- Δημιουργηθηκε στις Κυριακή, 25 Μαΐου 2014 02:37
- Εμφανίσεις: 69631
Δρ Χαραλάμπης Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ἕνας χρόνος μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, Ἀνθίμου, τοῦ Ἀρεθιώτου (25 Μαΐου 2013)
**************************************
«Ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄10), σημειώνει ὁ θεῖος Ἰάκωβος.
Σὲ ἕνα νὰ πταίσεις, εἶναι σὰν νὰ ἔπταισες σὲ ὅλα. Εἶσαι παραβάτης σὲ ὅλα. Καὶ ἡ ζημία εἶναι ἀφάνταστη! Χάνεις τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ τὸ πᾶν.
Ἔτσι συνέβη μὲ τὸ νέο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως καὶ μὲ τόσους ἄλλους στὴ ζωή. Ὁ διάβολος δένει τοὺς ἀνθρώπους μὲ πολλὰ σχοινιά.
Εἴτε, ὅμως, εἴμαστε δεμένοι μὲ ἕνα εἴτε εἴμαστε δεμένοι μὲ πολλά, εἴμαστε δεμένοι μὲ τὸ διάβολο.
Πέστε ὅτι μᾶς δένει ὁ πονηρὸς μὲ ἑκατὸ σχοινιὰ παθῶν καὶ κατορθώνουμε μὲ ἀγῶνες νὰ λύσουμε τὰ ἐνενήντα ἐννέα. Δὲν ἐλευθερωνόμαστε.
Πάλι δεμένοι εἴμαστε ἔστω καὶ μὲ ἕνα. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ δεσμὰ χρειάζεται νὰ κόψουμε καὶ τὰ ἑκατὸ σχοινιά, καὶ φυσικὰ ὄχι μόνοι μας, ἀλλὰ μὲ τὴ θεία συνέργεια.
Καὶ ὅταν πάλι τὰ κόψουμε ὅλα νὰ λέμε, ὅτι εἴμαστε δοῦλοι ἀχρεῖοι Κυρίου, «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10), ὅπως ὁ ἀφανὴς Ὅσιος Γέρων, Ἄνθιμος ὁ Ἀρεθιώτης, ὁ ἀσκητὴς τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας, στὰ Ρέθα τοῦ Βάλτου, γιατὶ ἡ ταπείνωση στεφανώνει κάθε ἀγώνα μας.
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἄνθιμος ὡς τηρητὴς ὅλων τῶν ἐντολῶν ἦταν ἐλεύθερος εἶχε μεγάλη παρρησία στὸ Θεό, ποὺ ἔσπευδε νὰ τοῦ ἱκανοποιήσει κάθε εὐγενικὴ ἐπιθυμία, ποὺ τοῦ ζητοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή.
Ἦταν ἐλεύθερος παθῶν καὶ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἐλευθερία του ἀκούγοντας τὴν προτροπὴ τοῦ Παύλου: «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. ε΄ 1).
Γιὰ ὅλες του τὶς ἀνάγκες ὁ ἰσάγγελος Γέροντας Ἄνθιμος, ὁ Ἀρεθιώτης, αἰσθανόταν τὴν ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅταν τὸν ἔκαιγε τὸ καλοκαιρινὸ λιοπύρι καὶ ἐργαζόταν στὰ χωράφια τοῦ ἔστελνε ὁ Θεὸς ἕναν τεράστιο ἀετὸ νὰ πετᾶ πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του καὶ νὰ τοῦ κρατεῖ ἴσκιο.
Ὅταν τοῦ ἔφυγαν οἱ μέλισσες ἀδειάζοντας τὶς κυψέλες προσευχήθηκε θερμὰ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες οἱ μέλισσες ἐπέστρεψαν πίσω.
Ὅταν μπῆκαν κλέφτες στὸ περιβόλι του μὲ ἀόρατη θεϊκὴ δύναμη ἐγκλωβίσθηκαν σὲ αὐτὸ καὶ δὲν εὕρισκαν τρόπο νὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἀφοῦ ἡ δύναμη ἐκείνη εἶχε περιφράξει τοὺς κήπους καὶ τὰ μποστάνια του.
Ὁ ἐλεήμων Γέροντας δὲν ἄφηνε κανένα Βαλτινὸ ἀβοήθητο. Μεριμνοῦσε γιὰ τὸ Πασχαλινὸ τραπέζι ὅλων, ἀκόμη τῶν κλεφτῶν.
Μιὰ λαμπρή, ὅπως συνήθιζε νὰ πράττει, ξεχώριζε τὰ ἀρνιὰ καὶ ὀνομάτιζε ποὺ θὰ δώσει τὸ κάθε ἕνα.
Μιὰ συντροφιὰ ἀπὸ κλέφτες ἦταν κρυμμένη σὲ ἕνα ὕψωμα καὶ περίμενε τὸ δῶρο τοῦ Γέροντα.
Ὅταν μοίρασαν τὰ ἀρνιὰ οἱ τσοπαναραῖοι διαπίστωσαν ὅτι τὸ ἀρνὶ ποὺ προοριζόταν γιὰ τοὺς κλέφτες ἔλειπε.
Ἀργότερα συναντήθηκε μαζί τους καὶ τοὺς τὸ ἀνακοίνωσε. Δὲν εἶχε, ὅμως, ἀπομείνει κανένα ἄλλο, γιὰ νὰ τοὺς δώσει.
Περίλυπος ἔπεσε σὲ προσευχὴ καὶ τὸ ξημέρωμα τῆς Λαμπρῆς εἶδαν οἱ κλέφτες νὰ κάθεται δίπλα τους τὸ ἀρνί ποὺ προοριζόταν γι’ αὐτούς. Ὁ οὐρανὸς τὸ ἔφερε κοντά τους, γιὰ νὰ γευθοῦν καὶ ἐκεῖνοι τὴν Λαμπριάτικη εὐλογία τοῦ Ἁγίου Γέροντα.
Ἀξιομνημόνευτο παραμένει καὶ τὸ περιστατικὸ τοῦ σεβασμοῦ τῆς Κυριακῆς ἀργίας ἀπὸ τὸ Γέροντα.
Κοντὰ στὸ Μοναστήρι βρίσκεται τὸ χωριὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Σὲ αὐτὸ ὁ Γέροντας εἶχε κτήματα ποὺ τὰ ἔσπερναν σιτάρι.
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ συγκεντρώθηκαν μία Κυριακὴ ὅλοι «παγκενιά», ὅπως λένε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ νὰ θερίσουν καὶ νὰ θημωνιάσουν τὰ στάχια.
Τὶς καθημερινὲς δούλευαν στὰ χωράφια τὰ δικά τους. Γιὰ τὸ Μοναστήρι ἀποφάσισαν νὰ δουλέψουν ἡμέρα Κυριακή.
Κατόπιν εἰδοποίησαν τὸν Ἅγιο νὰ ἔλθει νὰ τοῦ δείξουν στὸ ἁλώνι τὴ σοδειά. Ὅταν ἐκεῖνος εἶδε τόσο μεγάλη θημωνιὰ ἀπόρησε καὶ αὐστηρὰ τοὺς ρώτησε πότε θέρισαν τόσο σιτάρι.
Ὅταν ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι δούλεψαν τὴν Κυριακή, ὁ Γέροντας κατάλαβε ὅτι δαιμονικὴ ἐνέργεια τοὺς εἶχε παρακινήσει νὰ ἐργασθοῦν τὴν ἡμέρα ποὺ εἶναι ἀφιερωμένη στὸ Θεό μας καὶ δὲν ἔχει εὐλογία νὰ τὸ πάει στὸ Μοναστήρι.
Πλησίασε τότε στὴ θυμωνιὰ καὶ ἔβαλε φωτιά. Οἱ κάτοικοι, ὅμως, τοῦ χωριοῦ, ποὺ εἶχαν κοπιάσει γιὰ τὸ μάζεμα ἀντέδρασαν καὶ ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται ἔντονα καὶ νὰ ἐπικαλοῦνται τὴν Παναγία μας νομίζοντας ἀπρεπῆ τὴ στάση τοῦ Γέροντα.
Ἐκεῖνος τότε ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀποφάσεώς του, τοὺς εἶπε νὰ κάνουν λίγη ὑπομονή. Πράγματι, ὅταν ἡ φωτιὰ ἔφθασε στὸ μέσο τῆς σωροῦ ἀκούσθηκε ἕνας ἐκκωφαντικὸς κρότος καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:
-Αὐτὸν ἤθελα νὰ κάψω. Τὸ διάβολο ποὺ σᾶς παραπλάνησε νὰ ἐργασθεῖτε ἡμέρα Κυριακή. Τὸ Μοναστήρι θὰ ἐπιβιώσει καὶ μὲ λιγότερο σιτάρι. Ἐσεῖς, ὅμως, ποὺ εἴδατε ὅτι μέσα στὶς θημωνιὲς κατοικοῦσε ὁ πονηρὸς δὲν θὰ ξανατολμήσετε τὰ καταλύσετε τὴν κυριακὴ ἀργία!
Ὁ εὐλογημένος Γέροντας Ἄνθιμος χρόνια, ὅπως ἤθελε, παρέμενε ἀφανής. Ἡ ταπείνωσή του δὲν εἶχε ὅρια. Ἔτσι, ζήτησε νὰ τὸν θάψουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Ναοῦ χωρὶς κιγκλιδώματα στὸν τάφο, γιὰ νὰ τὸν πατοῦν οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἔρχονται στὴν Παναγία μας.
Στὸν τάφο ἔμεινε 143 χρόνια! Καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του κατὰ τὴν παράδοση, καὶ κατὰ τὴν πρώτη ἀνακομιδὴ καὶ κατὰ τὴν δεύτερη ποὺ ἔγινε πέρυσι, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, γιὰ νὰ ἐμποδίσει ἡ βροχὴ τοὺς πιστοὺς νὰ ἔλθουν τὰ τιμήσουν τὴ μνήμη του.
Ὅμως ἡ βροχὴ αὐτὴ φαινόταν σὰν οὐράνιο μύρο, ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ δεικνύοντας τὴν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ μας στὴν ὁσιακὴ βιοτὴ τοῦ Γέροντος.
Δύο θαυμαστὰ σημεῖα ἔδειξε ὁ Γέροντας τὴν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.
Πρῶτον. Ἐνῶ ἔβρεχε κατακλυσμιαίως καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ παρακολουθοῦσαν προσευχόμενοι ἦσαν κάτω ἀπὸ μιὰ τέντα ποὺ εἶχε προνοήσει νὰ τοποθετήσει ἡ Γερόντισσα Φιλοθέη, οἱ Ἱερεῖς ποὺ ἀνεκόμιζαν τὰ ὀστᾶ ἦσαν ἐκτεθειμένοι στὴ βροχή, ὅπως καὶ ὅλος ὁ τάφος τοῦ Γέροντος.
Καὶ ὅμως κανείς τους δὲν βράχηκε, ἀλλὰ οὔτε στὰ χώματα τοῦ τάφου ἔπεσε ἡ ραγδαία βροχή, γιὰ νὰ τὰ λασπώσει καὶ νὰ δημιουργήσει δυσκολίες στὶς ἐργασίες.
Τὸ βεβαιώνουν ὅλοι οἱ παριστάμενοι κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ μὲ πρῶτο τὸ σεμνό, συνετὸ καὶ ἱεροπρεπῆ Πρωτοσύγκελλο τῆς ἐκεῖ Μητροπόλεως, πατέρα Ἐπιφάνιο, ποὺ μὲ μιὰ φωνὴ δόξασαν τὸ Θεό μας, τὸν «θαυμαστὸν ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ».
Δεύτερον. Ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων, τόσο κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἀνακομιδῆς ὅσο καὶ τὴν ἑπομένη ποὺ ἦταν καὶ ἐντονότερη, μᾶς συνεκλόνισε.
Κατ’ αὐτὴν εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν εὐλαβικὴ παρουσία τοῦ ταπεινοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας κ. Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος μετὰ τελετὴ θυρανοιξίων παρεκκλησίου τῆς Μονῆς προσεκύνησε τὰ εὐωδιάζοντα λείψανα.
Ὁ μετὰ τῶν Ὁσίων ἀναπαυόμενος Γέροντας Ἄνθιμος ἔδειξε τὴν εὐαρέσκειά του καὶ τὴ ζωντανὴ παρουσία του καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ παρευρεθήκαμε στὴ μοναδικὴ τελετή, ἰδίως τὴν ὥρα ποὺ ἀσπασθήκαμε τὴ λάρνακα τῶν λειψάνων του, γιὰ νὰ ἀναχωρήσουμε.
Τότε ξεχύθηκε μία εὐωδία, ποὺ μᾶς συνόδευε γιὰ ἀρετὰ χιλιόμετρα μακρυὰ ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ Μοναστήρι τοῦ Βάλτου.
Νὰ ἔχουμε ὅλοι μας τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος Ἀνθίμου, τοῦ Ἀρεθιώτου, προτύπου ἀφανοῦς, ταπεινοῦ καὶ χαριτωμένου μοναστοῦ!