Άρθρα - Απόψεις

Πόσα παίρνει ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος;

Έτριβε τα μάτια του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος διαβάζοντας ότι οι μητροπολίτες παίρνουν τεσσερισήμισι χιλιάδες ευρώ τον μήνα.

Η αλήθεια είναι πως ο ίδιος ο Μακαριώτατος παίρνει 1.920 ευρώ καθαρά μηνιαίως.

Οι δε μητροπολίτες λαμβάνουν 1.600 με 1.700 ευρώ κάθε μήνα.

Να αναφερθεί ότι το θέμα το έχει αποκαλύψει και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος πριν από λίγο καιρό από Αμβωνος, λέγοντας πώς οι αποδοχές του είναι κάτι παραπάνω από 2.000 ευρώ το μήνα μικτά.

Αρα άνθρακες ο θησαυρός για όσους επιμένουν να παρομοιάζουν τα ειδικά μισθολόγια του Δημοσίου που αφορούν την Εκκλησία της Ελλάδος με τις χρυσοφόρες αποδοχές στα ρετιρέ των ΔΕΚΟ...

 

Άδικη και υπερβολική η συνεχιζόμενη προφυλάκιση του Γέροντα Εφραίμ

images

Η αδελφότητα μαζί με το Γέροντα στη σταυρική δοκιμασία μέχρι την τελική δικαίωση...

Η Αδελφότητα της Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου εκφράζει τη βαθύτατη θλίψη της για την απόρριψη του αιτήματος που υποβλήθηκε για την αποφυλάκιση του Καθηγουμένου μας Γέροντος Εφραίμ.

Θεωρούμε άδικη και υπερβολική τη συνεχιζόμενη προφυλάκιση του Γέροντος Εφραίμ.

Διαφωνούμε και αδυνατούμε να κατανοήσουμε το δικαιολογητικό, όπως αυτό περιγράφεται, στη Διάταξη που εκδόθηκε από την Ειδική Ανακρίτρια, κ. Ειρήνη Καλού, η οποία ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο Γέροντας Εφραίμ έχει ροπή στην εγκληματικότητα.

Ως Αδελφότητα γνωρίζουμε καλύτερα από τον καθένα, ζώντας τον νυχθημερόν, ποιός είναι ο Γέροντας.

Ένας άνθρωπος της προσευχής, της ασκητικής ζωής, της ακτημοσύνης και της προσφοράς.

Ο βίος και η πνευματική πορεία του, κάθε άλλο παρά αποδεικνύει την δήθεν σταθερή βούλησή του προς διάπραξη εγκλημάτων.

Θεωρούμε, επίσης, αδιανόητο τον ισχυρισμό ότι οι πράξεις του προδιαγράφουν ως πολύ πιθανή και την εγκληματική συμπεριφορά του στο μέλλον, αν αφεθεί ελεύθερος. 

Με όλη τη δύναμη της ψυχής μας δηλώνουμε πως βρισκόμαστε στο πλευρό του Γέροντός μας και πορευόμαστε μαζί του σε αυτή την Σταυρική δοκιμασία.

Επιμένουμε στην πλήρη αθωότητά του και προσβλέπουμε στην όσο το δυνατό πιο γρήγορη δικαίωσή του.

Με αυτή την ευκαιρία θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη και τις ευχαριστίες μας προς όλους αυτούς που έσπευσαν και σπεύδουν να στηρίξουν εμπράκτως τον Γέροντα Εφραίμ και την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.

Με τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας μας είμαστε βέβαιοι ότι θα λάμψει η αλήθεια και θα αποκατασταθεί το δίκαιο.

Η Αδελφότητα της Μονής

Η Δικαιοσύνη στο Προσκήνιο....

images

Βασίλειος Κόκκινος, Επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου - 23.40

Στον ορυμαγδό των πληροφοριών για τη νέα δανειακή σύμβαση και τα δραματικά μέτρα που αυτή συνεπάγεται, δύο ενδιαφέροντα γεγονότα έγιναν γνωστά από τον χώρο της Δικαιοσύνης.

1. Με πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, και με ψήφους 7 κατά 4, απορρίφθηκε το αίτημα του υπουργού Δικαιοσύνης περί αντικαταστάσεως των δύο Οικονομικών Εισαγγελέων κ.κ. Γρηγορίου Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη.

Οι Εισαγγελείς αυτοί, όπως είναι γνωστό, είχαν την ευσυνειδησία και το σθένος να απευθύνουν προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου έγγραφο με στοιχεία που περιήλθαν εις αυτούς κατά τη διεξαγωγή νομίμου προανακρίσεως, έχοντες τη γνώμη ότι προκύπτουν ενδίξεις ποινικής ευθύνης του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου και του πρώην υπουργού Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, για παραποίηση του ελλείμματος του 2009, προκειμένου η Βουλή να αποφασίσει, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.

Ο υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε την αντικατάστασή τους, διότι είχαν δηλώσει, ότι «δεν δέχονται να είναι Εισαγγελείς υπό απαγόρευση ή καθ’ υπαγόρευση», χωρίς να εξηγήσουν ποίοι προσπάθησαν να τους επηρεάσουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Όμως αυτά που είχαν αποκαλυφθεί ήσαν αρκετά για να δικαιολογήσουν την έκφραση αυτή των δύο Εισαγγελέων.

Διότι ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, σε σχετική ανακοίνωσή του, είχε ομολογήσει, ότι δέχθηκε σε ακρόαση τους Εισαγγελείς αυτούς και τους συνέστησε να επισπεύσουν τη σχετική δικογραφία, χωρίς να εξηγήσει, εάν οι ίδιοι προσήλθαν στο γραφείο του αυτοβούλως ή τους εκάλεσε προς αυτό. Παραδέχθηκε επίσης ότι την ίδια σύσταση προς αυτούς είχαν κάνει και δύο ανώτεροι τούτων Εισαγγελικοί Λειτουργοοί, προφανώς κατόπιν υπουργικής παρακλήσεως ή υποδείξεως.

Αλλά αυτό και μόνο δικαιολογεί την αντίδραση των ως άνω Εισαγγελέων.

Διότι η σύσταση προς επιτάχυνση μιας δικογραφίας, τόσο σημαντικής από απόψεως συνεπειών και πολιτικής ευθύνης, δεν μπορεί να έχει την έννοια της εις βάθος αντικειμενικής ερεύνης της δικογραφίας, αλλά μόνο της ταχείας περαιώσεώς της, ήτοι την έννοια του «κουκουλώματος», όπως λέει ο Λαός και όπως εννοεί τη σύσταση αυτή ο μέσος κοινωνικός άνθρωπος.

Η ως άνω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δίδει το μέτρο της ανεξαρτησίας και του δικαστικού σθένους της πλειοψηφίας των μελών του, που απέρριψε το αίτημα του υπουργού, απειλώντας μάλιστα και με άσκηση πειθαρχικής διώξεως τους εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι απετόλμησαν να ασκήσουν το καθήκον τους ευσυνειδήτως.

Είναι παρήγορο το γεγονός, ότι παρά τις προσπάθειες των κυβερνώντων σοσιαλ-αυταρχικών πολιτικών, προς καθυπόταξη της Δικαιοσύνης, η πλειονότης των Δικαστών ίσταται επί των επάλξεων και των παραδόσεων του Δικαστικού Σώματος με απτόητο σθένος και ήθος.

Το γεγονός, ότι μια μικρά πλειοψηφία ασυνειδήτων ή επιπολαίων Δικαστών, κατά την άσκηση των καθηκόντων της δεν έχει ως προέχον κριτήριο την ορθή απονομή του Δικαίουι, αλλά την, κατά τον ευκολότερο τρόπο, περαίωση των δικογραφιών και μόνον, δεν εξουδετερώνει την αξία του έργου εκείνων που μάχονται και μοχθούν για την απονομή του Δικαίου.

Αυτοί δε είναι –ελπίζω– και οι περισσότεροι.

Πάντως χρέος των επιθεωρητών είναι να αναζητήσουν και εντοπίσουν τους πρώτους, οι οποίοι με την υπηρεσιακή συμπεριφορά τους απελπίζουν τους πολίτες και συγχρόνως πλήττουν το κύρος της Δικαιοσύνης και βλάπτουν τους ευσυνειδήτους συναδέλφους τους.

Δεν είναι νοητό, για παράδειγμα, μια πρόεδρος Πρωτοδικών του πρώτου Δικαστηρίου της χώρας να δικάζει 36 αιτήματα εκδόσεως προσωρινής διαταγής, να έρχεται στο γραφείο της καθυστερημένη επί 40 λεπτά, να αργεί στη συνέχεια κατά την εκδίκαση των υποθέσεων 2 ώρες, μετά την πάροδο του ωραρίου της Γραμματείας, να μη μεριμνά για την ύπαρξη Γραμματείας, προς σύνταξη των αναγκαίων εγγράφων, και στη συνέχεια να θέτει σε όλες τις αιτήσεις –πλην μιας– τη σφραγιδούλα με τη λέξη «απορρίπτει» και να φεύγει ήσυχη! Εβδομήντα δικηγόροι και άλλοι τόσοι διάδικοι και μάρτυρες περίμεναν ματαίως επί 6 ώρες.

Προς τι να υπάρχει διαδικασία εκδόσεως διαταγής επί ασφαλιστικών μέτρων, όταν ορίζονται δικαστές μη έχοντες επίγνωση των καθηκόντων τους και στοιχειώδη συναίσθηση της ευθύνης τους έναντι των πολιτών; Σε αυτές τις περιπτώσεις ευθύνη έχει και ο προϊστάμενος του Πολυμελούς Δικαστηρίου, διότι ορίζει δικαστές ήσσονος ευσυνειδησίας και επιγνώσεως του καθήκοντος.

2. Η Ανακρίτρια επί της υποθέσεως του Βατοπαιδίου απέρριψε την αίτηση αποφυλακίσεως του καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου Γέροντος Εφραίμ, εμμένουσα προφανώς στην αρχική της κρίση, πως είναι ύποπτος διαπράξεως και άλλων αξιοποίνων πράξεων.

Η ποινικοποίηση του δικαιώματος της διεκδικήσεως μιας αξιώσεως είναι πρωτοφανής. Πολύ περισσότερο δε και το συμπέρασμα ότι τα όργανα του κράτους που απεφάσισαν αρμοδίως (μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και υπουργοί), παρασύρθηκαν τάχα από την πειθώ του Γέροντος Εφραίμ.

Όταν μάλιστα το συμπέρασμα αυτό δεν στηρίζεται σε κανένα έγγραφο ή εμμάρτυρο στοιχείο –αφού ουδένα των ως άνω οργάνων παρεδέχθη ή ισχυρίσθηκε ότι επείσθη από όσα είπε ο καθηγούμενος της Μονής Βατοπαιδίου– αλλά είναι εντελώς αυθαίρετο και παράνομο. Ως εκ τούτου δε, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση κρίσεως ανεπηρεάστου δικαστικής συνειδήσεως.

Οι πολίτες που δεν είναι επηρεασμένοι από πολιτικές προκαταλήψεις, ανατρεπτικές κοσμοθεωρίες και προσωπικές αυθαίρετες θέσεις, απογοητεύονται και θλίβονται, όταν η Δικαιοσύνη συμπεριφέρεται με τόση σκληρότητα προς έναν Καθηγούμενο, προερχόμενο εκ Κύπρου.

Διότι η Εκκλησία της Κύπρου επιτρέπεται να αναπτύσσει οικονομική δραστηριότητα προς εκπλήρωση των σκοπών της, χωρίς να επικρίνεται από την κυπριακή κοινωνία. Αντιθέτως, στην Ελλάδα κυριαρχεί διαφορετική αντίληψη.

Η μέριμνα για την Ευρώπη του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου

images

Από την εποχή της νεότητός του ο Μακαριστός Χριστόδουλος ανησυχούσε για το μέλλον του Ελληνισμού στην Ευρώπη.

Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο Χριστόδουλος, δεν εκδήλωσε καμίαν αντίθεση για την ένταξη στην Ευρώπη.

Σε πολλά κείμενά του όμως, διετύπωνε την ανάγκη η ένταξη να συνοδεύεται από αγώνα για την αυτοσυνειδησία των Ελλήνων.

Ήταν βέβαιος ότι η ένωση της Ευρώπης, αποτελεί πνευματική και ποιμαντική πρόκληση – όχι αυτονόητα αρνητική, αλλά που αναπότρεπτα θα καταλήξει αρνητική εάν συνεχισθεί η σιωπή και αδιαφορία της Εκκλησίας μας.

Εκτιμούσε ότι είναι επικίνδυνο και κοντόφθαλμο να βλέπουμε την ένωση της Ευρώπης μόνο ως ένα ταμείο, ή ως υπόθεση μόνο της πολιτείας και των παραγωγικών τάξεων.

Θεωρούσε ότι η Εκκλησία πρέπει να ενδιαφερθεί επειγόντως και πολύ σοβαρά για το σε ποιό περιβάλλον, κοινωνικό και πολιτικό, οικονομικό και θεσμικό, κυρίως όμως ποιμαντικό και παιδευτικό, πρόκειται να ζήσουν οι νέοι μας.

Πνευματικά, έβλεπε την ένωση της Ευρώπης ως μία μοναδική ευκαιρία να επανεξετασθεί η σχέση της Ορθοδοξίας και του ευρωπαϊκού κόσμου.

Τον προβληματισμό του τον έδειξε ακόμη μια φορά, με τον πιο επίσημο τρόπο, αμέσως μόλις εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα περί Ευρώπης στον ενθρονιστήριο λόγο του το 1998:

«Καθώς είναι βέβαιο ότι κυοφορείται ένας νέος πολιτισμός που θα κρίνει την πορεία της Ευρώπης, η ευθύνη μας, ελληνικής Πολιτείας και ελληνικής Εκκλησίας, για το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι είναι πελώρια.

Η Εκκλησία οφείλει να διαθέτει ευρεία αντίληψη του διεθνούς περίγυρου, κατανόηση των διαδικασιών της Ευρωπαϊκής ενοποίησης και να έχει θετική συμβολή για την υλοποίηση των στόχων της.

Ως Εκκλησία στηρίζουμε τις προσπάθειες του λαού μας, της κυβέρνησής του και της ηγεσίας του για την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. Όμως αυτό δεν σημαίνει απάρνηση της ταυτότητάς μας, της ελληνορθοδοξίας μας. Η ένωσή μας με την Ευρώπη δεν καταργεί την πολυμορφία.

Αντιθέτως, η εμμονή και η προστασία της πνευματικής ταυτότητας κάθε ευρωπαϊκού λαού, αποτελεί το κύριο γνώρισμα του ευρωπαϊκού κόσμου.

Γι’ αυτό –ναι- μένουμε στην Ευρώπη όχι όμως ως φτωχοί συγγενείς, μακρινοί Ανατολίτες, ξένοι προς το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλ’ ως οικείοι μέσα στο μεγάλο ευρωπαϊκό μας σπίτι».

Και πραγματικά, ο αείμνηστος γέροντάς μου, πολύ γρήγορα προχώρησε στη σύσταση Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως των Ευρωπαϊκών Θεμάτων.

Καρπός αυτής της γόνιμης μέριμνας ήταν και είναι και η δημιουργία ειδικού ιστοχώρου της Εκκλησίας μας, του αγγλόφωνου – και γι’ αυτό ίσως γνωστού κυρίως στην Ευρώπη – ιστοχώρου European Spirit.

Στη διάρκεια της Αρχιεπισκοπίας του εξεφώνησε περισσότερες από 30 ομιλίες για την Ένωση της Ευρώπης, επισκέφθηκε τις Βρυξέλλες και μίλησε με Ευρωβουλευτές εκεί, μίλησε σε ξένα Πανεπιστήμια, τιμήθηκε ως επίτιμος διδάκτωρ, και είχε ιδιαίτερες συναντήσεις με ευρωπαϊστές όπως ο Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο Ζακ Ντελόρ, ο Ζώρζ Σαντέρ, ο Πρόεδρος της Ευρωβουλής Χ. Γκ. Πέτερινγκ, και πολλούς Επιτρόπους.

Ο μακαριστός δεν έκρυβε την ανησυχία του: με ποια εφόδια ψυχής θα πάει ο Έλληνας στην Ευρώπη να εργασθεί, πως θα κρατήσει υψηλά την αυτοεκτίμησή του και την ιδιοπροσωπία του, όταν εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες διδάσκεται πως το ευρωπαϊκό είναι υψηλό και το ελληνικό είναι άξιο καταφρόνησης;

Πως θα κρατήσει την πίστη του μέσα σε ένα περιβάλλον που κι όταν δεν είναι χριστιανοφοβικό πάντως αρνείται να δει την πίστη ως κάτι πέραν των απλών προσωπικών δεδομένων;

Μιλώντας στο Συνέδριο των Γάλλων Συμβολαιογράφων, έθεσε και σε αυτούς το πρόβλημα:

«Διερωτώμαι: θα μπορέσουμε άραγε οι Ευρωπαίοι να κρατήσουμε στη ζωή τα έθνη μας - όχι ως ρατσιστικό αλλά ως ταυτοτικό μας στοιχείο;

Θα κρατήσουμε στη ζωή τις κοινωνίες μας - όχι ότι τις θεωρού ιδανικές αλλά επειδή μας δίνουν ακόμη ένα κοινό αξιακό πλαίσιο, επιτρέποντάς μας έτσι να συνειδητοποιήσουμε την παράβασή του ακόμη και χωρίς καθόλου νομικές γνώσεις;

Θα κρατήσουμε ζωντανές τις ιστορίες μας, και κυρίως το πέρα από αυτές ζωτικό τοπίο, τις παραδόσεις μας; Θα διατηρήσουμε τις γλώσσες μας – όχι ως απλή γνώση αλλά ως έκφραση της ψυχής μας;

Θα συνεχίζουμε να διαβάζουμε στο πρωτότυπο την ποίησή μας, να εκφράζουμε μέσω αυτής τη ζωή, την ελπίδα, τις αγάπες μας και τον πόνο της απουσίας τους;»

Αυτή την αγωνία εξέφραζε και η σταθερή άρνησή του να δεχθεί την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη. Είναι πολύ μακράν της πραγματικότητος αυτοί που θεωρούσαν την άρνησή του ως πολιτική αιχμή κατά του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.

Ο Χριστόδουλος γνώριζε πολύ καλά τα ωφέλη που θα είχε το Πατριαρχείο από την ένταξη της Τουρκίας, ωφέλη που θα είχε όλη η Ορθοδοξία.

Αλλά είχε πλήρη πεποίθηση ότι η Ευρώπη δεν θα έχει πράγματι τη δύναμη να εντάξει την Τουρκία, μια χώρα της τάξεως των 100 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο κίνδυνος για τον Χριστόδουλο είναι άμεσος: η ένταξη της Τουρκίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα και αμέσως στην πλήρη αποσάθρωση του ίδιου του ευρωπαϊκού κόσμου, στην πλήρη εξαλλοίωση του πνευματικού του ιστού.

Όχι μόνο δεν ήταν αντιευρωπαϊστής ο Χριστόδουλος, όπως είπαν κάποιοι απρόσεκτοι, αλλά στάθηκε υπερασπιστής της ευρωπαϊκής ταυτότητος, υπέρμαχος της ευρωπαϊκής πνευματικής κληρονομιάς.

Οι εύκολοι αρνητές του Χριστόδουλου, ισχυρίσθηκαν πως δεν είναι καθήκον της Εκκλησίας η υπεράσπιση της ιδιοπροσωπίας του λαού μας, και μάλιστα συχνά χαρακτήρισαν αυτή τη μέριμνα ως εθνικιστικό ιδεολόγημα. Ο ίδιος απάντησε σε αυτό πολλές φορές. Εδώ, θα μου επιτραπεί να παραθέσω ένα απόσπασμα από ομιλία του που δεν πρόλαβε να εκφωνήσει:

«Επειδή η Εκκλησία είναι κοινωνία προσώπων, αυτονοήτως είναι κιβωτός και προστάτης των χαρισμάτων κάθε προσώπου και του ποιμνίου ως συνόλου, άρα και των προσωπικών, κοινωνικών και εθνικών παραδόσεών του· είναι κιβωτός και προστάτης της ιστορικής συνείδησής του, της πολιτιστικής κληρονομιάς του – με δυό λόγια, είναι ταμείο και φύλακας πού συνιστά την ιδιομορφία κάθε προσώπου και του ποιμνίου που φέρει και αυξάνει την κληρονομιά».

Η παρακαταθήκη που άφησε σε όλους τους Έλληνες ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος, είναι ξεκάθαρη και στο κεφάλαιο Ελλάδα/Ευρώπη.

Μας ζήτησε να μείνουμε στην Ευρώπη εργαζόμενοι υπέρ του πολιτισμού της, και να έχουμε πάντοτε υπ’ όψιν μας ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι αδιανόητος χωρίς το Χριστό, τη χριστιανική πίστη και την κλασσική παιδεία.

Ωστόσο όμως ο ίδιος, ατενίζοντας το δυσοίωνο μέλλον που τώρα ζούμε, τελματωμένοι μέσα σε μια ηθική, πνευματική και οικονομική κρίση, λοιδορούμενοι από τους άλλοτε ευρωπαίους θύτες μας, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έρχονται με σκοπό να πετύχουν την υλική και πνευματική μας αφαίμαξη και την υποδούλωσή μας στα άνομα και άδικα συμφέροντά τους, μας προτρέπει στον κύκνειο πρωτοχρονιάτικο λόγο του το 2008, χαρίζοντάς μας τη χαμένη μας δύναμη, την παρηγοριά και την ελπίδα: «Η κατάσταση δεν αλλάζει μαγικά και μηχανικά.

Χρειάζονται να πολλαπλασιασθούν οι άνθρωποι που κάνουν Αντίσταση.

Που παραμένουν πιστοί στις παραδόσεις μας, στις αξίες μας, στην ιστορία μας και στους αγώνες μας.

Οι αναθεωρητές πολύ κακή συγκυρία επέλεξαν για να γκρεμίσουν από τις καρδιές των Ελλήνων τα κάστρα των θυσιών.

ΣΤΑΘΗΤΕ ΟΛΟΙ ΟΡΘΙΟΙ στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας.

Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του.

Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ότι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει».

Αυτές τις ηθικές και πατρικές προτροπές ενστερνιζόμενοι, θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις όποιες κρίσεις στην προσωπική αλλά και κοινωνικής μας ευρωπαϊκή ζωή διατηρώντας την αυτοσυνειδησία μας, την ελληνική μας ταυτότητα.

Αυτή η ταπεινή αναφορά στις ιδέες και τα πιστεύω του για την Ευρώπη και τη σχέση της Ελλάδας με αυτή, ας είναι τώρα, πού συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του, ελάχιστος φόρος τιμής.

 

Ο ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ

Ναυπάκτου Ιερόθεος: "Ο σφυγμός του Αγίου Όρους"

images

Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13

Έ­χω γρά­ψει πολ­λές φο­ρές σε βι­βλί­α και έ­χω μι­λή­σει σε διά­φο­ρα α­κρο­α­τή­ρια για το Ά­γιον Ό­ρος και την ζω­ή του, α­πό την α­να­το­λή έ­ως την δύ­ση. Σε μια ο­μι­λί­α μου και συ­ζή­τη­ση που έ­γι­νε σε ορ­θο­δό­ξους φοι­τη­τές και ε­πι­στή­μο­νες στην Δα­μα­σκό της Συ­ρί­ας και κρά­τη­σε πε­ρί­που μια ο­λό­κλη­ρη μέ­ρα (9 ώ­ρες) στο τέ­λος κά­ποιος α­ρα­βό­φω­νος ορ­θό­δο­ξος εί­πε με δυ­να­τή φω­νή: «Μάς μέ­θυ­σες α­πό το κρα­σί του Α­γί­ου Ό­ρους».

Πράγ­μα­τι, το Ά­γιον Ό­ρος δια­θέ­τει έ­να δυ­να­τό κρα­σί, ά­κρα­τον οί­νον, α­νέ­δει­ξε μο­να­χούς που ή­ταν με­θυ­σμέ­νοι α­πό την νη­φά­λια μέ­θη και γι’ αυ­τό ως με­θυ­σμέ­νος μπο­ρεί κα­νείς να γρά­ψη, να μιλήση και να α­κού­ση για το Ά­γιον Ό­ρος.

Σε έ­να άλ­λο τρι­ή­με­ρο σε­μι­νά­ριο στην Τα­κό­μα του Σιάτλ της Α­με­ρι­κής ά­κου­σαν για τρεις η­μέ­ρες πε­ρί­που 200-300 προ­σή­λυ­τοι στην Ορ­θο­δο­ξί­α για την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά με εν­δια­φέ­ρον, προ­σευ­χή και κα­τά­νυ­ξη, σε συ­σχε­τι­σμό με την σύγχρο­νη ζω­ή του Α­γί­ου Ό­ρους και εί­παν ό­τι ο­σφράν­θη­καν την α­τμό­σφαι­ρα Α­γί­ου Ό­ρους.

Πα­ντού ο λό­γος πε­ρί του Α­γί­ου Ό­ρους προ­κα­λεί εν­δια­φέ­ρον και προ­σευ­χή.

Η συγ­γρα­φή του τρί­το­μου έρ­γου του π. Μω­ϋ­σή με τίτ­λο «Μέ­γα Γε­ρο­ντι­κό ε­να­ρέ­των α­γιο­ρει­τών του ει­κο­στού αι­ώ­νος» μου δί­νει την ευ­και­ρί­α για μια α­κό­μη φο­ρά να εκ­φρά­σω την α­γά­πη μου για το Ά­γιον Ό­ρος που γνώ­ρι­σα και την ση­μα­σί­α του για την Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α γε­νι­κό­τε­ρα, αλ­λά και την αν­θρω­πό­τη­τα, για­τί πα­ρου­σιά­ζει έ­ναν τρό­πο ζω­ής που εί­ναι δυ­σεύ­ρε­τος.

Για να κα­τα­λά­βη κα­νείς το Ά­γιον Ό­ρος χρειά­ζε­ται να το προ­σεγ­γί­ση με τα μά­τια της καρ­δι­άς, με τον έ­σω άν­θρω­πο, την ορ­μή του πνεύ­μα­τος, για­τί το φώς του εί­ναι τό­σο δυ­να­τό που τυ­φλώ­νει τον άρ­ρω­στο ο­φθαλ­μό και η α­κο­ή τό­σο ι­σχυ­ρή που σπά­ζει τα τύ­μπα­να, τα ο­ποί­α εί­ναι συ­νη­θι­σμέ­να να α­κού­νε συμ­βα­τι­κές φω­νές.

1. Η προ­σω­πι­κή μου προ­σέγ­γι­ση του Α­γί­ου Ό­ρους

Ά­κου­γα γε­νι­κά για το Ά­γιον Ό­ρος α­πό την μι­κρή μου παι­δι­κή η­λι­κί­α, α­φού ο πα­τέ­ρας μου πριν πα­ντρευ­τή εί­χε ι­σχυ­ρά ε­πι­θυ­μί­α να μο­νά­ση στο Ά­γιον Ό­ρος και έ­κτο­τε ζού­σε συ­νε­χώς με την α­να­φο­ρά του σε αυ­τό. Διά­βα­ζε βι­βλί­α που ε­ξέ­φρα­ζαν το Ά­γιον Ό­ρος και την α­γιο­ρεί­τι­κη ζω­ή και μας με­γά­λω­σε με α­για­σμέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες και ι­στο­ρί­ες α­σκη­τών. Α­πό μι­κρός γνώ­ρι­σα έ­ναν α­γιο­ρεί­τη Μο­να­χό που μό­να­ζε στα Ζα­γο­ρο­χώ­ρια, τον π. Ι­ά­κω­βο Βο­λο­δή­μο, που μου μί­λη­σε πρώ­τη φο­ρά για την ευ­χή.

Την δε­κα­ε­τί­α του ’­60 γνώ­ρι­σα προ­σω­πι­κά το Ά­γιον Ό­ρος. Η προ­ε­τοι­μα­σί­α μου έ­γι­νε στο Πα­νε­πι­στή­μιο με την ε­κμά­θη­ση της πα­λαιο­γρα­φί­ας, δη­λα­δή δι­δά­χθη­κα να δια­βά­ζω τους κώ­δι­κες με τα βι­βλι­κά και πα­τε­ρι­κά κείμενα.

Μέ αυ­τό το κί­νη­τρο ε­ξω­τε­ρι­κά, αλ­λά και με την καρ­δια­κή μου α­να­ζή­τη­ση πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος για να με­λε­τή­σω μα­ζί με ο­μά­δα συμ­φοι­τη­τών μου και Κα­θη­γη­τών στις Βι­βλιο­θή­κες των Μο­νών του Α­γί­ου Ό­ρους, μό­λις εί­χε γιορ­τα­σθή η χι­λε­τη­ρί­δα του (1963), και τό­τε υ­πήρ­χαν κο­σμι­κοί άν­θρω­ποι που πε­ρι­έ­γρα­φαν τις γιορ­τές ε­κεί­νες ως τον ε­πι­θα­νά­τιο ρόγ­χο του.

Ό­μως το Ά­γιον Ό­ρος δεν πε­θαί­νει εύ­κο­λα, για­τί δια­θέ­τει άλ­λους ρυθ­μούς, και τό­τε που φαί­νε­ται ό­τι τε­λει­ώ­νει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­λειού­ται, α­να­σταί­νε­ται και ζω­ο­γο­νεί­ται.

Πλη­σί­α­σα το Ά­γιον Ό­ρος έ­να πρω­ϊ­νό –βα­θύ όρ­θρο– του Ι­ου­νί­ου του έ­τους 1966. Τα μά­τια του σώ­μα­τος μου μα­γεύ­ο­νταν α­πό το καταπληκτικό το­πί­ο που έ­βλε­παν και τα μά­τια της καρ­δι­άς μου προ­σπα­θού­σαν να συλ­λά­βουν αυ­τό που δεν φαι­νό­ταν ε­ξω­τε­ρι­κά, να αι­σθαν­θούν τον τό­πο του μυ­στη­ρί­ου εκ­στα­τι­κά.

Ξε­κί­νη­σα α­πό τις βι­βλιο­θή­κες των Ι­ε­ρών Μο­νών, σε συν­δυ­α­σμό με τις α­γιο­ρεί­τι­κες α­κο­λου­θί­ες, που μου φαί­νο­νταν σaν μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη ζω­ή κου­βέ­ντια­ζα με τους μο­να­χούς και κα­τα­λά­βαι­να ό­τι εί­χαν άλ­λο ή­θος και χρη­σι­μο­ποιού­σαν άλ­λη γλώσ­σα ά­κου­γα τις συ­νο­μι­λί­ες τους, που εί­χαν μια ι­διαί­τε­ρη χά­ρη και α­να­φέ­ρο­νταν σε άλ­λα ζη­τή­μα­τα έ­βλε­πα έ­ναν κό­σμο που ερ­χό­ταν α­πό πα­λαιά και ε­ξέ­φρα­ζε μια άλ­λη πα­ρά­δο­ση πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή α­πό τον στο­χα­στι­κή-α­κα­δη­μα­ϊ­κή νο­ο­τρο­πί­α και την η­θι­κί­στι­κη γνώ­ση που συ­να­ντού­σα έ­ως τό­τε έ­βλε­πα μια νε­κρο­α­να­στά­σι­μη πο­λι­τεί­α.

Σάν να ξυ­πνού­σα α­πό έ­ναν ύ­πνο και έ­βλε­πα άλ­λους αν­θρώ­πους, που έρ­χο­νταν α­πό κά­ποιο άλ­λον πλα­νή­τη, με άλ­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, άλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, άλ­λη βιο­τή.

Α­πό τις βι­βλιο­θή­κες και τους κώ­δι­κες, πέ­ρα­σα στην ζω­ή των κοι­νο­βια­κών και ι­διορ­ρύθ­μων Μο­νών –πού τώ­ρα ε­ξέ­λει­παν α­νοί­χτη­κα στην σκη­τι­ώ­τι­κη ζω­ή και την έ­ρη­μο περ­πά­τη­σα ώ­ρες ο­λό­κλη­ρες μέ­σα στα ή­συ­χα και α­για­σμέ­να μο­νο­πά­τια του Α­γί­ου Ό­ρους, που συν­δέ­ουν ό­λες τις Ι­ε­ρές Μο­νές πέ­ρα­σα α­πό α­πό­το­μους, κρη­μνώ­δεις βρά­χους γνώ­ρι­σα σο­φούς και α­πλούς μο­να­χούς, λο­γά­δες και σι­ω­πη­λούς, κα­τά Χρι­στόν σα­λούς, α­νυ­πό­δυ­τους και μο­νο­χί­τω­νες, αλ­λά και σο­φούς και ευ­παι­δεύ­τους, που στέ­κο­νταν θαυ­μά­σια σε κο­σμι­κά α­κρο­α­τή­ρια εί­δα μά­τια έ­ντο­να και δι­εισ­δυ­τι­κά, α­γνά, ή­ρε­μα, γλυ­κά, αλ­λά και με­ρι­κά πο­νη­ρά που α­πο­τε­λού­σαν την πα­ρα­φω­νί­α του Ό­ρους μοι­ρά­στη­κα το φα­γη­τό και το πο­τό τους, αλ­λά και τον γλυ­κύ­τα­το λό­γο τους ά­κου­γα λό­γους για τον θά­να­το και την ζω­ή α­γά­πη­σα την νύ­κτα και τον όρ­θρο, τις α­γρυ­πνί­ες με το παι­χνι­διά­ρι­κο ψάλ­σι­μο προ­σευ­χή­θη­κα στα μο­νο­πά­τια και κά­τω α­πό τα δέν­δρα, στους βρά­χους και τις σπη­λι­ές ξα­γρύ­πνη­σα σε ο­λο­νύ­κτι­ες α­κο­λου­θί­ες, αλ­λά και σε μι­κρά εκ­κλη­σά­κια, και μά­λι­στα στις α­πλω­τα­ρι­ές, σε κα­λο­και­ρι­νές ο­λό­φεγ­γες βρα­δυ­ές.

Το κυ­ρι­ό­τε­ρο εί­ναι ό­τι στις ε­πα­νει­λημ­μέ­νες ε­πι­σκέ­ψεις μου ά­κου­σα την μυ­στι­κή κραυ­γή του Α­γί­ου Ό­ρους, τον ε­σω­τε­ρι­κό κτύ­πο της καρ­δι­άς του, τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής μυ­στι­κής ζω­ής του.

Εί­δα το Ά­γιον Ό­ρος ως έ­ναν ζω­ντα­νό άν­θρω­πο, που έ­χει πνευ­μό­νια με τα ο­ποί­α α­να­πνέ­ει το ο­ξυ­γό­νο της αι­ω­νι­ό­τη­τας στό­μα για να κραυ­γά­ζη α­κα­τά­παυ­στα και να βρυ­χά­ται α­πό πεί­να και δί­ψα για Θεό καρ­διά που έ­χει τον ρυθ­μό της ε­σω­τε­ρι­κής νο­ε­ράς προ­σευ­χής, μέ­σα α­πό την ο­ποί­α βγαί­νει μια δυ­να­τή φω­νή με την ε­πέν­δυ­ση της σι­ω­πής σώ­μα πο­λυ­όμ­μα­το, σaν τα Χε­ρου­βείμ, που βλέ­πουν μα­κρυά.

Ό­λα αυ­τά αν και φαί­νο­νται α­ντί­θε­τα με­τα­ξύ τους, εν τού­τοις εί­ναι αρ­μο­νι­σμέ­να.

Σε ό­λες τις με­τέ­πει­τα ε­πι­σκέ­ψεις μου, στις δε­κα­τί­ες του '­60, '­70, '­80, εί­χα κέ­ντρο την Νέ­α Σκή­τη, μια ευ­λο­γη­μέ­νη α­πό κά­θε πλευ­ρά πε­ριο­χή, μέ­νο­ντας στο κα­λύ­βι του Αρ­χι­μαν­δρί­του Σπυ­ρί­δω­νος (Ξέ­νου), που τον εί­χα Δι­ευ­θυ­ντή στο οι­κο­τρο­φεί­ο του Α­γρι­νί­ου, κα­τά τα μαθητικά μου χρό­νια, μια ι­σχυ­ρή φυ­σιο­γνω­μί­α, που ε­ξέ­φρα­ζε την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα των α­γιο­ρει­τών Πα­τέ­ρων, με τον αυ­θόρ­μη­το, δι­εισ­δυ­τι­κό, ε­λε­γκτι­κό λό­γο, αλ­λά και την μη­τρι­κή καρ­διά, ό­ταν χρεια­ζό­ταν. Α­πό την Νέ­α Σκή­τη, ό­που α­σκού­νταν ευ­λο­γη­μέ­νοι Πα­τέ­ρες και δια­τη­ρώ συ­γκι­νη­τι­κές α­να­μνή­σεις στην καρ­διά μου, ως πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό, ξα­νοι­γό­μουν, ως σε ορ­μη­τή­ριο πνεύ­μα­τος, στην έ­ρη­μο του Α­γί­ου Ό­ρους.

Στο Ά­γιον Ό­ρος γνώ­ρι­σα έ­ναν άλ­λον κό­σμο, μια άλ­λη Ή­πει­ρο, γύ­ρι­σα στο πα­ρελ­θόν και αι­σθα­νό­μουν το μέλ­λον, εί­δα πώς πε­ρί­που ζού­σε ο Α­δάμ προ της πτώ­σε­ως, πώς θρη­νού­σε με­τά την έ­ξο­δο α­πό τον Πα­ρά­δει­σο, πώς ζού­σε μέ­σα στον ά­δη και πώς ζή τώ­ρα στον Πα­ρά­δει­σο. Γνώ­ρι­σα πολ­λούς α­γιο­ρεί­τες που ζού­σαν ό­λες τις φά­σεις της α­δα­μι­κής ζω­ής, δη­λα­δή της προ­πτω­τι­κής, της με­τα­πτω­τι­κής, και της ε­σχα­το­λο­γι­κής. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι σε σμι­κρο­γρα­φί­α ο­λό­κλη­ρη η πνευ­μα­τι­κή αυ­το­βιο­γρα­φί­α της αν­θρω­πό­τη­τας, με τις πτώ­σεις και τις α­να­στά­σεις, την κοι­νω­νι­κό­τη­τα και την α­ναρ­χί­α, την η­θι­κή και την α­σκη­τι­κή, την λο­γι­κή και την υ­περ­λο­γι­κή, τον βί­ο και την ζω­ή.

2. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς για το Ά­γιον Ό­ρος

Α­πό φοι­τη­τής α­σχο­λή­θη­κα ι­διαί­τε­ρα με τον βί­ο και την δι­δα­σκα­λί­α του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε αυ­τό ο­φεί­λω με­γά­λη ευ­γνω­μο­σύ­νη στον μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γη­τή μου Πα­να­γι­ώ­τη Χρή­στου και τους τό­τε συ­νερ­γά­τες του, για­τί μας ά­νοι­ξαν τα μά­τια σε αυ­τή την δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι η καρ­διά της ορ­θό­δο­ξης θε­ο­λο­γί­ας, αλ­λά και του Α­γί­ου Ό­ρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.

Στις πε­ρί­φη­μες τριά­δες του, το γνω­στό­τε­ρο έρ­γο του πε­ρί των ι­ε­ρώς η­συ­χα­ζό­ντων, υ­πάρ­χει και μια θαυ­μά­σια α­να­φο­ρά για το Ά­γιον Ό­ρος. Α­να­φε­ρό­με­νος ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς στον ό­σιο και ο­μο­λο­γη­τή Νι­κη­φό­ρο γρά­φει: «Βί­ον αι­ρεί­ται και α­κρι­βέ­στε­ρον, δη­λα­δή τον μο­νή­ρη, τό­πον δε προς κα­τοι­κί­αν τον της α­γι­ω­σύ­νης ε­πώ­νυ­μον, εν με­θο­ρί­ω κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων (Ά­θως ού­τός ε­στιν, η της α­ρε­τής ε­στί­α), εν­διαι­τά­σθαι προ­θυ­μη­θείς».

Α­πό το χω­ρί­ο αυ­τό και τα ό­σα προ­η­γού­νται και έ­πο­νται μπο­ρού­με να σχο­λιά­σου­με δύ­ο ση­μεί­α.

Το πρώ­τον ό­τι ο Ά­θως εί­ναι το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ω­σύ­νης, δη­λα­δή το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι ο α­για­σμέ­νος τό­πος, α­φού εί­ναι το με­θό­ριον με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, η ε­στί­α της α­ρε­τής. Εί­ναι ε­πώ­νυ­μος της α­γι­ό­τη­τος, για­τί ε­κεί κα­τοι­κούν μο­να­χοί που α­γιά­ζο­νται. Άλ­λω­στε, γνω­ρί­ζου­με α­πό την ορ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α ό­τι η Χά­ρη του Θε­ού α­πό την ψυ­χή δια­πορθ­μεύ­ε­ται στο σώ­μα και α­πό ε­κεί σε ο­λό­κλη­ρη την κτί­ση. Τα πά­ντα α­γιά­ζο­νται α­πό την Χά­ρη του Θε­ού δια του α­για­σμέ­νου αν­θρώ­που.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι έ­νας τό­πος με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, α­φού σε αυ­τό μέ­νουν ε­πί­γειοι άγ­γε­λοι και ου­ρά­νιοι άν­θρω­ποι.

Εί­ναι με­τα­ξύ του κό­σμου και του Πα­ρα­δεί­σου, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι ο προ­θά­λα­μος, ο πρό­να­ος της θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, που τε­λεί­ται στον ου­ρα­νό, ό­πως την πε­ρι­γρά­φει το βι­βλί­ο της Α­πο­κα­λύ­ψε­ως του Ευ­αγ­γε­λι­στού Ι­ω­άν­νου. Εί­ναι ε­στί­α των α­ρε­τών, για­τί ε­κεί ε­ξα­σκεί­ται η πρα­κτι­κή φι­λο­σο­φί­α, η ά­σκη­ση με την νη­στεί­α, την α­γρυ­πνί­α και την προ­σευ­χή, που εί­ναι η ε­πί­βα­ση της θε­ω­ρί­ας.

Το δεύ­τε­ρον εί­ναι ό­τι στο χω­ρί­ο αυ­τό του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου του Πα­λα­μά και σε ό­λη αυ­τήν την ε­νό­τη­τα κα­τα­γρά­φε­ται σα­φέ­στα­τα η δια­φο­ρά της θε­ο­λο­γί­ας και του τρό­που ζω­ής με­τα­ξύ του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και του δυ­τι­κό­φρο­νος Βαρ­λα­άμ.

Ο Νι­κη­φό­ρος ήλ­κε το γέ­νος «εξ Ι­τα­λών», κα­τέρ­ρι­ψε την κα­κο­δο­ξί­α τους και προ­σε­χώ­ρη­σε στην Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α, η ο­ποί­α ορ­θο­το­μεί τον λό­γο της α­λη­θεί­ας.

Πή­γε στο Ά­γιον Ό­ρος, υ­πο­τά­χθη­κε στους ε­γκρί­τους των Πα­τέ­ρων, δεί­χνο­ντας για πο­λύ χρό­νο την τα­πεί­νω­σή του, προ­σέ­λα­βε α­πό ε­κεί­νους την τέ­χνη της ει­ρή­νης, δη­λα­δή την πεί­ρα της η­συ­χί­ας, και έ­γι­νε αρ­χη­γός αυ­τών που α­γω­νί­ζο­νται με τον κό­σμο της δια­νοί­ας, δη­λα­δή τους λο­γι­σμούς και τις φα­ντα­σί­ες, και πα­λεύ­ουν με τα πνευ­μα­τι­κά της πο­νη­ρί­ας, ο­πό­τε έ­γι­νε δι­δά­σκα­λος των μο­να­χών στην η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση.

Ε­πει­δή έ­βλε­πε ό­τι πολ­λοί αρ­χά­ριοι δεν μπο­ρού­σαν να συ­γκρα­τή­σουν ού­τε με­τρί­ως την α­στά­θεια του νού τους, ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος πρό­τει­νε τον τρό­πο με τον ο­ποί­ον ή­ταν δυ­να­τόν να συ­στεί­λουν με­τρί­ως «τό πο­λυ­πό­ρευ­τον και φα­ντα­σι­ώ­δες» του νού.

Σε άλ­λο ση­μεί­ο ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, α­να­φε­ρό­με­νος στον ό­σιο Νι­κη­φό­ρο, γρά­φει ό­τι για πο­λύ και­ρό πέ­ρα­σε «εν η­ρε­μί­α και η­συ­χί­α», έ­πει­τα ει­σήλ­θε στα ε­ρη­μι­κό­τε­ρα μέ­ρη του Α­γί­ου Ό­ρους, και α­φού συ­γκέ­ντρω­σε διά­φο­ρα πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α «τήν νη­πτι­κήν η­μίν αυ­τών πα­ρέ­δω­κεν πρά­ξιν».

Α­πό τις α­να­φο­ρές αυ­τές του α­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μά φαί­νε­ται η μέ­θο­δος της ευ­σε­βεί­ας και της η­συ­χα­στι­κής ζω­ής. Προ­η­γεί­ται η υ­πα­κο­ή στους πε­πει­ρα­μέ­νους Πα­τέ­ρας, μέ­σα σε ζω­ή υ­πα­κο­ής, η­συ­χί­ας και η­ρε­μί­ας, και α­κο­λου­θεί η πα­ρα­λα­βή της τέ­χνης της ει­ρή­νης των λο­γι­σμών. Μέ την ει­δι­κή αυ­τή τέ­χνη της νο­ε­ράς η­συ­χί­ας οι μο­να­χοί συ­στέλ­λουν τον νού α­πό τις φα­ντα­σί­ες και την διά­χυ­σή του στο πε­ρι­βάλ­λον, και με τον τρό­πο αυ­τόν νι­κούν τα πνεύ­μα­τα της πο­νη­ρί­ας και λαμ­βά­νουν το στε­φά­νι της νί­κης.

Α­ντί­θε­τα, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ, ε­νώ ήλ­θε και ε­κεί­νος α­πό την Ι­τα­λί­α, εν τού­τοις κρά­τη­σε την «κα­κο­δο­ξί­α».

Και «ο φι­λό­σο­φος ού­τος την ε­αυ­τού φα­ντα­σι­ώ­δη πο­λύ­νοιαν ε­πα­φή­κεν, οί­όν τι πύρ, τώ κω­λύ­ο­ντι κα­θά­περ ύ­λη χρη­σά­με­νον» ε­να­ντί­ον του Νι­κη­φό­ρου και της δι­δα­σκα­λί­ας του. Δεν σε­βά­σθη­κε την ο­μο­λο­γί­α του και την ε­ξο­ρί­α του, δεν σε­βά­σθη­κε ε­κεί­νους που εκ­παι­δεύ­θη­καν α­πό αυ­τόν στα θεί­α, δια των ο­ποί­ων ο Θε­ός στό­λι­σε και συ­νε­κρό­τη­σε την Εκ­κλη­σί­α Του.

Έ­τσι, ε­νώ ο ό­σιος Νι­κη­φό­ρος α­κο­λού­θη­σε την η­συ­χα­στι­κή μέ­θο­δο, ο φι­λό­σο­φος Βαρ­λα­άμ στη­ρί­χθη­κε στην φι­λο­σο­φί­α και τον φα­ντα­σι­ώ­δη νού ε­νώ ο Νι­κη­φό­ρος υ­πο­τά­χθη­κε στους Πα­τέ­ρας, πα­ρα­λαμ­βά­νει την τέ­χνη της η­συ­χί­ας και γεν­νά λα­μπρούς μα­θη­τάς, ο Βαρ­λα­άμ προ­σβάλ­λει και α­τι­μά­ζει τα συγ­γράμμα­τα των α­γί­ων και την μέ­θο­δο με την ο­ποί­α ο άν­θρω­πος α­πο­κτά την γνώ­ση του Θε­ού. Δύ­ο κό­σμοι διά­φο­ροι με­τα­ξύ τους, ο έ­νας κό­σμος εί­ναι της ορ­θό­δο­ξης ζω­ής, ο άλ­λος κό­σμος εί­ναι της ζω­ής της στο­χα­στι­κής και σχο­λα­στι­κής.

Ο π. Μω­ϋ­σής στο τρί­το­μο έρ­γο του πε­ρι­γρά­φει τους α­γιο­ρεί­τες Πα­τέ­ρες του ει­κο­στού αι­ώ­νος, οι ο­ποί­οι α­κο­λού­θη­σαν την ζω­ή και την μέ­θο­δο του ο­σί­ου Νι­κη­φό­ρου και ό­χι του Βαρ­λα­άμ. Και αυ­τό εί­ναι ση­μα­ντι­κό για­τί αυ­τήν την δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύ­ο αυ­τών αν­θρώ­πων την συ­να­ντά­με και σή­με­ρα στην εκ­κλη­σια­στι­κή μας ζω­ή. Υ­πάρ­χουν μο­να­χοί και λα­ϊ­κοί που α­γα­πούν την ορ­θό­δο­ξη η­συ­χα­στι­κή πα­ρά­δο­ση και άλ­λοι που α­κο­λου­θούν την βαρ­λα­α­μι­κή πα­ρά­δο­ση, η ο­ποί­α εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η σύγ­χρο­νη λε­γό­με­νη με­τα­πα­τε­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α.

Γι’ αυ­τό το έρ­γο του π. Μω­ϋ­σή εί­ναι ση­μα­ντι­κό, α­φού μας δεί­χνει το Ά­γιο Ό­ρος ως το με­θό­ριο με­τα­ξύ του κό­σμου και των υ­περ­κο­σμί­ων, ως ε­στί­α της α­ρε­τής και ως το ε­πώ­νυ­μο της α­γι­ό­τη­τος, που συ­νε­χί­ζει την πα­ρά­δο­ση των με­γά­λων α­σκη­τών της Εκ­κλη­σί­ας.

3. Το Ά­γιον Ό­ρος με τα μά­τια του π. Μω­ϋ­σή

Τόν π. Μω­ϋ­σή τον γνώ­ρι­σα στο Ά­γιον Ό­ρος, στην Μο­νή της Σί­μω­νος Πέ­τρας. Ε­κεί­νος μου εί­πε ό­τι με συ­νά­ντη­σε για πρώ­τη φο­ρά στο κα­ρά­βι που πη­γαί­να­με στο Ά­γιον Ό­ρος ε­γώ ή­μουν Κλη­ρι­κός και ε­κεί­νος λα­ϊ­κός. Δεν θυ­μά­μαι αυ­τήν την σκη­νή ού­τε και τον π. Μω­ϋ­σή.

Ό­μως ή­μουν στην Ι­ε­ρά Μο­νή Σι­μω­νό­πε­τρας το έ­τος 1979, ό­ταν την ε­πι­σκέ­φθη­κε ο π. Πα­ΐ­σιος για να μι­λή­ση με τους μο­να­χούς. Την ε­πο­χή ε­κεί­νη α­να­ζη­τού­σα τον π. Πα­ΐ­σιο για να συ­ζη­τή­σω μα­ζί του κά­ποιο θέ­μα και τον βρή­κα στην Ι­ε­ρά Μο­νή του ο­σί­ου Γρη­γο­ρί­ου.

Α­νέ­βη­κα μα­ζί του στην Σι­μω­νό­πε­τρα και ε­πει­δή δεν μπο­ρού­σε να με δη ε­κεί, με προ­σέ­λα­βε στην συ­νο­δεί­α του, βα­δί­ζο­ντας πε­ρί­που τέσ­σε­ρεις ώ­ρες για να πά­με στο Κελ­λί του, την Πα­να­γού­δα, και να μι­λή­σου­με ε­κεί, ό­που και δια­νυ­κτέ­ρευ­σα και α­ξι­ώ­θη­κα να γί­νω αυ­τή­κο­ος μάρ­τυ­ρας του τρό­που της νυ­κτε­ρι­νής προ­σευ­χής του.

Στην Σι­μω­νό­πε­τρα, λοι­πόν, ά­κου­σα την δι­ή­γη­ση του π. Πα­ϊ­σί­ου για τον πει­ρα­σμι­κό νυ­κτε­ρι­νό ε­πι­σκέ­πτη, το «τα­γκα­λά­κι» που ε­νό­χλη­σε τον π. Πα­ΐ­σιο, που κοι­μό­ταν δί­πλα α­πό το κελ­λί του π. Μω­ϋ­σή.

Έ­κτο­τε ο π. Μω­ϋ­σής εί­χε πολ­λούς πει­ρα­σμούς και ό­λους τους α­ντι­με­τω­πί­ζει με θάρ­ρος, υ­πο­μο­νή, σι­ω­πή, η­συ­χί­α και προ­σευ­χή. Μι­λά και γρά­φει μέ­σα α­πό πό­νο και χα­ρά, με ποί­η­ση και λό­γο, με ε­πι­χει­ρή­μα­τα σο­βα­ρά και α­πο­φα­τι­κά, πά­ντως, ό­μως, μέ­σα α­πό την μυ­στι­κή α­κρό­α­ση του ε­σω­τε­ρι­κού σφυγ­μού του Α­γί­ου Ό­ρους. Α­ξι­ώ­θη­κε και αυ­τός να γνω­ρί­ση τον κτύ­πο της καρ­δι­άς του Α­γί­ου Ό­ρους, την μυ­στι­κή και α­πόρ­ρη­τη α­γρυ­πνί­α του, το δυ­να­τό του κρα­σί.

Δεν πα­ρα­μέ­νει στο ε­ξω­τε­ρι­κό πε­ρί­βλη­μα, που μπο­ρεί να εί­ναι σaν το σκλη­ρό κα­ρύ­δι, αλ­λά ει­σέρ­χε­ται φι­λάν­θρω­πα στην ψύ­χα, τον καρ­πό, που τρώ­γε­ται ευ­χά­ρι­στα, θερ­μαί­νει και ζω­ο­γο­νεί.

Ο λό­γος του εί­ναι ποι­η­τι­κός και εκ­φα­ντι­κός, βγαλ­μέ­νος μέ­σα α­πό τον δι­κό του πό­νο, την μυ­στι­κή του προ­σευ­χή, τον α­λά­λη­το στε­ναγ­μό, την α­να­ζή­τη­ση την καρ­δια­κή, την α­γω­νί­α και την η­συ­χί­α του νο­σο­κο­μεί­ου, το άγ­γιγ­μα του θα­νά­του και την βί­ω­ση της α­να­στά­σι­μης ζω­ής, την δεύ­τε­ρη ζω­ή που του χά­ρι­σε ο Θε­ός με την συ­νέρ­γεια των για­τρών, αλ­λά και την άλ­λη ζω­ή της αι­ω­νί­ου α­παρ­χή.

Εί­ναι μια μαρ­τυ­ρί­α ζω­ντα­νή και ευ­ερ­γε­τι­κή. Θαυ­μά­ζω την δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του, την κι­νη­τι­κό­τη­τά του, τον λό­γο του και την μαρ­τυ­ρί­α του, τα πε­τάγ­μα­τα και την ι­σορ­ρο­πί­α του, την αρ­ρε­νω­πό­τη­τα και την μη­τρι­κό­τη­τά του. Έ­τσι ε­ξη­γεί­ται και η συγ­γρα­φή, που την ε­κλαμ­βά­νει ως ευ­λο­γί­α θε­ϊ­κή.

Στο τρί­το­μο αυ­τό έρ­γο μου ά­ρε­σαν πολ­λές εκ­φρά­σεις και χα­ρα­κτη­ρι­σμοί που δί­νει σε διά­φο­ρους α­γιο­ρεί­τας που βιο­γρα­φεί. Πα­ρα­θέ­τω με­ρι­κούς α­πό αυ­τούς: «Ε­ξα­σκών την νο­ε­ράν ερ­γα­σί­αν και ε­σθί­ων της θεί­ας α­γά­πης το μέ­λι, γε­νό­με­νος και εις άλ­λους ω­φέ­λι­μος». «Η προ­σευ­χή τον α­νέ­βα­ζε σε θεί­ες θε­ω­ρί­ες». «Ι­ε­ρός βλα­στός και ευ­ώ­δης αν­θός… την ευ­ω­δί­α του ευ­φράν­θη­σαν πολ­λοί». «Δό­θη­κε με­τά δα­κρύ­ων στην φί­λη προ­σευ­χή». «Υ­πέ­τα­ξε τον α­ντάρ­τη νού, την δέ­σποι­να κοι­λί­α και α­πέ­κτη­σε χρη­στο­ή­θεια» «Γέ­ρα­σε μό­νος και δεν εί­χε κα­μιά βο­ή­θεια». «Ήλ­θε στο Ά­γιον Ό­ρος στην πε­ρι­βό­τη­τη Χερ­σό­νη­σο των α­γί­ων.

Η τρι­ε­τής φοί­τη­σή του στο α­θω­νι­κό φρο­ντι­στή­ριο της ο­σι­ό­τη­τος… του έ­δω­σε ι­σχυ­ρή δύ­να­μη, για ν’ αρ­χί­σει ι­ε­ρα­πο­στο­λι­κό έρ­γο» «Τίς α­σθέ­νει­ες του σώ­μα­τος θε­ω­ρού­σε υ­γεί­α της ψυ­χής και πη­γή τα­πει­νώ­σε­ως» «Έ­να σπά­νιο ευ­ώ­δες άν­θος του Πε­ρι­βο­λιού της Πα­να­γί­ας. Ε­πί 70 έ­τη μού­ντζω­νε την κο­σμι­κή μα­ται­ό­τη­τα, κά­θε αν­θρώ­πι­νη πα­ρη­γο­ριά» «Ά­δο­λος, α­πλός, ευ­θύς, πρά­ος, υ­πά­κου­ος, α­κτή­μων, σπά­νιος α­γω­νι­στής, ευ­λα­βέ­στα­τος, ει­λι­κρι­νής, α­πο­νή­ρευ­τος» «Ε­κού­σια και α­κού­σιος πεί­να, φτώ­χεια, στέ­ρη­ση, κα­κου­χί­α, και τα­λαι­πω­ρί­α. Πυ­κνές α­σθέ­νει­ες και πολ­λοί πει­ρα­σμοί τον κού­ρα­σαν αλ­λά δεν τον α­πο­γο­ή­τευ­σαν.

Τα δε­χό­ταν ό­λα ως α­πό Θε­ού» «Υ­πήρ­ξε α­σκη­τι­κός και βια­στής στην κα­λο­γη­ρι­κή του». «Οι έν­θε­ες α­ρε­τές στό­λι­ζαν την α­γνή του καρ­διά…. Το νού του εί­χε μό­νι­μα στραμ­μέ­νο στα ου­ρά­νια. Εί­χε χά­ρη το προ­σω­πό του. Γα­λή­νευ­ε κα­νείς μό­νο που τον έ­βλε­πε. Εί­χε παι­δι­κή ψυ­χή, α­πλό­τη­τα, α­κα­κί­α, α­γα­θό­τητ­τα. Την α­ρε­τή του την έ­κρυ­βε ε­πι­στα­μέ­νως. «Ζεί α­πλά, λι­τά, κα­λο­γε­ρι­κά, α­να­πτύσ­σο­ντας την α­ρε­τή της φι­λο­ξε­νί­ας». «Έ­ως της κοι­μή­σε­ώς του δια­τή­ρη­σε α­κμαί­α τη φι­λο­θε­ΐ­α, τη φι­λα­γι­ό­τη­τα, το φι­λά­ρε­το, το φι­λά­δελ­φο, φι­λά­ρε­το και φι­λο­α­θω­νι­κό πνεύ­μα».

Πρίν τε­λει­ώ­σω αυ­τήν την σύ­ντο­μη ει­σή­γη­σή μου δεν μπο­ρώ να α­γνο­ή­σω την ά­πο­ψη του π. Μω­ϋ­σή για το Ά­γιον Ό­ρος, ό­πως την δια­τύ­πω­σε με ποι­η­τι­κό τρό­πο.

«Κα­ρά­βι που τα­ξι­δεύ­ει το Ά­γιον Ό­ρος με κα­τάρ­τι τον Ά­θω­να, ση­μαί­α την Με­τα­μόρ­φω­ση κι ά­γκυ­ρα την Πα­να­γί­α, στ’ α­μπά­ρια κου­βα­λά­ει νά­μα, μέ­λι, κε­ρί και λι­βά­νι για τους πει­να­σμέ­νους του νάρ­θη­κα, για τους λα­βω­μέ­νους των στα­σι­δι­ών».

Κα­ρά­βι εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος σaν την Εκ­κλη­σί­α –ναύς– που πλέ­ει μέ­σα στην νε­κρά θά­λασ­σα του βί­ου τού­του, για να α­πο­βι­βά­ση τους ε­πι­βά­τες του στο εύ­διο λι­μά­νι, την θε­ω­ρί­α του Θε­ού. Αυ­τό το ζω­ντα­νό και ζω­η­φό­ρο κα­ρά­βι δέ­χε­ται πολ­λούς πει­ρα­σμούς, α­πό πει­ρα­τές και δια­φό­ρους ε­σμούς, α­πό κύ­μα­τα και ο­νει­δι­σμούς, βρά­χια και πά­θια και ό­μως αυ­τό πο­ρεύ­ε­ται για να ελ­λι­με­νι­σθή στον προ­ο­ρι­σμό του, στο πέ­ρας του μυ­στη­ρί­ου.

Κα­τάρ­τι του εί­ναι ο πε­ρι­ώ­νυ­μος Ά­θως, τον ο­ποί­ο στο­λί­ζει το α­γιο­ρεί­τι­κο Θα­βώρ, που κρύ­βει με­τα­μορ­φω­μέ­νους α­γιο­ρεί­τας, φα­νε­ρούς και α­φα­νείς, γνω­στούς και α­γνώ­στους, θε­α­τούς και α­θε­ά­τους, εν­δε­δυ­μέ­νους και γυ­μνούς.

Ά­γκυ­ρα εί­ναι η Πα­να­γιά, η ά­γκυ­ρα της πί­στε­ως και της ελ­πί­δας, τα μη­τρό­θε­α σπλά­χνα που α­γκα­λιά­ζουν ό­λον τον κό­σμο, που πα­ρα­μέ­νει σι­ω­πη­λή και εύ­λα­λη μη­τέ­ρα, η ο­ποί­α α­γα­πά ό­λους τους αν­θρώ­πους, ι­διαι­τέ­ρως ό­σους γί­νο­νται πνευ­μα­τι­κές μη­τέ­ρες του Υι­ού της.

Στά α­μπά­ρια του αυ­τό το ευ­λο­γη­μέ­νο κα­ρά­βι, ως πο­λύ­τι­μους θη­σαυ­ρούς δεν κου­βα­λά­ει α­πλώς τους καρ­πούς της αρ­χι­τε­κτο­νι­κής, της α­γιο­γρα­φί­ας, της πα­λαιο­γρα­φί­ας, αλ­λά ό,τι πιο τα­πει­νό, φτω­χό και γλυ­κό δια­θέ­τει η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α και εί­ναι πέ­ρα α­πό τα α­πο­κυ­ή­μα­τα της φα­ντα­σί­ας, τους στο­χα­σμούς και τους ευ­σε­βι­σμούς. Εί­ναι το νά­μα, που γλυ­καί­νει και τρελ­λαί­νει το μέ­λι, που γί­νε­ται α­πό τις μέ­λισ­σες της η­συ­χί­ας και προ­σφέ­ρε­ται γι’ αυ­τούς που α­γα­πούν τα γλυ­κέ­α τώ λά­ρυγ­γι, τα άρ­ρη­τα ή και ρη­τά ρή­μα­τα το κε­ρί, που φω­τί­ζει κε­νω­τι­κά και πα­ρη­γο­ρεί ι­λα­ρά, ό­πως ι­λα­ρό εί­ναι το Φως του κό­σμου το λι­βά­νι, που ευ­ω­διά­ζει ου­ρα­νό και α­νε­βαί­νει ως ο­σμή ευ­ω­δί­ας θα­νά­του και ζω­ής, ευ­λο­γη­μέ­νης θα­να­το­ζω­ής.

Και τους θη­σαυ­ρούς αυ­τούς τους φυ­λά­ει κρυ­φά, μυ­στι­κά για να τους δώ­ση με α­πλο­χε­ριά σ’ αυ­τούς που το α­γα­πούν και την μυ­στι­κή φω­νή του α­κούν, σε ό­σους έ­χουν πο­νέ­σει ε­σχα­το­λο­γι­κά και έ­χουν πλη­γω­θή βα­θειά, σ’ αυ­τούς που κά­θο­νται στον Νάρ­θη­κα και πει­νούν για άλ­λη δι­καιο­σύ­νη και πο­νούν α­πό τις πλη­γές που κα­νέ­να Νο­σο­κο­μεί­ο δεν θε­ρα­πεύ­ει και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να α­κου­μπή­ση πα­ρά μό­νον ο αι­ώ­νιος για­τρός που αγ­γί­ζει τρυ­φε­ρά.

Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι τό­πος λό­γου και σι­ω­πής, μυ­στη­ρί­ου και φα­νέ­ρω­σης, ά­σκη­σης και θε­ο­πτί­ας, αν­θρω­πι­άς και θε­ϊ­κής φο­ράς, πα­ρελ­θό­ντος και ε­σχά­του.

Ό­λο το Ά­γιον Ό­ρος βρί­σκε­ται μέ­σα στην καρ­διά του και το κα­τα­λα­βαί­νει αυ­τός που α­κού­ει τον μυ­στι­κό κτύ­πο της, που λέ­γει α­κα­τά­παυ­στα την ευ­χή, την ου­ρά­νια ω­δή. Το ε­ξω­τε­ρι­κό πλη­σί­α­σμα του Α­γί­ου Ό­ρους εί­ναι οι λα­μπρές α­κο­λου­θί­ες του, αλ­λά το ε­σω­τε­ρι­κό του άγ­γιγ­μα εί­ναι τα τερ­ρι­ρέμ, ό­χι της ψαλ­τι­κής, αλ­λά της ζω­ής της καρ­δια­κής. Άν μπο­ρού­σε κα­νείς να πλη­σιά­ση την καρ­διά ε­νός Α­θω­νί­του μο­να­χού, που κά­θε­ται στο στα­σί­δι του σε στά­ση ύ­πνου και ξύ­πνιου, ό­ταν ψάλ­λο­νται τα τερ­ρι­ρέμ, αυ­τός μπο­ρεί να δη τί εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος.

Αυ­τήν την στά­ση του α­γρυ­πνού­ντος κε­κοι­μη­μέ­νου μο­να­χού και την ε­σω­τε­ρι­κή κραυ­γή του, που ορ­μά προς τον ά­ναρ­χο Τρια­δι­κό Θε­ό, σε μια α­ει­κί­νη­τη στά­ση και σε μια στά­σι­μη κί­νη­ση πε­ρι­γρά­φει στο τρί­το­μο έρ­γο του ο π. Μω­ϋ­σής.

Έ­τσι το διά­βα­σα και αυ­τήν την αί­σθη­ση δι­έ­κρι­να. Αυ­τό εί­ναι το Ά­γιον Ό­ρος. Ό­ποιος γνώ­ρι­σε κά­ποιο άλ­λο Ά­γιον Ό­ρος, έ­χει σφα­λε­ρή αί­σθη­ση και γνώ­μη που προ­σφέ­ρε­ται για τα­χύ­τα­τη α­να­θε­ώ­ρη­ση, για να προ­σεγ­γί­ση κά­ποιον ζω­η­φό­ρο ε­ρη­μί­τη. Το Ά­γιον Ό­ρος εί­ναι γε­μά­το α­πό πνεύ­μα και ζω­ή, α­γά­πη και θαλ­πω­ρή, κο­μπο­σχοί­νι και προ­σευ­χή, α­να­μο­νή και προ­σμο­νή, ό­νει­ρο και κραυ­γή, λά­δι και κρα­σί, ώ­σμω­ση κα­τα­πλη­κτι­κή και αι­ώ­νια ευ­λο­γη­τή.

Για να μι­λή­σης για το Ά­γιον Ό­ρος πρέ­πει να εί­σαι καρ­δια­κός α­να­ζη­τη­τής, νη­φά­λια με­θυ­σμέ­νος και οι­νο­χό­ος κα­λός, πο­νε­μέ­νος ε­ρα­στής και ευ­αί­σθη­τος ποι­η­τής, ό­πως εί­ναι ο π. Μω­ϋ­σής.

Ευ­χα­ρι­στώ για την δική σας προσοχή.–

top
Has no content to show!