Άρθρα - Απόψεις

Μόρφου Νεόφυτος: «Ο σεβασμός της θρησκευτικής παράδοσης»

images

 

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Η Πολιτιστική κληρονομιά κάθε λαού,  είναι το σύνολο των έργων που διασώζεται μέσα από τη συλλογική του μνήμη. Είναι τα έργα των ανθρώπων σύμφωνα με την UNESCO και για την Ευρωπαϊκή Ένωση η ανάγκη σεβασμού των μνημείων διεθνούς πολιτιστικής κληρονομιάς, ως σημαντικών πηγών κατανόησης του παρελθόντος αλλά και έμπνευσης για το μέλλον, αποτελεί βασική διαχρονική αξία.

Ως εκ τούτου, η διεθνής κοινότητα επιδεικνύει μεγάλη ευαισθησία σε θέματα προστασίας και σεβασμού της θρησκευτικής και πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο. Εντούτοις, η σύληση, η αρχαιοκαπηλία και η παράνομη εισαγωγή, εξαγωγή και μεταβίβαση ιδιοκτησίας πολιτιστικής περιουσίας δεν απετράπη.

Αντιθέτως, καθημερινά βρισκόμαστε ενώπιον του νοσηρού αυτού φαινομένου της λεηλασίας, του σφετερισμού και του βανδαλισμού της πολιτιστικής κληρονομιάς των λαών.

Από τη μάστιγα αυτή υποφέρει εδώ και δεκαετίες και η μικρή μας πατρίδα και είναι γνωστό σε όλους σας, ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς παζαρεύεται παράνομα στα  διεθνή παζάρια και στις δημοπρασίες και άλλο κρύβεται σε αποθήκες αρχαιοκάπηλων.

Οπόταν, αντί να υπεισέρθω στην ανάπτυξη  θεωριών και ιδεών,  θεωρώ φρόνιμο να μιλήσω για το τί πράξαμε όλα αυτά τα χρόνια της ιεραρχίας μας στη μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου στο θέμα της πολιτιστικής και θρησκευτικής μας κληρονομιάς, καθώς και στον σεβασμό των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.

Όταν τον Απρίλιο του 2003 με τη διάνοιξη του οδοφράγματος του Αγίου Δομετίου επισκεφτήκαμε  την  κατεχόμενη  γη  μας,  την κωμόπολη Μόρφου και τις άλλες 24 κοινότητες της μητροπολιτικής περιφέρειάς μας, που βρίσκονται υπό τουρκική κατοχή από το 1974, μας κατέλαβε μεγάλη λύπη.

Ιδιαίτερα όταν αντικρίσαμε σε τι κατάσταση βρίσκονται οι εκκλησίες, τα παρεκκλήσια και τα εξωκλήσια μας. Δέκα από τους ναούς μας μετατράπηκαν σε τεμένη, δύο έγιναν πολιτιστικά κέντρα, ένας έγινε νεκροτομείο, ενώ άλλοι βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση που ενίοτε αγγίζει τα όρια της ερείπωσης.

Η μόνη εκκλησία η οποία ήταν κάπως διατηρημένη, με τις εικόνες, την επίπλωση και τα τιμαλφή της, ήταν ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου.

Όταν, λοιπόν, πέρασαν οι πρώτες συναισθηματικές αντιδράσεις, αρχίσαμε να βλέπουμε την ευθύνη μας απέναντι σε αυτές τις εκκλησίες, απέναντι σε αυτά τα μνημεία αφού ανανεώνουν συνεχώς τη συλλογική μας μνήμη.

Διότι, όπως όλοι γνωρίζεται χωρίς μνήμη ούτε ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πόσο μάλλον ο άνθρωπος που είναι δημιουργός του ηλεκτρονικού  υπολογιστή. Και η μνήμη δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά, κατά την ορθόδοξη θεολογία, και το παρόν και το μέλλον μας.

Νοουμένου ότι η αιώνια μνήμη του αιώνιου Θεού, αγκαλιάζει και γνωρίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η δε αγωνία μας για τις κατεχόμενες εκκλησίες κορυφώθηκε όταν ξένοι αρχαιολόγοι (Άγγλοι, Ιταλοί και Αμερικανοί), μετά από επιτόπιες εξετάσεις των κατεχόμενων μνημείων, μάς κοινοποίησαν πολύ ανησυχητικές διαπιστώσεις και πορίσματα και ειδικά ο φίλος της Μητρόπολης Μόρφου  κ. Tomas Daly που ήταν ο εμπνευστής τον έργου μας, όταν μας είπε: «θα πρέπει να λάβετε αμέσως πρωτοβουλίες συντήρησης, τουλάχιστον των μνημείων και εκκλησιών της περιοχής που θεωρείτε τα σημαντικότερα για την ιστορική σας μνήμη».

Λαμβάνοντας το μήνυμα, απάντησα ότι το πρώτο σημαντικό μνημείο που πρέπει να συντηρηθεί είναι ο Άγιος Αυξίβιος στους Σόλους, λόγω της σημασίας του στη χριστιανική ιστορία της μητροπόλεώς μας.

Εκεί ρίζωσε για πρώτη φορά ο χριστιανισμός στην περιοχή μας, με τη βάπτιση του Αγίου Αυξιβίου από τον Ευαγγελιστή Μάρκο.

Το   δεύτερο  μνημείο,  που εκφράζει  τη βυζαντινή αλλά και λατινοβενετσιάνικη περίοδο, είναι η εκκλησία του Αγίου Μάμα στη Μόρφου.

Ανέφερα, επίσης, την Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου του Ρηγάτη, που βρίσκεται σε στρατιωτική ζώνη και είναι μετόχι του Παναγίου Τάφου, η οποία είναι η αρχαιότερη της μονής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη σε όλη την κατεχόμενη Κύπρο.

Επίσης, την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Αυλώνας, την παλαιά εκκλησία Παναγίας Χρυσελεούσας στην Κατωκοπιά και μερικές άλλες.

Έπρεπε, δηλαδή, υπό αυτές τις περιορισμένες ειδικές συνθήκες να επιλέξω σε ποιες από τις πλέον κατεχόμενες εκκλησίες μας, έπρεπε να δοθεί προτεραιότητα για συντήρηση, για να σωθούν από την ερήμωση, τους κατακτητές και τους αρχαιοκάπηλους και πιθανούς σεισμούς.

Το εγχείρημα δεν ήταν ούτε απλό ούτε εύκολο. Έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος να συντηρηθούν τα μνημεία, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε αναγνώριση του ψευδοκράτους.

Έτσι, αποφασίστηκε οι εργασίες να γίνουν από ξένους τεχνίτες, προερχόμενους από εξειδικευμένα κέντρα συντήρησης της Ευρώπης.

Επίσης, ενημερώθηκε το Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι «Τουρκοκυπριακές ψευδο-αρχές».

Αφού έγινε η ενημέρωση ένθεν κι ένθεν, αναγνωρίστηκε ως ιδιοκτήτης των δυο μνημείων η Μητρόπολη Μόρφου, ώστε να γίνει δυνατή η χρηματοδότηση.

Για τις διευθετήσεις αυτές ήταν ενήμερη και η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπό την προεδρία του μακαριστού Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, η οποία και τις αποδέχθηκε.

Το ποσό που δαπανήθηκε για την συντήρηση στόν Άγιο Μάμα ανήλθε στις €405.000 (τετρακόσιες πέντε χιλιάδες ευρώ).

Για την συντήρηση των ψηφιδωτών  της Βασιλικής του Αγίου Αυξιβίου στους Σόλους  ως και στην κατασκευή διαδρόμων τό ποσό πού δαπανήθηκε ήταν της τάξεως των €520.000 (πεντακόσιες είκοσι χιλιάδες ευρώ).

Τα ποσά αυτά προσφέρθηκαν από την Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών γιά τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID).

Τα έργα συντήρησης των δύο αυτών μνημείων, έγιναν η αφορμή για να ευαισθητοποιηθούν κι άλλες κατεχόμενες κοινότητες της νήσου μας, όπως η Καμπυλή της Μαρωνίτικης κοινότητας και η ιστορική Εκκλησία της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας Ακανθούς.

Το έργο της συντήρησης των κατεχομένων εκκλησιών μας δεν έχει μπει ακόμη σε μια τροχιά και το χαρακτηρίζει η στασιμότητα και η βραδύτητα.

Αναμένουμε  δε, από τους Τουρκοκύπριους να ευαισθητοποιηθούν περισσότερο και ν’ αντιληφθούν ότι ο πολιτισμός είναι η ψυχή αυτού του τόπο και ανήκει σε όλους, είτε εκφράζεται χριστιανικά, είτε μουσουλμανικά, είτε μαρωνίτικα.

Και το λέμε αυτό, διότι περιμέναμε περισσότερη ευελιξία και ταχύτητα από μέρους τους για ένα θέμα το οποίο τους εκθέτει ήδη.

Είναι ακατανόητη η επιμονή τους στις άκαμπτες πολιτικές  σχετικά με τη συντήρηση του χριστιανικού μας πολιτισμού, τη στιγμή που στις ελεύθερες περιοχές έχουν συντηρηθεί τα πλείστα μουσουλμανικά τεμένη.

Οι οικονομικοί πόροι για τη συντήρηση των εκκλησιών στα κατεχόμενα μπορούν να εξευρεθούν από διάφορα διεθνή Ιδρύματα, φτάνει να αρθούν οι δυσκολίες που θέτει η τουρκική πλευρά.

Αυτή τη στιγμή έχομε μνημεία που κινδυνεύουν με κατάρρευση όπως η μονή του Αγίου Γεωργίου Ρηγάτη, ο Προφήτης Ηλίας της Φιλιάς, ο Άγιος Νικόλαος Συριανοχωρίου κι άλλα.

Μια άλλη πτυχή του ενδιαφέροντος μας για τη διάσωση του εκκλησιαστικού μας πλούτου, ήταν η εξεύρεση εικόνων και κειμηλίων που είτε εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια της εισβολής και κατοχής, είτε εκλάπησαν από αρχαιοκάπηλους.

Το ενδιαφέρον αυτό για επανεύρεση των ιερών εικόνων και κειμηλίων μας, δεν εξαντλείται μόνο στα κατεχόμενα εδάφη αλλά επεκτείνεται σε όλη τη γη διότι θεωρούμε ότι είναι καθήκον κάθε Επισκόπου να φροντίζει όχι μόνο για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά και των αγιασμένων αντικειμένων δια των οποίων ο άνθρωπος επικοινωνεί, και μέσω των αισθήσεων, με τον Θεό.

Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρουμε τον επαναπατρισμό των έξι εικόνων που είχαν κλαπεί από αρχαιοκάπηλους στα κατεχόμενα και εντοπίστηκαν στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στη Νέα Υόρκη.

Μία από τις εικόνες προέρχεται από την Πλατανιστάσα, της Παναγίας Οδηγήτριας (13ος -14ος αι.), δύο από την Ιερά Μονή Παναγίας της Φορβιώτισσας (Ασίνου), Απόστολων Πέτρου και Παύλου (14ος αι.), δύο εικόνες Παναγίας Γλυκοφιλούσας (13ος αι.), και Αρχαγγέλου Γαβριήλ (16ος αι.) για τις οποίες συλλέγονται στοιχεία για να εντοπιστεί ο ναός προέλευσης τους, ενώ η έκτη εικόνα είχε κλαπεί από τον μεσαιωνικό ναό των Αγίων Ανδρονίκου και Αθανασίας στον Καλοπαναγιώτη.

Πρόκειται για την προσκυνηματική εικόνα των Αγίων (13ος αι.), η οποία βρέθηκε εβδομήντα χρόνια μετά την κλοπή της, το 1936.

Όταν πληροφορηθήκαμε, λοιπόν, ότι θα γινόταν αυτή η δημοπρασία πήγαμε στη Νέα Υόρκη και αποδείξαμε την κυριότητα των εικόνων μας, και επειδή οι άνθρωποι εκεί δεν ήθελαν να εμφανιστούν στην αμερικανική κοινή γνώμη ως  κλεπταποδόχοι, ήλθαν σε διακανονισμό μαζί μας και μας τις παρέδωσαν.

Έτσι, τις επαναφέραμε στον τόπο που ανήκουν μετά από τόσα χρόνια.

Δείχνοντας σε όλους ότι η Κύπρος από το 1974 δεν αγωνιά μόνο για την τύχη των αγνοουμένων προσώπων της, αλλά και για την τύχη των αγνοουμένων εικόνων της.

Οι οποίες απεικονίζουν πρόσωπα ζωντανών αγίων και για τούτο είναι ζώσες παρουσίες που δακρυρροούν, μυροβλύζουν και θαυματουργούν.

Αυτή τη χρονιά είχαμε δύο άλλες μεγάλες ευλογίες. Τον επαναπατρισμό του καλύμματος του ευαγγελίου του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Πάνω Ζώδιας και την επανάκτηση των κλαπέντων βημοθύρων της Εκκλησίας Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα.

Το επιχρυσωμένο κάλυμμα με τα περίτεχνα σκαλίσματα του 1891 του ιερού ευαγγελίου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ της Ζώδιας  είχε εντοπιστεί σε κατάλογο δημοπρασίας του οίκου Sotheby΄s  και μετά από συντονισμένες προσπάθειες καταφέραμε να επαναπατριστεί μετά από 36 χρόνια.

Τα ανευρεθέντα προσφάτως δύο βημόθυρα της Εκκλησίας Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα, του 18ου αιώνος.

Αποτελούν αντίγραφο των γνήσιων που χρονολογούνται από το 1502 που κτίστηκε η εκκλησία.

Αυτά εκλάπησαν το 2003 και μετά από ανεπιτυχείς φαίνεται προσπάθειες να πωληθούν σε αρχαιοκάπηλους, με θαυμαστό τρόπο έφτασε η πληροφορία σε εμάς, όπου με συντονισμένες ενέργειες μεταξύ Μητροπόλεως και Αστυνομίας καταφέραμε να περιέλθουν και πάλι στην εκκλησία.

Ο επαναπατρισμός των έξι εικόνων, που έγινε το 2007, αλλά και των φετινών ιερών αντικειμένων  είναι για μάς ένα πρόκριμα, μια απαρχή για να επαναπατριστούν και άλλες εικόνες που προέρχονται από την κατεχόμενη γη μας και σήμερα παζαρεύονται σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Επίσης, έχω τη γνώμη, πως όσο περισσότερο ενδιαφερόμαστε για τα μνημεία που  βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές, ο  Θεός θα μας ανοίγει δρόμους για να εργαστούμε και στις κατεχόμενες περιοχές.

Εάν επιδεικνύουμε αδιαφορία, ή ολιγωρία, ή μειωμένο ενδιαφέρον για τις εκκλησίες και τις εικόνες των ελευθέρων περιοχών, τότε κι ο Θεός δεν θα μας δώσει τη δυνατότητα επιδιόρθωσης και συντήρησης των κατεχομένων εκκλησιών μας.

Εάν έχει γίνει αυτό το μικρό θαύμα στις κατεχόμενες περιοχές της Μόρφου, είναι γιατί δώσαμε εξετάσεις προηγουμένως στις ελεύθερες περιοχές της μητροπόλεως μας. Συντηρήθηκαν μέχρι της ώρας πέραν των 2000 εικόνων και 78 εκκλησιών.

Όταν λοιπόν οι Άγιοι έχουν την αγάπη μας, θα μας βοηθήσουν με χίλιους τρόπους και εκεί που δεν μπορούμε, που δεν έχουμε εξουσία, όπως είναι οι κατεχόμενες περιοχές μας.

Αν δεν το κάναμε αυτό δεν θα ήμασταν συνεπείς με τον λόγο που εκφωνήσαμε κατά την ενθρόνισή μας το 1998, όπου μεταξύ άλλων είπαμε: «Έχουμε ανάγκη από το σοφό βυζαντινολόγο, τον ειδικό αρχαιολόγο, τον προσεκτικό συντηρητή, το φιλόκαλο εκδότη, το γενναιόδωρο χορηγό, τον ταπεινό ιερέα που θα ιερουργεί αυτά τα μνημεία, τον κατανυκτικό ψάλτη που θα ισοκρατεί τον ήχο των εικονιζομένων Αγίων, τον πιστό που θα συμπροσεύχεται στο Νάρθηκα του Λαμπαδιστή «συν πάσι τοις αγίοις».

Τώρα και όχι αύριο πρέπει να δώσουμε δείγματα ελληνικότητας και Ορθοδοξίας και αν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα τέτοιο πολιτισμό όπως εκείνον των Ρωμιών προγόνων μας, τουλάχιστον να διαφυλάξουμε αυτόν που βρήκαμε.

Αυτά τα μνημεία εκφράζουν ένα πολιτισμό ελληνικού κάλλους και μέτρου, που φωτίζεται όμως από το φως της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού.

Μας υπενθυμίζουν και μας παρηγορούν ότι είμαστε τέκνα φωτόμορφα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Τώρα, αγαπητοί μου, δίνουμε εξετάσεις στην αδέκαστη ιστορία αν είμαστε φορείς αυτού του πολιτισμού και αυτής της Πίστεως αν είμαστε άξιοι να λειτουργήσουμε ξανά τον Άγιο Μάμαντα στη Μόρφου, αν είμαστε άξιοι να συντηρήσουμε και να αναστηλώσουμε τη Βασιλική του Αγίου Αυξιβίου στους κατεχόμενους Σόλους, την πρώτη Επισκοπή της Θεοσώστου Επαρχίας μας. Και εν πάση περιπτώσει ’εάν οι άνθρωποι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται».

Επομένως, το όραμα υπήρχε από τότε και το είχαμε συλλάβει αρχές Σεπτεμβρίου του 1998  παραμονές της χειροτονίας  μας, όταν ακόμα ήμασταν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνιώτη. Χαιρόμαστε δε που με τη βοήθεια του Θεού το υλοποιούμε σιγά σιγά και που υπάρχει ακόμα η διάθεση εκ μέρους μας.

Διότι, εάν δεν υπάρχει διάθεση από τον Επίσκοπο, τους ιερείς και τον λαό, το Άγιο Πνεύμα  δεν  ανοίγει δρόμους ούτε προς τις ελεύθερες, ούτε προς τις κατεχόμενες περιοχές. Πολλές φορές η καρδία μας είναι κατεχόμενη. Δεν αρνούμαστε το σημαντικό ρόλο της πολιτικής και της διπλωματίας.

Αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η εσωτερική διάθεση, ο πόθος ο μεγάλος και η παρακλητική προσευχή προς τους αγίους μας, προς τον Άγιο Αυξίβιο, τον άγιο Μάμα, τον άγιο Γεώργιο τον Ρηγάτη να ανοίξουν τους δρόμους τόσο της ψυχής μας όσο και των κατεχομένων εδαφών μας.

Όταν υπάρχει τέτοια διάθεση και παράδοση του πόθου μας στο θέλημα του Θεού, ο Πλάστης μας εν καιρώ, όποτε κρίνει Αυτός, θα ανοίξει πόρτες και παράθυρα, δρόμους και χωριά.

Ο Θεός, όταν μας βλέπει καμιά φορά επίμονα να ζητούμε κάτι, μας δίδει ένα μικρό κομματάκι από αυτό που ζητούμε, για να κρίνει και να ζυγίσει, πόσο έχουμε αίσθηση της ευθύνης μας απέναντι στο θαύμα.

Ένα μικρό θαύμα δημιουργεί μικρές ευθύνες, ένα μεγάλο θαύμα δημιουργεί μεγάλες ευθύνες. Τις μικρές μας ευθύνες τις αντιληφθήκαμε εισερχόμενοι στην κατεχόμενη γη με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, τις αναλάβαμε.

Τώρα διαβλέπουμε ότι έρχεται η ώρα για τις μεγάλες ευθύνες!

Είδαμε την ορθόδοξη μας ευθύνη απέναντι σ’ ένα πολιτισμό ο οποίος είναι ελληνικός, αλλά και την ευθύνη απέναντι στις άλλες κοινότητες που ζουν στο νησί.

Τώρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα της ψυχής μας και βλέπουμε κάποια πράγματα καταλάβαμε τον λόγο του Κυρίου που λέει: «και άλλα πρόβατα έχω, α ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης…».

Ξέρομε ότι η πνευματική πατρότητα ενός ορθοδόξου επισκόπου δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στους Έλληνες, άλλα να απλώνεται παντού, σε όλους τους μόνιμους κατοίκους του τόπου αυτού και σε όσους θέλουν ν’ ακούσουν τον ήχο της χριστιανικής ψυχής.  Άρα, το τι κάμνουμε σήμερα αφορά και δημιουργεί συνθήκες μελλοντικές.

Άρα, έχουμε ευθύνη, απέναντι στο ιστορικό παρελθόν, απέναντι στο τραγικό παρόν της λεηλασίας και της καταστροφής και απέναντι  στο προσδοκώμενο μέλλον που  έρχεται για το οποίο προσευχόμαστε να είναι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουμε σήμερα.

Όλα αυτά, δεν λέγονται για να δημιουργήσουμε κρίσεις συνειδήσεως  στους  άλλους,  αλλά  εσωτερικές κρίσεις στη δική μας στενόθωρη συνείδηση, ώστε να γίνουν οι διεργασίες των ανοιγμάτων με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και η αίσθηση της πατρότητας να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους.

Εν κατακλείδι θα ήθελα να πω τα εξής.

Ο αυτοεγκλεισμός της Εκκλησίας μας κατά το παρελθόν στα στενά πλαίσια μιας εθνοκεντρικής ιδεολογίας, είχε ως αποτέλεσμα να  αφήσει να περάσουν ανεκμετάλλευτες δύο μεγάλες ευκαιρίες που της πρόσφερε η ιστορία: από τη μια να γίνει ο καταλύτης στην επαφή της κοινωνίας μας με την Δύση• να φιλτράρει δηλαδή μέσα από θεολογικό λόγο τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη, ώστε αυτή η συνάντηση να γινόταν δημιουργικά• από την άλλη, απέτυχε να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της δόθηκε από την ιστορία για μια ειρηνική, έμπρακτη συμβίωση με ανθρώπους μιας άλλης θρησκείας, τους Μουσουλμάνους της Κύπρου.

Οι οποίοι, σημειωτέον, σε πολλές περιπτώσεις ήσαν εξ ανάγκης Μουσουλμάνοι και όχι εκ πεποιθήσεως.

Εκτός λοιπόν από την καλλιέργεια ενός κλίματος καταλλαγής και ανεκτικότητας, μέλημα της Εκκλησίας στα χρόνια που έρχονται πρέπει να είναι και η καλλιέργεια της πολιτισμικής μας ταυτότητας, η οποία όπως είπαμε, όταν είναι υγιής όχι μόνο δεν εμποδίζει αλλά ενισχύει τη συνύπαρξη.

Μόνον άνθρωποι που ξέρουν ποιοι είναι, που δεν νοιώθουν ανασφάλειες για την ταυτότητα τους μπορούν να συνυπάρξουν ισότιμα με ανθρώπους άλλων πολιτισμών.

Έτσι στα επόμενα χρόνια κάθε επίσκοπος, πέρα από το αγιαστικό του έργο, θα πρέπει να είναι και ένα είδος υπουργού πολιτισμού.

Πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά μας την ελληνική γλώσσα, την αίσθηση του κάλλους και του μυστηρίου, την γνώση και τη βίωση της πλούσιας πολιτισμικής μας παράδοσης.

Ο Θεός μου έδωσε τη χάρη να είμαι Επίσκοπος μιας ημικατεχόμενης Μητρόπολης, η οποία θα κληθεί να ζήσει τη συνύπαρξη τα επόμενα χρόνια.

Αυτό που θέλω και επιθυμώ, είναι οι κάτοικοι της νήσου μας, να ζήσουν την πραγματικότητα αυτού του τόπου: τους τόπους, τα πράγματα και τα πρόσωπα της Κύπρου.

Γι' αυτό και το μέλλον εξαρτάται από όλους, αλλά και από τον καθένα από εμάς προσωπικά.
 ------------------------------

-
*Πρόλογος στο βιβλίο: Μόρφου, Η σύληση και η καταστροφή της πανάρχαιας κληρονομιάς, επιμέλεια: Δρ. Χριστόδουλος Α. Χατζηχριστοδούλου, Διομήδης Μ. Μυριανθεύς, Μιχάλης Γεωργιάδης, εκδ. Δήμος Μόρφου, Προσφυγιά, Λευκωσία 2011

 

 

Ναυπάκτου: Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και το «μποζόνιο του Χίγκς»

images

 

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για την Romfea.gr

Αυτές τις ημέρες ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε το «μποζόνιο του Χίγκς», δηλαδή το έως τώρα αόρατο σωματίδιο, που αντιστοιχεί στο πεδίο του Χίγκς, και προσδίδει μάζα στην ύλη.

Είναι στοιχειώδες σωματίδιο, δηλαδή δεν έχει εσωτερική δομή και δεν αποτελείται από άλλα, συστατικά σωματίδια.

Είναι εξαιρετικά ασταθές και όταν σχηματισθή, καταρρέει σχεδόν ακαριαία και δίνει άλλα υποατομικά σωματίδια.

Άν και λέγεται και γράφεται ευρέως ότι το «μποζόνιο του Χίγκς» δίνει στα στοιχειώδη σωματίδια την μάζα τους, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό.

Την μάζα την δίνει το πεδίο του Χίγκς, το οποίο δεν την δημιουργεί εκ του μηδενός, αλλά την εμπεριέχει από πριν ως ενέργεια.

Λέγεται «μποζόνιο του Χίγκς», γιατί ο βρεττανός επιστήμων Χίγκς, που ζή ακόμη, πριν πολλά χρόνια είχε ομιλήσει για την ύπαρξή του.

Οι επιστήμονες εδώ και μερικά χρόνια προσπαθούσαν να βρούν τον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου, με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και με τα ανάλογα πειράματα αναζητούσαν να βρούν τα υποατομικά σωματίδια που δίνουν μάζα στην ύλη.

1. Η «Μεγάλη Έκρηξη»

Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» (Big Bang) που κυριαρχεί σήμερα στην επιστήμη προσπαθεί να ερμηνεύση τον τρόπο της δημιουργίας του Σύμπαντος και του κόσμου.

Οι φυσικοί επιστήμονες ύστερα από διάφορες παρατηρήσεις «συμφωνούν ότι το σύμπαν ξεκίνησε σaν ένα άπειρα πυκνό, μηδενικών διαστάσεων σημείο καθαράς ενέργειας» (Francis Collins).

Σε γενικές γραμμές η θεωρία αυτή είναι η ακόλουθη:

«Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης το Σύμπαν άρχισε από μία αρχέγονη κατάσταση πολύ υψηλής πυκνότητος να διαστέλλεται ταχύτατα, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της αρχικής πυκνότητας και πτώση της θερμοκρασίας.

Σύντομα η ύλη κυριάρχησε πάνω στην αντιύλη, ίσως σε μια σειρά από διαδικασίες που προβλέπουν και την διάσπαση των πρωτονίων. Στο στάδιο αυτό πιθανόν να ήταν παρόντες πολλοί τύποι στοιχειωδών σωματιδίων.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος μειώθηκε αρκετά και επέτρεψε τον σχηματισμό ορισμένων πυρήνων. Σύμφωνα με την θεωρία, δημιουρ­γήθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες υδρογόνου, ηλίου και λιθίου, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από τις σύγχρονες παρατηρήσεις.

Ύστερα από 1.000.000 χρόνια το Σύμπαν είχε ψυχθή σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να σχηματισθούν άτομα, οπότε κατέστη δυνατόν η ακτινοβολία να αρχίση να ταξιδεύει στον χώρο.

Κατάλοιπο του πρώϊμου Σύμπαντος είναι η ακτινοβολία μικροκυμμάτων του υποβάθρου (περίπου 3 βαθμών Κέλβιν) που ανακαλύφθηκε το 1965 από τους Άρνο Άλαν Πενζίας και Ρόμπερτ Γούντροου Γουίλσον.

Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, το σημερινό Σύμπαν, εκτός από την συνηθισμένη ύλη και ακτινοβολία πρέπει να είναι επίσης πλήρες με νετρίνα, στοιχειώδη σωματίδια χωρίς μάζα ή ηλεκτρικό φορτίο. Υπάρ­χει πάντα η πιθανότητα να ανακαλυφθούν τελικά και άλλα κατάλοιπα του πρώϊμου Σύμπαντος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Larousse Britanica).

Σχετικά με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», κατά τον μεγάλο επιστήμονα Φράνσις Κόλλινς, υπάρχει ένα αναπάντητο ερώτημα: «άν το Big Bang κατέληξε σ' ένα σύμπαν που θα συνεχίσει να διαστέλλεται για πάντα, ή αν κάποια στιγμή θα νικήση η βαρύτητα και οι γαλαξίες θα αρχίσουν να συγκλίνουν πάλι μαζί καταλή­γοντας σε μια "Μεγάλη Σύνθλιψη"!

Πρόσφατες ανακαλύψεις αδιευκρί­νιστων πο­σο­τήτων γνωστών σaν σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια, που φαίνεται να απο­τελούν ένα πολύ σημαντικό μέρος του υλικού του σύμπαντος, κάνουν την απά­ντηση σ' αυτό το ερώτημα να εκκρεμεί, αλλά οι περισσότερες ενδείξεις προς το παρόν προβλέπουν μάλλον έναν αργό μαρασμό, παρά μια δραματική κατάρ­ρευ­ση».

Ακόμη, η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» θέτει σαφώς το ερώτημα: «τί έγινε πριν από αυτό και ποιός ή τί ήταν υπεύθυνος;». Αυτό το ερώτημα «ασφα­λώς δείχνει τα όρια της επιστήμης όσο κανένα άλλο φαινόμενο».

Είναι φυσικό ότι η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» αρχίζει έναν διάλογο μεταξύ επιστήμης και θεολογίας ή στην πραγματικότητα μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων.

Μερικοί επιστήμονες φθάνουν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη του Θεού και αποδίδουν την δημιουργία του Σύμπαντος στην ύλη, αλλά άλλοι αγνωστικιστές επιστήμονες μπροστά στο θέμα αυτό εκφράζονται ως θεολόγοι, όπως ο αστροφυσικός Robert Jastrow που λέγει: «Τώρα βλέπουμε πώς η αστρονομία οδηγεί σε μια βιβλική άποψη της προέλευσης του κόσμου.

Οι λεπτομέρειες διαφέρουν, αλλά τα ουσιώδη στοιχεία της αστρονομικής και βιβλικής περιγραφής της Γενέσεως είναι τα ίδια.

Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στον άνθρωπο, άρχισαν ξαφνικά και απότομα σε μια ορισμένη στιγμή στον χρόνο με μια λάμψη φωτός και ενέργειας».

Ο Φράνσις Κόλλινς παρατηρεί: «Οφείλω να συμφωνήσω (μέ τον Jastrow). Το Big Bang κραυγάζει για μια θεία εξήγηση.

Επιβάλλει το συμπέρασμα ότι η φύση είχε μια ορισμένη αρχή. Δεν μπορώ να δώ πώς η φύση θα μπορούσε να δημιουργήση τον εαυτό της. Μόνο μια υπερφυσική δύναμη που είναι έξω από τον χώρο και τον χρόνο μπορεί να το έχει κάνει αυτό».

2. «Το μποζόνιο του Χίγκς»

Όπως ελέχθη πιο πάνω οι επιστήμονες προσπαθούν να βρούν το υλικό εκείνο που υπήρχε μετά την «Μεγάλη Έκρηξη» και μορφοποίησε το Σύμπαν.

Ο Πίτερ Χίγκς είναι βρεττανός καθηγητής σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και στην συνέχεια κατέληξε στο Εδιμβούργο όπου και ζή σήμερα.

Το έτος 1964 διατύπωσε την θεωρία του πεδίου Χίγκς, που έλαβε το όνομά του, σύμφωνα με την οποία θεωρία το πεδίο αυτό διαπερνά το Σύμπαν δίνοντας μάζα στα στοιχειώδη σωματίδια, δηλαδή με την θεωρία αυτή εξηγεί πώς η ύλη αποκτά μάζα.

Η θεωρία αυτή του Χίγκς ταλαιπώρησε τους ερευνητές και όπως γράφει ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης, όταν ο Αμερικανός φρυσικός Dick Teresi το 1993 έγραψε ένα βιβλίο για το θέμα αυτό, έκανε λόγο για το «αναθεματισμένο σωματίδιο» («Goddamn particle»).

Όμως, ο εκδότης του έργου θεώρησε την λέξη «αναθεματισμένο» υβριστική και απέδωσε ευφημιστικώς το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού» («The God particle») (Εφημερίδα TA NEA). Έτσι, επικράτησε αυτή η ονομασία.

Το 2008 λειτούργησε ο Μεγάλος Επιταχυντής Ανδρονίων του CERN (Οργανισμός για την Πυρηνική Ενέργεια), όπου εργάσθηκαν πολλοί επιστήμονες, ο οποίος προκάλεσε συγκρούσεις δεσμών πρωτονίων με ταχύτητα λίγο μικρότερη από την ταχύτητα του φωτός, με σκοπό να ανακαλυφθούν τα μυστήρια της σωματιδιακής φυσικής και της προέλευσης του Σύμπαντος.

Έτσι, πρόσφατα, έγινε η ανακάλυψη «ενός σωματιδίου αόρατου και θνησιγενούς».

Από τις πληροφορίες που έχουν δημοσιευθή μάθαμε ότι από την διάσπαση των πρωτονίων «προέκυψαν άλλα σωματίδια που παγιδεύονταν στους ογκώδεις ανιχνευτές του CERN και από την μελέτη τους προέκυπταν ίχνη του άφαντου σωματιδίου.

Οπτικά, δεν θα μπορούσε κανείς να το αντικρύσει. Ζεί μόνο για ένα εκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου» (Εφημερίδα TA NEA). Το σωματίδιο αυτό άφησε μερικά ίχνη πίσω του και φάνηκε ότι υπάρχει.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι ένα σωματίδιο «σήμα κατατεθέν ενός πεδίου, που απλώνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν, και προσδίδει στα σωματίδια την μάζα που έχουν».

Όταν έγινε η «Μεγάλη Έκρηξη» όλα τα σωματίδια δεν είχαν μάζα, αλλά την «απέκτησαν όταν ενεργοποιήθηκε το πεδίο μετά την Μεγάλη Έκρηξη».

Το σωματίδιο του Χίγκς «αιχμαλωτίζει» τα στοιχειώδη σωματίδια και τα καθιστά βαρύτερα προσδίδοντάς τους μάζα. Έτσι, τα σωματίδια αποκτούν μάζα και ξεχύνονται στο Σύμπαν για να δημιουργήσουν τον κόσμο.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς αυτό το «αόρατο» και «θνησιγενές» σωματίδιο μπόρεσε να δημιουργήση όλο το Σύμπαν, αλλά και τόσα όντα –έλλογα και άλογα– που κατοικούν στην γή και όλες τις ομορφιές; Και πώς σε αυτό το σωματίδιο οφείλεται όλη η λογικότητα του ανθρώπου και οι πνευματικές αναζητήσεις του Θεού από τον άνθρωπο;

Πάντως, οι επιστήμονες, παρά την ανακάλυψη αυτή, ισχυρίζονται ότι μένουν πολλά ακόμη σημεία να διευκρινισθούν που δεν μπορούμε τώρα να εξηγήσουμε στο Σύμπαν, όπως η λεγόμενη «σκοτεινή ύλη», που αποτελεί το 25% του Σύμπαντος, οι μαύρες τρύπες και οι «περίφημες έξτρα διαστάσεις».

Ο γνωστός ακαδημαϊκός Δημήτριος Νανόπουλος ισχυρίζεται ότι «τό μποζόνιο του Χίγκς» «ανοίγει τον δρόμο για την ερμηνεία πολύπλοκων καταστάσεων στο Σύμπαν», «μάς βοηθά να κατανοήσουμε περίπου το 4% του Σύμπαντος», ενώ «τό 25% του Σύμπαντος που αποτελείται από την λεγόμενη σκοτεινή ύλη παραμένει ακατανόητο και το Καθιερωμένο Μοντέλο μας είναι άχρηστο» (Εφημερίδα TA NEA).

Το υπόλοιπο του Σύμπαντος φαίνεται ότι αποτελείται από μια τελείως μυστηριώδη οντότητα, την σκοτεινή ενέργεια.

3. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου

Είναι ανάγκη να δούμε με συντομία την εκπληκτική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου, που ομοιάζει κατά κάποιον τρόπο με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» με την διαφορά ότι την ερμηνεύει μέσα από την ενέργεια του Θεού, ότι, δηλαδή, ο Θεός με την άκτιστη ενέργειά Του δημιούργησε τον κόσμο.

Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης α­πορ­ρί­πτει, ό­πως το κά­νουν ό­λοι οι ά­γιοι Πα­τέ­ρες, την αυ­τό­μα­τη δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου, για­τί ό­λα έ­γι­ναν με την δη­μιουρ­γι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού και προ­ήλ­θαν «εκ του μη ό­ντος». Τα πά­ντα δη­μιουρ­γή­θη­καν «ουκ αυ­το­μά­τω τι­νί συ­ντυ­χί­α, κα­τά τι­να ά­τα­κτον και τυ­χαί­αν φο­ράν».

Ε­κτός α­πό την αρ­χή της μη «αυ­το­μά­του συ­ντυ­χί­ας» για την δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου, ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κά­νει λό­γο για την «α­θρό­αν κα­τα­βο­λήν». Έ­τσι ε­ξη­γεί τον λό­γο του Μω­ϋ­σέ­ως «εν αρ­χή ε­ποί­η­σεν ο Θε­ός τον ου­ρα­νόν και την γήν».

Γρά­φει: «Η ούν α­θρό­α των ό­ντων πα­ρά της α­φρά­στου δυ­νά­με­ως του Θε­ού κα­τα­βο­λή αρ­χή πα­ρά του Μω­ϋ­σέ­ως, ή­γουν "κε­φά­λαιον" κα­τε­νο­μά­σθη». Η σύ­στα­ση των ό­ντων έ­γι­νεν α­θρό­ως: «Ό­τι α­θρό­ον της των ό­ντων συ­στά­σε­ως…».

Μιά άλ­λη βα­σι­κή αρ­χή που συν­δέ­ε­ται με το προ­η­γού­με­νο εί­ναι ό­τι στην κτί­ση υ­πάρ­χει ο λε­γό­με­νος «ε­γκεί­με­νος της κτί­σε­ως λό­γος». Α­κό­μη και ό­ταν δη­μιουρ­γή­θη­κε το Σύ­μπαν, πριν εμ­φα­νι­σθή κά­θε μέ­ρος, ό­λο το Σύ­μπαν βρι­σκό­ταν στο σκο­τά­δι, για­τί «ού­πω γάρ ε­ξε­φά­νη του πυ­ρός η αυ­γή υ­πο­κε­κρυμ­μέ­νη τοίς μο­ρί­οις της ύ­λης» και έ­τσι ό­λα ή­ταν α­ό­ρα­τα, α­φα­νή και α­να­κα­τεμ­μέ­να. Ό­ταν ο Θε­ός έ­δω­σε ε­ντο­λή για την γέ­νε­ση του κό­σμου, τό­τε αυ­τό το πύρ που ε­πι­σκια­ζό­ταν α­πό τα μό­ρια της ύ­λης ε­πρό­βα­λε και α­μέ­σως «τώ φω­τί τα πά­ντα πε­ρι­ηυ­γά­ζε­το».

Έπειτα, μέ­σα σε ό­λη την κτί­ση υ­πάρ­χει ο λό­γος του Θε­ού. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κά­νει λό­γο για τον «ε­γκεί­με­νον της κτί­σε­ως λό­γον».

Σε κά­θε όν ε­νυ­πάρ­χει κά­ποιος σο­φός και τε­χνι­κός λό­γος, έ­στω κι αν ε­μείς δεν τον βλέ­που­με έτσι, «πάν το γι­νό­με­νον, λό­γω γί­νε­ται» και τί­πο­τα α­πό ε­κεί­να που δη­μιουρ­γή­θη­καν α­πό τον Θε­όν δεν νο­εί­ται «ά­λο­γον τι και συ­ντυ­χι­κόν και αυ­τό­μα­τον». Ό­ταν ο Θε­ός εί­πε «γεν­νη­θή­τω φώς», ερ­μη­νεύ­ε­ται ό­τι αυ­τό α­να­φέ­ρε­ται «εις τον ε­γκεί­με­νον της κτί­σε­ως λό­γον».

Αυ­τός ο λό­γος-ενέργεια που ε­νυ­πάρ­χει σε ό­λα τα ό­ντα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό τον ά­γιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης «οι­ω­νεί σπερ­μα­τι­κή δύ­να­μις».

Πρό­κει­ται για την πρώ­τη ορ­μή του Θε­ού προς δη­μιουρ­γί­α, που υ­πήρ­χε «δυ­νά­μει» στην κτί­ση, ό­χι ό­μως και ε­νερ­γεί­α, διό­τι η γή ή­ταν α­κό­μη α­ό­ρα­τη και α­κα­τα­σκεύ­α­στη.

Η α­ρι­στο­τε­λι­κή αρ­χή του δυ­νά­μει και ε­νερ­γεί­α χρη­σι­μο­ποι­εί­ται α­πό τον ά­γιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης για να ερ­μη­νεύ­ση το πώς δη­μιουρ­γή­θη­κε η κτί­ση.

Αυ­τή η σπερ­μα­τι­κή δύ­να­μη στα ό­ντα, την ο­ποί­α έ­βα­λε ο Θε­ός, ε­νερ­γο­ποι­ή­θη­κε με την δύ­να­μη του λό­γου Του. Γρά­φει: «τή μεν δυ­νά­μει τα πά­ντα ήν εν πρώ­τη του Θε­ού πε­ρί την κτί­σιν ορ­μή, οι­ο­νεί σπερ­μα­τι­κής τι­νος δυ­νά­με­ως προς την του πα­ντός γέ­νε­σιν κα­τα­βλη­θεί­σης, ε­νερ­γεί­α δε τα κα­θ' έ­κα­στον ού­πω ήν».

Έτσι, τα διά­φο­ρα εί­δη των ό­ντων ή­ταν α­πο­τέ­λε­σμα της σπερ­μα­τι­κής δυ­νά­με­ως και της δη­μιουρ­γι­κής ε­νέρ­γειας του Θε­ού. Στην αρ­χή ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε την ά­μορ­φη ύ­λη που δεν ή­ταν ά­κτι­στη, και στην συ­νέ­χεια με τον δη­μιουρ­γι­κό Του λό­γο δη­μιούρ­γη­σε τις ποιό­τη­τες και έ­τσι δη­μιουρ­γή­θη­καν τα ε­πί μέ­ρους εί­δη.

Μέ αυ­τήν την δύ­να­μη και σο­φί­α που κα­τα­βλή­θη­καν στην κτί­ση για την τε­λεί­ω­ση κά­θε μο­ρί­ου του κό­σμου, «ειρ­μός τις α­να­γκαί­ος κα­τά τι­να τά­ξιν ε­πη­κο­λού­θη­σεν».

Γρά­φει ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης ό­τι ό­λα έ­χουν προ­κα­τα­νο­η­θή α­πό την σο­φί­α του Θε­ού «τά δια τι­νος α­να­γκαί­ας τά­ξε­ως κα­τά το α­κό­λου­θον εκ­βη­σό­με­να».

Γί­νε­ται φα­νε­ρό ό­τι η δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου «εν αρ­χή» και η ε­πί μέ­ρους δη­μιουρ­γί­α των ό­ντων, ή­τοι το δυ­νά­μει και ε­νερ­γεί­α, η ά­μορ­φος ύ­λη, τα μό­ρια και η ε­ξέ­λι­ξή τους, οι ποιό­τη­τες έ­γι­ναν με την προ­σω­πι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού, με τον δη­μιουρ­γι­κό Του λό­γο, που ει­σήλ­θε ευ­θύς εξ αρ­χής «α­θρό­ως» στην ου­σί­α των ό­ντων.

Α­πό ε­κεί με την δη­μιουρ­γι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού προ­ήλ­θε αυ­τή η ορ­μή και το φώς που πε­ρι­έ­λου­σε την κτί­ση και δη­μιούρ­γη­σε τις ποιό­τη­τες των ει­δών.

Επομένως, ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό, με την άκτιστη δημιουρ­γική ενέργειά Του και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχει η άκτιστη ενέργεια του Θεού που ουσιοποιεί και ζωοποιεί την κτίση.

4. Επιστήμονες και Πατέρες της Εκκλησίας

Επανερχόμενος στην σύγχρονη ανακάλυψη του «μποζονίου του Χίγκς» θέλω να υπενθυμίσω ότι μερικοί αποκάλεσαν αυτό το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού».

Άλλοι όμως διετύπωσαν την άποψη ότι κακώς αποδόθηκε ως «σωματίδιο του Θεού», αλλά ο καλύτερος ορισμός είναι «σωματίδιο θεός».

Υφίσταται μεγάλη διαφορά. Άλλο να υποστηρίζη κανείς ότι πρόκειται για έναν τρόπο με τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και άλλο ότι αυτή η ενέργεια και η ύλη είναι θεός.

Στην δεύτερη αυτή περίπτωση όχι μόνον οδηγείται ο άνθρωπος στον αγνωστικισμό και τον αθεϊσμό, αλλά αποδέχεται τον ματεριαλισμό-υλισμό, ότι δηλαδή αρχή του κόσμου είναι η ύλη.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς δημιουργήθηκε και υπάρχει ο κόσμος καί, όπως λέγει ο Χάϊντε­γκερ, ερωτούσαν «γιατί υπάρχει ο κόσμος και όχι το τίποτα».

Μπορούμε να δούμε δύο γενικές απαντήσεις που δόθηκαν για το θέμα αυτό.

Μερικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, όπως οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), που είναι «εισηγητές της λογικής, αμυθολόγητης κοσμοερμηνείας», μιλούσαν για την ύπαρξη της ύλης από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος, η οποία ύλη έχει μέσα της δύναμη, οπότε «ύλη και δύναμη είναι ένα» και «η ενέργειά της μηχανική».

Οπότε, ο κόσμος, κατά την ιωνική αντίληψη «είναι υλικός και μηχανικός». Αυτή η «ιωνική φυσική», «η φυσιολογία», όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, «έχει βάση τον ντετερμινισμό» (Χαράλαμπος Θεοδωρίδης).

Άλλοι, οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, ανέπτυξε την θεωρία των ιδεών, ότι όλα τα όντα είναι αντίγραφα των ιδεών που υπήρχαν στον νού του ανώτατου όντος, του Θεού, ο δε Αριστοτέλης έκανε λόγο για το «πρώτον ακίνητον κινούν».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως είδαμε προηγουμένως και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, μελέτησαν τα σχετικά με την δημιουργία του κόσμου με θεολογικό λόγο.

Αρνήθηκαν και τον υλισμό και την μεταφυσική. Έτσι, στις δύο αυτές φιλοσοφικές κατευθύνσεις «εν αρχή ήν η ύλη» και «εν αρχή ήν η ιδέα», αντιπαρέθεσαν το «εν αρχή ήν ο Λόγος».

Ο Θεός είναι πρόσωπο, είναι αγάπη, αφού η αγάπη είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Επομένως ο Θεός δεν είναι ούτε ιδέα ούτε ύλη.

Έπειτα, λέγουν ότι ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο «εξ ούκ όντων», «εκ μη υπαρχούσης ύλης» με τον λόγο Του που είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία δημιουργεί κτιστά όντα.

Σύγχρονοι επιστήμονες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ερμη­νεύ­οντας τις νέες ανακαλύψεις.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που αποδέχονται κάποια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον χώρο και τον χρόνο, η οποία δημιούργησε τον κόσμο.

Στην δεύτερη κατηγορία είναι οι αγνωστικιστές και οι άθεοι που ερ­μη­νεύουν την δημιουργία του κόσμου χωρίς να πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Πρό­σφατα διάβασα τις απόψεις ενός επιστήμονος που έλεγε: «Είμαστε μια ανα­κα­τανομή του τίποτα».

Επίσης έλεγε ότι η «Μεγάλη εικόνα» «πού έχουμε σήμερα για την εμφάνιση κι εξέλιξη του σύμπαντος» σε συνδυασμό με την δαρβινική εξέλιξη των ειδών «ελευθερώνει τον άνθρωπο από πολ­λά θεμελιώδη και υπαρξιακά ερωτήματα που τον απασχολούν από τότε που υπάρχει» (Δ. Νανόπουλος).

Πάντως, κατά τους Πατέρας, οι επιστήμονες μπορούν να ερευνούν τον κόσμο, να εξετάζουν από τί αποτελείται, πώς έγινε, αλλά δεν μπορούν να εισέρχωνται σε άλλα πεδία, δηλαδή της ύπαρξης ή μη του Θεού.

Άλλωστε, άλλο είναι το έργο της επιστήμης και άλλο το έργο της ορθόδοξης θεολογίας και δεν πρέπει να υπάρχη σύγκρουση ή σύγχυση μεταξύ τους.

Η επιστήμη ερευνά τον κτιστό κόσμο, την ύλη, τα άτομα, τα μόρια, τα πρωτόνια, τα σωματίδια, το κύτταρο, τα γονίδια κλπ. ενώ η θεολογία, που είναι εμπειρία, ασχολείται με το πώς ο άνθρωπος θα γνωρίση τον Θεό-πρόσωπο με τις άκτιστες ενέργειές Του.

Η επιστήμη προχωρεί σε διάφορες ανακαλύψεις οι οποίες πρέπει να ωφελούν και να μη βλάπτουν τους ανθρώπους, και η ορθόδοξη θεολογία δίνει απαντήσεις στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου και στο πώς θα αποκτήση ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνον κηρύσσεται «ο θάνατος του Θεού», αλλά και «ο θάνατος του πλησίον».

Τελικά, όσες ανακαλύψεις και αν κάνη η επιστήμη, ο άνθρωπος πεινά και διψά για προσωπικό Θεό, για ανιδιοτελή αγάπη, εσωτερική ειρήνη και ελευθερία, για πληρότητα πνευματική, θέλει να μάθη τί υπάρχει πέρα από την κτίση, τί γίνεται μετά τον θάνατο, τί είναι η αιώνια ζωή κ.ά.

Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο όν, αλλά αναπτύσσει πολιτισμό, καλλιεργεί τις πνευματικές αρχές, αναζητά τον Θεό και επιδιώκει να βιώση την αγάπη Του.

Ο άνθρωπος μπορεί να ζήση χωρίς επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να ζήση χωρίς Θεό.

Επομένως, η επιστήμη προσπαθεί να δώση μια ερμηνεία για την δημιουργία και την σύσταση του κόσμου, αλλά εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ποιός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο.

Ο Θεός δεν είναι μια άλογη δύναμη, ούτε ένα ευδαίμον όν, αλλά πρόσωπο, είναι ο Λόγος που δημιούργησε τον κόσμο και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν οι «λόγοι των όντων», η ενέργεια του Θεού.

Ακόμη ο Θεός προσέλαβε σώμα για να θεώση τον άνθρωπο. Έτσι, ο άνθρωπος πού, κατά τον σημαντικό ορισμό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον», δεν αναπαύεται σε μερικές ανακαλύψεις, όσο ωφέλιμες κι αν είναι, αλλά αναζητά τον προσωπικό Θεό.

Παπισμός Ανατολικού ρυθμου και το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Τσεχίας

images

Του Διακόνου Βλαδιμήρου Βασιλίκ (Bogoslov.ru)

Σε συνέχεια του θέματος περί του καθεστώτος της Εκκλησίας της Τσεχίας και Σλοβακίας, το οποίο προκαλεί ενδιαφέρον λόγω πρόσφατης δημοσιεύσεως της αλληλογραφίας μεταξύ του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου και του Μητροπολίτου Τσεχίας και Σλοβακίας Χριστοφόρου, παρατίθεται η μελέτη του διακόνου Βλαδιμήρου Βασίλικ, όπου σχολιάζοντας τη διαμορφωθείσα κατάσταση ο συντάκτης επιχειρεί να διασαφηνίσει το κατά πόσο αυτές οι ενέργειές του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως συμμορφώνονται με τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.


 

Στον Προκαθήμενο της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας Χριστοφόρο, επ΄αφορμής των πανηγυρικών εορτασμών της 8ης Δεκεμβρίου 2011 της εξηκονταετίας από χορηγήσεως σε αυτή Αυτοκεφάλου από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, απέστειλε το Γράμμα του της 29ης Μαρτίου 2012 [1] ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Σε βάρος του διατυπώνονται κατηγορίες για ασυνέπεια, «περιφρόνησιν τῆς καθεστηκυίας ἐκκλησιαστικῆς καί κανονικῆς τάξεως, ἀλλά καί ἀπάρνησιν τύποις καί οὐσίᾳ τοῦ παραχωρηθέντος τῇ Ἐκκλησίᾳ Τσεχίας καί Σλοβακίας κανονικοῦ αὐτοκεφάλου παρά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Σημειωτέον είναι και το λίαν αυστηρό ύφος του παρόντος Γράμματος, το οποίο πλησιάζει τα όρια του αποδεκτού στην εκκλησιαστική διπλωματία εάν και δεν τα ξεπέρασε αυτά: «Καί ὡς νά μή ἤρκει τό δίς ἐπαναληφθέν εἰς τό παρελθόν κανονικόν παράπτωμα τοῦτο, κατεστάθη τοῦτο πάγιον “ἁμάρτημα” διά τῆς ὀργανώσεως τῇ η΄ Δεκεμβρίου π.ἔ. ἀναλόγων ἑορταστικῶν ἐκδηλώσεων ἐν Πράγᾳ, ἐπί "τῇ ἑξηκοστῇ ἐπετείῳ ἀπό τῆς παροχῆς τῆς κανονικῆς (!) Αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ρωσσίας", τῇ συμμετοχῇ τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ κ. Ἱλαρίωνος, Προέδρου τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καί χορῳδίας καί πλειάδος κληρικῶν αὐτοῦ.

Και ακολούθως εισηγείται μια σειρά σοβαρών κυρώσεων: η ακύρωση της επισκέψεως του Μητροπολίτου Χριστοφόρου στο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η αρνήση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως όπως συμμετάσχει στους εορτασμούς των χιλίων και εκατόν πεντήκοντα ετών από της αποστολής των Αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου στη Μοραβία και τέλος, σε περίπτωση επαναλήψεως αναλόγων εκδηλώσεων...η άρση του χορηγηθέντος Αυτοκεφάλου: «Διό καί διά τῶν μετά χεῖρας Πατριαρχικῶν ἡμῶν Γραμμάτων, προαγόμεθα, ὁμοφώνῳ ἀποφάσει τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί ῾Ιερᾶς Συνόδου, ὅπως ἅπαξ ἔτι διαμαρτυρηθῶμεν διά τήν ἀντικανονικήν ταύτην ἐνέργειαν τῆς καθ᾿ Ὑμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας καί  γνωρίσωμεν κατηγορηματικῶς, ὅτι ἐν περιπτώσει ἐπαναλήψεως ἀναλόγων ἐκδηλώσεων ἑορτασμοῦ τῆς θεωρουμένης ὡς μή γενομένης καί ἀνέκαθεν μή λογιζομένης ἐν ἰσχύϊ πράξεως τῆς ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐπιβληθείσης τότε αὐτοκεφαλίας εἰς τήν Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον μετά λύπης θέλει προβῆ εἰς τήν ἄρσιν τοῦ χορηγηθέντος τῇ Ὑμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ πρό δεκατετραετίας κανονικοῦ αὐτοκεφάλου, θά ἐπαναφέρῃ τήν Ἐκκλησίαν Τσεχίας καί Σλοβακίας εἰς τήν πρό τῆς κανονικῆς ταύτης πράξεως τάξιν τῶν Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν καί θά διαγράψῃ αὐτήν ἐκ τῆς ἥν κατέχει δεκάτης τετάρτης θέσεως εἰς τήν τάξιν τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, κοινοποιοῦν τήν πρᾶξιν αὐτοῦ ταύτην καί πάσαις ταῖς ἀδελφαῖς Ὀρθοδόξοις Ἐκκλησίαις».

Προσοχή στο Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου εφιστούν οι αξιώσεις υπερδικαιοδοσίας επί της Οικουμενικής Εκκλησίας και η διεκδίκηση όχι μόνο των πρωτείων τιμής, αλλά και εξουσίας, συμπεριλαμβανομένου και του θέματας χορηγήσεως και άρσεως του Αυτοκεφάλου: «εἰς τό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο ἀνήκει ὡς δικαίωμα, ἅμα δέ καί ὡς καθῆκον ὁ συντονισμός τῶν ἐνεργειῶν τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρός διατήρησιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, καί, ἕνεκα τούτου καί πᾶσα πρωτοβουλία, ὡς ἐμφαίνεται ἐν τῷ ἱστορικῷ βίῳ τῆς καθόλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, διά τήν ἀνακήρυξιν ἤ τήν κατάργησιν τοῦ αὐτοκεφάλου μιᾶς Ἐκκλησίας, ἅτε οὖσα ἀείποτε συνδεδεμένη πρός τήν ἐκ τῶν κανονικῶν πρεσβείων τιμῆς ἀπορρέουσαν ἰδιαιτέραν εὐθύνην τῆς πρωτοθρόνου ἐν τῇ Ἀνατολῇ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως».

Στο σημείο αυτό η Αυτού Παναγιώτητα δυστυχώς αναπαράγει καθόλου καλύτερα δείγματα του παρελθόντος και ειδικότερα το προοίμιο της Επαναγωγής ή Εισαγωγής του Βασιλείου Α΄ Μακεδόνος, η οποία απερρίφθη επί του Λέοντος του Σοφού και όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χαρακτηρίζεται ως «εἰκών ζῶσα Χριστοῦ καί ἔμψυχος» και «εις αυτόν ανήκει η μέριμνα πασών των ανά την Οικουμένη Εκκλησιών»[2].

Στην πραγματικότητα δε η μέριμνα πολλές φορές κατέληγε σε δικτατορία, η οποία ενίοτε έφτανε μεχρι και την επέμβαση στα τοπικά λειτουργικά έθιμα [3] και με την πρώτη ευκαιρία την αντικατάσταση της τοπικής Ιεραρχίας από την Ελληνική. Αξιοσημείωτη είναι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του Πατριάρχου Αθηναγόρου της Κυριακής της Ορθοδοξίας του Φεβρουαρίου 1950: «η εν αρχή ταπεινή και ολιγότεκνη εκκλησία του αγίου Αποστόλου Ανδρέου, του πρωτοκλήτου, αφού μεγαλύνθηκε αθρόα, υψώθη σε καθέδρα οικουμενική και κέντρο προς το οποίο βλέπει ο Θεοχάρακτος της ορθοδόξου Εκκλησίας κύκλος, κέντρο θεοστήρικτο στο οποίο συνέχονται και συγκρατούνται όλες οι υφιστάμενες αυτοκέφαλες ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες συναρμολογούμενες αποτελούν ενιαίο και αδιαίρετο σώμα»[4].

Μετά λυπης είμαστε αναγκασμένοι να δεχθούμε ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντιnουπόλεως επιδιώκει να καταστεί «episcopus episcoporum», πράγμα, το οποίο τυγχάνει εντελώς απαράδεκτο, σύμφωνα με τη μαρτυρία των πατέρων της εν Καραθαγένη Συνόδου του έτους 256: «Ουδείς εξ ημών πρέπει να καταστήσει τον εαυτό του Επίσκοπο Επισκόπων ή με τυραννικές απειλές να καταναγκάζει τους αδελφούς του σε υποταγή, διότι κάθε Επίσκοπος ως απολαμβάνων την ελευθερία και την εξουσία έχει δικαίωμα ελεύθερης επιλογής και είναι αδύνατον τόσο να δικασθεί από τους άλλους, όσο και ο ίδιος είναι αδύνατο να δικάσει έναν άλλον, αλλά όλοι θα αναμένουμε την κρίση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο Οποίος είναι ο Μόνος που έχει την εξουσία να μας εγκαθιστά για τη διοίκηση της Εκκλησίας Του και να κρίνει τις πράξεις μας». Δυστυχώς το Γράμμα του Πατριάρχου Βαρθολομαίου περιλαμβάνει αυτό το στοιχείο «τυραννικών απειλών» και ειδικότερα την απειλή της δημοσιεύσεως των εμπιστευτικών κειμένων, πράγμα το οποίο και γίνεται ήδη εν μέρει: η αποβλέπουσα στην επίτευξη της ειρήνης μεταξύ των Εκκλησιών και το συμβιβασμό προσωπική Επιστολή του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Τσεχίας Χριστοφόρου αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως προκαλώντας νέες ανωμαλίες και απορίες.

Τέλος, είναι ασυμβίβαστη με το πνεύμα της εν Χριστώ αγάπης και του σεβασμού καθε εξουσιαστική απαίτηση δημόσιας δηλώσεως μετάνοιας τόσο από τον Μακαριώτατο Μητροπολίτη Χριστοφόρο προσωπικά, όσο και από την ολόκληρη Εκκλησία της Τσεχίας.

Εκούσια ή ακούσια αυτό μας παραπέμπει στην εικόνα του τρομερού Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Ζ΄ και του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, ο οποίος ξυπόλυτος περπάτησε πάνω στα χιόνια για να φθάσει στο φρούριο Canossa.

Και όμως είναι ανάγκη να εξετάσουμε το θέμα κατά βάθος. Η Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι πράγματι Μητέρα Εκκλησία για την Ορθόδοξη Εκκλησία Τσεχίας και Σλοβακίας;

Τις αξιώσεις του το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στηρίζει στο γεγονός της αποστολής στη Μοραβία των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου καθώς και στον αμφισβητούμενο ισχυρισμό ότι η Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας είναι ο διάδοχος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Μοραβίας και Πανονίας, η οποία ιδρύθηκε από το Φωτιστή των Σλάβων Άγιο Μεθόδιο.

Και όμως, πρώτον, τη στιγμή της ελεύσεως των Θεσσαλονικέων αδελφών οι Μοράβοι ήταν ήδη βαπτισμένοι και είχαν εκκλησιαστική οργάνωση, την οποία δέχθηκαν από τον Επίσκοπο Μπαταβίας (Batavia), δεύτερον, την εις Επίσκοπον χειροτονία του Αγίου Μεθοδίου τέλεσε ο Πάπας Ρώμης Αδριανός και αυτός ήταν, ο οποίος χορήγησε στον Φωτιστή των Σλάβων το πάλλιον, δηλαδή την αρχιεπισκοπική εξουσία επί της Μοραβίας και Πανονίας [6]. Κατ΄ακρίβειαν η Ρώμη είναι η Μητέρα Εκκλησία για την Τσεχία.

Επιπλέον, η παράδοση των Κυρίλλου και Μεθοδίου διεκόπη το 885 με την εκδίωξη ή ακόμα τον εξανδραποδισμό όλων των κληρικών, χειροτονηθέντων από τον Άγιο Μεθόδιο [7]. Βεβαίως τους 11-12 αι. διατηρείτο ακόμα η εκκλησιαστική σλαβική γραφική παράδοση, αλλά οι μελετητές τονίζουν ειδικά το γεγονός ότι ο ανώτατος κλήρος της Τσεχικής Εκκλησίας και μάλιστα οι Επίσκοποι Πράγας, την αντιμετώπιζαν εχθρικά[8].

Αυτό το γεγονός μόνο μετακινεί την ημερομηνία εξαφανίσεως της παραδόσεως των Κυρίλλου και Μεθοδίου από το τέλος 9 αι. στο τέλος 11, όταν απογορεύθηκε οριστικά από τον Πάπα Γρηγόριο Ζ΄[9]. Εκτός τούτων σε ουδεμία περίπτωση οι Επίσκοποι Πράγας της εποχής του Μεσαίωνα μπορούν να παρουσιασθούν ως κανονικοί διάδοχοι του Αγίου Μεθοδίου, διότι χειροτονούντο από τον Αρχιεπίσκοπο Μαγεντίας (Mainz) [10].

Είναι δε θεολογικός παραλογισμός η παρουσίαση ουσιτών και ουτρακιστών ως αναστηλωτές της Ορθοδοξίας στην Τσεχία[11].

Επομένως η Ορθόδοξη παράδοση στη χώρα αυτή διεκόπη και έλειπε εντεύθεν καθ΄όλη τη διάρκεια τη ς δεύτερης χιλιετίας, αποκατασταθείσα μόνο στο τέλος 19 αρχές 20 αι.

Παράλληλα αξιοσημείωτο είναι ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν ουδέν έπραξε για την αποκατάσταση της Ορθόδοξης Ιεραρχίας στον τόπο αυτό. Η μόνη της επαφή με τους Τσέχους χρονολογείται στο 1451 όταν ένας «ευσεβής ιερέας» Κωνσταντίνος Αγγέλικ επισκεπτόμενος την Πόλη παρουσίασε εκ μέρους των Τσέχων το «Βιβλίο της πίστεως», δηλαδή το πιστεύω τους [12].

Του επεφύλαξαν θερμή υποδοχή οι Έλληνες, έστειλαν ένα φιλικό γράμμα καλώντας να ασπασθούν την Ορθοδοξία οι Τσέχοι, υποσχόμενοι να τους αποστείλουν και ιερείς για να τους διδάξουν [13] και τελικά...ουδείς εστάλη.

Στην πραγματικότητα η Ορθοδοξία στην Τσεχία αποκατεστάθη τους 19-20 αι. με τους αγώνες Ρώσων Ιεραρχών και Ρώσων και Σέρβων κληρικών.

Η αφετηρία είναι το έτος 1870, δηλαδή η αποδοχή στην Ορθοδοξία των πρώτων δώδεκα Τσέχων από τον Μητροπολίτη Αγίας Πετρουπόλεως Ισίδωρο και η οικοδομή στην Πράγα του Ορθόδοξου Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου. Την παραμονή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Καρπαθορωσία δραστηριοποιείται το κίνημα Καρπαθορώσων με στόχο την επανένταξη στην Ορθοδοξία και την ένωση με τη Ρωσία. Μετά τη λήξη του Πολέμου ιδρύεται η Ορθόδοξη επαρχία Μουκάτσεφ με επικεφαλής Επίσκοπο της Σερβικής Εκκλησίας.

Η Σερβική Εκκλησία διεδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη σύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας Τσεχίας, εφόσον ο Πατριάρχης Σέρβων Δημήτριος το 1921 χειροτόνησε τον πρώτον Τσέχο Ορθόδοξο Επίσκοπο και μέλλοντα ιερομάρτυρα Γκοράζντ Παύλικ [14].

Σημειωτέον είναι ο αμφισβητούμενος ρόλος του Κωνσταντινουπόλεως στη σύσταση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τσεχίας: ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης γνωστός ως προβολέας του νέου ημερολογίου και οπαδός των Ρώσων νεωτεριστών, το 1923 χειροτονεί τον Αρχιμανδρίτη Σαββάτιο Βράμπετς Επίσκοπο Τσεχίας (παρόλο που υπήρχε ήδη ένας άλλος Επίσκοπος Τσεχίας) και του χορηγεί το αυτόνομο.

Ως αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας δημιουργήθηκε ούτως λεγόμενο «Σαββατιανό σχίσμα», το οποίο δυσχέραινε εν πολλοίς τον εκκλησιαστικό βίο στην Τσεχία. Αυτή ήταν η πράξη του Αυτονόμου, στην οποία τόσο αρέσκονται να παραπέμπουν ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και οι οπαδοί του!

Η πραγματική δε κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το ωμοφόριο του Επισκόπου Γκοράζντ ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας.

Δυστυχώς αυτή διαλύθηκε μετά τη δολοφονία του πολιτικού Επιτρόπου της Βοημίας H. Heidrich και την επακολουθήσασα εκτέλεση του Θεοφιλεστάτου κ. Γκοράζντ.

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασύσταση αυτής διεδραμάτισε η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και προσωπικά ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος Α΄, ο οποίος πέτυχε την επανένωση των ρωσικών ενοριών στην Τσεχοσλοβακία με την Μητέρα Εκκλησία, οι οποίες εν συνεχεία εντάχθηκαν στο Εξαρχάτο Τσεχοσλοβακίας, το οποίο αποτελούσε αρχή της ανασυσταθείσης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Τσεχίας [15].

Μη διαθέτωντας τις σχετικές δυνάμεις για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στην Τσεχοσλοβακία η Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας με απόφαση της 15 (2)ης Μαΐου 1948 της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της εντελώς οικειοθελώς άφησε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Στο πλαίσιο αυτό στη συνεδρία του της 2 Οκτωβρίου 1951 το Συμβούλιο του Εξαρχάτου υιοθέτησε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας της 1ης Οκτωβρίου 1951 σχετικά με το θέμα της εφαρμογής του αυτοκεφάλου.

Η Κρατική Διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων με την απόφασή της της 19ης Οκτωβρίου 1951 ανακοίνωσε ότι οι τσεχοσλοβακικές αρχές δεν θα προέβαλαν αντιρρήσεις κατά της ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία.

Κατόπιν αιτήματος της Ιεράς Συνόδου και του Συμβουλίου του Εξαρχάτου της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας ο Αγιώτατος Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλέξιος Α΄ και η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας με απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 1951 έδωσαν προκαταρκτική συγκατάθεσή τους για το Αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία.

Μέχρι 23 Νοεμβρίου όλοι οι Αρχιερείς της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρωσίας έστειλαν τις υπογραφές τους για την απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Αυθημερόν στα Γραφεία του Πατριαρχείου Μόσχας υπεγράφη η εξής Πράξη:

«Εν τω προσώπο του Πατριάρχου Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλεξίου και όλης της αγιασμένης Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας λαμβάνοντας υπόψη το αίτημα της Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Τσεχοσλοβακία χορηγεί στην Εκκλησία αυτή Αυτοκέφαλο, μέχρι σήμερα ούσα Εξαρχάτο του Πατριαρχείου Μόσχας.

Μιᾳ καρδίᾳ η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας δέεται προς τον Επουράνιο Αρχιποιμένα και Κύριο ημών Ιησού Χριστό όπως επιδαψιλεύει Αυτός τη Θεία Του ευλογία στη νεωτέρα εν τῃ οικογενείᾳ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών θυγατέρα, την Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας, και στέψει Αυτήν διά της αιωνίου Του δόξης. 23 Νοεμβρίου 1951. Αλέξιος, Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών»[16] .

Η πανηγυρική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Τσεχοσλοβακίας και η ενθρόνιση του εκλεγέντος στις 2 Οκτωβρίου 1951 από τη Σύναξη του Εξαρχάτου πρώτου Προκαθημένου αυτής του Μητροπολίτου Ελευθερίου, πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 8 και 9 Δεκεμβρίου 1951 στον Καθεδρικό Ναό Πράγας, συμμετασχόντων των αντιπροσώπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών Αντιοχείας, Ρωσίας, Γεωργίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Πολωνίας.

Και όμως το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ανεγνώρισε ούτε δέχθηκε αυτή την πράξη, πράγμα το οποίο δημιουργεί μεγάλη απορία. Όπως ευλόγως επεσήμανε κάποτε ο Μακαριώτατος Μητροπολίτης Πράγας Δωρόθεος «Από την εποχή της αποστολής των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως για κάποιον λόγο θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας θυγατέρα της.

Εάν υποθέσουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Μοραβίας υπαγόταν κάποτε στη Βασιλεύουσα, με βάση τον ΙΖ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής, τον ΚΕ΄ της Πενθέκτης και ιδιαιτέρως τον ΡΙΘ΄ και τον ΡΚΑ΄ της εν Καρθαγένη Τοπικής Συνόδου η Βασιλεύουσα προ πολλού απώλεσε κάθε δικαίωμα επί της εκκλησιαστικής αυτής περιφέρειας για απλούστατο λόγο, διότι την απώλεσε προ χιλιετίας και περισσότερα και δεν επιχείρησε τίποτε για να την αποσπάσει από τους κόλπους του Βατικανού και να επανεντάξει στην Ορθοδοξία.

Άλλοι ήταν εκείνοι οι οποίοι αναζωογόνησαν την Ορθοδοξία εντεύθεν και όχι η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, επομένως, σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες, σε άλλους ανήκουν και όλα τα απορρέοντα εξ αυτών δικαιώματα και υποχρεώσεις»[17].

Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας αυτούς τους κανόνες με σχόλια του Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας: πρωτίστως του ΙΖ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Τὰς καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἀγροικικὰς παροικίας, ἢ ἐγχωρίους, μένειν ἀπαρασαλεύτους παρὰ τοῖς κατέχουσιν αὐτὰς ἐπισκόποις, καὶ μάλιστα εἰ τριακονταετῆ χρόνον ταύτας ἀβιάστως διακατέχοντες ᾠκονόμησαν. Εἰ δὲ ἐντὸς τῶν τριάκοντα ἐτῶν γεγένηταί τις, ἢ γένοιτο περὶ αὐτῶν ἀμφισβήτησις, ἐξεῖναι τοῖς λέγουσιν ἠδικεῖσθαι, περὶ τούτων κινεῖν παρὰ τῇ συνόδῳ τῆς ἐπαρχίας. Εἰ δέ τις ἀδικοῖτο παρὰ τοῦ ἰδίου μητροπολίτου, παρὰ τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἢ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ δικαζέσθω, καθά προείρηται. Εἰ δὲ καί τις ἐκ βασιλικῆς ἐξουσίας ἐκαινίσθη πόλις, ἢ αὖθις καινισθείη, τοῖς πολιτικοῖς καὶ δημοσίοις τύποις, καὶ τῶν ἐκκλησιαστικῶν παροικιῶν ἡ τάξις ἀκολουθείτω»[18] .

Σχολιάζων τον ως άνω κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος αναφέρει: «Αυτή η Σύνοδος νομιμοποίησε την προθεσμία κατοχής, ορίσας αυτήν σε μια τριανταετία. Ληξάσης της προθεσμίας αυτής ουδείς εδύνατο να διεκδικήσει το έδαφος.

Ο κατέχων αυτό επί μια τριανταετία και μη αντιμετωπίσας προσκόμματα από πουθενά καθ΄όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ληξάσης της προθεσμίας εθεωρείτο πλήρης κάτοχος αυτού, έναντι του οποίου κανείς δεν εδικαιούτο πλέον να προβάλλει καμία αξίωση...Ο κανόνας καταλήγει με τον ορισμό ότι η πολιτική κατανομή των περιφερειών πρέπει να είναι κριτήριο και για την κατανομή των εκκλησιαστικών περιφερειών»[19].

Επίσης υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες μας και τον ΡΚΑ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου: «Ὁμοίως ἤρεσεν, ἵνα, οἱτινεσδήποτε ἀμελῶσι τῶν τόπων τῶν ἀνηκόντων τῇ αὐτῶν καθέδρᾳ, πρὸς τὸ τούτους κερδᾶναι εἰς τὴν καθολικὴν ἑνότητα, ἐγκληθῶσιν ἀπὸ τῶν γειτνιώντων αὐτοῖς ἐπιμελῶν ἐπισκόπων, περὶ τοῦ μὴ ἀναβάλλεσθαι τοῦτο πρᾶξαι.

Διό, ἐὰν ἐντὸς προθεσμίας μηνῶν ἓξ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς περὶ τούτου συνελεύσεως μηδὲν ἀνύσωσι, τῷ δυναμένῳ λοιπὸν τούτους κερδᾶναι προσκυρωθῶσιν· οὕτω μέντοι, ἵνα, ἐὰν ἐκεῖνος, πρὸς ὃν ἐνδείκνυνται ἀνήκειν οἱ τοιοῦτοι, ἐξεπίτηδες διά τινα οἰκονομίαν ἔδοξεν ἀμελεῖν, τοῦτο τῶν αἱρετικῶν ἐπιλεξαμένων, ὥστε ἀθορύβως αὐτοὺς παραδέξασθαι· καὶ ἐν τοσούτῳ ἡ αὐτοῦ ἐπιμέλεια ἀπὸ ἑτέρου προελήφθη, ᾗ τινι εἰ κατεχρήσατο, τοὺς αὐτοὺς αἱρετικοὺς πλέον ἐκάκιζε, τούτου μεταξύ ἐπισκόπων κρινόντων διαγινωσκομένου, οἱ τόποι τῇ αὐτοῦ καθέδρᾳ ἀποκατασταθῶσι.

Τῶν δὲ κρινόντων ἐπισκόπων, ἐκ διαφόρων ὄντων ἐπαρχιῶν, ἐκεῖνος ὁ πρωτεύων τοὺς δικαστὰς δώσει, οὗτινος ἐν τῇ χώρᾳ ὁ αὐτὸς ὑπάρχει τόπος, περὶ οὗ φιλονεικεῖται. Ἐὰν δὲ κατὰ κοινὴν συναίνεσιν γείτονας ἐπιλέξωνται κριτάς, ἢ εἷς ἐπιλεγῇ, ἢ τρεῖς· καὶ ἐὰν τρεῖς ἐπιλέξωνται, ἢ τῇ τῶν ὅλων ψήφῳ ἐξακολουθήσωσιν, ἢ τῇ τῶν δύο»[20].

Σχολιάζων τον κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας παρατηρεί: «Ο παρόν κανόνας όπως και ο πιο πάνω ως αναφορά έχει την κατάσταση, δημιουργηθείσα στην Εκκλησία της Αφρικής από τους δονατιστές και αποβλέπει στην εγρήγορση των Επισκόπων, οι οποίοι πρέπει να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την επαναφορά των δονατιστών εἰς τὴν καθολικὴν ἑνότητα. Σε περίπτωση εάν οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι αμελούσουν, τότε, όπως ορίζει ο κανόνας, επρέπε να ελεγχθεί αυτή η αμέλειά τους από τους πιο δραστήριους όμορες Επισκόπους.

Δηλαδή οι Επίσκοποι οι οποίοι ποθούν την καθολική ενότητα, συνερχόμενοι στην ετήσια σύναξη, πρέπει να υπενθυμίσουν στους γείτονές τους τις υποχρεώσεις τους. Εάν και μετά την υπενθύμιση αυτή οι τελευταίοι εντός εξαμήνου δεν διορθώσουν την κατάσταση και δεν ενεργήσουν τα δέοντα υπέρ της ενότητας, τότε όλα τα μέρη, τα οποία υπάγονται στη δικαιοδοσία τους και είναι ακόμα μολυσμένα από τη διδασκαλία των δονατιστών, πρέπει να υπαχθούν στη δικαιοδοσία εκείνου του Επισκόπου, ο οποίος θα είναι ικανός να επαναφέρει τάξη εκεί, όπου απέτυχε ο αμελής προκάτοχός του»[21].

Λοιπόν, οι ως άνω κανόνες μιλάνε για ένα εξάμηνο και για μια τριανταετία. Ενώ μεταξύ 885 και 1870 μεσολάβησε σχεδόν μια χιλιετία. Λόγω προθεσμίας παραγραφής η Κωνσταντινούπολη απώλεσε κάθε δικαίωμα. Διαπιστώνοντας το ελλιπές αυτής της επιχειρηματολογίας οι εν Κωνσταντινουπόλει κανονολόγοι και ο ίδιος ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταφεύγουν στο εξής τεκμήριο: το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είναι Μητέρα Εκκλησία για όλες της Σλαβικές Εκκλησίες και γι΄αυτό υποχρεούνται αυτές να αναζητήσουν τη σύμφωνη γνώμη του ακόμα και στο θέμα του αυτοκεφάλου και να του αποδίδουν την προσήκουσα τιμή.

Αυτό το τεκμήριο δεν στερείται ισχύος και όμως με τη συνεπή του εφαρμογή η Κωνσταντινούπολη πρέπει να παραχωρήσει τα πρωτεία τιμής στη Μητέρα πασών των Εκκλησιών το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, η δεύτερη θέση να καταλάβει η Εκκλησία της Αντιοχείας, η οποία ουκ ολίγον συνέβαλε στη διαμόρφωση του ιδίου, ενώ το ίδιο να αρκεσθεί ταπεινά στην τρίτη θέση στα Ιερά Δίπτυχα.

Το δε να σαλπίζει κανείς για την «κομμουνιστική βία» το 1951, όπως το πράττει δυστυχώς ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην ως άνω Επιστολή του, σημαίνει να τεθούν υπό αμφισβήτηση πάρα πολλά καλά και ωφέλιμα για την Ορθοδοξία, τα οποία έγιναν τη δεκαετία 40΄-50΄ στην Τσεχία, π.χ. η Σύνοδος Πρέσοβ του 1950, στην οποία οι ουνίτες επανήλθαν στην Ορθοδοξία.

Ο απερίσκπετος αντικομμουνισμός οδηγεί σε υποστήριξη της θέσεως των δραστών της Άνοιξης της Πράγας, οι οποίοι το 1968 αποκατέστησαν την Ελληνο-Καθολική Εκκλησία με αποτέλεσμα τα πογκρόμ και κύμα βίας.

Και τέλος, η αντικομμουνιστική ρητορική είναι άστοχη από το στόμα του διαδόχου των μιλλέτ-μπασί, δηλαδή των Πατριαρχών της Τουρκοκρατίας, οι οποίοι δεν προσεύχονταν μόνο με κάθε επισημότητα υπέρ του Σουλτάνου, αλλά και αφόριζαν τους ομοδόξους τους, όταν εκείνοι τόλμησαν να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων.

Επιπλέον η εξάρτηση των Πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως από τις μεταχριστιανικές και μη χριστιανικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς είναι πάρα πολύ προφανής για να μπορέσει αυτός απροσκόπτως να μαρτυρήσει για το κακό του κομμουνισμού, ο οποίος είναι απλά μια από τις δυτικόφερτες αντιχριστιανικές ιδεολογίες.

Για πολλούς είναι σαφές ότι ο έλεγχος του «κομμουνιστικού κακού» στην Ανατολική Ευρώπη πολύ συχνά έχει πολιτική χροιά και αποτελεί οργανική συνέχεια του «ψυχρού πολέμου» και ουδόλως είναι πνευματικός και ηθικός.

Με το Γράμμα του Πατριάρχου Βαρθολομαίου τίθεται εύλογη ερώτηση είναι δυνατή η άρση του αυτοκεφάλου; Λοιπόν, ας στραφούμε στα μνημεία του κανονικού δικαίου. Όλα αυτά μας δίνουν μάλλον αρνητική απάντηση.

Ας πάρουμε την περίπτωση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου[22]. Βεβαίως αυτό θεμελιώνεται στο έθιμο και τη συνεχή αυτοτελή χειροτονία του Αρχιεπισκόπου Κύπρου από τη Σύνοδο των Επισκόπων της Κύπρου. Και όμως με την επιβεβαίωση του αυτοκεφάλου από την Οικουμενική Σύνοδο δεν καθορίσθησαν οι προϋποθέσεις άρσεως αυτού.

Τουναντίον τονίζεται το «διαχρονικό» και το αναφαίρετο αυτού. Για να στηρίξουμε τη γνώμη μας παραπέμπουμε στον Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Πρᾶγμα παρὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς κανόνας τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καινοτομούμενον, καὶ τῆς πάντων ἐλευθερίας ἁπτόμενον, προσήγγειλεν ὁ θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ῥηγῖνος, καὶ οἱ σῦν αὐτῷ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι τῆς Κυπρίων ἐπαρχίας, Ζήνων καὶ Εὐάγριος.

Ὅθεν, ἐπειδὴ τὰ κοινὰ πάθη μείζονος δεῖται τῆς θεραπείας, ὡς καὶ μείζονα τὴν βλάβην φέροντα, καὶ μάλιστα εἰ μηδὲ ἔθος ἀρχαῖον παρηκολούθησεν, ὥστε τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχέων πόλεως τὰς ἐν Κύπρῳ ποιεῖσθαι χειροτονίας, καθὰ διὰ τῶν λιβέλλων καὶ τῶν οἰκείων φωνῶν ἐδίδαξαν οἱ εὐλαβέστατοι ἄνδρες, οἱ τὴν πρόσοδον τῇ ἁγίᾳ συνόδῳ ποιησάμενοι, ἔξουσι τὸ ἀνεπηρέαστον καὶ ἀβίαστον οἱ τῶν ἁγίων ἐκκλησιῶν, τῶν κατὰ τὴν Κύπρον, προεστῶτες, κατὰ τοὺς κανόνας τῶν ὁσίων Πατέρων, καὶ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν, δι᾿ ἑαυτῶν τὰς χειροτονίας τῶν εὐλαβεστάτων ἐπισκόπων ποιούμενοι· τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων διοικήσεων, καὶ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπαρχιῶν παραφυλαχθήσεται· ὥστε μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν αὐτοῦ, ἢ γοῦν τῶν πρὸ αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καὶ ὑφ´ἑαυτὸν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μὴ τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδὲ λάθωμεν τὴν ἐλευθερίαν κατὰ μικρὸν ἀπολέσαντες, ἣν ἡμῖν ἐδωρήσατο τῷ ἰδίῳ αἵματι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ πάντων ἀνθρώπων ἐλευθερωτής...»[23]

Μας ενδιαφέρει πως το σχολιάζει ο Βαλσαμών, ο οποίος λέγει, ότι να μην σε παραξενεύει ότι βρίσκεις και «ἑτέρας ἐκκλησίας αὐτοκεφάλους», όπως Βουλγαρίας, Κύπρου και Ιβήρων...Τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου τον τίμησε η Γ΄ Οικουμενική, επομένως διάβασε τον Η΄ κανόνα αυτής της Συνόδου και τη ΛΘ’ της ΣΤ΄ Συνόδου»[24].

Ιδού επίσης είναι ένα ιδιαίτερο σχόλιο στον κανόνα από τον Επίσκοπο Νικόδημο Μίλας (παρατίθεται σε συντομευμένη μορφή): «Ανέκαθεν ο πρώτος Επίσκοπος (Μητροπολίτης) Κύπρου ήταν ανεξάρτητος, και από τους κανόνες της Εκκλησίας βλέπουμε ότι πάντα ανεγνωρίζετο αὐτοκέφαλος (nemini subjectus). Εάν ο Β΄ κανόνας της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου υποτάσσει τους Μητροπολίτες στους Επισκόπους Επικεφαλής μιας διοικήσεως (τους Πατριάρχες), ωστόσο τίνες Μητροπολίτες παραμένουν αὐτοκέφαλοι.

Επομένως το δικαίωμα της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κύπρου θεμελιώνεται στο αρχαίο έθιμο και στους κανόνες.

Τα του ΣΤ΄ κανόνα της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου: ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις τὰ πρεσβεῖα σώζεσθαι ταῖς ἐκκλησίαις, είναι προφανές ότι δεν έχουν άλλη σημασία από τον υποχρεωτικό σεβασμό του αυτοκεφάλου εκκλησιαστικών περιοχών τινών, εκτός προαναφερομένων στον κανόνα, διότι στηρίζεται στο αρχαίο έθιμο, δηλαδή τὰ ἀρχαῖα ἔθη κρατείτω.

Ήταν επανειλημμένες οι προσπάθειες καταργήσεως της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κύπρου και υπαγωγής της στην εξουσία τους από τους Επισκόπους της Αντιοχείας με δικαιολογητικό ότι πολιτικώς η νήσος Κύπρος υπαγόταν στο διοικητηή της Αντιοχείας.

Κατόπιν καταγγελίας του Ρηγίνου, Ζήνωνα και Ευαγρίου η Σύνοδος της Εφέσου επανεξέτασε το θέμα και επικύρωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Η αποφασιστικότητα, η οποία χαρακτηρίζει τους πατέρας κατά την αντιμετώπιση του θέματας της Εκκλησίας της Κύπρου και με την οποία της εξασφαλίζουν τα δικαιώματά της, δείχνει τι σημασία έδιδαν στη διαφύλαξη των ορίων των Εκκλησιών... Δε περιορίζονταν μόνο στην πανυγηρική επικύρωση του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά το ανακηρύσσουν ως νόμο, ο οποίος στηρίζεται στον ΛΕ΄ κανόνα των Αγίων Αποστόλων και στον Γ΄ κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, η παράβαση του οποίου απαγορεύεται, διότι ουδείς Επίσκοπος έχει δικαίωμα να υποτάξει στην εξουσία του Εκκλησία, η οποία προηγουμένως δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, και συμπεραίνουν ότι: “ Ἔδοξε τοίνυν τῇ ἁγὶᾳ καὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ, σῴζεσθαι ἑκάστῃ ἐπαρχὶα καθαρά καὶ ἀβίαστα τὰ αὐτῇ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν, κατὰ τὸ πάλαι κρατῆσαν ἔθος”»[25] .

Η μοναδική γνωστή περίπτωση άρσεως του αυτοκεφάλου από την Οικουμενική Σύνοδο συνδέετει με τον ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, διά του οποίου, όπως πιστεύεται, καταργήθηκε το αυτοκέφαλο των διοικήσεων της Ασίας, του Πόντο και της Θράκης. Και όμως αξίζει να δούμε εάν πράγματι πρόκειται για την πλήρη άρση του αυτοκεφάλου;

Για να πετύχουμε το σκοπό μας πρέπει να εξετάσουμε το δεύτερο μέρος του κανόνα: «Καὶ ὥστε τοὺς τῆς Ποντικῆς, καὶ τῆς Ἀσιανῆς, καὶ τῆς Θρακικῆς διοικήσεως μητροπολίτας μόνους, ἔτι δὲ καὶ τοὺς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρημένων διοικήσεων χειροτονεῖσθαι ὑπὸ τοῦ προειρημένου ἁγιωτάτου θρόνου τῆς κατὰ Κωνσταντινούπολιν ἁγιωτάτης ἐκκλησίας· δηλαδή ἑκάστου μητροπολίτου τῶν προειρημένων διοικήσεων μετὰ τῶν τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπων χειροτονοῦντος τοὺς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόπους, καθὼς τοῖς θείοις κανόσι διηγόρευται»[26].

Ερμνηνεύοντας το ως άνω κείμενο οι Έλληνες κανονολόγοι κατέληγαν σε υπερβολικά και ακόμα φανταστικά συμπεράσματα με την επέκταση της εξουσίας του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως εφ΄ολης της Διασποράς και τη δικαιολογία ειδικά της κανονικής ληστείας στην Εσθονία με την αναφορά στον ΚΗ΄ κανόνα της Χαλκηδόνα, σύμφωνα με τον οποίο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έχει δήθεν δικαίωμα χειροτονίας Επισκόπων «ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς», οπουδήποτε θέλει.

Στην πραγματικότητα, όπως δικαίως επισημαίνουν οι ερευνητές, ο κανόνας έχει περιοριστικό χαρακτήρα, σαν να επιδιώκει μάλλον την απαγόρευση άμεσων χειροτονιών Επισκόπων στον Επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως για τις μη μητροπολιτικές καθέδρες [27].

Η επίσημη ερμηνεία του κανόνα από τους αρμόδιους του αυτοκράτορα, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην πράξη της Συνόδου, αποκλείει άμεσα τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από την εκλογή των Επισκόπων στην Ποντική, την Ἀσιανή και τη Θρακική διοίκηση. Παρόλο που σχετικά με τις ως άνω διοικήσεις τα δικαιώματα του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνουν ήδη εκείνες του Μητροπολίτου (αναδεικνύεται τρόπον τινά Μητροπολίτης Μητροπολιτών), ωστόσο οι Μητροπόλες αυτές κρατούν ακόμα ορισμένα εκ των παλαιών τους δικαιωμάτων, θεμελιωμένων τόσο στον ΛΔ΄ αποστολικό όσο και στο Θ΄ της Αντιοχείας κανόνα, καθώς και στον ΣΤ΄ της Α΄ Οικουμενικής: πρώτον, πρόκειται για το δικαίωμα της χειροτονίας Επισκόπων από τη Σύνοδο της διοικήσεως με επικεφαλής τον Μητροπολίτη.

Επιπλέον, οι Επίσκοποι της διοικήσεως δε στερούνται του δικαιώματος εκλογής του υποψηφίου με την επόμενη έγκριση και χειροτονία (ή την άδεια, την οποία χορηγούσε να χειροτονηθεί) του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Επομένως η νόμιμη κυριαρχία των αυτοκεφάλων κάποτε Εκκλησιών, παρόλο που επλήγη, αλλά δεν καταργήθηκε εντελώς.

Αντίθετα, ο ΛΘ΄ κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου μετά ζήλου προστατεύει τα δικαιώματα της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Κύπρου ακόμα και ευρισκόμενης υπό συνθήκες εσωτερικών συμφορών και καταστροφών, όταν το 688 ο Επίσκοπος Ιωάννης μαζί με όλους τους κατοίκους της Κύπρου μετανάστευσε στις όχθες της Προποντίδας:

«Τοῦ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ τῆς Κυπρίων νήσου προέδρου, ἅμα τῷ οἰκείῳ λαῷ, ἐπὶ τὴν Ἐλλησπόντιον ἐπαρχίαν, διά τε τὰς βαρβαρικὰς ἐφόδους, διά τε τὸ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερωθῆναι δουλείας, καὶ καθαρῶς τοῖς σκήπτροις τοῦ χριστιανικωτάτου κράτους ὑποταγῆναι, τῆς εἰρημένης μεταναστάντος νήσου, προνοίᾳ τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ, καὶ μόχθῳ τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως, συνορῶμεν, ὥστε ἀκαινοτόμητα διαφυλαχθῆναι τὰ παρὰ τῶν ἐν Ἐφέσῳ τὸ πρότερον συνελθόντων θεοφόρων Πατέρων τῷ θρόνῳ τοῦ προγεγραμμένου ἀνδρὸς παρασχεθέντα προνόμια, ὥστε τὴν νέαν Ἰουστινιανούπολιν τὸ δίκαιον ἔχειν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, καὶ τὸν ἐπ᾿ αὐτῇ καθιστάμενον θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον, πάντων προεδρεύειν τῶν τῆς Ἑλλησποντίων ἐπαρχίας, καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων χειροτονεῖσθαι, κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν.

Τὰ γὰρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη, καὶ οἱ θεοφόροι ἡμῶν Πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασι, τοῦ τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημένης Ἰουστινιανουπόλεως, μιμήσει τῶν λοιπῶν ἁπάντων ἐπισκόπων, τῶν ὑπὸ τὸν λεχθέντα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ἰωάννην, ὑφ᾿ οὗ χρείας καλούσης, καὶ ὁ τῆς αὐτῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπίσκοπος χειροτονηθήσεται»[28].

Ερμηνεύοντας τον κανόνα ο Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας αναφέρει το εξής: «Σ΄αυτό τον κανόνα βλέπουμα να εφαρμόζεται η αρχή, διατυπωθείσα στον ΛΖ΄ κανόνα της ίδιας Συνόδου, δηλαδή ότι σε περίπτωση όταν ένας Επίσκοπος λόγω εσωτερικών περιστάσεων αδυνατεί να παραμένει στην έδρα του, αλλά αναγκκάζεται να εγκατασταθεί σε μια άλλη περιοχή, ωστόσο αυτός κρατάει όλα τα δικαιώματα και προνόμια, τα οποία απολάμβανε στην έδρα του.

Με τον Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου αναγνωρίσθηκε και ανακηρύχθηκε νόμιμα το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Εξαιτίας της επιδρομής των Σαρακηνών κατά της Κύπρου το 7 αιώνα ο τότε Προκαθήμενος (πρόεδρος, praesul) της νήσου Κύπρου Επίσκοπος Ιωάννης για να γλιτώσει ο ίδιος αλλά και ο λαός του το ζυγό των βαρβάρων και να τεθεί υπό την προστασία των σκήπτρων του χριστιανικού κράτους, εγκατέλειψε την Κύπρο και μαζί με όλους τους Επισκόπους, τον ιερό κλήρο και το λαό της δικαιοδοσίας μετανάστευσε στην περιοχή του Ελλησπόντου, δηλαδή σε μια περιοχή της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.

Με σκοπό να μην στερηθεί των δικαιωμάτων και των προνομίων του ένας από τους ανώτατους Επισκόπους και μάλιστα Επικεφαλής μιας αυτοκεφάλου Εκκλησίας, εν όψη της καθιερωθείσης κανονικής τάξεως, και να μην υπαχθεί σε έναν άλλο Μητροπολίτη, ο εν Τρούλλω Σύνοδος θέσπισε έναν κανόνα σύμφωνα με τον οποίο ο Πρόεδρος της Κύπρου Ιωάννης κράτησε όλα τα δικαιώματα και προνόμια, αναγνωρισμένα από τη Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο: επιπλέον, ο Μητροπολίτης της περιοχής Ελλησπόντου Επίσκοπος Κυζίκου όπως και η ίδια η περιοχή υπήχθησαν στη δικαιοδοσία του ως άνω Ιωάννη και στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Ιωάννη μεταφέρθηκαν τα δικαιώματα του Κωνσταντινουπόλεως επί της περιοχής»[29].

Ας δούμε την πορεία των καθεστώτων του αυτοκεφάλου τη μεταγενέστερη εποχή και θέσουμε ένα ερώτημα: υπάρχουν βάσεις στους κανόνες για να αρθεί το αυτοκέφαλο ή μήπως υπάρχει μια συγκεκριμένη κανονική διαδικασία η οποία πρέπει να ακολουθηθεί; Η απάντηση είναι αποφατική.

Ας στραφούμε στα εξής παραδείγματα. Κατά τις συνομιλίες στα πλαίσια της Συνόδου του 879 δεν ετέθησαν όροι για την άρση του αυτοκεφάλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας.

Και ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος αφού κατέλυσε τη βασιλεία του Σαμουήλ δεν στέρησε την ανεξαρτησία της Βουλγαρικής Εκκλησίας και επικύρωσε το αυτοτελές της Αρχιεπισκοπής Οχρίδας με το συγίλλιό του του έτους 1020.

Επίσης στους σχετικούς Πατριαρχικούς Τόμους Αυτοκεφαλίας της Βουλγαρικής και της Σερβικής Εκκλησίας δεν αναφέρονται όροι άρσεως του αυτοκεφάλου.

Το αυτοκέφαλο ήρετο κατά κανόνα υπό την επίδραση των κρατικών αρχών ή διαφορετικών συμφορών και σε μεγάλο βαθμό ελλειπώς τεκμηριωμένα από απόψεως ιερών κανόνων. Υπό αυτή την έννοια χαρακτηριστική είναι η ιστορία της καραγήσεως του Πατριαρχείου Βουλγαρίας και του Αυτονόμου της Βουλγαρικής Εκκλησίας μετά το έτος 1393. Όπως είναι γνωστό μετά την κατάληψη του Τιρνόβου το 1393 από τους Τούρκους, οι κατακτητές εκτέλεσαν μεγάλο αριθμό ιερέων και έστειλαν εξορία και φυλακή στη Θράκη τον Πατριάρχη Τιρνόβου Ευθύμιο.

Τότε τον Αύγουστο 1394 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος Δ΄ με την περί αυτόν Ιερά Σύνοδο αποφάσισε να στείλει στο Τιρνόβου Μητροπολίτη Ιερεμία ο οποίος ενθρονίσθηκε το 1387 στη Μαυροβλαχία (Μολδαβία) αλλά για ορισμένους λόγους δεν μπόρεσε να αναλάβει τα καθήκοντά του ως ποιμενάρχης της επαρχίας του.

Έλαβε εντολή να αναχωρήσει συν Θεώ και εκεί να πράξει απροσκόπτως όλα όσα αρμόζει στον αρχιερέα εκτός χειροτονίας Επισκόπων. Και παρόλο που απεσταλμένος στο Τίρνοβο Ιεράρχης δεν ετέθη Επικεφαλής της διοικήσεως αυτής αλλά προσωρινώς αντικαθιστούσε τον Πρόεδρο της επαρχίας, την οποία έβλεπαν στην Κωνσταντινούπολη ως εν χηρεία ούσα, ωστόσο, όπως είναι γνωστό, τίποτε δεν είναι πιο μόνιμο από το προσωρινό.

Αργότερα το πάλαι ποτέ Πατριαρχείο Τιρνόβου εντάχθηκε στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως υπό τη μορφή μερικών επαρχιών. Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές δεν υπάρχουν έγγραφα και λείπει επίσης και κάποια λογική εξήγηση των λόγων καταργήσεως του Πατριαρχείου [30].

Ακόμη πιο επαίσχυντη ιστορία είναι εκείνη της καταργήσεως του Πατριαρχείου Πεκίου το 1766, όταν με ραδιουργίες των Φαναριωτών κατηγορήθηκε για προδοσία και αναγκάσθηκε να φύγει για να σώσει τη ζωή του ο Πατριάρχης Βασίλειος [31].

Τη θέση του με την προτροπή του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ κατέλαβε ένας Έλληνας Καλλίνικος ονόματι (1765—1766), ο οποίος αρχικά πληρούσε τις επαρχίες της Σερβικής Εκκλησίας με Έλληνες που ούτε καν στοιχειώδεις γνώσεις των Σερβικών είχαν, και εν συνεχεία κήρυξε το επιβαρυμένο με χρέη Πατριαρχείο Πεκίου σε χρεοκοπία.

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξόφλησε τα χρέη του αλλά με αντάλλαγμα την κατάργηση του Πατριαρχείου [32], ενώ όλοι οι Σέρβοι Επίσκοποι εκδιώχθησαν για να βρουν το καταφύγιο στη Ρωσία.

Δεν συγκαταλέγεται σε λαμπρές και ορθές από κανονικής πλευράς και η πράξη καταργήσεως του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Γεωργίας, πράγμα το οποίο έγινε το 1811 για την ενοποίηση και την συγχώνευση της Γεωργίας με τη Ρωσία.

Όμως η Αγιωτάτη Σύνοδος της Ελλήνο-Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη δημιουργία του Εξαρχάτου Γεωργίας επεδίωκε τη διατήρηση έστω και μερικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Γεωργίας.

Αλλά στην εκκλησιαστική ιστορία δεν καταγράφηκαν περιπτώσεις άρσεως του αυτοκεφάλου ως τιμωρία για μια λανθασμένη συμπεριφορά ή αχαριστία ενός Προκαθημένου της αυτοκεφάλου Εκκλησίας απέναντι στη Μητέρα Εκκλησία.

Επιπλέον, ακόμα και σε χαλεπότερες για τη Βουλγαρία εποχές ο Πατριάρχης Νικόλαος ο Μυστικός δεν εκβίαζε τον τσάρο Συμεών με την άρση του αυτοκεφάλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας.

Ούτε σε παρόμοιες κινήσεις προέβησαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τους χαλεπούς χρόνους των 13-14 αι. όταν οι Σέρβοι αποσπούσαν σημαντικά εδάφη από την αυτοκρατορία στη Μακεδονία και αργότερα στη Θράκη. Εκείνο το οποίο επιχείρησε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος είναι κάτι το πρωτάκουστο.

Αξιώσεις για την άρση του αυτοκεφάλου μαρτυρούν το ελλιπές καθεστώς της αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Αυτό, σύμφωνα με την Εκλογή, υπενθυμίζει το καθεστώς ενός απελεύθερου, ο οποίος δύναται να επανέλθει στην κατάσταση δουλείας λόγω αχαριστίας του απέναντι στον κύριό του και μικροπροσβολών σε βάρος του τελευταίου ή των συγγενών του [33].

Ως αποτέλεσμα οδηγούμαστε στη διδασκαλία για τις κατά τόπους Εκκλησίες α΄ και β΄ κατηγορίας, μια διαδασκαλία, η οποία μοιάζει εκπληκτικά με την Ρωμαϊκή εκκλησιολογία του 9 αι. (και των μεταγενέστερων αιώνων).

Πιο έντονα αυτή αποτυπώθηκε στις Απαντήσεις του Πάπα Νικολάου Α΄ στους Βουλγάρους, όπου ερωτηθείς για τις κύριες Πατριαρχικές καθέδρες απαντάει ότι είναι της Ρώμης, της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας. Και παρόλο που οι Επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως και Ιεροσολύμων φέρουν τον τίτλο του Πατριάρχη, δεν είναι τόσο σπουδαίοι όσο οι πρώτοι, διότι η έδρα της Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι αποστολική»[34].

Στη συνέχεια ο Πάπας εξηγεί ότι η Ιερουσαλήμ κατεστράφη ολοκλήρως και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων συνδέεται με εντελώς νέα πόλη Αίλια Καπιτωλίνα, η οποία χτίσθηκε στην καινούργια τοποθεσία, ενώ η Κωνσταντινούπολη αναβαθμίσθηκε σε Πατριαρχείο «τῃ προαιρέσει των βασιλέων και ουχί τῃ αληθείᾳ».

Δεν είναι ανάγκη να επισημάνουμε πόσο μακράν της εκκλησισικής και ιστορικής πραγματικότητας απέχουν αυτές οι διατυπώσεις. Είχαν δίκαιο οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τασσόμενοι κατ΄αυτής της εκκλησιολογίας διακρίσεως. Κατά ειρωνεία της τύχης όμως οι ίδιοι άρχισαν να υποστηρίζουν παρόμοιες πολύ αμφίβολες θέσεις.

Όπως δικαίως τονίζει ο πρωθιερέας Βλαντισλάβ Τσίπιν «στην ελληνική κανονική και εκκλησιαστική-ιστορική γραμματεία μέχρι σήμερα υπάρχει διάκριση μεταξύ των καθεστώτων των παλαίφατων Πατριαρχείων, στους οποίους συγκαταλέγεται ως ισότιμο το Πατριαρχείο Μόσχας, και άλλων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες παρόλο που θεωρούνται πλήρως αυτοτελείς, αλλά, ωστόσο δεν συγκαταλέγονται στα παλαίφατα Πατριαρχεία της Ανατολής.

Όμως αυτή η διάκριση μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών με βάση το καθεστώς τους είναι κανονικά αδικαιολόγητη και δεν την αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας»[35].

Δυστυχώς η Ελληνική παράδοση παρασύρθηκε από την ιδέα αποστολικότητας της καθέδρας ως εκ των ων ουκ άνευ παροχής αυτοκεφάλου. Έτσι το Πατριαρχείο Αντιοχείας αρνείτο να χορηγήσει το αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Γεωργίας επικαλούμενο το μη αποδεδειγμένο ιστορικά γεγονός ότι ουδείς εκ των αποστόλων δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Γεωργία, ενώ είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα ότι ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ήταν εκείνος, ο οποίος κήρυξε το Ευαγγέλιο εκεί [36].

Εν τω μεταξύ με την αυστηρή εφαρμογή του κριτηρίου της αποστολικότητας εγείρονται πολύ σοβαρά ερωτήματα ως προς την αποστολικότητα και των μεγαλύτερων καθέδρων, οι οποίες θεωρούνται αποστολικές. Έτσι ο Λέων ο Μέγας αμφισβητούσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως [37] επικαλούμενος ότι δεν είναι αποστολικής προελεύσεως.

Η παράδοση για τον Απόστολο Ανδρέα ως ιδρυτή της καθέδρας του Βυζαντίου εμφανίζεται εν πολλοίς ως απάντηση στην πρόκληση της Ρώμης: εν πάση περιπτώσει είναι άγνωση μέχρι το ήμισυ του 5 αι.[38].

Και όμως αυτό που εισηγείται τώρα η κανονική συνείδηση της Κωνσταντινουπόλεως υπερβαίνει ακόμα και τις παλαιότερες κανονικές θέσεις με το πλέον έντονο τρόπο διατυπωθείσες στα έργα του Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου [39].

Τώρα έχουμε πλέον μια πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας ευρίσκεται σε ύψη απροσπέλαστα το Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, προικισμένο με αποκλειστικά δικαιώματα και προνόμια της οικουμενικής δικαιοδοσίας [40], ακολουθούν τα «αποστολικά Πατριαρχεία» στα οποία για άγνωστους λόγους συγκαταλέγεται και το Μόσχας και τα οποία ούτως ή άλλως είναι καθέδρες «δευτέρας κατηγορίας».

Έπεται η «τρίτη τάξη», δηλαδή Εκκλησίες κατώτερης κατηγορίας, τύπου Βουλγαρίας και Γεωργίας, μάλιστα η Εκκλησία της Γεωργίας τοποθετείται σε κατώτερη θέση από εκείνη της Βουλγαρίας παρόλο που είναι αρχαιότερη και στο έδαφος της Γεωργίας κήρυξε το Ευαγγέλιο ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας.

Αυτό οφείλεται ίσως σε μικρότερο αριθμητικά ποίμνιο και λιγότερο κύρος. Και τέλος, στη βάση της πυραμίδας τοποθετούνται οι ανισότιμοι «απελεύθεροι», δηλαδή Εκκλησίες της Πολωνίας, της Αλβανίας και της Τσεχοσλοβακίας κλπ., των οποίων το αυτοκέφαλο πάντοτε μπορεί να αρθεί λόγω κακής τους συμπεριφοράς ενώ οι ίδιες για την αχαριστία τους να επανέλθουν στην κατάσταση δούλων.

Είναι περιττό να πούμε πόσο μακράν απέχει αυτή η δομή της υγιούς Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, η οποία ακολουθεί τις αρχές του Σώματος του Χριστού και της θεανθρώπινης οικογένειας και όχι της πυραμίδας και της μηχανής καταστολής.

Τη μελέτη αυτή θα ήθελα να κλείσω με παραπομπή σε σχόλιο του Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας επί του Η΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδιαίτερης προσοχής σε αυτό τον κανόνα χρήζουν τα εξής: μηδὲ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται. 

Η Εκκλησία του Χριστού ποτέ δεν απολάμβανε καμία άλλη εξουσία εκτός εκείνης δοθείσης σε αυτή από το Χριστό, αλλά ο Χρισός ήταν αδύνατο να της δώσει μια άλλη εξουσία από εκείνη, την οποία παρέλαβε ο Ίδιος από τον Θεό Πατέρα. Καθὼς ἀπέσταλκέ με πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς (Ιω. 20. 21), λέγει στους μαθητές Του ο Χριστός σχολιάζων τι είδους της εξουσίας θα απολάμβαναν. Επί δε τούτοις ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι οι ιερείς είναι οι τοποτηρητές του Χριστού και συνεχιστές της υπηρεσίας Του.

Γι΄αυτό είναι αδύνατο να πούμε ότι οι Απόστολοι ή οι διάδοχοί τους είχαν ή μπορούσαν να έχουν μια εξουσία άλλη από εκείνη, την οποία ως Κεφαλή της Εκκλησίας είχε ο Χριστός.

Ο ευρισκόμενος επί της γης Χριστός ποτέ δε σφετεριζόταν την εξουσία των κοσμικών αρχόντων και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε αυτή τη εξουσία.

Ποτέ δε κατάφευγε στη βία ή όπλα, αλλά με προτροπές και θαύματα προσπαθούσε να φέρει τους ανθρώπους στην επίγνωση της αληθείας και της αληθούς ευλαβείας.

Αποφεύγοντας κυρίως αυτή την εξουσία ο Ίδιος ο Χριστός έλεγε εν συνεχεία στους μαθητές Του ότι αυτή η εξουσία δεν αρμόζει σε αυτούς αλλά στους κοσμικούς άρχοντες: Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· (Λκ. 22. 25, Μκ. 10. 42-43).

Με αυτά ο Χριστός διδάσκει τους μαθητές Του τις δυο αλήθειες: ότι αυτοί και οι διάδοχοί τους πρέπει να κρατιούνται μακριά από κάθε κοσμική εξουσία και δικαιοδοσία και δεύτερον, ότι κάθε πνευματική εξουσία, την οποία απολαμβάνουν, δεν είναι εξουσία κυριότητος, αλλά αγάπης και αγαθότητος, διότι η αποστολή της κοσμικής εξουσίας συνίσταται στην ευθύνη των εσωτερικών, ενώ η πνευματική εξουσία διευθύνει τις εσωτερικές κινήσεις της καρδιάς»[41].

 


 

[1] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1462&tla=gr

[2] Πρβλ. V. Valdenberg.

[3] Έτσι, πιεζόμενη από την Κωνσταντινούπολη η Εκκλησία των Αλεξανδρέων κατήργησε τη Λειτουρία του Αποστόλου Μάρκου.

[4] Αρχικώς δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Tserkovny vestnik Zapadno-Evropeiskogo Pravoslavnogo Russkogo Exarhata» («Εκκλησιαστικό Δελτίο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εξαρχίας της Δυτικής Ευρώπης») (Παρίσι 1951. № 1 (28). Κατά το παρόν εξεδόθη στη συλλογή: protopresbyter Alexander Shmeman, Sobranie statei. 1947–1983. Мoscow, 2009. Στην επιστολή αυτή, πρώτον υποβιβάζεται η σημασία του αυτοκεφάλου και δεύτερον η αναλογία του κύκλου και του κέντρου είναι ελλιπής με την έννοια ότι από αξιολογικής πλευράς το κέντρο ευρίσκεται σε πιο προνομιούχα θέση και είναι περισσότερα «εκκλησιαστικό» και η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επομένως αναδεικνύεται σε «κατ΄εξοχίν Εκκλησία», όπως τοιαύτη θεωρούσε τη Ρωμαϊκή Καθέδρα ο Βλαδίμηρος Σολοβιόφ.

[5] Sententiae episcoporum. PL T.3. 1085 Col. 1053A-1054A.

[6] Βλ. ειδικά: Α.Τ. Tachiaos Sviatye bratjia Kirill i Methody – prosvetiteli slavyan. М., 2005. pp. 136-140.

[7] B.N. Florya, A.A. Turilov, S.A. ivanov Sudby Kirillo-Methodievskoi tratditsii posle sv. Kirilla I Methodiya. М. 2000. pp. 95-110.

[8] Βλ. B.N. Florya Xristianstvo v drevnecheshskom i drevnepolskom gosudarstve // Xristianstvo v stranah Tsentralnoy, Yuzhnoy i Vostochnoy Evropy v kontse pervogo-nachale vtorogo tysyacheletiya. М.2002. pp.226-227.

[9] Βλ. F. Dvornik Slavjane v evropeiskoi istorii i tsivilizatsii. М. 2004. σ. 23.

[10] Βλ. B.N. Florya Xristianstvo v drevnecheshskom i drevnepolskom.... σ.192.

[11] Βλ. F. Dvornik, Slavjane v evropeiskoi istorii i tsivilizatsii. σ. 261.

[12] Τcheshskoye torzhestvo Pravoslaviya. K tridtsateletiyu vossoedineniya s Pravoslavnoy Tserkovjiu pervoy gruppy tchekhov (1 Okt. 1870 – 1 Okt. 1900). Sankt-Peterburg, 1901. σ. 7-8.

[13] Βλ. Τcheshskoye torzhestvo... σ.8.

[14] Mitropolit Dorofei. Episkop Gorazd – archipastyr-patriot // Zhurnal Moskovskoy Patriarchii. 1967. № 9. σ. 58. (στο εξής ZMP).

[15] Βλ. ειδικότερα, M.V. Shkarovsky Russkaya tserkovnaya emigratsiya v Prage. http://www.bogoslov.ru/text/302753.html#_edn12

[16] ZMP. 1951. № 12. σ. 3.

[17] Mitropolit Dorofei. Istoriya Tserkvi. Praga, 1966. σ. 826. δακτυλογραφία.

[18] Βλ. επίσης 6ο κανόνα της A΄ Οικουμενικής, τον 25ο της εν Τρούλλω και όλους τους παράλληλους κανόνες αναφερόμενους από τον 9ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

[19] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T. 1. Sankt-Peterburg, 1912, σσ.372-373.

[20] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T.2. . Sankt-Peterburg, 1912, σσ. 264-266. Βλ. επίσης τον 58ο κανόνα της Αποστολικής, τον 19ο της εν Τρούλλω, τον 11ο της Σαρδικής, τον 19ο εν Λαοδικεία, τους 47ο, 71ο,123ο,124ο της εν Καρθαγένῃ Συνόδων.

[21] Aυτόθι. σσ. 265-266.

[22] Archiepiskop Petr L'Huillier. Pravila chetyryoch vselenskych soborov. М., 2006. σσ. 266-275.

[23] Βλ. επίσης: τον 35ο κανόνα της Αποστολική, το 2ο της Β΄ Οικουμενικής, τον 20ο και 39ο της εν Τρούλλω, τους 9ο, 13ο, 22ο της εν Αντιοχείᾳ και τους 3ο και 11ο της εν Σαρδική Συνόδων.

[24] Pravila svyatych Apostolov i Vselenskych soborov s tolkovaniyami. M, 1876. σ. 400.

[25] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi s tolkovaniyami Nikodima episkopa Istriysko-Dalmatinskogo. T. 1. Sankt-Peterburg, 1911. σσ.307-308.

[26] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi... Т.1. σσ. 393-394.

[27] Dagron G. Naissance d’une capitale et ses institutions de 330 a 451. Paris, 1974. P. 478.

[28] Βλ. επίσης: τον 34ο της Αποστολικής, τον 6ο της Α΄Οικουμενικής, τους 2ο και 3ο της Β΄Οικουμενικής, τον 8ο της Γ΄Οικουμενικής, τον 28ο της Δ΄ Οικουμενικής, τον 37ο της εν Τρούλλω και τον 9ο της εν Αντιοχεία Συνόδων.

[29] Pravila Pravoslavnoy Tserkvi. Т.1. Sankt-Peterburg, 1911. σσ. 524-525.

[30] Bolgarskaya Pravoslavnaya Tserkov // pravoslavnaya Entsycklopedia Т. 5. σ.626.

[31] Ieromonach Ignaty Shestakov. Vasily Brkich-Jovanovic, Patriarch Pechsky (1763-1765) // Pravoslavnaya entsyklopedia.T.VII, σσ.63-64.

[32] S. Chirkovich Istoriya serbov. М., 2008. σ. 226.

[33] Η εκλογή των νομων. Τίτλος 8 (Περί απελευθερώσεως δούλων και επαναφοράς αυτών εις την κατάστασιν δουλείας). Παράγραφος 7 (Οποιαδήποτε έκδοση).

[34] Latinski izvoroti za bolgarskata istoriya Т.VIII. Sofia, 1964.σ. 118.

[35] V. Tsypin, Aytokefalia. // Pravoslavnaya entsyklopedia. Т.1. σσ.200-201. Συγκαλώντας τους Προκαθημένους των παλαίφατων Εκκλησιών σε Σύναξη στην Κωνσταντινούπολη μεταξύ 1 και 3 Σεπτεμβρίου 2011 ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος χαρακτήρισε τις Εκκλησίες αυτές «πυρήνας της Ορθοδοξίας».

[36] Βλ. A. Vinogradov. Svyatoy apostol Andrey // pravoslavnaya entcyklopedia. Т. 2.

[37] Leo. Ep. 78 // PL. 54. Col. 994-995.

[38] Βλ. Frantishek Dvornik, Ideya apostolstva v Vizantii i legenda ob apostole Andreye. Sankt-Peterburg. 2007. Μια σειρά σοβαρών διευκρινίσεως περιλαμβάνονται στο έργο του A. Vinogradov Deyaniya Apostola Andreya (Predisloviye, tekst, kommentarii). Sankt-Peterburg. 2005; καθώς και στην βιβλιοκρισία του στο βιβλίο F. Dvornik: βλ. A. Vinogradov, Dvornik Frantishek. Ideya apostolstva v Vizantii i legenda ob apostole Andreye. Sankt-Peterburg. 2007. http://www.patriarchia.ru/db/text/326477.html Η πρωτότυπη έκδοση στην αγγλική: Dvornik Fr. The idea of apostolity in Byzantium and the legend of the apostle Andrew. Cambridge/Mass., 1958

[39] Maxime des Sardes, metr . Le Patriarcat oecumenique dans l'Église Orthodoxe. P., 1975.

[40] Παραθέτουμε ένα μόνο παράδειγμα. Στις 30 Μαΐου 1931 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπολεως Φώτιος Β΄ έγραφε στον Σέρβο Πατριάρχη Βαρνάβα αποδεικνύοντας το δικαίωμα υπαγωγής σε αυτόν των Σερβικών επαρχιών εκτός Γιουγκοσλαβίας, ότι η θέση του Οικουμενικού Θρόνου στο θέμα του κανονικού καθεστώτος των Ορθοδόων εκκλησιαστικών κοινοτήτων και αποικιών της Διασποράς και εκτός των ορίων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών είναι ότι όλες οι εκκλησιαστικές κοινότητες οποιασδήποτε εθνικότητας εκκλησιαστικώς πρέπει να υπάγονται στο Πατριαρχικό Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. ΖΜP. 1947. № 11. σ. 35.

[41] Pravila Pravoslavnoi Tserkvi ….Т. 1. σ. 309-310.

Ο Μητροπολίτης Πειραιώς για το ''σωματίδιο του Θεού''

images

Ἡ ρῆσις πού διϊστορικά πλέον ἔχει καταστῆ παγκόσμιο κτῆμα τῆς φιλοσοφίας ἀλλά καί τοῦ πρακτικοῦ βίου: «Πᾶσά τε ἐπιστήμη, χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ πάσης ἄλλης ἀρετῆς, πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται» (Πλάτων, Μενέξενος, 247a), ἐπιβεβαιώνεται κατά τρόπον ἀπόλυτον στήν σύγχρονη Βαβέλ τοῦ πειράματος Cern πού διοργανώνει τό Εὐρωπαϊκό Κέντρο Ἐρευνῶν στήν Γενεύη τῆς Ἑλβετίας.

Σήμερα σέ συνέντευξη Τύπου θά παρουσιαστοῦν τά ἀποτελέσματα τῶν πολυμήνων ἐρευνῶν στόν Μεγάλο Ἐπιταχυντή Ἀνδρονίων καί θά διακηρυχθῆ ὅπως διεδόθη, ὅτι ἀνεκαλύφθη «ἐπί τέλους» τό Μποζόνιο τοῦ Χίγκς, γνωστότερο καί ὡς σωματίδιο «Θεός» καί ὄχι ὅπως ἐσφαλμένα λέγεται «σωματίδιο τοῦ Θεοῦ».

Θά παρουσιασθεῖ, ἡ δῆθεν τρομακτική ἀνακάλυψις, ὅτι «τό πεδίον τοῦ ὑποατομικοῦ σωματιδίου Χίγκς δρᾶ σέ ἕνα ἀόρατο ἐνεργειακό πεδίο στό Σύμπαν καί προσδίδει ὑπόσταση στήν ὕλη καί δημιουργεῖ τή μάζα τῶν ἄλλων σωματιδίων» καί ἑπομένως «βρέθηκε τό τελευταῖο κομμάτι τοῦ πάζλ γιά τήν κατανόηση τοῦ σύμπαντος».

Στήν παρουσίαση θά παραστοῦν καί οἱ τέσσερις φυσικοί, πού εἶχαν προτείνει τήν ὕπαρξη τοῦ σωματιδίου πρίν 48 χρόνια, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Πῆτερ Χίγκς, Ὁμ. Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἐδιμβούργου καί ὁ Τόμ Κίμπλ, Ὁμ. Καθηγητής στό Ἰμπέριαλ Κόλετζ τοῦ Λονδίνου.

Ὁ ἄνθρωπος κατά καιρούς προσπάθησε νά ἑρμηνεύσει τό σύμπαν καί τήν ὕπαρξη μέ πλῆθος θεωριῶν. Εἰδικώτερα στήν σύγχρονη ἐποχή ἡ Κβαντομηχανική διατύπωσε θεωρία πού ἀνέτρεψε τήν νευτώνεια μηχανική καί τήν κλασσική ἡλεκτρομαγνητική θεωρία.

Ἡ ἀρχή τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Χάιζεμπεργκ, κατά τήν ὁποία δέν εἶναι δυνατόν νά προσδιοριστεῖ μέ ἀκρίβεια ἡ θέση καί ἡ ταχύτητα ἑνός ὑποατομικοῦ σωματιδίου καθώς καί ἡ θεωρία τῆς σχετικότητος τοῦ Ἀϊνστάϊν σχετικά μέ τόν χρόνο καί τό χωροχρόνο γενικώτερα, μελετᾶ τήν κινητική συμπεριφορά ἑνός σώματος πού κινεῖται μέ ταχύτητες πού πλησιάζουν τήν ταχύτητα τοῦ φωτός (εἰδική θεωρία τῆς σχετικότητος) καθώς καί τά φαινόμενα τῆς καμπύλωσης τοῦ χωροχρόνου ὡς ἀπόρροια τῆς ὕπαρξης βαρυτικῶν πεδίων (γενική θεωρία τῆς σχετικότητος).

Ἡ ἔννοια τῆς «βαρυτικῆς ἰδιομορφίας» πού εἶναι τοῦ συρμοῦ ἰσχυρίζεται ὅτι τό σύμπαν προέρχεται ἀπό μία ἀρχική κατάσταση μάζας ἀπειροστῶν διαστάσεων μέ τεράστια πυκνότητα καί θερμοκρασία 14 περίπου δισεκατομμύρια χρόνια πρίν. Ἡ νεώτερη θεωρία τῶν «χορδῶν» ἀποπειρᾶται νά ἐξηγήσει τήν δομή τοῦ σύμπαντος σέ ὑποατομικό ἐπίπεδο θεωρώντας καί τήν ἐπίδραση τῆς βαρυτικῆς δύναμης μέ τήν βοήθεια ὄχι σωματιδίων ἀλλά δομῶν μέ διαστάσεις, τῶν λεγομένων χορδῶν.

Τέλος ἡ θεωρία τοῦ «χάους» ἀσχολεῖται μέ τήν συμπεριφορά ὁρισμένων μή γραμμικῶν συστημάτων καί μελετᾶ ντετερμινιστικά συστήματα καθώς καί τό συγγενές πεδίο τῆς κβαντικῆς θεωρίας τοῦ χάους.

Ὅλες οἱ ἀνωτέρω θεωρίες ἐπιχειροῦν νά ἑρμηνεύσουν τό φαινόμενο τῆς ζωῆς χωρίς καμμία ἀναφορά ἤ μᾶλλον μέ παγερά ἄρνηση καί ἀποστροφή στό Ὑπερούσιο Πρόσωπο τοῦ Παναγίου Θεοῦ καί ἀποδεικνύονται μέ τόν τρόπο αὐτό ἑτεροκίνητα νευρόσπαστα τοῦ ἀρχαίου δαίμονος, τά ὁποῖα μεταβάλλουν τήν ἐπιστήμη ἀπό ἀλήθεια καί θάμβος σέ πανουργία καί διαστροφή, γιατί ἐπιδιώκουν νά πείσουν ὅτι ἡ τάξις, ἡ ἁρμονία ἡ σκέψις, ἡ τελονομία, ἡ σκοπιμότης καί ἡ πρόδηλος σοφία πού διέπει τό ὑλικό Σύμπαν προέρχεται ἀπό ἄλλογες καί ἀσυνείδητες μονάδες ὕλης πού μάλιστα, ὅπως ἰσχυρίζονται, ἔδρασαν καί δροῦν μέ αἰτία τήν τυχαιότητα.

Σήμερα λοιπόν στήν Γενεύη τῆς Ἑλβετίας «ἔξοχα μυαλά» θέλουν νά μᾶς καταπείσουν ὅτι τό ὑποατομικό σωματίδιο μποζώνιο Χίγκς, πού εἶναι μία ἀσυνείδητη μονάδα ἐνέργειας, ἄν ὑπάρχει, δημιουργεῖ, συντονίζει, σχεδιάζει καί καταστρώνει τά τρισεκατομμύρια τῶν γαλαξιακῶν σχηματισμῶν, τούς σέ αὐτά ὑφισταμένους φυσικούς νόμους ὥστε μήν συγκρούονται μεταξύ τους, τήν ἀέναη κίνηση τῆς συμπαντικῆς ὕλης-μάζης, τήν ὀργανική διάπλαση καί τή ζωή τῶν ἐνοργάνων ὄντων καί φυσικά τήν ἁρμονία τοῦ ὑλικοῦ σύμπαντος.

Αὐτό ἀκόμα τό ἀσυνείδητο σωματίδιο, πού δέν ἔχει γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του καί δέν μπορεῖ νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα «τί εἶσαι;» καταστρώνει καί δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μηδενός συνειδητά ὄντα ὅπως ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχουν τό συνειδέναι, ὑπερβαίνει τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ ἀνοργάνου καί ὀργανικῆς ὕλης, τά ἀγεφύρωτα ὀργανικά χάσματα μεταξύ ὅλων τῶν εἰδῶν τῶν γενῶν τῶν ἐνοργάνων ὄντων, τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τοῦ φυτικοῦ κόσμου καί τῶν ἐμψύχων ὄντων, τό ἀγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλων τῶν ἄλλων ἐνοργάνων καί ἐμψύχων ὄντων.

Ἄν αὐτή ἡ ἀντίληψις δέν ἀποτελεῖ τόν ἀπόλυτο ὁρισμό τοῦ κρετινισμοῦ, τότε τί συνιστᾶ κρετινισμό;

Δυστυχῶς ὅμως δέν εἶναι τόσο ἁπλά τά πράγματα γιατί πίσω ἀπό αὐτές τίς τρομακτικές καί αἴσχιστες γιά τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, τήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί τήν ἀνθρώπινη φιλοσοφία ἀπόψεις κρύβεται τό ἀποκρουστικό πρόσωπο τοῦ διαμονισμοῦ, γιατί μόνο δαιμόνια καί κατεχόμενοι ἀπό αὐτά μποροῦν νά μωρολογοῦν μέ τέτοιες ἀνοησίες.

Προτείνω δέ στούς ἐκλεκτούς αὐτούς «σοφούς», τῶν ὁποίων ὅπως κάθε ἀνθρώπου ὁ ἐγκέφαλος ἔχει ἕνα τρισεκατομμύριο νευρικές συνδέσεις πού «τυχαία» ἔγιναν ἀπό τό ἀσυνείδητο μποζώνιο, ἐάν ἔχουν ἀνάγκη αἱμοληψίας αὐτοί ἤ συγγενικά των πρόσωπα νά μήν προστρέχουν πλέον στόν ἀλτρουϊσμό τῶν συνανθρώπων τους, ἀλλά νά χρησιμοποιήσουν τό αἵμα τῶν «ἐκλεκτῶν συγγενῶν» τους χιμπατζίδων, οὐρακοτάγκων, γοριλῶν, γιββώνων κ.λ.π. γιά νά διαπιστώσουν ὄχι στήν θεωρία ἀλλά στήν πρακτική ἐφαρμογή της τήν δῆθεν ἀλήθεια τῆς «ἀνακαλύψεώς» των, περί τοῦ «κοινοῦ γεννήτορος μποζωνίου» ἐκτός καί ἄν τό μποζώνιο ἔχει τέτοια εὐφυΐα ὥστε νά κατασκευάζει σέ κάθε εἶδος καί ἕναν συγκεκριμένο αἱματολογικό τύπο.

Ἄν εἶχε ὅμως τέτοια εὐφυΐα γιατί νά συνεντευξιάζον-ται ἐκ προσώπου του οἱ συγκεκριμένοι καί ὄχι τό ἴδιο;

Αλεξανδρουπόλεως: ''Kαθόλου αθώα η θεσμοθέτηση Ε.Ο.Ζ. στη Θράκη''

images

Tην πλήρη αντίθεσή του στη δημιουργία Ελεύθερης Οικονομικής Ζώνης στη Θράκη θεωρώντας τη επικίνδυνη και καθόλου αθώα και λέγοντας πως υποκρύπτει άλλες σκοπιμότητες, εκφράζει σε άρθρο του ο Σεβ. Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Άνθιμος.

Αναλυτικά ο κ. Άνθιμος γράφει:

"Πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στην Αλεξανδρούπολη το 3ο χρηματοοικονομικό συνέδριο από το ''Economic Forum of Thrace''. Όσο κι αν προσπάθησε να πείσει η πλειάδα των ''φιλελλήνων''  ομιλητών περί της ευεργετικής προσφοράς της Ελεύθερης Οικονομικής Ζώνης (Ε.Ο.Ζ.) στην περιοχή, τελικά δεν τα κατάφερε.

Ίσως γι' αυτό εφέτος επιστράτευσε μερίδα τοπικών επαγγελματιών προκειμένου η "προώθηση" των προϊόντων τους να καταστεί ασπίδα ή προπέτασμα καπνού ή πρόγευση ενός μελλοντικού οικονομικού παραδείσου.

Η εμμονή στην ιδεοληψία θεσμοθέτησης Ε.Ο.Ζ. στη Θράκη είναι άκρως επικίνδυνη και διόλου αθώα. Η διαφοροποίηση του γεωγραφικού μας διαμερίσματος από την υπόλοιπη Πατρίδα μας θα είναι απαρχή εδαφικής ανεξαρτητοποιήσεως.  

Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η Ε.Ο.Ζ. στη Θράκη θα είναι κάπως οικονομικά ευεργετική, τελικά θα αποτελέσει ομολογία ελλιποβαρούς σχέσεως της περιοχής με τον εθνικό κορμό, με εθνικά τραγικές συνέπειες.

Θυμόμαστε όλοι, ότι υπήρξαν ευεργετικοί Αναπτυξιακοί Νόμοι για την περιοχή μας, αλλά δυστυχώς σκυλεύτηκαν. Υπάρχουν ακόμα τρόποι για την διακοπή της οικονομικής αιμορραγίας της βορείου Ελλάδος προς τις πέριξ βαλκανικές χώρες. Όχι όμως μόνο η Θράκη! Για το όνομα του Θεού! Ας μην ανοίξουμε την πόρτα σε κατεστρωμένα "σχέδια επί χάρτου" που η επίκαιρη οικονομική δυσπραγία "βολεύει" την ύποπτη εφαρμογή τους.

Οι ''οικονομικοί παράδεισοι'', οπουδήποτε εφαρμόσθηκαν άφησαν πίσω τους ερείπια για τους γηγενείς και πλούτο για τους αλλοδαπούς επενδυτές. Άραγε, σκεφτήκαμε σοβαρά γιατί δεν επιλέγεται για Ε.Ο.Ζ. η νότια Βουλγαρία;

Η μετατροπή της Περιφέρειας ΑΜΘ σε Ε.Ο.Ζ. θα υπονομεύσει τη συνοχή και την ενότητα του Ελληνικού Κράτους, θα τεμαχίσει και θα κατακερματίσει την ολότητα της Ελληνικής Επικράτειας σε αυτόνομες περιοχές, "Ομοσπονδίες", "Ζώνες" και "Περιφέρειες" και θα καταργήσει την συνταγματική δέσμευση της ενιαίας και συνολικής έκφρασης του Ελλαδικού χώρου.

Οι σύγχρονες συνθήκες της οικονομικής κρίσης που περνάει η Χώρα μας δεν πρέπει να μετατραπεί σε εθνική κρίση.

Η ελληνική Θράκη έχει ιδιαιτερότητες και ιδιοπροσωπία, γνωστά σε όλους, φίλους και εχθρούς, που δεν επιτρέπουν την οικονομική διαφοροποίησή της από τον εθνικό κορμό.

Στην ευαίσθητη Περιφέρεια ΑΜΘ, την αναπτυξιακή πολιτική πρέπει να ασκεί στο σύνολό της, η επίσημη Ελληνική Πολιτεία και οι θεσμικοί γηγενείς εκπρόσωποί της, με στόχους· την ενίσχυση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής και την επένδυση στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της.

Υπάρχουν νόμοι, μέτρα, σχεδιασμοί και "εργαλεία" για την αναπτυξιακή στρατηγική της Περιφέρειας ΑΜΘ. Η θεσμοθέτηση Ε.Ο.Ζ. στην περιοχή μας θα είναι μία ομολογία ότι χάνουμε την μάχη και παραδινόμαστε ως κοινωνία σε τρίτους επικυρίαρχους.  

Δεν σκιαμαχώ με εχθρούς, δεν οσφραίνομαι συνωμοσίες γύρω μου, αλλά, ούτε βαυκαλίζομαι με έωλες ψευδαισθήσεις. Ας σοβαρευτούμε. Υπήρξαν και σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της Χώρας μας υγιείς τοπικισμοί... που όταν έγινε αντιληπτό ότι κάποιοι καταλλήλως τους "αξιοποιούσαν" υπεστάλησαν εν μιά νυκτί.

Δεν είναι καιρός για απομονωτισμούς. Το σοβαρό πρόβλημα της Θράκης, είναι άλλης μορφής και όχι τόσο οικονομικό, ή τουλάχιστον είναι οικονομικό όσο είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Επιμένω και θα συνεχίσω εντονώτερα να επιμένω, ότι το προβατόσχημο ''Economic Forum of Thrace''  και η προώθηση των απόψεών του θα είναι η καταστροφή της ιδιοπροσωπίας και της εδαφικής ανεξαρτησίας της Θράκης.

Για να πέσουν τα προσωπεία, θα ήταν ιδιαίτερα επωφελές να δημοσιοποιηθούν οι βασικές παράμετροι του Forum. Πόσα και ποιά είναι τα μέλη του; Ποιές δράσεις, ποιά έργα, ποιές πρωτοβουλίες του Forum συνοδεύουν την προώθηση της Ε.Ο.Ζ.; Ο λαός μας οφείλει να τα πληροφορηθεί, προκειμένου να αξιολογήσει την συνολική πρόταση στην περιοχή.

Ας σταματήσει πιά ο κλεφτοπόλεμος που διεξάγεται "εν κρυπτώ και παραβύστω" από μια Κυρία, πίσω από την πλάτη μας, κάτω από τα πόδια μας, χωρίς να αρθρώνεται επίσημα και υπεύθυνα ολοκληρωμένη πρόταση. Επιμένω σ´ αυτό, επειδή όσοι ζούμε στη Θράκη αγωνιούντες και αγωνιζόμενοι για το μέλλον της, τρομάζουμε όταν βιώνουμε ξαφνικά την εισβολή διαφόρων ''σωτήρων'' της οι οποίοι δεν έχουν διαχρονική και σταθερή παρουσία στον τόπο μας, ούτε προτείνουν διάφανους στόχους.

Μάλιστα, πρόσφατα δημοσιεύματα καθιστούν αμφιλεγόμενες μέχρι και ύποπτες τις εν λόγω "σωτήριες" αυτές διασυνδέσεις.

Στη Θράκη υπάρχουν και λειτουργούν Θεσμοί, Φορείς, Οργανισμοί, υπάρχουν και οι πολίτες της που σηκώνουν το βάρος της προοπτικής και του μέλλοντός της.

Ας μην λησμονούμε, τέλος, την γνωστή στους  Έλληνες προειδοποίηση, που ήταν ο πραγματικός φόβος του Λαοκόοντα: ''φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας .....''.

Και ο δικός μας φόβος δεν είναι ανυπόστατος, ούτε φανταστικός...

Εύχομαι να μην χρειαστεί να τον επεξηγήσω περισσότερο αναλυτικά".

top
Has no content to show!