Άρθρα - Απόψεις

Ευλογημένες αναμνήσεις από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ιερισσού Νικόδημο

1334723

Γράφει ο Θεολόγος Άγγελος Πάκλαρας για την Romfea.gr

Η συνεχής και ατέρμονος φθορά του χρόνου σβήνει και αλλοιώνει γεγονότα και καταστάσεις από την μνήμη του κάθε ανθρώπου, όπως ο σπόγγος την κιμωλία.

Όταν όμως εμείς το επιθυμούμε οι όμορφες αναμνήσεις του παρελθόντος με πρόσωπα που  έφυγαν από αυτήν την ζωή, αλλά αγαπήσαμε και δεθήκαμε πνευματικώς μαζί τους, δεν επιτρέπουμε στην μνήμη μας να σβησθούν.

Ένας σχεδόν χρόνος συμπληρώνεται από τότε, που άφησε τα επίγεια και πρόσκαιρα και μεταβέβηκε εις τα ουράνια και αιώνια ο χαριτωμένος και γλυκύς ως προς την όψιν και τον χαρακτήρα μακαριστός Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Κυρός Νικόδημος.

Η πλήρης βιογραφία του είχε αναλυθεί πριν ένα περίπου χρόνο. Εδώ θα αποτυπώσουμε όσα προσωπικά βιώματα ζήσαμε και κρατήσαμε στην καρδιά μας, ως απόσταγμα σοφίας, ευγένειας ψυχής και παραδειγματισμού από έναν μεγάλο ιεράρχη, προς πνευματικήν ωφέλειαν μας.

Μικρός μαθητής ακόμα, είχαμε γνωρίσει η οικογένεια μου και εγώ, το καλοκαίρι του έτους 1981, τον μακαριστό Γέροντα, όταν 3 μήνες μετά την ενθρόνιση του ερχόταν στο Ιερό Προσκύνημα της Μεγάλης Παναγίας και άρχισε να επιβλέπει τις εργασίες αναστήλωσης και επέκτασης του θερινού επισκοπείου, με σκοπό την εκεί μόνιμη εγκατάσταση του, αφήνοντας την έδρα της Μητροπόλεως εν Αρναία.

Απλός εις τους τρόπους του, καταδεκτικός, προσιτός, μειλίχιος, ευγενής αλλά και επιβλητικός, άκουγε τον συνομιλητή του και τον ενθουσίαζε με την βροντώδη φωνή του, χωρίς ίχνη έπαρσης και υπερηφανείας που τυχόν θα απέρρεαν ένεκεν του υψίστου βαθμού του αξιώματος του.

Ως γνήσιος μοναχός επιζητούσε την ηρεμία και την ησυχία, διά τούτο και είχε επιλέξει ως τόπο διαμονής του, το Ι. Προσκύνημα στους πρόποδες του όρους Καυκάσου, μακριά από πυκνοκατοικημένες περιοχές.

Αφοσιωμένος πλήρως στα λειτουργικά του καθήκοντα, κατήρχετο ο ίδιος, επί καθημερινής βάσεως και τελούσε τον όρθρο, τον εσπερινό και το Απόδειπνο καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, ακόμη και τους χειμερινούς μήνες, όταν το χιόνι έπεφτε πυκνό και η θερμοκρασία ήτο κάτω του μηδενός.

Η ζωή του ήταν όλη μια διαρκής Θεία Λειτουργία. Το τόνιζε και ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία στους ιερείς του: Η ζωή του κληρικού είναι κατ’ εξοχήν Λειτουργική και Χριστοκεντρική. Αυτός είναι ο πυρήνας του, όλα τα άλλα είτε διοικητικά είτε οτιδήποτε άλλο, είναι δευτερεύοντα.

Ποτέ δεν απουσίαζε από τις κατά τόπους ιερές πανηγύρεις της Μητροπόλεως του, λαμβάνοντας μέρος εις τον εσπερινόν, την ιερά λιτανεία και την επαύριον στην Αρχιερατική Θ. Λειτουργία, έως και τα τελευταία έτη της ζωής του, όταν πλέον δεν ήτο νέος όπως πρώτα.

Όταν κάποτε απουσίαζε προσκεκλημένος να παραβρεθεί σε κάποια αρχιερατικά συλλείτουργα εκτός Μητροπόλεως του, πάντοτε εφρόντιζε αυτά να μην συμπίπτουν με τις τοπικές πανηγύρεις του, ειδάλλως δεν παρευρισκόταν.

Αγαπούσε και ελάτρευε την Κυρίαν Θεοτόκον διά τούτο και είχε αφιερώσει όλον τον μήνα Αύγουστον  εις το Ιερόν πρόσωπόν Της. Ενώ άλλες Μητροπόλεις τελούν απλά την Ι. Παράκλησιν, τις πρώτες δεκαπέντε ημέρες του Αυγούστου, ο ίδιος είχε καθιερώσει με εντολή του από 1ης έως 30ης Αυγούστου καθημερινώς να τελείται όρθρος και Θ. Λειτουργία και το εσπέρας αρχιερατικός εσπερινός και ιερά παράκλησις, χοροστατούντος του ιδίου. Συνέβη δε το εξής παράδοξον γεγονός:

Τέλη Αυγούστου ενώ ετελέσθη Θ. Λειτουργία και το εκκλησίασμα αλλά και ο εφημέριος του Ναού είχαν αποσυρθεί, ήλθε μία οικογένεια εκτός Μητροπόλεως και παρατηρώντας τον μακαριστό Μητροπολίτη να τακτοποιεί το ιερό βήμα (!) πιστεύοντας ότι ήτο ο εφημέριος (εγκόλπιο συνήθως τις καθημερινές, όταν έμενε στο Ι. Προσκύνημα, ο Γέροντας δεν φορούσε), τον παρεκάλεσε να τελέσει μια ιδιωτική παράκληση υπέρ υγείας.

Ο μακαριστός χωρίς να αντιδράσει (ήτο ήδη πρωί και έπρεπε να μεταβεί εις το γραφείον του εν Αρναία) ετέλεσε ο ίδιος την Ι. Παράκληση μόνο με επιτραχήλιον, ψάλλων ταυτοχρόνως εκ του αναλογίου.

Η οικογένεια πολύ ευαρεστήθηκε από την προθυμία του «ιερέως» και αποχωρώντας του είπε: «πάτερ, πείτε μας το όνομα σας και τώρα που θα περάσουμε από Αρναία θα πούμε δύο καλά λόγια στον Δεσπότη σας, δι’ εσάς και την εξυπηρέτηση που μας κάνατε! Εκείνος χαμογέλασε, τους έδωσε την ευχή του και τους ευχήθηκε καλό ταξίδι…

Όταν ήτο ιερουργός, ήθελε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. Δεν ήθελε ομιλίες εντός του Ιερού Βήματος, ούτε άσκοπες κινήσεις. Δεν εκάθητο ποτέ κατά την διάρκεια της Θ. Λειτουργίας ενώ το βλέμμα του και η προσοχή του ήταν στραμμένα προς τον Εσταυρωμένο Κύριο και την Πλατυτέρα των Ουρανών Κυρία Θεοτόκο. Πολλάκις δε οι ιερείς του, τον έβλεπαν να δακρύζει ενώπιον του ιερού θυσιαστηρίου.

Στο δε «πρόσχωμεν, τα ‘Αγια τοις Ἁγίοις» δεν επέτρεπε από διάκριση στους διακόνους του να κλείνουν την Ωραία Πύλη, διότι όπως έλεγε «τα υψηλά τέμπλα και η κλειστή Ωραία Πύλη διώχνουν τον κόσμο από την εκκλησία. Είναι σαν να τους λέμε εμείς είμαστε οι Άγιοι και εσείς οι αμαρτωλοί. Άλλωστε στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους τα τέμπλα δεν ήταν υψηλά, αλλά αυτά υψώθηκαν πολύ μεταγενέστερα» ανέφερε.

Παρά το γεγονός ότι είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς, ήτο αεικίνητος και ακούραστος. Συνοδεύοντας δε τον αείμνηστο Γέροντα στην πανήγυρη του Κυριακού της Αγίας Άννης εν Αγίω Όρει (25 Ιουλίου / 8 Αυγούστου) ετέλεσε την ολονύκτια αγρυπνία και αμέσως μετά την τράπεζα, την επομένη ημέρα εξήλθε εσπευσμένα διά Ουρανούπολη.

Από εκεί κατευθύνθηκε σε άλλα χωρία της περιφερείας του και αργά το απόγευμα έφθασε στο Ι. Προσκύνημα, στο Επισκοπείο. Δίχως να ξεκουρασθεί διόλου, ετέλεσε εσπερινό, Ι. παράκληση, ευχέλαιον, χαιρετισμούς, όρθρον και αρχιερατική Θ. Λειτουργία διά την ανεύρεσιν της κλαπείσης θαυματουργικής εικόνος της Μεγ. Παναγίας του Ι. προσκυνήματος. Δηλαδή δεύτερη αγρυπνία την, οποία τελούσε κάθε χρόνο εντός του Δεκαπενταυγούστου, μένοντας άγρυπνος επί δύο εικοσιτετράωρα!

Όταν επρόκειτο να λειτουργήσει ή είτε κατευθύνονταν εν Αρναία εις το γραφείον του, τελούσε εντός του οχήματος του, την πρωινή προσευχή και όλους τους χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους οποίους εγνώριζε από στήθους, το δε βράδυ όταν επέστρεφε τελούσε πάλι το απόδειπνο και τους χαιρετισμούς. Έλεγε δε χαρακτηριστικά ότι πρέπει να εκμεταλλευόμαστε το κάθε λεπτό που περνά προς όφελος διά την σωτηρίας μας.

Διά δε τους χαιρετισμούς ανέφερε ότι πολύ ευαρεστείται η Κυρία Θεοτόκος από αυτούς όταν τους διαβάζουμε.

Χρήματα από τα μυστήρια που τελούσε ο μακαριστός ιεράρχης δεν ελάμβανε ποτέ. Τελέσας το μυστήριον του γάμου εν τη Ιερά Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης  και ενώ μετά το πέρας της τελετής του μυστηρίου ήλθαν οι γονείς των νεονύμφων διά να τον ευχαριστήσουν, του πρόσφεραν έναν φάκελλον με χρηματικό ποσόν. Αυτός ηρνήθη να τον παραλάβει, αλλά επειδή η πίεσις ήτο αφόρητος, τον έλαβε.

Εξερχόμενος δε του Ι. Ναού άνοιξε τον φάκελλο και χωρίς να τον αντιληφθεί ουδείς, έριξε τα χρήματα εις το παγκάριον της Ι. Μονής, λέγων χαρακτηριστικά εις εμέ που ήμουν δίπλα του «εμείς οι ιερείς έχουμε τον μισθό μας, αυτός μας είναι ήδη αρκετός». Διά του λόγου του αληθές, αλλά και ένεκα των αγαθοεργιών που έπραττε, στα ταμεία της Ι. Μητροπόλεως, μετά την κοίμησίν του, δεν ευρέθησαν ούτε καταθέσεις, ούτε μετρητά, παρά μόνον ο μισθός του!

Η ταπείνωσίς του ήτο μεγίστη! Πολλάκις στις κατ’ ιδίαν τράπεζες που παρέθετε, διακονούσε ο ίδιος σερβίρων τους καλεσμένους του, κληρικούς και λαϊκούς! Καλεσμένος δε και καθήμενος εις μίαν τράπεζαν είχε πει: «πρέπει να ευχαριστούμε και να δοξολογούμε τον καλόν Θεόν διότι κάποιοι ενώ έχουν να φάνε, δεν μπορούν (λόγω προβλημάτων υγείας) και ενώ κάποιοι που μπορούν να φάνε, δεν έχουν, (λόγω πτωχείας).

Ποίος κάτοικος της Αρναίας ημπορεί να λησμονήσει την θ. Λειτουργία που ετέλεσε στο Ι. παρεκκλήσιον της Παναγίας της Δακρυρροούσης, εντός του μητροπολιτικού μεγάρου, μετά την πυρκαϊά της 5ης Σεπτεμβρίου του έτους 2005, όταν κατεστράφη ολοσχερώς ο Μητροπολιτικός  Ναός του Αγ. Στεφάνου.

Εκεί στο κήρυγμα του, φανερά καταβεβλημένος από την αβάστακτον θλίψιν  αυτού του απρόσμενου γεγονότος, προσπαθούσε και ο ίδιος να εξηγήσει την αιτία που επέτρεψε ο Θεός να συμβεί κάτι τέτοιον.

Τότε είπε ένδακρυς, αφήνων το εκκλησίασμα έκπληκτο και άφωνο, ότι ο Θεός ηθέλησε να καεί ο Ι. Ναός του Αγίου Στεφάνου διά τας αμαρτίας του Επισκόπου σας!!! Ποίος άλλος ιεράρχης θα ταπεινώνονταν τόσο πολύ έμπροσθεν του ποιμνίου του, μειώνοντας ο ίδιος την Αρχιερατική του αξιοπρέπεια και το ανεπίληπτο και ακηλίδωτο ήθος του; Ένα ήθος γνωστό και αποδεκτό εις όλην την ιεραρχίαν, απόδειξις δε τούτου ήτο ότι πάρα  πολλοί ιεράρχες με περισσή ευλάβεια ησπάζοντο την δεξιάν του.

Λιτός και απέριττος και ως προς την αμφίεση του. Σπανίως έραβε ιερά άμφια ή αγόραζε εγκόλπια και αρχιερατικές μίτρες. Τα περισσότερα που είχε εις την κατοχήν του, ήτο δώρα. Κι όταν κάποιοι ιερείς τον προέτρεπαν να ράψει μία καινούργια στολή τους απαντούσε: «τι να την κάνω; εδώ θα μείνουν όλα….».

Συνοδεύοντας τον δε, εις την πρώτην επίσκεψιν του εις την Ι. Μονήν Αρχαγγέλου Θάσου και διαμένοντας ένα βράδυ εις αυτήν, παρακάλεσε τις μοναχές και την γερόντισσα να παρατεθεί στην τράπεζα ό,τι υπήρχε, δίχως να γίνει κάποια ιδιαίτερη προετοιμασία δι’ εκείνον και ευθύς ερώτησε διά το πρόγραμμα των ιερών ακολουθιών, διά να το τηρήσει επ’ ακριβώς, αν και ήτο φιλοξενούμενος ιεράρχης. Ατενίζων δεν την απέραντη θάλασσα του Αιγαίου από τον επιβλητικόν εξώστην της Ι. Μονής, του είπα ότι εφ’ όσον κατάγεται από την νήσον Μυτιλήνη και αγαπούσε την θάλασσα και επειδή η Μητρόπολη Ιερισσού διέθετε πολλές παραθαλάσσιες περιοχές θα μπορούσε να ανεγείρει ένα επισκοπείο πλησίον της θαλάσσης.

Τότε μου απάντησε: «Δεν πειράζει τώρα πια ίσως να έχω ένα στον ουρανό…».

Εις την καθ’ όλη αρχιερατική του διακονία, ενώ δεν ήθελε να πικράνει ουδένα, πολλές φορές επικράνθη και κατηγορήθη από αυτούς που ευεργέτησε και εβοήθησε, κληρικούς και λαϊκούς. «Οὐδείς πιό ἀχάριστος ἀπό του εὐεργετηθέντος», έλεγε. Αλλά ακόμη και εις αυτούς που τον αδίκησαν είτε εν λόγω, είτε εν έργω, η απάντησίς του ήτο η αφοπλιστική καλοσύνη του και η υψίστη μακροθυμία του.

Μας ανέφερε ο ίδιος, ότι όταν αρρώστησε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ, ολίγον προτού κοιμηθεί, τον επισκέφθηκε εις το Λαϊκόν Νοσοκομείον των Αθηνών. Προτού εισέλθει εις το δωμάτιον του τον εμπόδισε μία νοσοκόμος, λέγοντας του ότι απαγορεύεται αυστηρώς το επισκεπτήριον.

Εκείνος της απάντησε παρακλητικώς και ικετευτικώς, ότι μόνον πέντε λεπτά θα τον έβλεπε και όχι περισσότερον. Η νοσοκόμος του έδωσε την άδειαν και όταν άνοιξε την θύραν, είδε τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπον καθήμενον μόνον του εις μίαν καρέκλαν.

Μόλις τον είδε ο Αρχιεπίσκοπος, εδάκρυσε και του είπε: «Νικόδημε, σε ευχαριστώ πολύ που ήρθες» ενώ εκείνος ασπάσθηκε τη δεξιάν του, λέγοντας του «Εγώ Σας ευχαριστώ Μακαριώτατε διά τον δώρον της Αρχιερωσύνης, που έλαβα από εσάς».

Ακολουθώντας δε τον μακαριστόν ιεράρχην εις μίαν ιδιωτικήν του επίσκεψιν εις κελλίον των Καρυών και τελέσας τον εσπερινόν εις το μικρόν ναΐδριον, εκαθήσαμεν έξω εις τον εξώστην του κελλίου, απολαμβάνοντες την ησυχίαν του Αγιωνύμου όρους. Τότε εκτύπησε το κινητόν του τηλέφωνον και αφού ετελείωσε την συνομιλίαν του, μας είπε:

Εγώ όταν ήμουν μικρός δεν υπήρχαν οι σημερινές ανέσεις με κινητά τηλέφωνα, αλλά και τα σταθερά ήταν πολυτέλεια, εάν κάποιος είχε εις την οικίαν του. Τα δε παιδικά του χρόνια τα είχε διέλθει εν πλήρη πτωχεία και στερήσεις πολλών αγαθών. 

Ότε δε εισήλθε πρωτοετής φοιτητής στην αγαπημένη του τροφό Θεολογική σχολή της Χάλκης – τη εισηγήσει του τότε Μυτιλήνης Ιακώβου του Α΄, του από Δυρραχίου – μας έλεγε, έλαβε και το πρώτο γράμμα από τον αείμνηστο πατέρα του, π. Ευστράτιο. 

Εκεί του ανέφερε ότι του αποστέλλει την πατρικήν του αγάπην αλλά και τα  δάκρυά του, διότι δεν είχε χρήματα να του αποστείλλει δια τα έξοδα του κατά την διαμονήν του εν τη σχολή. 

Ο νεαρός τότε Νικόλαος (το κοσμικό του όνομα) εδάκρυσε κι αυτός και εκάθησε έξω εις τον κήπον  της σχολής. Εκεί τον συνάντησε ο τότε σχολάρχης Ικονίου Ιάκωβος και βλέποντας τον δακρυσμένο, τον ερώτησε τι έχει.

Όταν εκείνος του απάντησε ο σχολάρχης του είπε ότι από τούδε και εφ εξής αυτός θα αναλάβει όλα τα έξοδά του, είτε δια την ένδυσίν του, είτε διά τα ράσα και τα άμφιά του, όταν θα χειροτονούνταν, έως ότου αποφοιτούσε από την σχολήν. Αυτή ήτο μία ευεργεσίαν, την οποία ποτέ ο μακαριστός ιεράρχης Νικόδημος δεν ελησμόνησε, εμνημόνευε δε ανελλιπώς το όνομα του εν τη αγία και ιερά προθέσει.  

Τα κηρύγματα του ήτο ρηξικέλευθα και βροντώδη, «ῷσπερ γάρ ἡ ἀστραπή ἐξέρχεται ἀπό ἀνατολῶν καί φαίνεται ἒως δυσμῶν (Ματθαίου κδ, 27).

Δεν δίσταζε δε να καυτηριάζει ενέργειες κακώς κείμενες, υψηλών ιστάμενων προσώπων, ακόμη και πρωθυπουργών, ενώ συνεχώς ομιλούσε διά την μάστιγα των αιρέσεων, την φραγκοκρατία, το αγκάθι της ουνίας και τον αιρεσιάρχη πάπα, επαναλαμβάνων συνεχώς και μεγαλοφώνως ότι το Βατικανόν δεν είναι εκκλησία. Παρακαλούσε δε το ποίμνιον του να προσεύχεται δι’ εκείνον και να μην ιεροκατηγορεί τους ιερείς και τους επισκόπους, διότι από αυτούς προήρχοντο κι αυτοί και δεν ήλθον εκ του ουρανού.

Είχεν  ιεράν αγωνίαν και ενδιαφέρον διά την πνευματικήν προκοπήν του ποιμνίου του. Διά τούτο ζητούσε από τους ιερείς του να τον συνδράμουν εις το δύσκολον έργον του, προκαλώντας τους να τον ακολουθήσουν.

Τοιουτοτρόπως έπραξε και με τον νυν Άγιον Πρωτοσύγγελλον της Ι.Μ. Ιερισσού Πανοσιολογιώτατον Αρχιμανδρίτην και ιεροκήρυκα π. Χρυσόστομον Μαϊδώνην, έναν από τους αξιολογώτερους και αξιώτερους κληρικούς του, όχι μόνο της Ι. Μητροπόλεως αλλά και ολοκλήρου της Μακεδονίας.

Μεταβέβηκε ο ίδιος ο μακαριστός Ιεράρχης εν τη Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους και παρακάλεσε τον μακαριστό Γέροντα του, παπά Σπυρίδωνα να παράσχει ευλογίαν και άδειαν διά να αφήσει το πνευματικόν του τέκνον (τον μετέπειτα π. Χρυσόστομον) να τον ακολουθήσει εν Αρναία, ως άμεσος συνεργάτης και συνοδοιπόρος του, στην διαποίμανσιν μίας αγνώστου τότε μητροπόλεως.

Το ίδιο έπραξε και δι’ άλλους αξίους κληρικούς, όπως και με τον νυν Αρχιερατικόν Επίτροπον πανοσιολογ. Αρχιμανδρίτην π. Ιγνάτιον Ρηγανάν, ο οποίος και αυτός διά την αγάπην του προς το πρόσωπον του επισκόπου Νικοδήμου ακολούθησε με την ευχή του πνευματικού του πατρός, τον μακαριστό Ιεράρχη.

Ούτοι οι δύο κληρικοί τελώντες εν πλήρη και τελεία υπακοή διηκόνησαν τον νέο τότε Μητροπολίτη και ως άλλοι καλοί γεωργοί έσπειραν και θέρισαν πολλούς πνευματικούς σπόρους και καρπούς εις αυτήν  την άγονον τότε μητρόπολιν. Ηργάσθησαν και εργάζονται νυχθημερόν εις πνευματικόν, λειτουργικόν, κατηχητικόν και εξομολογητικόν επίπεδον και ως άλλοι συγκυρηναίοι, εβάσταξαν τον σταυρόν του αειμνήστου Νικοδήμου, εις τον ανηφορικόν και δύσκολον δρόμον της Αρχιερωσύνης του.

Ιώβειος θα παραμένει και η υπομονή, καρτερικότητα και ανεκτικότητα με την οποία αντιμετώπισε την εννεάμηνη απροσδόκητη ασθένεια του ο μακαριστός Μητροπολίτης.

Δέχθηκε την επίσκεψη του Θεού αδιαμαρτυρήτως και ως άλλο νεομάρτυς υπέστη αγογγύστως το φοβερό μαρτύριον του, δοξάζων τον Θεόν και την γλυκυτάτην Θεοτόκον, προς την οποίαν είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες και προσδοκίες καθ’ όλην την διάρκεια του επιγείου βίου του.

Ευλαβείς προσκυνηταί που ταξιδεύετε διά το Άγιον Όρος, διά μέσου Αρναίας και διέρχεσθε έμπροσθεν του Μητροπολιτικού Ναού του Αγ. Στεφάνου με το επιβλητικόν καμπαναριό του, κάνετε ένα κομβοσχοίνιον διά την ανάπαυσιν της ψυχής του μακαριστού γέροντος, Ιεράρχου και εάν διαθέτετε χρόνον, κατεβείτε να προσκυνήσετε και να ανάψετε ένα κεράκι εις το μνήμα του, όπισθεν του ιερού βήματος του Αγ. Στεφάνου.

Θα είναι εις τιμήν και αιωνίαν μνήμην του σεπτού και αγαθού επισκόπου που διηκόνησε αυταπαρνήτως, αόκνως και θεαρέστως επί τριανταένα έτη την λαχούσαν Ιεράν Μητρόπολιν του.

Το σώμα του μακαριστού Ιεράρχη ήδη «ἒν εἰρήνη ἐτάφη καί τό ὄνομα αὐτού ζεῖ εἰς γενεᾶν, σοφίαν αὐτού διηγήσονται λαοί καί τόν ἒπαινον αὐτού ἐξαγγέλλει Ἐκκλησία» (Σοφία Σειράχ ΜΔ `14-15).

Ας έχουμε πάντοτε την ευχήν του και την 

προσευχήν του  από τα ουράνια σκηνώματα.

 

''Η Γέννησις σου Θεοτόκε χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη''

genisi-kirioy

Ἕνας βαθυστόχαστος ὕμνος τῆς ἑορτῆς τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ μάλιστα τὸ Ἀπολυτίκιο αὐτῆς, ποὺ ψάλλουμε γιά πολλὲς ἡμέρες καὶ μετὰ τὴν ἑορτή, διαλαλεῖ  στὰ πέρατα τῆς ὀρθοδοξίας ὅτι ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου ἔδωσε χαρὰ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

«Ἡ Γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαρὰ ἐμήνυσεν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ». Ἔδωσε χαρὰ πρῶτα στούς γονεῖς της, τὸν δίκαιο Ἰωακεὶμ καὶ τὴν ἁγία Ἄννα.

Πολλὲς ἡμέρες, ἀκόμη καὶ νύχτες πέρασαν προσευχόμενοι. Παρακαλοῦσαν τὸν Θεὸ νά τοὺς δώσει τή χαρά νά κρατήσουν στά χέρια τους τὴν ἄνοιξη τῆς ζωῆς. Τὸ παιδὶ εἶναι μία ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Νιώθουν οἱ γονεῖς τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τούς ἐμπιστεύεται μία ψυχή πού ἔχει αἰώνιο προορισμό.

Τὴν ἐποχὴ μάλιστα ἐκείνη ἡ ἀτεκνία ἦταν ὄνειδος, ἐντροπή, γιατὶ διέψευδε κάθε ἐλπίδα περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ προσευχὴ τῶν ἁγίων Θεοπατόρων συνοδευόταν καὶ μὲ κραυγή. Γιά νά μὴν εἶναι ἐνοχλητικοὶ στούς γείτονες, ἀποφάσισαν ν’ ἀπομακρυνθοῦν, οὕτως ὥστε στό βουνὸ εὑρισκόμενος ὁ Ἰωακεὶμ, νά κραυγάζει, γιά νά ἀκουστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό.

«Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ, εἰσάκουσον Κύριε» θὰ ἔλεγε, ὅπως ἐνωρίτερα προσευχόταν ὁ Δαβίδ.

Καὶ ἡ θερμή, ἡ καρδιακή, ἡ γεμάτη πιστὴ καὶ ἐλπίδα προσευχὴ τοῦ ἔφερε τὸ εὐλογημένο ἀποτέλεσμα.

Ἄλλωστε εἶναι ἐπιβεβαιωμένο διαχρονικὰ καὶ αὐτὴ πλέον εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἐκκλησίας μας, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν περιφρονεῖ καὶ δέν παραβλέπει τὶς προσευχὲς τῶν ἀνθρώπων μόνο που ἡ ἀπάντηση εἶναι ἄλλοτε ἄμεση καὶ ἄλλοτε κατὰ τή γνώμη μας καθυστερημένη, ἄλλοτε ἔρχεται ὅπως τή θέλουμε καὶ ἄλλοτε ὅπως τὴν ἐπιθυμεῖ μόνο ὁ Θεός.

Καὶ ἐμεῖς πρέπει νά μάθουμε νά περιμένουμε μὲ ὑπομονὴ καὶ νά δεχόμαστε τὴν ἀπάντηση ὅπως τὴ θέλει ὁ Θεός.

Ἕνας προχωρημένος στήν πνευματικὴ ζωὴ ἅγιος ἔλεγε «Κύριε ὅπως θέλεις, ὅταν θέλεις, ὅσο θέλεις καὶ ἐὰν θέλεις» καὶ θαυμάζει κανεὶς τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό.

Ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου εἶναι χαρὰ γιά τὸν οὐρανό. Ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι, οἱ ἀρχάγγελοι τὰ λειτουργικὰ πνεύματα πού εἶναι στή διακονία τοῦ Θεοῦ ἀγαποῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ παρακολουθοῦν μὲ ἀγωνία τὴν πορεία τους στή γῆ.

Ἔβλεπαν ὅτι ἡ κάθε ἡμέρα πού ἐρχόταν ἦταν χειρότερη ἀπὸ αὐτή πού πέρασε. Ἔβλεπαν τοὺς ἀνθρώπους ν’ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὅλο καὶ περισσότερο.

Νά λατρεύει ὁ ἄνθρωπος τὴν κτίση παρὰ τὸν Κτίσαντα. Νά γίνεται ὁ ἕνας γιά τὸν ἄλλο ἄνθρωπο λύκος καὶ πρὸ πάντων νά μὴν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στίς ἀδυναμίες του, γιατὶ δέν ὑπῆρχε Ἐκεῖνος πού θὰ τὸν βοηθοῦσε.

Καὶ ἔβλεπαν τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου νά ματαιώνεται.

Αὐτὴ τὴν ἀγωνία τὴν ἔζησαν οἱ ἄγγελοι γιά πολλὰ χρόνια, γιά πολλοὺς αἰῶνες.

Ὅταν γεννήθηκε ἡ Θεοτόκος,  ἔνιωσαν ἀνείπωτη χαρά, γιατὶ πλησίαζε πλέον καὶ ἡ Γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀπαλλαγὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τή δυστυχία καὶ τὴν αἰώνια καταδίκη.

Ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου γεμίζει χαρὰ καὶ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅλος ὁ κόσμος ζεῖ μέσα στήν κατάρα καὶ δοκιμάζει τὴ φοβερὴ συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος.

Ὅλος ὁ κόσμος πού δοκιμαζόταν ἀπὸ τὴν ἀρρώστια, ἀπὸ τὸν πόνο, ἀπὸ τὸν φόβο καὶ ἀπὸ τὸν θάνατο, ποὺ ἦταν στυφοὶ καρποὶ τῆς παρακοῆς, ζητοῦσε λύτρωση καὶ περίμενε τὸν Λυτρωτή.

Αὐτοί πού ζοῦσαν στήν Ἀνατολὴ τὸν περίμεναν ἀπὸ τή Δύση καὶ αὐτοί πού ζοῦσαν στή Δύση τὸν περιμεναν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὰ βλέμματα ὅλων διασταυρώνονταν στήν Παλαιστίνη κατὰ θαυμαστὸ τρόπο.

Σ’ ὅλες τίς χῶρες καὶ σ’ ὅλους τοὺς λαοὺς ἔχουμε λαχτάρα γιά τήν ἀναμενόμενη Γέννηση τοῦ ἀπεσταλμένου τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε συγκινητικὴ νοσταλγία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μεσσία.

Ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου ἔφερε χαρὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο, γιατὶ ὅπως ὁ αὐγερινὸς προμηνύει τὸν ἐρχομὸ τοῦ ἡλίου ἔτσι καὶ ἡ Γέννησή της προεμήνυσε τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης.

Τὸ μεγάλο καὶ πολυσήμαντο γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τῆς Παναγίας  μας ἔφερε χαρὰ καὶ στόν Ἅδη, στόν κάτω κόσμο, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέγει ὁ λαὸς μας.

Γιατὶ καὶ ἐκεῖ περίμεναν τὸν λυτρωτή. Περίμεναν νά ἀκούσουν κήρυγμα μετανοίας. Περίμεναν καὶ ἐκεῖ τὸν «Ἄγγελο τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ τὸν τίμιο Πρόδρομο, γιά νά τοὺς προετοιμάσει, ἀφοῦ ὁ Λυτρωτὴς θὰ ἔφθανε καὶ ἐκεῖ γιά τρεῖς ἡμέρες καὶ τρεῖς νύχτες, ὥστε κανεὶς νά μὴν ἀδικηθεῖ.

Καὶ ὅπως ἕνα σπουδαῖο γεγονὸς σήμαινε τὴν ἀποφυλάκιση καὶ ἀπελευθερώσῃ καταδικασμένων ἀνθρώπων ἔτσι καὶ ἡ γέννηση τῆς Παναγίας σήμανε τὴ βέβαιη ἐλπίδα τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν αἰώνια καταδίκη.

Αὐτὸ τὸ πολυσήμαντο γεγονὸς ὀφείλουμε μὲ χαρὰ νά γιορτάζουμε μὲ πνεῦμα μαθητείας νά τὸ μελετᾶμε, γιά νά ἔχουμε ὠφέλεια πνευματική.   

Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν, καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον.

Από το βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Μονεμβασίας και Σπάρτης “Ροδοπέταλα στη χάρη της”.

«Βοσκοί στης Πολιτείας τη μάντρα οι λύκοι»

images

Του Σεβ. Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλοχίου

Ο προφητικός αυτός λόγος του μεγάλου Έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά είναι ίσως η πιο ταιριαστή απάντηση στο επιχείρημα της βουλευτού του Ελληνικού Κοινοβουλίου η οποία, για πολλοστή φορά, προκαλεί τον Ελληνικό λαό με πρόσφατες δηλώσεις της στην Επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής: «Τα θρησκευτικά δεν έχουν θέση στο σύγχρονο Λύκειο», δηλώνει, κατηγορώντας το Υπουργείο Παιδείας ότι εμμένει σε μια.. «αναχρονιστική», όπως την χαρακτηρίζει, αντίληψη περί της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών: «δεν νομίζω ότι όσο περισσότερη Ορθόδοξη κατήχηση κάνουν τα παιδιά στα σχολεία, τόσο καλύτεροι χριστιανοί θα γίνουν», καταλήγει στην δήλωση της.

Εφάμιλλη θεωρώ και την απάντηση που έδωσε στην ίδια κυρία βουλευτή ο επίσης μεγάλος πατριώτης και Έλληνας, αγαπημένος Μίκης Θεοδωράκης, σε παλαιότερες προκλητικές, όπως μας έχει συνηθίσει, δηλώσεις της, ο οποίος κάνει λόγο για «εθνομηδενισμό» και τονίζει προς την συγκεκριμένη βουλευτή πως είναι προνόμιο της που ζεί στην Ελλάδα.

«Δεν αγαπάς την Πατρίδα; Σήκω και φύγε», απαντά ο μεγάλος αυτός Έλληνας μουσουργός «Είναι προνόμιο που ζεις στην Ελλάδα και είσαι Έλληνας. Αν δεν το καταλαβαίνεις πήγαινε αλλού…»

Τραγικό το γεγονός Πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι των Παιδαγωγικών και της Ιστορίας, όπως η εν λόγω κυρία βουλευτής, να μην διδάσκονται από την ίδια την Ιστορία που λένε ότι διδάσκουν.

Στις πάσης φύσεως κρίσεις, αλώσεις, κατακτήσεις, πτωχεύσεις, υποδουλώσεις, ως και τις όποιες  άλλες συμφορές του Γένους μας, τι ήταν εκείνο που το ανέστησε διαχρονικά από την τέφρα του;

"Γλυκώτερο πράγμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και την θρησκεία. Όταν γι' αυτά τον άνθρωπο δεν τον τύπτει η συνείδησή του αλλά τα δουλεύει ως τίμιος και τα προσκυνά είναι ο πλέον ευτυχής και ο πλέον πλούσιος", η απάντηση του Μακρυγιάννη στα Απομνημονεύματα του.

Στους όντως δύστηνους και χαλεπούς καιρούς μας όπου όχι μόνο η μιζέρια έχει καλύψει τα πάντα και φτάνει στην παραμικρή γωνιά του τόπου και της κοινωνίας μας, αλλά κυρίως,  η φτώχια σε αξίες και πρόσωπα είναι ολοφάνερη, καθώς όλα μοιάζουν σαν  «να τα σκιάζει η φοβέρα και να τα πλακώνει η σκλαβιά», ποιές άλλες, εκτός από την Εθνική συνείδηση και την πίστη στο Χριστό και την Εκκλησία Του, μπορεί  να είναι οι ανακαινιστικές, αναπλαστικές εκείνες δυνάμεις οι οποίες θα αναστήσουν και πάλι την ελπίδα και την αξιοπρέπεια μας;

«Μνήμη του λαού μου, σε λένε Πίνδο, σε λένε Άθω», θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Άξιον Εστί». Ποιός, αλήθεια, μπορεί να αμφισβητήσει πως ότι σηματοδοτεί και οριοθετεί η Πίνδος και ο Άθως, δηλαδή η εθνική μας ταυτότητα και η πολιτιστική μας ιδιοπροσωπεία, αποτελούν την γενεσιουργό αιτία της υπάρξεως μας ως Γένος των Ρωμιών;

Κλείνω τον φτωχό αυτό συλλογισμό μου, καθώς οι ώρες αυτές είναι ώρες ευθύνης, προσευχής, περισυλλογής και αυτοκριτικής, αλλά και ώρες αφύπνισης, εγρήγορσης και αντίστασης, με την σκέψη ενός σπουδαίου φιλοσόφου και πολιτικού.

«Η πιο προγραμματισμένη και τραγικότερη άρνηση της ανεκτικότητας σημειώθηκε στις ώρες εκείνες της ιστορίας του κόσμου που έκαναν  τον άνθρωπο να αγνοήσει ή και να αρνηθεί τη θρησκεία», (Παναγιώτης Κανελλόπουλος).

Σκέφτομαι λοιπόν και συλλογιέμαι: Τελικά… ποιός θα μας σώσει απ΄ όλους αυτούς τους «προβατόσχημους» λύκους, τους «εθνομηδενιστές» κατά τον μεγάλο Μίκη Θεοδωράκη, οι οποίοι στη χοάνη της δήθεν πολυπολιτισμικότητας θυσιάζουν και πολτοποιούν τα ιερά και τα όσια του Γένους, απεργαζόμενοι να χτίσουν την.. «νέα» Ελλάδα, μια πατρίδα δηλαδή χωρίς Θεό, χωρίς πίστη, χωρίς αξίες και ιδανικά, χωρίς ιστορική συνείδηση και μνήμη;

Ο Καισαριανής Δανιήλ για τη Μικρασιατική Καταστροφή

images

Του Σεβ. Μητροπολίτη Καισαριανής κ. Δανιήλ | Romfea.gr

Συμπληρώνονται φέτος 91 χρόνια ἀπό τήν Μικρασιατική Καταστροφή (1922-2013). Στούς Δήμους πού περιλαμβάνει ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας ἐγκαταστάθηκαν πρόσφυγες μετά τόν διωγμό τους ἀπό τίς πατρίδες τους, πού ἦλθαν ἐνδεεῖς ἀφοῦ ἔχασαν τήν περιουσία τους καί ὅλα τά ὑπάρχοντά τους καί κατέφυγαν στίς περιοχές αὐτές γιά νά στεγασθοῦν καί νά θεμελιώσουν μία νέα περίοδο ζωῆς.

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας στρέφει τήν μνήμη της στό μαρτύριο τῶν Ἐθνοϊερομαρτύρων Μητροπολιτῶν α) Σμύρνης Χρυσοστόμου β) Μοσχονησίων Ἀμβροσίου γ) Κυδωνιῶν Γρηγορίου καί δ) Ἰκονίου Προκοπίου, ε)Ἐπισκόπου Ζήλων Εὐθυμίου καθώς ἐπίσης καί τῶν λοιπῶν Κληρικῶν καί Λαϊκῶν πού ὑπέστησαν βίαιο καί μαρτυρικό θάνατο κατά τήν Μικρασιατική Καταστροφή.

Θά ἀνακαλέσουμε στήν μνήμη μας τά τραγικά γεγονότα τῶν τελευταίων ἡμερῶν τοῦ Αὐγούστου τοῦ 1922 στήν Σμύρνη κατά τήν ἐξιστόρησή τους ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἐφέσου Χρυσόστομο Χατζησταύρου, μετάπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος (1962-1968), πού ἦταν Μητροπολίτης στήν περιοχή τῆς Ἰωνίας αὐτή τήν περίοδο καί ἐλθών πρόσφυγας στήν Ἀθήνα κατοικοῦσε στόν Βύρωνα καί ἡ κατοικία του σώζεται μέχρι σήμερα.

Ὁ Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος, ποὺ ἔζησε τὸν διωγμὸ καὶ τὸν ξεριζωμὸ τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἔχοντας νωπὴ τὴν ἐμπειρία τῆς Καταστροφῆς συνέταξε:

Πρῶτον μία Ἔκθεση στὴν ὁποία καταγράφει τὰ γεγονότα μὲ τίτλο: «Οἱ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ἐκπαιδεύσεως τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τελευταῖοι διωγμοὶ τῶν Τούρκων». Ἡ Ἔκθεση δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὸν Ἡμερολόγιον 1925» ( Ἐν Ἀθήναις Τύποις Φοίνικος 1924 σελ. 107-122), δηλαδὴ τρία ἔτη ἀφ' ὅτου συνέβησαν τὰ γεγονότα. Σ’ αὐτὴ ἐπισημαίνει ὅτι: «Τὸ Κεμαλικὸν καθεστὼς ὡς σκοπὸν αὐτοῦ ἔταξε τὴν τελείαν ἐκρίζωσιν τῶν Χριστιανῶν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ Κράτους».

Δεύτερον μία Ἀναφορά πού ὑπέβαλε στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη τήν 2α Ὀκτωβρίου 1922 καί δημοσιεύεται στό «Δελτίο τοῦ Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν» στόν τέταρτο τόμο πού εἶναι ἀφιερωμένος στήν Μικρασιατική Καταστροφή (Ἀθήνα 1983 σελ. 301-322).

Πρῶτα παραθέτουμε τμῆμα τῆς Ἐκθέσεως τοῦ Μητροπολίτου Ἐφέσου, ὅπως ἐγράφη στήν γλῶσσα τῆς ἐποχῆς.

«Τό Κεμαλικὸν κίνημα, τοῦ ὁποίου πρωτεργάται ὑπῆρξαν τὰ μᾶλλον φανατικὰ καὶ βάρβαρα στοιχεῖα τοῦ Τουρκικοῦ κράτους, εὐθὺς ἅμα τῇ ἐμφανίσει αὐτοῦ, κηρύξαν ἀπηνῆ διωγμὸν κατὰ παντὸς Χριστιανικοῦ, ὑπερέβαλεν εἰς ἀγριότητα τὴν ἀπὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως Τουρκικὴν κατὰ τῶν Χριστιανῶν πολιτικήν.

Ἐνῷ δηλαδὴ κατὰ τοὺς μακροὺς αἰῶνας, καθ’ οὓς ἐκυριάρχησεν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία ἐπὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας, παρ’ ὅλον τὸν μετὰ φανατισμοῦ κατὰ τῶν Χριστιανῶν πόλεμον καὶ τὰς συχνὰς κατὰ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ πιέσεις καὶ πολλάκις τοὺς φόνους αὐτῶν, τὸ Χριστιανικὸν στοιχεῖον ἀπήλαυε ποιᾶς τινος προστασίας καὶ τὰ λεγόμενα προνόμια τῶν Χριστιανῶν ἐξησφάλιζόν πως τὴν ἐλευθέραν ἐξάσκησιν τῶν θρησκευτικῶν των καθηκόντων καὶ καθίστατο οὕτω δυνατὴ ἡ διατήρησις καὶ ἡ πνευματικὴ ἔτι πρόοδος καὶ ἡ ἐν τῷ πολιτισμῷ ἀνάπτυξις αὐτῶν, τὸ Κεμαλικὸν καθεστὼς ἀνατρέψαν βιαίως τὴν ἐπὶ μακραίωνος ἱστορίας καὶ ἐπὶ ἐπισήμων πράξεων καὶ συνθηκῶν βασιζομένην ταύτην τάξιν τῶν θρησκευτικῶν ἐν Τουρκίᾳ πραγμάτων, ὡς σκοπὸν αὐτοῦ ἔταξε τὴν τελείαν ἐκρίζωσιν τῶν Χριστιανῶν ἐκ τοῦ Τουρκικοῦ κράτους.

Πλὴν τῆς σατανικῆς αὐτοῦ ἐφευρέσεως νὰ ἀνακηρύξῃ τοὺς τουρκοφώνους Χριστιανοὺς ὡς ἐκχριστιανισθέντας Τούρκους, ἵνα ἀπολύτως καὶ ἀνενοχλήτως ἀφανίση αὐτούς, χωρὶς νὰ δεσμεύηται ἐκ τῶν προτέρων προστατευτικῶν δι’ αὐτοὺς νόμων, ἐπεδόθη καὶ εἰς σφαγὰς κατ’ αὐτῶν, ἐπωφελούμενον τοῦ ἀποκλεισμοῦ, ὃν μετὰ πάσης αὐστηρότητος ἐτήρει, ἵνα μὴ ὁ ἔξω κόσμος μανθάνη τὰ διαπραττόμενα.

Καὶ τί μὲν ὑπέστησαν ἐν τῇ Κεμαλοκρατουμένῃ Μικρᾷ Ἀσίᾳ οἱ Χριστιανοί, ἐκτοπισθέντες, ληστευθέντες, ἀτιμασθέντες, σφαγέντες εἶνε σχεδὸν γνωστὰ τοῖς πᾶσιν.

Εἶνε ὅμως εἰσέτι ἄγνωστα ἐπακριβῶς τὰ κατὰ τοῦ κλήρου διενεργηθέντα καὶ μόνον γνωρίζομεν ὅτι ἐλάχιστοι κληρικοί, περὶ ὦν ἐγνώριζον καλῶς ὅτι δὲν εἶχον ἀνεπτυγμένην τὴν ἱερατικὴν καὶ τὴν χριστιανικὴν συνείδησιν, διασώζονται.

Γνωρίζομεν ὅτι Μητροπολῖται καὶ Ἐπίσκοποι ὡς ὁ Ἰκονίου Προκόπιος, ὁ Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ Σεβαστείας Γερβάσιος, ὁ Πατάρων Μελέτιος, ὁ Ῥοδουπόλεως Κύριλλος, ὁ πρώην Ῥοδουπόλεως Λεόντιος, οἱ ἀρχιμανδρῖται Ματθίας ἀρχιερατικός ἐπίτροπος ἐν Ναζλῇ, Χρυσόστομος ἀρχιερατικός ἐπίτροπος ἐν Δενιζλῇ, Λεόντιος ἀρχιερατικός ἐπίτροπος ἐν Μυλάσσοις, οἱ ἀρχιδιάκονοι Ἰωακεὶμ Γούναρης, Ξενοφῶν Ῥαπτάκης, ὁ ἱερὸς κλῆρος ἐν γένει τῶν ἐπαρχιῶν Ἀνέων, Ἡλιουπόλεως, Πισιδίας, Ἰκονίου, Καισαρείας, Νεοκαισαρείας, Χαλδείας, Τραπεζοῦντος, Κολωνίας καὶ τῶν λοιπῶν Κεμαλοκρατουμένων ἐπαρχιῶν ἄλλοι μὲν ἐφονεύθησαν, βασανισθέντες ἀγρίως, ἄλλοι δὲ ἀπομακρυνθέντες βιαίως ἐκ τῶν ποιμνίων των ἀπέθανον ἐν ταῖς φυλακαῖς καὶ τῇ ἐξορίᾳ καὶ ἄλλοι βασανίζονται εἰσέτι ἐξόριστοι εἰς τὰ βάθη τῆς Ἀνατολῆς, στερούμενοι περιθάλψεως καὶ βοηθείας.

Τὰς τοιαύτας κατὰ τοῦ κλήρου βαρβάρους καὶ ἀπανθρώπους πράξεις συνεχίζων καὶ ὁ εἰς Σμύρνην εἰσελάσας Κεμαλικὸς στρατός, ἔχων πρὸς τοῦτο συνεργοὺς ὁμοφρονοῦντας πολίτας, ἀπὸ πολλοῦ μυστικῶς πρὸς τοῦτο ὀργανωθέντας, πρὶν ἢ ἀποβλέψη εἰς τὴν ἐξασφάλισιν τῆς θέσεως αὐτοῦ ἐν Σμύρνῃ καὶ τῆς ἐν αὐτῇ τάξεως, ἔστρεψε τὴν προσοχὴν αὐτοῦ κατὰ τοῦ ἱεροῦ χριστιανικοῦ κλήρου.

Πλὴν τοῦ ἐν Σμύρνῃ ὑπάρχοντος κλήρου, λόγῳ τῆς ὑπὸ τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐκκενώσεως τῆς ἐνδοχώρας, εἶχε καταφύγει ἅπας ὁ ἱ. κλῆρος τῶν ἐπαρχιῶν Ἐφέσου, Φιλαδελφείας, καὶ Ἡλιουπόλεως, ἀνερχόμενοι εἰς 252 ἱερεῖς καὶ ἱεροδιακόνους καὶ εἰς δύο Μητροπολίτας Ἐφέσου καὶ Σμύρνης. Πάντες οὗτοι ἐπὶ κεφαλῆς τῶν ἐπίσης εἰς Σμύρνην συγκεντρωθέντων ποιμνίων των, κατεγίνοντο πρὸς περίθαλψιν τῆς δυστυχίας αὐτῶν, καταφυγόντων εἰς τὴν πόλιν ταύτην ἐν ἐλεεινῇ καταστάσει.

Ὁ πρῶτος ἅμα τῇ καταλήψει διορισθεὶς Κεμαλικὸς φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλὶχ Ζεκῆ διέσπειρε τὰ ὄργανα αὐτοῦ, ὀλίγους στρατιώτας καὶ πλείστους πολίτας, μυστικῶς ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν ἐπὶ τούτῳ ὀργανωθέντας, ἵνα χρησιμεύσωσιν ὡς διῶκται καὶ φονεῖς τῶν Χριστιανῶν καὶ διαρπάζωσι τὰς περιουσίας αὐτῶν καὶ εἰσελάσαντες οὗτοι εἰς τὰς ἀποκέντρους κατὰ πρῶτον συνοικίας καὶ τὰ περίχωρα καὶ προάστια πλὴν τῶν ἄλλων κακουργημάτων, ἅτινα διέπραξαν καὶ περὶ ὦν λεπτομερῶς ἀναφέρει ἡ παροῦσα ἔκθεσις, συστηματικῶς κατεδίωξαν καὶ τὸν κλῆρον.

Καὶ πρῶτον μέν, ἀποσπῶντες αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῶν προσφυγικῶν καταυλισμῶν, ἐξηυτέλιζον καὶ ἀνηλεῶς ἐβασάνιζον ὑπ’ αὐτὰ τὰ ὄμματα τῶν ὁλοφυρομένων Χριστιανῶν, ὡς συνέβη ἐν Σεϊδίκιοϊ, Κουκλουτζᾷ, Βαϊρακλῇ, ἁγίᾳ Τριάδι, Κορδελιῷ, Παπᾶ Σκάλᾳ, Τομάζῳ, Καρατασίῳ, Καραντίνᾳ, Γκιόζ-Τεπέ, Κοκάργιαλη, Τρία Πηγάδια, ἁγίῳ Βουκόλῳ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ, ἁγίᾳ Ἄννῃ, Λυγαριᾷ, Μερσινλῇ, Δαραγάτς κ.λπ., εἶτα δὲ ἀπήγαγον ὅσους ἐξ αὐτῶν ἠδυνήθησαν εἰς τὰς φυλακάς, ὡς τὸν ἀρχιμ. Θεόφιλον Πετσομᾶνον ἀρχιερ. ἐπίτροπον Θείρων, τὸν ἀρχιμ. Διονύσιον Χαρβαλιᾶν ἀρχιερ. ἐπίτροπον Σιβρισαρίου, τὸν ἱεροδιάκονον Κωνστάντιον Βρεκούσην, τὸν ἀρχιμ. Ἄνθιμον Τσακιράκην ἀρχιερ. ἐπίτροπον Μαγνησίας, τὸν παπᾶ Ἐμμανουὴλ ἐφημέριον Τζιμόβαση, καὶ ἄλλους πολλούς, καὶ ἐκεῖ κρατήσαντες αὐτοὺς ἐβασάνιζον ἐπὶ διαφόροις προφάσεσι, ἅς ἐδημιούργουν σμήνη ψευδομαρτύρων, παρακολουθούντων ἑκάστην ὁμάδα κακούργων.

Οὕτω δὲ γέροντες σεβάσμιοι, ἀνεπίληπτοι τοῦ ὑψίστου λειτουργοί, ἀφοῦ ἀνηλεῶς ἐδάρησαν, εἶδον νὰ ἀποσπῶνται βιαίως αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ γενείου των, καὶ ἐν τοιαύτῃ κατα στάσει ῥιπτόμενοι εἰς τὰς φυλακὰς πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἐφονεύθησαν, καὶ ἄλλοι ἠτιμάσθησαν, ὡς ὁ ἱεροδιάκονος Κωνστάντιος Βρεκούσης, οἱ ἀρχιμ. Θεόφιλος Πετσομᾶνος καὶ Ἄνθιμος Τσακιράκης κ.λπ.

Ἡ τοιαύτη κακοῦργος πρὸς τὸν κλῆρον συμπεριφορὰ ἔλαβε τὴν τρομερωτέραν αὐτῆς ἔντασιν μετὰ τὸν μαρτυρικὸν θάνατον τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, συμβάντα ὑπὸ τὰς ἑξῆς συνθήκας: Τὴν 2αν μ.μ. ὥραν τοῦ αὐτοῦ Σαββάτου (27 Αὐγούστου 1922) μετεκαλέσατο αὐτὸν δι’ ἀστυνόμου ὁ εἰρημένος Φρούραρχος Σαλὶχ Ζεκῆ εἰς τὸ Φρουραρχεῖον, προσωρινῶς ἐγκατεστημένον ἐντὸς τοῦ Διοικητικοῦ Μεγάρου.

Ἵνα τηρήσῃ οὗτος τὰ προσχήματα καὶ ἀπατήση αὐτὸν καὶ τοὺς λοιποὺς κληρικούς, ὡς ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπεδείχθη, ἐδέχθη αὐτὸν φιλοφρόνως καὶ τῷ ἀνέθηκε τὴν ἐντολὴν νὰ καθησυχάσῃ δι’ ἐγκυκλίου τὸ ποίμνιόν του, ὑποσχεθεὶς ὅτι ἡ παρουσία αὐτοῦ καὶ τοῦ Κεμαλικοῦ στρατοῦ ἦτο ἀσφαλὴς ἐγγύησις διὰ πάντας. Ἐπανακάμψας εἰς τὴν Μητρόπολίν του ὁ ἀείμνηστος ἐξετέλεσε τὴν ληφθεῖσαν διαταγήν, ἥτις τοιχοκολληθεῖσα εἰς τὰ κεντρικώτερα σημεῖα τῆς πόλεως, παρ’ ὀλίγων ἀνεγνώ σθη, διότι οὐδεὶς ἐτόλμα λόγῳ τῶν πυκνῶν φόνων καὶ τῶν ἀδιαλείπτων πυροβολισμῶν νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τῆς ἐν ᾗ εἶχε καταφύγει οἰκίας.

Τὴν ὀγδόην ὅμως ἐσπερινὴν ὥραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας καλεῖται καὶ πάλιν παρὰ τοῦ αὐτοῦ ἀστυνόμου Σελαχεδὶν ὀνόματι μετὰ δύο προκρίτων τῶν ἀοιδίμων Νικολ. Τσουρουκτσόγλου καὶ Δ. Κλιμάνογλου καὶ δι’ αὐτοκινήτου φρουρουμένου ὑπὸ δύο λογχοφόρων ἱππέων, προσάγεται πρὸ τοῦ μόλις πρὸ ὥρας ἀφιχθέντος Νουρεδδὶν Πασᾶ.

Ἐνῷ δὲ ὁ ἀείμνηστος ἀπεπειράθη νὰ ἐκφράσῃ αὐτῷ συγχαρητήρια, ὁ Πασᾶς ἀνέκοψε τὸν λόγον αὐτοῦ καὶ εἶπεν, ὅτι ἐκάλεσεν αὐτόν, ἵνα ἐκτελέσῃ τὴν πρὸ καιροῦ κατ’ αὐτοῦ ληφθεῖσαν ἀπόφασιν τοῦ ἐν Ἀγκύρᾳ Δικαστηρίου ἀνεξαρτησίας, ἀφῄρεσε τὸ καλυμμαύχιον αὐτοῦ καὶ διέταξε δύο ἀστυνόμους νὰ παραδώσωσιν αὐτὸν καὶ τοὺς ἐξονομασθέντας προκρίτους εἰς τὸν πρὸ τοῦ Διοικητηρίου ἐπὶ τούτῳ κληθέντα καὶ συνηθροισμένον ὄχλον, πρὸς ὃν ὁ Πασᾶς ἀπὸ τοῦ ἐξώστου εἶπεν, ὅτι παραδίδει αὐτὸν εἰς τὴν δικαίαν αὐτῶν κρίσιν, ἵνα ἂν μὲν φρονῇ ὅτι ἔπραξέ τι καλὸν νὰ προσενεχθῇ καλῶς πρὸς αὐτόν, ἂν δέ τι κακὸν ἔπραξε νὰ τιμωρήσῃ αὐτὸν πρεπόντως.

Ὁ μαινόμενος ὄχλος παρέλαβεν αὐτὸν καὶ ὡδήγησε διὰ συνοικιῶν ἀποκλειστικῶς Τουρκικῶν, ἵνα ἀποφύγῃ τῶν Εὐρωπαίων τὰ ὄμματα, δέρων καὶ ἐμπτύων καὶ τίλλων τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ γενείου αὐτοῦ, μέχρι τῆς θέσεως δύο Τσεσμέδων ὅπου καὶ διεμέλισεν αὐτόν, καὶ εἶτα τὰ μέλη αὐτοῦ καὶ τὴν ποιμαντορικὴν ῥάβδον περιέφερεν ἀνὰ τὰς Τουρκικὰς συνοικίας βλασφημῶν καὶ ὑβρίζων καὶ διακηρύττων τὸν θρησκευτικὸν αὐτοῦ θρίαμβον.

Ἐπειδὴ δὲ ὁ Νουρεδδὶν Πασᾶς ἐστήριξε τὴν τοιαύτην τιμωρίαν εἰς τὴν δῆθεν ἐτυμηγορίαν τοῦ λαοῦ, εὔκαιρον εἶναι νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι τὸν οὕτω μαρτυρικῶς τελευτήσαντα Μητροπολίτην δὲν βαρύνει καμμία κατηγορία ὅτι κακῶς προσηνέχθη πρὸς τοὺς

Μουσουλμάνους, ἀλλὰ τοὐναντίον ἐν παντὶ καὶ πάντοτε ὑπεστήριξεν αὐτούς, ὡς ἀνωμολόγησαν καὶ πολλοὶ ἀνταποκριταὶ Εὐρωπαϊκῶν φύλλων, ἐξ ὦν δυνάμεθα ν’ ἀναφέρωμεν τοὺς κ.κ. Traglia καὶ Rene Puaux καὶ λοιπούς. Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Σεβασ. Ἀρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας γράφων πρὸς τὸν ἀείμνηστον τοῦτον Ἱεράρχην, συνέχαιρε διὰ τὴν πρὸς τοὺς Μουσουλμάνους Χριστιανοπρεπῆ πολιτείαν αὐτοῦ, ὡς τοῦτο ἔπραξε καὶ ὁ Γάλλος καθολικὸς ποιητὴς κ. Poyat».

Ὁ ἐθνοϊερομάρτυρας Μητροπολίτης Σμύρνης θανατώθηκε ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο τήν 27 Αὐγούστου 1922 (δηλαδή 9 Σεπτεμβρίου 1922) σάν ἔνοχος ἐσχάτης προδοσίας γιατί «ὡς ὀθωμανός ὑπήκοος ὑπηρέτησε μετά φανατισμοῦ τήν Ἑλλάδα πρωτοστατήσας εἰς πάντα κατά τοῦ τουρκικοῦ καθεστώτος κατά τό τριετές διάστημα τῆς Ἑλληνικῆς κατοχῆς». (Ἐκ τοῦ Ἀρχείου Βενιζέλου (ΑΒ), φάκελος 317, Ἔκθεση Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἡ τραγωδία τῆς Σμύρνης κατά τάς εἰς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μέχρι 11ης (δηλαδή 24ης) Σεπτεμβρίου πληροφορίας, σ. 1).

Δεύτερο παραθέτουμε τμῆμα τῆς Ἀναφορᾶς τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη:

«Αἱ πληροφορίαι αἱ συλλεγεῖσαι τήν ἑπομένην ἐκ διαφόρων πηγῶν ἐβεβαίουν πᾶσαι ὅτι κατεδόθη οὗτος εἰς τόν ὄχλον, ὅστις διαπομπεύσας καί καταβασανίσας αὐτόν, διεμέλισε τό σῶμα αὐτοῦ καί εἶτα περιέφερεν ἐν θριάμβῳ τήν ἀρχιερατικήν αὐτοῦ ράβδον ἀνά τάς Τουρκικάς συνοικίας, διαλαλών τήν «παραδειγματικήν τιμωρίαν κιαφίρ, προδοτικῶς πρός τούς Τούρκους πολιτευθέντος».

Οὕτως ἐτελειώθη ἐν Κυρίῳ Ἀρχιερεύς, διανύσας τόν θεοφιλῆ αὐτοῦ βίον ἐν ἀρεταῖς καί ἁγιότητι, περιπαθῶς ἀγαπήσας τήν Ἐκκλησίαν, ἀγωνισθείς καλλινίκως ὑπέρ τοῦ Ἔθνους καί πρωτοστατήσας ἐν παντί ἔργῳ, τιμῶντι λειτουργόν πραγματικόν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Ἐγένετο, κατά τά περί αὐτοῦ προφητικῶς ὑπό τοῦ πνεύματος εἰρημένα, πιστός ἄχρι θανάτου καί ἐδόθη αὐτῷ ὁ στέφανος τῆς ζωῆς. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, θρηνοῦσα ἐπί τῇ ἀπωλείᾳ διαπρεποῦς Αὐτῆς λειτουργοῦ, εἶναι, δέν ἀμφιβάλλω, ὑπερήφανος διά τό μακάριον αὐτοῦ τέλος, τό ἐπισφραγῖσαν βίον χριστιανοπρεπῆ, πλήρη ἐργασίας ἀκαμάτου καί μόχθων ὑπερανθρώπων. Ὁ μισθαποδότης τοῦ Κυρίου ἄς προσδεχθῇ αὐτόν εἰς τήν αἰωνίαν ἀνάπαυσιν!»

Οὕτω διῆλθε ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καί τήν ἑπομένην, Κυριακήν, ἐνῷ οἱ κώδωνες τῶν ἐκκλησιῶν ἡμῶν ἐσίγουν καί ἀντ’ αὐτῶν ἠκούοντο οἱ θρῆνοι καί οἱ γόοι τῶν ἀτυχῶν θυμάτων τῶν τουρκικῶν θηριωδιῶν»

Ἡ Τρίτη καί Τετάρτη (30 καί 31 Αὐγούστου) (δηλαδή 12 καί 13 Σεπτεμβρίου) διέρρευσε κατά τόν αὐτόν τρόπον. Αἱ ἄγριαι σκηναί ἐπαναλαμβάνοντο, αἱ δέ νύκτες ἦσαν νύκτες κολάσεως καί ὑπό τό σκότος αὐτῶν ἐξελίχθησαν σκηναί ἀφαντάστου ἀγριότητος.

Οὐδεμία οἰκία ἔμεινεν ἀνέπαφος κατά τάς ἡμέρας ταύτας. Μετά τήν διαρπαγήν αὐτῶν καί τῶν περιουσιῶν τῶν ἐνοίκων καί τῶν εἰς αὐτάς καταφυγόντων, ἐπηκολούθει ἡ ἀτίμωσις.

Δέκα, εἴκοσι καί τριάκοντα πολλάκις κακοῦργοι ἠτίμαζον μίαν καί τήν αὐτήν παρθένον καί τώρα, ἐνταῦθα εὑρισκόμενος, κατ’ ἑκατοντάδας ἐκδίδω πιστοποιητικά δι’ ἀτυχεῖς κόρας ἀπολεσάσας κατά τοιοῦτον τρόπον ὅ, τι ἐπί τῆς γῆς πολύτιμον καί ὧν τά ὀνόματα δι’ εὐνοήτους λόγους παρασιωπῶ.

Ἐν τῇ ὁδῷ δε Μοσκόβ τῆς Σμύρνης παρά τό Ἑλληνικόν Νοσοκομεῖον τό κακόν προσέλαβε τοιαύτην ἔντασιν ὥστε ἀθρόαι ἐσημειώθησαν αὐτοκτονίαι, συγκινήσασαι μέχρι τοιούτου σημείου καί αὐτά τά ἀνθρωπόμορφα τέρατα, ὥστε πολλοί ἐξ αὐτῶν ἐγκαταλείποντες τά θύματα αὐτῶν ἐτάχθησαν φρουροί πρό τῶν οἰκιῶν, ἀποτρέποντες ἄλλους ἐπιδρομεῖς. Ἐν τῷ Προαστείῳ δέ τοῦ Βαϊρακλῆ ἑκατοντάδες παρθένων ἐρρίφθησαν ὁμοῦ εἰς τήν θάλασσαν καί ἐπνίγησαν, ἵνα μή περιπέσωσιν εἰς τάς χεῖρας τῶν διωκτῶν.

Ἵνα σχηματίσῃ ἡ Ὑμετέρα Θειοτάτη καί προσκυνητή μοι Παναγιότης ἀμυδράν ἰδέαν τῶν ἀφαντάστως τραγικῶν τούτων γεγονότων, ἀρκεῖ νά ἀναφέρω ὅτι λέμβοι πλήρεις γυναικοπαίδων ἐσύροντο διά σχοινίου δεδεμένου εἰς τόν λαιμόν τολμηρῶν ἀνδρῶν, οἵτινες κολυμβῶντες κατώρθωσαν νά περισώσωσι τό πολύτιμον φορτίον καί πολλοί ἐξ αὐτῶν εὗρον τόν θάνατον ἐκ τῆς κοπώσεως, πνιγέντες ἐν τῇ ἐκτελέσει τοῦ καθήκοντος. Ἄ

λλαι πάλι γυναῖκες μή δυνάμεναι ἐπί πλέον νά κολυμβῶσιν ἐρυμουλκοῦντο ὑπό τῶν ἐντός τῶν λέμβων, κρατούντων αὐτάς ἐκ τῆς κόμης»

Οἱ λεηλασίες, οἱ ἐξευτελισμοί καί οἱ φόνοι τῶν ἀπροστάτευτων Ἑλλήνων καί Ἀρμενίων συνεχίζονταν χωρίς διακοπή. Ἡ κορύφωση στό δράμα φτάνει στίς 31 Αὐγούστου (13 Σεπτεμβρίου), μέ τήν ἔκρηξη τῆς πυρκαγιᾶς στήν ἀρμενική συνοικία. Καίγονται τό ἀρμενικό νοσοκομεῖο, ἡ ἀρμενική μητρόπολη καί ἡ ἀρμενική ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, μαζί μέ τούς πρόσφυγες πού εἶχαν καταφύγει ἐκεῖ.

Ταυτόχρονα, νέες πυρκαγιές ἀρχίζουν στίς ἑλληνικές συνοικίες πού, μέ λίγες ἐξαιρέσεις, καταστράφηκαν στό σύνολό τους μαζί μέ ὅλα τά ἑλληνικά ἐμπορικά καταστήματα, φιλανθρωπικά ἱδρύματα, ξένα προξενεῖα καί τράπεζες.

Ὅσα κτήρια δέν ἦταν ἀπό τήν κατασκευή τους δυνατό νά πυρποληθοῦν, καταστρέφονται μέ βόμβες. Μέ τόν τρόπο αὐτό καταρρίφτηκαν τό Γαλλικό Προξενεῖο, τό Θέατρο τῆς Σμύρνης, τό Ξενοδοχεῖο «Κραῖμερ», ἡ Ἑλληνική Λέσχη, καί ἄλλα κτήρια πού στόλιζαν τήν παραλία τῆς πόλης.

Ἀξιοσημείωτο εἶναι τό γεγονός ὅτι ἀνάμεσα στά πρῶτα κτήρια πού χάθηκαν ἀπό τήν φωτιά ἦταν ὁ πυροσβεστικός σταθμός τῆς Σμύρνης, ἐνῶ ἀπομονώθηκαν μέ ἐπιμέλεια οἱ ὑδαταγωγοί Χαλκᾶ Βουνάρ, πού χρησίμευαν γιά τήν ὕδρευση τῆς πόλης καί τήν κατάσβεση τῶν πυρκαγιῶν.

Ἔτσι, μέ λίγες ἐξαιρέσεις ἀποτεφρώθηκε ὁλόκληρη σχεδόν ἡ πόλη τῆς Σμύρνης ἐκτός ἀπό τήν τουρκική καί τήν ἑβραϊκή συνοικία, τό Τελωνεῖο καί τήν Ἐθνική Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος, πού μεταβλήθηκε σέ τηλεγραφεῖο καί ταχυδρομεῖο γιά τίς ἀνάγκες τῆς τουρκικῆς κατοχῆς.

Ἡ πυρκαγιά συνεχίστηκε ὥς τίς 4 (δηλαδή 17) Σεπτεμβρίου. Στήν διάρκεια τῶν ἐκρήξεων πού προκαλοῦσε τίς πέντες νύχτες πού μεσολάβησαν, οἱ κάτοικοι ἔβγαιναν στό δρόμο γιά νά σωθοῦν ἐνῶ, σύμφωνα μέ τήν προκήρυξη τοῦ Στρατιωτικοῦ Διοικητῆ, ἡ κυκλοφορία ἀπαγορευόταν ἀπό τίς 7 τό βράδυ.

Ἔτσι, οἱ τουρκικές περίπολοι τούς καλοῦσαν νά ἐπιστρέψουν στά σπίτια τους, πρᾶγμα ἀδύνατο, καί στήν συνέχεια τούς πυροβολοῦσαν γιά παράβαση τοῦ στρατιωτικοῦ νόμου.

Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑπολογίζει τόν ἀριθμό τῶν ὁμογενῶν πού χάθηκαν στήν πυρκαγιά σέ 25 χιλιάδες, ἐνῶ ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν θυμάτων ἀπό 27 Αὐγούστου (9 Σεπτεμβρίου) μέχρι 5 (δηλαδή 11 Σεπτεμβρίου) φτάνει, κατά τήν ἴδια ἐκτίμηση, τίς 50 χιλιάδες. Στόν ἀριθμό αὐτόν πρέπει νά προστεθοῦν οἱ 15 χιλιάδες περίπου Ἀρμένιοι πού χάθηκαν στήν καταστροφή.

Οἱ ξένες παροικίες εἶχαν, στό μεγαλύτερο μέρος τους, ἐγκαταλείψει τήν πόλη ἀπό τήν πρώτη μέρα τῆς πυρκαγιᾶς μέ πλοῖα πού εἶχαν διατεθεῖ εἰδικά γι’ αὐτές καί μέ τήν προστασία ἀγημάτων ἀντίστοιχων τῆς ἐθνικότητάς τους. Ὁ ὑπόλοιπος χριστιανικό πληθυσμός συνέχιζε νά περιπλανιέται στούς δρόμους χωρίς τροφή καί στέγη, περιμένοντας «τήν ἐξ ὕψους βοήθεια».

Τό τελειωτικό χτύπημα ἦρθε μέ τή διαταγή τοῦ Στρατιωτικοῦ Διοικητῆ πού ὅριζε πώς ὅλοι οἱ Ἕλληνες, ἀκόμα καί οἱ Ὀθωμανοί ὑπήκοοι, ἀπό 17 ὥς 45 χρόνων, θεωροῦνταν αἰχμάλωτοι πολέμου καί ἡ ἀναχώρησή τους ἀπαγορευόταν μέ ποινή θανάτου.

Οἱ ὑπόλοιποι, γέροντες, γυναῖκες καί παιδιά, μποροῦσαν νά φύγουν μέχρι τίς 17 (δηλαδή 30) Σεπτεμβρίου μόνο ἄν ἦταν ἐφοδιασμένοι μέ κανονικά διαβατήρια. Ὅσοι ἔμεναν μετά τό τέλος τῆς προθεσμίας, θά ὁδηγοῦνταν στό ἐσωτερικό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Παρόμοια ἦταν ἡ τύχη τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν στή χερσόνησο τῆς Ἐρυθραίας, στίς Κυδωνιές, στήν περιοχή τῆς Προποντίδας, στή βορειοδυτική Μικρά Ἀσία, ἀκόμα καί σέ ὅσες μικρασιατικές περιοχές δέν εἶχε φτάσει ὁ Ἑλληνικός στρατός. (Βικτώρια Σολομωνίδου, Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος γιά τήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικῶν Σπουδῶν, τ. 4, σσ. 301-322, Ἀφιέρωμα στή Μικρασιατική Καταστροφή, Κέντρο Μικρασιατικῶν Σπουδῶν, Ἀθήνα 1983).

Τά γεγονότα αὐτά ἔσυραν στό δρόμο τοῦ ξεριζωμοῦ καί τῆς προσφυγιᾶς ἑνάμισυ ἑκατομμύριο Μικρασιάτες. Μπροστά στίς θυσίες τους, στά μαρτύριά τους, στίς ταλαιπωρίες τους σήμερα στεκόμαστε μέ πολύ σεβασμό καί τιμή καί κλίνουμε εὐλαβικά τό γόνυ μας.

Ζούμε εποχή της κενότητας;

kisamou

Tου Σεβ. Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλοχίου

«Αν πιστεύαμε στην αιωνιότητα, θα παραδινόμαστε λιγότερο στην στιγμή» (Γκαίτε)

Επίκαιρα όσο ποτέ φαίνεται να ακούγονται τα λόγια αυτά του Γκαίτε καθώς μοιάζει να δικαιώνονται όσοι αποκαλούν την εποχή μας «εποχή της κενότητας» αφού κυρίαρχο στοιχείο της είναι το αίσθημα της απογοήτευσης και της διάψευσης των προσδοκιών, της ψυχικής και συναισθηματικής ανεπάρκειας στον σύγχρονο άνθρωπο.

Μεθυσμένοι στην ευημερία της κατανάλωσης και αφομοιωμένοι από τον… «πολιτισμό» της αδηφαγίας που ονομάσαμε πρόοδο και ευημερία δεν διστάσαμε να νεκρώσομε την συνείδηση μας με κατανάλωση, απαντώντας με… shopping therapy στην πνευματική μας ατροφία.

 Η διαφήμιση και το μάρκετινγκ μας έπεισαν ότι η ευτυχία μας έγκειται στην δυνατότητα να αγοράζομε και να καταναλώνομε.

Όραμα μας: Το να μπορούμε να έχομε και να καταναλώνομε περισσότερα απ΄ όσα μας χρειάζονται. Θεωρήσαμε ως φτώχια όχι την στέρηση των αναγκαίων, αλλά το να μην μπορούμε να ξοδεύομε ελεύθερα.

Έτσι πολλαπλασιάσαμε τις ανάγκες μας χωρίς να ανταποκρίνονται στο βαθύτερο νόημα της ύπαρξης μας. Προσπεράσαμε τον συνάνθρωπο, χάσαμε την ποιότητα, την ουσία και αξία της ζωής. Δεν υπάρχει χώρος να ακουμπήσουμε όνειρα, ιδέες, μάχες για δημιουργία κάτι νέου στην ζώσα ρίζα του παλιού.

Συνέπεια και αποτέλεσμα: Το άγχος, οι ανασφάλειες που μας βασανίζουν. Ζώντας την άβυσσο του αιώνα της ένδειας στόχων και νοημάτων φανερώνεται ολοένα και περισσότερο η απέραντη δίψα για μια ζωή πιο ολοκληρωμένη και μεστή νοήματος.

Τι πρέπει να γίνει λοιπόν; Βασανιστικό το ερώτημα. Να σταματήσομε τον πολιτισμό, την επιστήμη, την τεχνολογία, την πληροφόρηση;

Προφανώς και όχι καθώς όλα αυτά βρίσκονται μέσα στην ζωή μας και δεν μπορούμε να πούμε όχι στην ζωή.

Συνεπώς; Βρίσκω ιδιαίτερα επίκαιρα τα λόγια που σημειώνει σε ένα από τα πολλά βιβλία του ο αοίδιμος γέροντας και μακαριστός προκάτοχος μας Μητροπολίτης κυρός Ειρηναίος.

Γράφει λοιπόν: «…Όσα λόγια λέγονται, κι όσα έργα γίνονται με θόρυβο πολύ έτσι που να ξιπάζουν τ΄ αυτιά και τις ψυχές των ανίδεων όσο και αν φαίνονται λαμπρά και μεγάλα δεν μπορούνε να ονομαστούνε γνήσια και αληθινά και δεν μπορούνε νάχουν την σφραγίδα της αιωνιότητας. Γιατί είναι γνωστό πως μέσα στη φύση και μέσα στη ζωή όλα τα μεγάλα πράγματα γίνονται σιωπηλά κι αθόρυβα…».

Στον εκκωφαντικό λοιπόν κομπασμό, την αυτοδιαφήμιση και αυτοπροβολή της εποχής μας, τα οποία τείνουν να γίνουν μόνιμη παγίδα εγκλεισμού στον εαυτό μας, μακριά από την γνήσια ζωή, μήπως ήρθε ο καιρός να σταματήσει «το άσκοπο να συναγωνίζεται το παράλογο και τον αγώνα να κερδίζει πάντα το τραγικό»; (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς).

Μήπως, δηλαδή, είναι καιρός να πιστέψομε περισσότερο στην αιωνιότητα και λιγότερο στην στιγμή;

top
Has no content to show!