Άρθρα - Απόψεις

Δός μοι τούτον τον Ξένον

apokathi

Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου

Μόλις πήρε να βραδιάζει. Είχαν καταλαγιάσει οι θόρυβοι. Είχε σιγήσει η λύσσα των ανόμων. Είχε ήδη συντελεστεί στο Γολγοθά το πιο αποτρόπαιο έγκλημα.

Ήταν οι ώρες, που μια βαρειά σκιά τρόμου και δέους, ενοχών και συντριβής, τύλιγε μαζί με το σκοτάδι την Ιουδαία.

Κείνες τις στιγμές, που έμοιαζε να ́χει σταματήσει ο χρόνος, ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαία, ο Ιωσήφ, βρήκε το θάρρος να εμφανιστεί μπροστά στον Πιλάτο, και να ζητήσει το σώμα του Ιησού.

«Δός μοι τούτον τον ξένον», του λέγει. Μας μεταφέρει τα λόγια του η Εκκλησία μας με ένα συγκλονιστικό μελοποίημα, που ακούγεται μια φορά το χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, στη λιτανεία του Επιταφίου.

Η αρχή του έχει ως εξής σε έμμετρη παράφραση:

Τον ήλιο που σκοτίστηκε, τις πέτρες που ραγίσαν,

όταν επάνω στο Σταυρό τα θεία μάτια κλείσαν

ο Ιωσήφ κοιτάζοντας με θαυμασμό και δέος

μπρός στον Πιλάτο έρχεται για το ύστατο το χρέος.

«Σε ικετεύω -του μιλάει- δός μου τούτον τον ξένο

δός μου ετούτον τον νεκρό που βλέπω σταυρωμένο

σαν ξένο βρέφος οι άνθρωποι στον κόσμο τον δεχτήκαν

σαν ξένο τον θανάτωσαν, γιατί τον εμισήσαν.

Τον θάνατο όταν εννοώ, τρέμω κι άναυδος μένω·

σε ικετεύω, Άρχοντα, δός μου τούτον τον ξένο.

Εκείνον που ευεργέτησε τον κάθε πονεμένο,

Εκείνον που αγκάλιασε κάθε φτωχό και ξένο.

Δεν είχε τόπο εδώ στη γη την κεφαλή να γείρει

κι οι Εβραίοι του έδωσαν να πιει του Πάθους το ποτήρι.

Γι΄ αυτό ζητώ το σώμα Του, το ταλαιπωρημένο

για να το θάψω, Άρχοντα, δός μου τούτον τον Ξένο.»

Μάς εκπλήσσει η τόλμη του κρυφού μαθητή, αποδεικτική μιας ασύλληπτης αγάπης, που αψηφά το φόβο.

Περισσότερο, όμως, μάς ξαφνιάζει το μυστήριο της θείας συγκατάβασης.

Γράφει ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου: «ο πηλός μπροστά στον πηλό ζητά να λάβει τον Πλάστη τών όλων. Το χορτάρι ζητά από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η σταγόνα ζητά από την άλλη σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιός είδε, ποιός ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο! Ο άνθρωπος, να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον Δημιουργό των πάντων. Ένας άνομος άρχοντας να χαρίζει σε έναν άνθρωπο του νόμου τον Νομοθέτη».

Η λογική στέκεται ανίκανη να συλλαβίσει τα υπέρ λόγον· η καρδιά, όμως, αφουγκράζεται με βαθειά περίσκεψη το λόγο του Ιωσήφ.

«Δός μοι τούτον τόν ξένον». Όντως, ο Ιησούς έζησε και πέθανε σαν ξένος. Ποιός είναι ξένος;

Είναι εκείνος, που δεν έχει δικό του σπίτι, που είναι μόνος μέσα στο πλήθος, που βρίσκει ολόγυρα κλειστές τις πόρτες.

Ξένος είναι ο αλλοδαπός, που έρχεται από ξένη χώρα και μιλάει μια ξένη γλώσσα· εκείνος, που ένα χάσμα μάς κρατάει μακρυά του, μιά καχυποψία ή ακόμα και μιά έχθρα.

Ο Ιησούς ήταν ο μόνος πραγματικά ξένος. «Εκ του κόσμου ουκ ειμί», είπε ο Ίδιος πριν από το Πάθος Του.

Ήλθε ξένος στη γη, για να σώσει τον αποξενωμένο από το Θεό άνθρωπο. Γεννήθηκε σε μια φάτνη στη Βηθλεέμ ξένος και άστεγος. Δεν υπήρχε για Κείνον κατάλυμα στη γη.

Απ’ τα σπάργανά Του ακόμη καταδιώχθηκε και ξενιτεύθηκε στην Αίγυπτο. Και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι να μείνει.

Αδικήθηκε, πουλήθηκε από φίλο, προδόθηκε από μαθητή, διώχθηκε από τους αδελφούς Του, θανατώθηκε απ’ τους συμπατριώτες Του σαν ξένος.

Θαρρούσαν οι άνθρωποι ότι μιλούσε μια ξένη γλώσσα, όταν τους δίδασκε την αγάπη για όλους, αυτή που δεν ξεχωρίζει πατριώτη και ξένο, φίλο και εχθρό.

Γι’ αυτό και οι πολλοί δεν Τον δέχθηκαν. Έκλεισαν ερμητικά τις πόρτες των σπιτιών και της ψυχής τους. Και έμεινε ο Ιησούς Ξένος για κείνους, Άγνωστος, Ακατάληπτος.

«Δός μοι τούτον τον ξένον». Κάθε Μεγάλη Παρασκευή ηχεί στα αυτιά μας δραματικά επίκαιρο το απήχημα αυτού του λόγου.

Ίσως γιατί συνταράσσει τα λιμνάζοντα ύδατα της πνευματικής μας στασιμότητας. Ίσως γιατί θέτει σε δοκιμασία τη στάση τη δική μας απέναντι στον Ιησού.

Μετράει το βάθος της σχέσης μας με Εκείνον. Βαθμολογεί την ειλικρίνειά μας. Ελέγχει την υποκρισία μας.

Μήπως, τελικά, ο Εσταυρωμένος Ιησούς παραμένει, είκοσι αιώνες τώρα, και πάλι Ξένος;

Μήπως άραγε παραμένει ο Μεγάλος Άγνωστος, ακόμη και για μάς, που συνωστιζόμαστε σήμερα στους ναούς, με δάκρυα κατάνυξης στα μάτια και με τα μύρα της λατρείας μας στην καρδιά;

Μήπως περιοριζόμαστε σε έναν στείρο συναισθηματισμό, σε μια επιφανειακή προσέγγιση του Θείου Προσώπου Του, ενώ στην ουσία είναι για μάς Ξένος;

Μια γνωστή εικόνα της Αποκάλυψης αποτυπώνει τόσο παραστατικά αυτή την αλήθεια. «Ιδού, έστηκα επί την θύραν και κρούω», λέγει ο Ιησούς.

Κρούει τη θύρα της καρδιάς μας, που είναι κλειστή για Εκείνον, όπως είναι κλειστή για κάθε ξένο. Οι οικείοι έχουν κλειδί, μπορούν να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα.

Εκείνον Τον κρατάμε σε απόσταση, ίσως γιατί δεν θέλουμε να ελέγξει την ακαταστασία της ψυχής μας. Τηρούμε τους τύπους απέναντί Του, δεν αποζητούμε τη ζεστασιά της οικειότητας.

Ακόμα κι όταν προσευχόμαστε, θέλουμε κάτι από Εκείνον, όχι όμως Εκείνον. Τον ασπαζόμαστε με λατρεία, αλλά δεν Τον νιώθουμε ουσιαστικά δικό μας.

Επιθυμούμε να είμαστε συγκληρονόμοι Του, αλλά δεν φροντίζουμε να κυλάει διαρκώς στις φλέβες μας το δικό Του βασιλικό αίμα.

Εκείνος μάς καλεί· εμείς διστάζουμε. Εκείνος μάς προσφέρεται σε κάθε Θεία Λειτουργία· εμείς Τον αποφεύγουμε.

Κάποιες φορές, προσπαθούμε με λαχτάρα να Τον ανακαλύψουμε στη ζωή μας. Τον περιμένουμε, όπως τα ξερόχορτα περιμένουν τη βροχή, όπως τα άνθη τον ήλιο, όπως τα μάτια το φως, όπως η καρδιά την παρηγοριά.

Δέν έχει, όμως, ούτε το μυαλό μας τη δύναμη, ούτε η καρδιά μας τη διαίσθηση, ούτε η ψυχή μας το φωτισμό να Τον ανακαλύψει εκεί που αντικατοπτρίζεται, στο πρόσωπο του κάθε κατατρεγμένου.

Με είδατε -λέγει ο Ιησούς- ξένο, με είδατε γυμνό, με είδατε πεινασμένο, με είδατε φυλακισμένο στο πρόσωπο των αδελφών μου των ελαχίστων.

Κι ανάλογα με τη συμπεριφορά σας σε κείνους, ανάλογα με το μέτρο της αγάπης σας, θα κριθεί η είσοδός σας στη Βασιλεία μου.

Με είδατε, μάς λέγει. Κι όμως εμείς δεν Τον αναγνωρίσαμε στα πρόσωπα των εμπερίστατων, ούτε καν υποψιαστήκαμε την παρουσία Του.

Γι’ αυτό, και προβάλαμε σ’ αυτούς αντί της αγάπης την αδιαφορία και τη μιζέρια μας, τα πάθη και τον πανικό μας. Υψώσαμε τείχη απέναντι στο διπλανό μας, τον θεωρήσαμε κάποιες φορές αντίπαλο, ίσως και εχθρό.

Τραγική στη ζωή μας αυτή η αποξένωση απ’ τον συνάνθρωπό μας. Περπατάμε στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, μπλεκόμαστε στην κίνηση, πλήθος ανθρώπων μάς περιτριγυρίζουν, κι όμως νιώθουμε μοναξιά.

Παγιδευμένοι στην εγωπάθειά μας, αδυνατούμε να δούμε το πρόσωπο του άλλου, και να αποκαλύψουμε σ΄αυτό την εικόνα του Θεού.

Αδυνατούμε να αγαπήσουμε. Και αυτό συνιστά την τιμωρία μας. Είναι ξένη και απόμακρη για μάς η διδαχή του Χριστού, γι’ αυτό και ανέφικτη η εφαρμογή της.

Ξένος ο Ιησούς, ξένη η διδασκαλία Του, ξένη όμως και η αχειροποίητη εικόνα Του μέσα μας. Μάς είναι ξένος τις περισσότερες φορές ο ίδιος ο εαυτός μας.

Άβυσσος η ψυχή μας, γεμάτη μυστήριο. Η εξωστρέφειά μας μάς απαγορεύει να υποψιαστούμε τα ανεξερεύνητα προσωπικά μας βάθη, την εσωτερική μας πενία, τις άτακτες κινήσεις της ψυχής μας, τις εφάμαρτες επιθυμίες της, τις ένοχες διαθέσεις της.

Οδυνηρή η αυτογνωσία μας, καθώς μπορεί να αναδείξει εικόνες, που δεν αντέχουμε να αντικρύσουμε. Γι’ αυτό και δεν την επιδιώκουμε. Και παραμένει άγνωστος και ξένος και ο εαυτός μας.

«Δός μοι τούτον τον ξένον». Ένας βαθύς συγκλονισμός διατρέχει την ύπαρξή μας στο άκουσμα τούτου του λόγου, καθώς ανακαλύπτουμε την τραγικότητα της προσωπικής μας αποξένωσης από τον Κύριό μας.

Αν όμως η μέθη της αλαζονείας μας σφυρηλάτησε την αδιαφορία μας για Εκείνον ή την αποστασία μας, ο Εσταυρώμενος Ιησούς μακρόθυμα μάς περιμένει.

Δεν μάς καταλογίζει την βραδύτητα, δεν βδελύσσεται τη σκληροκαρδία μας. Τον πληγώνει όμως η ψυχρότητά μας. Θέλει να Του δώσουμε την καρδιά μας.

«Υιέ μου, δός μοι σην καρδίαν» μάς προτρέπει. Περιμένει επάνω στο Σταυρό, έχοντας τα τρυπημένα Του χέρια ανοιχτά, για να μάς αγκαλιάσει με τη στοργή του πατέρα, με την αγάπη του φίλου, με την εγκαρδιότητα του οικείου.

Κι όταν υψώνουμε δεητικά το βλέμμα μας στην πονεμένη μορφή Του, νιώθουμε μυστικά να απευθύνεται προσωπικά στον καθένα μας με απροσμέτρητη γλυκύτητα και αγάπη, και να μάς παροτρύνει, όπως χαρακτηριστικά γράφει Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:

«Δός μου παιδί μου την καρδιά σου. Εγώ για σένα πατέρας, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ φίλος· ό,τι χρειάζεσαι, εγώ. Τίποτε δεν θα σου λείψει.

Μόνο να με νιώθεις δικό σου. Κι εσύ είσαι τα πάντα για μένα, και αδελφός και φίλος και συγκληρονόμος. Τί άλλο θέλεις; Γιατί στρέφεσαι στη ματαιότητα του κόσμου και αποστρέφεσαι εμένα, που τόσο σε έχω αγαπήσει;»

Τί να ψελλίσει η φτωχή μας καρδιά ή τί να αντιδωρίσει στο ασύλληπτο μεγαλείο της θεϊκής Του αγάπης!

Αυτές τις ώρες της κατανυκτικής ησυχίας και της λυτρωτικής περισυλλογής, μάς συνέχει απρόσμενα μιά ακατανίκητη επιθυμία, να αποδειχθούμε οικείοι Του· να γίνουμε μέτοχοι της μεγάλης τιμής, που μάς αξιώνει.

«Ξένον τόκον ιδόντες ξενωθώμεν του κόσμου» μάς παρακινεί ο λογισμός μας.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, πιο μεγαλειώδης προοπτική για τον άνθρωπο, πιο ζηλευτός προορισμός, αλλά και πιο εκπληκτική εμπειρία από ετούτη: Επίγειος ών να μαγνητίζεται από τον ουρανό· πρόσκαιρος, να πορεύεται προς τα αιώνια· μικρός και ατελής, να αναζητά την τελειότητα.

«Δός μοι τούτον τον ξένον». Το αίτημα του Ιωσήφ στον Πιλάτο ας γίνει σήμερα αίτημα και της δικής μας προσευχής στο Θεό:

Ουράνιε Πατέρα μας, δός μας τούτον τον Ξένον, που σήμερον κρεμάται επί ξύλου. Δός μας τούτον τον Ξένον να Τον κάνουμε δικό μας, οικείο μας, θεμέλιο και φως της ζωής μας.

Δός μας τούτον τον Ξένον να ζει μέσα στα βάθη της ύπαρξής μας, να μάς χειραγωγεῖ στα μονοπάτια της θεογνωσίας, και να μάς ανακαινίζει με το πανάγιο Αίμα Του.

Δός μας τούτον τον Ξένον, για να συνοδοιπορούμε στο δρόμο της θυσιαστικής Του αγάπης, να συμμετέχουμε στο λυτρωτικό Του Πάθος, και να βιώνουμε διαρκώς την αναφαίρετη χαρά της Αναστάσεώς Του και της αιωνίας δόξης Του. Αμήν.

 

''Συνέλαβον τον Ιησούν και έδησαν αυτόν..''

epitafios

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

«Διά των οφθαλμών της πίστεως», για να χρησιμοποιήσω και πάλι, αγαπητοί μου αδελφοί, τους λόγους του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, προσεγγίζουμε λατρευτικά μέσα στο ορθόδοξο κλίμα της Αγίας μας Εκκλησίας τα Άχραντα Πάθη του Σωτήρος Χριστού.

Μεταφερόμαστε, διά των ιερών κειμένων των Ιερών Ευαγγελιστών και την ανυπέρβλητη σε πνευματικό κάλλος υμνογραφία μας, στην μακρυνή και προφητοκτόνο Ιερουσαλήμ και βλέπουμε διά των αλλοιωμένων από την χάρη του Παναγίου Πνεύματος οφθαλμών της ψυχής «τι συνεβουλεύσατο Ιούδας ο προδότης συν ιερεύσιν ανόμοις κατά του Σωτήρος ημών» και πως «σήμερον ένοχον θανάτου τον αθάνατον Λόγον πεποίηκαν και Πιλάτω προδώσαντες, εν τόπω κρανίου εσταύρωσαν»1.

Αυτή η αλλαγή των οφθαλμών διά της καθάρσεως και της πίστεως, κατά την πατερική γραμματεία, μας επιτρέπει να εννοήσουμε όχι λογικά αλλά υπέρλογα, όχι κοσμικά αλλά υπερκόσμια, θεραπευτικά και σωστικά τα Σωτήρια Πάθη του Χριστού.

Δεν τα πλησιάζουμε με το συναισθηματικό στοιχείο, ούτε ακόμη ηθικά ώστε να τα προσαρμόσουμε σε γεγονότα και οδυνηρές προσωπικές καταστάσεις της ζωής μας.

Αλλά τα προσεγγίζουμε θεραπευτικά, θεολογικά, όπου κυριαρχεί η πραγματικότητα και βιώνεται η κατάνυξη, που συνδέεται αναπόσπαστα με την χαρμολύπη του Σταυρού2.

Γι' αυτό όταν κάνουμε θεολογική προσέγγιση των Παθών του Κυρίου, εννοούμε τον σκοπό για τον οποίον έπαθε ο Χριστός. Έτσι μόνο μπορούμε να καταλάβουμε:

πως ο Κριτής κρίνεται·

πως ο Παντοδύναμος φαίνεται αδύναμος και ανίσχυρος·

πως ο Μονογενής Υιός του Θεού αφέθηκε στην μανία των διωκτών Του·

πως οδηγήθηκε, κατά την έκφραση του «πέμπτου ευαγγελιστού», του Ησαίου, «ως πρόβατον επί σφαγήν ... και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος, ούτως ουκ ανοίγει το στόμα»3.

Γιατί δεν προσιδιάζει η λογική του Χριστού προς την λογική των ανθρώπων. Έχει ο Χριστός μία διαφορετική λογική από αυτήν του κόσμου και των ανθρώπων.

Ας φαινόταν ταπεινωμένος ενώπιον του Καϊάφα και ατιμασμένος στο πραιτώριο του Πιλάτου:

Με το εκούσιο πάθος Του νικά την ανυπακοή των πρωτοπλάστων και διορθώνει το πταίσμα του Αδάμ.

Με την άφατη μακροθυμία Του, την συγκατάβαση και την ταπείνωση, νικά την φιλοδοξία του γενάρχου Αδάμ και της Εύας και ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους.

Η υπομονή του, επίσης, συνυφασμένη με την πράοτητα θεραπεύει το πάθος της φιλοπρωτίας με το οποίο μπολιάστηκε ο άνθρωπος στον κήπο της Εδέμ.

Κι όταν υψώθηκε στο Ξύλο του Σταυρού «εν μέσω δύο ληστών» και εφαίνετο στα μάτια των ανθρώπων αδύνατος και νικημένος, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν πανίσχυρος και νικητής.

Με τον θάνατό Του, ακόμη, συγκλονίζει ολόκληρη την κτίση. «Πάσα η κτίσις ηλλοιούτο φόβω θεωρούσά σε εν σταυρώ κρεμάμενον, Χριστέ· ο ήλιος εσκοτίζετο και γης τα θεμέλια συνεταράττετο· τα πάντα συνέπασχον τω τα πάντα κτίσαντι»4.

Καί όχι μόνον αυτό, αλλά «και την γην εκώλυε καταπιείν τους σταυρούντας Αυτόν, τω δε άδη επέτρεπε αναπέμπειν τους δεσμίους εις αναγέννησιν βροτών»5, καθώς ψάλλουν οι ιεροί υμνογράφοι της Εκκλησίας μας.

Έτσι κατανικά τον θάνατο, συντρίβει «τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ΄ έστι τον διάβολον»6 και χαρίζει στον άνθρωπο την αιώνια ζωή.

Γι' αυτό και στον χώρο της πίστεως ισχύει ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου: «έτερα ορώμεν και έτερα πιστεύομεν, τοιαύτη γαρ η των μυστηρίων ημών φύσις»7.

Δηλαδή, άλλα βλέπουμε με τα υλικά μας μάτια και αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και άλλα πιστεύουμε και αισθανόμαστε ότι υπάρχουν.

Με αυτήν την προοπτική, επιτρέψτε μου αδελφοί μου, να σταθώ αυτήν την τόσο συγκλονιστική και αγία ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής σε ένα από τα γεγονότα των Παθών του Κυρίου μας, που ίσως το προσπερνάμε με την λογική μας και δεν του δίνουμε την ανάλογη σημασία.

«Συνέλαβον τον Ιησούν και έδησαν αυτόν»8

Καί πρώτον. «Ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας, ο επιβλέπων επί την γην και ποιών αυτήν τρέμειν, ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται»9 «δικάζεται και κατακρίνεται παρά κριτών αδίκων»10.

Τα χέρια που έπλασαν τον Αδάμ,

τα χέρια που έθρεψαν τον πεινασμένο λαό στην έρημο του Σινά,

τα χέρια που απλώθηκαν κατά την επίγεια παρουσία Του ευεργετικά στον άνθρωπο,

που κατασκεύασαν οφθαλμούς,

που άνοιξαν μάτια τυφλών,

που ανόρθωσαν παραλύτους,

που θεράπευσαν ασθενείς,

που ανέστησαν σώματα νεκρά,

τώρα δεσμεύονται !

Τα χέρια που έθρεψαν τους πεντακισχιλίους εν ερήμω, που ευλόγησαν αθώες κεφαλές, που αγκάλιασαν αθώες υπάρξεις, βρίσκονται εκούσια δεμένα από τα χέρια του πλάσματός Του ως χέρια κακούργου και φονέος. Καί καθώς ο Κύριος υποχωρεί σε οτιδήποτε αυτοί θέλουν «δεσμοίς εκτείνουσι», θα προσθέσει ο Άγιος Κύριλλος Πατριάρχης Αλεξανδρείας11.

Δεύτερον. «Συνέλαβον τον Ιησούν και έδησαν αυτόν».

Δεν δέθηκε το φοβερό εκείνο βράδυ της προδοσίας, ούτε την φρικτή εκείνη ημέρα της Παρασκευής του Πάσχα, αλλά αιώνες τώρα τα χέρια του Θεού είναι δεμένα με τα δεσμά της αγάπης για τον άνθρωπο.

Δεμένος ο Θεός για την σωτηρία του πλάσματος: «Ο Βασιλεύς δεδεμένος εν δεσμοίς αγαπήσεως» θα προφητεύσει χιλιάδες χρόνια πριν τον ερχομό Του ο Προφήτης Ωσηέ12.

Αυτήν την άφατη μακροθυμία του Θεού την αγνοούσε ο Αδάμ. Δεν μπόρεσαν να την εννοήσουν «των θεοκτόνων ο εσμός»13.

Δεν την κατάλαβε η ανθρωπότητα και δυστυχώς δε την καταλαβαίνουμε κι εμείς σήμερα αν και θέλουμε να μιλάμε για το αγαθό της ελευθερίας.

Τρίτον. «Συνέλαβον τον Ιησούν και έδησαν αυτόν».

Από τότε χαρίστηκε το μέγιστο αγαθό της ελευθερίας στον άνθρωπο. Ελευθερία από τα δεσμά του θανάτου και της αμαρτίας. Από τότε ελευθερώθηκε η εικόνα του Θεού, η βασίλειος δημιουργία, ο άνθρωπος, από την καταδυναστεία του διαβόλου.

Εξέτεινε Αυτός τα χέρια Του εν δεσμοίς όταν Τον πήγαιναν προς τον Καϊάφα για την δική μας αγάπη.

Άπλωσε τα χέρια Του για να ανακουφίσει και να ανορθώσει όλους εκείνους που ήταν πιεσμένοι και συνεχόμενοι από τον εχθρό και να τους ελευθερώσει από αυτήν την συνοχή14.

Και όσοι στην πορεία της Εκκλησίας κατάλαβαν τι σημαίνουν τα δεσμά του Χριστού και κατενόησαν αυτήν την μέγιστη προσφορά και διακονία Του, αυτήν την ευεργεσία την οποία μας χάρισε, έγιναν αιχμάλωτοι της αγάπης Του.

Δέθηκαν με τα δεσμά της ίδιας αγάπης και βαδίζουν τον ίδιο δρόμο που βάδισε κι Εκείνος. Όπως η νύμφη του βιβλίου των Ασμάτων αιχμαλωτισμένη από την αγάπη της ακολουθεί τον νυμφίο της.

Όπως ο Απόστολος των Εθνών Παύλος αναγνωρίζει τον εαυτό του ως δούλο και αιχμάλωτο Χριστού, «δέσμιος Χριστού Ιησού»15.

Και ακόμη χιλιάδες Μάρτυρες, Όσιοι και Δίκαιοι, με αυτά τα δεσμά της αγάπης, με τις αλυσίδες της πίστεως, έφυγαν από τον κόσμο αυτό για την Βασιλεία των ουρανών υψώνοντας έτσι τα χέρια τους εις ικεσίαν προ το Εσφαγμένον Αρνίον για ολόκληρο τον κόσμο.

Όλοι αυτοί φέρουν με καύχηση αυτά τα δεσμά ως πολύτιμους θησαυρούς και μαργαρίτες.

Αδελφοί μου, δεδεμένος ο Χριστός και σήμερα και πάντοτε με τα δεσμά της αγάπης του, μας προκαλεί με το εκούσιο πάθος Του και μας προσκαλεί συγχρόνως να ελευθερωθούμε από τα δεσμά της αμαρτίας και του θανάτου, προκειμένου να κατακτήσουμε την Βασιλεία των Ουρανών.

Είναι χαρακτηριστική η προτροπή του Αποστόλου Παύλου: «Τη ελευθερία η Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ δουλείας ενέχεσθε»16.

Απέναντι σ΄ αυτήν την ευεργεσία του Θεού και τις άπειρες δωρεές Του, οφείλουμε σ΄ Αυτόν την βαθιά μας πίστη, την ολοκληρωτική αφοσίωσή μας, την αγάπη μας και την λατρεία μας στο Άγιο πρόσωπό Του.

Γι' αυτό και το δικό μας σήμερα στόμα, μα πολύ περισσότερο η καρδιά μας, ας επαναλάβει μπροστά στον Τίμιο Σταυρό Του:

«Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε, δόξα σοι».
«Δόξα, Κύριε, τω Σταυρώ Σου και τη Αναστάσει Σου».
«Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία Σου».


1 Δοξαστικόν στ΄ Ώρας Μεγάλης Παρασκευής.

2 Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου (νυν Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου), Οι Δεσποτικές Εορτές, εκδ. Ιερά Μονή Γεν. Θεοτόκου (Πελαγίας) 1995, σελ. 221.

3 Ησ. 53,7.

4 Στιχηρόν Αποστίχων Όρθρου Μεγάλης Παρασκευής.

5 Δοξαστικόν Αποστίχων Όρθρου Μεγάλης Παρασκευής.

6 Εβρ. 2,14.

7 Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Υπόθεσις της προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής, Ομιλία Ζ΄, PG 61,55.

8 Ιω. 18,13.

9 Πρβλ Ψαλμ. 103.

10 Καί νυν Αποστίχων Όρθρου Μεγάλης Παρασκευής

11 Άγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, βιβλ. ΙΑ΄ PG 74,593c.

12 Ωσ. 11,4.

13 Μακαρισμοί Όρθρου Μεγάλης Παρασκευής.

14 Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας, Εξήγησις εις τον Ωσηέ, PG 126,761a

15 Φιλημ. 1.

16 Γαλ. 5,1.

''Ήπλωσας τας παλάμας και ήνωσας τα το πριν διεστώτα''

estavromenos

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σπάρτης κ. Ευσταθίου

Ἐάν ρωτήσουμε ἕνα μικρό παιδάκι, πού δέ γνωρίζει ἀκόμη πολλά πράγματα, ἀλλά πού ὀσφραίνεται τήν ἀγάπη τῶν μεγαλύ­τερων ἀνθρώπων πού εἶναι κοντά του- καί μάλιστα τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τῆς ἀναντικατάστατης μητέρας του- πόσο τούς ἀγαπάει, τότε αὐτό ἁπλώνει καί τά δύο χεράκια του καί μέ τά λίγα λόγια πού γνωρίζει ἀπαντᾶ: «τόοοσο!».

Τά πανάγια χέρια τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἁπλωμένα ἐπάνω στό Σταυρό.

Εἶναι τρυπημένα μέ τά φαρμα­κερά καρφιά καί γεμάτα αἵματα.

Στάζουν κυριολε­κτικά μιά-μιά σταγόνα τό πανάχραντο αἷμα του, γιά νά ξεπλύνουν τά δικά μας ἀνομήματα, γιά νά γιατρέψουν τίς δικές μας πληγές, γιά νά θρέψουν τή δική μας ψυχή καί γιά νά ἐπιβεβαιώσουν μέ αὐτό τόν τρόπο τήν Ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου γιά τόν ἄνθρωπο.

Ὅταν, μετά τή θριαμβευτική Ἀνάστασή Του τήν ἴδια ἡμέρα τό ἀπόγευμα, ἔκανε τήν ἐμφάνισή του στούς φοβισμένους καί κλεισμένους στό ὑπερῶο μαθητές του, γιά νά βεβαιωθοῦν ἐκεῖνοι, ὅτι δέν ἦταν ἄλλος, οὔτε φάντασμα «ἔδειξεν αὐτοῖς τάς χεῖρας».

Καί ἐκεῖνοι, βλέποντας τά πληγωμένα χέρια Του, τόν ἀναγνώρισαν καί «ἐχάρησαν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον».

Ἔχει πολύ βάθος αὐτή ἡ συνάντηση τοῦ Ἀνα­στημένου Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του.

Τόσο με­γάλη εἶναι ἡ σημασία της, ὥστε, γιά νά ἐμπεδωθεῖ ἡ πεποίθησή τους στήν Ἀνάστασή Του καί νά θεριέψει ἡ πίστη τους στή θεότητά Του, ἐπανέλαβε τήν ἐμφάνισή του «μεθ’ ἡμέρας ὀκτώ», παρόντος καί τοῦ ἀπουσιάζοντος ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή Του Θωμᾶ.

Χρησιμοποιεῖ, μάλι­στα, τόν ἴδιο τρόπο, γιά νά κάνει καί ἐκείνου ὄχι μόνο τή χαρά ἀληθινή ἀλλά καί τήν πίστη πιό στέρεα καί πιό μεγάλη.

«Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ, φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖρας μου».

Ὁ Θωμᾶς, γεμάτος ἔκπληξη καί πλημμυρισμένος ἀπό μιά ἀνείπωτη χαρά, ἀναφωνεῖ: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».

Μερικοί, μάλιστα, ἑρμηνευτές ἀναφέρουν ὅτι, ὅταν ὁ Θωμᾶς εἶδε τά πληγωμένα χέρια τοῦ Κυρίου καί βέβαια τά πόδια καί τήν πλευρά Του, τίποτε δέν ἄγγιξε, ἀλλά πείσθηκε καί ὁμολόγησε καί τήν ὁμο­λογία αὐτή ἐπαναλάμβανε στό κήρυγμά του σέ κάθε εὐκαιρία καί τελικά τήν ὑπέγραψε μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου του.

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τά σημαδεμένα καί πλη­γωμένα ἀπό τά καρφιά χέρια τοῦ Κυρίου ἔγιναν αἰτία νά τόν ἀναγνωρίσουν οἱ μαθητές Του ἀνα­στημένο πλέον, νά τόν πιστεύσουν γιά «Κύριό τους καί Θεό τους» καί νά γίνουν μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, προσφέροντας γι’ αὐτή τήν αὐταπάρνησή τους, τόν κόπο καί τόν ἱδρῶτα τους, μά πρό πάντων τή μαρτυρία τοῦ ὀρθόδοξου λόγου τους, τήν ἐνάρετη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους αἷμα.

Ἡ κοινωνία μας καί σήμερα, γιά νά πιστέψει καί νά ἐμπιστευθεῖ κάποιον καί γιά νά τόν παραδεχθεῖ, κοιτάζει τά χέρια του, μέ μεταφορική, βεβαίως, ἔννοια, τά ὁποῖα πρέπει νά εἶναι:

α) Καθαρά, ὄχι ἐξωτερικά, ἐπιδερμικά, ὅπως ἦταν τοῦ Πιλάτου. Ἐκεῖνος «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χεῖρας αὐτοῦ λέγων ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου».

Ἦταν ὅμως δυνατό νά χαρακτηρισθοῦν τά χέρια του καθαρά, ἀφοῦ μέ τή δική του ὑπογραφή συντελέσθηκε τό μεγαλύτερο ἔγκλημα πάνω στή γῆ;

Μπορεῖ νά τό εἶπε, ὅτι εἶναι ἀθῶος, ἀλλά εἶναι ὁ μέγας ἔνοχος, γιατί, ἐνῶ τρεῖς φορές ὁμολογεῖ καί ἀναγνωρίζει τήν ἀθωότητά Του, λέγοντας πρός τούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν κατηγορίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ», ἐν τούτοις «παραδίδει αὐτόν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ».

Τά χέρια εἶναι καθαρά, ὅταν δέν ἐνέχονται σέ ψευδορκίες, σέ ἁρπαγές, σέ χειροδικίες, σέ λαθροχειρίες, σέ κλεψιές, σέ ἐγκληματικές ἐνέργειες καί σέ ἄλλα ἀνομήματα πού διαπράττονται μ’ αὐτά.

Πόσο, ἀλήθεια, εἶναι ἀξιοπρόσεκτο τό ἐπίγραμμα πού ἦταν χαραγμένο στή βρύση μπροστά στό ναό τῆς ἁγίας Σοφίας στήν Κων/πολη: «Νίψον ἀνομήματα μή μόναν ὄψιν» .

β) Νά εἶναι ἐργατικά. Μέ καύχηση ἐν Κυρίῳ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔδειχνε τά ἐργατικά καί ροζια­σμένα χέρια του στούς ἀνθρώπους καί πρόσθετε διδακτικά «Ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσιν μετ’ ἐμοῦ ἐξέθρεψάν με αἱ χεῖρες αὗται».

Εἶναι ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἡ ἐργασία, ἡ ὁποία καί τήν ὕλη ἀξιοποιεῖ καί τήν ἀρετή προάγει.

Παίρνει ὁ ἐπιπλοποιός ἕνα ἄμορφο ξύλο καί, ἀφοῦ μέ προσοχή καί γιά πολλές ὧρες τό σμιλέψει, δημιουργεῖ ἕνα πανέμορφο ἔπιπλο καί στολίζει μέ αὐτό τό σπίτι μας, τό Ναό μας, τό χῶρο τῆς δουλειᾶς μας.

Ταυτόχρονα, βοηθάει τόν ἄνθρωπο στήν καλ­λιέργεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τούς πειρασμούς, πού πέφτουν ἐπάνω του τίς στιγμές τῆς ἀργίας καί τῆς ἀπραξίας του.

Νά γιατί οἱ πατέρες ἔλεγαν, ὅτι «ὅποιος δέν ἔχει δουλειά τοῦ εὑρίσκει ὁ διάβολος ἀπασχόληση» καί ὁ λαός μας μέ τή σοφία του ἐπιβεβαιώνει, λέγοντας ὅτι «στοῦ τεμπέλη τήν καρδιά φτιάχνει ὁ διάβολος φωλιά», ἐνῶ οἱ πρόγονοί μας ἐπιγραμματικά δίδα­σκαν, ὅτι «ἡ ἀργία ἐστί μήτηρ πάσης κακίας».

Ἰδίως γιά τούς νέους ἀνθρώπους ἡ ἀπραγία εἶναι κατάσταση ἐγκληματική, ἀφοῦ σπαταλοῦν τόν πο­λύτιμο χρόνο τους ἀσκόπως τότε πού πρέπει νά βάζουν γερά θεμέλια, γιά τή μετέπειτα ζωή τους.

Γιά αὐτό ἕνας παιδαγωγός ἔλεγε σ’ ἕναν πατέρα: «θέλεις νά σώσεις τό παιδί σου; Γέμισέ του δημι­ουργικά τίς ὧρες».

γ) Ἐπίσης τά χέρια μας, γιά νά μᾶς παραδεχθοῦν καί ἀναγνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι, πρέπει νά ὑψώ­νονται σέ θέση προσευχῆς συχνά -πυκνά. Οἱ μεγάλοι ἀγωνιστές, ὅσιοι καί ἀσκητές, ὕψωναν τά χέρια τους στήν προσευχή γιά ὧρες πολλές.

Τέτοια ἦταν ἡ ἀφοσίωσή τους, ὥστε ἡ ἀκινησία τῶν χεριῶν τους, πού διαρκοῦσε πολλές ὧρες ξεγελοῦσε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄρχιζαν νά συγκεν­τρώνουν ὑλικά, γιά νά κάνουν τή φωλιά τους στίς ἀνοιχτές παλάμες τῶν ἀσκητῶν.

Βέβαια δέν εἶναι ὁ μόνος τρόπος προσευχῆς τά ἁπλωμένα χέρια, εἶναι ὅμως δηλωτική ἡ στάση αὐτή τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς ἐπικοινωνίας μας μέ τόν πλάστη καί Θεό μας, ἀφοῦ κατά τή διάρκειά της παίρνει μέρος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός μας κό­σμος.

δ) Ἀκόμη τά χέρια μας πρέπει νά εἶναι ὄχι μόνο καθαρά ἀπό ἀδικίες, ἀλλά καί στολισμένα μέ τίς ἀγαθοεργίες καί μέ τίς φιλάνθρωπες ἐνέργειές μας, πού ἀποσκοποῦν στή συμπαράσταση τοῦ ἐμπερί-στατου συνανθρώπου μας, πού δέν εἶναι, οὔτε ξένος, οὔτε πολύ περισσότερο ἐχθρός μας, ἀλλά ἀδελφός μας, ἀφοῦ ὅλοι εἴμαστε ἑνός πατέρα παι­διά.

Εἶναι εὐλογημένα καί ἁγιασμένα τά χέρια πού μεταβάλλουν τά ψυχρά χρήματα σέ ζεστό φαγητό, σέ μανδήλι γιά τά δάκρυα τῶν πονεμένων, σέ φάρ­μακο γιά τήν ἀρρώστια τοῦ δοκιμαζομένου, γιά ψωμί τοῦ πεινασμένου, γιά στέγη τοῦ ἀστέγου καί γιά βακτηρία τοῦ γέροντα.

Αὐτά τά χέρια θεωροῦνται τά πιό ὄμορφα καί τά πιό ὡραῖα καί μακάρι νά τά ἀγαπήσουμε, νά τά ἀσπασθοῦμε καί νά τά κάνουμε δικά μας.

Κάποτε στό σπίτι μιᾶς ἀρχόντισσας συγκεντρώ­θηκαν γυναῖκες, γιά νά περάσουν ἕνα ὄμορφο ἀπόγευμα, πίνοντας καφέ καί συζητώντας.

Σέ κά­ποια στιγμή μιά ἀπό αὐτές εἶχε τή «φαεινή» ἰδέα νά κάνουν ἕνα «διαγωνισμό», γιά νά ἀποδειχθεῖ ποιᾶς τά χέρια θά ἦταν τά πιό ὡραῖα.

Ἐπειδή ἡ καθεμία θεωροῦσε τά δικά της, ὡς τά καλύτερα καί δέν κατέληγαν σέ συμπέρασμα, ἀποφάσισαν νά ἐρωτήσουν τό γέροντα πατέρα τῆς κυρίας πού φιλοξενοῦσε τήν παρέα.

Ἐκεῖνος, πεπειραμένος καί σοφός, τούς εἶπε: «Δῶστε μου προθεσμία νά βγῶ στίς φτωχογειτονιές καί νά ρωτήσω τούς φτω­χούς, τούς μοναχικούς, τούς πονεμένους, τούς πο­λύτεκνους καί τότε θά σᾶς πῶ ποιᾶς τά χέρια εἶναι ὀμορφότερα».

Μακάρι νά παύσουμε νά βλέπουμε ἀκίνητο τόν Κύριό μας στό Σταυρό. Μακάρι νά θελήσουμε νά βλέπουμε καί τούς ἁγίους μας νά κινοῦνται καί νά μήν εἶναι ἀκίνητοι καί κρεμασμένοι στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ μας.

Εἶναι ἀνάγκη νά βλέπουμε μέ τά μάτια τοῦ Χρι­στοῦ μας, νά ἀκοῦμε μέ τά αὐτιά του, νά μιλᾶμε μέ τό στόμα του, νά περπατᾶμε μέ τά πόδια του, νά δουλεύουμε μέ τά χέρια του καί νά ἀγαπᾶμε μέ τήν καρδιά του.

Τότε οἱ ἄνθρωποι θά μᾶς παραδεχθοῦν, τότε ἀπό τή ζωή μας θά ὠφελοῦνται καί ἀπό τό λόγο μας θά διδάσκονται.

Μή λησμονοῦμε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, γιά τόν Ἅγιο Βασίλειο: «τοῦ Βασιλείου ὁ λόγος ἀκουγόταν σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή».

Η θριαμβευτική πορεία προς την αιώνια δόξα του Κυρίου

dd

Του Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού Δανιήλ

Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός στο τέλος της δημοσίας επί γης ζωής και διακονίας Του πραγματοποίησε την θριαμβευτική πορεία επιστροφής Του προς τον ουράνιο Πατέρα Του, αφού ολοκλήρωσε την επί γης αποστολή Του.

Στην τελευταία αποχαιρετιστήρια ομιλία Του προς τους Δώδεκα Μαθητές και Αποστόλους στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος δήλωσε:

«Εξήλθον παρά του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον• πάλιν αφίημι τον κόσμον και πορεύομαι προς τον πατέρα » (Ιωάννου ιστ 28)

Δηλαδή: «Προέρχομαι από τον Πατέρα και ήρθα στον κόσμο• αφήνω πάλι τον κόσμο και πηγαίνω στον Πατέρα»

Η πορεία αυτή πραγματοποιήθηκε προς δύο κατευθύνσεις, όπως ο Ίδιος ο Κύριός μας εξήγγειλε.

α . Πορεία προς τα Ιεροσόλυμα.

Ο Κύριος ολοκληρώνοτας την τελευταία περιοδεία Του ανήγγειλε στους Δώδεκα Μαθητές Του και Αποστόλους, ότι κατευθύνεται προς τα Ιεροσόλυμα, όπου εκεί θα συμβούν τα γεγονότα του πάθους, του θανάτου και της αναστάσεώς Του, λέγοντάς τους :

«Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται τοις αρχιερεύσι και γραμματεύσι, και κατακρινούσιν αυτόν θανάτω, και παραδώσουσιν αυτόν τοις έθνεσιν εις το εμπαίξαι και μαστιγώσαι και σταυρώσαι, και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται » (Ματθαίου κ 18-19)

Δηλαδή : ««Ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα• ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί εκεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο. Και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς, για να τον περιγελάσουν, να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν, όμως την τρίτη μέρα θ’ αναστηθεί».

Από την δήλωση αυτή και άλλες μαρτυρίες εξάγεται το συμπέρασμα, ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός πορεύεται εκουσίως με αποφασιστικότητα και μεγαλοπρέπεια ως κυρίαρχος των εξελίξεων προς το πάθος, τον θάνατο, την ταφή και την ανάσταση.

Ουδέν συμβαίνει αιφνιδιαστικά, απρόοπτα και αναπάντεχα. Ο Ίδιος γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα συμβεί σ’ Αυτόν και δεν αποφεύγει να συγκρουσθεί με την κακία, την αμφισβήτηση, την απόρριψη, τον πόνο, το μαρτύριο και τον θάνατο.

Παραδίδεται αυτεξουσίως στους εχθρούς Του χωρίς να τους φοβείται. Συγκρούεται μαζί τους επιτρέποντάς τους να τον μεταχειρισθούν όπως ήθελαν και τους νικά με την θυσία Του, την μακροθυμία Του, την ανοχή Του.
* * * * *
β . Πορεία προς την δόξα.

Ο Κύριός μας στην αρχιερατική προσευχή Του, απευθυνόμενος προς τον επουράνιο Θεό και Πατέρα Του δήλωσε, ότι ολοκλήρωσε την αποστολή Του στον κόσμο και ζητεί να Τον δοξάσει στον ουρανό:

«Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελειώσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω• και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι » (Ιωάννου ιζ 4-5)

Δηλαδή : «Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασε με κοντά σ’ εσένα με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος».

Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος ανήγγειλε, ότι επιστρέφει ένδοξος στον ουράνιο Θεό και Πατέρα Του, δηλώνοντας στους Δώδεκα, ότι:
«Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης » (Ματθαίου κη 18).

Δηλαδή : ««Ο Θεός μου έδωσε όλη την εξουσία στον ουρανό και στη γη»

«Αναβαίνω προς τον πατέρα μου και πατέρα υμών, και Θεόν μου και Θεόν υμών» (Ιωάννου κ 17)

Δηλαδή : ««Ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός ».
* * * * *
γ . Η δόξα του Θεού.

Η δόξα του Θεού φανερώθηκε στην ζωή, στην διακονία, στον θάνατο και στην ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Στην γέννησή Του «η δόξα του Κυρίου» περικύκλωσε τους βοσκούς της Βηθλεέμ με την λάμψη της (Λουκά β 9 και εξής). Αυτή η δόξα εμφανίσθηκε στο Βάπτισμα του Ιησού και στην Μεταμόρφωσή Του (Λουκά θ 32, 35• Β Πέτρου α 17 και εξής). Επίσης στα θαύματά Του, στο κήρυγμά Του, στην περίλαμπρη αγιότητα της ζωής Του, στον θάνατό Του.

Ο θάνατος δεν είναι μόνο το προπύλαιο από το οποίο εισήλθε ο Ιησούς Χριστός στην «δόξα» Του (Λουκά κδ 26). Τα γεγονότα που συνέβησαν και τα σημεία συνόδευσαν τον θάνατο του Κυρίου (Ματθαίου κζ 50-54) αποκάλυψαν τον Ίδιο τον Εσταυρωμένο ως «τον Κύριον της δόξης» (Προς Κορινθίους Α β 8).
Με την Ανάσταση και την Ανάληψη ο Χριστός «εισήλθε» ήδη στην θεία δόξα, την οποία ο Πατέρας με την αγάπη Του, του έδωσε «προ καταβολής κόσμου» (Ιωάννου ιζ 24).

Ο Θεάνθρωπος αναλήφθηκε μέσα στην θεία νεφέλη «επηρμένος» (Πράξεων α 9-11), «ανελήφθη εν δόξη» (Προς Τιμόθεον Α γ 16). Ο Θεός «ήγειρεν Αυτόν εκ νεκρών και έδωκεν αυτώ δόξαν» (Α Πέτρου α 21). Ο αναστημένος Ιησούς ακτινοβολεί αυτή την δόξα, που είναι δόξα αγνότητος, αγιότητος, φωτός, δυνάμεως, ζωής, σ’ όλο το είναι Του.

Ο Διάκονος Στέφανος πεθαίνοντας βλέπει «δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού» (Πράξεων ζ 55). Ο Σαούλ τυφλώθηκε «από την δόξα του φωτός του» (Πράξεων κβ 11).

Η δόξα του αναστημένου Χριστού θάμπωσε τον Παύλο, όπως το φως μιας νέας δημιουργίας, καθώς βεβαιώνει,
«Ο Θεός ο ειπών εκ σκότους φως λάμψαι, έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξης του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού » (Προς Κορινθίους Β δ 6)

Δηλαδή : «Ο Θεός που είπε: «Μέσα από το σκοτάδι να λάμψει το φως», αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού»

* * * * *
δ . Η δόξα της Χριστιανικής ζωής.

Η εμπειρία της νίκης και της δόξας της Αναστάσεως της χαράς και της ευφροσύνης του ιερωτάτου Πάσχα, του Πάσχα της αφθαρσίας και της αθανασίας προϋποθέτει για τους πιστούς την εμπειρία της ταπεινώσεως και της οδύνης της Σταυρώσεως.

Όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός πόνεσε και υπέφερε το μαρτύριο του σταυρικού θανάτου για όλο το ανθρώπινο γένος, έτσι και ο καθένας που επιθυμεί να είναι μαθητής Εκείνου οφείλει να πάσχει απολύτως για κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος, καταγωγής, κοινωνικής τάξης, μορφώσεως που θλίβεται, πάσχει ωδυνάται, φονεύεται, διώκεται, βασανίζεται, περιφρονείται και εν τέλει πεθαίνει.

Να πάσχει για όλους τους χαμένους, τους αδυνάτους, τους παρακατιανούς, τους διωκομένους και φυλακιζομένους σε κάθε είδους φυλακή και θανατουμένους με κάθε είδους θάνατο είτε είναι της ίδιας με μας καταγωγής η διαφορετικής είτε του ίδιου με μας χρώματος η διαφορετικού.

Να θυσιάζεσαι για τους αδελφούς σου είναι η νίκη και η δόξα της Αναστάσεως.

''Η ψυχοτρόφος τράπεζα..''

trapeza

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ

Μεγάλη Πέμπτη. Αυτήν την τόσο συγκλονιστική ημέρα με την βοήθεια και την χειραγωγία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας "προσεγγίζουμε μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας την μυστική εν φόβω τραπέζη...και καθαραίς ταις ψυχαίς τον άρτον υποδεχόμενοι".

Α. Δεν είναι μια τυπική επανάληψη του δείπνου, αλλά μυστηριακή επέκταση του γεγονότος. Ό,τι έγινε τότε στο εστρωμένο ανώγαιο, γίνεται πάντοτε και στην Αγία Τράπεζα.

Και τότε ο Χριστός και τώρα ο Χριστός.

"Πιστέψτε", θα πει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, "ότι σε τίποτα δεν διαφέρει εκείνο το μυστικό δείπνο από τούτο το μυστήριο.

Επειδή δεν το κάνει αυτό ο άνθρωπος και εκείνο ο Χριστός, αλλά και τούτο κι εκείνο Αυτός το προσφέρει.

Ο τότε ταύτα ποιήσας ούτως και νυν αυτά εργάζεται." Θα προσθέσει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: "Έτσι η Αγία Τράπεζα είναι το εστρωμένον ανώγαιον, η παρουσία του Χριστού είναι ο θείος διάκοσμος. Αυτός είναι ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος."

Σ' αυτό το υπερφυέστατο μυστήριο της παρουσίας του Θεού και της αγάπης Του προς το ανθρώπινο γένος, οι Πατέρες της Εκκλησίας αισθάνονται συγκλονισμένοι.

Τι φοβερό μυστήριο; Τι άρρητη οικονομία; Τι ακατάληπτη συγκατάβαση του Θεού; Τι ανεξιχνίαστη ευσπλαχνία; Ο Πλαστουργός παραθέτει τον Εαυτό Του στο πλάσμα Του για να τον απολαύσει.

Η καθ' αυτόν Ζωή χαρίζει στους θνητούς τον εαυτό Της ως βρώση και πόση. Η σοφία του Θεού "κιρνά κρατήρα πιστοίς" (Κανών όρθρου Μεγ. Πέμπτης) και η προτροπή του φιλόξενου οικοδεσπότη είναι χαρακτηριστική: "γεύσασθε και γνόντες ότι χρηστός εγώ κράξατε".(Κανών όρθρου Μεγ. Πέμπτης)

Β. Έναν τέτοιο συγκλονισμό αισθανόταν κι ο σεβαστός μου γέροντας Αγαθόνικος . Από τότε που τον γνώρισα στα ιερά θυσιαστήρια της Αποστολικής Εκκλησίας των Αθηνών έλεγε ότι τον συγκλόνιζε η μέρα της Μεγάλης Πέμπτης.

Θυμάμαι την ιεροσύνη μου και την παρουσία του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.

Μας παρέδωσε ο Χριστός ότι πιο πολύτιμο υπάρχει στον κόσμο, το Σώμα Του και το Αίμα Του. Αυτούς τους συγκλονισμούς τους καταγράφει σε μια εγκύκλιό του στους κληρικούς της μητροπόλεώς του.

"Λάβετε, φάγετε, τούτο μου εστί το σώμα. Πίετε εξ' αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου. Πώς είναι δυνατόν, τα θαυμάσια αυτά λόγια να μην αποτελούν την πάλλουσα καρδιά κάθε ιερατικής ζωής;

Όσες φορές κι αν τα επαναλαμβάνουμε, ας τα επαναλαμβάνουμε σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ποτέ από συνήθεια. Γιατί η Ιεροσύνη μας αποπληρώνεται με τις θεοπρόφερτες αυτές λέξεις.

Σήμερα Μεγάλη Πέμπτη, όλη η Εκκλησία ξαναβρίσκεται νοερά στο Υπερώο της Ιερουσαλήμ. Εκεί όπου είχαν συναθροισθεί οι Άγιοι Απόστολοι για τελευταία φορά μαζί με τον Χριστό στον Μυστικό Δείπνο.

Σας καλώ να ξαναδιαβάσουμε μέσα από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον τον αποχαιρετιστήριο λόγο του Χριστού: "Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από όση εκείνος που θυσιάζει τη ζωή του για τους φίλους του. Εσείς είστε φίλοι μου, αν τηρήσετε εκείνα που σας παραγγέλνω. Δεν σας ονομάζω δούλους, γιατί ο δούλος δεν γνωρίζει τι κάνει ο κύριος του. Σας ονόμασα φίλους, επειδή σας γνωστοποίησα όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου (Ιω. ιε', 13 -15)"

Φίλους αποκαλεί ο Χριστός τους Αποστόλους. Φίλους θέλει να ονομάσει κι εμάς, οι οποίοι, χάρη στη Χειροτονία που λάβαμε, μετέχουμε στην Ιεροσύνη Του.

Ας ακούμε αυτά τα λόγια Του με μεγάλη συγκίνηση, αλλά και με μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Γιατί εκφράζουν την αλήθεια για μας που είμαστε μέτοχοι της Ιεροσύνης του Χριστού, ως λειτουργοί της Θείας Ευχαριστίας."

Μεγάλη Πέμπτη 2014. Θα συμμετάσχουμε όλοι στο δείπνο της Θείας Ευχαριστίας. Θα καθίσουμε στο τραπέζι της Θείας Αγάπης με τον οικοδεσπότη Χριστό και συνδαιτυμόνες τους δώδεκα και ολόκληρη την Εκκλησία.

Αυτές οι ρανίδες του Αγίου Αίματος αναδημιουργούν όλη την Εκκλησία. "Ρανίδες αίματος ολίγαι, κόσμον όλον αναπλάττουσι και γίνονται καθάπερ οπός γάλακτος πάσιν ανθρώποις, εις εν εμάς συνδέουσαι και συνάγουσαι" (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου).

Έτσι εκφραζόταν συχνά πυκνά ο Γέροντας Αγαθόνικος.

Αυτό έχει σήμερα ανάγκη ο κόσμος μας. Το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.

top
Has no content to show!