-
Δημιουργηθηκε στις Τρίτη, 15 Μαρτίου 2011 02:41
-
Εμφανίσεις: 118996
Όλοι ξέρουμε ότι για την Ιερωσύνη χρειάζονται η κλήση του Θεού και η κλίση του ανθρώπου.
Και βέβαια το πρώτο ζητούμενο είναι η “κλήση”, το κάλεσμα από το Θεό. Είναι όμως χρέος όλων μας να καλλιεργούμε στους νέους την “κλίση”, τη διάθεση και επιθυμία και να προλειαίνουμε το έδαφος στο οποίο οι νέοι ευκολώτερα θα ακούουν και θα δέχονται την κλήση του Θεού.
Είναι γεγονός ότι πάντοτε, αλλά και σήμερα ιδιαίτερα οι ιερατικές κλίσεις δεν είναι εύκολες. Οι λόγοι των δυσκολιών είναι διάφοροι. Λόγοι πνευματικοί, λόγοι που προέρχονται από το κοσμικό φρόνημα και άλλοι.
Εμείς θα περιορισθούμε σε ένα λόγο, που προέρχεται μέσα από την άνέλιξη της ζωής της Εκκλησίας.
Είναι η Εγκύκλιος της Διαρκούς Ιεράς συνόδου του 1929.
Πρέπει όμως πρώτα να επισημάνουμε το γεγονός ότι η έλλειψη εφημερίων παρατηρείται στον Έγγαμο Εφημεριακό Κλήρο. Εκεί άρα είναι και η ανάγκη καλλιέργειας Ιερατικών Κλίσεων.
Στον Άγαμο Κλήρο, που δρα στις πόλεις και μάλιστα στις μεγάλες, όχι μόνο δεν έχουμε ελλείψεις, αλλά αντίθετα έχουμε πληθώρα και προβληματική αύξηση.
Στην Αθήνα π.χ. το ένα τρίτο, ίσως και περισσότερο, των εφημερίων είναι άγαμοι κληρικοί, οι λεγόμενοι Αρχιμανδρίτες. Παρατηρείται μάλιστα το φαινόμενο πολλοί από τους “Αρχιμανδρίτες” αυτούς εφημερίους να καλλιεργούν μια υπέρβαση των εφημεριακών δικαιοδοσιών και ιερατικής εξουσίας, σαν να υπάρχει ενδιάμεσος βαθμός Ιερωσύνης μεταξύ Πρεσβυτέρου και Επισκόπου. Είναι φαινόμενο που παρατηρείται ιδιαίτερα στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Πρόκειται για εκτροπή που νομίζουμε και τολμούμε να πούμε ότι έχει την αφετηρία της στην απόφαση και Εγκύκλιο του 1929 της Δ.Ι.Σ. (αριθμ. πρωτ. 695/10-12-1929).
Σεβόμεθα και τηρούμε τις αποφάσεις της Δ.Ι.Σ., αλλά οπωσδήποτε είναι επιδεκτικές κριτικής. Δεν είναι ασφαλώς αλάθητες και η ισχύς τους δεν είναι κατ' ανάγκην αιώνια.
Θα άξιζε να αναζητήσει κάποιος τους λόγους και τις συνθήκες που προκάλεσαν αυτή την απόφαση-εγκύκλιο.
Αν, λόγου χάριν, γράφτηκε για να ενισχύσει περιοδεύοντες Ιεροκήρυκες, Ηγουμένους Ιερών Μονών που τυχόν θα παρεπιδημούσαν στις πόλεις για πνευματικές αποστολές, η άλλους χαρισματούχους Ιερομονάχους, αν έτσι προέκυψε, θα λέγαμε καλώς έχει. Άλλωστε το 1929 πόσοι ήσαν οι Ιερομόναχοι στις πόλεις!
Σήμερα όμως η εγκύκλιος αυτή, που καθιερώθηκε λες και είναι δόγμα, δημιουργεί προβλήματα στη ζωή της Εκκλησίας.
Οι λόγοι που επικαλείται η Εγκύκλιος και το σκεπτικό της μοιάζουν να μην εύσταθούν σήμερα.
Αδύνατα σημεῑα τη Εγκυκλίου
α) Η Εγκύκλιος για να επιβάλει τους “Αρχιμανδρίτες” επικαλείται την προτροπή του Αποστόλου Παύλου στον Τιμόθεο (Α Τιμ., 5,17): “οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι διπλής τιμής αξιούσθωσαν μάλιστα οι κοπιώντες εν λόγω και διδασκαλία”.
Αλλά άραγε οι “καλλώς προεστώτες” και “κοπιώντες...” είναι οπωσδήποτε οι εικοσιτριάχρονοι η τριαντάχρονοι η όποιας ηλικίας Αρχιμανδρίτες και μόνον αυτοί; Είναι δυνατό να ισχύει αυτό γενικά και μόνο επειδή είναι άγαμοι;
β) Είναι επίσης χαρακτηριστικό της Εγκυκλίου ότι αναγνωρίζει ότι “εν ταις των τιμητικών οφφικίων αναγραφαίς εν τοις Εκκλησιαστικοίς βιβλίοις, ουδαμού παρατίθεται το του Αρχιμανδρίτου”, “όπερ πάλαι μόνοις τοις Ηγουμένοις ... απενέμετο”. Παρά ταύτα η Εγκύκλιος θεσμοθετεί το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου και χωρίς καμία παραδοσιακή βάση “η Δ.Ι. Σύνοδος ... αποφαίνεται ότι το του Αρχιμανδρίτου οφφίκιον ανώτερον εστι των λοιπών, των τοις Πρεσβυτέροις γενικώς απονεμομένων, ο δε τούτο φέρων, εν συλλειτουργία Πρεσβυτέρων, προηγείται και προεξάρχει συμφώνως ταις διατάξεσι του Εκκλησιαστικού Τυπικού”.
Αλλά ποιού Τυπικού, αφού η ίδια η Εγκύκλιος ομολογεί ότι “ουδαμού παρατίθεται το τοῡ Αρχιμανδρίτου” οφφίκιο. Και θα πούμε και πάλι. Αν το οφφίκιο θα αφορούσε περιοδεύοντες Ιεροκήρυκες η άλλους “Χαρισματούχους” Πρεσβυτέρους, που γνώρισε η πρώτη Εκκλησία, και που δεν ήσαν οι “Μόνιμοι Λειτουργοί”, αν θα αφορούσε τέτοιες περιπτώσεις, η Εγκύκλιος θα ήταν απόλυτα και αυτονόητα σεβαστή.
Όλοι, πιστεύω, οι εφημέριοι με χαρά και με ιδιαίτερη τιμή θα φιλοξενήσουν Αρχιμανδρίτες αύτών των περιπτώσεων.
γ) Η αναφορά της Εγκυκλίου στους “Πατέρες της Θεολέκτου Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (Καν. ΙΔ) και στο γενικό Αποστολικό Επίταγμα “πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γενέσθω (Α' Κορ. Ι, 40)” -το σωστό είναι Α' Κορ. ΙΔ, 40 και το ρήμα “γινέσθω”-, δεν λέει τίποτε. Κάνει λήψη του ζητουμένου. Το “ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω” είναι αυτό που όλοι επιθυμούμε, σύμφωνα με την αρχαία πράξη της Εκκλησίας.
Συλλειτουργήσαμε στο Άγιο Όρος και αλλού με αγιορείτες Πατέρες και μας εντυπωσίασε ότι αρνήθηκαν να προπορευθούν με τη σταθερή θέση ότι η τάξη θέλει τα “πρεσβεία χειροτονίας”.
Συνέπειες της Εγκυκλίου
α) Θεωρούμε ότι βασική συνέπεια της Εγκυκλίου του 1929 είναι η περιθωριοποίηση του Εφημεριακού Κλήρου. Πολλοί Πρεβύτεροι, έγγαμοι τακτικοί εφημέριοι, εκμηδενίστηκαν από τις αυθαιρεσίες των εκτάκτων εφημερίων “Αρχιμανδριτών”. Η προσφορά τους υποβαθμίστηκε, μαράθηκε ο ζήλος τους και περιέπεσαν σε μια επαγγελματική ενασχόληση με τα εφημεριακά τους καθήκοντα.
Περιθωριοποιημένοι από τους κρατούντες, αυτοπεριθωριοποιήθηκαν και οι ίδιοι.
Ασφαλώς δεν είναι σωστό να φτάνει ο Ιερέας σε τέτοια κατάσταση. Όλοι όμως δεν έχουν την ίδια δύναμη αντίστασης στο κακό και επομένως υπαίτιος δεν είναι μόνο ο Ιερέας που ξεπέφτει, αλλά και εκείνοι που το οδηγούν στον ξεπεσμό και άρα και μία απόφαση-εγκύκλιος σαν αυτή του 1929.
β) Αυτού του φαύλου κύκλου και της υποβάθμισης του έγγαμου εφημερίου συνέπεια επίσης είναι ότι νέοι άνθρωποι, που έχουν την κλίση και ενδεχομένως και την κλήση (το κάλεσμα του Θεού στην Ιερωσύνη), αποφεύγουν η και αρνούνται να γίνουν Ιερείς, εφ' όσον είναι έγγαμοι.
Μπράβο σ' εκείνους που ξεπερνούν τον πειρασμό και τη δυσκολία, αλλά πάντως ο πειρασμός είναι υπαρκτός και η Διοίκηση της Εκκλησίας πρέπει να προβληματιστεί μήπως η Εγκύκλιος του 1929 θέτει “πρόσκομμα η σκάνδαλον” στους αδελφούς (Ρωμ 14,13), η μήπως “η Εξουσία (της Διοίκησης) πρόσκομμα γίνεται τοις ασθενούσιν” (Α'Κορ. 8,9).
Αναγκαίες είναι οι υπομνήσεις των Αγίων Πατέρων (Χρυσοστόμου: “Περί Ιερωσύνης”, Γρηγορίου του Θεολόγου: “Περί Φυγής”, κ.α.) για το ύψος της Ιερωσύνης, αλλά τα πράγματα στην Εκκλησία δεν είναι μόνο Θεία. Είναι θεανθρώπινα. Άρα δεν είναι δυνατόν να προβλέπονται οι ανθρώπινες πτυχές, όταν μιλούμε για καλλιέργεια Ιερατικών Κλίσεων.
Αφού ο Γάμος είναι Μυστήριο και η Εκκλησία μας από τη Α' Οικουμενική Σύνοδο εδικαίωσε τον έγγαμο και μάλιστα όχι μόνο πρεσβύτερο αλλά και Επίσκοπο, τότε
γ) Ας προσέξουμε ότι στην πράξη η Εκκλησία της Ελλάδος με τις πρακτικές που απορρέουν από το πνεύμα της Εγκυκλίου του 1929, με την περιθωριοποίηση του εγγάμου εφημεριακού κλήρου, ευνοεί την ολοκληρωτική Αγαμία του Κλήρου στ' αχνάρια του Παπισμού.
δ) Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι αυτή η πληθώρα των Αγάμων Ιερέων στις πόλεις και η υπέρβαση Ιερατικής Εξουσίας ζημιώνει και τον γνήσιο Ορθόδοξο Μοναχισμό, στους χώρους του οποίου έχουμε γνωρίσει Αγίους Ιερομονάχους υψηλού και μεγάλου πνευματικού βεληνεκούς.
Συμπεράσματα
α) Παρατηρείται πράγματι έλλειψη εφημερίων. Η ανάγκη Ιερατικών Κλήσεων είναι υπαρκτή από το λόγο του Κυρίου (“ο θερισμός πολύς και οι εργάται ολίγοι” Ματθ. 9,37) μέχρι σήμερα.
β) Η ελλειψη Εφημερίων παρατηρείται στον Εγγαμο Εφημεριακό Κλήρο και εκεί το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ. Το πλήθος των Αγάμων Εφημερίων δεν είναι διατεθιμένοι να καλύψουν εφημεριακά κενά ούτε στην επαρχία, ούτε σε υποβαθμισμένες ενορίες των πόλεων, έστω και “προσωρινώς”, όπως θα ήθελε δια τους Αγάμους Εφημερίους ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (1977, άρθρο 37, παράγρ. 2)
γ) την έλλειψη εγγάμων εφημερίων μεταξύ άλλων αιτίων, θεωρούμε ότι επιτείνει και η Εγκύκλιος του 1929, η οποία από τότε περιθωριοποίησε τον Έγγαμο Εφημεριακό Κλήρο, για τον οποίο σήμερα πια δίνεται η εντύπωση ότι είναι για καθήκοντα δεύτερης και τρίτης επιλογής, αφού σε κάθε σχεδόν ενορία στην Αθήνα υπάρχει η επιδιώκεται να υπάρχει ο “Αρχιμαδρίτης”, που θα κατευθύνει την Ενορία.
δ) Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος. Οι Έγγαμοι Εφημέριοι περιθωριοποιούμενοι, μετά από κάποιες αντιδράσεις εύστοχες η άστοχες, υποχωρούν χάριν της ειρήνης, αποδέχονται την πραγματικότητα και επιδίδονται σε χαμηλότερης προσφοράς Ιερατική Διακονία. Ωστόσο ο ίδιος ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας θέλει θεωρητικά τον τακτικό Εφημέριο (δηλαδή τον έγγαμο), τον θέλει να “προεδρεύει του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου”, να οργανώνει δηλαδή τη ζωή της Ενορίας. Θεωρία που παραβιάζεται σχεδόν πάντοτε από τη Διοίκηση, η οποία και έχει συντάξει τον Καταστατικό Χάρτη.
ε) Νομίζουμε λοιπόν ότι είναι επιτακτική η ανάγκη για αναθεώρηση της απόφασης-Εγκυκλίου του 1929 για τη ρύθμιση των εφημεριακών θεμάτων στις βάσεις της παράδοσης της Εκκλησίας, η οποία αναγνωρίζει τα πρεσβεία χειροτονίας, εφ ὅσον πρόκειται για Εφημερίους Αγάμους η Εγγάμους. Δηλαδή “ζητείται η θεσμική αποκατάσταση του Πρεσβυτέρου στην Ενορία”, όπως γράφαμε και παλαιότερα (“ΕΝΟΡΙΑ” τεύχη 889-899 / 1997-1998).
στ) Ο μακαριστός Αρχιμαδρίτης π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, διαπρεπής κανονολόγος και ένας από τους εκλεκτούς Ιερομονάχους, που ευτύχησα να γνωρίσω και να ωφεληθώ, μεταξύ των πολλών έχει δημοσιεύσει και την μελέτη: “Μοναχικός και Άγαμος Κοσμικός Κλήρος” (Αθήναι 1963). Στη μελέτη αυτή δείχνει ιστορικά ότι η Εκκλησία είχε πάντοτε Κληρικούς και Εγγάμους και Μοναχούς αλλά και Αγάμους στον κόσμο. Δέχεται ότι έχει επικρατήσει ο όρος Αρχιμαδρίτης “ψιλώ ονόματι” για εκείνους που δεν είναι άρχοντες Μάνδρας, για τους Εφημερίους Ιερομονάχους.
Υποστηρίζει όμως και πολύ πειστικά ότι “δεν πρέπει να υπάρχωσι διακρίσεις τιμητικαί a priori, αναλόγως δηλαδή της τάξεως εκάστου. Αι διακρίσεις δέον να απονέμωνται αναλόγως της προσωπικής αξίας εκάστου”(σελίδα 41).
Και υιοθετεί τη θέση ότι “εάν δι' οιονδήποτε λόγον θα επετρέπετο και η ύπαρξις απλώς αγάμων Ιερέων, ούτοι, λαμβανόμενοι πλέον ουχί εκ των Μοναστηρίων, αλλ' εκ του κόσμου, καθ' ον τρόπον και έγγαμοι, θα ηκολούθουν φυσικά την ενοριακήν σειράν και τάξιν”(σελίδα 30).
Πόσο διαφορετικά συμβαίνουν σήμερα, όταν νεαροί “Αρχιμανδρίτες”, χωρίς καμία ουσιαστική προϋπόθεση, ασύστολα παραγκωνίζουν πολιούς Πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, που μπορεί να υπήρξαν και “καλώς προεστώτες” και να εκοπίασαν “εν λόγω και διδασκαλία”!
ζ) Την ίδια θέση με τον π. Επιφάνιο έχει και ο μακαριστός Μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας. Σε Εγκύκλιό του με αριθ. πρωτ. 810/10-6-1992 εντέλλεται: “Δια τούς ψιλώονόματι, τιτουλαρίους Αρχιμαδρίτας, ήτοι δια τους Εφημερίους Αρχιμανδρίτας, θα ισχύουν απαρεγκλίτως τα πρεσβεία χειροτονίας μεταξύ αυτών και των Πρωτοπρεσβυτέρων”.
η) Προσωπικά θεωρούμε ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να εκλείψουν πλήρως τα οφφίκια, τα οποία άλλοτε είχαν περιεχόμενο, σήμερα όμως έχουν καταντήσει προνόμια, που χρησιμοποιούνται συχνά για να προβάλλουν τους ημετέρους και να ταπεινώνουν τους ανεπιθύμητους.
Τα Πρεσβεία της Χειροτονίας είναι αρκετά για το “ευσχημόνως και κατά τάξιν”. Ένα Σταυρό, που είναι το καύχημα όλων των πιστών, θα μπορούσαν να φέρουν αδιάκριτα όλοι οι Ιερείς.
θ) Ο γράφων είμαι πλέον απόμαχος -συνταξιούχος. Όσα γράφουμε συνθέτουν ενδιαφέρον για την πορεία των Εκκλησιαστικών μας πραγμάτων στο θέμα των Ιερατικών Κλίσεων. Θα δηλώσω και πάλι ότι εγνώρισα αγίους Ιερομονάχους και δοξάζω το Θεό.
Καλώ λοιπόν τους καλούς μας Ιερομονάχους σήμερα, να αντιμετωπίσουν με ευθύτητα και με αγάπη -όχι δίκην ελεημοσύνης, αλλά δικαιοσύνης και ευταξίας – το θέμα που διαπραγματευόμαστε και να συντελέσουν σωστά στις Ιερατικές κλίσεις.
Με σεβασμό δε παρακαλώ και τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας, να επανεξετάσουν την απόφαση-'Εγκυκλιο του 1929, για να βοηθήσουμε όλοι στην καλλιέργεια των Ιερατικών Κλήσεων.
Έχοντας στο νου μου το προς Φιλιππισίους 2, 6-7 του Αποστόλου Παύλου, παρακαλώ, ας αφήσουμε τον έγγαμο Πρεσβύτερο να διεκδικήσει όσα του πρέπουν ως “ουχ αρπαγμόν”, αλλά δικαιωματικά. Έτσι θα του μένει περιθώριο να “κενώνει εαυτόν” με ελευθερία και αυτόβουλα, να επιδιώκει δηλαδή την αρετήν της ταπείνωσης, την οποία όλοι χρειαζόμαστε, έγγαμοι και άγαμοι.
Η αποδοχή εξουθένωσης δεν είναι αρετή, αλλά δουλεία και ο δούλος δεν μπορεί να είναι υπεύθυνος πνευματικός οδηγός.
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΓΚΥΚΛΙΟ ΤΟΥ 1929: