-
Δημιουργηθηκε στις Πέμπτη, 12 Ιουνίου 2014 00:20
-
Εμφανίσεις: 69547
Ακολουθεί ομιλία του Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως στην Λευκωσία της Κύπρου στις 11 Ιουνίου 2014 σε αίθουσα του Συνδέσμου Στήριξης Οικογενείας & Παιδιού «Κιβωτός».
Η ΟΜΙΛΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Κύριε Πρόεδρε του Συνδέσμου, σας ευχαριστώ πολύ για την τιμητική Πρόσκληση που μου απευθύνατε για να ‘ρθω κοντά σας, για να απολαύσω με τους συνοδούς μου την φιλοξενία σας και να προσθέσω, αν το καταφέρω, ένα ελάχιστο λιθαράκι στο πλούσιο ψηφιδωτό των προβληματισμών σας. Προβληματισμούς, που τους υποπτεύομαι καθώς διαβάζω την θεματολογία με την οποία ο Σύνδεσμός σας έχει μέχρι τώρα ασχοληθεί. Μιά κιβωτός, κάποτε, διέσωσε από την ανθρωπότητα ό,τι άξιζε να διασωθεί, η δική σας «Κιβωτός» θέλει να διαφυλάξει αλώβητο το κύτταρο του Ελληνισμού, που είναι η οικογένεια και το παιδί.
Για τον ερχομό μου, πήρα την άδεια και σήμερα το πρωΐ πήρα και την ευχή του πανιερ. Μητροπολίτου Κύκκου & Τηλλυρίας κ. Νικηφόρου, τον οποίο προσωπικά σέβομαι κι εκτιμώ πολύ γι’αυτό που είναι και για όσα το εκκκλησιαστικό του φρόνημα κομίζει στην Εκκλησία.
Είμαι απόψε μπροστά σας, για μια καθόλου εύκολη ομιλία, επειδή όταν ο λόγος μας κρύβει μέσα του αλήθεια, αυτή πονάει και συνήθως, δεν την αντέχουμε! Όμως, μόνο «ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς» (Ἰω.8, 32).
Ρωτούσα και ξαναρωτούσα τον εαυτό μου «τί θα περιμένουν, άραγε, να ακούσουν οι κύπριοι από έναν ελλαδίτη επίσκοπο;» Δεν ξέρω καλά την δική σας νοοτροπία, αλλά στην Ελλάδα κάποιοι, αμέσως θα αμφισβητούσαν το δικαίωμά μου να εκφέρω γνώμη περί αυτών των θεμάτων, επειδή τόση είναι η εσωτερική ελευθερία που βιώνουν και τόση είναι η δημοκρατία τους! Κάποιοι άλλοι θα διατείνονταν ότι «οι αντιλήψεις μου είναι παλιές, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά λαθεμένες» (Κέννεθ Μπέϊκερ, βρεττανός Υπ. Παιδείας)!
Τέλος πάντων, δεν φιλοδοξώ να συμφωνήσετε με τις απόψεις μου και δεν θα με ενοχλήσει αν τις απορρίψετε συλλήβδην. «Από φρόνηση αγαπώ να λιγοστεύω τους εχθρούς μου και από κλίση αγαπώ να κάνω φίλους» (Ιουλιανός ο παραβάτης), όμως, το θέμα μας, εναγωνίως σήμερα γυρεύει απάντηση, επειδή η κοινωνία μας, στην κατάσταση που έφτασε, δικαιούται ένα τίμιο και ειλικρινή απολογισμό.
Η ομιλία μου έχει δυό κεφάλαια.
Α. Το πρώτο είναι η διάγνωση, δηλ. η ψηλάφιση των αιτίων που μας οδήγησαν σ’ αυτήν την οικονομική κρίση. Δεν μ’ ενδιαφέρει να αποδώσω ευθύνες, ούτε να εκτραπώ σε εκδικητική μανία. Όμως, οφείλουμε να διαπιστώσουμε με ειλικρίνεια κάποια πράγματα κι έπειτα, αν θέλουμε, να τα αποδεχτούμε.
Β. Το δεύτερο κεφάλαιο είναι η ανασύνταξη με στόχο την επανάκαμψη. Με δεδομένη την νοοτροπία που έχουμε διαμορφώσει, άραγε είναι εφικτή κάποια ανασύνταξη; Υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο; Αν ναί, με ποιά βήματα θα αρχίσει η επανάκαμψη, με ποιό ρυθμό και προς ποιά κατεύθυνση.
Α
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, τὸ «κακό» είναι επίκτητο στην ανθρώπινη υπόσταση και θεωρείται «παρά φύσιν» κατάσταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Γι’ αυτό, οι ανθρωπιστικές θρησκείες και οι πολιτισμένες κοινωνίες, άλλες λίγο, άλλες πολύ, φρόντιζαν να εξοβελίσουν το «κακό» και να λυτρώσουν τον άνθρωπο από τις βλαπτικές του ιδιότητες, καταρτίζοντας αξιακούς πίνακες ζωής με διαχρονική ισχύ.
Στην Πατρίδα μας, το «οικονομικό κακό» επισημοποιήθηκε με ισχυρό κοινωνικό άλλοθι, αμέσως μετά τήν μεταπολίτευση του 1974. Ήταν τότε που κάποιοι πίστεψαν ότι ο τόπος τους χρωστούσε, επειδή αντέδρασαν στο χουντικό καθεστώς ή επειδή βοήθησαν στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Κυρίως, όμως το κακό εκτραχύνθηκε από την δεκαετία του ’80 με 4 εγκληματικές πολιτικές κινήσεις:
α) Με το «πραξικόπημα» στη δημόσια Διοίκηση, που ήταν η κατάργηση επιθεωρητών και ελεγκτών,
β) με την ανοχή της μίζας, που θεσμοθέτησε τη διαφθορά,
γ) με την τερατογένεση του συνδικαλισμού, και
δ) με την περιφρόνηση κάθε μορφής ηθικής.
Και η πρακτική αυτή άρεσε σε όλους. Θεωρήθηκε «πολιτικός τρόπος». Χάϊδεψε τα ένστικτα. Έφερε κομματικές νίκες. Με σχεδόν μηδαμινές τις φωτεινές εξαιρέσεις, το μοιραίο λάθος, συνεχίστηκε από όλο το πολιτικό σύστημα. Όμως, και ο λαός μας, δεν είναι άμοιρος ευθύνης.
Όταν ήρθε «ο λαός στην εξουσία», και πίστεψε εκείνο το πλάνο σύνθημα, άρχισε μετά μανίας να κυνηγά το συντεχνιακό του συμφέρον. Κατ’ αρχήν απειλούσε τον βουλευτή. Όταν ο εκβιασμός δεν επετύγχανε, τότε επιστράτευε τον συνδικαλιστή, κι όταν κι αυτός δεν τα κατάφερνε, φώναζε τούς τηλε-εισαγγελείς στα τηλεοπτικά κανάλια. Μοιραίο κι αυτό το λάθος, ενός ανώριμου δημοκρατικά λαού που έπαιξε «ἐν οὐ παικτοῖς».
Έτσι, ο Έλληνας έχασε την αιδώ, την διστακτικότητα που χαρακτήριζε την αρχοντιά του, την ευγένεια του χαρακτήρος του. Επικράτησε ένα νέο φραστικό λεξικό, ένα νέο ύφος. Χειραφεσία, τάχα, από κάθε καταδυνάστευση του αστικού καθεστώτος. Χυδαιολογία, ελευθεροστομία, λεξιλαγνεία, τηλεοπτική εκλαΐκευση της αντικοινωνικής φρασεολογίας.
Για όλη αυτή τη συλλογική μεταστροφή χρειάστηκαν 35 χρόνια, μόνο! Θα μου πείτε·«μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα;» Ναί, τον κατήφορο επιτάχυνε η ελλειματική παιδεία των Ελλήνων σε θέματα «αγωγής του πολίτη», καθώς και η αποποίηση κάθε προσωπικής ευθύνης απέναντι στο κοινωνικό σύνολο αλλά και στην κρατική περιουσία (από την καταστροφή των σχολ. βιβλίων μέχρι και το πανεπιστημιακὸ άσυλο). Όλα αυτά σηματοδοτούσαν:
α) την γενικευμένη περιφρόνηση κάθε δημόσιου αγαθού, και
β) την παράνομη οικειοποίηση κάθε κρατικού αγαθού.
Έτσι, λοιπόν, οικοδομήθηκε ένα Κράτος χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό, χωρίς διήκουσες έννοιες αρετής και χωρίς ηθικές "κόκκινες γραμμές". Ένα καρυδότσουφλο στην τρικυμία που, ενώ απ’ έξω το χτύπαγαν τα κύμματα, από μέσα ροκάνιζαν το σκαρί του τρωκτικά.
Ένα Δημόσιο, χωρίς ελεγκτές, χωρίς εκτιμητές, χωρίς δεοντολογία και αρχές, κομματικό λάφυρο, που θεωρήθηκε «αγελάδα για άρμεγμα» ή θέρετρο για ισόβιες διακοπές.
Μια συμμορία Δημοσίων Υπαλλήλων που καταλήστευε όποιον προλάβαινε.
Ένα εκτεταμένο νέφος τεμπελιάς που δηλητηρίαζε κάθε δημοσιοϋπαλληλική ικμάδα κι ένας γενικευμένος ωχ-αδελφισμός, αναίσχυντος, ανάλγητος και πρόστυχος.
Μιά κοινωνία διχασμένη, τεμαχισμένη σε εμφυλιο-πολεμικό κλίμα, που το είχαμε συνηθίσει και πότιζε, ως αντίληψη, την καθημερινότητά μας.
Πολιτικοί που θυσιάζοντας εύκολα την υπόληψή τους, διολίσθαιναν σε δοσοληψίες και ανήθικες διαπλοκές.
Ανώτατοι εκπρόσωποι κορυφαίων θεσμών και τάχα Ανεξάρτητων Αρχών, που νομίζαμε ότι βρίσκονταν στο απυρόβλητο, τελικά απεδείχθη ότι αναρριχήθηκαν, αφού πρώτα είχαν συρθεί στα ανήλια πολιτικά υπόγεια των Κομμάτων.
Τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα επέτρεψαν μιά φαύλη εκπόρνευση στο σώμα τους. Οι φοιτητές εξαργύρωναν την συμμετοχή τους στα διοικητικά όργανα, με την ανοχή τους στην μετριότητα και στην αθέμιτη ανάρρηση των Καθηγητών τους στις Έδρες. Αυτή η ανήθικη σχέση επέφερε την πλήρη διάλυση των Πανεπιστημίων.
Αυτός ο λόγος, ίσως φαίνεται βαρύς, όμως πείτε μου, σας παρακαλώ, πώς αλλιώς θα ερμηνευθεί η σιωπή των διανοουμένων, εκτός από συνενοχή!
Δημοσιογράφοι, κατά παραγγελίαν των καναλαρχών-αφεντικών τους, απειλούσαν, σκύλευαν συνειδήσεις, εξέθεταν υπολήψεις, ποδοπατούσαν ιδέες και θεσμούς, ενώ εισαγγελείς και Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο κοιμόντουσαν «ύπνον βαθύ».
Οι θρονιασμένοι σε συνδικαλιστικά «μετερίζια», απολάμβαναν τον βρώμικο κομματικό τους ρόλο. Οι «κατακτήσεις» του εργατικού κινήματος, απαξιώθηκαν ολοτελώς και οδήγησαν στην σημερινή βάναυση εκμετάλλευση των εργατών. Αυτοί που φώναζαν δημόσια: «αυτό ή εκείνο, δεν θα περάσει!», το είχαν οι ίδιοι ξεπουλήσει την προηγούμενη νύχτα ή το είχαν ανταλλάξει με την βουλευτική τους υποψηφιότητα.
Λέσχες κυβερνούσαν τον τόπο μας με ύποπτους στόχους και απολειφάδια ιδεοληψιών του παρελθόντος, νομοθετούσαν κρυφά κάποιοι πόντικες των Υπουργείων, ύπουλα, αντίθετα με τα βιώματα του λαού μας.
Ήταν αυτοί που δειλά κι απρόσωπα πρότειναν να καταργηθούν τα πάντα.
Θυμηθείτε έναν «άνεμο» που έπνεε στην Ελλάδα και σάρωνε κάθε τι που στήριζε την ψυχή των Ελλήνων:
Πολιτικός γάμος, αυτόματο διαζύγιο, αποποινικοποίηση της μοιχείας, κατάργηση των θρησκευτικών στα σχολεία, να βγούν οι εικόνες από τις τάξεις, να μην έχει σταυρό ο ιστός της σημαίας, να καταργηθούν οι προσευχές κι οι παρελάσεις, να αλλάξουν τα Αναγνωστικά και τα βιβλία της Ιστορίας, να καταργηθεί ο όρκος στο Κοινοβούλιο και στα Δικαστήρια, να καταργηθεί το θρήσκευμα στις αστυν. ταυτότητες, να ισχύσει το Σύμφωνο Ελεύθερης Συμβίωσης, να χωρίσει η Εκκλησία από το Κράτος κ.λ.π.
Στο τέλος, ο λαός μας διδάχθηκε ότι όλα μπορεί να τα ανατρέπει και να πετάει πέτρες ακόμα και στα Ιερά του. Κανείς από τους «αρχιτέκτονες» εκείνων των χρόνων, δεν υπελόγισε ότι αν ένας λαός φτάσει να πετάξει πέτρες στους Ιερείς του, τότε στους υπόλοιπους Ηγέτες του, θα ρίξει χειροβομβίδες!
Ούτε Πολιτικοί, ούτε Ακαδημαϊκοί, ούτε Δικαστικοί βρήκαν την δύναμη να σταματήσουν εκείνο τον κατήφορο. Τελικά φαίνεται ότι η δημοκρατία δεν είναι το πιο άνετο πολίτευμα, είναι το πιο απαιτητικό. «Αν γυρίσεις τα οπίσθιά σου στο αναμμένο τζάκι, εσύ θα δυσκολευτείς έπειτα να καθίσεις στο κάθισμα» (Αβραάμ Λίνκολν).
Άφηναν άλυτα τα επείγοντα προβλήματα, για να τα λύσει η επόμενη Κυβέρνηση, η επόμενη Διοίκηση και τελικά πληρώνουμε τώρα ακριβά, όλοι μαζί, το κόστος. Δεν αντέξαμε τη διαπίστωση πως «όλοι μαζί τα φάγαμε...», αλλά σε κάποιο βαθμό είναι σωστή: άλλος έφαγε την κότα, άλλος πήρε τα αυγά, κι άλλος κράτησε τα πούπουλα!
Άρα, λοιπόν, το πρόβλημα στην Ελλάδα, δεν είναι αριθμητικό, είναι αξιακό! Η φοροδιαφυγή είναι νοοτροπία, η κρίση είναι ασυνειδησία. Οι μελετητές της περιόδου αυτής, θα πουν κάποτε, ότι «βιώσαμε την κρίση της μετα-νεωτερικότητος».
Όταν άρχισε το κακό, για να αποσείσουν τις ευθύνες από πάνω τους πολλοί, κατέφυγαν στον παλιμπαιδισμό των «αγανακτισμένων πολιτών», τους οποίους, κατ’ αρχήν είδαμε με συμπάθεια. Όμως, δεν απαιτούσαν την θεραπεία της παθογένειας, αλλά την επιστροφή στον παλιό νοσηρό τρόπο ζωής! Τελικά η προσπάθεια «καπελώθηκε» από κομματικούς μηχανισμούς και διαλύθηκε.
Έπειτα, παρακολουθήσαμε τον πολιτικό κόσμο της Χώρας στριμωγμένο, αλλά αμετανόητο. Δεν μας ήταν ευχάριστο. Είναι αστοχία ενός λαού, ο ευτελισμός των πολιτικών του επιλογών, αλλά και η αμετανοησία των πολιτικών είναι παραλογισμός. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος έλεγε «τὸ ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον, τὸ μετανοεῖν θεῖον, τὸ ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ καὶ ἀμετανοησίᾳ σατανικόν, τὸ δὲ μὴ ἁμαρτάνειν ἅγιον». Και ο Συμεών ο νέος Θεολόγος έγραφε «ὁ ἁμαρτάνων δὲν ἁμαρτάνει ἐπειδὴ ἁμαρτάνει, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν μετανοεῖ».
Τώρα εδώ, σ’ αυτό το σημείο, κάποιος από σας, θα με ρωτήσει: μας περιέγραψες την κατάσταση, μας έδειξες τις ευθύνες των αρχόντων και του λαού, όμως κάτι ξέχασες. Πνευματικούς ταγούς δεν είχε ο τόπος; Ηθικά αναχώματα δεν υπήρξαν; Η Εκκλησία αντέδρασε;
-Μα, σας παρακαλώ, γιατί μου κάνετε αυτήν την ερώτηση; με φέρνετε σε πολύ δύσκολη θέση. Και βλέπω στα χαρτιά μου ότι στην πρώτη κιόλας σελίδα, είπα «να μιλήσουμε ειλικρινά κι ας μας πονάει η αλήθεια». Οπότε, τί να κάνω! με δυσκολεύετε... αλλά οφείλω ν’ απαντήσω:
Αγαπητοί Πατέρες και αδελφοί μου,
Ναί, λοιπόν. Σ’ αυτήν την περίοδο που σας θύμισα, η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν «με την πλάτη στον τοίχο». Από το 1974 κι εδώθε, ο «σπῖλος καὶ ἡ ῥυτίδα» (Ἐφεσ. 5, 27) ότι συνεργαστήκαμε με την Χούντα δεν έφυγε από πάνω μας και δεν κατορθώσαμε σοβαρά να τον αποτινάξουμε. Μέσα στην μεταπολιτευτική παραζάλη ενός λαού που ήθελε, μέχρις ενός, να «καταξιωθεί» ως αντιστασιακός, η ιστορική αλήθεια, δηλ. η ταλαιπωρία που υπέστη η ελλαδική Εκκλησία κατά την 7ετία, δεν ενδιέφερε κανέναν. Αντίθετα, η διαστρέβλωση της αλήθειας, εξυπηρετούσε όσους ήθελαν να ρίξουν την συλλογική ευθύνη για κείνη την εποχή, σ’ ένα ολόκληρο θεσμό-αποδιοπομπαίο τράγο. Η Ιεραρχία των Επισκόπων, δεν βρήκε τη δύναμη να ζητήσει συγνώμη, για το βαθμό που κάποια Μέλη της συμμετείχαν στην εκτροπή. Έτσι ο πολιτικός και ο κοινωνικός λόγος της Εκκλησίας, σιώπησε ή κατέστη ψίθυρος, μέσα στις άναρθρες κραυγές για «Αναγέννηση» (του Κων. Καραμανλή), μέσα στις εξαλλοσύνες για «Αλλαγή» (του Ανδρ. Παπανδρέου), μέσα στον κατεδαφισμό του «Εκσυγχρονισμού» (του Σημίτη) και της σημερινής «Μεταρρύθμισης».
Όμως, και ο θεολογικός μας λόγος δεν ήταν αρκούντως δυναμικός. Φοβούμενοι νέα στραβοπατήματα, κάναμε σημειωτόν και οπισθοδρομήσεις. Όταν η Εκκλησία στρέφεται στο παρελθόν, αυτό σημαίνει ότι η Πίστη δεν είναι στα κύτταρά μας, άρα πάσχει το σώμα στο παρόν. Η Εκκλησία είναι θεματοφύλακας της παραδόσεως, όμως η στείρα εμμονή στην παραδοσιαρχία σημαίνει ένα νεκρό παρόν. Γι’ αυτό δεν τολμήσαμε να ερευνήσουμε πόσο δραστικό είναι το Ευαγγέλιο στην εποχή μας. Μετατρέψαμε την Εκκλησία σε Μουσείο, μέσα στο οποίο δεν επιτρέπεται καμμιά μετακίνηση των εκθεμάτων του. Γι’ αυτό, ακόμα δεν έχουμε τη δύναμη να ερμηνεύσουμε τους Πατέρες στο σήμερα, να μιλήσουμε στα παιδιά μας με τη γλώσσα της εποχής μας, να διαμορφώσουμε ένα ωράριο Ακολουθιών που να εξυπηρετεί τους χριστιανούς μας. Δεν πρωτοτυπούμε ως Εκκλησία, δεν συγγράφουμε αλλά αντιγράφουμε, σε κάθε μορφή εκκλησιαστικής τέχνης (αρχιτεκτονική, μουσική, τελετουργική, αγιογραφία, άμφια κλπ). Κι όταν δεν δημιουργείς, τότε δον-κιχωτίζεις, φοβάσαι, βλέπεις παντού γύρω σου εχθρούς, ριψάσπιδες, εφιάλτες.
Παλαιότερα αναθεματίζαμε πολιτικούς, έπειτα αφορίζαμε λογοτεχνικά έργα, σήμερα ζητάμε την καθαίρεση (;) του Οικουμ. Πατριάρχου, εξοβελίζουμε επισκόπους και καθηγητές πανεπιστημίων ως «νεορθόδοξους», «μετα-πατερικούς», ακόμα και «αιρετικούς»! Χαρακτηρίζουμε εύκολα φονταμενταλιστές κάποιους, όμως ξεχνάμε πως φονταμενταλισμός σημαίνει ανικανότητα να κοινωνήσουμε τον αδελφό μας. Ακόμα και η Π.Ε.Θ. που τόσα χρόνια «πουλούσε συνδικαλιστική προστασία» στους δεδηλωμένους αθέους θεολόγους καθηγητές, σήμερα «νοιάζεται» για τον ομολογιακό χαρακτήρα του μαθήματος, επισπεύδοντας έτσι την εξορία των θρησκευτικών από τα Σχολεία. Κλείσαμε και καταψύξαμε την χριστιανική καρδιά μας (Ματθ. 24, 12), γίναμε άτεγκτοι και σκληροί, δεν πονάμε για τους παλαιοημερολογίτες, δεν προσευχόμαστε για τους αιρετικούς, δεν ενδιαφερόμαστε για τους αλλοθρήσκους και γι’ αυτό γύρω μας, ο δικός μας κόσμος χάνεται, τα παιδιά μας κυκλοφορούν με σύριγγες, το AIDS και η ομοφυλοφιλία εξαπλώνονται ραγδαία, τα θολά από την απελπισία μάτια εξαπολύουν μίσος κατά της κοινωνίας και φέρνουν πρωτόγνωρη βία, οι νέοι μας διερωτώνται αν «υπάρχει ζωή πριν το θάνατο» κι αυτοκτονούν, κι εμείς συρρικνώνουμε την Εκκλησία σε «club ολίγιστων», ενώ στον ευρύτερο ευρωπαϊκό κι ασιατικό μας ορίζοντα, η αθεΐα στερεώνεται και το Ισλάμ προοδεύει επάνω στην ευσεβοφάνεια και την αδιαφορία μας.
Μ’ αυτήν την ανοίκεια για την Ορθοδοξία μας εσωστρεφή παθογένεια, δεν γίναμε το αλάτι που θα «έτσουζε» στη δημοσιονομική πληγή και θα νοστίμευε το εθνικό μας φαγητό. Η ατολμία μας να σταθούμε στα πόδια μας, στο ενδεχόμενο ενός χωρισμού από το Κράτος, μας κλείδωσε το στόμα και δεν αρθρώσαμε λόγο ευαγγελικό, σαν κυμματοθραύστη στην κατρακύλα. Αποποιηθήκαμε τον πνευματικό μας ρόλο και προτάξαμε την κοινωνική μας προσφορά. Είναι αξιόλογη (Ιδρύματα Ανιάτων, Γηροκομεία, Οικοτροφεία, Συσσίτια, Ιατρεία, Φαρμακεία, Παντοπωλεία), όμως δεν είναι αυτά ο κύριος σκοπός της υπάρξεως της Εκκλησίας. Εαν η Πρόνοια της Πατρίδος μας δεν ήταν τόσο ανάπηρη, δεν θα χρειαζόμασταν ως δεκανίκι του Υπουργείου Υγείας.
Μιά λαμπρή εξαίρεση υπήρξε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, τον οποίο με συγκίνηση θυμάμαι ότι συνόδευσα ως Συνοδικός στο ταξείδι του εδώ στην Κύπρο το 2007. Υπήρξε ένας θαυμάσιος, πολυτάλαντος άνθρωπος, που όμως συνεπαρμένος από την αποδοχή των Ελλήνων, έκανε δύο λάθη. Το ένα ήταν εκκλησιολογικό: μίλησε για «κάθαρση» της Εκκλησίας και τότε, οι εντός του χώρου εχθροί του, στηλίτευσαν την αυλή του. Το άλλο ήταν ποιμαντικό: κούνησε επιτιμητικά το δάκτυλο στους εκτός της Εκκλησίας, και τότε εκείνοι προγραμμάτισαν συστηματικά και ποικιλόμορφα την εξόντωσή του.
Είχε απομείνει ένα αποκούμπι στον Ελληνικό λαό, το Άγιο Όρος. Κι αυτό προσπάθησαν να το τσακίσουν με την υπόθεση της Μονής Βατοπεδίου. Οι Έλληνες μέχρι σήμερα δεν έχουν καταλάβει ποιό ήταν το σκάνδαλο! Πριν την τελεσίδικη αθώωση της Μονής, προσκυνητές άφηναν την συγνώμη τους στο Ηγούμενο Εφραίμ, για όσα δειλά σιώπησαν ή για όσα πρόχειρα και άσκεπτα είπαν. Μετά την τελεσίδικη απόφαση, οι πολιτικοί ψάχνουν εύσχημους τρόπους να επισκεφθούν τον ιερό χώρο και τους ανθρώπους του, ίσως για εξιλέωση, ίσως επειδή «ο εγκληματίας πάντα επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος».
Ευτυχώς στην Ελλάδα, υπάρχει δυναμικά μέσα στην ψυχή μας το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βιώνει μια ιδιότυπη πνευματικότητα στο κελί του και όχι στους δρόμους, ούτε σε αήθη Συνέδρια «αποτείχισης» σε γήπεδα, με βρίθουσα υποκρισία και υστεροβουλία. Μας κρατά σε ενότητα με τους γύρω ομόδοξους λαούς, μειώνει τις φυγόκεντρες τάσεις τους, αγωνίζεται για τον διάλογο των Εκκλησιών και ψάχνει ψήγματα συνεννόησης με αλλοθρήσκους. Συνήθως μόνο του, χωρίς βοήθεια και με αρκετές πεπονόφλουδες, τεχνιέντως ριγμένες μπροστά του. Μιά σχοινοβασία που ίσως φέρει τραγικά αποτελέσματα, αν αυτό είναι το θέλημα του Θεού, όμως χωρίς φθηνή υπολογιστική διάθεση, χωρίς μικροπρόθεσμη ωφελιμιστική τακτική, χωρίς ψευτιές και διγλωσσίες. Χρειάζεται διάρκεια για να νιώσεις το Οικουμενικό Πατριαρχείο και φρόνημα για να το αγαπήσεις. Δεν θα επιτρέψει ο Θεός να χάσει από τα χέρια του «τα σκήπτρα των Ρωμαίων», ούτε να «πεθάνει». Αλλά κι αν αυτό συμβεί, τότε ο θάνατός του θα είναι αξιοπρεπής, αντάξιος της Ιστορίας του. Η θανή του θα ελέγχει και θα «καίει» εκείνους, που ενώ δεν θα ζουν, στο σώμα τους θα κουβαλούν ασυνείδητα τα φαναριώτικα γονίδιά του.
Β
Λοιπόν, είτε επειδή «το ψάρι βρωμάει απ’ το κεφάλι», είτε επειδή «πρώτα πλημμυρίζουν τα ύφαλα του πλοίου», το κακό συντελέστηκε πιά και κατέκλυσε απ’ άκρου εις άκρον, ολόκληρη την ελλαδική κοινωνία. Σε κατ’ ιδίαν ανεπίσημες συζητήσεις μας, παραδεχόμαστε όλη εκείνη την εθνικά νοσηρή νοοτροπία που είχαμε αποκτήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι διαπιστώσεις, δεν είναι αρκετές, «εἰς οὐδὲν ὠφελεῖ ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται» (Ματθ. 27,24). Χρειάζεται μετάνοια. Υπάρχει μεν λεκτική, αλλά δεν υπάρχει ως συλλογική παραδοχή των «ἡμαρτηκότων».
Χρειάζεται να εγερθούν δυνάμεις που θα αναστείλουν το κακό. Να ακούσουμε σάλπιγγες που θα μας αφυπνίσουν από το λήθαργο της κατάντιας. Να οσφρανθούμε καθαρό αέρα, οξυγονωμένο με αρετές που θα διώξουν τη μπόχα της διαπλοκής. Να ψηλαφήσουμε μεθόδους και τακτικές που θα καταστρωθούν για να ανορθώσουν την ερειπωμένη μας κοινωνία. Να γευθούμε εύγευστες παιδευτικές συνταγές, ικανές να «θρέψουν» τα βλαστάρια μας, που λιμοκτούν στα Σχολεία.
Είμαστε στο κέντρο μιας κρίσεως σε εξέλιξη, πρωτόγνωρης στην Ιστορία μας, που το τέλος της ακόμα δεν διαφαίνεται. Θα είναι, το τέλος αυτής της κρίσεως, απλώς μια ανακατανομή των οικονομικών μεγεθών στην περιοχή; Θα είναι εθνική ανακατάταξη των νοτίων Βαλκανίων; Θα είναι γεωπολιτική τροποποίηση της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου; Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς. Ό,τι και να’ ναι αυτό που έρχεται, με προπομπό την οικονομική κρίση, μας αναγκάζει να διαλέξουμε: ποιό πρόσωπο θα διαμορφώσουμε ή ποιό προσωπείο θα φορέσουμε. Αυτή η επιλογή μας θα φέρει, ή την έξοδο μας από την κρίση, ή την συντριβή μας κάτω από τις μυλόπετρες της κρίσης. Χρειάζεται, αφού παραδεχτούμε δημόσια και με ταπείνωση τα λάθη μας, να ζητήσουμε όραμα ανασύνταξης. Υπάρχει διάθεση για κάτι τέτοιο; Αν υπάρχει, τότε αυτό θα είναι η αρχή της λύτρωσης.
Έχω ελπίδες, επειδή Έλληνες είμαστε! τα γονίδια του φιλότιμου δεν τα χάσαμε τελείως, «τα δακτυλίδια αν έπεσαν, τα δάκτυλα όμως μένουν».
Να συστρατευθούμε σε μια αλλαγή ρότας και νοοτροπίας. Διαδικασία οδυνηρή, θα μας πονέσει. Όμως, δεν πειράζει! όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της ανθρωπότητος είναι γεννήματα πόνου και δακρύων.
Η ανασύνταξη χρειάζεται να αρχίσει από την πρώϊμη παιδική ηλικία, κι αν γίνει με ακλινείς βηματισμούς, χωρίς πισωγυρίσματα, θα μας ανορθώσει, έστω σε 20 χρόνια.
Πρωτομάστορας αυτής της αναδημιουργίας θα είναι ο πολιτικός μας κόσμος, «ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται».
Αν η δημοκρατία μας «κουράστηκε», δεν θα την εγκαταλείψουμε στο έρεισμα του δρόμου. Αν η δημοκρατία μας «αρρώστησε», δεν θα την σκοτώσουμε. Αν «πέθανε», δεν θα την κηδεύσουμε. Μπορούμε να «ανακαινίσουμε τη νεότητά της ως αετού» (Ψαλμ.102,5), να την θεραπεύσουμε και να την αναστήσουμε!
Εξ άλλου «η δημοκρατία, είναι προ παντός βίωμα, είναι τρόπος ζωής ή να το πω καλύτερα, είναι κατάσταση πνεύματος» (Μαντές Φράνς).
Πρέπει να γίνουν θεαματικές, επικοινωνιακές κινήσεις, για να μην πω ριζικές ανατροπές της διεφθαρμένης καθεστηκυίας τάξεως. Δεν εννοώ των Κομμάτων ή των προσώπων που τα συγκροτούν, μόνο. Εννοώ όλης της κοινωνίας μας, για να επανακτήσει ο λαός μας την εμπιστοσύνη του στην πολιτική. Το αντίθετο της πολιτικής είναι η αναρχία και η ακυβερνησία, ποὺ κανείς δεν θέλει.
Τι χρειάζεται, λοιπόν:
«Χρειάζεται θάρρος, όχι θράσος. Προσεκτικότητα όχι προκλητικότητα. Αποφασιστικότητα, όχι σπασμωδικότητα» (Παναγ. Κανελλόπουλος, στη Βουλή των Ελλήνων 1981).
Τα κυρίαρχα θέματα του κοινωνικού διαλόγου, που ήδη έπρεπε να έχει αρχίσει, καθώς και οι εθνικοί μας στόχοι, πρέπει να επικεντρωθούν στην ηθική, στο πρόσωπο και στην ταυτότητα.
Να βάλουμε το Χριστό ξανά στη ζωή μας και να επαναφέρουμε το Ευαγγέλιο στην καθημερινότητά μας. Να οπλιστούμε με αρετές, με αξίες, με ιδανικά, με ευγένεια και καλλιέργεια πνεύματος. Να κάνουμε εφαλτήριο τα παραδοσιακά μας σύμβολα και στην πορεία μας, να ακολουθήσουμε εκείνους τους οδοδείκτες, που μέχρι τώρα μας καθοδηγούσαν επί αιώνες με ασφάλεια.
Να αλλάξουμε την σειρά με την οποία, μέχρι τώρα, είχαμε ιεραρχήσει τις αξίες μας. Ο πλουτισμός δεν είναι αξία. Αν θυμάστε· στα λατινικά «pecus» σημαίνει κτήνος και «pecunia» είναι το χρήμα.
Να νικήσουμε τον κακό μας εαυτό και το αίσθημα της μειωμένης αυτοπεποίθησης που μας διακρίνει. Να αποκτήσουμε αυτογνωσία και να μειώσουμε τον ξέφρενο εγωϊσμό μας.
Τα δημόσια πρόσωπα, να εμπνεύσουμε με το παράδειγμα και το λόγο μας το λαό μας και τους νέους, για να αγαπήσουν ξανά την έννοια της Πατρίδος μας, της Ελλάδος. Ναί, είμαστε και ευρωπαίοι πολίτες, όμως λυπάμαι που το λέω, αλλά η Ευρώπη δεν κατάφερε ακόμα να μας εμπνεύσει να την αγαπήσουμε σαν ενιαία κοινή πατρίδα.
Να αποφασίσουμε να δουλέψουμε μεθοδικά και συστηματικά, όχι με «εξυπνάδες» ή με «κουτοπονηριές», ούτε «στο πόδι» ή στο «παρά πέντε», ούτε υποτιμώντας τους άλλους ως «αφελείς». Οι Έλληνες προκόβουμε στο Εξωτερικό, επειδή εκεί εντάσσουμε τα χαρίσματά μας σε οργανωμένες κοινωνίες και γι’ αυτό αποδίδουμε.
Να αποτινάξουμε με κάθε τρόπο από πάνω μας την «ρετσινιά» του κλέφτη και να διδάξουμε στους νέους μας τον σεβασμό στην ξένη και στην δημόσια περιουσία.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι να σέβονται τους απλούς πολίτες που πρέπει να εξυπηρετούν, και να μην εκδικούνται τους πλουσίους και τους επενδυτές. Ειδ’ άλλως, ας καταργηθεί η μονιμότητα της θέσεώς τους.
Να τιμήσουμε το μισθό που παίρνουμε και να τιμωρήσουμε τους κηφήνες που ενέσκηψαν στο Κράτος μας, σαν αιγυπτιακές ακρίδες.
Να επιστραφούμε στην Επαρχία και στις δυνατότητες που μας δίδει η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αλιεία, εγκαταλείποντας το φρικτό Λεκανοπέδιο με την αρρωστημενη λειτουργία του.
Να απαξιωθούν τελείως οι άεργοι συνδικαλιστές και οι αεριτζήδες, κάτι «σύμβουλοι επιχειρήσεων», κάτι «managers», κάτι «marketers»· εννοώ ανθρώπους που δεν δούλεψαν ποτέ επί οκτάωρο, αλλά μέχρι το μεσημέρι πίνουν καφέ στο Κολωνάκι, σαν λιμοκοντόροι τζιτζιφιόγκοι και κρασομπεκρουλιάζουν την υπόλοιπη ημέρα στα ουζερί της Αθήνας, επειδή, φαίνεται ότι βρήκαν τον ένα μήνα που τρέφει τους άλλους ένδεκα!
Να συνδυάσουμε τα δικαιώματα με τις υποχρεώσεις μας. Να στρωθούμε στη δουλειά και να επιδιώκουμε να αξιολογείται ο κόπος μας και η απόδοσή μας για να μη ταυτιζόμαστε με τους τεμπέληδες και τους ακαμάτηδες χαραμοφάηδες.
Να βάλουμε ψηλά στη συνείδησή μας το θεσμό του Κράτους μας και να τον υπηρετούμε πιστά, όλοι, απομονώνοντας τους «πόντικες» που ροκανίζουν τον Κρατικό Οργανισμό και τα «σαλιγκάρια» που έρπουν επάνω του με σάλια.
Δηλαδή· Πίσω ολοταχώς, για να βρούμε όσα μέχρι τώρα, έκαναν τον πολιτισμό μας Σταθμό, στην Παγκόσμια Ιστορία.
Κι εννοώ:
α) επαναφορά του Χριστού και της Ορθόδοξη ερμηνείας του στην καθημερινή κοινωνική μας πράξη,
β) άμεση και ταχεία διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γλώσσης σε όλες τις βαθμίδες Εκπαίδευσης,
γ) συστηματική γνωριμία με Κείμενα της αρχαίας ελληνικής, της βυζαντινής και της νεώτερης Γραμματολογίας,
δ) δυναμική εντρύφηση στην Μυθολογία και στην αδιάκοπη Ιστορία μας από τον Όμηρο μέχρι σήμερα,
ε) προάσπιση, ανάδειξη και προβολή της μακραίωνης χριστιανικής και λαϊκής Παραδόσεώς μας.
Κι ακόμα·
Να καλλιεργηθούν οι χαμένες αξίες και οι αρετές μας όπως το φιλότιμο, η ειλικρίνεια, η τιμιότητα, η φιλία, η «ντομπροσύνη», η αλληλεγγύη, η ενότητα, η υπευθυνότητα.
Και μόνο τότε, αφού ξαναπάρουμε αυτήν την εξάρτυση, μόνο τότε, ας καθίσουμε να ξανασυζητήσουμε με τους ευρωπαίους Εταίρους μας. Μόνο τότε να απαιτήσουμε τα δικαιώματά μας, χωρίς να ζητάμε να μας λυπηθούν και χωρίς να αποδίδουμε ευθύνες σε άλλους για τα λάθη μας. «Ἑαυτὸν μὴ ἀδικοῦντα, οὐδεὶς παραβλάψαι δύναται», έλεγε ο Σωκράτης. Να το καταλάβουμε ότι κανείς δεν μας χρωστάει τίποτε και ούτε θέλουμε τον οίκτο κανενός. Μόνο τότε θα μας σεβαστούν, όσοι σήμερα δεν βρίσκουν το λόγο να το κάνουν.
Διαφορετικά, μέσα στη δίνη που θα περιδινήση την περιοχή μας, θα δικαιωθεί ο νομπελίστας ποιητής μας που περιγράφει τον Έλληνα, με τα λόγια: «...ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι, ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά» (Γ.Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄ «Ευριπίδης Αθηναίος»).
Κυρίες καὶ Κύριοι,
Πολλοί λένε, κατ’ αυτό το διάστημα, οτι η κρίση είναι ηθική και όχι μόνο οικονομική! Δεν ξέρω τί εννοούν.
Όμως, επειδή αυτός που σας ομιλεί είναι παπάς, θα σας θυμίσει ότι φιλοσοφικά, η έννοια της ηθικής άρχισε με την εκδικητική εβραϊκή προσταγή: «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Έξοδ. 21, 24). Βελτιώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες, όμως και πάλι είχε αρνητικό περιεχόμενο: «μην κάνεις, αυτό που δεν θα ήθελες να σου κάνουν». Και εξελίχθηκε στη θετική χριστιανική προτροπή: «να κάνετε στους συνανθρώπους σας, αυτό που θα θέλατε να σας κάνουν» (Λουκ. 6, 31).
Γράφτηκε ότι η κρίση θα μπορούσε να ειπωθεί και «δίκη - θεία δίκη» (Νικόλαος Βελιμίροβιτς)· εξαιτίας των ποικιλόμορφων αδικιών που επώαζε και αποδέχονταν «το σύστημα». Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία και η ανισότητα δεν ήταν ανύπαρκτα μέχρι τώρα, απλώς ήταν περιορισμένα σε κοινωνική έκταση. Όμως υπήρχαν, αλλά μας άφηναν αδιάφορους και την πάταξή τους θεωρούσαμε αποκλειστική ευθύνη της Πολιτείας ή κάποιων άλλων.
Προσωπικά θεωρώ αυτήν την κρίση: νομοτελειακή, φυσιολογική και υγιή αντίδραση του πνευματικού κοινωνικού οργανισμού, κάτι σαν πυορροή που προλαβαίνει τη σήψη.
Ας μη χαθεί, λοιπόν, αυτή η μεγάλη ευκαιρία. Ναι, ευκαιρία λέω την κρίση! Επειδή:
Ποτέ άλλοτε ο λαός μας δεν ήταν τόσο συνειδητοποιημένος για τα λάθη που διέπραξε, έστω, με την καθοδήγηση των πολιτικών ηγητόρων του.
Ποτέ άλλοτε ο λαός μας δεν ήταν τόσο προβληματισμένος και ενωμένος, επειδή ακριβώς ένοιωσε προδομένος και πουλημένος.
Η οικονομική εξουθένωση και ο κοινωνικός εξευτελισμός που βιώνει ο λαός μας, είναι το καλύτερο αντίδοτο, ενάντια στην θανατίλα που αναπνέαμε.
Η ντροπή που αισθανόμαστε καθώς ακούμε να μιλούν, όπως μιλούν, για μας στην Ευρώπη, είναι η πιό καθαρή ενόραση με την οποία αντιμετωπίζουμε τα εγκλήματα που τελέσαμε.
Αυτή η ταλαιπωρία μας μπορεί να γίνει εφαλτήριο, που θα μας εκτινάξει και πάλι ψηλά, πολύ ψηλά.
Αυτή η σιωπηλή κραυγή μας μπορεί να γίνει ο ζωτικός μας λόγος, που θα δώσει παράδειγμα και πρόταση ζωής στη γηραιά μας Ήπειρο.
Αυτή η πνευματικότητα μπορεί να γίνει το νέο υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θα στηθεί ένας νέος κόσμος, που γεννιέται με μαιευτήρα την τωρινή οικονομική κρίση.
Σ’ αυτόν τόν νέο κόσμο το πνεύμα πρέπει να πάρει τη θέση του, επειδή το πνεύμα όσο παραθεωρείται, τόσο πιό απαιτητικό γίνεται. Και για μας τους χριστιανούς, το πνεύμα είναι ένα, το Άγιο Πνεύμα.
Αυτό τό αίτημα κατέδειξαν και οι πρόσφατες Εκλογές στην Ελλάδα, όπως τις σχολίασε σε συνέντευξή του ο Στέλιος Ράμφος στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» πριν από 10 ημέρες (συνέντευξη στον Αντώνη Παγκράτη, 1 Ιουνίου 2014).
«Έπειτα από 3 εκλογικές αναμετρήσεις, οι ψηφοφόροι ανέδειξαν τα κύρια ρεύματα του νέου πολιτικού συστήματος, επιφυλάχθησαν, όμως, να εκφράσουν κατηγορηματικά την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτά. Με τη σειρά τους τα Κόμματα οφείλουν να την κερδίσουν στις προσεχείς εκλογές, όποτε γίνουν. Έως τότε, θα δρουν εν αναμονή του ηθικού τους αναβαπτισμού στην εμπιστοσύνη των πολιτών».
«Εάν λησμονήσουμε την αρχή, πως οι θεσμοί υπάρχουν γιά τους ανθρώπους και πως υγεία της δημοκρατίας είναι η ηθική θεμελίωση της πολιτικής, τότε, θα προκαλούνται ισχυρές αντιδράσεις εναντίον των θεσμών».
«Τα δημοσιονομικά μεγέθη πρέπει να συνυπάρχουν λειτουργικά με γενναία πολιτική Παιδείας και Πολιτισμού, οι υλικές αξίες να συνυπάρχουν με πνευματικές. ...Η νομική τάξη χρειάζεται να μπολιαστεί με τη δυναμική μιας υπερεθνικής αλληλεγγύης, η οποία να ξεπερνά τις απρόσωπες δομές για να αγγίξει τις συνειδήσεις. Μη λησμονούμε ποτέ: σκοπός κάθε ιστορικής εξελίξεως, κάθε υλικής προόδου, είναι η ηθική προκοπή του ανθρώπου».
Κύριε Πρόεδρε,
Αυτή η ηθική την οποία εξάπαντος χρειαζόμαστε, είναι αυτή, που εσείς στην «Κιβωτό» μέσῳ της Οικογένειας και του Παιδιού προσπαθείτε να αναζωπυρώσετε στην ψυχή και στη ζωή του Κυπριακού λαού.
Εγώ την κατάσταση στην Κύπρο δεν μπορώ να την αφουγκραστώ, επειδή δεν την γνωρίζω καλά και ίσως, στους προβληματισμούς σας, δεν βοήθησα αρκετά. Περιέγραψα την κατάσταση όπως την έζησα και την βιώνω στην Ελλάδα, οπότε στην ομιλία μου αυτή (όπως έγραφαν οι παλιές ελληνικές ταινίες), «κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις, είναι ...τελείως συμπτωματική!».
Σας ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε.
+ Ο Αλεξανδρουπόλεως ΑΝΘΙΜΟΣ