα.
Έχει ειπωθεί πολλές φορές έως τώρα, αλλά δεν θα είναι άσκοπο να επαναλαμβάνεται αδιάκοπα, ότι τα παιδευτικά στοιχεία που τρέφουνε τον σημερινό Ελληνισμό έχουν διαμορφωθεί άσχετα από την παράδοση του έθνους, από εντελώς τυχαίες και επεισοδιακές επιδράσεις.
Η σύνθεση του Τριωδίου με έχει απασχολήσει από χρόνια. Ολόκληρο αυτό το οικοδόμημα από περικοπές Ευαγγελικών και Αποστολικών κειμένων, από ύμνους και από προσευχές έχει μια θαυμαστή ενότητα και είναι ατύχημα που δεν αποτελεί ένα σταθερό και μόνιμο βίωμα της ζωής μας, είτε μέσα από την εκκλησιαστική προβολή της, είτε μέσα από μελέτες για τη σύνθεση και την αποστολή του.
Η αλήθεια είναι ότι δεν λείπουνε τα μελετήματα με θέμα το Τριώδιο και θα πρέπει να αναφέρω εδώ ξεχωριστά τη μελέτη του κ. Ευαγγέλου Θεοδώρου «Η μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου» (Αθήνα, 1958) και δυό – τρία άλλα μικρά ή μεγάλα δημοσιεύματα. Αλλά και το βιβλίο του κ. Θεοδώρου, όπως και ό,τι άλλο έχει γραφεί έως τώρα, είναι γραμμένα μόνο για ειδικούς θεολόγους και γι’ αυτόν ή για διαφόρους άλλους λόγους δεν έχουν απηχήσει σε ευρύτερο κοινό.
Εξ άλλου και η ίδια η κατανόησή του από την προβολή του στην εκκλησία είναι δύσκολη, γιατί προϋποθέτει πολλές ελεύθερες ώρες, γνώση του συνδέσμου των τμημάτων του, του ενός με το άλλο, και φυσικά, ψυχική προετοιμασία.
Όχι ως θεολόγος, ούτε καν ως μέλος της ελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά απλώς ως φιλομαθής αναγνώστης αισθάνομαι ότι πρέπει να πω πόσο χάνουμε όλοι μας, που δεν έχουμε γευθεί κάτι από το βαθύ και συγκλονιστικό πνευματικό περιεχόμενό του.
Σκέπτομαι πόσες πολλές μελέτες γράφονται κάθε χρόνο για τα μεγάλα έργα του πνεύματος, για τον Όμηρο, για την αρχαία τραγωδία, για την Θεία Κωμωδία, για τον Φάουστ, και πόσο έχουν αδικηθώ τα ορθόδοξα ελληνικά εκκλησιαστικά κείμενα που δεν έχουν ως τώρα ξεφύγει από τα χέρια των ειδικών, των θεολόγων ή των βυζαντινολόγων.
Το Τριώδιο, για να αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα, ως σύνθεση αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά δημιουργήματα.
Έχει ήδη διαπιστωθεί ότι η σημερινή μορφή του Τριωδίου πέρασε από πολλές αλλαγές και σχηματίσθηκε από στοιχεία που έχουν προστεθεί κατά διάφορες εποχές, σε διάφορα μέρη, με την πρωτοβουλία διαφόρων εκκλησιαστικών παραγόντων. Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι δεν υπήρξε ποτέ —και ούτε τώρα υπάρχει— ένας ενιαίος τύπος Τριωδίου — τουλάχιστον ούτε στα διάφορα χειρόγραφα του παρελθόντος, ούτε και στην πρακτική εφαρμογή του σήμερα εμφανίζεται με την ίδια πάντοτε μορφή•
Αυτή όμως η ποικιλία είναι μία από τις μεγάλες αρετές του, γιατί δείχνει ότι δεν είναι μια τελειωμένη σύνθεση, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός, που πάντοτε ανανεώνεται, μετασχηματίζεται και αλλάζει ανάλογα με τις εποχές, με τους τόπους και με τους ανθρώπους.
Τώρα τελευταία βέβαια έχει πια κατά κάποιο τρόπο αποκρυσταλλωθεί, με την έννοια ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια χωρίς να εισαχθεί καινούριο στοιχείο και χωρίς να συζητηθεί η ενδεχόμενη ανάγκη τροποποιήσεων και οι μόνες αλλαγές που υφίσταται είναι συντμήσεις που κάνουνε οι ιερείς για λόγους ευκολίας.
Αυτή τη διαπίστωση θα την ερμηνεύσει κανείς αν την συνεξετάσει μέσα στο γενικό πλαίσιο του χαράκτηρος της νεοελληνικής ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι η υμνογραφία της Εκκλησίας, μας δεν πλουτίζεται τώρα με νέα στοιχεία, όπως και όσο πλουτιζότανε άλλοτε.
Πάντως -και αυτό πρέπει να τονιστεί αμέσως από την αρχή- οι διάφορες παραλλαγές του Τριωδίου και οι τροποποιήσεις από τις οποίες διήλθε δεν έθιξαν ποτέ το βασικό χαρακτήρα του. Όπως είχε διαμορφωθεί αρχικά.
Τί ακριβώς σημαίνει αυτό το «αρχικά» είναι δύσκολο να το εξηγήσει κανείς, γιατί το σημερινό Τριώδιο, ενώ εκφράζει ένα πνευματικό χριστιανικό ήθος παλαιότατο, έχει πάρει την σημερινή μορφή του από τον δέκατο αιώνα και πέρα, όπως έχει διαπιστωθεί από τους μελετητές του.
Η δική μου υπόθεση είναι ότι η σημερινή μορφή του πρέπει μάλλον να αναχθεί στην εποχή του Φωτίου, αλλά το θέμα μου δεν είναι τώρα αυτό και ίσως δεν θα μπορούσα εύκολα να αποδείξω την χρονολόγηση αυτή αν δεν ανακινήσω το όλο θέμα της εποχής του Φωτίου.
Για τώρα είναι αρκετό να υποσημειωθεί ότι το βασικό νόημα του Τριωδίου, που ανάγεται ήδη στον τέταρτο αιώνα, δεν μεταβλήθηκε ποτέ, παρά τις πολυποίκιλες και πολύμορφες προσθαφαιρέσεις κατά τη διάρκεια της μεγάλης ιστορίας του. Το νόημα αυτό το εκφράζει συνοπτικά η λέξη «διαλεκτική» και το περιγράφουν καλύτερα διατυπώσεις όπως «η πορεία προς τη σωτηρία», «από του θανάτου εις την ζωήν», «per aspera ad astra» και όσες άλλες παρόμοιες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να δηλώσουν την βαθμιαία άνοδο της ψυχής από τον χρόνο στην αιωνιότητα.
Το Τριώδιο είναι η οδός την οποία πρέπει να περάσει ο άνθρωπος για να αξιωθεί να συμμετάσχει στο μεγάλο μυστήριο της σταυρώσεως και της αναστάσεως του υιού του Θεού.
Με το Τριώδιο η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία μας διδάσκει ότι ο πιστός για να αξιωθεί το Πάσχα, πρέπει να περάσει από σκληρή κλιμακωτή πορεία. Της ανοδικής αυτής πορείας οι αναβαθμοί αρχίζουν με την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου που μαζί με τις άλλες, τις επόμενες Κυριακές, του Ασώτου και της Δευτέρας παρουσίας, αποτελεί μίαν ενότητα.
Το θέμα στην ευαγγελική περικοπή του Τελώνου και του Φαρισαίου είναι ο αποκαθαρμός της ψυχής από τα πάθη της αλαζονείας και της επάρσεως με την μεταμέλεια και την ταπείνωση.
Το ερμηνευτικό κείμενο που συνοδεύει τα κείμενα της πρώτης αυτής Κυριακής του Τριωδίου εξηγεί καθαρά ότι η αλαζονεία και η οίηση είναι που προκάλεσαν την έξωση από τους κόλπους του Θεού και ότι της επανόδου η οδός αρχίζει με την ταπείνωση: «εμφαίνει τοίνυν η παραβολή, μηδένα τινά επαίρεσθαι καν χρηστά πράττων ή, αλλ’ αεί ταπεινούσθαι και δείσθαι από ψυχής του Θεού καν τοις εσχάτοις κακοίς περιέπεσεν, ως ου πόρρω σωτηρίας εστί».
Το ίδιο πνεύμα, φυσικά, εκφράζει και η περικοπή από την Β΄ επιστολή του αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο, που προηγείται της ευαγγελικής περικοπής ιδίως με την ρήση «πονηροί δε άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον» και με την συμβουλή «μένε εν οίς έμαθες και επιστώθης ειδώς παρά τίνος έμαθες». Το ίδιο πνεύμα εκφράζουν και οι ύμνοι, μερικοί από τους οποίους είναι από τους καλύτερους που έχουν γραφή.
Ο ποιητής αναγνωρίζει ότι είναι αμαρτωλός όπως ο Τελώνης, αλλά η ομολογία του είναι και μετάνοια, όπως ήταν και η ομολογία του Τελώνου.
Στην πορεία λοιπόν προς το Πάσχα η ταπείνωση είναι ο πρώτος αναβαθμός, η πρώτη φάση της διαλεκτικής προς την αθανασία.
Το πνεύμα της αμαρτίας και της μετανοίας συνεχίζει και η Κυριακή του Ασώτου. Ο Άσωτος γίνεται τελικά ό,τι ήταν την ώρα της συντριβής του ο Τελώνης.
Τη διαφορά όμως ανάμεσα στον Τελώνη και στον Άσωτο την επεξηγεί ωραία το ερμηνευτικό κείμενο της παραβολής του Ασώτου: υπάρχουν πολλοί που έχουν διαπράξει τόσες αμαρτίες στη ζωή τους, ώστε δεν ελπίζουν σε καμμιά δυνατότητα σωτηρίας και από απόγνωση διαπράττουν ακόμη πιο πολλές.
Η απόγνωση αυτή καθ’ εαυτή, «ήτις γέννημα εστί της αλαζονείας » αποτελεί άλλη μιαν ακόμη αμαρτία.
Γι’ αυτό οι άγιοι πατέρες «πρόρριζον το της απογνώσεως ανασπώντες πάθος και προς αρετής ανάληψιν διεγείροντες» επέλεξαν την περικοπή του Ασώτου.
Με την ίδια πρόθεση επέλεξαν την περικοπή από την Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του Παύλου, αν και η έξαρση εδώ δεν γίνεται τόσο για να τονιστεί η δυνατότης της σωτηρίας, όσο η βαρύτητα της αμαρτίας.
Την έξαρση της σωτηρίας με την μετάνοια την αποδίδουν θαυμάσια όλοι οι ύμνοι. Στους περισσότερους από αυτούς μιλάει ο ίδιος ο Άσωτος που έχει ξεπεράσει την απόγνωση και στρέφεται με συντριβή και ελπίδα προς τον Σωτήρα.
Το Σάββατο προ της Απόκρεω και η Κυριακή της Απόκρεω αποτελούν μαζί μιαν ενότητα, γέφυρα ανάμεσα στις δύο πρώτες Κυριακές και στις ημέρες που θα ακολουθήσουν.
Τα ερμηνευτικά κείμενα του Σαββάτου και της Κυριακής της Απόκρεω είναι φορτωμένα με πολλές έννοιες και με πολλά ιστορικά περιστατικά, αλλά βασικά ερμηνεύουν σωστά την θέση των δύο αυτών ημερών μέσα στο Τριώδιο. Και οι δυο αυτές ημέρες είναι πολυσήμαντες.
Ένα από τα νοήματά τους είναι ότι ο άνθρωπος που γυρεύει την σωτηρία του, έχει συμπαραστάτη του την Εκκλησία, που δέεται μαζί του.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που ένα τυχαίο γεγονός, ένας π.χ. αιφνίδιος θάνατος, δεν έδωσε στον αμαρτωλό τη δυνατότητα να εισέλθει στον δρόμο της σωτηρίας.
Στο Σάββατο προ των Απόκρεω η Εκκλησία δέεται για όλους όσους έχουν φύγει από τη ζωή, και για όσους έγκαιρα αλλάξανε τρόπους ζωής και για εκείνους που ένα τυχαίο περιστατικό τους στέρησε από την ελπίδα της μετανοίας.
Αλλά όλη αύτη η καλωσύνη, η φιλανθρωπία του Θεού και η φιλανθρωπία της Εκκλησίας, μπορεί να ξεγελάσουν την ευκολόπιστη ανθρώπινη φύση.
Ο άνθρωπος μπορεί να σκεφθεί ότι «φιλάνθρωπος έστιν ο Θεός, και όταν της αμαρτίας αναχωρήσω, ετοίμως έχω το παν ανύσαι».
Μια τέτοια σκέψη μπορεί να καταστρέψει τα διδάγματα και από τον Τελώνη και από τον Άσωτο. Γι’ αυτό η Εκκλησία με την Κυριακή της Απόκρεω έρχεται να προφυλάξει τον πιστό από την παραίσθηση που θα μπορούσε να του δώσει η καλωσύνη του Σαββάτου προ της Απόκρεω.
Γι’ αυτό και προβάλλει την Δευτέρα Παρουσία. Και πάλι εδώ, το ερμηνευτικό κείμενο είναι αρκετά περιπλεγμένο, αποδίδει πάντως σωστά το νόημα της ημέρας: Η Δευτέρα Παρουσία προβάλλεται για να τονισθεί όχι μόνο η φιλανθρωπία του Κυρίου, αλλά και η Δικαιοσύνη του, Δικαιοσύνη που εκτείνεται όχι μόνο στους ζώντες, αλλά και στους κεκοιμημένους.
«Ταύτην την φοβεράν ημέραν ενταύθα κατέταξαν, ίνα διά του θανάτου και της προσδοκίας των εσομένων δεινών, φοβήσαντες τους αμελώς διακειμένους προς αρετήν επανάγωσιν, μη θαρρούντας εις το φιλάνθρωπον μόνον, αλλ’ αφοράν ότι και δίκαιος έστι Κριτής και αποδίδωσι εκάστω κατά τα έργα αυτού».
Συνδεδεμένη με την έννοια της Δικαιοσύνης είναι και η έννοια ότι η ώρα της Κρίσεως είναι άγνωστη και συνεπώς ο πιστός πρέπει να είναι πάντα έτοιμος, γιατί δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει πότε θα παρουσιαστεί μπροστά στον Κριτή.
Οι υμνογράφοι και των δύο αυτών ημερών που γνωρίζουν την ατέλεια της ανθρώπινης φύσεως, ζητούν την καλωσύνη, την ευσπλαχνία, τη συγγνώμη του Κυρίου. Η φοβερή ώρα της Κρίσεως γυρίζει διαρκώς στην ψυχή τους.
Θα ήταν λάθος αν ζητούσαμε να ερμηνεύσουμε τα κείμενα που ακολουθούν την Κυριακή της Απόκρεω έως την επομένη Κυριακή της Τυροφάγου, ως κείμενα που εξαίρουν την σημασία της νηστείας. Όπως φαίνεται από τις περικοπές, από τους προφήτες και από τους ύμνους του Σαββάτου της Τυρινής η «νηστεία» για την οποία μιλούν οι υμνογράφοι πρέπει να ερμηνευθεί ευρύτερα, ως υποταγή της σαρκός στις εντολές του πνεύματος.
Δεν θα είχε αλλιώς νόημα η μνεία της μεγάλης σειράς των αγίων, όσιων και μαρτύρων. Αποτελούν παραδείγματα όχι απλώς επειδή ετήρησαν «νηστείαν», αλλά επειδή αν και πλασμένοι και αυτοί από την ιδίαν ύλη, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, αν «και αυτοί της αυτής ημίν φύσεως εκοινώνησαν», μπορούν να προβάλουν τον βίο τους ως «υπογραμμόν τινα και οδηγόν» και να στηρίξουν έτσι τον άνθρωπο που αγωνίζεται.
Τα αποτελέσματα της ψυχικής ραθυμίας, γενικά της «παραβάσεως» της θεϊκής εντολής τα παρουσιάζει η Κυριακή της Τυροφάγου, που καλύτερα θα ήταν να ονομάζεται πάντοτε με το πραγματικό της όνομα, «Κυριακή του απολεσθέν¬τος Παραδείσου». Με την Κυριακήν αυτήν ολοκληρώνεται το πρώτο μέρος της Διδαχής, με μια σειρά από θεμελιώδεις έννοιες που κυριαρχούν από την αρχή έως το τέλος —την μετάνοια του ανθρώπου, την συγγνώμη του Θεού, την απειλή της Δευτέρας Παρουσίας και την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο.
Ο πιστός κατά τις τέσσερις αυτές Κυριακές και τις συνδεδεμένες με αυτές ημέρες περνάει αδιάκοπα από τον φόβο στην ελπίδα και καταλαβαίνει ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος η καταστροφή του ή η σωτηρία του είναι έργο δικό του, είναι αποτέλεσμα του βίου του. Η συγγνώμη του Θεού έχει τα όριά της, πέρα από τα οποία αρχίζει η αδέκαστη Δικαιοσύνη του.
Έχουμε τώρα πια διδαχτεί πώς πρέπει να ζούμε και τί μας περιμένει ανάλογα με τον βίο μας. Από εδώ και πέρα, καθώς φωτισμένοι από όσα ακούσαμε, πλησιάζουμε το Πάσχα και αγωνιζόμαστε να αξιωθούμε την Ανάσταση του Κυρίου και μαζί τη δική μας Ανάσταση, η Εκκλησία έρχεται να μας συμπαρασταθεί με όλο το πνευματικό μεγαλείο της.
Τώρα πια δεν θα μας θυμίσει τον Φαρισαίο και τον Άσωτο, την Δευτέρα Παρουσία και τον χαμένο Παράδεισο. Θα έλθει κοντά μας για να μας παρασταθεί, να μας ενισχύσει , να μας ενθαρρύνει. Αυτό το νόημα έχει η πρώτη Κυριακή, της Ορθοδοξίας, η δευτέρα Κυριακή, της μνήμης του Γρηγορίου Παλαμά, η τρίτη, της Σταυροπροσκυνήσεως, η τέταρτη του Ιωάννου της Κλίμακος και η πέμπτη της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Στον αγώνα του ο πιστός ενισχύεται από την Ιστορία και τα διδάγματα της Ορθοδοξίας, από το παράδειγμα του Γρηγορίου Παλαμά, από τη δύναμη του Σταυρού, από τη διδαχή του Ιωάννου της Κλί-μακος και από το παράδειγμα της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
Η Εκκλησία με τους αγώνες της εναντίον των αιρέσεων, μορφές μεγάλες ασκητών και διδασκά¬λων, η χάρις του Σταυρού, όλα μαζί μας συμπαραστέκουν και μας βοηθούν για να αξιωθούμε τη χάρη της Αναστάσεως.
Αλλά ο άνθρωπος φέρνει πάντα το στίγμα του προπατορικού αμαρτήματος και όσο πρόθυμος αν είναι για να εισέλθει στον νυμφώνα του Κυρίου το ένδυμά του, η σάρκα του και η ζωή του δεν του το επιτρέπουν.
Τώρα πια έχει θελήσει, με όλη της ψυχής του τη δύναμη, να εισέλθει στον νυμφώνα. Τα παραδείγματα του Φαρισαίου και του Ασώτου από τη μια μεριά και από την άλλη του Γρηγορίου Παλαμά του Ιωάννου της Κλίμακος και της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας· ο φόβος για την μεγάλη ώρα της Κρίσεως, ο πόνος για το χαμένο Παράδεισο, η χάρη του Σταυρού και η Διδαχή του Συνοδικού της Ορθοδοξίας του έχουν ανοίξει τα μάτια. Γνώριζε τί θέλει, αλλά και γνωρίζει ότι δεν αρκεί το τί θέλει. Έχει όμως για άλλη μια φορά την συμπαράσταση της Εκκλησίας.
Την Μεγάλη Τετάρτη αφού πρώτα τον διδάξει με την ιστορία της παραστρατημένης γυναίκας, θα του προσφέρει το θείο μύρο και θα τον καθαρίσει έτσι για να μπορέσει από εδώ και πέρα να παρακολουθήσει το Θείο Δράμα, από τον Μυστικό Δείπνο έως την Ανάσταση.
Θα παρακαθίσει και αυτός στον Δείπνο, θα ανεβεί με τον Κύριο στο Όρος για να προσευχηθεί, θα σταυρωθεί μαζί του και όταν έλθει η μεγάλη ώρα, θα αναστηθεί και αυτός μέσα στο φως και στην αίγλη της αιωνιότητας, θα αναστηθεί και αυτός -μόνο αν είχε τη δύναμη να διδάσκεται από όσα τον εδίδασκε η Εκκλησία με τη θαυμάσια σύνθεση του Τριωδίου.
Ελπίζω ότι δεν είπα τίποτα πρωτότυπο με όσα έγραψα. Για τα ιερά κείμενα δεν πρέπει να λέει κανείς τίποτε πρωτότυπο. Αρκεί και πρέπει να τα καταλαβαίνει σωστά.
Και ασφαλώς δεν μπορεί να τα καταλάβει αν δεν έχει ζήσει μαζί τους και αν δεν έχει ωφεληθεί από όσα διδάσκουνε. Το Τριώδιο έχει πολλά φιλολογικά προβλήματα. Όσο κανείς το μελετάει, τόσο και βλέπει τις δυσκολίες που υπάρχουνε. Αλλά η διαλεκτική του είναι σαφής —μια διαλεκτική της ψυχής που μορφώνεται βαθμιαία καθώς ανεβαίνει σκαλοπάτι, σκαλοπάτι τον δρόμο προς την Ανάσταση.
Με την τρέχουσα σημασία, της η διαλεκτική είναι θέση, αντίθεσης και σύνθεσης. Θέση, αντίθεσης και σύνθεσης χαρακτηρίζουν και το Τριώδιο. Δεν είναι όμως σαν τις λογικές κατασκευές των φιλοσόφων.
Θέση είναι ο Παράδεισος, αντίθεση είναι ο Αδάμ και η Εύα και σύνθεση είναι ο μετανοών και υποστηριζόμενος από τη Θεία Χάρη χριστιανός.
Το σχήμα αυτό κυριαρχεί από την αρχή έως το τέλος του Τριωδίου. Το σχήμα αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμά του.
Το σχήμα αυτό είναι το μεγάλο δίδαγμα του Χριστιανισμού.
(Βασ. Λαούρδας)
(«Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε., σ.147-151)