Άρθρα - Απόψεις

Η κρίση του Νέου Ελληνισμού

images

Tου Mητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Aνθiμου

Πριν από είκοσι τρία χρόνια είχα εκδώσει ένα από τα βιβλία μου με 232 σελίδες και τον περίεργο τίτλο «Eκκλησία και Nέος Eλληνισμός». O υπότιτλος έλεγε (Aπόψεις για την γενική κρίση).

Tο βιβλίο προκάλεσε ικανοποιητικό ενδιαφέρον από τους βιβλιοφίλους, αλλ’ εκείνο που εκυριάρχησε ήσαν οι αναλύσεις για τον όρο «Nέος Eλληνισμός».

Kαι είναι αλήθεια ότι από την δεκαετία του 1950 και μετά, ο Eλληνισμός παρουσιάσθηκε στην ευρωπαϊκή σκηνή μετά των άλλων προηγμένων κρατών διεκδικώντας αναγνώριση για τις θυσίες του κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενίσχυση για ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα τεχνοοικονομικής παραγωγής και πολιτιστικής δημιουργίας.

Mέσα από αυτές τις διαδικασίες άρχισε να διαμορφώνεται μια νέα δημιουργική τάση σε όλα τα επίπεδα, με δυσκολίες μεν, αλλά και με ευοίωνα αποτελέσματα.

Mετά την πρώτη δεκαετία άρχισε να ανατέλλει η επιθυμία και το όνειρο για την ένταξη της Eλλάδος στην λεγόμενη EOK αρχικά και στην συνέχεια στην πολυθρύλητη Eυρωπαϊκή Eνωση.

Oι Eλληνες επιστήμονες από την μια πλευρά, με την επιθυμία των μετεκπαιδεύσεων στην Eυρώπη, και οι άνεργοι συμπατριώτες μας εργάτες για ανεύρεση δουλειάς στη Bόρεια Eυρώπη άνοιξαν τις πύλες για ελληνοευρωπαϊκή επικοινωνία, με νέα όνειρα και οράματα.

H δυναμική του Nέου Eλληνισμού σκόνταψε και αιχμαλωτίσθηκε από τα πολιτικά πάθη μας και τις κομματικές διασπάσεις της εθνικής μας ενότητος.

Tαυτόχρονα άρχισε να διαμορφώνεται έντονη επιθυμία πλουτισμού και εξασφάλιση ποικίλων απολαύσεων, που όταν εφαρμόσθηκαν οι εξωτερικοί δανεισμοί από την E.E. εχάσαμε την αυτοκυριαρχία μας και εμειώσαμε την αξιοπρέπειά μας.

Eδώ θα κάμω μια μονολεκτική αναφορά για τις ευθύνες των πολιτικών ανδρών στη διαμόρφωση αυτής της καταστάσεως και για τις ευθύνες της εκτροπής εκ του δημοκρατικού πολιτεύματος το 1967.

Aπό το 1974 και μετά, εμφανίσθηκε η κρίση του Nέου Eλληνισμού, με την μανία των υλιστικών απολαύσεων, την διεκδίκηση πρωτοκαθεδριών, την απόκτηση διαμερισμάτων και αυτοκινήτων και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, και επιδεινώθηκε η κατάστασή μας ως κράτους και κοινωνίας, που μαζί με τις απαιτήσεις επιστροφής των δανεικών από τους Eυρωπαίους εγονατίσαμε.

Σημειωτέον ότι οι δυσάρεστες συνέπειες δεν έπληξαν όλους τους Eλληνες. Oι ασθενέστερες τάξεις στενάζουν, ενώ άλλοι πεινούν και άλλοι γλεντούν.

Tο ερώτημα του αναγνώστη είναι: Kαι η Eκκλησία τι κάνει;

Aσφαλώς η Eκκλησία κάνει πολλά, αλλά δεν θα τα επαναλάβω εδώ. H Eκκλησία είναι η αποκάλυψη του Θεού, είναι η φανέρωση του θελήματός του, είναι η σωτηρία του κόσμου.

Eκκλησία δεν είναι απλή γνώση, είναι η αλήθεια. Δεν είναι ο νόμος, είναι η χάρις. Δεν είναι ο επίγειος τόπος μόνο, είναι και ο ουρανός. Δεν είναι ο κοινός χρόνος, είναι η αιωνιότητα.

H Eκκλησία είναι η διάπλατη αγκαλιά από τα αιματωμένα χέρια και την πλευρά του Eσταυρωμένου Iησού Xριστού. Eάν ο άνθρωπος δεν πιστεύει στην αιωνιότητα και στη σωτηρία δεν μπορεί να καταλάβει τι είναι η Eκκλησία. Kαι παρά ταύτα η Eκκλησία έχει εχθρούς, και πολεμείται πάντοτε και τώρα.

Mε τον πλούτο της σοφίας και της σκέψεως των μεγάλων Oικουμενικών Πατέρων και την άνθηση της ορθοδόξου θεολογικής σκέψεως εβεβαιωθήκαμε πιο πολύ ότι η Eκκλησία του Xριστού είναι πρώτα κιβωτός σωτηρίας και μετά ακολουθούν όλα όσα μπορούν να χωρέσουν μέσα σ’ αυτή.

Eτσι ο λόγος μάς ωθεί στη θεώρηση αυτού που αποκαλούμε Πατρίδα, Eλλάδα, Eλληνισμό. Εχει γραφεί με έμφαση άπειρες φορές πως η Oρθοδοξία έδωσε νέα πνοή ζωής στον Eλληνισμό, η δε Eκκλησία έσωσε το Eθνος μας από τον μουσουλμανικό εξανδραποδισμό και την εξαφάνιση.

Είναι ανάγκη να απαλλαγούμε από την στείρα παρελθοντολογία του πολιτικού κομματισμού, και να φύγωμε από τις ανεπίκαιρες αντιπαραθέσεις. Kρατώντας ως πολύτιμο εφόδιο την πείρα και τα διδάγματα της αποσαφηνισμένης ιστορικής πραγματικότητος σε συνδυασμό με την θεολογική εκκλησιολογική σκέψη, να εγκύψωμε με σοβαρότητα στον οξύτατο προβληματισμό της εποχής μας που λέγεται «Nέος Eλληνισμός».

Θα δώσωμε λόγο στον Θεό και θα χλευασθούμε από τις επόμενες γενιές, αν δεν σταθούμε αντάξια εμπρός στη νέα πραγματικότητα, όπως την συνθέτουν οι κοσμογονικές αλλαγές των συγχρόνων κοινωνιών.

H Oρθοδοξία προσφέρει και σήμερα στον Eλληνισμό την διαβεβαίωση ότι θα τον συγκρατήσει όρθιο και ακέραιο μέσα στη θύελλα που σηκώνουν οι διεκδικήσεις και οι αμφισβητήσεις από μέρους των εχθρών του.

Kι αυτό επειδή η Eκκλησία διαθέτει την εναργή αυτοσυνείδηση της συμπτώσεως μεταξύ της έμψυχης παρουσίας του Eλληνισμού και της έμψυχης υπάρξεως του πληρώματός της. Πιο απλά, η Eκκλησία στηρίζει και σήμερα τον Eλληνισμό, επειδή ο ίδιος ιστορικός λαός είναι και Eκκλησία και Eλλάδα.

Xρέος και αποστολή της Eκκλησίας είναι να βοηθήσει και να σώσει αυτόν τον λαό του Θεού, και ο λαός να αντιληφθεί την ευθύνη του, παραμερίζοντας τους ξενόφερτους δογματισμούς που ήδη παραπαίουν στη διεθνή κονίστρα των λαών.

Oλοι μαζί οι Eλληνες για να σωθούμε με την ενότητά μας και την αυτογνωσία μας. Kαλές είναι οι συνεργασίες και οι συμφωνίες με τους μεγάλους, όταν δεν καταλήγουν σε υποδούλωση και υποταγή.

 

Η άρνηση των μαρτύρων του Ιεχωβά να δεχθούν την χριστιανική χρονολόγηση

images

Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι τὸ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας.

Ὁ αἰώνιος, ἄπειρος καὶ ἄναρχος Θεός, ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καταδέχτηκε νὰ αὐτοπεριορισθῆ στὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο.

Νὰ γίνει ἄνθρωπος, ὑλοποιώντας τὸ προαιώνιο σχέδιό Του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ πεσόντος στὴν ἁμαρτία ἀνθρωπίνου γένους.

Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε πλέον νὰ πραγματοποιήση τὴν δυνατότητα τῆς κατὰ χάριν θεώσεως, πού ἔλαβε κατὰ τὴ δημιουργία του ἐξ’ αἰτίας τῆς ὑποδουλώσεώς του στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν φθορά, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῶν οἰκτιρμῶν ἀνέλαβε νὰ τὸν σώσει καὶ νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὸν ἀρχικὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸν ἔπλασε.

Τὸ ἱστορικὸ λοιπὸν γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ κορυφαία στιγμὴ τῆς ἱστορίας.

Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὄχι μόνο σημάδεψε τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ἀλλὰ ἀποτέλεσε δίκαια τὴν τομή της, στὴν πρὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἐποχὴ καὶ στὴν μετὰ τὴ Γέννησή Του ἐποχή.

Ἡ πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ εἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς πτώσεως καὶ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ἑξαιρέσουμε τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, πού ἦταν ὁ μοναδικὸς λαός, στὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀπεκάλυψε τὸν Ἑαυτό του καὶ τὸ θέλημά του, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λαοὶ ζοῦσαν μέσα στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς εἰδωλολατρείας, διότι «ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία…καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῆ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα…» (Ρωμ.1,25-32).

Ἡ ἁγία Γραφὴ ἀποκαλεῖ τὸν καιρό, πού ἐσαρκώθηκε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», ὁπότε «ἑξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἴνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράση» (Γαλ.4,4-5).

Χαρακτηρίζοντας ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἱστορικὴ στιγμὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας ὡς «τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», θέλει νὰ δηλώσει, ὅτι ἐκείνη ἡ χρονικὴ στιγμὴ ἦταν ἡ καταλληλότερη γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, τὴν ὁποία ἐπέλεξε ὁ Θεός, γιὰ νὰ λάβει χώρα τὸ κοσμοσωτήριο γεγονός.

Γράφοντας ἐπίσης στοὺς Κορινθίους τονίζει, πώς ἡ μετὰ Χριστὸν ἐποχὴ εἶναι ἡ νέα ἐποχὴ τῆς Χάριτος: «Εἰ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις, τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδοὺ γέγονε καινά τα πάντα» (Β΄ Κορ.5,17).

Τὴν εὐλογημένη αὐτὴ χρονολογία ἡ Ἐκκλησία μας ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ ἀκόμη χρόνια θεωροῦσε ὡς κριτήριο καὶ βάση στὴν χρονολόγηση τῶν γεγονότων, πού εἶχαν συμβεῖ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν.

Στὰ ἔργα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γίνεται ἐπίσης σαφὴς διάκριση γιὰ τὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ τοῦ σκότους, τῆς ἄγνοιας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας καὶ γιὰ τὴν μετὰ Χριστὸν ἐποχή, ὅπου βασιλεύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.

Στὸν ἀρχαῖο κόσμο, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπῆρχαν διάφορα γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποιοῦντο ὡς βάση χρονολόγησης.

Στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα ἐχρησιμοποιοῦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὡς βάση χρονολόγησης τὸ ἔτος τῆς ἔναρξης τῶν ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, οἱ ὁποῖοι ὑποτίθεται, ὅτι εἶχαν ἀρχίσει τὸ 776 π.Χ.

Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ὡς βάση τὸ ἔτος κτίσεως τῆς Ρώμης, ἡ  ὁποία, ὑποτίθεται ὅτι συνέβη τὸ 750 π.Χ. Στὰ χρόνια του Χριστοῦ καὶ ὡς τὸν 6ο μ.Χ. αἰώνα ἴσχυε τὸ ρωμαϊκὸ σύστημα χρονολόγησης.

Ἡ Ἐκκλησία, οὖσα στὸν κόσμο, ἀκολουθοῦσε τυπικά το ἰσχῦον ρωμαϊκὸ σύστημα, μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ χρησιμοποιήσει δικό της σύστημα μὲ βάση τὴν χρονολόγηση τοῦ ἔτους Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Τὸ ἔτος 532 μ.Χ. ἕνας λόγιος μοναχὸς στὸ Βυζάντιο, ὁ Διονύσιος ὁ Μικρός, κατὰ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ καὶ τὴ σύμφωνη γνώμη τοῦ Πατριάρχη Ἰωάννη Α΄ ἀνέλαβε τὸ ἐγχείρημα νὰ συντάξει νέο σύστημα μὲ βάση τὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Δὲν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἔπρεπε νὰ μετατρέψει ὅλα τά ἕως τότε γεγονότα τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὰ πολλὰ ἰσχύοντα συστήματα χρονολόγησης μὲ βάση τὸ ἔτος Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Εὐνόητο ἦταν νὰ κάνει σοβαρὰ λάθη.

Τὸ σημαντικότερο λάθος του ἦταν νὰ ὁρίσει ὡς χρονολογία τῆς κτίσως τῆς Ρώμης τὸ ἔτος 754 π.Χ. καὶ ὄχι τὸ 750.

Ἐπίσης τὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τὸ ἐξέλαβε ὡς ἔτος 1 μ.Χ. καὶ ὄχι ὡς ἔτος 0, ὅπως ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ. Τὸ νέο σύστημα χρονολόγησης καθιερώθηκε στὸ ἑξῆς ὡς τὸ ἰσχῦον σύστημα, τόσο στὸ Βυζάντιο, ὅσο καὶ στοὺς ἄλλους λαούς.

Οἱ μετέπειτα εἰδικοὶ διαπίστωσαν τὸ σημαντικὸ λάθος τοῦ Διονυσίου, ἀλλὰ τὸ δέχτηκαν ὡς εἶχε, διότι ἐὰν ἐπιχειροῦσαν νέα διόρθωση, θὰ δημιουργοῦνταν μεγάλη ἀναστάτωση στὴν χρονολόγηση τῆς παγκόσμιας ἱστορίας.

Ἔτσι ἐνῶ γνωρίζουμε, ὅτι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγινε περίπου τὸ 4-6 π.Χ. δεχόμαστε συμβατικά το ἔτος 1 μ.Χ. ὡς χρονολογία τῆς Γεννήσεώς Του.

Οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε κάθε λόγο νὰ δεχόμαστε ὡς βάση τῆς χρονολόγησης τὸ (συμβατικὸ) ἔστω ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διότι κάθε φορά, πού ὁμιλοῦμε γιὰ γεγονότα πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν, ὁμολογοῦμε τὴν Θεία Ἐνανθρώπηση καὶ τὴν ὁρίζουμε ὡς τὸ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας.

Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τὸ ἰσχῦον σύστημα ἐνέχει τὸ στοιχεῖο τῆς ὁμολογίας στὸν μοναδικὸ Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου!

Βεβαίως ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ μέχρι σήμερα οἱ ὁποῖοι, ἀρνούμενοι τὸν Χριστό, ἀπορρίπτουν ἐπίσης καὶ τὸ ἔτος γεννήσεώς του ὡς κοσμοϊστορικὸ γεγονός, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπεδίωξαν, νὰ ἀντικαταστήσουν τὸ ἰσχῦον σήμερα σύστημα.

Ἀναφέρουμε ὡς παράδειγμα τὴν προσπάθεια τῶν ἀθέων ἐπαναστατῶν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, οἱ ὁποῖοι ἀντικατέστησαν τὴν χριστιανικὴ χρονολόγηση μὲ ἄλλη, δική τους, ἡ ὁποία εἶχε ὡς βάση τὸ ἔτος 1789, τὸ πρῶτο ἔτος τῆς ἐπαναστάσεως!

Φυσικὰ ἡ προσπάθεια αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ τελικά, διότι ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοὶ (χριστιανικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι) ἐξακολουθοῦσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ τηροῦν τὸ ἰσχῦον χριστιανικὸ σύστημα χρονολογήσεως.

Στὶς ἡμέρες μας ὁρισμένοι ἀθεϊστές, σὲ συνεργασία μὲ ἄλλους χριστιανομάχους  καὶ κυρίως τοὺς νεοπαγανιστές, ἔχουν ἀλλάξει στὰ γραπτά τους καὶ στοὺς προφορικούς τους λόγους τὸ σύστημα χρονολόγησης.

Ἐπειδὴ ὅμως ἀδυνατοῦν νὰ ἐπιβάλλουν ἄλλο σύστημα μὲ βάση ἄλλο γεγονὸς ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, δέχονται μὲν τὴν χρονολόγηση ὡς ἔχει, ἀλλὰ  δὲν θέλουν νὰ ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀναφέρουμε μερικὲς ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις τους: «Π.Κ.Χ. ἢ Μ.Κ.Χ. (Πρὶν Κοινὴ χρονολόγηση, ἢ Μετὰ Κοινὴ Χρονολόγηση)», «Π.Κ.Ε. ἢ Μ.Κ.Ε» (Πρὶν Κοινὴ Ἐποχὴ ἢ Μετὰ Κοινὴ Ἐποχή», «Π.Α.Τ. ἢ Μ.Α.Τ.» (Πρὶν Ἀπολλώνιο Τυανέα, ἢ Μετὰ Ἀπολλώνιο Τυανέα)», κλπ.

Μεταξύ τῶν ἀθέων, τῶν μηδενιστῶν, τῶν νεοπαγανιστῶν καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανομάχων, οἱ ὁποῖοι χρονολογώντας μέ τό ἱσχύον σύστημα, ἀπαξιώνουν νά ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συγκαταλέγονται καὶ οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά.

Παρ’ ὅλον ὅτι θέλουν νὰ χαρακτηρίζονται ὡς «χριστιανοὶ», ἀρνοῦνται και αὐτοί νά ἀναφέρουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ χρησιμοποιοῦν στὰ γραπτά τους τὶς ἐνδείξεις «Π.Κ.Χ.», ἢ «Μ.Κ.Χ.», τὶς ὁποῖες χρησιμοποιοῦν, ὅπως προαναφέραμε, οἱ χριστιανομάχοι.

Ἀρνοῦνται δηλαδὴ ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο καὶ σημαντικότερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας, ὅπως ἐπὶ αἰῶνες τώρα ἔχει γίνει ἀποδεκτὸ παγκοσμίως.

Ὅπως δηλαδὴ ἀρνοῦνται τὴν θεότητά Του καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασή Του, ἔτσι προσπαθοῦν νὰ ἐκμηδενίσουν καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπίσεώς Του, ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν γεγονός, πού ἄλλαξε τὸν ροῦν τῆς παγκοσμίου ἱστορίας.

Θεωροῦμε, ὅτι αὐτὴ ἡ «λεπτομέρεια» ἐνέχει πολὺ μεγάλη σημασία, διότι ἀποτελεῖ ἕνα ἀκόμη τεκμήριο τῆς ἀπιστίας τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο δὲ εἶναι φυσικὸ καὶ ἑπόμενο, ἀφοῦ ἡ ὀργάνωση αὐτή, ὅπως διαπιστώθηκε σὲ πρόσφατη ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας (2.12.2012), δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ στὴν πίστη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Γιὰ τοῦ λόγου τό ἀληθὲς παραπέμπουμε σὲ δικό τους δημοσίευμα στὸ περιοδικὸ «ΣΚΟΠΙΑ» (τ.15-5-1989, σέλ.22), ὅπου ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι, τοὺς λόγους, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν χριστιανικὴ χρονολόγηση.

Κατ’ ἀρχὴν συντάσσονται μὲ τοὺς χριστιανομάχους, ὑποστηρίζοντας τὸ λάθος τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου, ὅσον ἀφορᾶ τὸ πραγματικὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, ὅλοι γνωρίζουμε τὸ λάθος καὶ δεχόμαστε τὸ συμβατικὸ ἔτος τῆς Γεννήσεως.

Στὴ συνέχεια, ὅμως, τοῦ δημοσιεύματός τους αὐτοαποκαλύπτουν τὸν πραγματικὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς Θεότητας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἰδοὺ τί γράφουν: «Ἐπί πλέον ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔγινε Μεσσίας ἢ Χριστός, ποὺ σημαίνει Χρισμένος, παρὰ μόνο ὅταν χρίστηκε μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τὸν καιρὸ τοῦ βαπτίσματός του στὸν Ἰορδάνη Ποταμό».

Ἀρνοῦνται τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόλυτα θεμελιωμένη στὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκουν, ὅτι κατὰ τὴ Γέννησή του ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο ἀργότερα κατὰ τὴ βάπτισή του τὸν χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ ἔργο του!

Κατὰ συνέπεια γι’ αὐτοὺς ὁ γεννηθεῖς ἦταν ἕνας ἀσήμαντος ἄνθρωπος καὶ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεώς του ἕνα ἀσήμαντο γεγονός, ἀνάξιο νὰ εἶναι ἡ βάση τῆς χρονολόγησης! Προτιμοῦν νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς ἀρνητὲς καὶ ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ στὸ σύστημα χρονολόγησης, προκειμένου νὰ μὴν ὁμολογοῦν Θεὸ Ἐνανθρωπήσαντα! Καὶ μόνο αὐτὴ ἡ «λεπτομέρεια», ὅπως εἴπαμε, φανερώνει πόσο «χριστιανοὶ» εἶναι οἱ ἱθύνοντες και ὁπαδοί τους, τῆς πολυεθνικῆς Φυλλαδικῆς Ἑταιρείας «ΣΚΟΠΙΑ»!

Κατακλείοντες τὴν σύντομη αὐτὴ ἀναφορά μας στοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά», θεωροῦμε ἀναγκαῖο νὰ ἐπαναλάβουμε καὶ πάλι ὁρισμένες πρακτικὲς ὁδηγίες, εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν στάση μας ἀπέναντι στοὺς ὀπαδούς της:

α) Νὰ μὴν ἀνοίγουμε διάλογο μαζί τους, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχουμε ἐπαρκῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

β) Νὰ μὴν δεχόμαστε τὰ ἔντυπά τους.

γ) Νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε μὲ εὐγένεια καὶ σταθερότητα.

δ) Νὰ ἀπευθυνθοῦμε στοὺς ποιμένες τῆς ἐνορίας μας καὶ στὸ εἰδικὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν αἱρέσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, στὴν περίπτωση, κατὰ τὴν ὁποία κάποιο μέλος τῆς οἰκογενείας μας ἔχει μπλεχτεῖ στὰ δίχτυα τῆς αἱρέσεως αὐτῆς.

ε) Νὰ προσευχόμεθα γιὰ τὴν σωτηρία τους.

Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν.

Ὁ ὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος

Ὁ Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Περί της Παυλείου εν Αθήναις διδαχής

images

Του Σεβ. Μητροπόλιτη Πατρών κ. Χρυσοστόμου

Δοξολογία καί αἶνον πρέπει νά ἀναπέμπωμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρός τόν Θεό, διότι τόσο μᾶς ἀγάπησε καί ἀπέστειλε στήν χώρα μας Ἀποστόλους καί κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου Του, γιά νά γνωρίσουν οἱ προπάτορές μας τήν ἀλήθεια καί νά ἀφήσουν τήν πλάνη τῶν εἰδώλων.

Σέ ποιά κατάσταση θά εὑρίσκετο ἄραγε ἡ Ἑλλάς χωρίς τήν καινή, τήν καινούρια δηλαδή διδαχή, τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας περί τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ καί Λόγου καί περί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου;

Θά σταθοῦμε γιά λίγο, χωρίς νά ἀναφερθοῦμε σέ λεπτομέρειες, στό τελευταῖο τμῆμα ἀπό τήν διδαχή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν Ἀθήνα, ὅπως περιγράφεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων: «Ἀκούσαντες δέ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον∙ ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου. Καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. Τινές δέ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καί Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καί γυνή ὀνόματι Δάμαρις καί ἕτεροι σύν αὐτοῖς» (Πραξ. ιζ’. 32-34).

Μελετῶντας τό ἱερό κείμενο, διαπιστώνομε ὅτι ἡ διδασκαλία περί Ἀναστάσεως προξένησε πολύ μεγάλη ἀπορία στούς ἀκροατάς τοῦ Παύλου καί ἐνέσπειρε σ’ αὐτούς μεγάλο καί βαθύτατο προβληματισμό.  Δέν ἦτο  ἁπλῶς γι’ αὐτούς «καινή  διδαχή», ἀλλά ἀνέτρεπε ἐκ θεμελίων ὅσα μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη ἐγνώριζαν καί τά εἶχαν κάνει τρόπο ζωῆς τους.

Ἔτσι λοιπόν, οἱ Ἀθηναῖοι χωρίζονται σέ τρεῖς κατηγορίες, σέ τρεῖς ὁμάδες.

α) Ὅσοι δέν ἄντεξαν αὐτό τό ἰσχυρό φῶς καί ἀντέδρασαν προκλητικά καί ὑποτιμητικά, ἀφοῦ ἐχλεύασαν τόν ὁμιλητή, τόν ὁποῖο, σημειωτέον, οἱ ἴδιοι ὡδήγησαν στό βῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου γιά νά τόν ἀκούσουν.

β) Ὅσοι ἀδιαφόρησαν γιά τήν εἰς βάθος ἐξέταση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ ζητήματος, καί μή θέλοντας νά ἀφήσουν τήν πνευματική ραστώνη, στήν ὁποία εὑρίσκοντο, μέ χαρακτηριστικό τρόπο εἶπαν στόν Παῦλο τό, «ἀκουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου». Δηλαδή, πήγαινε τώρα, καί μιά ἄλλη φορά πού θά περάσῃς ἀπό τά μέρη μας καί τήν πόλη μας, θά μᾶς τά ξαναπῇς καί μεῖς θά σέ ἀκούσωμε.

γ) Καί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας «ἀγαθήν γῆν» ἐν τῇ καρδίᾳ των, ἔπαθαν τήν καλή ἀλλοίωση ἀπό ὅσα ἤκουσαν, καί ἠκολούθησαν τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πιστεύσαντες εἰς ὅσα ἐκεῖνος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐκήρυξε στόν ἐπίσημο ἐκεῖνο τόπο τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ κλεινοῦ ἄστεως τῆς Ἑλλάδος. Αὐτοί ἀπετέλεσαν τήν «μικράν ζύμην», ἡ ὁποία μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ «ὅλον τό φύραμα ἐζύμωσε» καί ἐδημιουργήθη ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ἐσφαγμένου Ἀρνίου, ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ μάνα καί ἡ ἀπαντοχή  αὐτοῦ τοῦ Λαοῦ διαχρονικά.

·Ἄν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν καί πάλι σωματικῶς στήν «κατείδωλον» Ἀθήνα καί ἀπό τόπο ἐπίσημο ἐδίδασκε τούς Ἀθηναίους, κατ’ ἐπέκταση δέ καί τούς παρεπιδημοῦντας ἐν Ἀθήναις, θεωρῶ ὅτι τίς ἴδιες ἀπαντήσεις θά ἤκουε  καί τῆς ἰδίας ἀντιμετωπίσεως θά ἐτύγχανε.

Τό πρόβλημα τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας, εἶναι τό ὅτι δέν ἔχουν ἐμπεδώσει μέσα τους τήν ἀλήθεια περί τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁπότε ἀρκετοί θά ἦταν ἐκεῖνοι πού θά ἐχλεύαζαν σήμερα τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἡ ζωή χωρίς τήν πίστη στόν Ἀναστάντα Κύριο καί τήν Ἀνάσταση, εἶναι ὀδύνη, εἶναι μαρτύριο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ξεκινάει ἀπό τό τίποτα καί βαδίζει πρός τό πουθενά. Χάνει ἡ πορεία τό νόημά της, χάνει ὁ βίος τήν ὀμορφιά του καί καταντᾶ βοσκηματώδης, μέ τούς ἀνθρώπους τραγικούς στρατοκόπους ἀποσταμένων καί σβησμένων ἐλπίδων.

Ἕνας τέτοιος νεκρός κόσμος, πού στίς μεταφυσικές ἀνησυχίες τοῦ ἀνθρώπου προσφέρει μονάχα σκοτάδια καί ἀδιέξοδα, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἀπαίσιο θλιβερό πέπλο, πού καλύπτει τό «εἶναι» καί ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά φτάσῃ στό «δυνάμει εἶναι», δηλαδή στήν θέωση.

Ἡ θέωση ἀποτελεῖ, ὡς οἱ πάντες γνωρίζομε, τόν σκοπό καί τελικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χλεύη λοιπόν ἐναντίον τοῦ κηρύγματος τῆς Ἀναστάσεως, εἶναι ὕβρις ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αὐτοῦ τούτου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Ἀλλά καί μιά δεύτερη κατηγορία, κατ’ ἀντιστοιχίαν τῶν ἀνθρώπων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, θά ἤκουε σήμερα μέ ἀδιαφορία τήν διδαχή τοῦ ἱερωτάτου Ἀποστόλου Παύλου.

Εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐπίπλαστου ἐνδιαφέροντος, οἱ «ψυχικοί», ὡς θά τούς ὀνόμαζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ «κουλτουριάρηδες», ὅπως θά τούς ἀποκαλούσαμε, οἱ ὁποῖοι νοιάζονται μόνο γιά τό «φαίνεσθαι» καί ὄχι γιά τό «εἶναι». Δέν  ἐνδιαφέρονται γιά τήν οὐσία τῶν πραγμάτων.

Αὐτοί δέν ἐπιθυμοῦν νά πράξουν τό ἀγαθό, διότι χρειάζεται πρός τοῦτο κόπος. Ἐπειδή δέ, δέν εἶναι διατεθειμένοι νά προβοῦν σέ ὁποιαδήποτε θυσία, περιορίζονται στήν πεζότητα τῆς καθημερινότητος, παραμένοντας πνευματικά ἀνεπρόκοποι.

«Νά σπρώχνωμε τόν καιρό μας», ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Λαός. Ἴσως καί τό κακό νά ἀποφεύγουν, μονάχα γιά νά ἔχουν μιά καλή πρός τά ἔξω εἰκόνα. Εἶναι οἱ χλιαροί, οἱ ὁποῖοι καί τά τάλαντα κρύπτουν, ὅσα τούς ἔχει δώσει ὁ Θεός, ἀλλά καί τροχοπέδη τῆς κοινωνίας ἀποβαίνουν, μέ τήν ὅλη συμπεριφορά καί πολιτεία τους. 

Ὑπάρχει ὅμως καί τό «μικρόν λῆμμα». Οἱ χαριτωμένοι ἄνθρωποι. Οἱ ἔχοντες ἔντονες πνευματικές ἐφέσεις καί ἀναζητήσεις. Ὅμοιοι μέ τούς ἐκλεκτούς τῶν Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι συγκινοῦνται μέ τόν Λόγο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, καλλιεργοῦν τίς ἐσωτερικές αἰσθήσεις καί ἀξιοποιοῦν ὅλα ὅσα προσλαμβάνουν μέ τά ἐξωτερικά τους αἰσθητήρια.

Προσλαμβάνουν τό «καινό», τό καινούργιο δηλαδή, τό οὐράνιο μήνυμα, καί ἀφήνουν τήν θεοειδῆ ψυχή τους νά καλλιεργήσῃ τήν χάρη, ἡ ὁποία ὡς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐπί τούς ἀνθρώπους. Βλέπουν πέρα ἀπό τά πεζά, τά γήινα, τά πεπερασμένα, αἰσθάνονται τήν φθαρτότητα τοῦ σαρκίου, καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς συναντήσεως μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα  πορεύονται ἐν χαρᾷ καί ἀγαλλιάσει, ζῶντας τήν Ἀνάσταση ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή.   

Αὐτοί εἶναι τά στηρίγματα τῆς κοινωνίας, πού δίνουν ἐλπίδα στόν κουρασμένο κόσμο. Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ἀναλάβει στούς ὤμους τους τό βαρύ φορτίο, τόν βαρύ σταυρό, τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς σωτηρίας τῶν συνανθρώπων τους.

Ζοῦν ἐν τῷ φωτί τῆς δόξης τοῦ Κυρίου, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, καί ἀναδεικνύονται καθ’ ἡμέραν «τό φῶς καί τό ἁλάτι τοῦ κόσμου».

Χωρίς αὐτούς ὁ κόσμος θά ἦταν σκοτεινός καί ἀνιαρός, «ἀνάλατος», ἄγευστος δηλαδή χαρᾶς, «ἄνοστος» πνευματικά. Θά εἶχε ἀλλοιωθῆ, ὅπως τό φαγητό πού δέν μπορεῖ νά διατηρηθῇ χωρίς τό ἁλάτι.    

Ἄραγε, σέ ποιά κατηγορία ἀνήκει ὁ καθένας ἀπό μᾶς;

Μήπως στήν πρώτη, πού χλευάζει τό κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως;

Μήπως στήν δεύτερη, πού ἀδιαφορεῖ γιά τά πνευματικά θέματα;

Ἤ μήπως στήν τρίτη, πού μοιάζει μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι «κολληθέντες τῷ Παύλῳ ἐπίστευσαν»; 

Μακάρι νά ἀνήκωμε στήν τρίτη ὁμάδα ἀνθρώπων, διότι ἀπό υἱούς τῆς Ἀναστάσεως ἔχει ἀνάγκη σήμερα ὁ κόσμος. 

Άγιοι γίνεσθε!

images

Του Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνού Λιονάκη*

Ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τήν μνήμη τῶν Ἁγίων Πάντων. Οἱ Ἅγιοι ἀπέδειξαν τήν διαχρονική ἰσχύ τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ·  ἀκολούθησαν τήν ὁδό τῆς πιστῆς ὁμολογίας καί τῆς «νομίμου ἀθλήσεως» γιά τήν ποθητή ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὑπέμειναν ἀδικίες, μαρτύρια καί ἀγῶνες ἀσκητικούς. Ἔφθασαν στό «καθ’ ὁμοίωσιν» καί στεφανωμένοι ἀναπαύονται στά οὐράνια σκηνώματα, ὅπου μέ παρρησία ἱκετεύουν τόν Κύριο ὑπέρ τοῦ κόσμου.

Ὁ ἁγιασμός μας ἀποτελεῖ θεϊκό ἔνταλμα, ἀλλά καί ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας! Ὅσες ἐπίγειες ἀπολαύσεις καί ἄν δοκιμάσουμε, ἡ ψυχή μας πάντοτε θά ἀναζητεῖ τόν Κτίστη της καί θά στενάζει ἀνικανοποίητη ἀπό τήν ἔλλειψη θεοκοινωνίας

Ὁ ἄνθρωπος ἀναπαύεται καί ἀποκτᾶ τήν ὁλοκληρία του «ἐν τῷ Θεῷ». Ἡ ὁμοίωσή μας μέ τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί τό μέτρο τῆς ζωῆς μας, ἀποτελεῖ τόν βαθύ καί μυστικό πόθο τῶν καρδιῶν μας καί τήν ἀληθινή καταξίωση τῶν ὑπάρξεών μας.

Ὁ Κύριος εὐλογεῖ ὅσους μέ φρόνημα ταπεινό καί διάθεση μετανοίας ζητοῦν τό ἔλεός Του. «Ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς» δέν ἐξαπατᾶται ἀπό τήν δῆθεν ἠθική καί ἐνάρετη ζωή τῶν «οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι».

Ἡ αὐτάρκεια καί ἡ αὐτοδικαίωση συνιστοῦν φρόνημα ὑπερήφανο, καί ἑπομένως ἐπικίνδυνο, καθώς «ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Ἰακ. 4, 6). Ὁ Θεός μας εἶναι «Θεὸς τῶν μετανοούντων», ὅπως διαβάζουμε στήν κατανυκτική προσευχή τοῦ Μανασσῆ.

«Δάκρυα, παιδί μου, δάκρυα, αὐτό θέλει ὁ Θεός», ἔλεγε ὁ μακάριος παπα-Τύχων ὁ Ἁγιορείτης. Ὅποιος δέν κράζει τό «Ἥμαρτον», θέτει πρόσκομμα στήν θεραπευτική καί σωστική ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος.

Ἄν δέν ζοῦμε ζωή ἐκκλησιαστική, ἄν δέν σκύβουμε στό πετραχήλι τοῦ Πνευματικοῦ, ἀλλά ἐμμένουμε στό ἐμπαθές θέλημα καί φρόνημά μας, ἄς γνωρίζουμε ὅτι ἀποκλείουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τόν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. 12, 14).

Κανείς, ἀδελφοί μου, δέν ἐπιτρέπεται νά καυχᾶται ὅτι ἔχει ἐξασφαλίσει τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν· κανείς δέν ἐπιτρέπεται νά περιφρονεῖ τόν πλησίον καί νά τόν καταδικάζει ὡς ἀνάξιο τοῦ Παραδείσου.

«Ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέσῃ» (Α’ Κορ. 10, 12), τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ἱστορία γνωρίζει πολλά ναυάγια πνευματικῶν ἀνθρώπων καί πολλές ἐγέρσεις ἁμαρτωλῶν. Ἀναγκαῖο, λοιπόν, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι χωρίς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ «μάτην κοπιῶμεν»!

Τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων ἐμπνέει τίς καλοπροαίρετες ψυχές καί προτρέπει σέ ζωή πνευματική καί ἀσυμβίβαστη μέ τό πνεῦμα «τοῦ παρόντος αἰῶνος».

Ἡ μελέτη τῶν θαυμαστῶν μαρτυρικῶν ἀθλήσεων καί ἀσκητικῶν παλαισμάτων τῶν Ἁγίων συμβάλλει στήν ἀπόκτηση ταπεινοῦ καί ἀνδρείου φρονήματος, συνιστᾶται δέ στούς πιστούς κάθε ἡλικίας καί μορφωτικοῦ ἐπιπέδου.

Ἔχοντας, ἀδελφοί μου, ὡς πρότυπα ὅσους ἀρίστευσαν, «ἄς ἀγωνιστοῦμε νά πιάσουμε ἔστω τήν πνευματική βάση», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, «γιά νά περάσουμε στόν Παράδεισο». Ἀμήν.

* Ο Αρχιμ. Δαμασκηνός Λιονάκης είναι Πρωτοσύγκελλος στην Ι.Μ. Κυδωνίας και Αποκορώνου

Ο Απ. Παύλος ως Ιεροκήρυξ και ως Ορθόδοξος Οικουμενιστής

-9

Ακολουθεί η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία στον Ι. Ναό του Απ. Παύλου οδού Ψαρρών κατά το Πανηγυρικό Πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο.

1. Σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ἑορτή καί πανήγυρη μεγάλη. Σήμερα ἑορτάζουμε τήν μνήμη τῶν πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων, τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εὐλαβούμαστε πολύ τόν ἀπόστολο Παῦλο καί εἴμαστε εὐγνώμονες σ᾽ αὐτόν, γιατί μέ κόπο πολύ, ἀκόμη δέ καί μέ κίνδυνο, ἦρθε στήν πατρίδα μας καί κήρυξε σ᾽ αὐτήν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἱδρύοντας συγχρόνως καί Ἐκκλησίες σέ διάφορες πόλεις. Εἶναι ὁ ἱδρυτής τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, ἦταν «μανιακός ἐραστής» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως λέγει ὁ Χρυσόστομος,1 καί, κινούμενος ἀπό αὐτόν τόν θεῖο ἔρωτα, πῆγε παντοῦ γιά τό κήρυγμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Καταγόταν ἀπό τήν φυλή Βενιαμίν (Ρωμ. 11,1) καί ταιριάζει γι᾽ αὐτόν ὁ χαρακτηρισμός τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, ὅταν εὐλογοῦσε τόν υἱόν του Βενιαμίν. Τοῦ εἶπε προφητικά: «Βενιαμίν, εἶσαι ἕνας ἄγριος λύκος, πού τό πρωί βγαίνει γιά νά ἁρπάξει καί τό βράδυ μοιράζεται τό θήραμα». Αὐτός ἦταν ὁ Παῦλος, ἀγαπητοί μου, μέ μεταφορική ἔννοια. Ἦταν δυνατός λέοντας καί «λέοντος παντός θρασύτερος», κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο,2 ὁ ὁποῖος ὅλη τήν ἡμέρα, ἀπό τό πρωί «ἔβγαινε γιά νά ἁρπάσει» τά λάφυρα τοῦ ἐχθροῦ καί νά τά δώσει στόν Χριστό καί τήν νύχτα κατέστρωνε τό σχέδιο ἐργασίας γιά τήν ἄλλη ἡμέρα!

Στό ταπεινό μου καί σύντομο αὐτό κήρυγμα, τό ὁποῖο θά κάνω μέ τήν ἐντολή καί εὐλογία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, θέλω νά παρουσιάσω τόν μέγα Ἀπόστολο πού ἑορτάζουμε σήμερα, τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὡς κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος πρέπει νά γίνει πρότυπο καί παράδειγμα γιά ὅλους τούς ἱεροκήρυκες.

2. Κατά πρῶτον, ἀγαπητοί μου, θέλω νά πῶ ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τίς προϋποθέσεις ἐκεῖνες, πού τόν κατέστησαν ἄξιο καί πετυχημένο κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶχε τήν θεία κλήση γιά τό ἔργο αὐτό. Δέν ἦταν αὐτόκλητος, ἀλλά ἦταν θεόκλητος. Ἦταν ὅπως οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι, πρίν ἀναλάβουν τό προφητικό τους ἔργο, εἶχαν θεοπτία καί ἄκουαν τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τούς καλοῦσε νά γίνουν κήρυκες τοῦ λόγου Του στόν λαό. Ἔτσι καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος πορευόμενος σέ διωγμό ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἄκουσε τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε νά σταματήσει τό καταστροφικό αὐτό γιά τόν ἑαυτό του ἔργο, γιατί «εἶναι σκληρό πράγμα νά κτυπᾶ κανείς τά καρφιά μέ γυμνά τά πόδια» (Πράξ. 9,5. 26,14)! Δεύτερον, ὁ ἀπόστολος Παῦλος πρίν ἀπό τήν θεία κλήση του ἀπέκτησε μόρφωση μεγάλη, ἀναγκαία καί αὐτή γιά τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶχε πλούσια παιδεία καί μάλιστα ἑλληνική παιδεία, πού τήν ἔλαβε ἀπό νεαρός στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας ἀπό ὅπου καταγόταν.

«Εἰμί Ταρσεύς οὐκ ἀσήμου πόλεως πολίτης», ἔλεγε ὁ ἴδιος μέ καύχηση (Πράξ. 21,39). Ἡ Ταρσός συναγωνιζόταν τήν Ἀλεξάνδρεια καί αὐτήν τήν Ἀθήνα γιά τά πρωτεῖα στήν μόρφωση. Ἀκόμη ὁ ἀπόστολος, σάν Ἑβραῖος, εἶχε καί θεολογική γνώση, γιατί σπούδασε πολύ καλά τήν Παλαιά Διαθήκη στά πόδια τοῦ μεγάλου νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ (Πράξ. 22,3), ἐγγόνου τοῦ περιφήμου Χιλέλ. Τρίτον, ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση γιά τό θεῖο κήρυγμα, ὁ Ἀπόστολος πέρασε ἀπό τό σχολεῖο τοῦ ἡσυχασμοῦ. Γιατί μετά τήν κλήση του δέν πῆγε στήν πρωτεύουσα, τά Ἰεροσόλυμα, δέν συναναστράφηκε μέ ἀνθρώπους, ἀλλά πῆγε στήν Ἀραβία γιά προσευχή, γιά περισυλλογή καί γιά μελέτη. Ἐκεῖ στήν Ἀραβία, ὅπως λέγουν οἱ ἑρμηνευτές, ὁ Παῦλος μελέτησε χριστολογικά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀναθεωρώντας τά ὅσα ἔμαθε μέχρι τότε ἀπό τήν ἰουδαϊκή ἑρμηνεία, κατά τήν ὁποία ὁ ἐρχόμενος Μεσσίας θά εἶναι ἕνα κοσμικός ἡγέτης, γιά νά ξαναφέρει τήν πεσμένη δόξα τοῦ οἴκου τοῦ Δαυίδ. Καί τήν χριστολογική αὐτή ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἔκανε κατά μόνας μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκεῖ στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας ὁ Παῦλος, τήν βλέπουμε διάχυτη στά ἱερά του γράμματα.

3. Ἔρχομαι τώρα, ἀγαπητοί μου, σ᾽ αὐτό τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Τό κήρυγμά του, ὅπως φαίνεται ἀπό τίς περιοδεῖες του, εἶχε δύο τύπους, ἀνάλογα μέ τό ἀκροατήριό του. Ὁ ἕνας τύπος τοῦ κηρύγματός του ἦταν γιά εἰδωλολατρικό ἀκροατήριο καί ὁ ἄλλος τύπος ἦταν γιά ἰουδαϊκό ἀκροατήριο. Καί στά δύο ὅμως κηρύγματά του κέντρο εἶχε τόν Χριστό, στόν ἐσταυρωμένο καί ἀναστημένο Χριστό, πού εἶναι ὁ μόνος Σωτήρας καί Λυτρωτής. Αὐτό εἶναι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου, ἀγαπητοί μου. Ὅμως ἦταν ντροπή, καί γιά τήν τότε ἐποχή κυρίως, νά κηρύττεις γιά Θεό καί Σωτήρα ἕναν κρεμασμένο στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ.

Ἀλλά ὁ Παῦλος δέν ντρεπόταν αὐτό τό κήρυγμα, γι᾽ αὐτό καί ἔλεγε: «Οὐκ ἐπαισχύνομαι τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. 1,16), τό κήρυγμα δηλαδή γιά τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Τέτοιο κήρυγμα γιά μέν τούς εἰδωλολάτρες ἦταν «μωρία», ἀνοησία, γιά δέ τούς Ἰουδαίους ἦταν «σκάνδαλο» (Α´ Κορ. 1,23)· ἦταν κήρυγμα περίεργο, γιατί παρουσίαζε ἕναν Μεσσία, πού φαινόταν ἀδύνατος, ἀφοῦ ἦταν καρφωμένος στόν Σταυρό. Ὁ Παῦλος ὅμως, ἀντίθετα καί πρός τούς δυό, ἔλεγε ἀποφασιστικά: «Δέν θέλω νά κηρύττω τίποτε ἄλλο, παρά τόν Ἰησοῦ Χριστό καί αὐτόν Ἐσταυρωμένο» (Α´ Κορ. 2,2). Αὐτό τό κήρυγμα ὁ Ἀπόστολος τό πίστευε γιά «Θεοῦ δύναμη» καί «Θεοῦ σοφία» (Α´ Κορ. 1,24). Δέν κήρυττε ὁ Παῦλος μέ «φτιασιδώματα» ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία, γιά νά μήν χάσει τήν σημασία του ὁ σταυρικός θάνατος τοῦ Χριστοῦ.

Δέν κήρυττε «κουτσουρεμένο» Εὐαγγέλιο. «Εὐαγγελίζομαι – ἔλεγε – οὐκἐνσοφίᾳλόγου, ἵναμήκενωθῇὁσταυρός τοῦ Χριστοῦ (Α´ Κορ. 1,17)! Γιά τήν ἀλήθεια τοῦ κηρύγματός του ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔδωσε μάχες, σκληρές μάχες, γιατί οἱ ἰουδαΐζοντες χριστιανοί ὑποστήριζαν, μέ δύναμη καί αὐτοί, ὅτι δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ Θυσία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, μαζί μέ αὐτήν, ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Τό θέμα ἦταν σοβαρό, γιατί αὐτό τό κήρυγμα τῶν ἰουδαϊζόντων παρουσίαζε ὡς ἀδύναμο γιά τήν σωτηρία τόν σταυρικό θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Παῦλος πῆγε τό θέμα στήν Σύνοδο, τήν Ἀποστολική Σύνοδο, στήν ὁποία καί νίκησε, γιατί ἀναγνωρίστηκε ἀπό ὅλους τό δικό του κήρυγμα (Πράξ. 15, 2.19.24 ἑξ. 28-29). Καί μάλιστα στήν συνέχεια ἐπιστατοῦσε ὁ ἴδιος, γιά νά διαπιστώσει ἄν ἐφαρμόζονται οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου αὐτῆς(βλ. Γαλ. κεφ. 2).

Ἀγωνιοῦσε νά μή νοθευτεῖ ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Μέ τό κήρυγμά του αὐτό, ἀγαπητοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει ὅτι καί τό δικό μας κήρυγμα πρέπει νά ἔχει τό ἴδιο περιεχόμενο. Στόν σημερινό κόσμο, πού χάνεται καί πνίγεται ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία «κέχυται» ἐπί τῆς γῆς, κατά τόν προφήτη (Ὠσ. 4,4), γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν πνιγμό αὐτόν πρέπει νά κηρύττουμε τό ἁπλό ἀλλά δυνατό κήρυγμα ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε γιά μᾶς. Ὅτι τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πλένει καί σβήνει τά ἁμαρτήματά μας. Στό ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἐμεῖς νά λέμε τό σωτήριο κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πίστευσον ἐπί τόν Κύριον Ἰησοῦν καί σωθήσῃ σύ καί ὁ οἶκός σου» (Πράξ. 16,31).

4. Γιά τόν εὐαγγελισμό τῶν ἀνθρώπων ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐκουράζετο πολύ, νύχτα καί ἡμέρα, γιατί δέν ἦταν εὔκολες οἱ περιοδεῖες του. Ἀλλά γιά τόν «ἐραστή» αὐτόν τοῦ Χριστοῦ», πού ἤθελε νά κάνει πολλούς νά πιστέψουν στόν Χριστό, τίποτε δέν ἦταν δύσκολο. Αὐτός, ἀπό ἀγάπη γιά τό κήρυγμα, τόλμησε νά περάσει μέ ταλαιπωρία δύο -τριῶν μηνῶν καί τόν Ταῦρο, τό φοβερό αὐτό βουνό. Τόν Ταῦρο μόνον οἱ ἔμποροι, ἀπό τήν μανία τοῦ κέρδους, μόνον οἱ ληστές, ἀπό τό ληστρικό πάθος τους καί μόνον ὁ Παῦλος τόν πέρασε, ἀπό τόν πόθο του καί τό πάθος του νά κηρύξει τόν Χριστό στούς κατοικοῦντας πέρα ἀπό τό βουνό ἀνθρώπους τῆς Γαλατίας.

Τί ἔτρωγε, ποῦ κοιμόταν, ποῦ ξεκουραζόταν; Πέρα ὅμως ἀπό τίς δυσκολίες αὐτές, τῆς τότε ἐποχῆς ἰδιαίτερα, τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου εἶχε καί τήν πολεμική τῶν ψευδαδέλφων. Αὐτοί κήρυτταν ἕνα ἀντι-Εὐαγγέλιο, ἕνα ἀντ-Ὀρθόδοξο κήρυγμα, ὅπως θά λέγαμε σήμερα, κήρυγμα ὅμως «καρυκευμένο» μέ ἀνθρώπινα σοφίσματα, γι᾽ αὐτό καί ἔπιανε. Ἐναντίον αὐτῶν ὁ Παῦλος ἐπιτίθεται μέ δριμύτητα καί ὅπου στίς ἐπιστολές του γράφει γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοῦ κηρύγματος ἀπό αὐτούς τούς ψευδαποστόλους καί ψευδοπροφῆτες βροντάει καί ἀστράφτει. «Καί ἄν ἀκόμη – γράφει στούς Γαλάτες – ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύττει διαφορετικό Εὐαγγέλιο ἀπό αὐτό πού σᾶς κήρυξα, νά εἶναι ἀναθεματισμένος»! Καί ἀμέσως παρακάτω γράφει: «Αὐτό πού σᾶς εἶπα («ὅ προείρηκα»): Ὅποιος σᾶς κηρύττει Εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού σᾶς κήρυξα, νά εἶναι ἀναθεματισμένος» (Γαλ. 1,8-9)!

Δέν ἦταν ἄνετες λοιπόν οἱ περιοδεῖες τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τό κήρυγμα, ἀλλά αὐτό τό κήρυγμά του, τό πορευόμενο διά τόσων δυσκολιῶν, εὐλογεῖτο ἀπό τόν Θεό, γιατί ἦταν ὀρθό καί σωστό κήρυγμα. Εἶναι παρατηρημένο, ἀδελφοί μου, ἀπό τήν Παλαιά  Διαθήκη ἀκόμη καί ἀπό ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἔπειτα, ὅτι τό ὀρθό κήρυγμα δέν πορεύεται μέ ἄνεση, ἀλλά διώκεται. Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τό εἶπε καθαρά:

«Κήρυγμα ὁδεῦον διά πάσης ἀνέσεως, οὐκ ἔστι κήρυγμα»! Γι᾽ αὐτό καί τό σωστό καί ἀπερίτμητο κήρυγμα, ὅπως λέγει πάλι ὁ Χρυσόστομος, «δεῖται ἀνδρός γενναίου, φερεπόνου καί ἑτοίμου πρός θάνατον». Τέτοιος ἦταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος: Γενναῖος, φερέπονος καί πρόθυμος νά πεθάνει γιά τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του.

Τέλος, θέλω νά παρουσιάσω τόν ἀπόστολο Παῦλο ὡς οἰκουμενιστή, ὀρθόδοξο οἰκουμενιστή καί πρότυπο γιά μᾶς, γιά νά κηρύττουμε καί ἐμεῖς ἕναν Οἰκουμενισμό σάν τόν ἰδικό του. Αὐτός ὁ «μανιακός ἐραστής» τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου, ἀγαπητοί μου, κινούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα ἔγινε «ὑπόπτερος τήν οἰκουμένην περιτρέχων ἅπασαν», κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο.

3 Ἦταν δέ ὁ τότε κόσμος ἄνθρωποι Ἐθνικοί καί Ἰουδαῖοι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πήγαινε καί στούς δυό καί μάλιστα πήγαινε στούς λατρευτικούς τόπους τους, γιατί ἐκεῖ θά τούς ἔβλεπε συγκεντρωμένους. Στούς τόπους ὅμως αὐτούς πήγαινε γιά νά τούς μιλήσει γιά τό ψέμα τους καί γιά τήν πλάνη τους καί νά τούς κηρύξει καθαρά τήν ἀλήθεια: Τήν ἀλήθεια ὅτι τήν λύτρωση πού ζητοῦν θά τήν βροῦν μόνο στόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα Χριστό. Θά τήν βροῦν μόνο στίς Ἐκκλησίες πού αὐτός καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἱδρύουν, δηλαδή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅπως μᾶς λέγουν σχετικά χωρία ἀπό τά ἱερά κείμενα, καί οἱ Ἐθνικοί καί οἱ Ἰουδαῖοι ἔδιωχναν μέ φωνές καί μέ κραυγές, ἀκόμη δέ καί μέ δαρμούς, τόν ἀπόστολο Παῦλο ἀπό ἀνάμεσά τους, γι᾽ αὐτά πού τούς ἔλεγε (Πράξ. 13,45. 14,14 ἑξ.). Ἀλλά τί μέ τοῦτο;

Ὁ Παῦλος εἶχε τήν χαρά ὅτι κήρυξε καί στούς μακράν τό σωστό Εὐαγγέλιο, χωρίς νά τό νοθεύσει καί νά τό παραλλάξει ἤ καί νά τό ἀποκρύψει. Αὐτός, ἀγαπητοί μου, εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος Οἰκουμενισμός. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Παῦλος εὐλογήθηκε πλούσια ἀπό τόν Θεό σ᾽ αὐτά τά κινήματά του καί τά ἅλματά του πρός τούς ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εὑρισκομένους. Ἔγινε ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός πραγματικά ἕνωσε Ἀνατολή καί Δύση καί πραγματοποιήθηκε μ᾽ αὐτόν ἡ προφητεία τοῦ Κυρίου: «Πολλοί θά ἔρθουν ἀπό Ἀνατολάς καί Δυσμάς καί θά ἀνακληθοῦν μετά Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ στήν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 8,11)!

Αὐτόν τόν Οἰκουμενισμό δέχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καί γιά ἕναν τέτοιο Οἰκουμενισμό προσευχόμαστε στήν θεία μας λατρεία λέγοντες «Ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»! Τά ἄλλου εἴδους οἰκουμενιστικά κινήματα, τό νά προσεγγίζουμε δηλαδή τούς αἱρετικούς Παπικούς καί τούς ἄλλους ὀπαδούς τῶν ἔξω ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας θρησκευμάτων, χωρίς νά τούς λέγουμε καθαρά ὅτι εἶναι αἱρετικοί καί πλανεμένοι, ἀλλά ἀντίθετα καί νά τούς ἀγκαλιάζουμε μέ περισσή ἀγάπη καί νά συμπροσευχόμαστε μαζί τους καί μάλιστα νά τούς λέγουμε καί «ἁγιωτάτους», αὐτά τά κινήματα, λέγω, δέν δημιουργοῦν ἑνότητα, ἀλλά φέρουν διχασμό καί ταραχή στόν Οἶκο μας.

Τόν Οἶκο μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, «στύλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», ὅπως ὡραῖα μᾶς τό λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Α´ Τιμ. 3,15), ὁ ἱδρυτής τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, τόν ὁποῖο ἑορτάζουμε σήμερα. Ὦ ἅγιε ἀπόστολε Παῦλε, εἶσαι τόσο μεγάλος, εἶσαι οὐρανοβάμων, ποιός μπορεῖ νά σέ φτάσει! Σέ παρακαλοῦμε ὅμως νά παρακαλέσεις τόν Χριστό νά σοῦ μοιάσουμε, ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, ΑΜΗΝ. 

top
Has no content to show!