Άρθρα - Απόψεις

Οι Τρείς Ιεράρχες, οδηγός για τις μελλοντικές γενιές

images

Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ | Romfea.gr

Η Εκκλησία μας και ιδιαίτερα η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά στις 30 Ιανουαρίου. την Βασίλειον της Εκκλησίας στολήν, τον μέγαν Βασίλειον «τον εν θεολογία περιβόητον Γρηγόριον, το χρυσούν της οικουμένης στόμα, το της σοφίας πέλαγος τον ως αληθώς Χρυσόστομον», όπως γράφει κατά τον ένατο αιώνα ο μέγας και ιερός Φώτιος (Επιστολή ΙΒ Μιχαήλ Θεοσκεπάστω Βασιλεί §16, P.G. τόμος 102, στήλη 729Α).

Οι άγιοι Πατέρες δεν αναδείχθηκαν μόνο υποδειγματικοί αρχιερείς, σοφοί επιστήμονες για την εποχή τους, εμβριθείς συγγραφείς και φωστήρες της θεολογίας, αλλά και μεγάλοι διδάσκαλοι με την ευρεία σημασία της λέξεως.

Οι εκπαιδευτικές αρχές τους επηρέασαν την παιδεία για πολλούς αιώνες. Η συνείδηση της Εκκλησίας τους αναγνώρισε ως διδασκάλους.

Γι’ αυτό οι τρεις άγιοι Πατέρες μας από το έτος 1842, ολίγα μόλις έτη μετά την απελευθέρωση του Γένους μας από την επί τέσσερεις αιώνες υποδούλωση στους Τούρκους και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, ορίσθηκαν και προστάτες της ελληνικής παιδείας και των ελληνικών Γραμμάτων.

1. Παιδαγωγοί

Είναι εύκαιρο σήμερα να θυμηθούμε μερικές διδασκαλίες τους που είναι εγκατεσπαρμένες στα συγγράμματά τους, στα κηρύγματά τους, στην δογματική τους και απολογητική διδασκαλία τους, στα ερμηνευτικά έργα τους  και τέλος στις επιστολές τους. Υπήρξαν και οι τρεις άνθρωποι με γνήσια ενδιαφέροντα για την αγωγή του νέου ανθρώπου.

Συνδύασαν την θεωρία με την πράξη. Τα κηρύγματά τους δεν περιείχαν δεοντολογικές παραινέσεις και ηθικολογίες αλλά πλούσια παραδείγματα, ζωντανές εικόνες, αντιληπτές και προσιτές παραστάσεις της σύγχρονης ζωής. Δεν αρκέσθηκαν ως θεωρητικοί θεολόγοι σε σχολαστικά ακαδημαϊκά γυμνάσματα.

Αντιθέτως μελέτησαν με πείρα κι έκαναν συγκεκριμένες συστάσεις για την σχολική αγωγή, την παιδική ηλικία και τους νεανικούς κινδύνους, τον τρόπο διδασκαλίας, την πρώτη ανάγνωση και γραφή, τις διάφορες βαθμίδες εκπαιδεύσεως μικρών, νέων και ενηλίκων.

Για τους μεγάλους παιδαγωγούς η εκπαίδευση δεν περιορίζεται σε κάποια ηλικία, αλλά είναι υπόθεση όλων των ηλικιών.

Δεν δικαιούται να ισχυρισθεί κάποιος, «επί τέλους έφθασα».

2. Η ωφέλιμος παιδεία κατέχει την πρώτη θέση των αξιών της ζωής.

Οι τρεις Ιεράρχες αναγνωρίζουν την τεράστια αξία της αγωγής και μορφώσεως και κατέταξαν την παιδεία μεταξύ των πρώτων αξιών, της ανθρώπινης ζωής. Θεωρούν την μόρφωση της ψυχής και της διάνοιας καθολική υποχρέωση «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β , Απολογητικός της εις Πόντον φυγής ένεκεν, P.G. 35,425). Γράφει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «οίμαι δε πάσιν αν ομολογήσθαι των νουν εχόντων παίδευσιν των παρ’ ημίν αγαθών είναι το πρώτον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τον Μέγαν Βασίλειον Επίσκοπον Καισαρείας Καππαδοκίας  Επιτάφιος, §11, P.G. 36,508).

Από όλα τα αγαθά που έχουμε στη διάθεσή μας το πρώτο είναι η εκπαίδευση.

Η εκπαίδευση (δηλαδή η μόρφωση) είναι το μόνο που καλλιεργεί εκλεπτύνει, ανυψώνει και καθιστά ελεύθερο το πνεύμα του ανθρώπου. Όχι βέβαια οποιαδήποτε εκπαίδευση. Οι Πατέρες διαχωρίζουν την χρήσιμη από την φθοροποιό παιδεία. Θεωρούν αναγκαίο να αποκτήσει ο άνθρωπος ενσυνείδητη κατανόηση της παιδείας, να μπορεί να εκλέγει την ωφέλιμη και να αποφεύγει την ανώφελη και επιζήμια.

«Αναγκαία η της παιδείας επίγνωσις, προς τε την αίρεσιν της ωφελίμου παιδείας, και προς την αποφυγήν της ανονήτου και βλαβεράς» (Μεγάλου Βασιλείου, Ομιλία ΙΒ , Εις την αρχήν των Παροιμιών, P.G. 31, 397).
Oι απόψεις των τριών Ιεραρχών για την αναγκαιότητα της παιδείας επηρέασαν τόσο την στάση της Εκκλησίας όσο και της Πολιτείας γι’ αυτό και η παιδεία δεν έγινε προνόμιο μόνο των κληρικών, όπως συνέβη στην μεσαιωνική χριστιανική Δύση, αλλά και των λαϊκών.

Οι αυτοκράτορες όπως ο Βασίλειος ο Α ἐξέδωσαν ειδικούς νόμους η άφηναν παρακαταθήκη τονίζοντας την ανάγκη της εκπαιδεύσεως όχι μόνο για τους κρατικούς λειτουργούς αλλά και για όλους τους πολίτες της αυτοκρατορίας.

«Βιωφελές τι χρήμα και σπουδαιότατον ου μόνον βασιλεύσι, αλλά και ιδιώταις, η παίδευσις. Και γαρ τοις κεκτημένοις, αυτήν και κατά σώμα και κατά ψυχήν τα μέγιστα ωφελεί…ταύτην ουν σε …ηγεμονεύουσαν …την βασιλείαν έχειν νουθετών» γράφει ο αυτοκράτορας Βασίλειος στο διάδοχο γιο του Λέοντα τον Στ τόν Σοφό (P.G. τόμος 107 ΧΧΙΑ).

«Της παιδείας η κτήσις τω γεγηρακότι…γίνεται βίου βακτηρία κατά τον ανθούντα την νέαν ηλικίαν εις αρετήν ώρα αλύπους διαβιβάζει παιδείας τοίνυν σοφίαν και αρετήν τους σους παίδας, ίνα και νεάζοντες ωραίαν έχουσιν την βασιλείαν και γεγηρακότες μη δέωνται της ετέρων βοηθείας» συμβουλεύει ο ιερός Φώτιος (Φωτίου επιστολαί εκδ. Ιωάννου Ν. ΒΑΛΕΤΑ, Λονδίνο 1864 σελ. 447).

Η παιδεία ομορφαίνει την ζωή των νέων και αποβαίνει στήριγμα και παρηγορία για τους ηλικιωμένους.

3. Ο σκοπός της ωφελίμου παιδείας· Παιδεία προς θέωση.

Οι άγιοι Πατέρες δεν πίστευαν μόνο στην αξία της παιδείας. Πίστευαν και σε ορισμένη φιλοσοφία. Το εκπαιδευτικό ιδανικό τους ήταν συγκεκριμένο, είχε σταθερό σκοπό και κατεύθυνση.

Για τους αγίους Πατέρες η διάπλαση και η μόρφωση του ανθρώπου δεν έγκειται στην απόκτηση γνώσεων, πτυχίων και περγαμηνών. Είναι δυνατόν να γίνει κάποιος μεγάλος επιστήμονας η διάσημος πολιτικός, μέγας κοινωνικός η εμπορικός παράγοντας χωρίς να είναι μορφωμένος.

Οι Πατέρες μας απέβλεπαν στην δημιουργία ενάρετου ανθρώπου, στην διάπλαση του χαρακτήρα που να περιέχει μερικές θεμελιώδεις πνευματικές αρχές και αξίες, οι οποίες ρυθμίζουν την ζωή του και τις σχέσεις του με την κοινωνία.

Τα γνωρίσματα του «πεπαιδευμένου» είναι η ικανότητα να κρίνει ψύχραιμα και με περίσκεψη, να καθοδηγείται πάντοτε από την πίστη σε αξίες αλλά και από τον ορθό λόγο.

Είναι επίσης η ευγένεια της ψυχής και η ανεκτικότητα, ο σεβασμός προς τα δικαιώματα, την ελευθερία και τα προνόμια των συνανθρώπων.

Ο μορφωμένος άνθρωπος είναι μετριόφρονας διατυπώνει αδιάκοπα ερωτήσεις και επιδιώκει να μορφωθεί και να καλλιεργηθεί περισσότερο.

Δεν θεωρεί τον εαυτό του κέντρο του κόσμου της κοινωνίας και της οικογένειας μέσα στην οποία ζει. Έχει αυτογνωσία.

Αλλά η εκπαίδευση και η μόρφωση του ανθρώπου δεν πρέπει να αποβλέπουν μόνο στο πως ο άνθρωπος θα καλλιτερεύσει τους όρους της ζωής του και πως θα βελτιώσει τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους του. Σημαντικότερο είναι το πως θα μπορέσει να «αναλάβει» πνευματικά φτερά για να πετάξει προς τον Δημιουργό Του.

Ωραία το διατύπωσε ο διανοούμενος μοναχός Θεόδουλος που γράφει : «Όσον μάλλον ταύτης (της παιδείας) μετέχει (ο άνθρωπος), τοσούτο μάλλον αφίσταται μεν, των ανθρώπων μεθίσταται δε προς Θεόν» (Θεοδούλου Μαγίστρου (περί το 1332 μ.Χ.), Λόγος περί Βασιλείας §ΚΣ P.G. 145,1 στ. 489Β).

Η εκπαίδευση του ανθρώπου «μέχρις ου μορφωθή Χριστός εν αυτώ» (Προς Γαλάτας δ 19) γίνεται συνώνυμο με την παιδεία προς θέωση.

Συνεπώς σε τελευταία ανάλυση το εκπαιδευτικό ιδεώδες των Πατέρων ήταν η θέωση του ανθρώπου.

Η απόκτηση όμως του ανώτατου αγαθού της παιδείας είναι ένα δυσχερέστατο και πολύ κοπιαστικό έργο, που απαιτεί συνεχή εξέλιξη και πνευματική επαγρύπνηση.

Ο μέγας Βασίλειος υπογραμμίζει ότι «τραχεία μεν πρώτον και δύσβατος, και ιδρώτος συχνού και πόνου πλήρης, η προς αρετήν φέρουσα και ανάντης οδός » (Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων P.G. 31,572).  

Η δυνατότητα της ομοιώσεως με τον Θεό, ήτοι της θεώσεως, δόθηκε στον άνθρωπο κατά τον χρόνο της δημιουργίας, αλλά είναι έργο συνεχούς παιδείας με την οποία η θέωση αρχίζει από την παρούσα ζωή, αλλά ολοκληρώνεται στην μελλοντική. Εκπαιδευόμενος ο άνθρωπος πρέπει να πορεύεται προς την αρετή «Άνθρωποι κατ’ αυτό ομοιούνται Θεώ, όταν μηδέν πάσχουσι παρά των επηρεάζειν βουλομένων, μηδέ υβριζόντων υβρίζονται, μηδέν τυπτόντων τύπτονται, μηδέ καταγελώνται καταγελώντων ετέρων» γράφει ο ιερός Χρυσόστομος (Λόγος Δ , Εις την ερμηνείαν της Προς Ρωμαίους Επιστολής, P.G. 60, 415).

4. Οι άξονες της ωφελίμου Παιδείας.

Oι πηγές από τις οποίες αντλούνται τα στοιχεία του εκπαιδευτικού - μορφωτικού ιδεώδους των Τριών Ιεραρχών είναι η αγία Γραφή και η κλασσική ελληνική Γραμματεία.

Το εκπαιδευτικό ιδεώδες είναι η συνισταμένη τουελληνικού ορθού λόγου και της χριστιανικής πίστεως και διαμορφώθηκε με τις αναζητήσεις πολλών αιώνων, ενώ κορυφώθηκε τον τέταρτο αιώνα.

Η εποχή των Τριών Ιεραρχών ήταν το τέλος του αρχαίου κόσμου και η ανατολή ενός νέου που έχει τα γνωρίσματα δύο ειδών αναζητήσεων (του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού) που συνέπραξαν και γέννησαν την νέα ταυτότητά μας.

Οι Τρεις Ιεράρχες επεξεργάσθηκαν το συγκερασμό του ελληνικού πνεύματος και της χριστιανικής πίστεως και έγιναν οι κλασσικοί μύστες και οι καλύτεροι ερμηνευτές του ανθρωπισμού της Εκκλησίας.

Ήταν και εξακολουθούν να παραμένουν οι πιο αυθεντικοί Έλληνες Πατέρες και διδάσκαλοι της αρχαίας Εκκλησίας και μάλιστα της Ελληνικής Ορθοδοξίας μέχρι σήμερα.

Η ωφέλεια από την συζυγία χριστιανικής πίστεως και Ελληνικού λόγου ήταν διπλή. Ο χριστιανισμός πλουτίσθηκε και κατέκτησε την οικουμένη. Αλλά και ο ελληνισμός ευεργετήθηκε.

Ο αρχαίος Έλληνας Πολίτης ίσως να είχε εξαφανισθεί αν κατά τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα δεν συμφιλιωνόταν με τον Χριστιανισμό. Αυτή η συμφιλίωση οφείλεται στους Έλληνες Πατέρες.

Από τους πατερικούς θησαυρούς θα αντλήσουμε τις απαραίτητες αρχές και αλήθειες που θα συντελέσουν στο δύσκολο έργο μας να δημιουργήσουμε κατάλληλη παιδεία για την σημερινή γενιά και για το μέλλον.

Στα πρόσωπα των αγίων Τριών Ιεραρχών εμείς οι Έλληνες Ορθόδοξοι έχουμε την συνισταμένη της Ελληνικής και Χριστιανικής παρακαταθήκης, τρεις κορυφαίους διδασκάλους για να μιμηθούμε.

 

 

Πέντε χρόνια χωρίς τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο

images

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού

Πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την εκδημία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.

Η μνήμη του παραμένει ζωντανή στις καρδιές όχι μόνο όσων τον γνώρισαν, αλλά και όσων πίστεψαν σ’ εκείνον, στα χαρίσματά του, στην πορεία που χάραξε για την Εκκλησία στην Ελλάδα, στην ελπίδα και την παράκληση που το πρόσωπό του σκόρπιζε σε όσους συνωστίζονταν για να τον δούνε, να τον χαιρετήσουν, να τον ακούσουν, ακόμη κι αν δεν συμφωνούσαν μαζί του.

Γιατί τόσο στην αρχιερατεία του στο Βόλο, αλλά και, κυρίως, στην αρχιεπισκοπία του στην Αθήνα ένα είναι βέβαιο: ότι δεν πέρασε απαρατήρητος.

Πιστεύοντες και μη, αδιάφοροι και εχθροί, ταγοί και απλός κόσμος γνώριζαν ότι υπήρχε. Ότι ήταν εκφραστής της Εκκλησίας.

Ότι εκείνη στο πρόσωπό του είχε βρει τον ηγέτη που έκανε πολλούς, αν όχι όλους, να συζητούνε και να ζητούνε να μάθουν τι λέει η Εκκλησία.

Αυτό το «τι λέει η Εκκλησία;», κατά τη γνώμη μας έλειψε, μετά την εκδημία του Χριστόδουλου. Δεν ήταν μόνο θέμα προσωπικότητας και χαρίσματος.

Ήταν και αποτέλεσμα του ζήλου και της εργατικότητάς του. Της επιθυμίας του ο κόσμος να συζητά τις θέσεις της Εκκλησίας.

Ακόμη κι αν τα όσα έλεγε δεν ήταν ευχάριστα. Ακόμη κι αν ήταν τετριμμένα. Και αυτή η συζήτηση δεν ήταν μία μόδα. Ήταν η μεγάλη αναλαμπή ενός θεσμού που μπορεί να αγγίζει, ιδίως κατά τις μεγάλες εορτές, τις καρδιές των πολλών, αλλά δεν μπόρεσε ούτε μπορεί να κάνει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να υπερβεί την αντίληψη ότι η Εκκλησία υπάρχει μόνο για να ταΐζει τους φτωχούς και να ασχολείται με τη μεταθανάτια πραγματικότητα.

Ο Χριστόδουλος έβγαλε την Εκκλησία στο προσκήνιο. Τόλμησε και έθιξε όλα τα θέματα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Με λόγο ουσιαστικό και προφητικό. Ενίοτε και λαϊκίστικο και δημαγωγικό. Δεν κρύφτηκε, ακόμη και στα λάθη του.

Πίστεψε στις δυνατότητες του σώματος της Εκκλησίας, επισκόπων, κληρικών, μοναχών, λαϊκών, μολονότι και ο ίδιος έβλεπε ότι συνολικά ήταν περιορισμένες.

Και θέλησε και μόχθησε μέσω της επικοινωνίας, των θείων λειτουργιών ανά την Ελλάδα, του λόγου, του διαλόγου, της παγκόσμιας εμβέλειας της προσωπικότητάς του, να ξαναδώσει στην Ελλαδική Εκκλησία την αρχοντιά που είχε λησμονήσει.

Πολλοί τον κατέκριναν. Ιδίως ενδοεκκλησιαστικοί. Συνεπίσκοποί του που δεν άντεχαν την σύγκριση μαζί του. Θεολόγοι και διανοούμενοι που έψαχναν να βρούνε τα αρνητικά του, γιατί εκείνος ήθελε την Εκκλησία κοντά στο λαό αρνούμενος μια ελιτίστικη λογική, όχι όμως από αδυναμία κατανόησης των απόψεών τους, γιατί η μόρφωσή του υπήρξε μοναδική.

Μετά το θάνατό του δόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτούς τους κύκλους να εφαρμόσουν τις ιδέες τους και η Εκκλησία επανήλθε στην χρησιμότητα των συσσιτίων, του κοινωνικού έργου και της μεταθανάτιας ζωής, κάνοντας το τμήμα εκείνο της κοινωνίας, το οποίο είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται, να επιστρέψει στην καθημερινότητά του και πολλούς να νοσταλγούν το «Χριστόδουλό τους».

Γιατί και οι καλύτερες ιδέες, αν δεν μπορούν να αγγίξουν μέσω των προσώπων την κοινωνία και τις καρδιές των πολλών, στην καλύτερη περίπτωση προκαλούν το σεβασμό και την συγκατάβαση, συνήθως όμως την πλήρη αδιαφορία. Και αν περιοριζόταν η αδιαφορία στις ιδέες και στα πρόσωπα, μικρό το κακό.

Η αδιαφορία όμως επεκτείνεται και προς την όλη πορεία της Εκκλησίας, καθώς επικράτησαν τελικά οι αντιλήψεις, για τις οποίες ο Χριστόδουλος πάλεψε να μην δεσπόζουν. Άλλαι αι βουλαί του Θεού.

Η ιστορία θα αποτιμήσει την δεκάχρονη αρχιεπισκοπία του Χριστόδουλου. Εμείς, έχοντάς τον γνωρίσει και έχοντας λάβει από τα χέρια του την ιερωσύνη και, τολμούμε να πούμε, έμπνευση ιεραποστολικής μαρτυρίας της Εκκλησίας στη ζωή του κόσμου, έχουμε να καταθέσουμε στην συμπλήρωση πέντε χρόνων από τη εκδημία του ότι η αρχιεπισκοπία του δε βρήκε την Εκκλησία της Ελλάδος έτοιμη για αποφασιστικά βήματα, για συλλογική πορεία προς μία κατεύθυνση διαλόγου με το παρόν και το μέλλον και επανεύρεσης των στοιχείων της ταυτότητάς μας που θα μας δώσουν αληθινά στηρίγματα εφεξής.

Ο Χριστόδουλος πίστευε στην Εκκλησία, με όλες τις αδυναμίες των ανθρώπων της. Ίσως οι θέσεις του να ήταν πιο συντηρητικές από ό,τι οι περιστάσεις χρειάζονταν.

Έριξε όμως γέφυρες διαλόγου με το παρόν και προείδε το αύριο, το οποίο βιώνουμε με μεγάλη απογοήτευση σήμερα.

Γιατί ο Χριστόδουλος εγκαίρως προείπε και κατέδειξε τα της αποτυχίας του πολιτισμού να ξεδιψάσει την πνευματική δίψα του ανθρώπου, να οδηγήσει την κοινωνία σε ανθρωπιά, αλληλεγγύη και αγάπη, παρότι πρότεινε χρήματα και απολαύσεις και τόνισε την ανάγκη να ξαναβρούμε στην παιδεία και στον πολιτισμό τα τιμιώτατα του γένους μας.

Αφήσαμε, στο τέλος, την απήχηση της παρουσίας του Χριστόδουλου στους νέους. Πάντοτε ένα τμήμα της νεολαίας θα έχει σχέση με την Εκκλησία. Είναι τα παιδιά που οι οικογένειές τους πιστεύουν.

Ο Χριστόδουλος όμως από την πρώτη στιγμή έκανε πολλούς νέους, αδιάφορους και αρνητικούς για την Εκκλησία, αν μη τι άλλο, να θέλουν να ακούσουν και ίσως να γνωρίσουν τι λέει η Εκκλησία, πώς είναι, τι δίνει και τι ζητά από το νέο. Αυτό το «ελάτε όπως είστε», για το οποίο κατηγορήθηκε, άνοιξε τις πόρτες της Εκκλησίας στους νέους.

Η ευθύνη όμως από εκεί και πέρα ανήκε και ανήκει στον καθένα που διακονεί την Εκκλησία. Κι εδώ, πέντε χρόνια μετά, μάλλον η μελαγχολία μας απομένει.

Πέντε χρόνια χωρίς το Χριστόδουλο. Όταν ένα πρόσωπο είναι χαρισματικό, έχει τη δυνατότητα να ανοίξει δρόμους εκεί που διακονεί.

Το χάρισμα βεβαίως μπορεί να αποτελέσει και την παγίδα που δεν θα επιτρέψει στο πρόσωπο να δει εγκαίρως λάθη και παραλείψεις ή να μην υπολογίσει τις επιθέσεις των εχθρών του και να ηττηθεί.

Αυτό όμως το οποίο κανείς δεν δικαιούται να πει για το Χριστόδουλο είναι ότι δεν αφιέρωσε τον εαυτό του, τα χαρίσματά του, τις δυνάμεις του, την εργατικότητα και τον κόπο του στο μήνυμα του Ευαγγελίου και στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως περισσότερο σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, γιατί εκεί ήταν το μεγάλο του προτέρημα.

Όμως η σχέση του με τους ανθρώπους, με το λαό του Θεού, η ακάματη πορεία του, έδειξαν ότι ένας λόγος που χρησιμοποίησε για τον εαυτό του, «φορτώσου το φορτίο τους», αποτέλεσε το κλειδί που μπορεί να ερμηνεύσει την προσωπικότητά του.

Το «φορτώσου το φορτίο τους», δείχνει την μείζονα αρετή του Χριστόδουλου: την αγάπη. Την ψυγείσα στη ζωή μας και την απούσα από τον κόσμο και τον πολιτισμό μας.

Πολλοί, με επίκληση την πνευματικότητα, προτιμούν την Εκκλησία της σιωπής.

Την Εκκλησία που λειτουργεί ως ο κόκκος του σιναπιού. Την Εκκλησία που δεν ενοχλεί. Την Εκκλησία που διαφυλάσσει την ενότητα προσφέροντας υπηρεσίες. Είναι μία θεώρηση κι αυτή. Κατανοείται.

Από τον Χριστόδουλο όμως τέθηκε στην πράξη η μεγάλη πρόκληση: στην Ελλάδα είχαμε μια Εκκλησία στηριγμένη στον εναγκαλισμό της με το κράτος. Και όχι μόνο οικονομικά.

Το θέμα των ταυτοτήτων έδειξε ότι η πολιτεία δεν θέλει πλέον αυτό τον εναγκαλισμό. Ο αγώνας του Χριστόδουλου έδωσε παράταση στη σχέση, γιατί φάνηκε ότι η πολιτεία, πέρα από την επίδειξη δύναμης, δεν είναι έτοιμη να χωρίσει με την Εκκλησία. Σήμερα η Εκκλησία χρειάζεται για να μην υπάρχει κοινωνική αναταραχή.

Αργά ή γρήγορα όμως θα έρθει και πάλι στο προσκήνιο το ερώτημα της επόμενης ημέρας. Όχι τόσο για την πολιτεία, η οποία βρίσκεται σε πλήρη πνευματική και πολιτισμική αφασία.

Αλλά για την Εκκλησία, στην οποία διασώζεται ακόμη ένα «λείμμα» που αναζητεί. Την ημέρα που η Εκκλησία θα ελευθερωθεί, εκούσα ή άκουσα, από τον εναγκαλισμό με το κράτος θα χρειαστεί ηγέτες που θα την οδηγήσουν μέσα από τις συμπληγάδες της φτώχειας, της αδυναμίας διαλόγου με την εποχή και της ανάγκης για έμπνευση ενός ήθους που θα αγκαλιάσει τον σύνολο άνθρωπο, απαντώντας στους υπαρξιακούς προβληματισμούς του και ισορροπώντας ανάμεσα στις πνευματικές και υλικές δυσκολίες του.

Ο Χριστόδουλος άνοιξε δρόμους. Ελπίζουμε και προσευχόμαστε η Εκκλησία να προετοιμαστεί γι’ αυτή την επόμενη ημέρα, όχι εναποθέτοντας τα πάντα στην Θεία Πρόνοια, αλλά εργαζόμενη στη γραμμή που χάραξε ο αρχιεπίσκοπος των καρδιών του λαού.

Η Εκκλησία διαλέγεται με την Αριστερά!!!

images

Γράφει ο Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος

Στο διήμερο 22-23 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκε επιτυχώς στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του Τμήματος Θεολογίας και σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ένα Επιστημονικό  Συνέδριο , με τον προκλητικό αλλά και ενδιαφέροντα τίτλο,  «Εκκλησία & Αριστερά».

Παραμερίζοντας τα όσα θετικά ή αρνητικά γράφτηκαν, πριν από την έναρξη του Συνεδρίου, θα είναι περισσότερο  ωφέλιμο και χρήσιμο να σταθούμε στο χαρακτήρα και στα αποτελέσματα αυτού του Συνεδρίου, τα οποία και αποτελούν τα μόνα αντικειμενικά και αξιολογικά κριτήρια κρίσης ή κατάκρισής του.

Καμία διάθεση ενδοτισμού ή υποχωρητικότητας δεν υποδείχθηκε από κανέναν, ούτε  από μέρους της Εκκλησίας (επισκόπους – κληρικούς), ούτε από μέρους του Πανεπιστημίου (επιστήμονες – ερευνητές και φοιτητές),  ούτε και των εκπροσώπων  της Αριστεράς.

Αντίθετα, διαλεχθήκαμε με αξιοπρέπεια, ειλικρίνεια, εντιμότητα, μακράν από αντιπαραθέσεις και πολεμικές διχοστασίες άλλων εποχών και, πάνω απ’ όλα, ασχοληθήκαμε  με θέματα που αφορούσαν και τους δυο χώρους και με αξιοπιστία είπαμε την αλήθεια χωρίς να επιδιώκουμε κάποια αναγνώριση.

Συζητήθηκαν θέματα τέτοια, που πολλές φορές για λόγους καθαρά επικοινωνιακούς (εκκλησιαστική περιουσία, μισθοδοσία του κλήρου, διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών, χρήση συμβόλων στο δημόσιο χώρο) απετέλεσαν σημεία τριβής ή και αντιπαράθεσης.

Καταστήσαμε κατανοητό ότι η Εκκλησία και μάλιστα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας ανοίγεται στον καθένα που της κτυπά την πόρτα και ζητά τη βοήθειά της και τη συμπαράστασή της, μάλιστα σε καιρούς κρίσης (κοινωνικά προβλήματα, μεταναστευτικό ζήτημα) και αποδείξαμε ότι χωρίς καμία διάθεση ηττοπάθειας η Εκκλησία επιδιώκει την διαλεκτική της κατανόησης της αληθείας και της γνωριμίας, επειδή ακριβώς «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας εισελθείν», αυτή την αλήθεια, η οποία  είναι το περιεχόμενο της πίστης Της και της παράδοσης Της και σχετίζεται όχι με μια ιδεολογία αλλά με την ίδια τη ζωή ως  τρόπο ύπαρξης για την ανθρώπινη κοινωνία και πραγματικότητα.

Επιβεβαιώσαμε ότι υπάρχουν συγκλίσεις και αποκλίσεις , συζητήσαμε με σοβαρότητα θέματα τα οποία απασχολούν τη σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία, προσπαθήσαμε να οριοθετήσουμε κόκκινες γραμμές χωρίς να φτάσουμε σε συγκρουσιακές ρητορικές και σχήματα διχαστικά, απλά συζητήσαμε και «γνωριστήκαμε», ώστε να αποφευχθούν οι αγκυλώσεις του παρελθόντος και τα λάθη του παρόντος, αφού «το γεώργειον πολύ και ο μόχθος σκληρός».

Νεαπόλεως Βαρνάβας: ''Η Εκκλησία δεν μπορεί να σιωπήσει''

images

Του Σεβ. Μητροπολίτη Νεαπόλεως κ. Βαρνάβα

«Δεν αγνοούμε και δεν παραβλέπουμε σε καμιά περίπτωση τη σκληρή πραγματικότητα για τους χαμηλόμισθους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους ανέργους και τους απολυθέντες από τις δουλειές τους, τους αγανακτισμένους και τους δοκιμαζόμενους αδελφούς μας, γι’ αυτό και τους συμπαραστεκόμεθα χωρίς καμία ιδιοτέλεια η αλλότριες επιδιώξεις.

Φθάνουν πια οι επιβαρύνσεις στους αδελφούς μας που έχουν χαμηλό εισόδημα και χαμηλή σύνταξη.

Φθάνουν πια οι φόροι και οι περικοπές των χαμηλών εισοδημάτων.

Φθάνουν πια οι στρατιές των ανέργων. Αναζητήστε τους φοροδιαφυγάδες και ελέγξτε το κεφάλαιο».

Εάν άκουγε κανείς αυτά τα λόγια πριν από λίγα χρόνια θα υπέθετε ότι είναι απόσπασμα από προγραμματικές δηλώσεις κάποιου αριστερού κόμματος.

Και όμως, πρόκειται για ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου.

Η οικονομική κρίση γίνεται αφορμή για την άσκηση σθεναρής κριτικής στα υλιστικά ιδεώδη και συστήματα που απεργάζονται την αδικία και καταδικάζουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνική εξαθλίωση.

Η Εκκλησία δεν μπορεί να σιωπήσει και να αφήσει να δεσπόζουν υπεροπτικές φωνές, οι οποίες συχνά προσβάλλουν το λαό μας που βρίσκεται σε δοκιμασία.

Έτσι ενώνει τη φωνή της με όλους τους φορείς των οποίων το πνεύμα και το ήθος θα μπορούσε να συμβαδίσει με τις ευαγγελικές διδαχές και αξιώσεις.

Η ανάγκη για την άμεση αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης δεν μας επιτρέπει να θέτουμε διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πνευματικών και κοινωνικών ζητημάτων.

Τώρα περισσότερη σημασία δεν έχει το να μείνουμε στην εικόνα που έχουμε ήδη σχηματίσει για όσους βρίσκονται απέναντί μας η να τονίσουμε τις διαφορές, αλλά να συναντήσουμε τον ίδιο τον απέναντι χωρίς φοβίες.

Εξάλλου, η αποστολή της Εκκλησίας από τη φύση της είναι να επικοινωνεί και να συνδιαλέγεται.

Επιδιώκει τη συνάντησή της ακόμη και με εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που την έχουν απορρίψει επειδή δεν τη γνωρίζουν.

Δεν φοβούμαστε τις κοινωνικές αλλαγές, διότι αντιλαμβανόμαστε πως αυτές δεν είναι πάντοτε αρνητικές, αλλά εμπεριέχουν νέες ευκαιρίες εμπειρίας και έκφρασης του Ευαγγελίου.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι κληρικοί στάθηκαν και στέκονται πάντοτε κοντά στο λαό, άκουσαν και ακούνε τον πόνο και την αγωνία του. Γι’ αυτό και ο λαός τους τιμά, έστω και αν υπάρχει, συχνά άδικη, πολεμική εναντίον τους.

Αυτή η συνάντηση ενέχει μια πρόκληση: να ακούσει επιτέλους η Αριστερά την προφητική φωνή της Εκκλησίας και να εγκαταλείψει τις προκαταλήψεις και την άγνοιά της για το ρόλο της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο.

Η Αριστερά θεωρεί την Εκκλησία ως εκφραστή της συντήρησης, ως έναν θρησκευτικό θεσμό, άσχετο με τη ζωή και τα ουσιώδη προβλήματα του τόπου.

Γι’ αυτό και επιθυμεί τον περιορισμό της θρησκείας στην ιδιωτική ζωή του πολίτη.

Εδώ βέβαια αναλογούν ευθύνες και σε μας, που ενώ συνειδητοποιήσαμε πως η βιωματική σχέση του λαού μας με την ορθόδοξη παράδοση δεν είναι τόσο ισχυρή όσο ήταν στην πιο κλειστή κοινωνία του παρελθόντος, αντί να φροντίσουμε να συναντήσουμε την κοινωνία και να συμβάλουμε στη διάνοιξη νέων δρόμων και προοπτικών, μέναμε περιχαρακωμένοι στην ασφάλεια της παράδοσης, αναλαμβάνοντας πολλές φορές τον ρόλο της συντήρησης απαρχαιωμένων αξιών του έθνους.

Οι σωστές ενέργειες, αλλά και οι παραλείψεις και τα λάθη μας είναι η κληρονομιά μας. Δεν πρέπει όμως να είναι το όριό μας.

Η Εκκλησία δεν είναι ιδεολογία Δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα ούτε ένας πνευματικός προσανατολισμός.

Η Εκκλησία είναι ένας ζωντανός οργανισμός με άποψη, πρόταση και κοσμοθεωρία. Πέρα όμως από όλα αυτά είναι ζωή. Γι’ αυτό κανένας  δεν μπορεί να την περιορίσει στους ναούς, μόνο για την τέλεση των ιερών ακολουθιών.

Η στην καλύτερη περίπτωση τώρα, εν μέσω κρίσης, να τη θεωρήσει απαραίτητη μόνο για την άσκηση του φιλανθρωπικού έργου. ως μία οργάνωση, που είναι απαραίτητη για να επιτελεί διάφορα κοινωφελή έργα. Η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνει όργανο στα χέρια καμιάς πολιτικής ιδεολογίας.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να παρακολουθεί αδιάφορα η να αποδέχεται παθητικά όσα συμβαίνουν στον δημόσιο βίο.

Κάτι τέτοιο θα ήταν ουσιαστικά ταύτιση με τους κρατούντες και προδοσία της αγάπης, όταν η πολιτική τους δεν συμβαδίζει  με τη χριστιανική άποψη για τον άνθρωπο και την αξία του.

Σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται διαμαρτυρία και μάλιστα έντονη. Όταν καταρρακώνεται ο άνθρωπος, όταν λησμονούνται βασικές αλήθειες που αναφέρονται στην αξιοπρέπειά του, όταν καταλύονται θεμελιώδεις αρχές του δικαίου, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη από την ίδια  τη φύση της να διαμαρτυρηθεί, να διακηρύξει το κοινωνικό και επαναστατικό μήνυμα των προφητών και των πατέρων.

Στην Παλαιά Διαθήκη το ενδιαφέρον για την κοινωνική δικαιοσύνη δεν περιορίζεται σε τυχαίες και σποραδικές αναφορές, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των προφητών και των άλλων ιερών συγγραφέων.

Η φτώχεια, ο πλούτος και η χρήση τους αποτελούν τα αγαπημένα θέματά τους. Ο πόνος των αδικημένων εξαιτίας του αποστερημένου  μισθού, ανεξάρτητα από το αν ο εργάτης είναι Εβραίος η ξένος φτάνει ως τον ουρανό: «Μην εκμεταλλεύεσαι ποτέ το μισθωτό, το δυστυχισμένο και το φτωχό συμπατριώτη σου η τον ξένο που ζει σε μια από τις πόλεις της χώρας σου. Να του δίνεις κάθε μέρα το ημερομίσθιό του, πριν απ’ τη δύση του ήλιου, γιατί είναι φτωχός και το έχει ανάγκη.

Αλλιώς αυτός θα φωνάξει με αγανάκτηση εναντίον σου στον Κύριο, κι αυτό θα σου καταλογιστεί για αμαρτία». (Δευτ. 24: 14-15). Ταυτόχρονα, αυτός που δεν δίνει στον εργάτη τον δεδουλευμένο μισθό θωρείται φονιάς: «Όποιος από το διπλανό του τη διατροφή του αφαιρεί, είναι το ίδιο σαν να τον σκοτώνει. κι όποιος δε δίνει στον εργάτη το μισθό του, είναι φονιάς» (Σοφ. Σειρ. 34: 22).

Ο προφήτης Ησαΐας, που έζησε σε εποχή με έντονες κοινωνικές αντιθέσεις, εποχή κατάπτωσης και ηθικού ξεπεσμού, ξεσηκώνεται εναντίον του κοινωνικού κακού. Βάζει στο στόμα του Θεού δριμύτατο «κατηγορώ»: «Απεχθάνομαι τις νουμηνίες σας  και τις γιορτές σας. Για μένα είναι φορτίο, μου είναι βαρετό να τις ανέχομαι. Όταν υψώνετε τα χέρια σας, κλείνω τα μάτια μου να μην σας βλέπω. Κι όταν απανωτές λέτε τις προσευχές σας, εγώ δεν τις ακούω, γιατί τα χέρια σας είναι στο αίμα βουτηγμένα. Λουστείτε και εξαγνιστείτε, να μη βλέπουν τα μάτια μου τις πονηρές σας πράξεις, πάψτε να κάνετε το κακό. Μάθετε το καλό να κάνετε, τη δικαιοσύνη επιδιώξτε, τον καταπιεσμένο βοηθήστε, το δίκιο αποδώστε στο ορφανό, υποστηρίξτε την υπόθεση της χήρας.» (Ησ. 1: 14-17).

Ο προφήτης ελέγχει με παρρησία την τυπική και υποκριτική θρησκευτικότητα των συμπατριωτών του, και παράλληλα υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, που, ως αδύναμα μέλη της κοινωνίας, γίνονται τα εύκολα θύματα της κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης.

Ακούγοντας τα λόγια με τα οποία, σύμφωνα με το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, ο ίδιος ο Χριστός ανήγγειλε δημοσίως την αποστολή του, είναι σαν να ακούμε ένα σύγχρονο κοινωνικό και επαναστατικό κήρυγμα από τα πιο δυνατά και τα πιο ελεύθερα: «Να αναγγείλω το χαρμόσυνο μήνυμα στους φτωχούς, να θεραπεύσω τους συντριμμένους ψυχικά.

Στους αιχμαλώτους να κηρύξω απελευθέρωση και στους τυφλούς ότι θα βρουν το φως τους. Να φέρω λευτεριά στους τσακισμένους, να αναγγείλω του καιρού τον ερχομο που ο Κύριος θα φέρει τη σωτηρία στο λαό του» (Λουκ. 4: 18-19).

Ο Απόστολος Ιάκωβος τονίζει επίσης ότι η ουσία της πίστης δεν είναι η τήρηση των εξωτερικών τύπων αλλά η εκδήλωση έμπρακτης αγάπης προς τους αδύναμους αδελφούς: «Θρησκεία καθαρή για τον Θεό και Πατέρα είναι αυτή: Να συμπαραστέκεστε στα ορφανά και στις χήρες όταν υποφέρουν, και να διατηρείτε αγνό τον εαυτό σας από την επιρροή του αμαρτωλού κόσμου» (Ιακ. 1:27).

Οι φτωχοί και οι αδύναμοι αποτελούν τους φίλους του Θεού. Είναι ενδιαφέρον να αναφέρουμε πως αυτή η παράδοση συνέβαλε σε χειροπιαστές εκκλησιαστικές ρυθμίσεις, δηλαδή σε ιερούς κανόνες οι οποίοι απαιτούν από τους επισκόπους να υπερασπίζονται τους φτωχούς και τους αδυνάτους από την τυραννία των ισχυρών.

Για παράδειγμα, ο 7ος κανόνας της συνόδου της Σαρδικής (το 343) ζητά από τους εκκλησιαστικούς ηγέτες να επισκέπτονται τους πολιτικούς άρχοντες μόνο για να τους υποβάλουν αιτήματα για την υπεράσπιση των αδυνάτων. Προκειμένου, μάλιστα, να αποτραπούν ιδιοτελείς συναλλαγές μεταξύ εκκλησιαστικών ανδρών και κρατικών αξιωματούχων, ο κανόνας απαγορεύει αυστηρά κάθε άλλη επίσκεψη.  Μάλιστα στα τέλη του 4ου αιώνα η εκλογή επισκόπου σε μια πόλη σήμαινε ότι οι φτωχοί της αποκτούσαν επιτέλους φωνή, η οποία εισακουόταν από τις αυτοκρατορικές αρχές.

Χαρακτηριστικές είναι και οι περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες επίσκοποι πούλησαν πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη και εξοικονόμησαν πόρους για να θρέψουν πεινασμένους, να ενισχύσουν φτωχούς, να εξαγοράσουν αιχμαλώτους. Σκοπός της Εκκλησίας, παρατηρεί ο Άγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, είναι να διαφυλάσσει για τον Κύριο ανθρώπινες ψυχές και όχι χρήματα.

Γι’ αυτό και ο ίδιος προτίμησε αντί να διαφυλάξει θησαυρούς για την Εκκλησία, να παραδώσει καταλόγους με απελευθερωμένους ανθρώπους. Πολλοί, εξάλλου, επιφανείς εκκλησιαστικοί ποιμένες και διδάσκαλοι διακρίθηκαν και ως μεγάλοι κοινωνικοί εργάτες, ενώ τα κοινωνικά τους έργα προκάλεσαν και προκαλούν θαυμασμό. Μάλιστα ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ενώ μισούσε θανάσιμα τους Χριστιανούς, αναγνώριζε ως αναμφισβήτητο γνώρισμά τους τη φιλανθρωπία και προέτρεπε τους εθνικούς να τους μιμηθούν.

Πόσοι αλήθεια από αυτούς που κρατούν εχθρική στάση έναντι της Εκκλησίας γνωρίζουν την ύπαρξη τέτοιας σκέψης στους κόλπους του χριστιανισμού;

Πόσο προοδευτικός θα ακουγόταν ο λόγος ενός σύγχρονου πολιτικού έναντι του οικονομικού μας συστήματος, εάν εμείς τολμούσαμε να επαναλάβουμε τα λόγια του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος χαρακτήρισε το επίσημο φορολογικό σύστημα της εποχής του «ως αρπαγήν έννομον», νόμιμη αδικία, χειρότερη και από παράνομη ληστεία;

Ο Νικόλαος Μπερντιάεφ, Ρώσος διανοητής του 20ου αιώνα, αναφέρει ότι «στον Μεγάλο Βασίλειο όπως και στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο η κοινωνική αδικία, δημιούργημα της κακής διανομής του πλούτου, κριτικάρεται με μια δριμύτητα που θα έκανε τον Προυντόν και τον Καρλ Μαρξ να χλωμιάσουν».

Το ερώτημα που τίθεται στις μέρες μας είναι: ακούγεται αυτό το ριζοσπαστικό και επαναστατικό κοινωνικό μήνυμα του Ευαγγελίου από τους σημερινούς ποιμένες τις Εκκλησίας μας; Η μήπως αυτοί έχουν περιορίσει την εκκλησιαστική τους δραστηριότητα μόνο στον τελετουργικό χώρο;

Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούμε να δώσουμε μια ξεκάθαρη απάντηση, διότι παρουσιάζουμε μια εικόνα διάζευξης μεταξύ πνευματικού και κοινωνικού έργου. Η μια τάση υποστηρίζει  ότι το έργο της Εκκλησίας είναι καθαρά πνευματικό, αφορά δηλαδή στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την αμαρτία, και κάθε ενασχόλησή της, επομένως, με τα βιοτικά προβλήματα και τις υλικές ανάγκες του, όπως η κατανομή των υλικών αγαθών, βρίσκεται έξω από τα όρια δράσης της. Η δεύτερη τάση κατηγορεί την πρώτη ότι διχοτομεί αυθαίρετα τον άνθρωπο σε υλική και πνευματική οντότητα, καταργεί την ενότητα της ανθρώπινης φύσης και αρνείται την αλληλεξάρτηση υλικών και πνευματικών αγαθών του ανθρώπου.

Κανένα, επομένως, πρόβλημα, είτε υλικό είτε πνευματικό,  κανένας τομέας της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν μπορεί να μείνει έξω από το ενδιαφέρον και την ανακαινιστική δράση της Εκκλησίας.

Ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ πνευματικού και κοινωνικού έργου προκαλεί πρόβλημα στην Εκκλησία, διότι αποπροσανατολίζει τον πιστό λαό από τη στάση και τη μαρτυρία που αγκαλιάζει τα πάντα, ολόκληρη τη ζωή, σε όλες τις διαστάσεις και τις εκφάνσεις της. Με αυτά τα διλλήματα δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ούτε έργο σωστά κοινωνικό ούτε έργο ορθά πνευματικό.

Αυτό που πιστεύουμε είναι πως τώρα, εν μέσω κρίσης, η Εκκλησία πρέπει να εγκαταλείψει τους φόβους της για τυχόν εκκοσμίκευσή της και να ασχοληθεί με τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα του λαού μας. Είναι πολλοί αυτοί που σήμερα προσβλέπουν  στην Εκκλησία αναμένοντες και το λόγο της και τις πράξεις της.

Πολλοί πιστοί μας καταλογίζουν ευθύνη, μας θεωρούν συνενόχους για την κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η χώρα. Η ευθύνη μας δεν είναι ότι δεν αναχαιτίσαμε εμείς την κρίση, αλλά ότι δεν αντιδράσαμε, δεν αντισταθήκαμε. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται την Εκκλησία, έχει ανάγκη πνευματικής στήριξης και ενός άλλου νοήματος ζωής, πέρα από τον ατομισμό, τον καταναλωτισμό και τη λογική των αγορών.

Έχει ανάγκη την Ορθοδοξία και το μήνυμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης που διαχρονικά αυτή ευαγγελίστηκε, και που εξακολουθεί και σήμερα να ενσαρκώνει με το πλήθος των ιδρυμάτων που διαθέτει στο πλαίσιο της κοινωνικής της διακονίας. Ιδιαίτερα σήμερα, λόγω των αναγκών που δημιούργησε η οικονομική κρίση, η επέκταση του κοινωνικού δικτύου της Εκκλησίας κρίθηκε απαραίτητη και επιτακτική σε όλες τις Ενορίες της χώρας μας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο μήνυμα που έστειλε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος «προς το λαό»: «Απόφασή μας είναι να δημιουργήσουμε ένα παρατηρητήριο κοινωνικών προβλημάτων, προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά και να αντιμετωπίσουμε με τρόπο μεθοδικό τα προβλήματα που προκαλεί η παρούσα κρίση. Στόχος μας είναι να αναπτύξουμε το προνοιακό έργο της κάθε ενορίας, ώστε να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να μην έχει ένα πιάτο φαγητό.

Γνωρίζετε και σεις ότι στο σημείο αυτό η Εκκλησία επιτελεί τεράστιο έργο. Το γνωρίζετε, γιατί πολλοί από σας αυτή την προσπάθεια της ενορίας σας την στηρίζετε εθελοντικά και την ενισχύετε οικονομικά.

Σας καλούμε να πλαισιώσετε ο καθένας και η καθεμιά την ενορία σας για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τις δύσκολες αυτές ώρες».

Η Εκκλησία μας με όλες της τις δυνάμεις βρίσκεται στο πλευρό των συνανθρώπων μας που πλήττονται καίρια από την λαίλαπα της οικονομικής κρίσης.

Συγκεκριμένα, με

2.325 Γενικά και Ενοριακά Φιλόπτωχα Ταμεία

10 Βρεφονηπιακοί Σταθμοί

10 Παιδικοί Σταθμοί

85 Στέγες Γερόντων

13 Θεραπευτήρια Χρονίως Πασχόντων

8 Ιδρύματα για ΑμεΑ

10 Νοσοκομεία – Ιατρεία

7 Ιδρύματα Ψυχικής Υγείας

6 Ξενώνες Αστέγων

2 Ξενώνες Συγγενών – Συνοδών Ασθενών

36 Οικοτροφεία – Ορφανοτροφεία, Ιδρύματα Παιδικής Προστασίας

207 Κέντρα Αγάπης (Συσσίτια) 37.000 μερίδες φαγητού ημερησίως

15 Φοιτητικές Εστίες

Κέντρα Κοινωνικής Συμπαράστασης

Κέντρα Ευρέσεως Εργασίας

Πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι»

Φροντιστήρια Ενισχυτικής Διδασκαλίας

Τράπεζες Ρουχισμού

Κοινωνικά Παντοπωλεία

Πρόγραμμα Υποδοχής Μεταναστών και Προσφύγων
    (Αθήνα, Θεσσαλονίκη)
55 Κατασκηνώσεις

182 Τράπεζες Αίματος

η Εκκλησία αγωνίζεται να ανταποκριθεί και να ανακουφίσει τους αναγκεμένους χωρίς φυλετικές η θρησκευτικές διακρίσεις.

Σεβόμενη όμως την αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα των εμπερίστατων αδελφών μας ουδέποτε επεδίωξε να διαφημίσει το προνοιακό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της, παρά τις κατά καιρούς προκλήσεις και αμφισβητήσεις από μέρους ιδιοτελών κέντρων παραπληροφόρησης.

Επιτρέψτε μου όμως σε αυτό το σημείο να αναφερθώ πιο συγκεκριμένα στο μέγεθος του κοινωνικού έργου που επιτελείται στη Μητρόπολη όπου διακονώ, στη Μητρόπολη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, η οποία μάλιστα καλύπτει το πιο ευαίσθητο κομμάτι της πόλης μας, τη Δυτική Θεσσαλονίκη της προσφυγιάς, της εγκατάλειψης και του μεροκάματου. Μετανάστες, οικονομικοί πρόσφυγες, παλιννοστούντες, Ρομά, φυλακές, σε ένα βεβαρημένο οικολογικά περιβάλλον αποτελούν την καθημερινή μέριμνα και φροντίδα της τοπικής Εκκλησίας, η οποία ιδιαίτερα σήμερα λειτουργεί ως ανάχωμα μέσα από τη διακονία αγάπης και προσφοράς προς αυτές τις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες.

Η ύπαρξη των συσσιτίων είναι παλαιά στην περιοχή μας και πολλές ενορίες εδώ και χρόνια συνδράμουν στην επιβίωση ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη.

Σε είκοσι εννέα (29) διαφορετικά σημεία της Μητρόπολής μας δίνεται η απαραίτητη τροφή -είτε φαγητό μαγειρεμένο στα οργανωμένα συσσίτια, είτε τρόφιμα από τις τράπεζες τροφίμων.

Θα ήθελα να σημειώσω πως το Δεκέμβριο του 2010 οι μερίδες ήταν χίλιες τριακόσιες ογδόντα επτά (1.387), το Δεκέμβριο του 2011 δύο χιλιάδες τετρακόσιες σαράντα πέντε (2.445) το Φεβρουάριο δύο χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα τρεις (2.993), το Μάρτιο τρεις χιλιάδες τετρακόσιες δώδεκα (3.412), τον Ιούνιο τέσσερις χιλιάδες τετρακόσιες τριάντα εννέα (4.439) και σήμερα (Ιανουάριος 2013) φθάνουν τις πέντε χιλιάδες διακόσιες ογδόντα τέσσερις (5.284) καθημερινά.

Οι αριθμοί καταδεικνύουν μεν το μέγεθος του προβλήματος και ότι βαίνει αυξανόμενο, αλλά φανερώνουν και το τιτάνιο έργο των εθελοντών και όσων προσφέρουν σε είδος.

Οφείλω να αναφέρω και την προσφορά του Κοινωνικού Παντοπωλείου της Μητροπόλεως «Η Αγάπη», το οποίο εγκαινιάστηκε το Πάσχα του 2012 και ήδη προσφέρει τρόφιμα σε τριακόσιες (300) οικογένειες.

Όμως, το φιλανθρωπικό έργο δεν περιορίζεται μόνο στην παροχή τροφής. Πολλοί άνθρωποι βοηθούνται οικονομικά για την τακτοποίηση ληξιπρόθεσμων οφειλών στο ηλεκτρικό ρεύμα η στο ενοίκιο.

Λειτουργεί η Τράπεζα Ρουχισμού «Ο Χιτών», που εξυπηρετεί τις ανάγκες σε ένδυση και υπόδηση.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε έναν χρόνο λειτουργίας προσέφερε περισσότερα από οκτώ χιλιάδες τεμάχια (8.000) ρουχισμού σε πεντακόσιους εβδημήντα (570) συνανθρώπους μας.

Στην περιοχή του Δενδροποτάμου, στην ενορία του Αγίου Νεκταρίου, λειτουργεί το Κέντρο Προστασίας Ανηλίκων για τους μικρούς αδελφούς μας Ρομά, ενώ στον Εύοσμο το «Σπίτι των Αγγέλων», ένας ξενώνας ασθενών και συνοδών τους, όπου προσφέρεται διαμονή και σίτιση σε ασθενείς και συνοδούς από την επαρχία.

Το φιλανθρωπικό μας έργο είναι πολύπλευρο και ογκώδες, γιατί πολλές και διαφορετικές είναι οι ανάγκες των αδελφών μας.

Στο σημείο αυτό θα μνημονεύσω στην προσκομιδή της καρδιάς μου καταθέτοντας το ψίχουλο της προσφοράς και το αγιοκέρι της διακονίας των αδελφών μου συμπρεσβυτέρων, που από το χάραμα έως τη δύση του ηλίου προσκομίζουν τη θυσιαστική τους διακονία.

Δίπλα τους ένας ολόκληρος ειρηνικός στρατός, οι διακόνισσες της αγάπης που, φορώντας το πετραχείλι της διακονίας, λειτουργούν στην αγία Τράπεζα της προσφοράς, υπηρετώντας τους αδελφούς μας τους ελαχίστους. Αμέτρητα χέρια, μάτια γεμάτα αγάπη, πόδια που αναπαύονται στην ορθοστασία, άνθρωποι που προσφέρουν, άνθρωποι που κουβαλούν, άνθρωποι της αγάπης, άνθρωποι που γράφουν το έπος της καθημερινότητας, κάνοντας τον ιδρώτα τους αγιασμό. «Της αγάπης και του κόπου των μνεισθείη Κύριος ο Θεός».

Όλα αυτά δεν τα αναφέραμε για να προβάλλουμε το κοινωνικό μας έργο. Η Εκκλησία δεν μπορεί να διατυμπανίζει το έργο της ευτελίζοντάς το προς χάριν αναζήτησης δημόσιας αποδοχής και προβολής.

Η καταξίωση είναι έργο του ουράνιου πατρός. Όλα αυτά κατανοούνται ως ανάγκη που πηγάζει από την ανιδιοτελή αγάπη. Διακονούμε τον πάσχοντα συνάνθρωπο, γιατί το πραγματικό συμφέρον του Χριστιανού βρίσκεται στο πρόσωπο του άλλου και ποτέ στο ίδι-ο συμφέρον. Το γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να λύσουμε όλα τα κοινωνικά προβλήματα.

Δεν θα εξαλείψουμε όλες τις ανάγκες των συνανθρώπων μας. Δεν επαρκούμε για όλα αυτά. Ούτε επιθυμούμε να γίνουμε κοινωνικοί παροχείς, γεμίζοντας τα στομάχια των ανθρώπων με αντάλλαγμα την ελευθερία τους. Τότε θα κινδύνευε να αποβεί το φιλανθρωπικό μας έργο ένα είδος εμπαιγμού των κοινωνικά ευαίσθητων ομάδων, γεγονός που θα ανάγκαζε το λαό να μην αντιμετωπίζει με σοβαρότητα την Εκκλησία ούτε πνευματικά αλλά ούτε και κοινωνικά. Πρέπει όμως να είμαστε παρόντες, ενεργά παρόντες, με έργα και όχι με λόγια.

Ο απόστολος Ιάκωβος το τονίζει ξεκάθαρα: «Ποιό είναι το όφελος,  αδερφοί μου, αν κάποιος λέει ότι έχει πίστη, δεν την αποδεικνύει όμως με έργα; Μήπως μπορεί μόνη της η πίστη να τον σώσει; Ας πάρουμε την περίπτωση που κάποιος αδερφός η κάποια αδερφή δεν έχουν ρούχα να ντυθούν και στερούνται το καθημερινό τους φαγητό. αν κάποιος από σας του πει: “ Ο Θεός μαζί σας! Εύχομαι να βρείτε ρούχα και να χορτάσετε φαγητό”, ποιό το όφελος, αν δεν τους δώσει κιόλας τα απαραίτητα που χρειάζεται το σώμα; Έτσι και η πίστη. αν δεν εκδηλώνεται με έργα, μόνη της είναι νεκρή (Ιακ. 2: 14-17).

Η αγάπη δεν είναι γλυκανάλατο συναίσθημα, δεν είναι αποφυγή ευθύνης, δεν είναι ανοχή και ουδετερότητα. Είναι ο μόνος αυθεντικός τρόπος ζωής και γι’ αυτό ρήξη με κάθε θεσμό κοινωνικής αδικίας.

Οι Χριστιανοί οφείλουν να είναι αυτοί που αναστατώνουν την οικουμένη.

Η ανιδιοτελής αγάπη δεν συμβιβάζεται με την αδιαφορία για το κακό η με την υποχώρηση μπροστά του. Η αδιαφορία για το κακό φανερώνει ανευθυνότητα, ενώ η υποχώρηση μπροστά σε αυτό μαρτυρεί δειλία.

Στο Χριστιανισμό δεν γίνεται αποδεκτή η καταπολέμηση του κακού με το κακό, πράγμα που τελικά διπλασιάζει το κακό, αλλά ζητείται η αντιμετώπισή του με το αγαθό.

Στο επίπεδο της προσωπικής του ζωής ο Χριστιανός καλείται να υπομένει την αδικία που γίνεται σε βάρος του. Στο επίπεδο όμως της κοινωνικής ζωής δεν επιτρέπεται να δέχεται ούτε να ανέχεται την αδικία που γίνεται σε βάρος του πλησίον.

Αν το πρόβλημα του δικού μας ψωμιού είναι πρόβλημα υλικό, το πρόβλημα του ψωμιού του πλησίον μας είναι το πιο επείγον από τα πνευματικά προβλήματα.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Χριστιανός είναι ο αιώνιος επαναστάτης, ένας ανικανοποίητος από κάθε καθεστώς ζωής. Κι αυτό γιατί ζητεί τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του, γιατί επιθυμεί όχι την συμπτωματική θεραπεία των κοινωνικών προβλημάτων, αλλά τη ριζική εξάρθρωση του κακού, τη μεταμόρφωση του ανθρώπου, της κοινωνίας και του κόσμου. Αν ξεχωρίζει από τους κοινωνικούς επαναστάτες δεν είναι για τον μικρότερο ριζοσπαστισμό των ιδεών του, μα για την απαίτηση μιας αρμονικής σχέσης ανάμεσα στους σκοπούς και τα μέσα, δηλαδή την άρνηση του μίσους και της βίας ως μέσων που μπορούν να οδηγήσουν στην πραγματοποίηση μιας τέλειας ζωής. Η Εκκλησία ήταν πάντα επιφυλακτική απέναντι στην άσκηση βίας. Στα Πατερικά κείμενα, ωστόσο, βρίσκουμε μερικές φορές τον προβληματισμό, ότι δεν είναι ίδιο πράγμα όλες οι περιπτώσεις βίας. Όταν το κίνητρο του ανθρώπου δεν είναι η ικανοποίηση του εγωισμού, αλλά η έγνοια για τον άλλο, τότε η αποφυγή της βίας δεν είναι απαρασάλευτο δόγμα.

Ο Χρυσόστομος, για παράδειγμα, μιλώντας προς τους εύπορους Χριστιανούς υπερασπίζεται τους πεινασμένους που καταφεύγουν στη βία: «Δεν φρίττετε, δεν κοκκινίζετε από ντροπή, όταν χαρακτηρίζετε κακούργο αυτόν που παλεύει για το ψωμί του; Ακόμα κι αν είναι κακούργος, αξίζει να βοηθηθεί, αφού πιέζεται από την πείνα τόσο πολύ, ώστε αναγκάζεται να κάνει τέτοια πράγματα».

Πρότυπο του χριστιανού είναι η θυσιαστική αγάπη του Χριστού. Και η αγάπη αυτή είναι ισχυρότερη από τη δικαιοσύνη. Η τελευταία στηρίζεται  στην εφαρμογή του νόμου. η αγάπη στηρίζεται στην θυσία για χάρη του αδελφού, ανεξάρτητα από νόμους και δικαιώματα.

Έτσι οι αλλαγές στην Εκκλησία δεν βρίσκονται στα ενδοκοσμικά πλαίσια της δικαιοσύνης, αλλά στον οραματισμό του καινούργιου, αναγεννημένου κόσμου, όπου κυριαρχεί η αγάπη του Θεού όπως την ενσάρκωσε ο Χριστός.

Γι’ αυτό και δεν φοβούμαστε τις θέσεις κανενός κόμματος που δηλώνει ότι θα μας αφαιρέσει κάθε εξουσία και θα μας θέσει στο περιθώριο.

Αντιθέτως θα μας κάνει καλό, γιατί σε τέτοιες συνθήκες ανακαλύπτουμε την αλήθεια του Χριστιανισμού, που δεν είναι ιδεολογία.

Μόνο μια ιδεολογία φοβάται για να μη χάσει τους οπαδούς της, φοβάται για να μην εξαφανιστεί από την πολιτική ζωή. Για μας υπάρχει ο δρόμος του μαρτυρίου.

Ο μάρτυρας δεν είναι, όπως συχνά νομίζουμε, κάποιος που απλά δίνει τη ζωή του για τις ιδέες του.

Το μαρτύριο είναι μια μυστική εμπειρία ενός ανθρώπου που τη στιγμή της πιο μεγάλης οδύνης, αντί να εξεγείρεται και να αυτοπεριχαρακώνεται, παραδίδεται στο Χριστό, με τρόπο που να τον πλημμυρίζει η χαρά της Ανάστασης.

Προσπαθούμε πολλές φορές να αποδείξουμε πόσο χρήσιμοι είμαστε η πόσα πολλά προσφέρουμε.

Και είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία, και πολλά προσφέρει, και πολύ πόνο και μεγάλη δυστυχία ανακουφίζει, και ότι, αν δεν υπήρχε αυτό το έργο της, θα είχαν σημειωθεί προ πολλού κοινωνικές εκρήξεις.

Χωρίς όμως να το αντιλαμβανόμαστε, κινδυνεύουμε να περιορίσουμε το είναι της Εκκλησίας σε μια κοινωνική υπηρεσία της Πολιτείας.

Μιας Πολιτείας η οποία μας επαινεί, γιατί καλύπτουμε τα κενά της, η οποία μας θέλει κοντά της, αλλά για να μας ελέγχει, και η οποία με τις συμπεριφορές και τις αποφάσεις της ακυρώνει την ευαγγελική αλήθεια.

Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας και το γεγονός ότι όσοι δηλώνουν άθεοι θεωρούν πως οι Εκκλησιαστικές Κοινότητες δεν θα μπορέσουν να αντέξουν τις πιέσεις ενός ασταμάτητου πολιτισμικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού.

Γι’ αυτό αντιμετωπίζουν τους Χριστιανούς  με την αβρότητα που επιδεικνύει κανείς στίς  μέρες μας στα υπό εξαφάνιση είδη.

Στις πολιτικές κρίσεις η Εκκλησία πρέπει να βασίζεται στις ρίζες της, στην Αγία Γραφή και την παράδοση των Πατέρων, και ταυτόχρονα σε μια κριτική επαφή με την σύγχρονη κοινωνική και οικονομική κατάσταση.

Οφείλει να αφουγκράζεται τις αγωνίες του λαού και να γίνεται η φωνή των καταπιεσμένων, μιμούμενη τον τρόπο του αρχηγού της, που ταυτίζει τον εαυτό του με τον πεινασμένο, τον διψασμένο, τον ξένο, τον γυμνό, τον άρρωστο, τον φυλακισμένο, και χρησιμοποιεί το λόγο των δούλων για να εκφράσει το θέλημά του.

Αυτή της η στάση θα την φέρει βέβαια αντιμέτωπη με τις αρχές και εξουσίες του κόσμου τούτου, που διαβρώνουν πονηρά κάθε ηθική και πνευματική αξία, και θα την οδηγήσει στο Σταυρό και στο μαρτύριο. Όμως, σ’ αυτή ακριβώς τη θυσία η Εκκλησία βρίσκει την αυθεντία της ως μαρτυρία ζωής.

Αγαπητοί Σύνεδροι, η οικονομική κρίση μας έδωσε την αφορμή της συνάντησης. δεν έχει σημασία αν μετά από λίγο τραβήξουμε και πάλι ο καθένας τον δικό του δρόμο. υπάρχει σίγουρα μια πορεία που μπορεί, με πολλούς τρόπους, να είναι κοινή.

Στον αγώνα για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης και μιας ουσιαστικής αλληλεγγύης μέσα στην κοινωνία μας είμαστε όλοι απαραίτητοι.

Δεν περισσεύει κανείς Γι’ αυτό απευθύνω σε κάθε καλοπροαίρετο την πρόσκληση για δράση με τα λόγια του μακαριστού Μητροπολίτου Κοζάνης Διονυσίου:

«Ελάτε, αδελφοί μου, ελάτε να κάνουμε επανάσταση με το Πνεύμα του Θεού μέσα μας, για να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο. Εμείς σε αυτό το χτίσιμο, ας μην είμαστε οι πρωτομάστοροι, αλλά να κουβαλάμε πέτρες».

Φώτο: moschosg

Πειραιώς Σεραφείμ: «Η φοβερά αίρεση των Πεντηκοστιανών»

images

Μεταξύ των συγχρόνων αιρέσεων, που δραστηριοποιούνται έντονα στην Ελλάδα και στην πόλη μας, είναι η αίρεση των Πεντηκοστιανών.

Επειδή και αυτοί, όπως όλοι οι αιρετικοί, κατά τον άγιο Χρυσόστομο, «συσκοτίζουν την αλήθεια» , και «πάντοτε σε αυτήν προσκολλούν ύπουλα την πλάνη, βάφοντας εξωτερικά τα πολλά κίβδηλα ομοιώματα της αληθείας, ώστε με ευχέρεια να παίρνουν με το μέρος τους όσους εύκολα εξαπατώνται» , θεωρούμε επιβεβλημένη την οφειλή να ενημερώσουμε τα πιστά τέκνα της Ιεράς μας Μητροπόλεως για τις βασικές πλάνες των Πεντηκοστιανών, ώστε αυτά μεν να τα προφυλάξουμε, τα δε θύματα της αιρέσεως να τα προβληματίσουμε.

Η ιστορική τους αφετηρία αρχίζει στις αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ και γρήγορα διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο.

Πρόκειται για μια από τις πλέον πολυάριθμες αιρετικές κινήσεις του 20ου αιώνα, η οποία έχει βασικό γνώρισμά της, εκτός από την πολυδιάσπαση, και έντονα ενθουσιαστικά και εκστατικά στοιχεία, τα οποία εμπεριέχονται στη διδασκαλία της και τη λατρεία της.

Αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό τους ότι στο χώρο τους έχουν την επανεμφάνιση χαρισμάτων που έπαυσαν να υπάρχουν στον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, έγιναν αφορμή, η Πεντηκοστιανή κίνηση να δεχθεί αυστηρότατη κριτική και να χαρακτηριστεί ως αιρετική και από κινήσεις του προτεσταντικού χώρου από τον οποίο προήλθε.

1. Οι Πεντηκοστιανοί ισχυρίζονται ότι κατέχουν την «μόνη ολοκληρωμένη αλήθεια» και αποτελούν την αληθινή εκκλησία. Επιμένουν ότι αυτοί πιστεύουν, ζουν και λατρεύουν τον Θεό, όπως οι απόστολοι του Χριστού μαζί με τους πρώτους χριστιανούς μετά το γεγονός της Πεντηκοστής. Γι αυτό και ονομάζουν την «εκκλησία» τους «Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής», η κάποιοι διαφοροποιημένοι από αυτούς, «Ελευθέρα Εκκλησία της Πεντηκοστής», «Αποστολική Εκκλησία του Θεού», η κάποιοι άλλοι, «Εκκλησία του Θεού της Πεντηκοστής».

Όπως είναι γνωστό από το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο και εκείνοι ομολογούν ότι δέχονται , η αληθινή Εκκλησία ως «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» είναι μία, αγία, καθολική και αποστολική.

Όμως η θεωρούμενη «εκκλησία των Πεντηκοστιανών» δεν είναι μία, αφού στον ένα αιώνα ιστορίας της έχει διαιρεθή σε κάποιες δεκάδες διαφοροποιημένων «εκκλησιών».

Η κάθε μία από αυτές θεωρεί τις περισσότερες από τις άλλες η όλες ατελείς . Δεν είναι αγία, διότι δεν έχει τους καρπούς της αγιότητος, που είναι οι άγιοι της Εκκλησίας, όπως αυτοί είναι γνωστοί στους αιώνες της πορείας της. Δεν είναι καθολική, διότι δεν κατέχει την αποκάλυψη του Θεού στο πλήρωμά της, καθόσον αγνοεί βασικά σωτηριολογικά στοιχεία, όπως είναι η άκτιστη θεία χάρη και η θέωση του ανθρώπου.

Δεν είναι, τέλος, αποστολική, διότι είναι τελείως άσχετη με την την αποστολική διαδοχή, που ισχύει από την εποχή των αποστόλων μέχρι σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

2. Οι Πεντηκοστιανοί προβάλλουν ως θεμέλιο ολοκλήρου του «εκκλησιαστικού» τους οικοδομήματος και της πίστεώς τους μόνη την Αγία Γραφή και απορρίπτουν εκ προοιμίου την ζώσα εμπειρική προφορική ιερά παράδοση του Σώματος της Εκκλησίας.

Με τον τρόπο αυτό αποδεικνύουν περίτρανα ότι αποτελούν μεταλλαγμένη Οργάνωση της γνωστής πολυδιασπασμένης αιρέσεως των Προτεσταντών, αφού εκείνοι πρώτοι κατήργησαν την Ιερά Παράδοση.

Αυτό αποδεικνύει και η ιστορία της εμφανίσεώς τους στο προσκήνιο μόλις στην ανατολή του 20ου μ. Χ. αιώνος, όταν οι θεμελιωτές τους αποχωρίστηκαν από τα προτεσταντικά αναγεννητικά Κινήματα Αγιότητος.

3. Οι Πεντηκοστιανοί αλλοιώνουν ριζικά την ουσία των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Δηλώνουν ότι πιστεύουν σε επτά πράξεις σε σχετική αντιστοιχία με τα γνωστά Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ενδεικτικά αναφερόμαστε σε δύο από αυτές, στο Βάπτισμα και στην ιερωσύνη.

Το Βάπτισμα, αφού το απογυμνώνουν από την έννοια του μυστηρίου, το διαχωρίζουν σε δύο πράξεις, στο βάπτισμα με νερό και στο βάπτισμα με άγιο Πνεύμα.

Το πρώτο αποτελεί γι' αυτούς μία απλή «τελετή αφιερώσεως», ενώ με το δεύτερο πιστεύουν ότι ο βαπτιζόμενος λαμβάνει το Άγιο Πνεύμα.

Για να τεκμηριώσουν το αυθαίρετο αυτό δόγμα τους παραποιούν ερμηνευτικά και το σαφέστατο χωρίο από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, το οποίο συνδέει το βάπτισμα στο νερό με την λήψη του αγίου Πνεύματος, «εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και πνεύματος ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών».

Επί πλέον αδιαφορούν τελείως για το γεγονός ότι όλες οι βαπτίσεις που αναφέρονται στις Πράξεις των Αποστόλων έγιναν μία και μόνη φορά και οι βαπτισθέντες έλαβαν την καθαρτική χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Ιερωσύνη για τους Πεντηκοστιανούς υπάρχει μόνον η γενική (ο κάθε χριστιανός είναι και ένας ιερέας) και όχι η ειδική. Γι' αυτούς υπάρχουν διακονίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και αυτή του ποιμένος .
Όμως, στην Κ. Διαθήκη ο ίδιος ο Χριστός έδωκε ειδική ιερατική εξουσία μόνον στους Αποστόλους και στους διαδόχους τους.

«Λάβετε Πνεύμα άγιον· αν τινών αφήτε τας αμαρτίας αφίενται αυτοίς· αν τινών κρατήτε κεκράτηνται» . Τους λόγους αυτούς τους είπε κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου, στον οποίο συμμετείχαν μόνον οι Δώδεκα Απόστολοι.

4. Οι Πεντηκοστιανοί παρερμηνεύουν το χάρισμα της γλωσσολαλίας. Ισχυρίζονται ότι μετά το «βάπτισμα στο Άγιο Πνεύμα», ομιλούν ξένες γλώσσες, όπως οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής.

Και πράγματι στις περιπτώσεις αυτές, εάν βρεθή κάποιος στις συνάξεις τους ακούει να εκστομίζουν ακατανόητες φράσεις και άναρθρες κραυγές. Αυτό το φαινόμενο δεν έχει καμμία σχέση με τη γλωσσολαλία των Αποστόλων. Τους αποστόλους, όταν μιλούσαν, τους καταλάβαινε ο καθένας στη γλώσσα του.

Εξ άλλου, το χάρισμα της γλωσσολαλίας στους αποστολικούς χρόνους ούτε απαραίτητο γνώρισμα όλων των χριστιανών ήταν, ούτε κεντρική θέση κατείχε στη ζωή της Εκκλησίας.

Ο απόστολος Παύλος ερωτά με νόημα: «Μη πάντες γλώσσαις λαλούσι;».

Και αφού κατακρίνει τις αταξίες, που δημιουργήθηκαν με το φαινόμενο της γλωσσολαλίας στις λατρευτικές συνάξεις των Κορινθίων, καταγράφει τη σωστή ιεράρχηση των χαρισμάτων, στην οποία την πρώτη θέση κατέχει το χάρισμα της αγάπης και την τελευταία εκείνο της γλωσολαλίας .

5. Οι Πεντηκοστιανοί έχουν υιοθετήσει το νέο δόγμα για την αρπαγή της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την καινοφανή διδασκαλία τους, ο Χριστός θα καταβή από τους Ουρανούς πριν την έλευση του Αντίχριστου, για να αρπάξει τους δικούς Του για τον Ουρανό, δηλαδή, αυτούς που αληθινά βρίσκονταν στην Εκκλησία του (τους πεντηκοστιανούς).

Αυτή η αρπαγή θα γίνη, ώστε οι εκλεκτοί να μην υποφέρουν τις μεγάλες ταλαιπωρίες, που θα έλθουν επάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα κάτω από την κυριαρχία του Αντίχριστου.

Η παραπάνω διδασκαλία των Πεντηκοστιανών είναι καθαρά αντιβιβλική και διότι παρερμηνεύει συγκεκριμένες αγιογραφικές περικοπές , και διότι αντιτίθεται στο γενικό της κήρυγμα για υπομονή των χριστιανών στις θλίψεις και στους διωγμούς, όπως είναι ο λόγος του Κυρίου, «ο δε υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10,22).

Ο αιρετικός χαρακτήρας της κινήσεως επιβεβαιώνεται επίσης και από έναν αριθμό ψευδοπροφητειών σχετικά με την ημερομηνία της αρπαγής της Εκκλησίας. Χαρακτηριστική περίπτωση στον ελληνικό χώρο, αποτελεί η κραυγαλέα αποτυχία των προφητειών τους για την λεγόμενη «αρπαγή» της Εκκλησίας.

Στο φύλλο της Εφημερίδας Χριστιανισμός της 1 Ιανουαρίου 1991 που εκδίδει η «ελευθέρα Αποστολική Εκκλησία της Πεντηκοστής» που εδρεύει και στον Πειραιά και έχει και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ» και που ιδρύθηκε από τον Καρδιολόγο Ιατρό Λεωνίδα Φέγγο έγραφαν τα ακόλουθα: «Δύο μεγάλα γεγονότα πρόκειται να γίνουν μέσα σ' αυτήν την δεκαετία.

Το ένα είναι η αρπαγή της Εκκλησίας, ένα γεγονός υψίστης σημασίας για όλους αυτούς που αγαπούν τον Χριστό και ζουν με τον Λόγο του Θεού....Το δεύτερο γεγονός αφορά τους ανθρώπους που δεν θα λάβουν μέρος στην αρπαγή της εκκλησίας και βέβαια θα είναι ένα γεγονός πολύ οδυνηρό γι' αυτούς.

Ο ερχομός του Αντιχρίστου θα εκδηλωθεί μετά την αρπαγή της εκκλησίας και του οποίου η κυριαρχία θα διαρκέσει επτά έτη. Μία επταετία φοβερή που θα γίνουν συγκλονιστικά γεγονότα, μεταξύ των οποίων θα είναι και ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» .

Πέρασαν ήδη δώδεκα έτη από το τέλος της περιόδου εκείνης και η θρυλλούμενη αρπαγή της εκκλησίας δε πραγματοποιήθηκε. Τι άλλο θα ήθελε ένας απλός εχέφρων άνθρωπος για να θέση υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα των όσων διδάσκουν οι Πεντηκοστιανοί;

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται επίσης στο γεγονός, ότι οι διάφορες Πεντηκοστιανές αιρετικές κινήσεις ανά την υφήλιο επαγγέλονται ότι αποτελούν χώρο θεραπείας των διαφόρων ασθενειών, με συνέπεια να παγιδεύονται άνθρωποι που αίρουν τον σταυρό της ασθενείας.

Αδελφοί μου και παιδιά μου,

Προστατευθείτε από τους «Προφήτες» της Πεντηκοστιανής αιρέσεως των οποίων τις δήθεν προφητείες δεν εκπληρώνει ο Πανάγιος Τρισυπόστατος Θεός αποδεικνύοντας έτσι πασίδηλα ότι είναι αιρετικοί και κακόδοξοι και μείνετε εδραίοι και αμετακίνητοι στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Αγίου Πνεύματος, των Αγίων Αποστόλων, των Θεοφόρων Πατέρων και των αγίων Οικουμενικών Συνόδων.

Μετ' ευχών
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

top
Has no content to show!