Άρθρα - Απόψεις

Εκατό χρόνια από τους Βαλκανικούς πολέμους

DSC 02

Tου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου 

Ἑκατό χρόνια συμπληρώνονται ἐφέτος ἀπό τούς νικηφόρους καί ἐνδόξους γιά τήν Ἑλλάδα Βαλκανικούς Πολέμους, κατά τήν διάρκεια τῶν ὁποίων ἐφάνη γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ ἡρωισμός τῶν Ἑλλήνων καί τό μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς.

Δέν θά μπορούσαμε νά μή συμπεριλάβωμε στούς ἐφετινούς ἑορτασμούς γιά τόν Ἅγιο Ἀπόστολο Ἀνδρέα, στά «Πρωτοκλήτεια 2013», τήν ἀναφορά μας στήν αἱματοβαμμένη αὐτή περίοδο, ἡ ὁποία ἐδιπλασίασε τήν Ἑλλάδα, καί νά μή ἀποτίσωμε φόρο τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στά ἡρωικά τέκνα τῆς Πατρίδος μας, τά ὁποῖα ἔσπειραν μέ τά κόκκαλά τους τά ἱερά, τά Ἑλληνικά βουνά τῆς Μακεδονίας μας, τῆς Ἠπείρου μας καί ἄλλων περιοχῶν, προκειμένου νά κυματίσῃ καί σ’ αὐτά τά ἐδάφη μας ἡ Γαλανόλευκη καί νά πνεύσῃ ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας.

Ὁ Α’ Βαλκανικός Πόλεμος ἀνάμεσα στούς συμμάχους, Ἑλλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο καί Βουλγαρία ἀπό τήν μιά μεριά, καί τήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία ἀπό τήν ἄλλη, ξεσπᾶ στίς 4 Ὀκτωβρίου 1912.

Οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, τόσο στήν στεριά ὅσο καί στήν θάλασσα, εἶναι σκληρές καί αἱματηρές. Ὁ Ἑλληνικός στρατός μέ γενναιότητα, ἀποφασιστικότητα καί αὐταπάρνηση μαχόμενος —ὡς ἐπιτάσσει τό ἱστορικό του χρέος καί ὡς οἱ καιροί ἐπιβάλλουν, ἀλλά καί τό μέλλον ἀπαιτεῖ— καταλαμβάνει ἐδάφη τῆς Μακεδονίας καί τῆς Ἠπείρου.

Οἱ Ἕλληνες ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου (26 Ὀκτ. 1912) ἀπελευθερώνουν τήν Θεσσαλονίκη καί εἰσέρχονται θριαμβευτές στήν πόλη τοῦ Μεγαλομάρτυρος. Ἀλλά καί ἡ ἀπελευθέρωση τῶν Ἰωαννίνων (21 Φεβ. 2013) ἀποτελεῖ μέγιστο τρόπαιο καί πολύ σημαντικό σταθμό στήν ὅλη πορεία καί ἐξέλιξη τῶν ἀγώνων κατά τόν Α’ Βαλκανικό Πόλεμο:

«Τά πήρανε τά Γιάννενα,
μάτια πολλά τό λένε.

Μάτια πολλά τό λένε,
ὅπου γελοῦν καί κλαῖνε».

Παράλληλα ὁ Ἑλληνικός στόλος, μέ ἀπαράμιλλη  ἐπίσης γενναιότητα ἀγωνιζόμενος, κατέλαβε πολλά νησιά τοῦ Βορείου καί Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου, ἐνῷ στίς 2 Νοεμβρίου 1912 ἀπελευθέρωσε τό Ἅγιον Ὅρος.

Στίς 17 Μαΐου 1913, μέ τήν συμμετοχή τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ὑπογράφεται στό Λονδίνο συνθήκη μεταξύ τῶν ἀντιπάλων πλευρῶν. Ὥστόσο, ἡ ρύθμιση τῶν συνόρων ἀνάμεσα στά Βαλκανικά κράτη δημιούργησε προβλήματα.

Ἔτσι στίς 16 Ἰουνίου 1913 ξεσπᾷ ὁ Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Αὐτή τήν φορά ἡ Βουλγαρία εἶναι ἀντιμέτωπη μέ τήν συμμαχία Ἑλλάδος καί Σερβίας. Τά Ἑλληνικά στρατεύματα κερδίζουν σημαντικές μάχες καί ἐπιτυγχάνουν σημαντικές νίκες καί ἡ Βουλγαρία ἀναγκάζεται νά ὑποχωρήσῃ.

Ἡ ὁριστική ρύθμιση τῶν συνόρων γίνεται μέ τήν Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου, πού ὑπογράφεται στίς 28 Ἰουλίου 1913, μετά τό τέλος τοῦ πολέμου.

Τά Βαλκανικά κράτη μέ τούς δύο πολέμους κερδίζουν σημαντικά ἐδάφη καί ἐπεκτείνουν τά σύνορά τους.

Ἡ Ἑλλάδα σχεδόν διπλασιάζει τήν ἔκτασή της μέ τήν προσάρτηση μεγάλου μέρους τῆς Ἠπείρου καί τῆς Μακεδονίας, καθώς ἐπίσης τῆς Κρήτης καί τῶν νησιῶν τοῦ Βορειοανατολικοῦ Αἰγαίου.

Ἡ Ἑλλάδα τό 1907 ἔχει ἔκταση 63.211 τετρ.χλμ. καί πληθυσμό 2.631.952 κατοίκους.

Τό 1913 ἔχει ἔκταση 120.308 τετρ. χλμ. καί πληθυσμό 4.718.221 (Κων. Σβολόπουλος, «Ἡ Συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου», Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Τόμ. ΙΔ’, Ἀθήνα 1978, σελ. 354).

▪ Ἡ πόλις τῶν Πατρῶν καί ἡ Ἀχαΐα ὁλόκληρη ἀπέστειλαν στήν πρώτη γραμμή τοῦ πολέμου πολλά ἀπό τά παιδιά τους, τά ὁποῖα διεκρίθησαν γιά τόν ἡρωισμό τους καί γιά τό ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης ἔναντι τῆς φιλτάτης πατρίδος.

Ἐξ ἄλλου μέ αὐτά τά νάματα εἶχαν γαλουχηθῆ αὐτά τά παιδιά· μέ τά νάματα τῆς πίστεως στόν Θεό καί τῆς ἀγάπης πρός τήν πατρίδα. Ὅλοι ἐγνώριζαν κάτι πού ἴσως σήμερα ἀγνοοῦν, ὄχι μόνο ὡς στίχους, ἀλλά καί ὡς νόημα καί ὡς οὐσία τά Ἑλληνόπουλα:

«Μητρός τε καί πατρός τε καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων, τιμιώτερον ἐστίν ἡ Πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον». (Σωκράτης)

Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς ἀγάπης γιά τήν πατρίδα εἶναι τό γεγονός ὅτι, καί τότε κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους , ἀλλά καί κατά τά ἑπόμενα χρόνια πού ἀκολούθησαν σκληροί ἀγῶνες γιά τήν λευτεριά τῶν σκλαβωμένων ἐδαφῶν τῆς πατρίδος, ἔσπευσαν Ἑλληνόπουλα πού εὑρίσκοντο στήν ξενητειά, χωρίς νά τούς ὑποχρεώσῃ κανείς, παρά μόνο αὐτή ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα, ἔσπευσαν λέγω, νά ἐπιστρέψουν τάχιστα, σάν νά εἶχαν φτερά στά πόδια τους, προκειμένου νά ἐνταχθοῦν στίς τάξεις τοῦ ἐνδόξου Ἑλληνικοῦ στρατοῦ γιά νά ἀγωνισθοῦν γιά τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος.

Ἐγνώριζαν ὅτι ἴσως σκοτωθοῦν, ὅμως ἐθεώρησαν ὑπέρτατο χρέος αὐτή τήν θυσία καί τήν προσφορά τοῦ αἵματος γι’ αὐτή τήν γῆ, γιά τήν μάνα πού τούς γέννησε.

 Αὐτούς σήμερα προβάλλομε ὡς πρότυπα ζωῆς, ἀγώνων καί κατορθωμάτων ἡρωικῶν. Γι’ αὐτό κάνομε αὐτή τήν γιορτή.

Ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά ἀποτίσωμε φόρο τιμῆς στούς ἥρωές μας, στά Πατρινόπουλα, στά παλληκάρια μας πού πολέμησαν καί σκοτώθηκαν, ἤ ἀπό τίς κακουχίες τοῦ πολέμου καί τά τραύματα ἐτελειώθησαν σέ κάποιο στρατιωτικό νοσοκομεῖο, ἤ γύρισαν στήν Πάτρα καί στά χωριά τους γενόμενοι δεκτοί μέ ἐνθουσιασμό καί μέ τιμές ἥρωος —καί δικαίως— ἀπό τήν οἰκογένειά τους καί τούς συντοπίτες τους.

Ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά διδάξωμε στά παιδιά μας τήν ἀξία τῶν ἀγώνων γιά ὑψηλά ἰδανικά, ὥστε νά ἔχουν φρόνημα ζωντανό καί ἀγωνιστικό, νά ἔχουν ἀγάπη γι’ αὐτό τόν αἱματοποτισμένο τόπο καί, ἄν χρειασθῇ, νά θυσιασθοῦν ἀκόμη, προκειμένου νά διαφυλάξουν ὅ,τι παρέλαβαν ἀπό τούς ἡρωικούς καί λεοντόκαρδους προγόνους μας.

Γιά νά μυήσωμε τά παιδιά μας καί νά τά ἐμπνεύσωμε, νά ἀγαποῦν βαθειά τήν Ἑλλάδα καί νά εἶναι ἀσυμβίβαστα μέ ὅσους θέλουν μιά πατρίδα ταπεινωμένη καί σέ ξένα συμφέροντα παραδομένη.

Συγκίνηση αἰσθάνθηκα ὅταν ἀναζητῶντας μέσῳ τοῦ διαδικτύου ὀνόματα Πατρινῶν ἀγωνιστῶν στούς Βαλκανικούς Πολέμους, διεπίστωσα ὅτι προέβαλε ἐνώπιόν μου τό ὄνομα μιᾶς μεγάλης προσωπικότητος τῶν Πατρῶν, τοῦ ἀοιδίμου καί μακαρίου ἀνδρός π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου.

Ὁμολογῶ πώς ἐδάκρυσα.

Πρός ἀνεύρεση καί τῶν ὑπολοίπων Πατρινῶν ἀγωνιστῶν, ἡρώων καί μαρτύρων τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἀναθέσαμε στόν ἀγαπητό μας κ. Ἰωάννη Ἀνδρουτσόπουλο, ὁ ὁποῖος πρόθυμος πάντοτε μᾶς βοηθάει σέ τέτοια θέματα, νά προχωρήσῃ στήν ἔρευνα.

Μέσα ἀπό ξενύχτια πολλά, ἀφοῦ δέν ἐπαρκοῦσε ἡ ἡμέρα γιά τήν ἐργασία, ἀνέσυρε ἐκ τῆς ἀφανίας πληθύν ὀνομάτων εὐκλεῶν ἀγωνιστῶν ἐκ τῆς Ἀποστολικῆς καί κλεινῆς τῶν Πατρῶν πόλεως καί τῆς Ἀχαΐας ἁπάσης.

Οἱ λεπτομέρειες εἶναι συγκλονιστικές.

Τά ἀνευρεθέντα στοιχεῖα ἀφοροῦν σέ πατρινούς καί Ἀχαιούς ἀγωνιστές τῶν Βαλκανικῶν πολέμων.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Πατρῶν θά ἑτοιμάσῃ καλαίσθητη ἔκδοση, ὥστε νά διασωθοῦν τά στοιχεῖα τῶν ὡς ἄνω Ἡρώων μας, τῶν ἐνδόξων καί τιμημένων παιδιῶν τῆς Πάτρας καί νά παραδοθοῦν στίς ἑπόμενες γενεές, ὡς ἱερά πρόσωπα ζωῆς καί θυσίας.

Εὐχαριστοῦμε τόν ἀναδιφήσαντα στίς δέλτους τῆς ἱστορίας καί στά λησμονημένα Ἀρχεῖα γιά νά ἀνασύρῃ ἐκ τῆς ἀφανείας εἰς τό φῶς, ὀνόματα καί κλέα ἀνδρῶν ἡρώων.

Γιά νά τιμήσωμε ὅμως, ἔτι περαιτέρω ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὐκλεῶς ἀγωνίσθηκαν καί ἡρωϊκῶς ἔπεσαν ὑπέρ πίστεως καίπατρίδος κατά τούς Βαλακανικούς Πολέμους γιά τήν λευτεριά τῆς Μακεδονίας μας, τῆς Ἡπείρου καί τῶν ἄλλων ἄλλων ἑλληνικῶν ἐδαφῶν, ἐκαλέσαμε ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν κλείσει βαθειά στήν καρδιά τους τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα, προκειμένου ἐκ τῆς ἀγαπώσης βαθειά τήν Ἑλληνορθόδοξη Πατρίδα μας καρδιά τους, νά μᾶς μιλήσουν καί νά μᾶς ξεναγήσουν, ἱστορικά καί μαρτυρικά σέ τόπους αἱματοβαμένους καί μαζί τους νά γονατίσωμε σέ μνήματα πού κρύβουν κόκκαλα ἱερά γενναίων ἀγωνιστῶν, παλληκαριῶν, πού ἄφησαν καί μάνα καί γυναῖκα, μικρά παιδιά καί ὅ,τι ἄλλο προσφιλές καί ἀγαπημένο γιά νά θυσιασθοῦν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς Βορείου Ἑλλάδος.

Καί σᾶς ἐρωτῶ. Ἄν δέν εἶναι ὁ εἰδικός γι αὐτά τά θέματα, ὁ Ἰεράρχης πού φυλάει τά σύνορα, ὅπως καί ἄλλοι ἀκρίτες Ἱεράρχαι τῆς Ὀρθοδόξου Πατρίδος μας, ἄν δέν εἶναι εἰδικός νά μιλήσῃ γι αὐτά τά θέματα τῆς Καστοριᾶς ὁ Ἱεράρχης, ὁ ὁποῖος ποιμαίνει τήν χώρα καί ἐπαρχία τοῦ ἀοιδίμου Γερμανοῦ Καραβαγγέλη, τήν γῆ πού κατέστη τό ἱερό κιβώριο τοῦ ἀλησμόνητου παλληκαριοῦ, τοῦ μεγάλου ἥρωα, τοῦ Μακεδονομάχου πού ἔγινε θρύλος, τοῦ Παύλου Μελᾶ, τότε ποιός εἶναι;

Εὐχαριστοῦμε, λοιπόν, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Καστορίας κ. Σεραφείμ, ἀδελφό ἐν Κυρίῳ ἠγαπημένον, ὁ ὁποῖος μέ ἑλληνορθόδοξο φρόνιμα γενναῖο, μέ παρρησία, μέ ζέση καί πύρωμα καρδιᾶς, ποιμαίνει τόν μαρτυρικό καί ἡρωικό τῆς Καστορίας λαό, δίδοντας καθ’ ἡμέραν μαρτυρία, πίστεως στόν Θεό ὡς Ὀρθόδοξος ἱεράρχης καί ἀγάπης θυσιαστικῆς γιά τήν πατρίδα ὡς Ἕλληνας παπάς καί Ἐπίσκοπος.

Ἐπίσης ἐκαλέσαμε τόν γνωστό, τόν πολύ ἀγαπητό καί διακεκριμένο πολιτικό ἐπιστήμονα κ. Κωνσταντῖνο Χολέβα, ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει, μέ φλόγα ψυχῆς, καί γράψει καί μιλήσει γιά τόν Χριστό καί τήν Πατρίδα μας.

Τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἀγωνίζεται γιά νά περάσῃ στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων τό μήνυμα, ὅτι χωρίς τήν ἀμώμητη καί ἁγία πίστη μας ἡ Ἑλλάδα χάνεται καί χωρίς αὐτή τήν ἀγάπη γιά τήν κάθε σπιθαμή αὐτῆς τῆς γῆς δέν μποροῦμε οὔτε στό παρόν νά σταθοῦμε, ἀλλά οὔτε καί στό μέλλον νά προχωρήσωμε.

 Ὁ κ. Χολέβας εἶναι γνωστός στήν Πάτρα καί ἀπό ἄλλες ὁμιλίες του. Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τήν βοήθεια τήν ὁποία μᾶς παράσχει ὁσάκις τόν καλέσωμε καί γιά τήν σημερινή του ἐνταῦθα παρουσία καί ὁμιλία τήν ὁποία θά ἀναπτύξη.

Ἀδελφοί μου, μέσα σ’ αὐτό τόν χῶρο τοῦ Ἀνωτάτου αὐτοῦ Τεχνολογικοῦ Ἐκπαιδευτικοῦ Ἱδρύματος τῆς πόλεώς μας, τόν ὁποῖο εὐγενῶς παραχώρησε ὁ κ. Πρόεδρος Σωκράτης Καπλάνης, τόν ὁποῖο θερμῶς εὐχαριστοῦμε, ὅπως καί τά παιδιά πού ἐργάζονται ἐδῶ καί ἐργάστηκαν μέ σεβασμό καί ἀγάπη γιά νά γίνῃ αὐτός ὁ ἑορτασμός, μέσα σ’ αὐτό λέγω τόν χῶρο, μακαρίζομε τούς ἥρωες μας καί ἐν ἐνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ εὐχήν ἀναπέμπομε πρός τόν πανάγιο Κύριό μας γιά τήν ἀνάπαυση τῶν μακαρίων ψυχῶν των, διατρανώνοντας ἅμα τήν αὐστηρά μας προσήλωση καί ἄν χρειασθῆ μέχρι θυσίας ἀγάπη στήν ὀμορφότερη γῆ καί χώρα τοῦ κόσμου, στήν Πατρίδα μας, στήν Ἑλλάδα μας.

Ἀπ’ αὐτό τόν χῶρο στέλνομε οἱ Πατρινοί, Κλῆρος καί Λαός, τό μήνυμα, ὅτι ἐδῶ εἶναι Ἑλλάδα καί Ὀρθοδοξία. Μέχρις ἐδῶ τό παραμύθι, πού δηλητηρίαζε τόσα χρόνια τά παιδιά μας.

Ζητᾶμε συγγνώμη ἀπό τίς νεώτερες γενηές, γιατί ἀνεχτήκαμε αὐτή τήν ὕβρη τόσα χρόνια. Ὅμως εἶναι καιρός νά σηκώσωμε κεφάλι καί νά ποῦμε ὅτι τά ψέματα τελείωσαν.

Ἐδῶ ἀχνίζουν τά αἵματα πού μυρίζουν Χριστό καί λιβάνι. Οἱ ἥρωές μας προχωροῦν καί μᾶς καλοῦν νά τούς ἀκολουθήσωμε.

Αἰωνία τους ἡ μνήμη!

 

Επιστροφή στην οικογένεια

images

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου Β'

Το κύμα των ταχύτατων αλλαγών, που οι τεχνολογικές εξελίξεις και η επανάσταση της Πληροφορικής επέφεραν, παρέσυρε και ανέτρεψε ο,τι μέχρι χθες θεωρούσαμε σταθερό και ταυτόχρονα  κλόνισε θεσμούς διαχρονικούς, οι οποίοι συνιστούν το ερειστικό σύστημα της κοινωνίας και εγγυώνται την επιβίωση του ανθρώπινου γένους, όπως η οικογένεια.

Η κυριαρχούσα γενική σύγχυση και ανατροπή παραδοσιακών ρόλων και κοινωνικών δομών, που μέχρι προ τινος θεωρούνταν ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο, δημιουργεί στους ανθρώπους αρνητικά συναισθήματα πικρίας, άρνησης και αδιαφορίας, αμφισβήτησης, ανασφάλειας και καχυποψίας. 

Ο θεσμός του Γάμου κλονίστηκε, η οικογενειακή εστία ψυχραίνεται  και απίστευτα εύκολα διαλύεται με τραγικά θύματα τα παιδιά, η προσωπικότητα των οποίων συνθλίβεται, διαβρώνεται και πρόωρα σκληραίνεται.

Η έλλειψη, η δυσκολία έστω, επικοινωνίας των παιδιών με τους γονείς, καθώς αυτοί, ταλαιπωρημένοι και καταπτοημένοι από τα καυτά καθημερινά προβλήματα, δεν έχουν το χρόνο και τη δύναμη να πλησιάσουν τα παιδιά τους, προκαλεί και στις δύο πλευρές ένα επώδυνο αίσθημα μοναξιάς.

Οι νέοι άνθρωποι, εμποτισμένοι από τις αρνητικές εμπειρίες της οικογένειας, στην οποία μεγάλωσαν, ανώριμοι και άπειροι, χωρίς υπομονή, κατανόηση, αγάπη και ανοχή-μια και δεν τους πρόσφερε τέτοια βιώματα-αδύναμοι ψυχολογικά και ηθικά να σηκώσουν τη μεγάλη ευθύνη της κοινής συμβίωσης και της ανατροφής των παιδιών, γίνονται νευρικοί, εριστικοί, δύστροποι.

Διαπιστώνουν ότι η ευτυχία μέσα στο Γάμο είναι ένα άπιαστο όνειρο, και.... παίρνουν και αυτοί διαζύγιο.

Ακριβώς, αυτή η κατακόρυφη αύξηση των διαζυγίων δείχνει πως η πίστη στην οικογένεια έχει αμβλυνθεί και πως οι περισσότεροι γάμοι σήμερα δεν στηρίζονται στην εμπιστοσύνη, την εκτίμηση και την αγάπη.

Στα οδυνηρα, όμως, προβλήματα καί δυσχέρειες της σύγχρονης πραγματικότητας, με την εφιαλτικά καλπάζουσα ανεργία και την οικονομική δυσπραγία, η ανασύνταξη και στήριξη  του θεσμού της οικογένειας παρουσιάζεται ως επιτακτική, ζωτική ανάγκη και προϋπόθεση για την υπέρβαση των ατομικών και συλλογικών αδιεξόδων, θέμα, το οποίο απασχόλησε και την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος,κατά την πρόσφατη τακτική Σύνοδό Της.  

Γιατί,  μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο, σε ένα μέλλον αξιοβίωτο για τις επόμενες γενιές, μπορούμε να οραματιζόμαστε μια καλύτερη κοινωνία, μόνο αν η αλλαγή ξεκινήσει μέσα από την οικογένεια.

Αφού δεν μπορούμε να αλλάξουμε το σήμερα, θεραπεύοντας τις πληγές του, ας φτιάξουμε το αύριο, δημιουργώντας υγιείς ανθρώπους, μέσα από υγιείς οικογένειες, που τις διέπει η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός.

Μπορεί η οικογένεια να έχασε πολλές από τις παραδοσιακές της λειτουργίες, μπορεί η δομή της να άλλαξε ριζικά, η αποστολή της, όμως, γίνεται σημαντικώτερη, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο:να φυτέψει βαθειά στην ψυχή των νέων ανθρώπων αυτό που χρειάζεται σήμερα η καταπονημένη από την υλοφροσύνη και τον εγωισμό ανθρωπότητα, την αγάπη, αφού πρώτα μεταβληθεί η ίδια σε μια κοινωνία αγάπης.

Αλλά, η αγάπη είναι συνώνυμη της θυσίας.Τούτο σημαίνει ότι επιτυγχάνεται με άσκηση, χρειάζεται μόχθος και αγώνας πολύς για να διέλθει ο άνθρωπος από την χώρα της επιβίωσης στη χώρα της όντως ζωής.

Γιατί, αγάπη είναι η εκούσια παραίτηση του εγώ χάριν του συ, να στοιχηματίζεις πρώτος εσύ στην ελπίδα της αλλαγής και της μεταμόρφωσης.

† Ο ΣΥΡΟΥ ΔΩΡΟΘΕΟΣ Β

(Περιοδικό “ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ, Οκτώβριος 2013)

Επιστολή Κυθήρων περί της εικαζομένης συναινέσεως

article 10793

Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, απέστειλε ο Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφείμ για το ζήτημα της ''εικαζομένης συναινέσεως.''

Ακολουθεί η επιστολή του Σεβ. Μητροπολίτη κ. Σεραφείμ:

Εὐσεβάστως προάγομαι, μετά τήν λῆψιν τῆς ὑπ΄ἀριθ.4035/1778/26-9-2013 Σεπτῆς Ἐγκυκλίου τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν Συνόδου«περί τοῦ ζητήματος τῆς «εἰκαζομένης συναινέσεως», συμφώνως τοῖς Ν.3984/2011 καί 4075/2012»  δι΄ἧς κοινοποιεῖται εἰς ἡμᾶς ἡ ἐν τῇ Συνεδρίᾳ τῆς 31ης τοῦ μηνός Αὐγούστου ἐ.ἔ. ληφθεῖσα σχετική Ἀπόφασις τῆς ἀπελθούσης Δ.Ι.Σ., νά θέσω ὑπό τήν ἔμφρονα κρίσιν Ὑμῶν τούς ἀκολούθους προβληματισμούς ἐπί τοῦ συνέχοντος τό ἡμέτερον Ποίμνιον καί ἐν γένει τό Ὀρθόδοξον Χριστεπώνυμον Πλήρωμα λίαν σοβαροῦ καί φλέγοντος θέματος τούτου.

1. Τήν ἐπίμαχον διάταξιν περί «εἰκαζομένης συναινέσεως» τοῦ Ν.3984/2011 περί τῶν μεταμοσχεύσεων καί τῆς δωρεᾶς ὀργάνων, ἀντικαταστήσαντος τόν παλαιότερον Ν.2737/1999, διώρθωσεν ὁ νομοθέτης διά τροπολογίας διά τοῦ Ν.4075/2012, εἰσαχθείσης τῆς ἐννοίας τῆς οἰκογενειακῆς συναινέσεως (ἄρθρ.55, παρ.4 ΦΕΚ 86, τεῦχ.Α΄, 11-4-2012) καί προστεθείσης εἰς τήν ἀρχικήν διατύπωσιν  τοῦ Ν.3984 (ἄρθρ.9, παρ.2) : «η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων από ενήλικο θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται εφόσον, όσο ζούσε δεν είχε εκφράσει την αντίθεση του» τῆς περιοριστικῆς προτάσεως: «και κατόπιν συναίνεσης της οικογένειάς του».

Κατά ταῦτα ἡ «εἰκαζομένη συναίνεσις» ἰσχύει, ἐν ᾗ περιπτώσει δέν ὑπάρχει οἰκογένεια ἤ οἰκογενειακόν περιβάλλον εἰς «τό θανόν ἐνήλικο πρόσωπο», τό ὁποῖον ἐν τῇ ζωῇ του δέν εἶχε ἐκφράσει τήν πρός τοῦτο ἀντίθεσίν του, ἤ δέν ἰσχύει, ἐάν διά τοῦτο  ὑπάρχῃ συναίνεσις τῆς οἰκογενείας του, χωρίς ὅμως σαφῶς νά δηλοῦται ἐν τῇ τροπολογίᾳ τό ἀπαραίτητον καί τό «ἧς οὐκ ἄνευ» τῆς οἰκογενειακῆς συναινέσεως.

Οἱ δύο οὗτοι πολιτειακοί νόμοι προασπίζονται τῆς εἰκαζομένης συναινέσεως καί τῆς οἰκογενειακῆς συναινέσεως, ἀλλά παρακάμπτουν τήν προσωπικήν συναίνεσιν τοῦ ἀνθρώπου , τήν ὁποίαν ἀείποτε σέβεται, προϋποθέτει καί ὑποστηρίζει ὁ αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος Θεῖος Νόμος τῆς θεοπαραδότου καί ἀμωμήτου ἡμῶν Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. 

2. Ἀτυχῶς καί σκοπίμως ἡ κειμένη νομοθεσία ἐκλαμβάνει ὡς αὐτονόητον τήν προσωπικήν συναίνεσιν, μή ἐκφρασθείσης ἐν τῷ βίῳ τῆς διά τοῦτο ἀντιθέσεως.

Ὅμως τοῦτο, Μακαριώτατε καί ἅγιοι Συνοδικοί Πατέρες, φαλκιδεύει τό θεῖον δῶρον καί δικαίωμα τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς ἐλευθέρας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, μεθ΄οὗ ἐπλάσθη ὑπό τοῦ Θείου Δημιουργοῦ.

Ἔχει τό δικαίωμα ὁ ἄνθρωπος  ἐν ὅσῳ ζῆ, ποιῶν χρῆσιν τοῦ αὐτεξουσίου του, νά πραγματοποιήσῃ τήν δωρεάν ἑνός ἐκ τῶν διπλῶν ὀργάνων του (π.χ. πνευμόνων, νεφρῶν), ἐφ΄ὅσον δέν κινδυνεύει ἡ ζωή του, ἤ νά ὁρίσῃ αὐτοβούλως τήν ἔγκαιρον ἀφαίρεσιν ἑνός ἤ περισσοτέρων ὀργάνων του, ἐν ᾗ περιπτώσει συμβῇ δι΄ἀπροόπτου περιστατικοῦ ἀκαριαίως ὁ θάνατος, ὁ καρδιακός καί ὄχι ὁ καλούμενος «ἐγκεφαλικός» θάνατος, δηλαδή ἡ ὁριστική διακοπή τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία συνεπάγεται κατά τήν ὀρθόδοξον χριστιανικήν ἀνθρωπολογικήν θεώρησιν τήν ἔξοδον τῆς ψυχῆς ἐκ τοῦ σώματος, καί θά ἔχῃ πολλήν παρά Κυρίου εὐλογίαν καί ἀμοιβήν, ἐάν τοῦτο ἐλευθέρως καί αὐτοπροαιρέτως πράξῃ ἤ προνοήσῃ περί αὐτοῦ, διότι θά καταδειχθῇ διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἡ θεομίμητος καί ἔμπρακτος ἀγάπη αὐτοῦ πρός τόν πάσχοντα καί ἐμπερίστατον συνάνθρωπόν του.

Θά ἀναδειχθῇ οὕτω πως ἄξιος μιμητής τοῦ «ὥσπερ πελεκάν  τετρωμένου τήν πλευράν Αὐτοῦ Λόγου καί ζωώσαντος τούς Αὐτοῦ θανέντας παῖδας, ἐπιστάξαντός τε τούς ζωτικούς Αὐτοῦ κρουνούς» Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὑπό σωτηριολογικήν, βεβαίως, ἔννοιαν.

Παρά ταῦτα δέ, ἀπό τοῦ σημείου αὐτοῦ, τῆς ἐλευθέρας δηλονότι καί ἀβιάστου δόσεως ὀργάνων τοῦ σώματος, μέχρι τῆς αὐθαιρέτου, ἄνευ τῆς ἐκπεφρασμένης προσωπικῆς συναινέσεως ἀφαιρέσεως αὐτῶν, ὑφίσταται τεραστία καί χαώδης διαφορά ˙ τό ἕν τοῦ ἄλλου ἀπέχει «καθ΄ὅσον ἀπέχουσιν ἀνατολαί ἀπό δυσμῶν»[1].

Κατά τόν Θεῖον Ἀπόστολον Παῦλον «ἕκαστος  καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης˙ ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός».[2]

3. Εἰς τόν χριστιανικόν-πνευματικόν χῶρον μας, ὡς γνωστόν, ἀξίαν, σημασίαν καί βαρύτητα ἔχει ἡ προσωπική συναίνεσις, ἐκφραζομένη διά τοῦ λόγου, τῆς γραφίδος καί τῆς καταφάσεως  τῆς ζωῆς μας. 

«Ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὔ οὔ ˙ τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ »[3] .  Ἤ συμφωνεῖς ἤ δέν συμφωνεῖς.

Ἡ εἰκαζομένη ἤ ἡ οἰκογενειακή  συναίνεσις δέν προσμετρᾶται κατά τόν ἠθικόν καί πνευματικόν νόμον διά τόν χαρακτηρισμόν τῆς πράξεως ἑνός ἀνθρώπου  ὡς ἀξίας ἤ ἀπαξίας. Μόνον ἡ ἐκπεφρασμένη ἤ δεδηλωμένη προσωπική συναίνεσις  ὑπολογίζεται καί ἀξιολογεῖται .

Μέ τήν ἰδίαν λογικήν τῆς εἰκαζομένης συναινέσεως θά ἠδύνατο ποτέ νά ἐκδώσῃ νόμον  τό κράτος διά νά περιέρχεται εἰς αὐτό ἤ εἰς ὡρισμένα κρατικά Ἱδρύματα  ὁλόκληρος  ἡ περιουσία ἑνός νέου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος λόγῳ τροχαίου  ἤ ἄλλου τινός  ἐκτάκτου  συμβάντος  δέν προέφθασε νά διαθέσῃ διά νομίμου διαθήκης τήν περιουσίαν του, παρά τήν ὕπαρξιν συζύγου καί τέκνων ἤ γονέων καί ἀδελφῶν; 

Καί ἐφ΄ὅσον εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν προδήλως  δέν εἶναι τοῦτο δυνατόν νά συμβῇ,  πόσῳ μᾶλλον εἰς τήν ἄλλην  περίπτωσιν ἀφαιρέσεως ζωτικῶν ὀργάνων μέ συνέπειαν τήν ἀπώλειαν τῆς ζωῆς μελλοθανάτου τινός, καί ὄχι ἁπλῶς τοῦ πλούτου, θά ἦτο παντελῶς ἀδύνατον νά γίνῃ.

4. Καί ἡ οἰκογενειακή συναίνεσις δέν εὑρίσκεται ἐκτός προβλημάτων. Δέν εἶναι σαφής ὁ καθορισμός τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας ὑπό τοῦ νόμου.

Ἀνήκουν εἰς αὐτήν οἱ σύζυγοι καί τά παιδιά ἤ συμπεριλαμβάνονται καί οἱ γονεῖς καί τά ἀδέλφια;

Καί ἐάν ὑπάρξῃ διχογνωμία καί διχοστασία εἰς τά μέλη τοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος, τότε  τί γίνεται;

Ὁ θανών ἤ ἡ θανοῦσα  ἀφίεται εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἤ εἰς τήν μῆνιν  τῶν ὠργισμένων καί διαφωνούντων οἰκείων;

Καί ὅταν, ἐνδεχομένως, τήν τελευταίαν ὥραν παρουσιάζωνται ἄσχετοι καί ἀδιάφοροι μέχρι τότε οἰκογενεῖς  μόνο καί μόνον διά νά ἐκδικηθοῦν ἤ νά ἐκμεταλλευθοῦν  ἐμπορικῶς τά διάφορα ὄργανα τοῦ οἰκείου των τότε τί δέον γενέσθαι;

Ὁ δύστηνος αὐτός ἄνθρωπος μένει ἕρμαιον ἀνθρωπίνων παθῶν, ἀδυναμιῶν καί ἐκμεταλλεύσεως;

5. Ὁ «ἐγκεφαλικός θάνατος» καί ὁ «κλινικά νεκρός» ἄνθρωπος. Οὐδαμοῦ εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν καί τήν Πατερικήν γραμματείαν  συναντᾶται  τοιοῦτος θάνατος καί τοιαύτη νέκρωσις.

Καί παρότι ἐνίοτε  νεκροῦται  ὁ ἐγκέφαλος ὑπό σοβαροτάτων ἐγκεφαλικῶν ἐπεισοδίων  καί ἡ μορφή τοῦ βαρέως νοσοῦντος παρέχει τήν εἰκόνα τοῦ «κλινικά νεκροῦ», ἐν τούτοις, παλλομένης τῆς καρδίας, ἔστω καί ἀσθενῶς καί ἀρρύθμως, ὁ ἄνθρωπος ζῆ καί ἔχει πνοήν, ἀκόμη καί μέ τεχνητήν ὑποστήριξιν.

Ἡ δέ ψυχή τοῦ σοβαρῶς  ἀσθενοῦντος  καί διδόντος τήν ἐντύπωσιν τοῦ «φυτοῦ», ὡς λέγεται, δέν παύει καθ΄ἕνα ἀνεξήγητον τρόπον νά κάμνῃ τάς ἐσωτερικάς διεργασίας της καί ἀνεπαισθήτως νά χαρίζῃ μίαν ψυχικήν ὡριμότητα καί βελτίωσιν εἰς τόν βαρέως πάσχοντα, ἐνῷ παραλλήλως καί τό ὑπόλοιπον σῶμα ἐκτελεῖ τάς λειτουργίας του.

Διά τόν λόγον αὐτόν ἡ κατά πάντα σεβαστή ζωή τοῦ ἀνθρώπου  ἐπιβάλλεται νά τυγχάνῃ τοῦ ἀπολύτου σεβασμοῦ μέχρι τοῦ τελευταίου καρδιακοῦ κτύπου καί τῆς ὑστάτης  ἀναπνοῆς. Αὐτό ἐπισημαίνει καί ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης  κ.Βαρθολομαῖος, πρεσβεύων ὅτι  ὁ καρδιακός θάνατος σημαίνει τόν θάνατον τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι  ἁπλῶς ὁ «ἐγκεφαλικός».

Κατόπιν τούτων ἀντιλαμβάνεσθε, Μακαριώτατε καί Ἅγιοι Συνοδικοί Πατέρες, ποῖος μέγιστος κίνδυνος πρόκειται ἡμῖν, ἐάν ἰσχυούσης τῆς εἰκαζομένης συναινέσεως, μή ὑφισταμένου ἐνίοτε στενοῦ οἰκογενειακοῦ περιβάλλοντος, καί τῆς οἰκογενειακῆς τοιαύτης καί θεωρουμένου ὡς θανάτου τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» καί  ὡς θανόντος τοῦ «κλινικά νεκροῦ», ποῖα καί πόσα ἐγκλήματα ἀνθρωποκτονίας ἐκ προθέσεως δύνανται νά πραγματοποιηθοῦν διά λόγους ἐμπορευματοποιήσεως καί ἐμπορικῆς ἐκμεταλλεύσεως ζωτικῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων, θανατουμένων οὕτω πως συνανθρώπων μας, τῇ μεσολαβήσει ἀσυνειδήτων τινων καί ἐκμεταλλευτῶν οἰκείων καί συγγενῶν, ἐκμεταλλευομένων ὄχι σπανίως καί τήν φιλοχρηματίαν θεραπόντων  τινων τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης , οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς, ὅπως καί εἰς τήν περίπτωσιν τῶν νομιμοποιηθεισῶν πλέον ἐκτρώσεων, υἱοθετοῦν τά ἐντροπῆς γέμοντα θλιβερά λόγια πολιτικοῦ τινος, λέγοντος ὅτι: «ὅ,τι  εἶναι νόμιμον, εἶναι καί ἠθικόν».

Τά θλιβερά γεγονότα τῆς Κίνας, καθ΄ἅ ἐφονεύθησαν καί φονεύονται  πλήθη  ἀνθρώπων  διά νά πωληθοῦν τά ὄργανα τους εἰς χώρας τῆς Δύσεως εἶναι ἱκανά νά μᾶς διδάξουν.

Ὄχι ἄλλο ἀδίκως καί ἐμπορευματικῶς ἐκχυνόμενον ἀνθρώπινον αἷμα. Δέν ἀρκοῦν αἱ χιλιάδες  καί τά ἑκατομμύρια ἐκτρώσεων  εἰς παγκόσμιον κλίμακα;

Εὐτυχῶς, πού πρό ὀλίγων μόλις ἡμερῶν ἐδόθη ἡ ἀρνητική ἀπάντησις ἀπό τήν Ἑλλάδα  καί ὅλην τήν Εὐρώπην διά τήν μή χρησιμοποίησιν-δολοφονίαν τῶν ἀνθρωπίνων ἐμβρύων δι΄ἐπιστημονικά πειράματα καί τήν μή χρηματοδότησιν τῶν ἐκτρώσεων εἰς τήν Ἀφρικανικήν ἤπειρον καί ἀλλαχοῦ.

6. Ἡ Ἑλληνική Πολιτεία ἐδέχθη σταδιακῶς τήν σιωπηράν  συναίνεσιν τῶν οἰκείων (Ν.2737/1999), τήν εἰκαζομένην συναίνεσιν (Ν.3984/2011) καί τήν συναίνεσιν τῆς οἰκογενείας (Ν.4075/2012), ὅταν κάποιος δέν ἔχει δηλώσει ἐγγράφως ἐν ζωῇ τήν ἄρνησιν τῆς μετά θάνατον δωρεᾶς τῶν ὀργάνων του, διότι αὐτομάτως θεωρεῖται δωρητής.

Ἡ Μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, ὅμως, στοιχοῦσα εἰς τήν Ὀρθόδοξον Χριστιανικήν Ἀνθρωπολογίαν αὐτῆς καί προσβλέπουσα εἰς τό πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου, σεβομένη δέ τήν ἐλευθερίαν τῆς βουλήσεως, τό αὐτεξούσιον  καί τό ἐλευθέρως πράττειν ἐκείνου, ὑποστηρίζει καί προβάλλει τήν προσωπικήν του συναίνεσιν, τήν ὁποίαν θέλει ἐλευθέραν, ἀπαραβίαστον καί ἀπαράτρωτον.

Διά τοῦτο καί θεωρεῖ ταύτην ἀπαραίτητον καί ἀναντικατάστατον ὑφ΄οὐδεμιᾶς ἄλλης ἐκ τῶν προειρημένων. Δι΄αὐτόν καί μόνον τόν λόγον, ἐρειδόμενον ἐπί τῆς Ἁγιογραφικῆς καί Πατερικῆς διδαχῆς, δέν δυνάμεθα νά ἐπαναπαυθῶμεν εἰς τήν προσθήκην «καί κατόπιν τῆς οἰκογενειακῆς συναινέσεως».

Τό προαπαιτούμενον  δι΄ἡμᾶς ἁρμόζει νά εἶναι ἡ ἐκπεφρασμένη προσωπική συναίνεσις. Αὐτῆς ὑπαρχούσης νά θεωρούμεθα δόται καί δωρηταί ὀργάνων καί ὄχι ἐάν δέν δηλώσωμεν γραπτῶς τήν περί τούτου ἄρνησίν μας καί

7. Πέραν ὅλων τῶν ἀνωτέρω πρέπει νά ληφθῇ ὑπ΄ὄψιν ὅτι συμφώνως πρός τό ἄρθρον 2 τοῦ Συντάγματος «ὁ σεβασμός καί ἡ προστασία τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελοῦν τήν πρωταρχική ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας».

Ἡ δέ διάταξις τοῦ ἄρθρου 5 παρ.1 τοῦ Συντάγματος ὁρίζει ὅτι «καθένας ἔχει δικαίωμα νά ἀναπτύσσει ἐλεύθερα τήν προσωπικότητα του καί νά συμμετέχει στήν κοινωνική, οἰκονομική καί πολιτική ζωή τῆς Χώρας, ἐφόσον δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων καί δέν παραβιάζει τό Σύνταγμα ἤ τά χρηστά ἤθη».

Μακαριώτατε ἅγιε Πρόεδρε,

Ἅγιοι Συνοδικοί,

Διά τοῦ παρόντος προσεπάθησα νά προσεγγίσω τό πολύ σπουδαῖο αὐτό θέμα τῆς ἀφαιρέσεως ὀργάνων τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀπό ἀπόψεως Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀνθρωπολογίας, διότι τοῦτο ἔχει εὖρος καί βάθος μέγα.

Ταπεινῶς καί εὐσεβάστως προτείνω νά μή κλείσωμεν τό καίριον τοῦτο ζήτημα μόνον μέ τήν κυκλοφορίαν τῆς ἐν θέματι ὑπ΄ἀριθ.4035/1778/26-9-2013 Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου, ἀλλά νά τό ἐρευνήσωμεν εἰς βάθος καί μέ τά ὡς ἄνω δεδομένα.

Παρακαλῶ νά ἀνατεθῇ εἴς τινα Σεβ.Συνοδικόν  Σύνεδρον  ἡ σύνταξις τεκμηριωμένης μελέτης μέ τά δεδομένα τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἀνθρωπολογίας-διότι αὐτή κυρίως μᾶς ἀφορᾶ ὡς Ἐκκλησία-καί ὑπό τό πρῖσμα αὐτῆς νά μελετηθῇ τό θέμα τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», τό «κλινικά νεκρός»,  ὁ καρδιακός θάνατος καί τό θέμα τῆς ἀφαιρέσεως ζωτικῶν ὀργάνων.  

Προσωπικῶς ἱκανοποιήθην τά μέγιστα ἐκ τῆς προσεγγίσεως τῶν ὡς ἄνω θεμάτων ὑπό τῆς ἐν Ἀμαρουσίῳ «Ἑστίας Πατερικῶν Μελετῶν» καί δή ἐκ τῆς ὑπό εἰδικῶν ἐπιστημόνων αὐτῆς ὑποβολῆς Αἰτήσεως-Ἀναφορᾶς καί Γνωμοδοτήσεως τῇ Ἱερᾷ ἡμῶν Συνόδῳ, εἰς τά ὁποῖα κείμενα τοποθετοῦνται, ὡς λέγουν, «ἐπί τῶν ἐγειρομένων μειζόνων καί ἀνυπερβλήτων ζητημάτων, οὐ μόνον βιοηθικῆς, ἀλλά καί νομιμότητος».

Καλόν καί ὠφέλιμον  εἶναι νά ἀκουσθῇ καί αὐτή ἡ φωνή τῶν εὐσεβῶν  ἐπιστημόνων.

Ταῦτα καταθέτων εὐλαβῶς ἐπί τοῦ ἐπικαίρου καί σοβαρῶς ἀπασχολοῦντος τό Ὀρθόδοξον  Χριστεπώνυμον Πλήρωμα ζητήματος τούτου, παρακαλῶ ὅπως τό θέμα τοῦτο, ἀφοῦ τύχῃ τῆς δεούσης ἐπεξεργασίας, τεθῇ ἐνώπιον τοῦ Σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας (ΙΣΙ) διά τά περαιτέρω.

Ἐπί δέ τούτοις ὑποσημειούμενος εὐλαβῶς διατελῶ,       

Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ

Ὁ Μητροπολίτης

†Ὁ Κυθήρων Σεραφείμ


[1] .Ψαλμ.ρβ΄12.

[2] Β΄Κορ.Θ΄7.

[3] Ματθ.ε΄37.

Ο άγνωστος και αδικημένος Μητροπολίτης Ιερισσού κυρός Παύλος

ierisou-paulos

Του Αγγέλου Ν. Πάκλαρα Θεολόγου για την Romfea.gr

Το έτος 2013 συμπληρώθηκαν 18 έτη από την κοίμηση του αειμνήστου Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Παύλου.

Είναι άξιο μνείας να αναφερθεί κάποιος έστω και μετά από τόσα έτη, στον βίο, στη δράση και στην πολύπλευρη προσφορά αυτού του Ιεράρχου στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, αλλά και στη λαχούσα του Ι. Μητρόπολη Ιερισσού, την οποία την οποία διακόνησε επί 20 συναπτά έτη, διότι παρά την σημαντική διακονία του στον αμπελώνα του Κυρίου, λίγοι γνωρίζουν το έργο του, αλλά ακόμη και την ύπαρξή του…

Ο Μακαριστός Ιερισσού Παύλος (κατά κόσμον Παναγιώτης) Σοφός γεννήθηκε στην πόλη της Ζακύνθου στις 17 Ιουλίου 1910.

Ήταν υιός της πολύ πτωχής αλλά ευλαβέστατης οικογένειας, του Ιωάννη και της Διαμαντίνας.

Τα εγκύκλια μαθήματά του έμαθε στη Ζάκυνθο. Όπως αναφέρει στην αναλυτικότατη βιογραφία του Μακαριστού Παύλου, ο αιδεσιμ. πρωτοπρεσβύτερος π. Παναγιώτης Καποδίστριας, στο υπέροχο βιβλίο του «Ζακυνθινοί Επίσκοποι στον κόσμο», ο αοίδιμος ιεράρχης ήταν ορφανός από πολύ μικρή ηλικία.

Για το λόγο αυτό εργαζόταν για να εξοικονομήσει τα προς το ζην, ενώ παραλλήλως ηγείτο μίας μικρής νεανικής ομάδος Ζακυνθινόπουλων, η οποία αργότερα ονομάστηκε ως «Χριστιανική Ένωσις Ανδρών, ο Άγιος Δημήτριος» με έδρα τον αφανισμένο μετά τους σεισμούς του 1953 Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου του Κόλλα, στο Ψήλωμα. Μέλος αυτής της ομάδος ήταν και ο μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος Χρυσόστομος ο Β΄, ο Δεληγιαννόπουλος (1965-1985).

Τον Ιούλιο του 1934 ο νεαρός Παναγιώτης Σοφός προσελήφθη από τον Μητροπολίτη Ζακύνθου και Στροφάδων Χρυσόστομο Δημητρίου τον Α΄ (1934-1957), τον και μετέπειτα Τριφυλίας, ως ευταξίας της Μητροπόλεως Ζακύνθου.

Τον Σεπτέμβριο του 1935 τον ενέταξε στην Αδελφότητα της Ζακυνθινής Ι. Μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Λαγκάδα, όπου τον έκειρε μοναχό και τον ονόμασε Παύλο, ενώ στις 19 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, τον χειροτόνησε διάκονο στον Ι. Ναό του Αγίου Διονυσίου.

Η μεγάλη δράση του τότε διακόνου Παύλου ήταν τόσο έντονη, ώστε ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος Δημητρίου, ο και πνευματικός του πατέρας να τον χειροθετήσει «κατηχητήν της Νεολαίας και του μοναχικού βίου» στις 19 Ιουλίου 1938, στον εορτάζοντα Ι. Ναό των Αγίων Πάντων της πόλεως της Ζακύνθου.

Το έος 1939 μετέβη στην Αθήνα, όπου υπηρέτησε ως διάκονος στον Ι. Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Χρυσοσπηλαιοτίσσης, επί της οδού Αιόλου.

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου υπηρετεί στα στρατιωτικά νοσοκομεία των Αθηνών, ενώ ακολούθησε οικειοθελώς τον Γέροντά του, Μητροπολίτη Χρυσόστομο στην εξορία, την οποία του επέβαλε η ιταλική κατοχή.

Το 1942 ενεγράφη στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Τον Δεκέμβριο του έτους 1945 ο τότε Εδέσσης Παντελεήμων Παπαγεωργίου, ο και μετέπειτα Θεσσαλονίκης τον χειροτόνησε πρεσβύτερο και αρχιμανδρίτη.

Ως εφημέριος υπηρέτησε στο Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών και αργότερα στο Σανατόριο της Πάρνηθας.

Το 1951 μόλις έλαβε το πτυχίο της Θεολογίας, επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου διορίστηκε ως ιεροκήρυκας του νησιού.

Στους σεισμούς του 1953 η προσφορά του ήταν παραδειγματική, αφού συμπαραστάθηκε, όσο μπορούσε στους σεισμοπαθείς συμπατριώτες του. Εκείνη την εποχή διετέλεσε και πρόεδρος του Π.Ι.Κ.Π.Α. προσφέροντας τα δέοντα στην τοπική νεότητα των σκηνιτών και εμπερίστατων παιδιών της Ζακύνθου.

Το έτος 1955 ορίστηκε από την Ι. Σύνοδο εφημέριος της Σχολής των Ευελπίδων, από την οποία τιμήθηκε για την εκεί ποιμαντική του δράση. Το 1958 μετατέθηκε στην Ι. Μητρόπολη Κεφαλληνίας ως ιεροκήρυκας, ασχοληθείς κυρίως με την κατήχηση.

Στις 11 Μαΐου 1960, επί προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου Παναγιωτόπουλου του Β΄, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος τον εξέλεξε Μητροπολίτη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, εις διαδοχήν του Ιερισσού Κυπριανού Πουλάκου, ο οποίος μετατέθηκε στην Ι. Μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης. Η χειροτονία του τελέσθηκε στον καθεδρικό Ναό των Αθηνών στις 28 Μαΐου 1960 εν μέσω πυκνού εκκλησιάσματος και πολλών Ζακυνθίων συμπατριωτών του.

Η ενθρόνισή του, στην έδρα της Μητροπόλεως Ιερισσού, στην Αρναία, έγινε στις 3 Ιουλίου. Αμέσως μετά την ενθρόνισή του ασχολήθηκε με την αναζωπύρωση της πνευματικής ζωής του τόπου. Εγκαινίασε νέους ναούς και ανεκαίνισε παλαιούς, χειροτόνησε υπό των τιμίων χειρών του πολλούς κληρικούς, ίδρυσε την φιλόπτωχο αδελφότητα «ο Άγιος Στέφανος», ανήγειρε κέντρο νεότητας της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και Σχολή εκμαθήσεως Εκκλησιαστικής Μουσικής, η οποία λειτουργούσε δωρεάν.

Δημιούργησε αίθουσες κατηχητικών σχολείων στην Αρναία, Ιερισσό και Ζαγκλιβέρι, ενώ  αρθρογραφούσε σε περιοδικά και εφημερίδες.

Ήταν δεινός ιεροκήρυκας και ο γράφων, ως πολύ μικρός μαθητής, τον ενεθυμείτο, όταν την παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Μακαριστός Ιεράρχης, ανέβαινε στον εξώστη του παλαιού κωδωνοστασίου του Ι. Προσκυνήματος Μεγ. Παναγίας, ενδεδυμένος άπασα την αρχιερατική του στολή, να εκφωνεί πύρινο, βροντερό λόγο για την Υπεραγία Θεοτόκο.

Διετέλεσε τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ζακύνθου για το διάστημα 1976-1977, κατά το οποίο χειροτόνησε 16 κληρικούς συμπληρώνοντας τα κενά που υπήρχαν στην χηρεύουσα από το 1974 Ι. Μητρόπολη της γενέτειράς του.

Ωσαύτως διετέλεσε και τοποτηρητής της Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης το έτος 1965. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της εφορείας της Σχολής της Ι. Μονής Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στα Βασιλικά της Χαλκιδικής.

Το έτος 1978 εξαιτίας του αυστηρού χαρακτήρος του Μακαριστού Παύλου, συνέβησαν δυστυχώς λυπηρά επεισόδια και υπήρξε σύγκρουση με τους τοπικούς παράγοντες της Μητροπόλεώς του.

Κατηγορήθηκε και συκοφαντήθηκε ανηλεώς με αβάσιμες και ανυπόστατες κατηγορίες, όπως ότι αυτός ήταν η αιτία που εκλάπη η θαυματουργός Ι. εικών της Υπ. Θεοτόκου από το Ι. Προσκύνημα Μεγ. Παναγίας.

Μία ψευδεστάτη κατηγορία αφού οι δράστες της κλοπής μετά από χρόνια συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην φυλακή για να εκτίσουν την ποινή τους.

Άλλοι πάλι τον κατηγορούσαν ότι έκανε παρατηρήσεις στους κληρικούς τους ως προς την εξωτερική τους ιερατική εμφάνιση. Ακόμη και αλήθεια να ήταν αυτό, το έκανε διότι ήθελε ως πιστός τηρητής της εκκλησιαστικής παραδόσεως, οι ιερείς του να έχουν μία ιεροπρεπή εμφάνιση.

Του καταμαρτυρούσαν επίσης ότι έπαιρνε πολύτιμα αντικείμενα από τους Ι. Ναούς και τα κρατούσε στην Μητρόπολη. Ως προς αυτή την κατηγορία, όπως ο ίδιος είπε στο Συνοδικό Δικαστήριο, «το έπραξε διά να τα προφυλάξη» από κλέπτες και αρχαιοκάπηλους, οι οποίοι εκείνη την εποχή έκλεψαν και εσύλησαν πολλά από τις εκκλησίες.

Άλλοι πάλι έλεγαν ότι είχε ευερέθιστο χαρακτήρα. Αιτία φυσικά εντελώς αφελής για να χάσει κάποιος Μητροπολίτης τον θρόνο του. «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε» αναφέρει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος (Εφεσ. δ΄ 26). Πού ήταν επομένως το μεμπτόν της υποθέσεως;

Όπως είπε ο αείμνηστος ιεράρχης στην απολογία του, «κανέναν δεν έβλαψα, κανέναν δεν πείραξα και ως εκ τούτου έχω ήσυχη την συνείδησή μου απέναντι στο Θεό και στους ανθρώπους».

Αλλά όπως πολύ σωστά είχε αναφέρει ένα κληρικός, όταν τον ρώτησα να μάθω περισσότερες πληροφορίες για τον μακαριστό Παύλο, μου είπε επί λέξει: «Έψαχναν αφορμές για να διώξουν τον Γέροντα Μητροπολίτη και γι’ αυτό το λόγο η όλη κατάσταση της έκπτωσης από το θρόνο του, κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια»!

Τελικώς όλα αυτά τα γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα να εκπέσει οριστικά από τον θρόνο του στις 22 Ιανουαρίου 1980, αναλαμβάνων ως τοποτηρητής της Μητροπόλεως Ιερισσού ο Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνος ο Β΄

Τότε ο Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος έχοντας την πεποίθηση ότι αδίκως και αναιτίως εκδιώχθηκε, προσέφυγε στην «έκκλητον ψήφον» του οικουμενικού Πατριαρχείου.  Ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ διεβίβασε τον όλο φάκελλο στο Οικ. Πατριαρχείο του οποίου η κανονική επιτροπή εισηγήθηκε την επικύρωση της απόφασης της Εκκλησίας της Ελλάδος για την έκπτωση του Ιερισσού Παύλου, την οποία ενέκρινε και ο τότε Οικ. Πατριάρχης Δημήτριος, κοινοποιώντας την απόφασή του, με Πατριαρχικό γράμμα στην Ι. Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ο αείμνηστος Ιεράρχης Παύλος, ενώπιον αυτής της αποφάσεως απεσύρθη από την Μητρόπολη Ιερισσού αδικημένος, πικραμένος και απογοητευμένος. Συνέχισε όμως να αρχιερατεύει ως πρώην Ιερισσού στη γενέτειρά του Ζάκυνθο, που υπερβαλλόντως αγαπούσε, αλλά και στη Αθήνα, φέρων επί των αρχιερατικών του ώμων τον βαρύ σταυρό της δοκιμασίας του.

Τα τελευταία έτη της ζωής του εφησύχαζε στην οικία του, που διατηρούσε στο Μαρούσι των Αθηνών, προσευχόμενος, μελετών και συγγράφων.

Ο διάδοχός του, ο τότε Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος Αναγνώστου (1981-2012), ευθύς αμέσως μετά την χειροτονία του (Μάρτιος του 1981) και πριν από την ενθρόνισή του, επισκέφθηκε τον προκάτοχό του, πρώην Ιερισσού Παύλο στην Αθήνα, ζήτησε την ευχή του για την ευόδωση της νέας αρχιερατείας του και εκείνος ολοπροθύμως τον ευλόγησε και του την έδωσε…

Ο αοίδιμος πρώην Ιερισσού Παύλος κοιμήθηκε σε ηλικία 85 ετών, στις 15 Οκτωβρίου 1995, ευρισκόμενος στην οικία του, στο Μαρούσι. Η σορός του μεταφέρθηκε  στη γενέτειρά  του, η εξόδιος ακολουθία του έγινε στον Μητροπολιτικό Ναό Ζακύνθου και τώρα αναπαύεται στο νότιο κοιμητήριο της πόλεως.

Μετά την κοίμησή του και σύμφωνα με επιθυμία του, τα υπάρχοντά του διατέθηκαν για την ίδρυση και λειτουργία του κοινωφελούς ιδρύματος με την επωνυμία «Ίδρυμα Μητροπολίτου Παύλου Σοφού» με σκοπό την χορήγηση υποτροφιών σε Ζακύνθιους νέους που σπουδάζουν σε Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές και έχουν πρόθεση να ιερωθούν. Ήδη το ίδρυμα λειτουργεί με προεδρικό διάταγμα, από τον Μάρτιο του 2000 και παρέχει τα προβλεπόμενα από τον διαθέτη, βοηθήματα σε φοιτητές.

Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος κατά την διάρκεια της 20ετούς αρχιερατείας του εργάσθηκε φιλοτίμως και αόκνως διά την Ι. Μητρόπολή του. Ίσως να ήταν αυστηρός ως προς την διοίκηση, αλλά και κατά την τέλεση της Θ. Λειτουργίας και να έκαμε παρατηρήσεις για την ευταξία εντός του Ι. Ναού,  αλλά η καρδιά του ήταν αγαθή και άδολη, δίχως κακία και αμέσως ηρεμούσε επανερχόμενος στην ησυχία και την κατάνυξη ενώπιον του Ι. Θυσιαστηρίου.

Αδιάσειστη απόδειξη της ταπεινώσεως, αλλά και της ανεξικακίας του ήταν και το παρακάτω περιστατικό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ο αείμνηστος Ιεράρχης πήγε στο Άγιον Όρος για να τελέση την πανήγυρη της Σκήτης της Αγίας Άννης στις 25-7/7-8. Όταν οι αγιορείτες τον είδαν να ανέρχεται από το μονοπάτι ειδοποίησαν τον Δικαίο της Σκήτης και αποφάσισαν να του απαγορέψουν την είσοδό του στο Κυριακό, αλλά και να μην τελέσει την αγρυπνία.

Αιτία της αποφάσεως αυτής ήταν ότι εκείνη την εποχή οι πατέρες του Αγίου Όρους είχαν σταματήσει την μνημόνευση του Πατριάρχη Αθηναγόρα, επειδή αυτός είχε πολλές επαφές και «ανοίγματα» με τους Λατινόφρονες Παπικούς και τον αιρετικό Πάπα. Και επειδή ο Ιερισσού Παύλος ήταν ιεράρχης των Νέων Χωρών και του Αγίου Όρους, αναγκαστικά θα μνημόνευε τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Ο Μακαριστός Παύλος ενώπιον της απαγορεύσεως της εισόδου του στο Κυριακό, παρέμεινε σιωπηλός, δίχως να διαμαρτυρηθεί, ή να τους επιπλήξει, αλλά κάθισε σ’ ένα πεζούλι για να συνέλθει από την απρόσμενη αυτή εξέλιξη. Εκεί ένας μοναχός του προσέφερε ένα λουκούμι και λίγο νερό. 

Τότε εμφανίστηκε ο μακαριστός Γέροντας π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, ο οποίος ως σώφρων και ευλαβής άνθρωπος που ήταν, έδωσε εντολή να ανοίξει αμέσως το Κυριακό για να προσκυνήσει ο Μητροπολίτης Ιερισσού και αφού ασπάσθηκε τον Γέροντα Ιεράρχη, τον φιλοξένησε στην καλύβη του, στην Μικρά Αγία Άννα…

Θυμάμαι με πολλή ευλάβεια, όταν μικρό παιδάκι διακονώντας στο Ι. Βήμα του Ι. Προσκυνήματος Μεγ. Παναγίας, με πλησίασε ο Μακαριστός και αφού με ρώτησε από που κατάγομαι, με παρακάλεσε ευγενικά να τον βοηθήσω να τοποθετήσει την αρχιερατική του μίτρα στη θήκη της… Αν και μικρόσωμος ως προς το ανάστημα, ήταν επιβλητικός και ιεροπρεπέστατος με τη λευκή γενειάδα του και τα χρυσά γυαλιά του, ενώ πάντοτε μετά την Θ. Λειτουργία και προτού εισέλθει στο αυτοκίνητό του, συνήθιζε να συνομιλεί με το ποίμνιό του, αλλά και να ακούει τα προβλήματα των ευλαβών ανθρώπων, που τον πλησίαζαν.

Αρκετοί ιεράρχες μετά την έκπτωσή από το θρόνο του, αλλά και οι απλοί άνθρωποι έλεγαν ότι αδίκως και αναιτίως απομακρύνθηκε από την Ι. Μητρόπολη του, διότι είχε ανεπίληπτο και ακηλίδωτο ήθος, αλλά και μεγάλη ευλάβεια, πίστη και σεβασμό προς τον Θεό και την Εκκλησία Του.

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ουδείς δικαιούται να αμφιβάλλει ότι ο αείμνηστος Μητροπολίτης Παύλος εισήλθε εξ απαλών ονύχων στην Εκκλησία, την οποία αγάπησε και υπηρέτησε  με ιερό πόθο, αυταπάρνηση και ένθερμο ζήλο και ότι ενεδύθη το ιερό ράσο επί 60 συναπτά έτη.

Η προσφορά του πνευματική, λειτουργική, κηρυκτική, φιλανθρωπική, εθνική και κοινωνική ήταν τεράστια στη γενέτειρά του  Ζάκυνθο, στην Αθήνα, αλλά και στην Μητρόπολη Ιερισσού. Ακόμη και μετά το θάνατό του ήθελε η μακαρία ψυχή του να προσφέρει στον συνάνθρωπό του και ιδιαίτερα στη νεολαία, γι αυτό και ιδρύθηκε κατόπιν δικής του ευλαβούς επιθυμίας το προαναφερθέν κοινωφελές ίδρυμα στην πόλη της Ζακύνθου.

Θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο από το Θεό που γνώρισα από κοντά, έστω και για λίγο χρονικό διάστημα τον αείμνηστο Γέροντα.

Ας έχουμε την ευχή του μακαριστού και αδικημένου Μητροπολίτου Ιερισσού κυρού Παύλου, από τα ουράνια σκηνώματα, όπου επαναπαύεται η μακαρία ψυχή του.

 * Αρχιερατικό συλλείτουργο της εορτής του Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Στεφάνου Αρναίας υπό των τότε Μητροπολιτών Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Διονυσίου, Πολυανής και Κιλκισίου Αμβροσίου και Ιερισσού Παύλου, 27 Δεκεμβρίου 1977.

«Των αειμνήστων προκατόχων ημών Αρχιερέων…» - Ιερουργός στο Ιερό Θυσιαστήριο.

* Κήρυκας του Θείου Λόγου

 

* Ιερά Λιτανεία της εορτής του Μητροπολιτικού Ναού Αγ. Στεφάνου Αρναίας, 27 Δεκεμβρίου 1977.

* Παύλος Σοφός

1910-1995

Μητροπολίτης Ιερισσού

1960-1980

Αιωνία αυτού η μνήμη

25 χρόνια από την κοίμηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Α' (ΦΩΤΟ)

images

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φθιώτιδος κ. Νικολάου

Στις 15 Νοεμβρίου του 1988 εκοιμήθη εν ειρήνη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών όπου νοσηλευόταν ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών Ιερώνυμος ο Α΄ σε ηλικία 83 ετών.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης από μια άσημη οικογένεια ναυτικών αναδείχθηκε μεγάλος και έμεινε στην ιστορία ως ο Αρχιεπίσκοπος των μεγάλων οραματισμών.

Κατόρθωσε μέσα σε εξήμιση χρόνια Αρχιεπισκοπείας (Μάιος 1967 – Δεκέμβριος 1973) να θέσει τη σφραγίδα της αναδιοργανώσεως και ανανεώσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το έργο του σε όλους τους τομείς παραμένει και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ύστερα από τρεις Αρχιεπισκόπους (Σεραφείμ, Χριστόδουλο, Ιερώνυμο Β΄) γιατί ήταν θεμελιακό, εκκλησιολογικό και ρηξικέλευθο.

Μερικοί τον κατηγορούν επειδή συνεργάσθηκε με την δικτατορία. Εκείνος προς όλους τους πολιτικούς και τους ισχυρούς της ημέρας εφέρετο ως Αρχιεπίσκοπος και όχι ως φερέφωνο κανενός.

Με το κύρος που διέθετε κατόρθωσε να αναδειχθεί  η περίοδος εκείνη ως η μόνη στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους που σεβάσθηκε την Εκκλησιαστική περιουσία και την Εκκλησία εν γένει.

Σε όλη του την ζωή ήταν αφοσιωμένος στο Θεό, στην επιστήμη του και στον άνθρωπο.

Περιουσία δεν απέκτησε ποτέ. Ως Αρχιεπίσκοπος δεν έλαβε τα εκ των πολλών μυστηρίων της Αρχιεπισκοπής τυχερά του Αρχιεπισκόπου. Με αυτά συντηρούσε το Νοσοκομείο των Κληρικών.

Τον μισθό του ως εν ενεργεία Αρχιεπίσκοπος και ως πρώην διένειμε σε πτωχές οικογένειες και Ιδρύματα.

Κακία δεν κράτησε για κανέναν από εκείνους που τον εμίσησαν μέχρι θανάτου. Η ζωή του μέχρι τέλους ήταν ζωή ενός γνησίου, ταπεινού και ευλαβούς Χριστιανού Κληρικού.

Απέθανε πτωχός και ετάφη στην ιδιαιτέρα πατρίδα του στα Υστέρνια της Τήνου, άνευ πομπής και επιδείξεως ως ταπεινός Μοναχός, με έξοδα των συγγενών του και των πνευματικών του παιδιών.     

Μετά 25 χρόνια φαίνεται καθαρά η αξία της προσωπικότητός του και του έργου του.

«Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι»

 

top
Has no content to show!