-
Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 08 Φεβρουαρίου 2012 18:18
-
Εμφανίσεις: 40403
Του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου, 18.13
Έχω γράψει πολλές φορές σε βιβλία και έχω μιλήσει σε διάφορα ακροατήρια για το Άγιον Όρος και την ζωή του, από την ανατολή έως την δύση. Σε μια ομιλία μου και συζήτηση που έγινε σε ορθοδόξους φοιτητές και επιστήμονες στην Δαμασκό της Συρίας και κράτησε περίπου μια ολόκληρη μέρα (9 ώρες) στο τέλος κάποιος αραβόφωνος ορθόδοξος είπε με δυνατή φωνή: «Μάς μέθυσες από το κρασί του Αγίου Όρους».
Πράγματι, το Άγιον Όρος διαθέτει ένα δυνατό κρασί, άκρατον οίνον, ανέδειξε μοναχούς που ήταν μεθυσμένοι από την νηφάλια μέθη και γι’ αυτό ως μεθυσμένος μπορεί κανείς να γράψη, να μιλήση και να ακούση για το Άγιον Όρος.
Σε ένα άλλο τριήμερο σεμινάριο στην Τακόμα του Σιάτλ της Αμερικής άκουσαν για τρεις ημέρες περίπου 200-300 προσήλυτοι στην Ορθοδοξία για την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά με ενδιαφέρον, προσευχή και κατάνυξη, σε συσχετισμό με την σύγχρονη ζωή του Αγίου Όρους και είπαν ότι οσφράνθηκαν την ατμόσφαιρα Αγίου Όρους.
Παντού ο λόγος περί του Αγίου Όρους προκαλεί ενδιαφέρον και προσευχή.
Η συγγραφή του τρίτομου έργου του π. Μωϋσή με τίτλο «Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος» μου δίνει την ευκαιρία για μια ακόμη φορά να εκφράσω την αγάπη μου για το Άγιον Όρος που γνώρισα και την σημασία του για την Ορθόδοξη Εκκλησία γενικότερα, αλλά και την ανθρωπότητα, γιατί παρουσιάζει έναν τρόπο ζωής που είναι δυσεύρετος.
Για να καταλάβη κανείς το Άγιον Όρος χρειάζεται να το προσεγγίση με τα μάτια της καρδιάς, με τον έσω άνθρωπο, την ορμή του πνεύματος, γιατί το φώς του είναι τόσο δυνατό που τυφλώνει τον άρρωστο οφθαλμό και η ακοή τόσο ισχυρή που σπάζει τα τύμπανα, τα οποία είναι συνηθισμένα να ακούνε συμβατικές φωνές.
1. Η προσωπική μου προσέγγιση του Αγίου Όρους
Άκουγα γενικά για το Άγιον Όρος από την μικρή μου παιδική ηλικία, αφού ο πατέρας μου πριν παντρευτή είχε ισχυρά επιθυμία να μονάση στο Άγιον Όρος και έκτοτε ζούσε συνεχώς με την αναφορά του σε αυτό. Διάβαζε βιβλία που εξέφραζαν το Άγιον Όρος και την αγιορείτικη ζωή και μας μεγάλωσε με αγιασμένες διδασκαλίες και ιστορίες ασκητών. Από μικρός γνώρισα έναν αγιορείτη Μοναχό που μόναζε στα Ζαγοροχώρια, τον π. Ιάκωβο Βολοδήμο, που μου μίλησε πρώτη φορά για την ευχή.
Την δεκαετία του ’60 γνώρισα προσωπικά το Άγιον Όρος. Η προετοιμασία μου έγινε στο Πανεπιστήμιο με την εκμάθηση της παλαιογραφίας, δηλαδή διδάχθηκα να διαβάζω τους κώδικες με τα βιβλικά και πατερικά κείμενα.
Μέ αυτό το κίνητρο εξωτερικά, αλλά και με την καρδιακή μου αναζήτηση πλησίασα το Άγιον Όρος για να μελετήσω μαζί με ομάδα συμφοιτητών μου και Καθηγητών στις Βιβλιοθήκες των Μονών του Αγίου Όρους, μόλις είχε γιορτασθή η χιλετηρίδα του (1963), και τότε υπήρχαν κοσμικοί άνθρωποι που περιέγραφαν τις γιορτές εκείνες ως τον επιθανάτιο ρόγχο του.
Όμως το Άγιον Όρος δεν πεθαίνει εύκολα, γιατί διαθέτει άλλους ρυθμούς, και τότε που φαίνεται ότι τελειώνει στην πραγματικότητα τελειούται, ανασταίνεται και ζωογονείται.
Πλησίασα το Άγιον Όρος ένα πρωϊνό –βαθύ όρθρο– του Ιουνίου του έτους 1966. Τα μάτια του σώματος μου μαγεύονταν από το καταπληκτικό τοπίο που έβλεπαν και τα μάτια της καρδιάς μου προσπαθούσαν να συλλάβουν αυτό που δεν φαινόταν εξωτερικά, να αισθανθούν τον τόπο του μυστηρίου εκστατικά.
Ξεκίνησα από τις βιβλιοθήκες των Ιερών Μονών, σε συνδυασμό με τις αγιορείτικες ακολουθίες, που μου φαίνονταν σaν μια νεκροαναστάσιμη ζωή κουβέντιαζα με τους μοναχούς και καταλάβαινα ότι είχαν άλλο ήθος και χρησιμοποιούσαν άλλη γλώσσα άκουγα τις συνομιλίες τους, που είχαν μια ιδιαίτερη χάρη και αναφέρονταν σε άλλα ζητήματα έβλεπα έναν κόσμο που ερχόταν από παλαιά και εξέφραζε μια άλλη παράδοση πολύ διαφορετική από τον στοχαστική-ακαδημαϊκή νοοτροπία και την ηθικίστικη γνώση που συναντούσα έως τότε έβλεπα μια νεκροαναστάσιμη πολιτεία.
Σάν να ξυπνούσα από έναν ύπνο και έβλεπα άλλους ανθρώπους, που έρχονταν από κάποιο άλλον πλανήτη, με άλλα χαρακτηριστικά, άλλη νοοτροπία, άλλη βιοτή.
Από τις βιβλιοθήκες και τους κώδικες, πέρασα στην ζωή των κοινοβιακών και ιδιορρύθμων Μονών –πού τώρα εξέλειπαν ανοίχτηκα στην σκητιώτικη ζωή και την έρημο περπάτησα ώρες ολόκληρες μέσα στα ήσυχα και αγιασμένα μονοπάτια του Αγίου Όρους, που συνδέουν όλες τις Ιερές Μονές πέρασα από απότομους, κρημνώδεις βράχους γνώρισα σοφούς και απλούς μοναχούς, λογάδες και σιωπηλούς, κατά Χριστόν σαλούς, ανυπόδυτους και μονοχίτωνες, αλλά και σοφούς και ευπαιδεύτους, που στέκονταν θαυμάσια σε κοσμικά ακροατήρια είδα μάτια έντονα και διεισδυτικά, αγνά, ήρεμα, γλυκά, αλλά και μερικά πονηρά που αποτελούσαν την παραφωνία του Όρους μοιράστηκα το φαγητό και το ποτό τους, αλλά και τον γλυκύτατο λόγο τους άκουγα λόγους για τον θάνατο και την ζωή αγάπησα την νύκτα και τον όρθρο, τις αγρυπνίες με το παιχνιδιάρικο ψάλσιμο προσευχήθηκα στα μονοπάτια και κάτω από τα δένδρα, στους βράχους και τις σπηλιές ξαγρύπνησα σε ολονύκτιες ακολουθίες, αλλά και σε μικρά εκκλησάκια, και μάλιστα στις απλωταριές, σε καλοκαιρινές ολόφεγγες βραδυές.
Το κυριότερο είναι ότι στις επανειλημμένες επισκέψεις μου άκουσα την μυστική κραυγή του Αγίου Όρους, τον εσωτερικό κτύπο της καρδιάς του, τον ρυθμό της εσωτερικής μυστικής ζωής του.
Είδα το Άγιον Όρος ως έναν ζωντανό άνθρωπο, που έχει πνευμόνια με τα οποία αναπνέει το οξυγόνο της αιωνιότητας στόμα για να κραυγάζη ακατάπαυστα και να βρυχάται από πείνα και δίψα για Θεό καρδιά που έχει τον ρυθμό της εσωτερικής νοεράς προσευχής, μέσα από την οποία βγαίνει μια δυνατή φωνή με την επένδυση της σιωπής σώμα πολυόμματο, σaν τα Χερουβείμ, που βλέπουν μακρυά.
Όλα αυτά αν και φαίνονται αντίθετα μεταξύ τους, εν τούτοις είναι αρμονισμένα.
Σε όλες τις μετέπειτα επισκέψεις μου, στις δεκατίες του '60, '70, '80, είχα κέντρο την Νέα Σκήτη, μια ευλογημένη από κάθε πλευρά περιοχή, μένοντας στο καλύβι του Αρχιμανδρίτου Σπυρίδωνος (Ξένου), που τον είχα Διευθυντή στο οικοτροφείο του Αγρινίου, κατά τα μαθητικά μου χρόνια, μια ισχυρή φυσιογνωμία, που εξέφραζε την αρρενωπότητα των αγιορειτών Πατέρων, με τον αυθόρμητο, διεισδυτικό, ελεγκτικό λόγο, αλλά και την μητρική καρδιά, όταν χρειαζόταν. Από την Νέα Σκήτη, όπου ασκούνταν ευλογημένοι Πατέρες και διατηρώ συγκινητικές αναμνήσεις στην καρδιά μου, ως πολύτιμο θησαυρό, ξανοιγόμουν, ως σε ορμητήριο πνεύματος, στην έρημο του Αγίου Όρους.
Στο Άγιον Όρος γνώρισα έναν άλλον κόσμο, μια άλλη Ήπειρο, γύρισα στο παρελθόν και αισθανόμουν το μέλλον, είδα πώς περίπου ζούσε ο Αδάμ προ της πτώσεως, πώς θρηνούσε μετά την έξοδο από τον Παράδεισο, πώς ζούσε μέσα στον άδη και πώς ζή τώρα στον Παράδεισο. Γνώρισα πολλούς αγιορείτες που ζούσαν όλες τις φάσεις της αδαμικής ζωής, δηλαδή της προπτωτικής, της μεταπτωτικής, και της εσχατολογικής. Το Άγιον Όρος είναι σε σμικρογραφία ολόκληρη η πνευματική αυτοβιογραφία της ανθρωπότητας, με τις πτώσεις και τις αναστάσεις, την κοινωνικότητα και την αναρχία, την ηθική και την ασκητική, την λογική και την υπερλογική, τον βίο και την ζωή.
2. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς για το Άγιον Όρος
Από φοιτητής ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τον βίο και την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε αυτό οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον μακαριστό Καθηγητή μου Παναγιώτη Χρήστου και τους τότε συνεργάτες του, γιατί μας άνοιξαν τα μάτια σε αυτή την διδασκαλία που είναι η καρδιά της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και του Αγίου Όρους, αλλά και μας συνέδεσαν με το Αγιώνυμο Όρος.
Στις περίφημες τριάδες του, το γνωστότερο έργο του περί των ιερώς ησυχαζόντων, υπάρχει και μια θαυμάσια αναφορά για το Άγιον Όρος. Αναφερόμενος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στον όσιο και ομολογητή Νικηφόρο γράφει: «Βίον αιρείται και ακριβέστερον, δηλαδή τον μονήρη, τόπον δε προς κατοικίαν τον της αγιωσύνης επώνυμον, εν μεθορίω κόσμου και των υπερκοσμίων (Άθως ούτός εστιν, η της αρετής εστία), ενδιαιτάσθαι προθυμηθείς».
Από το χωρίο αυτό και τα όσα προηγούνται και έπονται μπορούμε να σχολιάσουμε δύο σημεία.
Το πρώτον ότι ο Άθως είναι το επώνυμο της αγιωσύνης, δηλαδή το Άγιον Όρος είναι ο αγιασμένος τόπος, αφού είναι το μεθόριον μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, η εστία της αρετής. Είναι επώνυμος της αγιότητος, γιατί εκεί κατοικούν μοναχοί που αγιάζονται. Άλλωστε, γνωρίζουμε από την ορθόδοξη θεολογία ότι η Χάρη του Θεού από την ψυχή διαπορθμεύεται στο σώμα και από εκεί σε ολόκληρη την κτίση. Τα πάντα αγιάζονται από την Χάρη του Θεού δια του αγιασμένου ανθρώπου.
Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, αφού σε αυτό μένουν επίγειοι άγγελοι και ουράνιοι άνθρωποι.
Είναι μεταξύ του κόσμου και του Παραδείσου, στην πραγματικότητα είναι ο προθάλαμος, ο πρόναος της θείας Λειτουργίας, που τελείται στον ουρανό, όπως την περιγράφει το βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου. Είναι εστία των αρετών, γιατί εκεί εξασκείται η πρακτική φιλοσοφία, η άσκηση με την νηστεία, την αγρυπνία και την προσευχή, που είναι η επίβαση της θεωρίας.
Το δεύτερον είναι ότι στο χωρίο αυτό του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και σε όλη αυτήν την ενότητα καταγράφεται σαφέστατα η διαφορά της θεολογίας και του τρόπου ζωής μεταξύ του οσίου Νικηφόρου και του δυτικόφρονος Βαρλαάμ.
Ο Νικηφόρος ήλκε το γένος «εξ Ιταλών», κατέρριψε την κακοδοξία τους και προσεχώρησε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας.
Πήγε στο Άγιον Όρος, υποτάχθηκε στους εγκρίτους των Πατέρων, δείχνοντας για πολύ χρόνο την ταπείνωσή του, προσέλαβε από εκείνους την τέχνη της ειρήνης, δηλαδή την πείρα της ησυχίας, και έγινε αρχηγός αυτών που αγωνίζονται με τον κόσμο της διανοίας, δηλαδή τους λογισμούς και τις φαντασίες, και παλεύουν με τα πνευματικά της πονηρίας, οπότε έγινε διδάσκαλος των μοναχών στην ησυχαστική παράδοση.
Επειδή έβλεπε ότι πολλοί αρχάριοι δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ούτε μετρίως την αστάθεια του νού τους, ο όσιος Νικηφόρος πρότεινε τον τρόπο με τον οποίον ήταν δυνατόν να συστείλουν μετρίως «τό πολυπόρευτον και φαντασιώδες» του νού.
Σε άλλο σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφερόμενος στον όσιο Νικηφόρο, γράφει ότι για πολύ καιρό πέρασε «εν ηρεμία και ησυχία», έπειτα εισήλθε στα ερημικότερα μέρη του Αγίου Όρους, και αφού συγκέντρωσε διάφορα πατερικά χωρία «τήν νηπτικήν ημίν αυτών παρέδωκεν πράξιν».
Από τις αναφορές αυτές του αγίου Γρηγορίου Παλαμά φαίνεται η μέθοδος της ευσεβείας και της ησυχαστικής ζωής. Προηγείται η υπακοή στους πεπειραμένους Πατέρας, μέσα σε ζωή υπακοής, ησυχίας και ηρεμίας, και ακολουθεί η παραλαβή της τέχνης της ειρήνης των λογισμών. Μέ την ειδική αυτή τέχνη της νοεράς ησυχίας οι μοναχοί συστέλλουν τον νού από τις φαντασίες και την διάχυσή του στο περιβάλλον, και με τον τρόπο αυτόν νικούν τα πνεύματα της πονηρίας και λαμβάνουν το στεφάνι της νίκης.
Αντίθετα, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ, ενώ ήλθε και εκείνος από την Ιταλία, εν τούτοις κράτησε την «κακοδοξία».
Και «ο φιλόσοφος ούτος την εαυτού φαντασιώδη πολύνοιαν επαφήκεν, οίόν τι πύρ, τώ κωλύοντι καθάπερ ύλη χρησάμενον» εναντίον του Νικηφόρου και της διδασκαλίας του. Δεν σεβάσθηκε την ομολογία του και την εξορία του, δεν σεβάσθηκε εκείνους που εκπαιδεύθηκαν από αυτόν στα θεία, δια των οποίων ο Θεός στόλισε και συνεκρότησε την Εκκλησία Του.
Έτσι, ενώ ο όσιος Νικηφόρος ακολούθησε την ησυχαστική μέθοδο, ο φιλόσοφος Βαρλαάμ στηρίχθηκε στην φιλοσοφία και τον φαντασιώδη νού ενώ ο Νικηφόρος υποτάχθηκε στους Πατέρας, παραλαμβάνει την τέχνη της ησυχίας και γεννά λαμπρούς μαθητάς, ο Βαρλαάμ προσβάλλει και ατιμάζει τα συγγράμματα των αγίων και την μέθοδο με την οποία ο άνθρωπος αποκτά την γνώση του Θεού. Δύο κόσμοι διάφοροι μεταξύ τους, ο ένας κόσμος είναι της ορθόδοξης ζωής, ο άλλος κόσμος είναι της ζωής της στοχαστικής και σχολαστικής.
Ο π. Μωϋσής στο τρίτομο έργο του περιγράφει τους αγιορείτες Πατέρες του εικοστού αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την ζωή και την μέθοδο του οσίου Νικηφόρου και όχι του Βαρλαάμ. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί αυτήν την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ανθρώπων την συναντάμε και σήμερα στην εκκλησιαστική μας ζωή. Υπάρχουν μοναχοί και λαϊκοί που αγαπούν την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση και άλλοι που ακολουθούν την βαρλααμική παράδοση, η οποία είναι στην πραγματικότητα η σύγχρονη λεγόμενη μεταπατερική θεολογία.
Γι’ αυτό το έργο του π. Μωϋσή είναι σημαντικό, αφού μας δείχνει το Άγιο Όρος ως το μεθόριο μεταξύ του κόσμου και των υπερκοσμίων, ως εστία της αρετής και ως το επώνυμο της αγιότητος, που συνεχίζει την παράδοση των μεγάλων ασκητών της Εκκλησίας.
3. Το Άγιον Όρος με τα μάτια του π. Μωϋσή
Τόν π. Μωϋσή τον γνώρισα στο Άγιον Όρος, στην Μονή της Σίμωνος Πέτρας. Εκείνος μου είπε ότι με συνάντησε για πρώτη φορά στο καράβι που πηγαίναμε στο Άγιον Όρος εγώ ήμουν Κληρικός και εκείνος λαϊκός. Δεν θυμάμαι αυτήν την σκηνή ούτε και τον π. Μωϋσή.
Όμως ήμουν στην Ιερά Μονή Σιμωνόπετρας το έτος 1979, όταν την επισκέφθηκε ο π. Παΐσιος για να μιλήση με τους μοναχούς. Την εποχή εκείνη αναζητούσα τον π. Παΐσιο για να συζητήσω μαζί του κάποιο θέμα και τον βρήκα στην Ιερά Μονή του οσίου Γρηγορίου.
Ανέβηκα μαζί του στην Σιμωνόπετρα και επειδή δεν μπορούσε να με δη εκεί, με προσέλαβε στην συνοδεία του, βαδίζοντας περίπου τέσσερεις ώρες για να πάμε στο Κελλί του, την Παναγούδα, και να μιλήσουμε εκεί, όπου και διανυκτέρευσα και αξιώθηκα να γίνω αυτήκοος μάρτυρας του τρόπου της νυκτερινής προσευχής του.
Στην Σιμωνόπετρα, λοιπόν, άκουσα την διήγηση του π. Παϊσίου για τον πειρασμικό νυκτερινό επισκέπτη, το «ταγκαλάκι» που ενόχλησε τον π. Παΐσιο, που κοιμόταν δίπλα από το κελλί του π. Μωϋσή.
Έκτοτε ο π. Μωϋσής είχε πολλούς πειρασμούς και όλους τους αντιμετωπίζει με θάρρος, υπομονή, σιωπή, ησυχία και προσευχή. Μιλά και γράφει μέσα από πόνο και χαρά, με ποίηση και λόγο, με επιχειρήματα σοβαρά και αποφατικά, πάντως, όμως, μέσα από την μυστική ακρόαση του εσωτερικού σφυγμού του Αγίου Όρους. Αξιώθηκε και αυτός να γνωρίση τον κτύπο της καρδιάς του Αγίου Όρους, την μυστική και απόρρητη αγρυπνία του, το δυνατό του κρασί.
Δεν παραμένει στο εξωτερικό περίβλημα, που μπορεί να είναι σaν το σκληρό καρύδι, αλλά εισέρχεται φιλάνθρωπα στην ψύχα, τον καρπό, που τρώγεται ευχάριστα, θερμαίνει και ζωογονεί.
Ο λόγος του είναι ποιητικός και εκφαντικός, βγαλμένος μέσα από τον δικό του πόνο, την μυστική του προσευχή, τον αλάλητο στεναγμό, την αναζήτηση την καρδιακή, την αγωνία και την ησυχία του νοσοκομείου, το άγγιγμα του θανάτου και την βίωση της αναστάσιμης ζωής, την δεύτερη ζωή που του χάρισε ο Θεός με την συνέργεια των γιατρών, αλλά και την άλλη ζωή της αιωνίου απαρχή.
Είναι μια μαρτυρία ζωντανή και ευεργετική. Θαυμάζω την δραστηριότητά του, την κινητικότητά του, τον λόγο του και την μαρτυρία του, τα πετάγματα και την ισορροπία του, την αρρενωπότητα και την μητρικότητά του. Έτσι εξηγείται και η συγγραφή, που την εκλαμβάνει ως ευλογία θεϊκή.
Στο τρίτομο αυτό έργο μου άρεσαν πολλές εκφράσεις και χαρακτηρισμοί που δίνει σε διάφορους αγιορείτας που βιογραφεί. Παραθέτω μερικούς από αυτούς: «Εξασκών την νοεράν εργασίαν και εσθίων της θείας αγάπης το μέλι, γενόμενος και εις άλλους ωφέλιμος». «Η προσευχή τον ανέβαζε σε θείες θεωρίες». «Ιερός βλαστός και ευώδης ανθός… την ευωδία του ευφράνθησαν πολλοί». «Δόθηκε μετά δακρύων στην φίλη προσευχή». «Υπέταξε τον αντάρτη νού, την δέσποινα κοιλία και απέκτησε χρηστοήθεια» «Γέρασε μόνος και δεν είχε καμιά βοήθεια». «Ήλθε στο Άγιον Όρος στην περιβότητη Χερσόνησο των αγίων.
Η τριετής φοίτησή του στο αθωνικό φροντιστήριο της οσιότητος… του έδωσε ισχυρή δύναμη, για ν’ αρχίσει ιεραποστολικό έργο» «Τίς ασθένειες του σώματος θεωρούσε υγεία της ψυχής και πηγή ταπεινώσεως» «Ένα σπάνιο ευώδες άνθος του Περιβολιού της Παναγίας. Επί 70 έτη μούντζωνε την κοσμική ματαιότητα, κάθε ανθρώπινη παρηγοριά» «Άδολος, απλός, ευθύς, πράος, υπάκουος, ακτήμων, σπάνιος αγωνιστής, ευλαβέστατος, ειλικρινής, απονήρευτος» «Εκούσια και ακούσιος πείνα, φτώχεια, στέρηση, κακουχία, και ταλαιπωρία. Πυκνές ασθένειες και πολλοί πειρασμοί τον κούρασαν αλλά δεν τον απογοήτευσαν.
Τα δεχόταν όλα ως από Θεού» «Υπήρξε ασκητικός και βιαστής στην καλογηρική του». «Οι ένθεες αρετές στόλιζαν την αγνή του καρδιά…. Το νού του είχε μόνιμα στραμμένο στα ουράνια. Είχε χάρη το προσωπό του. Γαλήνευε κανείς μόνο που τον έβλεπε. Είχε παιδική ψυχή, απλότητα, ακακία, αγαθότηττα. Την αρετή του την έκρυβε επισταμένως. «Ζεί απλά, λιτά, καλογερικά, αναπτύσσοντας την αρετή της φιλοξενίας». «Έως της κοιμήσεώς του διατήρησε ακμαία τη φιλοθεΐα, τη φιλαγιότητα, το φιλάρετο, το φιλάδελφο, φιλάρετο και φιλοαθωνικό πνεύμα».
Πρίν τελειώσω αυτήν την σύντομη εισήγησή μου δεν μπορώ να αγνοήσω την άποψη του π. Μωϋσή για το Άγιον Όρος, όπως την διατύπωσε με ποιητικό τρόπο.
«Καράβι που ταξιδεύει το Άγιον Όρος με κατάρτι τον Άθωνα, σημαία την Μεταμόρφωση κι άγκυρα την Παναγία, στ’ αμπάρια κουβαλάει νάμα, μέλι, κερί και λιβάνι για τους πεινασμένους του νάρθηκα, για τους λαβωμένους των στασιδιών».
Καράβι είναι το Άγιον Όρος σaν την Εκκλησία –ναύς– που πλέει μέσα στην νεκρά θάλασσα του βίου τούτου, για να αποβιβάση τους επιβάτες του στο εύδιο λιμάνι, την θεωρία του Θεού. Αυτό το ζωντανό και ζωηφόρο καράβι δέχεται πολλούς πειρασμούς, από πειρατές και διαφόρους εσμούς, από κύματα και ονειδισμούς, βράχια και πάθια και όμως αυτό πορεύεται για να ελλιμενισθή στον προορισμό του, στο πέρας του μυστηρίου.
Κατάρτι του είναι ο περιώνυμος Άθως, τον οποίο στολίζει το αγιορείτικο Θαβώρ, που κρύβει μεταμορφωμένους αγιορείτας, φανερούς και αφανείς, γνωστούς και αγνώστους, θεατούς και αθεάτους, ενδεδυμένους και γυμνούς.
Άγκυρα είναι η Παναγιά, η άγκυρα της πίστεως και της ελπίδας, τα μητρόθεα σπλάχνα που αγκαλιάζουν όλον τον κόσμο, που παραμένει σιωπηλή και εύλαλη μητέρα, η οποία αγαπά όλους τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως όσους γίνονται πνευματικές μητέρες του Υιού της.
Στά αμπάρια του αυτό το ευλογημένο καράβι, ως πολύτιμους θησαυρούς δεν κουβαλάει απλώς τους καρπούς της αρχιτεκτονικής, της αγιογραφίας, της παλαιογραφίας, αλλά ό,τι πιο ταπεινό, φτωχό και γλυκό διαθέτει η Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι πέρα από τα αποκυήματα της φαντασίας, τους στοχασμούς και τους ευσεβισμούς. Είναι το νάμα, που γλυκαίνει και τρελλαίνει το μέλι, που γίνεται από τις μέλισσες της ησυχίας και προσφέρεται γι’ αυτούς που αγαπούν τα γλυκέα τώ λάρυγγι, τα άρρητα ή και ρητά ρήματα το κερί, που φωτίζει κενωτικά και παρηγορεί ιλαρά, όπως ιλαρό είναι το Φως του κόσμου το λιβάνι, που ευωδιάζει ουρανό και ανεβαίνει ως οσμή ευωδίας θανάτου και ζωής, ευλογημένης θανατοζωής.
Και τους θησαυρούς αυτούς τους φυλάει κρυφά, μυστικά για να τους δώση με απλοχεριά σ’ αυτούς που το αγαπούν και την μυστική φωνή του ακούν, σε όσους έχουν πονέσει εσχατολογικά και έχουν πληγωθή βαθειά, σ’ αυτούς που κάθονται στον Νάρθηκα και πεινούν για άλλη δικαιοσύνη και πονούν από τις πληγές που κανένα Νοσοκομείο δεν θεραπεύει και κανένας δεν μπορεί να ακουμπήση παρά μόνον ο αιώνιος γιατρός που αγγίζει τρυφερά.
Το Άγιον Όρος είναι τόπος λόγου και σιωπής, μυστηρίου και φανέρωσης, άσκησης και θεοπτίας, ανθρωπιάς και θεϊκής φοράς, παρελθόντος και εσχάτου.
Όλο το Άγιον Όρος βρίσκεται μέσα στην καρδιά του και το καταλαβαίνει αυτός που ακούει τον μυστικό κτύπο της, που λέγει ακατάπαυστα την ευχή, την ουράνια ωδή. Το εξωτερικό πλησίασμα του Αγίου Όρους είναι οι λαμπρές ακολουθίες του, αλλά το εσωτερικό του άγγιγμα είναι τα τερριρέμ, όχι της ψαλτικής, αλλά της ζωής της καρδιακής. Άν μπορούσε κανείς να πλησιάση την καρδιά ενός Αθωνίτου μοναχού, που κάθεται στο στασίδι του σε στάση ύπνου και ξύπνιου, όταν ψάλλονται τα τερριρέμ, αυτός μπορεί να δη τί είναι το Άγιον Όρος.
Αυτήν την στάση του αγρυπνούντος κεκοιμημένου μοναχού και την εσωτερική κραυγή του, που ορμά προς τον άναρχο Τριαδικό Θεό, σε μια αεικίνητη στάση και σε μια στάσιμη κίνηση περιγράφει στο τρίτομο έργο του ο π. Μωϋσής.
Έτσι το διάβασα και αυτήν την αίσθηση διέκρινα. Αυτό είναι το Άγιον Όρος. Όποιος γνώρισε κάποιο άλλο Άγιον Όρος, έχει σφαλερή αίσθηση και γνώμη που προσφέρεται για ταχύτατη αναθεώρηση, για να προσεγγίση κάποιον ζωηφόρο ερημίτη. Το Άγιον Όρος είναι γεμάτο από πνεύμα και ζωή, αγάπη και θαλπωρή, κομποσχοίνι και προσευχή, αναμονή και προσμονή, όνειρο και κραυγή, λάδι και κρασί, ώσμωση καταπληκτική και αιώνια ευλογητή.
Για να μιλήσης για το Άγιον Όρος πρέπει να είσαι καρδιακός αναζητητής, νηφάλια μεθυσμένος και οινοχόος καλός, πονεμένος εραστής και ευαίσθητος ποιητής, όπως είναι ο π. Μωϋσής.
Ευχαριστώ για την δική σας προσοχή.–