Άρθρα - Απόψεις

Βαθαίνει το χάσμα με τους Αγγλικανούς

agglikanos

Του Ανδρέα Παπαβασιλείου - Διδάκτορα Θεολογίας

Στην έκτακτη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη, 6 Μαρτίου 2013, ο Μητροπολίτης Κιτίου Χρυσόστομος υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του εκπροσώπου της Εκκλησίας της Κύπρου στον Θεολογικό Διάλογο με τους Αγγλικανούς, την οποία κατείχε για πολλές δεκαετίες.

Και στην περίπτωση αυτή ίσχυσε η ρήση του Εκκλησιαστή, «η μία ανθρώπινη γενεά πορεύεται και φεύγει, ενώ άλλη έρχεται και τη διαδέχεται, η γη όμως μένει πάντοτε ωσάν να είναι στηριγμένη σε αιώνια θεμέλια». 

Γνωστή είναι και η υμνογραφική διατύπωση, ότι δεν υπάρχει στη γη «δόξα» που να είναι αμετάθετη.

Το θέμα όμως που εγείρεται τώρα είναι, ποιος θα τον διαδεχθεί, όταν ο Διάλογος με τους Αγγλικανούς θα δρομολογηθεί εκ νέου, διότι πρόκειται για ένα από τους δυσκολότερους Διαλόγους, αν λάβει κανείς υπόψη το εύρος των θέσεων που υποστηρίζονται σήμερα από τους Αγγλικανούς θεολόγους πάνω στα διάφορα εκκλησιολογικά και κοινωνικά θέματα. 

Εν όψει μάλιστα των όσων υιοθετούνται σήμερα από την Αγγλικανική Εκκλησία ή καταβάλλεται προσπάθεια για εισαγωγή στη ζωή και τη διοίκησή της, ανεπιφύλακτα θα μπορούσε να λεχθεί, ότι οι κατά καιρούς καταγραφείσες διαφορές μεταξύ μας, όχι μόνο δεν περιορίστηκαν, αλλά και «ο-σημέραι» διευρύνονται και αυξάνονται σε τέτοιο βαθμό, που θα ήταν δυνατόν να λεχθεί ότι το χάσμα ανάμεσά μας βαθαίνει περισσότερο.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα, που καταγράφηκαν τους τελευταίους μήνες και από τα ΜΜΕ προβλήθηκαν ως ακανθώδη προβλήματα για την Αγγλικανική Εκκλησία.

Σύμφωνα με Ανακοίνωση που εξέδωσε η Σύνοδος των Αγγλικανών Επισκόπων, η Εκκλησία της Αγγλίας ήρε την απαγόρευση, που εμπόδιζε τους ομοφυλόφιλους ιερείς να προαχθούν στο αξίωμα του Επισκόπου.

Το ΒΒC μετέδωσε ότι το νέο καθεστώς στην Αγγλικανική Εκκλησία θα καλύπτει και τους ιερείς εκείνους, οι οποίοι βρίσκονται σε σύμφωνο συμβίωσης, που είναι ένα νομικό πλαίσιο, το οποίο ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Σύμφωνα με αυτό, στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια παραχωρούνται τα ίδια δικαιώματα που ισχύουν και για τα ετερόφυλα ζευγάρια, τα οποία τέλεσαν πολιτικό γάμο.

Στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων κληρικών που προτίθενται να χειροτονηθούν σε επισκόπους επιβάλλεται η δέσμευση της αγαμίας.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η εντεινόμενη προσπάθεια μερίδας κληρικών και λαϊκών Αγγλικανών θεολόγων για έγκριση της πρότασης, που προνοεί τη δυνατότητα χειροτονίας γυναικών σε επισκόπους.

Μεταξύ αυτών που είναι ένθερμοι υποστηρικτές της χειροτονίας γυναικών «κληρικών» σε επισκόπους είναι ο προηγούμενος Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ Ρόουαν Ουίλλιαμς και ο τωρινός Αρχιεπίσκοπος Τζάστιν Ουέλμπυ.

Ωστόσο η επιθυμία τους δεν τελεσφόρησε, επειδή τα ⅔ των μελών του Νομοθετικού Σώματος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, που ανέρχονταν στα 122, δεν υπερψήφισαν την κατατεθείσα σχετική πρόταση. 

Ετσι δόθηκε ένα τέλος σ’ ένα θέμα που απασχόλησε πολύ τους Αγγλικανούς τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτό το γεγονός προκάλεσε και τη δήλωση του Βρετανού Πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, ότι είναι « πολύ θλιμμένος » με την προσθήκη, ότι το Αγγλικό Κοινοβούλιο πρέπει να «σέβεται τα θεσμικά όργανα και τον τρόπο λειτουργίας τους ».

 Πέραν από τα πιο πάνω θέματα, που ανέκυψαν κατά τα τελευταία χρόνια, με τους Αγγλικανούς έχουμε και πολλές άλλες διαφορές, μερικές από τις οποίες αντιμετωπίστηκαν με αμοιβαία κατανόηση, μέσα στα πλαίσια των συναινετικών προσπαθειών, που άρχισαν από τα μέσα του 19ου αιώνα.

Επί Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Στ΄, συμφωνήθηκε με τους Αγγλικανούς, το 1869, όπως όσοι από αυτούς πεθαίνουν σε χώρες της Ανατολής μπορούν να κηδεύονται από ορθοδόξους ιερείς, με την τέλεση ειδικής νεκρώσιμης Ακολουθίας.

Τριάντα χρόνια αργότερα, το 1899, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ και ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ καθιέρωσαν τακτική αλληλογραφία, την οποία ακολουθούν και οι διάδοχοί τους.

Ανεπίσημες θεολογικές συζητήσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Αγγλικανών διεξήχθησαν τόσο στην Αγγλία όσο και στην Αμερική.

Των Ορθοδόξων θεολόγων ηγείτο ο Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος την αρχιερα-τική του σταδιοδρομία άρχισε από τη Μητρόπολη Κιτίου.

Από το 1920 και μετά αντιπροσωπεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας παρευρίσκεται στα γνωστά Συνέδρια του Λάμπεθ.

Στο Ζ΄ Συνέδριο του Λάμπεθ ( 1930 ) αντιπροσωπεύθηκαν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Σ’ αυτό οι Αγγλικανοί δήλωσαν, ότι υπό μία έννοια η χειροτονία είναι μυστήριο και εξέφρασαν τη σύμφωνη πίστη τους στην αποστολική διαδοχή και στον σωτηριολογικό χαρακτήρα της θείας Ευχαριστίας.

Στο ίδιο Συνέδριο αποφασίστηκε η σύσταση μιας Μικτής Θεολογικής Επιτροπής για την προώθηση του Διαλόγου μεταξύ των Αγγλικανών και των Ορθοδόξων.

Θα πρέπει ακόμη να προσθέσουμε, ότι τόσο το Οικουμενικό Πατριαρχείο ( 1922 ), όσο και η Εκκλησία της Κύπρου ( 1923 ) και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώρι-σαν το κύρος των Αγγλικανικών χειροτονιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι με τους Αγγλικανούς έχουμε πολλά κοινά, όπως είναι η αποδοχή του Επισκοπικού βαθμού, η ακολουθία του ιδίου περίπου διοικητικού συστήματος και η τήρηση της ιδίας στάσης απέναντι στον Παπισμό κ.α., όμως αρκετά είναι και αυτά που μας χωρίζουν και βαθύτερο καθιστούν το χάσμα μεταξύ μας, το σημαντικότερο των οποίων είναι η ευρεία διδασκαλία και η σκανδαλώδης εφαρμογή της Εκκλησιολογίας τους …

 

Μητροπολίτης Χίου: ''Η αργία της Κυριακής''

images

Του Σεβ. Μητροπολίτη Χίου κ. Μάρκου

Ἡ Ἐκκλησία εἰς τό πλαί­σι­ον τῆς ποι­μα­ντι­κῆς με­ρί­μνης Της δι­' ὅ­λον τόν πι­στόν Λα­όν, πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ ἰ­δι­αί­τε­ρον ἐν­δι­α­φέ­ρον καί βα­θύ­τα­τον αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης καί τά ζη­τή­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­ντι­με­τω­πί­ζει τό εὐ­λα­βές ποί­μνι­όν Της.

Εἰς τά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά πρω­ταρ­χι­κήν θέ­σιν κα­τέ­χει ἐ­κεῖ­νο τῆς ἐρ­γα­σί­ας, κα­θ' ὅ­σον εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νον, κα­τά τρό­πον ἄ­με­σον, μέ τό δι­καί­ω­μα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τος, ἀλ­λά καί τοῦ βι­ο­πο­ρι­σμοῦ τῶν πο­λι­τῶν.

Ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας εἰς τόν το­μέα αὐ­τόν στη­ρί­ζε­ται εἰς τό θε­ό­πνευ­στον βι­βλί­ον τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, κα­τά τήν ὁ­ποί­αν ὁ Κύ­ρι­ος καί Θε­ός ἔ­δω­σεν εἰς τόν ἄν­θρω­πον τήν ἐν­το­λήν τοῦ ἐρ­γά­ζε­σθαι καί συγ­χρό­νως κα­τω­χύ­ρω­σεν τά ἐκ τῆς ἐρ­γα­σί­ας δι­και­ώ­μα­τά του : «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω» (Β´ Θεσσαλ., γ´ 10).

Ὡς ἐκ τού­του δι­ά τήν ἀ­νά­παυ­σιν τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων ἐκ τῶν κό­πων των, ἀλ­λά καί δι­ά τήν ἐ­λευ­θέ­ραν ἄ­σκη­σιν τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν κα­θη­κό­ντων των κα­θι­ε­ρώ­θη ἀ­πό τόν Μάρ­τι­ον τοῦ 321 μ.Χ. ὑ­πό τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος καί Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας Κων­σταν­τί­νου τοῦ Με­γά­λου ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς, ὡς ἡ­μέ­ρα ἀρ­γί­ας (Αἰκ. Χρι­στο­φι­λο­πού­λου, Βυ­ζαν­τι­νή Ἱ­στο­ρί­α, τό­μος Α´, σελ. 135).

Ἡ κα­θι­έ­ρω­σις αὐ­τή ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τούς ὡς κάτωθι σκο­πούς :

–   Συ­νι­στᾶ τή­ρη­σιν τῆς ἐ­ντο­λῆς τοῦ Θε­οῦ δι­ά τήν ἀ­φι­έ­ρω­σιν μι­ᾶς ἡ­μέ­ρας τῆς ἑ­βδο­μά­δος ἀ­πο­κλει­στι­κῶς εἰς τόν Θε­όν: «ἕξ ἡ­μέ­ρας ἐρ­γᾷ καί ποι­ή­σῃς πά­ντα τά ἔρ­γα σου, τῇ δέ ἡ­μέ­ρᾳ τῇ ἑ­βδό­μῃ σάβ­βα­τα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σου» (Ἐξόδου κ´ 10). Δι­ά τόν Χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον ὡς ἡ­μέ­ρα ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη εἰς τόν Θε­όν ὡ­ρί­σθη «ἡ μί­α τῶν Σαβ­βά­των», ἡ ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡ Κυ­ρι­α­κή ἡ­μέ­ρα.

–   Ἀ­πο­τε­λεῖ κε­κτη­μέ­νον δι­κα­ί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων, τό ὁ­ποῖ­ον κα­τε­κτή­θη μέ μα­κρο­χρο­νί­ους ἀ­γῶ­νας διά τήν βελ­τί­ω­σιν τῆς ποι­ό­τη­τος τῆς ζω­ῆς των.

–  Δί­δει τήν εὐ­και­ρί­αν ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῆς συ­νο­χῆς τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Τά μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα δι­ά πε­ρισ­σο­τέ­ραν ἐ­πι­κοι­νω­νί­αν εἴ­τε κα­τά τήν δι­άρ­κει­αν τοῦ Κυ­ρι­α­κά­τι­κου γεύ­μα­τος, εἴ­τε κα­τά τάς δι­α­φό­ρους οἰ­κο­γε­νει­α­κάς ἐκ­δη­λώ­σεις, τάς ὁ­ποί­ας πρα­γμα­το­ποι­οῦν κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν αὐ­τήν.

Συμ­φώ­νως πρός τά προ­α­να­φερ­θέ­ντα, ἰ­σχύ­ει σή­με­ρον καί εἰς τήν Χώ­ραν μας ἡ ἀρ­γί­α τῆς Κυ­ρι­α­κῆς δι' ὅ­λον τόν ἐρ­γα­ζό­με­νον κό­σμον.

Ἡ κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν τῆς Κυ­ρι­α­κῆς ἑ­βδο­μα­δι­α­ί­α ἀ­νά­παυ­σις τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων κα­θι­ε­ρώ­θη νο­μο­θε­τι­κῶς πα­λαι­ό­θεν, καί μά­λι­στα ἀ­πό τοῦ ἔ­τους 1909, δι­ά τοῦ νό­μου ΓΥ­ΝΕ/1909. Με­τα­γε­νε­στέ­ρως κα­τω­χυ­ρώ­θη καί ὑ­πό τῆς Δι­ε­θνοῦς Συμ­βά­σε­ως τῆς Γε­νε­ύ­ης, ἡ ὁ­ποία ἐ­κυ­ρώ­θη εἰς τήν Ἑλ­λά­δα δι­ά τοῦ Ν. 2990/1922.

Ἡ ἐν λό­γῳ Διε­θνής Σύμ­βα­σις ἔ­χει σή­με­ρον ἰ­σχύν νο­μο­θε­τι­κήν, βά­σει τοῦ ἄρ­θρου 28 τοῦ Συ­ντά­γμα­τος, καί ὡς ἐκ το­ύ­του φρο­νοῦ­μεν ὅ­τι δέν εἶ­ναι δυ­να­τή οὐ­δέ ἡ δι­ά νό­μου κα­τάρ­γη­σίς της.

Ἐ­πί­σης, ἄν καί ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἐ­θε­ω­ρή­θη ἀρ­χι­κῶς ὡς ἀρ­γί­α διά λό­γους ἀ­φο­ρῶ­ντας εἰς τήν ἑ­βδο­μα­δι­α­ί­αν σω­μα­τι­κήν ἀ­νά­παυ­σιν τοῦ ἐρ­γα­ζο­μέ­νου, δέν εἶ­ναι ἐ­ντο­ύ­τοις ἐ­κτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τος καί ἡ ἄ­πο­ψις κα­τά τήν ὁ­πο­ί­αν, εἰς μί­αν Χώ­ραν κα­τοι­κου­μέ­νην κα­τά τήν συ­ντρι­πτι­κήν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν κα­το­ί­κων της ἀ­πό Χρι­στι­α­νο­ύς Ὀρ­θο­δό­ξους (ἄρ­θρον 3 τοῦ Συ­ντάγ­μα­τος), ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἀ­πο­σκο­πεῖ καί εἰς τήν πα­ρο­χήν εἰς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους τῆς δυ­να­τό­τη­τος ἀ­νε­μπο­δί­στου ἀ­σκή­σε­ως τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν των κα­θη­κό­ντων καί εἰ­δι­κώ­τε­ρον τῆς λα­τρεί­ας πρός τόν Θε­όν κα­τά τάς ἀρ­χάς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στε­ως, γε­γο­νός τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­τε­λεῖ εἰ­δι­κήν, τήν σπου­δαι­ο­τέ­ραν, ἴ­σως, ἐκ­δή­λω­σιν τοῦ δι­και­ώ­μα­τος θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Καί τό δι­κα­ί­ω­μα τοῦ­το κα­το­χυ­ρώ­νε­ται, ὡς γνω­στόν, διά τοῦ ἄρ­θρου 13 τοῦ Συ­ντά­γμα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ὁ­ρί­ζει, εἰς τήν πα­ρά­γρα­φον 2 ὅ­τι ἡ λα­τρε­ί­α πρέ­πει νά τε­λῆ­ται «ἀ­νε­μπό­δι­στα».

Ἑπομένως, ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α κα­το­χυ­ρώ­νε­ται, δι­ά τήν πλει­ο­νό­τη­τα καί μάλιστα τήν συ­ντρι­πτι­κήν τῶν κα­τοί­κων τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ χώ­ρου καί ὡς ἀτο­μι­κόν δι­καί­ω­μα, ἡ προ­σβο­λή τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­ναι ἀν­τι­συ­νταγ­μα­τι­κή καί ἀ­νε­πί­τρε­πτος, μή συ­ντρέ­χο­ντος λό­γου, ἐξ ὅσων ἀπό τό Σύν­τα­γμα­ (ἄρθρον 13 πα­ρά­γρα­φος 2) προ­βλέ­πονται (δη­μο­σία τά­ξις, χρη­στά ἤ­θη), ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐδι­και­ο­λόγει τήν κα­τάρ­γη­σίν της.

Ἀ­ντι­θέ­τως ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ δι­α­τή­ρη­σίς της καί ἀπό τό ἄρ­θρον 21 πα­ρά­γρα­φος 3 τοῦ Συν­τά­γμα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ὁ­ρί­ζει ὅ­τι : «Τό Κρά­τος με­ρι­μνᾶ γι­ά τήν ὑ­γεί­α τῶν πο­λι­τῶν…», ἡ δέ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἔ­χει θε­σπι­σθῆ καί δι­ά τήν διατήρησιν τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς ὑ­γεί­ας τοῦ ἐρ­γα­ζο­μέ­νου.

Ἄν καί ἡ Κυ­ρι­α­κή ὡς ἀρ­γί­α τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων κα­το­χυ­ρώ­νε­ται ὡς ἀ­το­μι­κόν δι­κα­ί­ω­μα, ἀ­νε­κοι­νώ­θη ἡ κα­τάρ­γη­σις αὐ­τοῦ, δι­ά ἑ­πτά Κυ­ρι­α­κάς τοῦ ἔ­τους.

Ἡ Ἐκκλησία ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νη ζω­η­ρῶς, ἐν τοῖς πλαι­σί­οις τῆς ἀ­δι­α­πτώ­του ποι­μα­ντι­κῆς με­ρί­μνης αὐ­τῆς δι­ά τό Χρι­στε­πώ­νυ­μον πλή­ρω­μα, πε­ρί τοῦ ἐν λό­γῳ θέ­μα­τος καί κυ­ρί­ως ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νη, ὅ­πως πα­ρέ­χη­ται εἰς το­ύς ἐν τῇ Χώ­ρᾳ ἡ­μῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νους ὁ ἀ­παι­το­ύ­με­νος χρό­νος πρός ἀ­νά­παυ­σιν καί πρός ἐ­κτέ­λε­σιν τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν αὐ­τῶν κα­θη­κό­ντων, ἀπευθύνεται πρός πάντα ἁρ­μό­δι­ον μέ τήν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θέ­λει ἐν­δι­α­φερ­θῆ δι­ά τό θέ­μα τοῦ­το καί πε­ρι­φρου­ρή­σει τό ἐκ τῶν πρώ­των ἀλ­λά καί σπου­δαι­ο­τέ­ρων κα­τα­κτή­σε­ων τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων ἀ­το­μι­κόν δι­κα­ί­ω­μα, ἤ­τοι τό δι­κα­ί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων νά ἀ­πο­λα­ύ­ουν τήν ἀρ­γί­αν τῆς Κυ­ρι­α­κῆς.

Ἐλπίζομεν ὅ­τι μέ τήν δι­α­κρί­νου­σαν τούς ἁρμοδίους σύ­νε­σιν καί εὐ­θυ­κρι­σί­αν, τόν σε­βα­σμόν καί τήν εὐ­πεί­θει­αν εἰς τάς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἁ­γί­ας ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πυ­λῶ­να τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, θά ἀποτραπῇ πᾶ­σα πα­ρέκ­κλι­σις ἐκ τῶν τε­θε­σπι­σμέ­νων καί πα­γι­ω­θέν­των.

Καστορίας: "Είμαστε άξιοι πολλών δακρύων.."

images

Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ. Σεραφείμ

«Υιέ, μη παραρρυής, τήρησον δε εμήν βουλήν και έννοιαν, ίνα ζήση η ψυχή σου, και χάρις η περί σω τραχήλω» (Παροιμ. 3,21-22).

Σε ελεύθερη απόδοση: «Παιδί μου, μην πέσης, μην παρεκτρέπεις, αλλά τήρησε τον νόμο που εκφράζει την θέληση και τη σκέψη μου, ώστε και να ζήσεις πολλά χρόνια στη γη και η ψυχή σου να γλυτώση από τον αιώνιο θάνατο και να είναι η χάρις και η ευλογία του Θεού πάνω σου».


Ο λόγος του Θεού στον στίχο αυτό του Βιβλίου των Παροιμιών είναι χαρακτηριστικός. Ομιλεί για τα πρακτέα και για τα θεωρητικά.

Είναι μία παραίνεση για το τι οφείλουμε να κάνουμε καθημερινά και πως πρέπει να βιώνουμε εδώ στη γη την παρουσία του Θεού, αν πραγματικά θέλουμε να έχουμε την ευλογία του Θεού στη ζωή μας.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν μας στέλνει καθημερινά την χάρη Του και δεν στέκεται με σεβασμό στην ελευθερία την οποία μας χάρισε, αλλά εμείς με την ζωή μας απεμπολούμε την χάρη του Θεού.

Ένα τρανό παράδειγμα, αυτό που επιχειρείται στις μέρες μας: η κατάργηση της αργίας της Κυριακής.


Η Κυριακή, η ημέρα Κυρίου, είναι η πιο ιερή ημέρα.


Η ημέρα της Αναστάσεως.


Η ημέρα, που καθιερώθηκε ως αργία από τον Μέγα Κωνσταντίνο.


Η ημέρα, που την σεβάστηκαν ακόμη και οι πάσης φύσεως κατακτητές.


Η ημέρα, για την οποία ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε: «Αδελφοί μου, σας συμβουλεύω να φυλάγετε την Κυριακή, ωσάν οπού είναι αφιερωμένην εις τον Θεόν». 


Ο Εμπορικός Σύλλογος Νομού Καστοριάς, ακολουθώντας την γραμμή της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου, με έγγραφό του όπου αναφέρονται 52 επιχειρήματα, ζητά να μην καταργηθεί η αργία της Κυριακής.

Μαζί με αυτούς, μαζί και με όλους τους άλλους που διαμαρτύρονται σήμερα, ενώνω κι εγώ την ταπεινή και ισχνή φωνή μου και απευθύνω στους κυβερνώντες του τόπου μας τα δικά μου ερωτήματα:


Αυτή την τραγωδία που βιώνει ο λαός μας την ώρα αυτή και που η μόνη του παρηγοριά είναι η παρουσία και η χάρη του Θεού που απορρέει μέσα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα μέσα από τη Θεία Λειτουργία, έτσι θα την ξεπεράσουμε;


Όσον αφορά αυτούς που εκκλησιάζονται και που θέλουν να ευλαβούνται τον Θεό, θα τους στερήσουμε αυτή τη χάρη του Θεού, αυτήν την ελευθερία και το δικαίωμα να λατρεύουν ελεύθερα τον Θεό σ’ ένα ελεύθερο κράτος; 


Αν το κάνουμε, είμαστε άξιοι πολλών δακρύων ...

Αποχαιρετιστήριος λόγος στον Καθηγητή Ιωάννη Κορναράκη

kornarakis2

Tελέστηκε χθες στον Ι. Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Χαλανδρίου η Εξόδιος Ακολουθία του αειμνήστου Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Κορναράκη. Τον Μακαριώτατο εκπροσώπησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως κ. Αθηναγόρας.

Για την προσωπικότητα του εκλιπόντος ομίλησε ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής κ. Μ. Μπέγζος, εκπροσωπώντας τους Προέδρους αμφοτέρων των Τμημάτων και ο Πρωτοπρ. π. Βασίλειος Γεωργόπουλος, Λέκτορας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. ενώ τον επικήδειο λόγο εξεφώνησε - όπως προέβλεπε το Ψήφισμα της Θεολογικής Σχολής - ο Αιδεσιμ. Πρωτοπρεσβύτερος π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Αν. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Γεν. Διευθυντής της Διεύθυνσης Ποιμαντικής Μέριμνας, Πολιτισμού και Επικοινωνίας της Ι.Α.Α.

Διαβάστε τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης:

Η είδηση της εκδημίας του ομότιμου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ιωάννη Κορναράκη βρήκε τη Θεολογική Σχολή και την ευρύτερη Ακαδημαϊκή κοινότητα ήδη αναστατωμένες και προβληματισμένες για τα τεκταινόμενα εντός και εκτός των τειχών της και για τις επερχόμενες εξελίξεις ή ίσως και δεινά.

Η θλίψη για την απώλεια ενός εξέχοντος μέλους της Ακαδημαϊκής μας οικογένειας, σε εποχές που αυτές οι απώλειες μετράνε πολύ περισσότερο, συνήχησε με όσα σηματοδότησε η γόνιμη και καρποφόρα διακονία της ιεράς επιστήμης και του ευρύτερου εκκλησιαστικού βίου από τον εκλιπόντα, επιτείνοντας επώδυνα την αίσθηση ότι πτωχεύουμε όλο και περισσότερο.

Σε εποχή θεμιτών και αθέμιτων ανακατατάξεων·  Σε εποχή εξόχως μεταβατική και σχεδόν άμορφη σχετικά με το τι πρέπει να μείνει πίσω, τι θα κληρονομήσουμε και τι μέλλον μας πρέπει, η παρακαταθήκη και οι σημασιοδοτήσεις που αφήνει σε μας ο πορευόμενος σήμερα την μακαρία οδό δάσκαλός μας είναι βαρυσήμαντες. Με την πλήρη έννοια του όρου. Και αναπόδραστα δεσμευτικές.

Σεβόμενος τη συγκινησιακή φόρτιση και την οδύνη όλων και ιδιαίτερα της οικογένειας θα σταθώ μόνο σε μερικά σημεία, υποδεικτικά της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης για τη συμβολή του στην επιστήμη και, κυρίως, για το υπόδειγμα ακαδημαϊκού και εκκλησιαστικού ανδρός που μας κληροδότησε.

Στο βιογραφικό του σημείωμα, δια χειρός καθηγητού Δημητρίου Γόνη, που διασώζεται στην αφιερωμένη σε αυτόν επετηρίδα της Σχολής μας, υπάρχει μια πολύ περιεκτική αναφορά:

Ο καθηγητής Ιωάννης Κορναράκης επεδίωξε «να διευκρινίσει, μέσω του οικείου ψυχολογικού υλικού των διαφόρων θεωριών, αλλά και της σχετικής πατερικής παρακαταθήκης τη βιωματική σχέση εξομολόγου και εξομολογουμένου, στις βαθύτερες και αθέατες (μη συνειδητές) ψυχοδυναμικές της.

Στο σημείο αυτό ο  επιστημονικός ποιμαντικοψυχολογικός του προσανατολισμός, σε συνάρτηση με την προβληματική της σχέσεως των δύο αυτών παραγόντων του εξομολογητικού διαλόγου, αποκάλυψε τις αστοχίες αλλά και τους κινδύνους μιας αυτονόητης αντιλήψεως της σχέσεως αυτής με παρωχημένα ηθικιστικά ή αποτελματωμένα πνευματικώς, σε τυπικές εξωτερικές διαδικασίες, εκκλησιαστικά πρότυπα».

Με άλλα λόγια, ο δάσκαλος υπήρξε πρωτοπόρος τόσο στον επιστημονικό χώρο όσο και στην εκκλησιαστική πραγματικότητα, όντας, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει αλλού ο κ. Γόνης, «ταυτόχρονα παραδοσιακός και πρωτοπόρος και πολύπλευρος».

Η πρωτοποριακότητα των ενδιαφερόντων του και των επιστημονικών του αναζητήσεων εντυπωσιάζει εξ αρχής. Σε περίοδο που κυριαρχούσε ο ηθικισμός και οι σχέσεις Θεολογίας, Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής ήσαν αμοιβαία σχεδόν ψυχροπολεμικές, εκείνος ξανοίγεται σε πρωτόγνωρου περιεχομένου για την εποχή μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη.

Με υποτροφία του καθηγητή Hubert Urban, εκπαιδεύεται στην «Ψυχοπαθολογία και τις θεραπευτικές κλινικές εφαρμογές» στην Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Ιννσμπουρκ, στην Αυστρία.

Συνεχίζει με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο την «Χριστιανική Παιδαγωγική και Ποιμαντική» στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου.

Και μετά, με υποτροφία του Ρω­μαιοκαθολικού επισκόπου της πόλεως Μύνστερ, στη Γερμανία, ειδικεύεται στην «Ποιμαντική, Χριστιανική Ηθική, Ψυχολογία του Βάθους και Ποιμαντική Φροντίδα ψυχασθενών», στο Πανεπιστήμιο της εν λόγω πόλεως.

Επιστέφοντας, υπηρέτησε καταρχήν στην Εκκλησιαστική εκπαίδευση σε πολλά και σημαντικά κέντρα σπουδών, όπως στην Πατμιάδα Εκκλησιαστική Σχολή και στην Εκκλησιαστική Σχολή της Αγίας Αναστασίας στη Θεσσαλονίκη, στο Ανώτερο Εκκλησιαστικό Φροντιστήριο, στις Ανώτερες Εκκλησιαστικές Σχολές Θεσσαλονίκης και Αθηνών και αλλού, αθροιστικώς επί δέκα εννέα έτη.

Προοδευτικά, έκανε την είσοδό του στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Αρχικά στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου πρώτα ως εντεταλμένος υφηγητής και μετά ως Έκτακτος καθηγητής υπηρέτησε για μια δεκαετία (1968-1978), διδάσκοντας Ποιμαντική Ψυχολογία.

Και έπειτα, από το 1978 μέχρι και τη συνταξιοδότηση του, το 1993, κόσμησε την Θεολογική Σχολή Αθηνών ως Τακτικός Καθηγητής Ποιμαντικής Ψυχολογίας και Εξομολογητικής, ενώ από το 1994 υπήρξε Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής (νυν Κοινωνικής Θεολογίας).

Σε όλη αυτή τη μακροχρόνια πορεία είναι εμφανής η σταθερότητά του στο επιστημονικό του όραμα. Ο πρωτοπόρα παραδοσιακός Ιωάννης Κορναράκης δεν απέκλινε ποτέ μιας επιστημονικής πορείας που, σύμφωνα με το βιογραφικό του «αποσκοπούσε κυρίως στη συγκρότηση μιας Ορθόδοξης Ποιμαντικής Ψυχολογίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ουσιαστική προϋπόθεση μελέτης και κατανοήσεως των ποικίλων πνευματικών προβλημάτων στο έργο της Εκκλησίας από την εντελώς ανθρώπινη πλευρά τους».

Έτσι, ο δάσκαλός μας υπήρξε ο θεμελιωτής και αυτός που καθιέρωσε τον κλάδο της Ποιμαντικής Ψυχολογίας στον ακαδημαϊκό χώρο των ορθοδόξων θεολογικών σπουδών.

Σε όσους εργασθήκαμε επιστημονικά υπό την καθοδήγησή του αλλά και από όσους μελετήσουν προσεκτικά το έργο του, εύκολα γίνεται κατανοητό, ότι η βαθύτητα του στοχασμού, η συνθετικότητα της σκέψης και η πρωτοτυπία των προβληματισμών του δεν συνιστούν ποτέ αυθαίρετους διανοητικούς ακροβατισμούς.

Ο δάσκαλος πατά στέρεα στο έδαφος της Ορθόδοξης Θεολογίας και, ορμώμενος από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία του, διαλέγεται νηφάλια και προσληπτικά με τα θύραθεν.

Με τον δικό του πολύ μοντέρνο τρόπο συνεχίζει την πατερική μας παράδοση, που πάντοτε προσλαμβάνει με διάκριση και μεταμορφώνει εν αγίω Πνεύματι όσα προσφέρουν σε κάθε εποχή οι άλλες, εκτός Θεολογίας, επιστήμες, για να εκκλησιάσει τους καρπούς τους και να τους αξιο­ποιήσει επ ωφελεία της σωτηρίας του ανθρώπου.

Χρησιμοποιώντας τη σύγχρονη γλώσσα της ψυχολογίας και των επι­στημών του ανθρώπου αναδεικνύει και προβάλει με ενάργεια τον πλούτο, το βάθος, το εύρος, και την όντως ανθρωπολογική ευστοχία των ψυχολογικών γνώσεων που κρύβονται στην πατερική σοφία και εμπειρία.

Κατορθώνει, ακόμα, να διαλεχθεί με τις ψυχολογικές θεωρίες κριτικά και με σεβασμό, αξιοποιώντας με τρόπο θετικό τους καρπούς τους. Υποδεικνύοντας, όμως, με διαύγεια και τους εγγενείς περιορισμούς τους και τα σημεία όπου αυτές υπολείπονται της Όντως Γνώσης.

Άνοιξε έτσι τον δρόμο ώστε να ξανασυζητηθεί, ιδιαίτερα στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον, ποιες αρνητικές επιπτώσεις είχε και έχει η άκριτη υιοθέτηση από την δυτικοχριστιανική ποιμαντικοψυχολογική σκέψη των ανθρωπολογικών και υπαρξιακών αρχών των ψυχολογικών θεωριών εις βάρος της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Η σημασία όλων αυτών των προβληματισμών δεν έχει ακόμη συνειδητοποιηθεί σε όλο το εύρος της. Όμως, το γεγονός ότι κάποιοι ξεκινήσαμε από την Ιατρική ή από άλλες θύραθεν επιστήμες και επιλέξαμε να αφοσιωθούμε στη επιστημονική και πρακτική διακονία της Ποιμαντικής Θεολογίας και της Ποιμαντικής Ψυχολογίας, υποδεικνύει ότι το επιστημονικό του όραμα υπήρξε πηγή εμπνεύσεως και οραματισμών και για τις νεότερες γενιές.

Και έχουμε χρέος τούτη την ύστατη ώρα να εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο, στον οποίο οφείλουμε μεγάλο μέρος της επιστημονικής μας ύπαρξης. Να τον ευχαριστήσουμε δημόσια για τον καινούργιο δρόμο που άνοιξε - σχεδόν προφητικά- αναγνωρίζοντας του αυτή την προσφορά, τη σπουδαιότητα του έργου του και τη σημασία της πάντοτε ενεργού και καρποφόρας παρουσίας του στο ακαδημαϊκό και στο εκκλησιαστικό γίγνεσθαι.

Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω, ότι ο θεράπων της λεγόμενης Πρακτικής Θεολογίας δεν κρίνεται μόνο από τον στοχασμό του αλλά και από το αν το επιστημονικό του έργο είναι αξιοποιήσιμο στην ποιμαντική πράξη. Το ερώτημα, που τίθεται, δηλαδή, είναι όχι μόνο πόσο το έργο ενός επιστήμονα πρακτικού θεολόγου συμβάλει στην πρόοδο της επιστήμης του και πόσο αναγνωρίζεται από τους ομοτέχνους του ή από άλλους επιστήμονες αλλά και πόσο αξιοποιήσιμο αποδεικνύεται αυτό στον εκκλησιαστικό και κοινωνικό βίο.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, και μόνο η καταγραφή 204 τίτλων δημοσιευμένων έργων και η επιστημονική αναφορά πολλών εξ΄ ημών σε αυτά είναι αρκούντως αποκαλυπτική. Εργασίες, όπως για παράδειγμα, η υφηγεσία του, με τίτλο «Η νεύρωσις ως “αδαμικόν πλέγμα”. Συμβολή εις την Ποιμαντικήν Θεολογίαν», η μελέτη με τίτλο «Νείλου του Ασκητού ψυχολογικές προοπτικές υπό το πρίσμα συγχρόνων γνώσεων», ή η εισήγησή του Θ΄ Διεθνές Πατρολογικό Συνέδριο με τίτλο «Ψυχική διάσπαση και σύγκρουση κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης», και πολλά άλλα, αποτελούν κείμενα αναφοράς για την ποιμαντικοψυχολογική επιστήμη.

Όμως, όσοι διακονούμε την Εκκλησία είμαστε αψευδείς μάρτυρες των ποικίλων τρόπων που η θεωρητική του διδασκαλία βρίσκει εφαρμογές και αξιοποιείται στο ποιμαντικό έργο. Άλλωστε ο ίδιος δεν παρέμεινε ποτέ περιορισμένος εντός των ακαδημαϊκών τειχών.

Η διακονία του στην Εκκλησιαστική εκπαίδευση, η αδιάλειπτη συμμετοχή του σε ιερατικά συνέδρια, οι ομιλίες του σε ιερατικές συνάξεις αλλά και η συμμετοχή του σε ποιμαντικά και άλλα θεολογικά συνέδρια με ανακοινώσεις πρακτικού ποιμαντικού περιεχομένου λειτούργησαν καταλυτικά στον εμβολιασμό της σύγχρονης ποιμαντικής θεωρίας και πράξης με τα αποτελέσματα του ερευνητικού του έργου και τα πορίσματα των προβληματισμών του.

Υπάρχει μια πτυχή ακόμα, καθοριστική για την κατανόηση του έργου και των προϋποθέσεων της επιστημονικής καρποφορίας του εκλιπόντος καθηγητού.

Θαρρώ πως ούτε το επιστημονικό του έργο, ούτε το ήθος με το οποίο ανταποκρίθηκε στα διοικητικά του καθήκοντα ως Πρόεδρος δύο φορές του Τμήματος Ποιμαντικής, ως Διευθυντής του Τομέα Χριστιανικής Λατρείας, Αγωγής και Διαποιμάνσεως, ως Πρόεδρος της Εφορίας της Πανεπιστημιακής Φοιτητικής Λέσχης, ως τακτικό μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου Φοιτητών, του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εμπορίου και ως μέλος σε πολλές άλλες πανεπιστημιακές επιτροπές, αλλά ούτε και την προσφορά του στο ποιμαντικό έργο μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς, αν δεν λάβουμε υπόψη τον ακρογωνιαίο λίθο επί του οποίου οικοδομήθηκαν όσα προαναφέραμε.

Ο Ιωάννης Κορναράκης υπήρξε πάντοτε άνθρωπος της Εκκλησίας. Δεν ήταν ποτέ ένας παθητικός πιστός ή ένας ατομοκεντρικός ευσεβής. Υπήρξε πάντοτε ενεργό μέλος του ευχαριστιακού σώματος της Εκκλησίας.

Δεν δίδασκε κάτι που δεν τον αφορούσε προσωπικά. Δεν ερευνούσε για να ικανοποιήσει ατομικές αναζητήσεις. Δεν ζούσε αλλιώς από ότι διεκήρυττε. Δεν διαχώριζε το σπουδαστήριο από τον πνευματικό βίο. Δεν ήταν άλλος στον ιδιωτικό και άλλος στον δημόσιο βίο. Γι αυτό, ακόμα και οι διαφωνούντες μαζί του τον σέβονταν. Γι αυτό και όταν κάποτε έμοιαζε αυστηρός ή απόλυτος ήξερες ότι ήταν έτσι πρώτα στον εαυτό του. Ότι αυτή η στάση του δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από μια αδιάλειπτη προσπάθεια συνέπειας έργων και λόγων. Όταν όμως τον πλησίαζες και συνεργαζόσουν μαζί του καταλάβαινες πόση ευαισθησία και πνευματική αναζήτηση κρυβόταν πίσω από την φαινομενική καθηγητική αυστηρότητα.

Και πόση ταπεινοφροσύνη.

Φυλάω ως πολύτιμο υπόδειγμα ακαδημαϊκής σχέσης δα­σκάλου και μαθητού μια ιδιωτική στιγμή, που κατεγράφη μέσα μου ως παρακαταθήκη για το τι πρέπει να προσδοκώ και με ποιο αίτημα και στόχο οφείλω να καθοδηγώ και να ενθαρρύνω τους δικούς μου μαθητές.

Όταν πήγα στο σπίτι του δασκάλου για να παραδώσω το σώμα της διδακτορικής μου διατριβής, μου είπε με την απλότητα, την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που μόνο ένας καταξιωμένος επιστήμονας μπορεί να έχει προς τους μαθητές του: «Είμαι χαρούμενος που τελείωσε αυτή η εργασία και θέλω να σου πω ότι αυτή τη διατριβή θα ήθελα να την είχα γράψει εγώ».

Τώρα, εν μέσω συναδέλφων και αδελφών και, κυρίως, ενώπιον του, πριν τον τελευταίο ασπασμό, θέλω να του απαντήσω εξίσου ειλικρινά και για πρώτη και τελευταία φορά στον ενικό. Με την οικειότητα που επιτρέπει μια όντως υιική σχέση:

«Σεβαστέ μου δάσκαλε, θα ήθελα κι εγώ να είχα γράψει πολλά από τα δικά σου έργα. Κι ακόμα θα ήθελα να ξέρεις ότι το δέντρο που φύτεψες μεγάλωσε. Κι ανθεί και λουλουδίζει. Και γίνεται δάσος επιστημόνων που τους ενέπνευσε το έργο και η παρουσία σου. Και είναι μεγάλη τιμή και ευθύνη βαριά να είμαι επιστημονικός σου απόγονος και διάδοχος».

Η τρανότερη, όμως απόδειξη ότι ο δάσκαλος ήταν όντως εκκλησιαστικός άνδρας είναι η παρούσα στο πλευρό του και μοιραζόμενη το πένθος μαζί μας οικογένειά του.

Ο Θεός χάρισε στο ευλογημένο ζεύγος Ιωάννη και Ελένης Κορναράκη τέσσερα χαριτωμένα με τη θεολογική έννοια του όρου παιδιά. Και ευχαριστιακώ τω τρόπω τα παιδιά αυτοδωρήθηκαν στην Εκκλησία και στη διακονία της Θεολογικής Επιστήμης. Η νεώτερη θυγατέρα, η αδελφή Παραμυθία, αγιογράφος κατ’ αρχήν, είναι σήμερα μοναχή. Ο νεότερος υιός, ο πατήρ Αλέξανδρος, αγιογράφος επίσης, φιλοξενεί σήμερα, πριν το τελευταίο ταξίδι, τον πατέρα του στον ναό του. Η άλλη θυγατέρα, η Αφροδίτη, διακονεί ενεργά τη θεολογική επιστήμη στον δύσκολο χώρο της μέσης εκπαιδεύσεως. Και ο πρεσβύτερος υιός, ο εκλεκτός και αγαπητός συνάδελφος Κωνσταντίνος Κορναράκης, κοσμεί τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ως αναπληρωτής καθηγητής Χριστιανικής Ηθικής και ήδη εκλεγμένος διευθυντής του Τομέα Συστηματικής Θεολογίας. Είναι προφανές, ότι τα σχόλια περιττεύουν. Όταν μιλά κατ ευθείαν η ορατή πραγματικότητα παρέλκουν οι περιγραφές.

Αγαπημένε μας δάσκαλε, καθηγητά κ. Ιωάννη Κορναράκη,

Σε αποχαιρετούμε σήμερα θρηνητικώς και οδυνόμενοι. Όμως όχι «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».

Ως κατακλείδα αυτής της αποχαιρετιστήριας προσλαλιάς ας ακουστεί ο δικός σου λόγος. Λόγος ενδεικτικός του ήθους σου και παρηγορητικός για εμάς τους περιλειπόμενους. Λόγος που επιβεβαιώνει την πεποίθησή μας ότι ο δάσκαλος μας δικαιούται να βρίσκεται πλέον εν σκηναίς δικαίων, αναπαυόμενος εν κόλποις Αβραάμ και συναριθμούμενος μετά των αγίων:

«Το βασικό πρόβλημα της υπάρξεώς μας είναι σε ποιο μέτρο αληθεύει η ζωή μας εν Χριστώ Ιησού. Ο Χριστός, η κατ εξοχήν ανυπέρβατη αλήθεια, μας υποχρεώνει, εφ΄ όσον θέλουμε “οπίσω αυτής περιπατείν”, να αληθεύουμε εν παντί. Όταν δεν το κάνουμε, “παίζουμε εν ου παικτοίς”, στο τραπέζι των ευαγγελικών αληθειών».

Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση δάσκαλε.

Φθιώτιδος Νικόλαος: ''Ο Όσιος Γέρων Παΐσιος''

images

Του Σεβ. Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικολάου

Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει μὲ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη δὲν ἔχει προηγούμενο στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Καὶ ὅταν ζοῦσε καὶ μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του ὁμόφωνα ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας πιστεύει καὶ ἤδη τὸν θεωρεῖ ἅγιο.

Στὴν Ἑλλάδα καὶ στὶς ὁμόδοξες χῶρες ὅλοι μιλοῦν γιὰ τὶς διδαχές του, γιὰ τὰ θαύματά του καὶ τὸ προορατικό του χάρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο, ὡς οὐράνιο τηλεσκόπιο, ἐγνώριζε τὰ ἐσώτατα μέρη τῶν ψυχῶν καὶ στοὺς προσκυνητὲς προσέφερε τὸ φάρμακο τῆς σωτηρίας.

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶχε τὴν ἄνωθεν σοφία, ἡ ὁποία ἂν καὶ ἀγράμματο τὸν κατέτασσε στὴν χορεία τῶν οἰκουμενικῶν διδασκάλων.

Τὰ λόγια του ἦταν σοφά, οἱ συμβουλὲς του γλυκὲς ὑπὲρ μέλι, ἡ ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία ἀγκαλίαζε κάθε ἄνθρωπο θεϊκή, ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιὰ του ἐξέπεμπαν τὴν φωτιστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὸ πρόσωπό του ἐγνωρίσαμε τὴν ἁγιότητα σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος. Τὰ λόγια του ἦταν «ρήματα ζωῆς αἰωνίου». Τὰ χαριτωμένα ἀστεῖα του ἦταν γεμάτα σοφία καὶ λεπτότητα.

Ὅ,τι ἔλεγε ἦταν εὐαγγέλιο. Τὸ φιλόστοργο καὶ συμπαθητικὸ ὕφος του ἠρεμοῦσε κάθε ταραγμένη ψυχή.

Κανένας πνευματικὸς δὲν προσέφερε τόσο μεγάλο ἔργο, ὅσο ὁ Γέροντας Παΐσιος.

Κανένας γιατρὸς δὲν ἐθεράπευσε τόσους ἀσθενεῖς, ὅσους ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν Μοναχὸς Παΐσιος.

Κανένας ποιμὴν δὲν ὁδήγησε τὸ λογικὸ ποίμνιο τόσο ἄξια στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, ὅσο ὁ ταπεινὸς αὐτὸς Ἁγιορείτης Μοναχός.

Ἡ παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει καὶ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἁγίους.

Ἡ παρουσία του στὴν ἐποχὴ μας ἦταν δῶρο Θεοῦ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀνθρώπους.

Ἡ συνείδηση τὴς Ἐκκλησίας τὸν πιστεύει ὡς ἕνα μεγάλο ἅγιο. Τὸ ὄνομά του ἔφθασε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης.

Ἡ ἡμέρα τῆς ἁγιοκατατάξεώς του εἶναι πολὺ κοντά. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, σὲ πρόσφατη ὁμιλία του στὴ Νίγδη τῆς Καππαδοκίας συγκαταρίθμησε τὸν Γέροντα Παΐσιο στοὺς ἁγίους της Καππαδοκίας.

Ἡ ἡμέρα τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ἀπὸ τὴν Σεπτὴ Κορυφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς ἁγιότητος τοῦ Γέροντος Παΐσιου θὰ εἶναι ἡμέρα θριάμβου τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ἂς πρεσβεύει πρὸς Κύριον ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

top
Has no content to show!