Άρθρα - Απόψεις

Γιατί επιστρέφει η Τουρκία την ακίνητη περιουσία του Πατριαρχείου;

Μάλλον βιάζονται όσοι σπεύδουν να εκφράζουν ικανοποίηση για την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να επιστρέψει στο Πατριαρχείο την ιδιοκτησία που του κατέσχεσε...

Με έκδηλη ικανοποίηση ανάγγειλαν τα ελληνικά ΜΜΕ -και μέρος του πολιτικού κόσμου- την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να επιστρέψει στο Πατριαρχείο την ιδιοκτησία που του κατέσχεσε.

Ο σχολιασμός απουσίασε και όπου υπήρξε ήταν μάλλον επιπόλαιος. Διέβλεψαν μια κίνηση καλής θέλησης από τον κ. Ερντογάν.

Επειδή οι Τούρκοι δεν μας έχουν συνηθίσει σε κινήσεις καλής θέλησης, επειδή όπου εμφανίστηκε ως τέτοια υπέκρυπτε σχεδιασμούς ανατολίτικης (κουτο)πονηριάς, επειδή η στήλη είναι φύσει καχύποπτη (για να μη θεωρηθεί αφελής) και επειδή δεν είναι ευρέως γνωστά και άλλα γεγονότα, καλό είναι να σταθούμε στο θέμα.

Κατ’ αρχάς, στην "Επίσημη Εφημερίδα" της η Τουρκική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα του Τούρκου Πρωθυπουργού στις 28 Αυγούστου, σύμφωνα με το οποίο η ιδιοκτησία των μειονοτήτων, που είχε αφαιρεθεί το 1936 και κατασχέθηκε από την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου το 1975, θα επιστραφούν στους αρχικούς ιδιοκτήτες τους.

Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Aksam» αναφέρεται, ότι σύμφωνα με την απόφαση, οι ακίνητες περιουσίες, οι οποίες ανήκουν σε 162 ιδρύματα μειονοτήτων (όχι μόνον του Οικουμενικού Πατριαρχείου) θα πρέπει να επιστραφούν στα ταμεία των μειονοτήτων που ζουν στην Τουρκία, μέσα σε 12 μήνες. Στις μειονοτικές ομάδες θα πρέπει να καταβληθεί η αγοραία αξία του ακινήτου, που πωλήθηκε σε τρίτους.

Στις 15 Αυγούστου, ο Πρόεδρος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής της Αμερικής κ. Κεν Χασικιάν, με επιστολή που απέστειλε στην Υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Χίλαρι Κλίντον, εγκάλεσε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Άγκυρα για το ότι δεν είπε την αλήθεια στη Γερουσία και απλά μετέφερε σ’ αυτήν την τουρκική προπαγάνδα.

Τον κάλεσε δε να ζητήσει συγγνώμη από τα εκατομμύρια των εξοντωθέντων Χριστιανών από τις Οθωμανικές και Τουρκικές κυβερνήσεις. Δεν έμεινε μόνον στην επιστολή ο κ. Χασικιάν, αλλά το αρμενικό λόμπι κινητοποιήθηκε σε όλους τους τομείς (το ελληνικό ΥΠΕΞ απουσίαζε, αλλ’ επειδή γενικώς απουσιάζει, δεν αναφερόμαστε ειδικά).

Ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν ότι ο πρεσβευτής, κ. Φράνσις Ριτσιαρντόνε, εκλήθη στη Γερουσία και σε ερώτηση που του έγινε δήλωσε πως «οι περισσότερες από τις Χριστιανικές Εκκλησίες που λειτουργούσαν στην Τουρκία πριν από το 1915 εξακολουθούν να λειτουργούν και σήμερα».

Οι Αμερικανοί γερουσιαστές και τώρα και πολλές φορές στο παρελθόν τάχθηκαν υπέρ των αρμενικών απόψεων και πίεσαν την Τουρκία να συμμορφωθεί με τα διεθνώς ισχύοντα. Το ίδιο, κατ’ επανάληψη, πράττει και η Ε.Ε., θέτοντας μάλιστα την επίλυση του ζητήματος ως μια από τις προϋποθέσεις για την επιτυχή κατάληξη της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας.

Η απόφαση μάλιστα ελήφθη με ομοφωνία -επτά δικαστές στους επτά- ενώ ο Τούρκος δικαστής όχι μόνο δεν ζήτησε την εξαίρεσή του από την υπόθεση (κάτι που συνηθίζεται) αλλά ψήφισε κατά της χώρας του!

Με την απόφασή του το Δικαστήριο τόνισε τις επιφυλάξεις του για τον βακουφικό νόμο του 1935, στον οποίο στηρίζεται το τουρκικό κράτος για να καταπατά μειονοτικά ακίνητα στη χώρα.

Έτσι, η εν λόγω απόφαση προμηνύει και συνέχεια, εάν το Πατριαρχείο ή κάποιος άλλος θιγόμενος προσφύγει στο Δικαστήριο για άλλα καταπατηθέντα ακίνητα (αφού φυσικά εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα της Τουρκίας).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων βέβαια, έχει καταδικάσει την Τουρκία και για πράξεις του ψευδοκράτους στην Κύπρο, κάτι που επίσης θεωρήθηκε πρωτοφανές και δικαίωσε όσους Έλληνες της Κύπρου προσέφυγαν σ’ αυτό.

Ο κ. Ερντογάν επομένως, εκείνο το οποίο έκανε είναι προλάβει και άλλες καταδικαστικές αποφάσεις για τη χώρα του.

Υπάρχει ένα πρόβλημα, το οποίο οι λίγες νομικές γνώσεις δεν μου επιτρέπουν να αντιληφθώ. Η Τουρκία έχει υποβιβάσει το Πατριαρχείο ως απλό ίδρυμα του νομάρχη της Κωνσταντινούπολης.

Όσο το Πατριαρχείο δεν έχει νομική προσωπικότητα, δεν γνωρίζω πώς μπορεί να εμφανισθεί κάτοχος ακίνητης περιουσίας.

Ως κατακλείδα: Τι δίνουμε εμείς στη Θράκη; Ο νόμος 3647/2008 ορίζει ότι την εποπτεία στη μουσουλμανική βακουφική περιουσία ο Μουφτής.

Οι Τούρκοι απαιτούν -και δια των μουσουλμάνων βουλευτών του ελληνικού κοινοβουλίου- ο Μουφτής να εκλέγεται. Να ορίζεται δηλαδή ουσιαστικά από το τουρκικό Προξενείο.

Ταυτόχρονα, να ομαδοποιηθούν τα δεκάδες βακούφια ανά νομό. Αυτό σημαίνει, σημαντικά ποσά στα χέρια του Τούρκου Προξένου, προκειμένου να διοχετευθούν σε ανθελληνική προπαγάνδα.

Περί αυτού θα επανέλθουμε.

Οι Τούρκοι ζητούν ανταλλάγματα για την επιστροφή της περιουσίας στο Πατριαρχείο

Ο κ. Νταβούτογλου, σε δηλώσεις του στην εφημερίδα «Vatan», αποκάλυψε έναν από τους λόγους για τους οποίους η τουρκική κυβέρνηση σκοπεύει να επιστρέψει τη βακουφική περιουσία στις μειονότητες που ανήκουν:

«Θα αποτελούσε ωραίο παράδειγμα η επιστροφή των ακινήτων των ευαγών ιδρυμάτων που πέρασαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικότερα στα Βαλκάνια με πρώτη την Ελλάδα, στους εκεί ομογενείς μας που είναι υπήκοοί τους», είπε ο Τούρκος ΥΠΕΞ.

Γρήγορα δικαιωθήκαμε στην επιφύλαξη που διατυπώσαμε στο προχθεσινό μας άρθρο με τίτλο «Επιστρέφει η Τουρκία την ακίνητη περιουσία του Πατριαρχείου. Γιατί;».

Είχαμε εκφράσει την απορία μας για τη βιασύνη του μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών και ΜΜΕ να υποδεχθούν με έκδηλη ικανοποίηση την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης να επιστρέψει στο Πατριαρχείο την ιδιοκτησία που του κατέσχεσε.

Γράψαμε τότε: «Επειδή οι Τούρκοι δεν μας έχουν συνηθίσει σε κινήσεις καλής θέλησης, επειδή όπου εμφανίστηκε ως τέτοια υπέκρυπτε σχεδιασμούς ανατολίτικης (κουτο)πονηριάς, επειδή η στήλη είναι φύσει καχύποπτη (για να μη θεωρηθεί αφελής) και επειδή δεν είναι ευρέως γνωστά και άλλα γεγονότα, καλό είναι να σταθούμε στο θέμα».

Και αναλύαμε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να μετριασθεί ο ενθουσιασμός των βιαστικών. Μεταξύ των οποίων και του ελληνικού ΥΠΕΞ, όπου ο εκπρόσωπός του χαρακτήρισε την κίνηση Ερντογάν «θετικό βήμα σε ένα μακρύ δρόμο» (αντί της κατάργησης του υπουργείου Ναυτιλίας, μήπως έπρεπε να καταργηθεί το ΥΠΕΞ;)

 

Αρχιμ. Εφραίμ: "Πνευματική παρακαταθήκη Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού"

Παρακάτω ακολουθεί η ομιλία του Ηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, Αρχιμ. Εφραίμ, στο συνέδριο με θέμα "Μοναχισμός" στο Ιερό Κοινόβιο Οσίου Νικοδήμου, Πεντάλοφος Γουμένισσας.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Τριάντα περίπου χρόνια έζησα κοντά στον μακαριστό Γέροντά μας Ιωσήφ τον Βατοπαιδινό. Πάρα πολλές φορές είχα την δυνατότητα και κατ’ ιδίαν αλλά και στις κοινές κατηχήσεις με όλη την Αδελφότητα να ακούσω τους λόγους του που προέρχονταν από τις πνευματικές εμπειρίες και τα βιώματα των πολλών ασκητικών αγώνων του. Ευχαριστώ τον Θεό για αυτή Του την εύνοια.

Επίσης ευχαριστώ τον Θεό και για ένα άλλο λόγο· ότι ευρισκόμενος τόσο κοντά στον Γέροντα είχα την δυνατότητα να παρατηρώ πώς αντιδρούσε πνευματικά στις θλίψεις, στους διωγμούς και τις συκοφαντίες που επέτρεψε ο Θεός στον ίδιο, όπως αυτός έλεγε πάντα, για τις αμαρτίες του.

Είχα επίσης την υιϊκή πνευματική αναίδεια να τον ρωτώ με παρρησία για τις κρυφές πνευματικές διαθέσεις που είχε όχι μόνο στις δύσκολες στιγμές της ζωής του αλλά και στις πνευματικές παρηγορίες που ο Κύριος χάριζε πλούσια στην τόσο πιστή και ενάρετη ψυχή του.

Ο Γέροντάς μας Ιωσήφ γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1921 στην Δρούσια της Πάφου. Το 1937 εισέρχεται στην Ιερά Μονή  Σταυροβουνίου στην Κύπρο, όπου κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Σωφρόνιος. Εκεί θα ζήσει για δέκα χρόνια κοντά στον ενάρετο Γέροντα Βαρνάβα και τον ενάρετο πνευματικό παπα Κυπριανό, που με την προτροπή του πηγαίνει στο Άγιον Όρος και συνδέεται με τον γνωστό για την μεγάλη πνευματικότητά του, τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Συγκαταλέγεται στην συνοδία του όπου τότε βρισκόταν στα σπήλαια της Μικράς Αγίας Αννας.

Από την εμπειρία του ο μακάριος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής γνώριζε ότι ιδιαίτερο μυστικό της επιτυχίας του μοναχού είναι να να βιώσει από την αρχή της ασκητικής του ζωής το γεγονός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος, πράγμα το οποίο δώρισε με την προσευχή του ευθύς εξαρχής στον μοναχό Σωφρόνιο. Ένα μεσημέρι του είπε ότι το βράδυ, όπως συνήθιζαν να προσεύχονται μετά την δύση του ηλίου θα του στείλει ένα δώρο, να είναι έτοιμος να το πάρει, πράγμα που δεν κατανόησε προς στιγμήν ο π. Σωφρόνιος.

Το βράδυ όμως πριν προλάβει να επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου τρεις φορές, επισκιάστηκε από το έλεος του Θεού και αισθάνθηκε πρακτικά για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη ένταση, εν μέσω διαπύρων δακρύων την αγάπη του Χριστού και την βαθειά ταπείνωση που χαρίζει το Άγιον Πνεύμα. Είδε το βραβείο με τις ευχές του πατρός του. Έμελλε να αγωνιστεί πλέον σε όλη την υπόλοιπη ζωή του να το κατακτήσει και να το διατηρήσει.

Τα καλύτερα πνευματικά χρόνια της ασκήσεώς του τα έζησε όπως μας έλεγε κοντά στον θεοφόρο Γέροντά του και πνευματικό μας παππού, τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Από αυτόν, αν και ο ίδιος ήταν άκρως ησυχαστής, δεν παρέλαβε τον ίδιο τρόπο ζωής, δηλαδή την απόλυτη ησυχαστική βιοτή, αλλά τον όντως μακάριο τρόπο της υπακοής.

Οι κατηχήσεις και τα ασκητικά βιώματά του είναι η πνευματική παρακαταθήκη του που μας οδηγούν από την γή στον ουρανό και από τον θάνατο στην ζωή, εάν βεβαίως γίνουμε μιμητές κατά τις φτωχικές μας δυνάμεις των πράξεων και λόγων του.

Ο σοφός Γέροντας από την μακαρία εμπειρία του κοντά στον Γέροντά του σαν αφετηρία της ουρανόδρομης πορείας των μοναχών, όπως όλοι οι Πατέρες, έθετε πρωτίστως την αρετή της αποταγής και της ξενιτείας, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου «πάς εξ υμών, ός ουκ αποτάσσεται πάσι τοίς εαυτού υπάρχουσιν, ου δύναται είναι μου μαθητής»[1].

Διπλή είναι η υπόσταση του ανθρώπου, έλεγε, από σώμα και ψυχή, διπλή πρέπει να είναι και η αποταγή. Και η μέν πρώτη αφορά την απομάκρυνση από τα πράγματα του κόσμου, ακόμη και από τα συγγενικά μας πρόσωπα και εν πολλοίς διά της Χάριτος του Χριστού μας είναι η ευκολότερη. Δυσκολότερη όμως είναι η αποταγή των εμπαθών νοημάτων, επιθυμιών και «προλήψεων», όπως αναφέρουν οι Πατέρες τις κατ’ ενέργειαν αμαρτίες που υπάρχουν σαν συνήθεια και μνήμες στο διανοητικό μέρος της υπάρξεώς μας και κυρίως σε αυτήν την ίδια την καρδιά μας[2].

Μετά την αποταγή σαν πρώτιστο καθήκον του αποτασσόμενου έθετε την προσκόλληση σε πνευματικό Γέροντα είχε όλες τις αποδείξεις γι’ αυτό, πράγμα το οποίο θεωρούσε ότι οδηγεί την ψυχή στην τέλεια επιτυχία, εφόσον ο αποτασσόμενος τον κόσμο αποφασίσει να αρνηθεί διά του αγώνος της υπακοής όλα τα διανοήματα και τις επιθυμίες του. Διά της διδασκαλίας και της τηρήσεως του πνευματικού προγράμματος και των ευχών του αγίου πατρός του, ο υποτακτικός είναι ο πλέον ευμέθοδος αγωνιστής κατά του κόσμου και της αμαρτίας.

Με την αποταγή αποφεύγονται οι αιτίες που προκαλούν έντονα την ροπή προς τις διάφορες εφάμαρτες ηδονές και επιθυμίες. Ο αγωνιστής απολαμβάνει ήδη με την αποταγή «σχετική ελευθερία» αναφέρει ο Γέροντας. Όμως «ως προς τα νοήματα και τις μνήμες» που προκαλούν προς την αμαρτία και «είναι τυπωμένα στην φαντασία, χρειάζεται διανοητική εργασία και αγώνας»[3] προκειμένου να καθαρισθούν και να καταστεί ο εσωτερικός άνθρωπος θρόνος Θεού.

«Ψυχή και σώμα αλληλοεξαρτώνται και αλληλεπιδρούν και στην πνευματική πρόοδο και στην πνευματική ήττα και στην ζωή και στον θάνατο»[4].

Τόνιζε στους αρχάριους μοναχούς την εξής πνευματική λεπτομέρεια η οποία γέμει πνευματικής εμπειρίας, στην κατά Θεόν πορεία μας «στήν οποία βρίσκεται η κάθαρση, ο φωτισμός, η ανάπλαση και η σωτηρία»[5], πρέπει να διατηρούμε το θάρρος της πίστεως απέναντι στα «παράξενα συναισθήματα»[6] τα οποία εμφανίζονται χωρίς να το θέλουμε στην καρδιά μας, στον αόρατο πόλεμο με τις αρχές και εξουσίες του σκότους. Τα «παράξενα συναισθήματα» τα έλεγε και «αλλοιώσεις πνευματικές», οι οποίες εμφανίζονται άσχετα από την καλή μας πρόθεση, ακόμα και άσχετα από κάποιο πνευματικό μας λάθος ή ήττα που πιθανόν να υποστούμε όχι μόνο από την απειρία μας στα πνευματικά αλλά και λόγω των τόσων αδυναμιών της ανθρωπίνης φύσεώς μας.

Στα έντονα συναισθήματα της διαστροφής που προκύπτουν στον πόλεμο αυτό «χρειάζεται επιμονή και καρτερία ώστε να μην υποχωρήσουμε στην πρόθεση»[7] αλλά και την προγραμματισμένη καθημερινά άσκηση της υπακοής, της προσευχής, της περιεκτικής εγκρατείας και του υπολοίπου προγράμματός μας.

Η επιμονή διά της πίστεως στο πρόγραμμά μας επιβάλλεται σαν «πρακτική», που αποδεικνύει στον Θεό ότι και πάσχοντας εσωτερικά από όλα τα συναισθήματα της αμαρτίας εμείς πρακτικά με το σώμα μας δεν υποχωρούμε από κοντά Του ακόμη και αν χρειαστεί λόγω της πνευματικής αδυναμίας μας, κυρίως οι αρχάριοι, πολλές φορές να φτάσουμε στο σημείο απλώς να φυλάμε τους τοίχους του κελλιού μας για την αγάπη του Θεού μή βλέποντας μέσα στην ψυχή μας κανένα παρήγορο φως της θείας Χάριτος, καμμία θεία παράκληση.

Σιγά σιγά, παράλληλα με την πρακτική και την προσευχή, ο μακάριος Γέροντας μας ανέφερε διάφορες πνευματικές θεωρίες που ενισχύουν την πίστη και προκαλούν δι’ αυτής την συντομότερη έλευση του Ιησού στην καρδιά μας και που προέρχονται από τα αδιάψευστα λόγια του Κυρίου.

Τόνιζε πάντοτε ότι, η κλήση μας στον πνευματικό αγώνα και στους λαϊκούς και στους μοναχούς δεν είναι «επίνοια ή εξυπνάδα δική μας, αλλά επίνοια του Κυρίου, “ουχ υμείς με εξελέξασθε αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς και έθηκα υμάς ίνα υμείς υπάγητε και καρπόν φέρητε”[8] και “ουδείς δύναται ελθείν προς με εάν μή ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύςη αυτόν”[9]»[10]. Αυτά τα ιερά και θεία λόγια ο αρχάριος δεν μπορεί από απειρία του πνευματική να τα εγκολπωθεί εις τέλος. Αυτός ο βασανιστικός δισταγμός είναι δείγμα ανωριμότητας και απειρίας πνευματικής, διότι η επιλογή μας από τον Κύριο δεν μπορεί  παρά να είναι απόλυτα μέσα στα πλαίσια του προγράμματός του «ούς προώρισεν τούτους και εκάλεσεν· και ούς εκάλεσεν τούτους και εδικαίωσεν· ούς δε εδικαίωσεν τούτους και εδόξασεν»[11], μας έλεγε, με απόλυτη ταπεινή βεβαιότητα που προερχόταν από την ακράδαντη πίστη της θεωρίας που του είχε χαρίσει ο Θεός.

Όσο παραμένει ο αγωνιστής στον αγώνα, όσο άκαρπος και αν του φαίνεται στην αρχή, θα εννοήσει σύντομα την μεγάλη αλήθεια των προλεχθέντων λόγων, δεν ψεύδεται ο Θεός, μας κάλεσε και θα μας χαρίσει την Χάρη Του απέναντι σε κάθε απειρία, ή αδυναμία, ή αμαρτωλότητά μας αρκεί με κάθε τρόπο να καταβάλουμε την προσπάθειά μας, να μην υποχωρούμε κατά πρόθεση. Αυτό το συμπέρασμα προερχόταν ως λάφυρο από την πολυετή στον μοναχισμό εμπειρία του. Αυτή την σταθερότητα της κατά πίστη προθέσεως απέναντι στο νόμο της αμαρτίας που περιφέρουμε μέσα μας, θεωρούσε ο μακάριος ως βάση για την βεβαία επιτυχία.

«Είναι αδύνατο», μας έλεγε, «ψυχή που υπομένει μετά πίστεως μακροχρόνιο αγώνα χωρίς να στρέφεται εις τα οπίσω ή να αμελεί τα καθήκοντά της, να μην την ακούσει ο Θεός και να μην προκόψει»[12]. Σύντομα ο αγωνιστής ανάλογα με τον θείο ζήλο και την ταπείνωσή του θα αισθανεί την θεία βοήθεια, η Χάρις του Θεού δεν θα μπορεί ακόμη να παραμένει συνεχώς κατ' αίσθηση μαζί του, όμως θα παραμένει κατ' ενέργεια έως ότου διά της μακράς πείρας, απορρίψει η ψυχή κάθε δισταγμό και μπορέσει να εγκολπωθεί εις τέλος κατ' αίσθησιν την Χάρη του Θεού διά της ταπεινώσεως κυρίως αλλά και της βασίλισσας των αρετών, της αγάπης. Οι αρετές θα οδηγούν καθημερινά την ψυχή σε μεγαλύτερη πνευματική αίσθηση και φωτισμό που χαρίζεται σαν δώρο στην ψυχή που αγωνίζεται.

Σαν μιμητής της εσταυρωμένης ζωής του Χριστού, μας δίδασκε να μή γογγύζουμε στους πειρασμούς αλλά να αποδεχόμαστε πάντα το θέλημα του Θεού. Έλεγε: «Βλέπετε, οι άγιοι Πατέρες, διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας. Λοιπόν, όταν κρατούμε τον θώρακα της πίστεως θα αντέξουμε στον πόλεμο του διαβόλου και των οργάνων του. Κοιτάξτε, κανένας από τους Αγίους δεν βρήκε ειρήνη εξωτερική. Ο Θεός τους παρέδωσε σε βάσανα, σε θλίψεις, σε εξορίες, σε σκοτωμούς. Πού είναι λοιπόν σε εμάς το αφελές “γιατί;”πού προβάλλουμε συνεχώς. Αρα, υπάρχει “γιατί”; “Εν τώ κόσμω θλίψιν έξετε”[13], “έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομά μου”[14]»[15].

Δωρεάν μας έχει δοθεί άπαξ διά του Τιμίου Σταυρού του Κυρίου μας η σωτηρία. Για ποιό λόγο όμως δεν βιώνουμε σταθερά την βαθεία ειρήνη και τα υπόλοιπα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος; Φαίνεται ότι η ψυχή χρειάζεται έναν φυσιολογικό χρόνο ωρίμανσής της, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην σωματική ηλικία. Ένα μικρό παιδί, μας έλεγε, δεν υπάρχει τεχνικός τρόπος να το μεγαλώσει κανείς. Πρέπει να αυξηθεί εντελώς φυσιολογικά με την πάροδο του χρόνου. Γι' αυτό είναι ανάγκη ο κάθε αγωνιστής να τρέφεται πνευματικά με πνευματικές διδασκαλίες και αναγνώσματα και πρωτίστως με την ορθή ασκητική πρακτική, διότι κανείς δεν στεφανώνεται εάν δεν αθλήσει νόμιμα.

Στην υπακοή σε πνευματικό Γέροντα, με αγάπη και χαρούμενη διάθεση έδινε τα πρωτεία, γι' αυτό σε κάθε σχεδόν κατήχησή του, είτε αυτή αφορούσε την μετάνοια, είτε την προσευχή, είτε οποιαδήποτε άλλη αρετή, η αναφορά στην υπακοή δεν έλειπε έστω και εν συντομία.

Στην υπακοή, μας έλεγε, «δέν αξιολογείται τόσο η απόδοση των ενεργειών ή των επιτευγμάτων μας, όσο η ευαρέσκεια αυτού που δίνει τις εντολές, του Γέροντος και ηγουμένου ο οποίος επέχει τη θέση του ίδιου του Κυρίου»[16].

Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή στους υποτακτικούς να αποφεύγουν την αδιαφορία και αμέλεια για τα πνευματικά, να αποφεύγουν την αυτοπεποίθηση, την πίστη στον «ίδιο λογισμό». Η ευαρέσκεια του πνευματικού πατρός από την με ζήλο και πνευματική αγάπη διάθεση του υποτακτικού προς αυτόν, δίνει την δυνατότητα στην θεία Χάρη, για τον συγκεκριμένο υποτακτικό, την συγκεκριμένη στιγμή, που ενεργεί έτσι, να εκδηλώνει διά του Γέροντός του την προφητική της δύναμη.

Ένας από τους αγαπημένους στον Γέροντά μας Ιωσήφ συνασκητές, ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, γνωρίζοντας την δύναμη αυτής της αλήθειας θυσίαζε τελείως την λογική του ακόμα και μπροστά στον υπέργηρο Γέροντά του, ο οποίος ερωτώμενος πολλάκις από αυτόν του έδιδε απαντήσεις για διάφορες υποθέσεις της καθημερινής ζωής τελείως παράλογες, που όμως αποδεικνυόταν εκ των υστέρων ότι ένεκεν της διαθέσεως και πίστεως του υποτακτικού προείχαν τον ορθό τρόπο ενέργειας και πορφητικής δυνάμεως ακόμα και στην καθημερινότητα. Η πραγματική υπακοή είναι ταυτόχρονα ταπείνωση, αγάπη και πίστη, μας έλεγε. Ως απόφαση είναι ταπείνωση, όταν εφαρμόζεται γίνεται έμπρακτη αγάπη και άρα στη συνέχεια  ολοκληρωμένη πίστη στον Θεό. Όχι πίστη αρχική σαν αυτήν που έχουν όλοι οι πιστοί, αλλά πίστη που προέρχεται από την θεωρία του Πνεύματος. Πίστη εδρασμένη στην υπακοή, δηλαδή στην ταπείνωση και την αγάπη που προκαλεί στην καθαρή ψυχή του αγωνιζομένου τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.  «Το Πανάγιο Πνεύμα, η πηγή και ρίζα κάθε αγαθότητος και αρετής»[17] αναπαύεται σε αυτόν τον αγώνα, σε αυτήν την πνευματική πραγματικότητα.

Ο λόγος του Γέροντος ήταν πάντοτε πολύ περιεκτικός σε πνευματικά νοήματα. Παράλληλα με την υπακοή τοποθετούσε την αδιάλειπτη προσευχή. Η προσευχή βρίσκει τον γνήσιο υποτακτικό έτοιμο να δεχθεί την θεία παρουσία, να έχει υπομονή στις θλίψεις, ανεκτικότητα στα λάθη του πλησίον, επίγνωση του πνευματικού νόμου και γενικά της παρουσίας της θείας Χάριτος.

Με βάση την υπακοή διά της εν μετανοία προσευχής επιτυγχάνεται σιγά σιγά ο φωτισμός και η κάθαρση της καρδίας. Αυτή είναι η μακροχρόνια περίοδος της πνευματικής σποράς και της καλλιέργειας στον αγρό της ψυχής· επακολουθεί η απόκτηση των αρετών που γίνεται ανεπαίσθητα όταν κανείς επιμένει στον πνευματικό αγώνα.

Σε κάποια χρονική στιγμή, η ψυχή βιώνει εντονότερα τις αρετές σαν μονιμότερη κατάσταση εσωτερικού φωτισμού και αγαλλιάσεως, είναι η περίοδος της ανθοφορίας, η ψυχή χαίρεται στην αγαθή, ειρηνική και παντοδύναμη παρουσία του Πνεύματος.

Ήδη από την περίοδο της ανθοφορίας των αρετών και του φωτισμού η θεία Χάρις δείχνει στον αγωνιζόμενο, με κάποιες μυστικές ελλάμψεις, για να προκαλεί τον θείο ζήλο του στον πνευματικό αγώνα, την παρουσία των μεγάλων χαρισμάτων του Πνεύματος, ανάλογα με τον χαρακτήρα και το πνευματικό μέγεθος του κάθε αγωνιζομένου.

Και τί συμβαίνει μετά από όλα αυτά; Εκείνος που έπασχε τα πνευματικά, δεν μπορούσε πλέον να βρεί τα κατάλληλα λόγια για να μας τα εξηγήσει πλήρως. Μας διευκρίνιζε ο Γέροντας, ότι μετά τον φωτισμό και διά των αγίων αρετών η ψυχή εισέρχεται στον γνόφο της Θεότητος, και θυμόταν τα λόγια της Αρχιερατικής προσευχής του Ιησού. «Σύ Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοί ίνα και αυτοί εν ημίν έν ώσιν… καθώς ημείς έν εσμέν»[18]. «Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τώ ονόματί σου»[19]. Αυτή η ενότης με τον Ιησού, είναι η ενότης με τον Πατέρα. Όταν ο απόστολος Φίλιππος ζήτησε, «Κύριε δείξον ημίν τον Πατέρα», Εκείνος απάντησε, «τοσούτον χρόνον μεθ' υμών ειμί και ουκ έγνωκάς με Φίλιππε»[20]; Από αυτή πλέον την ενότητα με τον Ιησού, απορρέει προς τον αγωνιζόμενο η διά της πνευματικής θεωρίας οντολογική γνώση του προσώπου του Θεού. Και εκείνα τα χαρίσματα του Πνεύματος που ο αγωνιζόμενος είναι δεκτικός να έχει και σύμφωνα με τις ανάγκες του πληρώματος της Εκκλησίας, μόνον και μόνον διά τήν, εν αγάπη Χριστού, οικοδομή του πλησίον.

Τότε ο άνθρωπος νιώθει ακόμη και εν μέσω διαφόρων εξωτερικών πειρασμών και θλίψεων ότι διά του Χριστού είναι ελεύθερος. Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που επισκίασε την ψυχή αναβλύζει μέσα από την καρδιά άρρητο φως αγαλλιάσεως και τότε πιά δεν χρειάζεται ο αγωνιστής να καταβάλλει ιδιαίτερο κόπο. Ξέρει από την πολυετή πλεόν εμπειρία του ότι μόλις στραφεί προς τον Ιησού, έρχεται Αυτός ο ίδιος, σαν φώς, σαν Αγάπη, σαν έρωτας. Πού τότε τα πάθη, πού ο εγωισμός, πού ο θυμός, πού η κοσμική λύπη;

Ο Χριστός στην καρδιά μας και καμμία θλίψη, κανένα πάθος, κανένας δαίμονας, καμμία συκοφαντία, κανένας πειρασμός, κανένας θάνατος δεν έχει την παραμικρή υπόσταση.

Εκτός από την μονολόγιστη προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», του οποίου οι καρποί είναι πάρα πολλοί, θεωρούσε ότι ο εξομολογητικός τρόπος προσευχής είναι πολύ καρποφόρος και παρηγορητικός, διότι «αισθανόμαστε αυτά που λέμε» και «ο νους δεν σκορπίζεται στον μετεωρισμό επειδή αυτός παράγει τα νοήματα και τα λόγια της προσευχής»[21]. Αυτό γίνεται αφορμή να συγκρατείται ο όντως ακράτητος νούς.

Από την διαρκή προσπάθεια και διακριτική βία που καταθέτει ο κάθε αγωνιζόμενος πνευματικά αντιλαμβάνεται σιγά σιγά ότι είναι αδύνατος στο να νικήσει οποιοδήποτε πάθος ή να αποκτήσει οποιαδήποτε αρετή άνευ της Χάριτος του Κυρίου.

Έτσι γεννιέται εντός του η υπαρξιακή, η οντολογική, διαρκής αυτομεμψία και αυτοκατάκριση, που είναι κατηγόρημα της μετανοίας και της ταπεινώσεως, αλλά και της θείας αγάπης. Αγαπούσε πολύ, γι' αυτό και κατηγορούσε συνεχώς τον εαυτό του.

Η αυτομεμψία που στην αρχή για κάθε αγωνιζόμενο είναι κόπος, διότι συναντά στην καρδιά το «σκληρό κέλυφος της υπερηφανίας και οιήσεως», για αυτόν ήταν μόνιμο βίωμα, που ξεκίνησε όπως έλεγε κοντά στην πρακτική υπακοή και τα μαθήματα που έπαιρνε από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή.

Η αυτομεμψία δόθηκε στην καθαρή και αγνή ψυχή του στην αρχή σαν ταπείνωση και αργότερα σαν φως αγάπης τόσο μεγάλο και τόσο ισχυρό, που όταν ρωτήθηκε από κάποιον από εμάς για τις συκοφαντίες που επαναλαμβάνονταν εναντίον του κάθε τόσο από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είπε, «δέν με ενοχλούν παιδί μου, κατηγορώ εγώ τον εαυτό μου περισσότερο από αυτούς». Πράγματι επέμενε στις διδασκαλίες του να μας μιλάει για την πρακτική άσκηση και την αυτομεμψία, που όταν εφαρμοστεί οδηγεί σίγουρα και βέβαια στον θείο έρωτα και στην θεία σύγκραση, παρά να ομιλεί για θεωρίες «πνευματικές», που εξάπτουν την φαντασία και την οίηση στους αγωνιζομένους.

Ξέφευγε όμως συχνά και αποκαλύπτονταν τα κρυμμένα βιώματά του, όταν μιλώντας για τον θείο έρωτα μας έλεγε, «δέν μπορώ να καταλάβω την γενιά αυτήν εδώ. Ο Χριστός είναι η ζωή μας, η αγάπη μας, το κέντρο της υπάρξεώς μας. Γιατί δεν πέφτουμε οι αμαρτωλοί με παρρησία στην αγκαλιά Του; Αυτός μας παρακαλεί. Μας παρακαλεί, το καταλαβαίνετε; “μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν”[22], “άκουσε, άκουσε”, έλεγε θαυμάζοντας, “παρακαλεί ο Χριστός εμάς να μείνουμε μαζί Του”. Και συνέχιζε, “δέν γνωρίζετε πόσο και πώς προσεύχομαι να βιώσετε αυτά τα λόγια του Κυρίου: “καθώς ηγάπησέν με ο Πατήρ καγώ ηγάπησα υμάς· μείνατε εν τη αγάπη τη εμή”[23]. Δάκρυζε ο μακάριος Γέρων μή μπορώντας να συνεχίσει από τους λυγμούς τα ουρανόσταλτα σε μας λόγια του και επαναλάμβανε: “Τεκνία μου”, έλεγε ο Χριστός στους αγίους Αποστόλους και σε εμάς “μείνατε εν τη αγάπη τη εμή”»[24].

Η εξομολογητική πράξη της προσευχής είναι συνήθως αυτομεμψία και επίγνωση της απόλυτης αδυναμίας μας, έλεγε,  αλλά και αίσθηση της ενοχής μας. Αυτή ήταν η μόνιμη κατάσταση και διάθεση της βαθιάς καρδιάς του μακαρίου Γέροντα, και από αυτήν τη διάθεση της διαρκούς ταπεινώσεώς του ήταν πληγωμένος πνευματικά, ώστε το πένθος και τα πνευματικά δάκρυα να τον ανεβάζουν στα ύψη της αγάπης του Θεού και σε αυτήν την ίδια την υιοθεσία για την πολλή του καθαρότητα.

Ο ίδιος είχε πολύ μικρή κατά κόσμον παιδεία. Πήγε μέχρι Δευτέρα Δημοτικού. Όμως τόσο πλούσιο ήταν το φως του Κυρίου στην ψυχή του που διά της εν Αγίω Πνεύματι αγάπης είχε απόλυτη αίσθηση του τί συνέβαινε στα πνευματικά του παιδιά. Μου έλεγε πολλές φορές: «Σήμερα, παιδί μου, εκεί που εργαζόμουν, ήταν τόσο έντονη η πνευματική μου αίσθηση ότι πάσχει το τάδε πνευματικό μου παιδί, δεν μπορούσα να συνεχίσω να εργάζομαι. Έφυγα να προσευχηθώ, να παρακαλέσω τον Θεό».

Είχε φθάσει ο μακάριος σε τόσο μεγάλο μέτρο αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον και για όσους δεν τον γνώριζαν, ετίθετο το ερώτημα πώς ένας αγράμματος άνθρωπος συνέγραψε δεκαέξι πνευματικά βιβλία; Η απάντηση είναι απλή, με την Χάρη του Θεού, την προερχόμενη από το γεγονός της Πεντηκοστής. Όπως και οι αγράμματοι ψαράδες του Χριστού αναγέννησαν και μεταμόρφωσαν την οικουμένη.

Είκοσι πέντε χρόνια σαν ιερουργός, όσες φορές ερχόταν ο μακάριος Γέροντας να μεταλάβει, τα δάκρυά του ήταν ποτάμια. Ούτε μία φορά δεν μετέλαβε χωρίς δάκρυα.

Είχε μόνιμη στην καρδιά του την πνευματική αίσθηση της αγάπης της Παναγίας την οποία αγαπούσε  τόσο πολύ. Και μόνο στο άκουσμα του ονόματός Της δάκρυζε.

Οι προσευχές του Γέροντα για όλο τον πάσχοντα κόσμο ήταν πύρινες. Προσευχόταν όχι μόνο για γνωστούς και αγνώστους αλλά και για τους συκοφάντες του. Ένα πρωινό τον είδα καταπονημένο και τα μάτια του δακρυσμένα. Τον ρώτησα: «Τι συμβαίνει Γέροντα και είσαι τόσο καταπονημένος»; Και μου είπε: «Σήμερα το βράδυ, παιδί μου, προσευχήθηκα πολλές ώρες. Έκλαψα πολύ για εκείνον που λέει αυτά τα συκοφαντικά πράγματα σε βάρος μου. Παρακάλεσα ο Θεός να φωτίσει και σώσει την ψυχή του».

Είχε φτάσει ο μακάριος σε τέτοια τελειότητα που ποθούσε από θείο έρωτα τον θάνατο, «αναλύσαι και συν Χριστώ είναι»[25]. Κάθε φορά που τον έβλεπα, ιδίως τον τελευταίο χρόνο πριν την κοίμησή του, μου έλεγε με νοσταλγία «περιμένω το τρένο παιδί μου, αλλά αργεί να έρθει».

Κοιμήθηκε ο μακάριος Γέροντας την 1η Ιουλίου 2009 και μετά από μιάμιση ώρα περίπου χαμογέλασε σφραγίζοντας έτσι έμπρακτα την μαρτυρία της Κοινής Αναστάσεως.

Την χαρά και την αγαλλίαση των συκοφαντημένων και διωγμένων βίωνε ο μακάριος Γέροντας στην γή κατά τό, «μακάριοί εστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι πάν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού, χαίρετε και αγαλλιάσθε ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοίς ουρανοίς»[26]. Χαμογέλασε ο μακάριος Γέροντας μετά τον θάνατό του γιατί έκλαψε πνευματικά και καθάρισε διά της μετανοίας την καρδιά του. «Μακάριοι οι κλαίοντες νύν ότι γελάσετε»[27] είχε πεί το αψευδές στόμα Εκείνου, που ο Γέροντας με ένα μοναδικό τρόπο αγάπησε στην ζωή του.

Ποιός νεκρός χαμογέλασε μετά τον θάνατό του; Αλλά ο Γέροντας δεν πέθανε, μόνο κοιμήθηκε κατά τον λόγο του Κυρίου, «εισί τινες των ώδε εστηκότων οίτινες ου μή γεύσονται θανάτου»[28]. Κοιμήθηκε, και αντί για λύπη η Αδελφότητα γιόρταζε την ανάστασή του.

Το Πνεύμα μαρτυρούσε με την έντονη παρουσία Του την χαρά που έγινε στους ουρανούς. Η Χάρις του Κυρίου μας βεβαίωσε με αισθητό τρόπο ότι απήλαυσε τέλειο μέτρο υιοθεσίας και παρρησίας προς τον Χριστό, ώστε ήταν ελεύθερος να διαχειριστεί το κεκοιμημένο σώμα του.

Ηταν ο αναμορφωτής της Μονής Βατοπαιδίου, όπως είχε προειπεί ο Γέροντας Εφραίμ ο Κατουνακιώτης και ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης. Προτίμησε εκουσίως την αφάνεια, την αδιαμαρτύρητη υπομονή στην συκοφαντία, την αδοξία και γι’ αυτό ο Θεός τον εδόξασε. Μας επιβεβαίωσε με αισθητό τρόπο την παρρησία που έχει προς τον Θεό σαν γνήσιος υιός προς τον πατέρα.

Η τελευταία παντοτινή και πρόσφατη παρακαταθήκη του ήταν ο εξής λόγος: «Αγαπάτε αλλήλους· αν είστε ενωμένοι με την αγάπη κανείς και ποτέ δεν θα μπορέσει να σας κάνει κακό». Είχε και βίωνε μια βαθιά θεώρηση της αγάπης. Έλεγε ότι, «ο Θεός δεν έχει αγάπη αλλά είναι αγάπη, οντολογικά είναι αγάπη. Η αγάπη είναι η ολοκλήρωση της προσωπικότητός μας, δεν είναι αρετή.

Είναι αυτό τούτο το πρόσωπο του Χριστού. Κοιτάξτε μέσα σας και θα διαπιστώσετε ότι όταν λείπει η αγάπη είστε ταραγμένοι. Δεν υφίσταται το πρόσωπο χωρίς αγάπη». Και συνέχιζε: «Εκείνος που κρατάει την αγάπη είναι δυνατόν να κατηγορήσει, είναι δυνατόν να μεμφθεί, είναι δυνατόν να παρακούσει, είναι δυνατόν να παρεξηγήσει; Αφού αγαπάει. Έ, η αγάπη είναι καθήκον, είναι στοιχείο οντολογικό.

Οφείλουμε να αγαπούμε τους εχθρούς μας και οφείλουμε να θυσιάζουμε την ψυχή μας για τον πλησίον. Μας το έδειξε αυτό, ο ίδιος ο Χριστός στον επίγειο βίο Του πρακτικά, δεν μας το είπε προτρεπτικά».

Προσπαθήσαμε κατά δύναμη να αναφερθούμε στα κύρια σημεία της πνευματικής διδασκαλίας του Γέροντος Ιωσήφ, που συνιστούν την πνευματική παρακαταθήκη του. Η Αδελφότητα της Μονής Βατοπαιδίου ενωμένη προσπαθεί πάντοτε να υπακούει στους λόγους του. Αισθανόμαστε και στηριζόμαστε στις ευχές του.



[1] Λουκ. 15, 33.

[2] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σσ. 9-10.

[3] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 10.

[4] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 10.

[5] Ό.π.

[6] Ό.π.

[7] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 10.

[8] Ιω. 15,16.

[9] Ιω. 5,44.

[10] Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 11.

[11] Ρωμ. 8,30.

[12] Από ομιλία σέ Συνάξεις τής Αδελφότητας στήν Μονή Βατοπαιδίου.

[13] Ιω. 16,33.

[14] Ματθ. 10,22.

[15] Από ομιλία σέ Συνάξεις τής Αδελφότητας στήν Μονή Βατοπαιδίου.

[16] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 191.

[17] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 193.

[18] Ιω. 17,21-22.

[19] Ιω. 17,11.

[20] Ιω. 14,8-9.

[21] Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Βατοπαιδινές κατηχήσεις, Άγιον Όρος 1999, σ. 337.

[22] Ιω. 15,4.

[23] Ιω. 15,9.

[24] Από ομιλία σέ Συνάξεις τής Αδελφότητας στήν Μονή Βατοπαιδίου.

[25] Φιλιπ. 1,23.

[26] Ματθ. 5,11-12.

[27] Λουκ. 6,21.

[28] Μάρκ. 9,1.


Σύναξη Προκαθημένων με φόντο τη σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου

Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτή την ώρα η Σύναξη των Προκαθημένων των Πέντε Πρεσβυγενών Πατριαρχείων, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου.

Μια σύναξη που κατά κάποιο βαθμό καταργείται το Συνοδικό σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ οι Προκαθήμενοι που συμμετέχουν στη σύναξη, δεν εκπροσωπούν ούτε το ένα δέκατο των Ορθοδόξων πιστών.

Αλλά όχι μόνο καταργείται το συνοδικό σύστημα αλλά παραγκωνίζονται οι τοπικές εκκλησίες δημιουργώντας διακρίσεις στο ίδιο το Σώμα του Χριστού, πρακτική η οποία παραμένει άγνωστη μέσα στην Ορθόδοξη παράδοση και αυτό γιατί μια τέτοια σύνοδος, όπως ο ίδιος ο Πατριάρχης την ονομάζει δεν υπάρχει μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση αφού δεν είναι ούτε ενδημούσα ούτε μείζονα και υπερτελής, μορφές συνόδων δηλαδή που γνωρίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία.

Πάντως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην εναρκτήρια ομιλία του, αναφέρθηκε στους πειρασμούς που περνάει η ανθρωπότητα σήμερα, αλλά περισσότερο στη Μέση Ανατολή.

Επίσης ο κ. Βαρθολομαίος υπογράμμισε ότι η Εκκλησία καλείτε να στηρίξει τον δοκιμαζόμενο λαό, ενώ τόνισε ότι «Είναι επιτακτικό χρέος ημών να συνερχώμεθα επί το αυτό προς ανταλλαγή απόψεων και κοινή αντιμετώπιση των αναφυομένων εκάστοτε σοβαρών προβλημάτων εν τω ζωή της Εκκλησίας.»

Εν συνέχεια εξέφρασε την αγωνία του για τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη Μέση Ανατολή, καθώς και στις πολιτικές εξελίξεις που επηρεάζουν την ζωή του Ορθοδόξου ποιμνίου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, αφού ανέφερε πως «Τα γενικότερα θέματα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας αφορούν, βεβαίως, εις πάσας τας εν τη οικουμένη Ορθοδόξους Εκκλησίας», συμπλήρωσε ότι «Η παρούσα Σύναξη ημών ουδόλως, συνεπώς, προσκρούει εις την γενικωτέρα διορθόδοξο συνεργασία, μάλλον δε και αποτελεί περαιτέρω ενίσχυση αυτής δια της συμβολής των παλαιφάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την προαγωγήν της Ορθοδόξου μαρτυρίας εν τω κόσμω.»

Παρόλο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε ότι συγκάλεσε σύνοδο για τα θέματα της Μέσης Ανατολής, στο λόγο του αναφέρθηκε στη σύγκληση της Μεγάλης Συνόδου τονίζοντας ότι «θα ανταλλάξουμε απόψεις και για την πορεία της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας…. Η οποία βρίσκεται ουχί μακράν του στόχου της».

Η άμεση παραδοχή για ανταλλαγή απόψεων σχετικά με τη σύγκλιση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, δυστυχώς είναι μια επίσημη δήλωση δημιουργίας παρατάξεων και χωρισμού του Σώματος του Χριστού κάτι που λογικά θα προκαλέσει τις αντιδράσεις των υπολοίπων τοπικών εκκλησιών και όχι άδικα, αφού δημιουργούνται α' και β' τάξεως εκκλησίες, αγνοώντας όπως φαίνεται τα λόγια του Χριστού σχετικά με τον εργάτη που προσήλθε την ενδεκάτη στον αμπελώνα του και όμως ο Κύριος του τον αντάμειψε όσο και εκείνον που δούλεψε από το πρωί.

Αυτό σημαίνει οτι στα μάτια του Θεού δεν υπάρχουν διακρίσεις, είναι όλοι ίδιοι, ακόμη και αυτοί που άργησαν να προσέλθουν στην Ορθοδοξία.

Επίσης ο κ. Βαρθολομαίος σημείωσε ότι η «Σύναξη πραγματοποιείται εις ημέρας δυσχερείς δι’ όλη την ανθρωπότητα, όλως δε ιδιαιτέρως δια την γεωγραφική ημών περιοχή. Οι πιστοί ημών, αλλά και άλλοι πολλοί, αναμένουν εναγωνίως παρ ημών λόγο παραμυθίας και παρακλήσεως, ενισχύσεως και στηριγμού».

Ας ευχηθούμε η κίνηση αυτή του Οικουμενικού Πατριάρχη να μην διασπάσει ανεπανόρθωτα την ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αφού δεν προσκλήθηκαν όλοι οι Προκαθήμενοι όπως έπρεπε τελικά…

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ:

Ο Μ Ι Λ Ι Α

ΤΗΣ Α. Θ. ΠΑΝΑΓΙΟΤΗΤΟΣ

ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ

κ. κ. Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Υ

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΑΞΙΝ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ

ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΩΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΩΝ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

(1 Σεπτεμβρίου 2011)

 

Μακαριώτατοι καί λίαν ἀγαπητοί ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί,

 

Δόξαν καί εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ ἡμῶν, διότι ἠξίωσεν ἡμᾶς νά συναντηθῶμεν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ ἐπί τό αὐτό, ἵνα «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» διαδηλώσωμεν τήν ἀγάπην, τήν συνδέουσαν ἡμᾶς καί τάς ὧν ἡγούμεθα Ἁγιωτάτας ἡμῶν Ἐκκλησίας, καί δή καί ἐν ἡμέραις δοκιμασίας καί πειρασμῶν δι᾿ ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, μάλιστα δέ διά τούς παροικοῦντας ἐν τῷ γεωγραφικῷ χώρῳ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν.

Μετά πλείστης καί βαθείας ἀγάπης ὑποδεχόμεθα ὑμᾶς εἰς τήν καθέδραν τοῦ ἱστορικοῦ καί μαρτυρικοῦ τούτου Θρόνου, εὐχαριστοῦντες ὑμῖν ἀπό καρδίας διά τήν πρόθυμον ἀνταπόκρισιν ὑμῶν εἰς τήν πρόσκλησιν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος εἰς τήν παροῦσαν Σύναξιν.

Ἐκτιμῶμεν βαθύτατα τήν ἀδελφικήν προθυμίαν ὑμῶν καί τόν κόπον, εἰς τόν ὁποῖον ὑπεβλήθητε, διά νά ἔλθητε ἐνταῦθα, εὐχόμεθα δέ ὅπως ἡ διαμονή ὑμῶν εἰς τήν ἱστορικήν ταύτην Πόλιν ἀποτελέσῃ εὐχάριστον κατά πάντα ἐμπειρίαν, ἡ δέ συνεργασία ἡμῶν ἀποδειχθῇ καρποφόρος ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς ἑνότητος καί τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀποστολῆς τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν ἡμῶν καί τῆς καθόλου Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οὖσα «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλ᾿ οὐχί «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 17, 14), δέον νά μή «συσχηματίζηται τῷ αἰῶνι τούτῳ» (Ρωμ. 12, 2), γνωρίζουσα καί πιστεύουσα ὅτι «ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ» (Ι Ἰωάν. 2, 17), καί διά τοῦτο οὐδέν σταθερόν καί μόνιμον ἐν τῇ Ἱστορίᾳ, ἀλλά πάντα τά ἐν αὐτῇ ὑπόκεινται εἰς μεταβολάς, πολλάκις ἀπροσδοκήτους καί ραγδαίας.

Διά τοῦτο καί ἡ Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία, στοιχοῦσα τῇ μακραίωνι παραδόσει καί τῇ ἐκκλησιολογίᾳ αὐτῆς, ἀπέχει πάντοτε πάσης ἀναμείξεως εἰς τήν πολιτικήν καί εἰς διαμάχας καί συγκρούσεις κοσμικῶν δυνάμεων οἱασδήτινος μορφῆς.

Ἡ στάσις αὕτη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν ἐν τῷ κόσμῳ καί τῇ ἱστορίᾳ διαδραματιζομένων οὐδόλως, ὅμως, ὑποδηλοῖ ἀδιαφορίαν καί ἀπάθειαν ἔναντι αὐτῶν. Τοῦτο δέ, διότι τά ἐν τῷ κόσμῳ καί τῇ Ἱστορίᾳ συμβαίνοντα ἐπηρεάζουν βαθύτατα τήν ζωήν τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, προκαλοῦντα πολλάκις σοβαρότατα προβλήματα διά τήν εἰρηνικήν διαβίωσιν καί, ἐνίοτε, καί δι᾿ αὐτήν τήν ἐπιβίωσιν τῶν ἀνθρώπων.

Τοῦτο συμβαίνει ἰδιαιτέρως εἰς περιπτώσεις αἱματηρῶν συρράξεων, συνεπαγομένων καταστροφάς τῶν εἰρηνικῶν καί πολιτιστικῶν ἐπιτευγμάτων τῶν λαῶν ἀλλά καί ἀπώλειαν ἀνθρωπίνης ζωῆς καί δυστυχίαν εἰς τούς ἀνθρώπους. Εἰς τάς περιπτώσεις ταύτας δοκιμάζεται καί αὐτή ἀκόμη ἡ πίστις τῶν ἀνθρώπων, καί κλονίζονται τά θεμέλια τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας, ριπτομένης καί αὐτῆς εἰς τήν δίνην τῆς ἀβεβαιότητος ὡς πρός τό τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα.

Εἰς τάς περιπτώσεις ταύτας ἡ εὐθύνη τῶν ἐμπεπιστευμένων ὑπό τοῦ Θεοῦ τήν ἡγεσίαν καί διαποίμανσιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καθίσταται ἐπιτακτική.

Καλούμεθα νά στηρίξωμεν, παρακαλέσωμεν καί καθοδηγήσωμεν τόν δοκιμαζόμενον λαόν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά προβῶμεν εἰς πᾶσαν ἐπιβεβλημένην ἐνέργειαν ἔναντι τῶν κρατούντων, ἐπί τῷ τέλει τῆς προστασίας τοῦ ἐμπιστευθέντος ἡμῖν ποιμνίου ἀλλά καί τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ γεωγραφικῇ ἡμῶν περοχῇ.

Τήν πελωρίαν ταύτην εὐθύνην δέν δυνάμεθα νά ἐκπληρώσωμεν ἄνευ ἀλληλοβοηθείας καί ἀλληλεγγύης μεταξύ ἡμῶν. Ὡς τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ, «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη» (Α’ Κορ. 12, 26).

Αἱ κατά τόπους Ἐκκλησίαι ἀποτελοῦμεν ἕν σῶμα καί, παρά τήν ὀργάνωσιν ἡμῶν εἰς «αὐτοκεφάλους» Ἐκκλησίας, δέν παύομεν νά ἀποτελῶμεν μίαν Ἐκκλησίαν, τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ.

Εἶναι, συνεπῶς, ἐπιτακτικόν τό χρέος ἡμῶν νά συνερχώμεθα ἐπί τό αὐτό πρός ἀνταλλαγήν ἀπόψεων καί κοινήν ἀντιμετώπισιν τῶν ἀναφυομένων ἑκάστοτε σοβαρῶν προβλημάτων ἐν τῷ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας.

Τό χρέος τοῦτο συναισθανόμενον καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ εὐθύνῃ αὐτοῦ διά τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ἔλαβε τήν πρωτοβουλίαν καί τῆς παρούσης Συνάξεως ἡμῶν ἀνταποκρινόμενον εἰς κατεπεῖγον αἴτημα τῶν καιρῶν.

Ὄντως, προσφιλέστατοι καί σεβάσμιοι ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, πολλήν ἀνησυχίαν, καί δή καί ἀγωνίαν, προξενοῦν τά συμβαίνοντα ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐν τῷ χώρῳ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἐν τῷ ὁποίῳ μεγίστη ἀναταραχή ἐπικρατεῖ μετ᾿ ἀπροβλέπτων συνεπειῶν διά τήν εἰρήνην καί τήν εὐημερίαν τῶν ἐκεῖ διαβιούντων.

Τά ἐν τῇ περιοχῇ ταύτῃ συμβαίνοντα ἐπηρεάζουν οὐχί μόνον τήν ζωήν τῶν ἐκεῖ Ὀρθοδόξων πιστῶν, ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν ὑπόστασιν τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι ἀπό καιροῦ ἀντιμετωπίζουν ἀπροκλήτους, ὡς μή ὤφελεν, ἐχθρικάς διαθέσεις ἀπό μέρους μερίδος πιστῶν ἄλλων θρησκειῶν. Οὕτω, τό ρευστόν καί ἀπρόβλεπτον τῶν πολιτικῶν ἐξελίξεων ἐν τῇ περιοχῇ ταύτῃ ἐπιτείνει τήν ἀγωνίαν διά τό μέλλον καί τῶν ἐκεῖ ἀπό αἰώνων παροικουσῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπερ καθιστᾷ ἀναγκαίαν τήν συνετήν ἐκ μέρους πάντων ἡμῶν στάσιν ἔναντι τῶν ἐξελίξεων τούτων, ἵνα προστατευθῇ τό ποίμνιον τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν καί διασφαλισθῇ ἡ εὐστάθεια αὐτῶν ἐν τῷ χώρῳ τούτῳ.

Πρός τόν σκοπόν τοῦτον συνήλθομεν ἐνταῦθα οἱ Προκαθήμενοι τῶν τε παλαιφάτων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων καί ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας ὡς ἀμεσώτερον ἐπηρεαζομένων ἐκ τῶν τρεχουσῶν ἐν τῇ Μέσῃ Ἀνατολῇ ἐξελίξεων, καί ὁ ἐγγύς τῶν γεγονότων τούτων εὑρισκόμενος ἀδελφός Προκαθήμενος τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Κύπρου, ἵνα ἀπό κοινοῦ μετά τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐκτιμήσωμεν τήν τρέχουσαν ἐν τῇ ἐν λόγῳ περιοχῇ κατάστασιν καθ᾿ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν ἐκεῖ παρουσίαν καί ζωήν τῶν Ὀρθοδόξων κυρίως, ἀλλά καί τῶν λοιπῶν, χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, καί στηρίξωμεν ἀλλήλους καί τούς πιστούς ἡμῶν ἀπευθύνοντες πρός αὐτούς λόγους οἰκοδομῆς καί παρακλήσεως (Α’ Κορ. 14, 3).

Ταῦτα ἀποτελοῦν καί τόν κύριον λόγον τῆς Συνάξεως ἡμῶν. Θά ἀπετέλει ὅμως παράλειψιν ἐκ μέρους ἡμῶν, ἐάν δέν ἐχρώμεθα τῇ εὐλογημένῃ ταύτῃ εὐκαιρίᾳ, ἵνα ἀνταλλάξωμεν ἀπόψεις καί περί τῆς γενικωτέρας θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ καί τῆς ἐκπληρώσεως τῆς ἀποστολῆς αὐτῆς ἐν αὐτῷ.

Τά γενικώτερα θέματα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας ἀφοροῦν, βεβαίως, εἰς πάσας τάς ἐν τῇ οἰκουμένῃ Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας.

Διό καί τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ κανονικῇ εὐθύνῃ αὐτοῦ ὡς συντονιστοῦ τῶν Ὀρθοδόξων πραγμάτων, ὁμοφώνῳ βουλήσει καί ἀποφάσει πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε πανορθοδόξους καί διορθοδόξους συναντήσεις πρός διασφάλισιν ἑνιαίας θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί τῶν ἀπασχολούντων αὐτήν θεμάτων, κατέβαλε δέ καί καταβάλλει πᾶσαν δυνατήν προσπάθειαν διά τήν πραγματοποίησιν τῆς ἀπό μακροῦ ἀποφασισθείσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἡ παροῦσα Σύναξις ἡμῶν οὐδόλως, συνεπῶς, προσκρούει εἰς τήν γενικωτέραν διορθόδοξον συνεργασίαν, μᾶλλον δέ καί ἀποτελεῖ περαιτέρω ἐνίσχυσιν αὐτῆς διά τῆς συμβολῆς τῶν παλαιφάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν προαγωγήν τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐν τῷ κόσμῳ.

Ἡ ἰσότιμος συμμετοχή πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τάς πανορθοδόξους καί διορθοδόξους συναντήσεις παραμένει πάντοτε σεβαστή καί ἰσχύουσα, οὐδόλως ὅμως ἀναιρεῖ τήν ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων ἀπονεμομένην ἰδιαιτέραν τιμήν εἰς τά Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα, ἅτινα, ὡς καί ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία Κύπρου, ἔχουν τό αὐτοκέφαλον αὐτῶν κεκυρωμένον ὑπό Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἡ παροῦσα Σύναξις ἡμῶν, ἐξ ἄλλου λόγου ὡς ἐλέχθη, συγκληθεῖσα, θά ἠδύνατο νά συνεισφέρῃ τήν μακραίωνα πεῖραν τῶν ἅς ἐκπροσωπεῖ παλαιφάτων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν προαγωγήν τῶν Ὀρθοδόξων πραγμάτων ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ διευκολύνουσα οὕτω τό ἔργον τῶν πανορθοδόξων καί διορθοδόξων ἐπιτροπῶν καί διασκέψεων.

Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, εἰσηγούμεθα ἀδελφικῶς ὅπως ἀνταλλάξωμεν ἀπόψεις, μεταξύ ἄλλων, καί περί τῆς πορείας τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις πορεία συναντᾷ δυσχερείας τινάς, εὑρίσκεται ὅμως οὐχί μακράν τοῦ ἐπιθυμητοῦ στόχου αὐτῆς.

Πάντες ἀναγνωρίζομεν τήν μεγάλην σημασίαν, τήν ὁποίαν ἔχει διά τήν ζωήν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καί λυπούμεθα, ἵνα μή εἴπωμεν αἰσχυνόμεθα, διότι δέν ἐπραγματοποιήθη ἤδη αὕτη, παρά τήν ἀπό πολλῶν δεκαετιῶν ἐξαγγελίαν αὐτῆς.

Καιρός, ὅθεν, νά ἄρωμεν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῶν πᾶν ἐμπόδιον πρός πραγμάτωσιν τοῦ ἱεροῦ τούτου χρέους θυσιάζοντες ἐν ἀνάγκῃ στενῶς νοούμενα συμφέροντα τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν χάριν τοῦ ὑψηλοῦ τούτου σκοποῦ, ἐκ τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ ὁποίου τά μάλα θέλει ὠφεληθῆ ἡ Ὀρθοδοξία ἐν τῷ συνόλῳ αὐτῆς, ἀλλά καί κατ᾿ ἐπέκτασιν ἑκάστη Αὐτοκέφαλος Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.

Διότι, ἐν τελικῇ ἀναλύσει, τό συμφέρον μιᾶς ἑκάστης τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν εὕρηται ἐν τῇ ἑνότητι καί τῇ ἰσχύϊ τῆς ὅλης Ὀρθοδοξίας.

Μακαριώτατοι ἀδελφοί,

Ἡ εὐλογημένη αὕτη Σύναξις ἡμῶν συμπίπτει πρός τήν ἐν τῷ Πατριαρχείῳ Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τῶν Βυζαντινῶν ἤδη χρόνων κατ᾿ ἔτος τελουμένην ἑορτήν τῆς ἀρχῆς τῆς Ἰνδίκτου, ἤτοι τοῦ Νέου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἔτους. Ἀποτελεῖ ἰδιαιτέραν δωρεάν τοῦ Παναγάθου Θεοῦ πρός τό ἡμέτερον Πατριαρχεῖον ὅτι κατά τήν ἀρχήν τοῦ νέου τούτου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους καί τήν ἐπί τούτῳ τελουμένην Θείαν Λειτουργίαν καί Ἱεράν Ἀκολουθίαν παρίστανται συγχοροστατοῦσαι μεθ᾿ ἡμῶν καί αἱ ὑμέτεραι σεβάσμιαι καί προσφιλεῖς Μακαριότητες.

Ἡ θεία αὕτη δωρεά, τῆς ὁποίας τό πρῶτον, ἴσως, ἐν τῇ Ἱστορίᾳ ἀπολαύει ὁ Θρόνος οὗτος, παρέχει εἰς ἡμᾶς τήν ἐλπίδα καί προσδοκίαν ὅτι, χάριτι Θεοῦ, τό νέον ἐκκλησιαστικόν ἔτος θά αὐξήσῃ καί καταδείξῃ ἔτι μᾶλλον τήν συνδέουσαν τάς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἀγάπην καί ἀδελφικήν συνεργασίαν ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί σύμπαντος τοῦ κόσμου.

Συνοψίζων τό νόημα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐντοπίζει αὐτό εἰς τρία σημεῖα: α) τόν ἑορτασμόν τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, β) τήν ἀνάμνησιν τῆς μεταβάσεως τοῦ Κυρίου εἰς τήν συναγωγήν τῶν Ἰουδαίων, κατά τήν ὁποίαν ἐδόθη εἰς Αὐτόν νά ἀναγνώσῃ ἐκ τοῦ βιβλίου τοῦ Ἡσαϊου τήν ἀρχήν τοῦ ξα’ κεφαλαίου «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ ἕνεκεν ἔχρισέ με» καί γ) τήν ἐκζήτησιν τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ κατά τό νέον ἔτος (Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Συναξαριστής, Βενετία 1819, τόμ. α’ σ. 1-2).

Εἰς ταῦτα τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἀνταποκρινόμενον εἰς τάς ἀνάγκας τῶν καιρῶν, προσέθηκεν ἀπό τοῦ ἔτους 1989 ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Πατριάρχου Δημητρίου, ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, καί ἕτερον νόημα εἰς τήν ἑορτήν ταύτην διά τῆς ἀφιερώσεως αὐτῆς εἰς τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.

Πρός τοῦτο ἐξεπονήθη, Πατριαρχικῇ ἐντολῇ, εἰδική ἱερά ἀκολουθία ὑπό τοῦ ἀειμνήστου ἁγιορείτου ὑμνογράφου Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου, ἥτις καί συμψάλλεται μετά τῆς ἐν τῷ Μηναίῳ ἱερᾶς ἀκολουθίας τήν α’ Σεπτεμβρίου ἑκάστου ἔτους, ἐξαπολύεται δέ κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν τῆς ἡμέρας ταύτης εἰδικόν Πατριαρχικόν Μήνυμα σχετικόν πρός τήν προστασίαν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος.

Ἡ κρισιμότης καί τό ἐπεῖγον τοῦ θέματος τῆς προστασίας τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι σήμερον εἰς ὅλους γνωστά.

Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, πρῶτον μεταξύ τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, διέγνωσε τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος καί διά σειρᾶς πρωτοβουλιῶν καί ἐνεργειῶν προσεπάθησε καί προσπαθεῖ νά εὐαισθητοποιήσῃ πρώτιστα πάντων τούς ἡγέτας καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὡς καί πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, ὡς πρός τήν ὑποχρέωσιν πάντων τῶν ἀνθρώπων νά σεβασθῶμεν καί διαφυλάξωμεν τήν κτίσιν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία, κατά τόν Ἀπόστολον, «συστενάζει καί συνωδίνει» (Ρωμ. 8, 22), ἰδίᾳ εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν, κατά τάς ὁποίας ἐπλεόνασεν ὁ εὐδαιμονισμός καί ἡ ἀκόρεστος πλεοναξία τοῦ ἀνθρώπου, ἕνεκα τῶν ὁποίων τό φυσικόν περιβάλλον καί ὁ πλανήτης ἡμῶν ἀντιμετωπίζουν τόν κίνδυνον ὁλικῆς καταστροφῆς.

Ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ ζωηροῦ τούτου ἐνδιαφέροντος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ἐνδιαφέροντος τό ὁποῖον, εἴμεθα βέβαιοι, καί ὑμεῖς, ἀγαπητοί ἀδελφοί, πλήρως συμμερίζεσθε, ἐσκέφθημεν ὅτι θά ἦτο καλόν καί ἐπιβεβλημένον νά στρέψωμεν τήν προσοχήν ἡμῶν εἰς τήν περιοχήν, εἰς τήν ὁποίαν αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν ἀπό τῆς ἱδρύσεως αὐτῶν καί διά μέσου τῶν αἰώνων διαβιοῦν, εἰς τήν λεκάνην δηλονότι τῆς Μεσογείου, ἡ οἰκολογική κατάστασις τῆς ὁποίας βαίνει διαρκῶς ἐπιδεινουμένη.

Δοθέντος ὅτι ἐν τῷ χώρῳ τούτῳ τῆς Μεσογείου διαβιοῦν ἐκτός τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἡμῶν καί ἄλλαι χριστιανικαί Ἐκκλησίαι καί ὁμολογίαι, ἀλλά καί πιστοί ἄλλων θρησκειῶν, θά ἦτο, φρονοῦμεν, λίαν χρήσιμον νά προτεοιμάσωμεν καί πραγματοποιήσωμεν συνάντησιν θρησκευτικῶν ἡγετῶν τῆς περιοχῆς ταύτης, καθ᾿ ἥν θά συνεφωνεῖτο καί διεκηρύσσετο εἶδός τι οἰκολογικῆς «Χάρτας τῆς Μεσογείου», ἐν τῇ ὁποίᾳ θά ἐξετίθεντο αἰ ἀπορρέουσαι ἀπό τάς θρησκευτικάς ἑκάστου πεποιθήσεις ἀρχαί, αἱ ἐπιβάλλουσαι τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἀπειλουμένης καταστροφῆς.

Γνωρίζομεν ὅτι τά ἀμέσως καί ἀσφυκτικῶς ἀπασχολοῦντα τούς ἀνθρώπους τῆς περιοχῆς ταύτης προβλήματα εἶναι κυρίως πολιτικῆς, οἰκονομικῆς καί κοινωνικῆς φύσεως, τῶν προβλημάτων τῆς προστασίας τοῦ περιβάλλοντος θεωρουμένων ὡς δευτερευούσης καί ἥσσονος σπουδαιότητος. Ἀλλ᾿ ἡ ἀντίληψις αὕτη καί ἐσφαλμένη εἶναι καί ἐπικίνδυνος.

Ὡς τονίζουν πάντες οἱ σοβαροί ἐπιστήμονες καί καταδεικνύουν τά φαινόμενα τῶν κλιματικῶν ἀλλαγῶν καί τῶν λοιπῶν ἀνθρωπογενῶν μεταβολῶν τῆς φυσικῆς ἰσορροπίας τοῦ πλανήτου, αἱ οἰκολογικαί καταστροφαί δύνανται νά ἐκμηδενίσουν ἤ ἀνατρέψουν τά τυχόν κοινωνικά ἤ οἰκονομικά ὀφέλη ἐξ οἱασδήποτε πολιτικῆς ἀλλαγῆς, διά τήν ὁποίαν διεξάγονται ἀγῶνες ἐπί τιμῇ αἵματος πολλῶν ἀνθρώπων.

Πρός τούτοις, ἡ ὠφέλεια ἥτις θά προέκυπτε διά τήν εἰρήνην εἰς τήν περιοχήν τῆς Μεσογείου ἐκ μιᾶς τοιαύτης συναντήσεως καί συνεργασίας τῶν ἐν τῇ περιοχῇ ταύτῃ θρησκειῶν, θά ἦτο ἀνυπολογίστου σημασίας, ἰδιαιτέρως σήμερον.

Ὅλοι γνωρίζομεν πόσον ὁ θρησκευτικός παράγων ἐπηρεάζει καί καθορίζει ἐν πολλοῖς, τήν εἰρηνικήν καί ὁμαλήν συμβίωσιν τῶν λαῶν τῆς Μεσογείου.

Ἡ ὄξυνσις τῶν θρησκευτικῶν ἀντιθέσεων ἐν τῇ περιοχῇ ταύτῃ δύναται νά ἀποβῇ ἄκρως ἐπικίνδυνος καί δι᾿ αὐτήν ταύτην τήν ὑπόστασιν τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν.

Ἔχομεν ἐπειγόντως ἀνάγκην εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν τῆς περιοχῆς, ἐν τῇ ὁποίᾳ διαβιοῦν αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν.

Ἡ ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισις τῶν οἰκολογικῶν προβλημάτων ἐν συνδυασμῷ μετά τῶν διεξαγομένων ἤδη διαθρησκειακῶν διαλόγων, δύνανται νά συμβάλουν μεγάλως εἰς τήν προσέγγισιν καί εἰρηνικήν συμβίωσιν τῶν ἐν τῇ φλεγομένῃ περιοχῇ τῆς Μεσογείου διαβιούντων λαῶν.

Μακαριώτατοι ἀδελφοί,

Τά ἀνωτέρω ἀποτελοῦν ὀλίγας σκέψεις καί προτάσεις τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐπί τῇ Συνάξει ἡμῶν ἐνταῦθα, ἀποσκοποῦν δέ εἰς τό νά συμβάλουν εἰς τήν καλλιτέραν καί ἐπωφελεστέραν διεξαγωγήν τῶν συνομιλιῶν ἡμῶν, παρέχοντα ἀφορμήν εἰς τήν σοφίαν ὑμῶν ἵνα σοφωτέρα γένηται, κατά τό Σολωμόντιον γραφικόν.

Διό καί μετά πολλῆς τῆς προσοχῆς καί προσδοκίας ἀναμένομεν νά ἀκούσωμεν ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν γνωρίζοντα ἡμῖν τά ἐκ τῆς ἀμέσου πείρας αὐτοῦ γεγονότα καί τάς ἐπί τῆς ζωῆς τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν ἐπιπτώσεις των, καί εἰσηγούμενον τρόπους κοινῆς ἡμων ἐνεργείας ἐν ταῖς παρούσαις περιστάσεσιν.

Ἡ Σύναξις ἡμῶν πραγματοποιεῖται εἰς ἡμέρας δυσχερεῖς δι᾿ ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, ὅλως δέ ἰδιαιτέρως διά τήν γεωγραφικήν ἡμῶν περιοχήν.

Οἱ πιστοί ἡμῶν, ἀλλά καί ἄλλοι πολλοί, ἀναμένουν ἐναγωνίως παρ᾿ ἡμῶν λόγον παραμυθίας καί παρακλήσεως, ἐνισχύσεως καί στηριγμοῦ. Καί μόνον τό γεγονός τῆς Συνάξεως ἡμῶν θέλει προσφέρει μήνυμα ἑνότητος καί ἀδελφικῆς ἀγάπης, τοσοῦτον ἀναγκαίας σήμερον.

Καί τά νῦν, ἀδελφοί, παρατιθέμεθα τήν Σύναξιν ἡμῶν «τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καί δοῦναι ἡμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν» (Πράξ. 20, 32).

Ὡς εὖ παρέστητε, ἀγαπητοί ἀδελφοί.

Ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, εἴη μεθ᾿ ἡμῶν. Ἀμήν.

Τουρκικοί ελιγμοί ή αλλαγές...;

Η είδηση στη χτεσινή μας έκδοση πως η τουρκική κυβέρνηση προτίθεται να επιστρέψει εκατοντάδες ακίνητες περιουσίες που έχει κατασχέσει από θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία από το 1936 και εντεύθεν ή θα αποζημιώσει τους δικαιούχους των οποίων οι περιουσίες κατασχέθηκαν και αργότερα πουλήθηκαν, είναι αναμφίβολα μία θετική κίνηση και εξέλιξη αρκεί βέβαια να πραγματοποιηθεί.

Διατηρώ αυτή την αυξημένη δόση αμφιβολίας διότι η πείρα μου λέγει πως ό,τι κάνει η Τουρκία δεν το ξεκάνει.

Ως τεκμήριο επικαλούμαι την περίπτωση της εισβολής και κατοχής της Κύπρου, αλλά και το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.

Για την Κύπρο έχουν γίνει αλλεπάλληλες προσπάθειες από την Διεθνή Κοινότητα και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, πλην όμως οι Τούρκοι έχουν γράψει τους πάντες και τα πάντα στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.

Για τη Θεολογική της Χάλκης σαράντα χρόνια γίνονται εκκλήσεις επί εκκλήσεων, δίνονται υποσχέσεις επί υποσχέσεων, ετέθη το θέμα από τέσσερις τουλάχιστον Αμερικανούς Προέδρους, από Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς και άλλους παράγοντες, αλλά το αυτί των Τούρκων δεν ιδρώνει αν και αντιλαμβάνονται ότι όλα αυτά είναι φθοροποιά και λειτουργούν σε βάρος τους τη στιγμή μάλιστα που χτυπούν την πόρτα της Ευρώπης.

Βέβαια η προσφυγή στα Ευρωπαϊκά και Διεθνή Δικαστήρια φαίνεται πως οδηγεί σε αποτελέσματα, όπως έγινε με την περίπτωση του Ορφανοτροφείου της Πριγκήπου, το οποίο το παρέδωσαν οι Τούρκοι στον δικαιούχο του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Αναμένεται να δούμε πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το τεράστιο ξύλινο κτίριο, το οποίο χρειάζεται γενική αναπαλαίωση.

Οσον αφορά τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ίσως έπρεπε το Πατριαρχείο να είχε κάνει πολλά χρόνια πριν αυτό που λέγεται ότι προτίθεται να κάνει τώρα, δηλαδή να προσφύγει στα Διεθνή Δικαστήρια. Είμαι της γνώμης πως χάθηκε πολύτιμος καιρός και ιδού σήμερα βρισκόμαστε «μικρόν προ του τέλους».

Δεν εξετάζουμε τα επί μέρους πρακτικά θέματα, δηλαδή ποιοι θα πάνε να σπουδάσουν εκεί και πώς θα συντηρηθεί οικονομικά, αλλά το θέμα τίθεται επί της Αρχής, ότι δηλαδή πρέπει να επαναλειτουργήσει η Σχολή διότι αυτό απαιτεί το δίκαιο.

Και κάτι άλλο ακόμα, είναι καιρός νομίζω να αρχίσει να ασχολείται ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και με το θέμα της διαδοχής στην Πατριαρχία.

Να καταργηθούν πλέον οι απροσχημάτιστες αναμείξεις και παρεμβάσεις της Τουρκίας στη διαδικασία της εκλογής Πατριάρχη με πιο βασικό και πολύ μειωτικό την απαίτηση να ελέγχει και εγκρίνει τον κατάλογο των υποψηφίων.

Ισως να είναι της μοίρας τους γραφτό ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν να γράψουν τη δική τους ιστορία.

Πρέπει όμως να βιαστούν διότι ο χρόνος τρέχει ασταμάτητα και πίσω δεν γυρνά. Αυτό συμφέρει και στην Τουρκία βέβαια, διότι δεν μπορεί να μείνει στις εθνικιστικές και φονταμενταλιστικές αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Βέβαια ως Ελληνισμός δεν μπορούμε και δεν πρέπει να ξεχάσουμε τις Γενοκτονίες της Μικράς Ασίας και του Πόντου.

Αλίμονο αν ένας λαός χάσει την ιστορική του μνήμη, είναι καταδικασμένος στην απώλεια και τη λήθη.

Οι οικονομικοί έλεγχοι στην Ι. Μονή Μεταμορφώσεως Ναυπάκτου

Επιστολή προς τον Διευθυντή της Romfea.gr κ. Αιμίλιο Πολυγένη, απέστειλε ο Πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών, Πρόεδρος της Αδελφότητας Παναγία Ναυπακτιώτισσα και επ. Εισαγγελέας Εφετών κ. Γεώργιος Κουβέλης, όσον αφορά τους οικονομικούς ελέγχους στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Ναυπάκτου.

Η επιστολή προς την Romfea.gr, έχει ως εξής:

Κύριε Διευθυντά του Πρακτορείου Εκκλησιαστικών Ειδήσεων "Romfea.gr" -  ΡΟΜΦΑΙΑ.

Είμαι ο Πρόεδρος του Πνευματικού Κέντρου Ρουμελιωτών, που εδρεύει στην Αθήνα, Πρόεδρος της Αδελφότητος Παναγία η Ναυπακτιώτισσα και επ.Εισαγγελεύς Εφετών Γεώργιος Κουβέλης.

Διάβασα τα όσα έγραψε ο Σεβ.Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.Ιερόθεος κατηγορώντας την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, ότι τάχα η Μονή δεν δέχεται κανέναν έλεγχο στα οικονομικά της, ούτε από τον ίδιο, ούτε από την Ιερά Σύνοδο, ούτε από την Πολιτεία.

Από την έρευνα που έκανα, ως Δικαστικός Λειτουργός που υπήρξα στην ζωή μου, ανεκάλυψα τα εξής, συγκλονιστικά που αποδεικνύουν ότι άδικα διώκεται το φημισμένο Μοναστήρι της Ναυπάκτου.

Η αλήθεια είναι ότι η Μονή έχει υποστεί πολλούς ελέγχους, πάρα πολλούς και όχι «κανένα».

Έχει υποστεί πλήθος οικονομικούς ελέγχους από τους αρμόδιους Επιθεωρητές, από τα αρμόδια Υπουργεία, από Νομαρχιακές Υπηρεσίες Ελέγχου, από Ορκωτούς Λογιστάς, από το ΣΔΟΕ, από τον Κεντρικό Όργανο Ελέγχου του Υπουργείου Οικονομικών και από την Επιθεώρηση Δημοσίων Διαχειρίσεων του Υπουργείου Οικονομικών κ.α.

Έδωσε όλα τα οικονομικά της παραστατικά στους αρμοδίους Επιθεωρητές και άδικα συκοφαντείται ότι τάχα αρνήθηκε.

Επί πλέον, ανάμεσα σ' αυτούς τούς 48 ελέγχους, η Μονή έχει υποστεί δύο εκκλησιαστικούς ελέγχους, έναν έλεγχο από τον ίδιο τον κ.Ιερόθεο!!!....... το έτος 1998 για το έτος 1996 και έναν Απολογιστικό Έλεγχο από την ΕΚΥΟ της Ιεράς Συνόδου το έτος 2002.

Και θα είχε υποστεί και άλλους ελέγχους από τον Μητροπολίτη, καθώς η Μονή με εννέα έγγραφά της τον προσκαλούσε να κάνει έλεγχο στην Μονή, αλλά ο Μητροπολίτης απέφευγε να κάνει τους ελέγχους της Μονής. Γιατί άραγε; Μήπως διότι είναι αλήθεια αυτά που κατέθεσε ο ίδιος ομολογώντας εγγράφως, επισήμως και ενόρκως, στην Δικαιοσύνη τά εξῆς;

- Στο έγγραφο υπ' αριθμ. 20-9-2001 επίσημο Υπόμνημα του, προς την Εισαγγελία Εφετῶν Πατρών εναντίον της Ιερᾶς Μονής, «δεν γνωρίζω από οικονομικό έλεγχο»!!!... και

- Στο έγγραφο υπ' αριθμ.14-6-2002 επίσημη κατάθεσή του, στην Εισαγγελία Μεσολογγίου, εναντίον της Ιερᾶς Μονής, «δεν διαθέτω γνώση πάνω στα θέματα αυτά»!!!... για τον ΦΠΑ.

 

Σας παραθέτω τα σχετικά αποσπάσματα των εγγράφων της Ιεράς Μονής προς τον Σεβασμιώτατο, που αποδεικνύουν ότι όσα κατηγορεί ο Μητροπολίτης την Μονή, δεν είναι αλήθεια:

α) Το έγγραφο υπ' αριθμ. 50/2-7-1998 της Ιεράς Μονής προς τον Μητροπολίτη:

«Δια του παρόντος και εις απάντησιν του υπ ἀριθμ. 266/18-5-1998, προαγόμεθα να αναφέρωμεν Υμῖν, ότι η Αδελφότης της Ιερᾶς Μονής ευχαρίστως και προθύμως θα περιμένη και θα δεχθή πάντα έλεγχον του Οικονομικού της Απολογισμοῦ εις τα πρωτότυπα παραστατικά αυτού, εις τον χώρον της Μονής, όπου συμφώνως τω νόμω είναι η φυσική αλλά και μοναδική των θέσις».

β) το έγγραφο υπ' αριθμ. 99/18-11-1998 «Δια του παρόντος και εις εκτέλεσιν της υπ ἀριθμ.648/17-11-1998 Υμετέρας εντολής, προαγόμεθα να αναφέρωμεν Υμῖν, ότι ήδη δια του υπ' αριθμ 50/ 2-7-1998 υποβληθέντος εις Υμᾶς ημετέρου εγγράφου, ανεφέραμεν Υμῖν τα δέοντα».

γ) το έγγραφο υπ' αριθμ.14/29-1-1999   «Δια του παρόντος και εις απάντησιν του υπ ἀριθμ. 29/26-1-1999 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σας αναφέρωμεν, ότι όπως Σας ανεφέραμεν και πάλιν δια του υπ ἀριθμ. 50/2-7-1998 εγγράφου μας, η Αδελφότης της Ιερᾶς Μονής ευχαρίστως και προθύμως επερίμενεν, αλλά και θα περιμένη και θα δεχθή πάντα έλεγχον των Οικονομικών της Απολογισμῶν εις τα πρωτότυπα παραστατικά αυτών ( Αποδείξεις εισπράξεων, Τιμολόγια πληρωμών κλπ.), εις τον χώρον της Μονής, όπου συμφώνως τω νόμω είναι η φυσική, αλλά και η μοναδική των θέσις. Εσεῖς, βεβαίως, απαιτείτε να Σας παραδώσωμεν (είς τα Γραφεία Σας) τα πρωτότυπα παραστατικά.  

Σας παρακαλούμεν, λοιπόν, θερμώς, να καθορίσητε ημέραν και ώραν οικονομικού ελέγχου των πρωτοτύπων παραστατικών, ώστε ο Οικονόμος της Μονής και μέλη της Αδελφότητος να μεταφέρουν τα πρωτότυπα παραστατικά εις το Γραφείον Σας και εκεί παρουσία των να γίνη ο έλεγχος και εν συνεχεία να επιστρέψουν αυτοί και πάλι τα παραστατικά εις την Μονήν».

δ) το έγγραφο υπ' αριθμ.11/28-1-2000

«Δια του παρόντος και εις απάντησιν του υπ ἀριθμ. 793/14-12-99 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σας αναφέρωμεν ότι αναμένομεν πάντοτε προθύμως, την εντολήν Σας δια να προσκομίσωμεν εις την Ιεράν Μητρόπολιν τα πρωτότυπα παραστατικά των οικονομικών απολογισμών της Μονής, των παρελθόντων ετών, προκειμένου να ελεγχθούν αυτοί.

Ηδη με πρωτοβουλίαν της Μονής απηυθύνθημεν δύο φοράς (Σεπτέμβριον 1999 και Ιανουάριον 2000) εις τον Γενικόν Αρχιερατικόν Σας Επίτροπον, όπως μας είχατε δώσει εντολήν, αλλά εκείνος δεν εδέχθη να διεξάγη τον έλεγχον αυτόν.

Ως εκ τούτου, αναμένομεν να καθορίσητε Σεις ημέραν και ώραν ελέγχου, οπότε ο Οικονόμος της Μονής θα προσκομίση τα πρωτότυπα παραστατικά εις την Ιεράν Μητρόπολιν και συμφώνως με την προφορικήν οδηγίαν Σας θα παραμείνη μετ αὐτῶν μέχρι το τέλος του ελέγχου, οπότε θα τα επαναφέρη ο ίδιος εις την Ιεράν Μονήν».

ε) το έγγραφο υπ' αριθμ. 20/14-2-2000 .

«Δια του παρόντος και εις απάντησιν του υπ ἀριθμ. 100/9-2-2000 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σας αναφέρωμεν ότι δια τα πρωτότυπα παραστατικά Σας έχομεν αναφέρει εις έτερον (το προηγούμενο) έγγραφον».

στ) το έγγραφο υπ' αριθμ. 83/26-6-2003 «Δια του παρόντος και εις απάντησιν του υπ' αριθμ. 334/23-6-2003 εγγράφου Σας, προαγόμεθα να Σας αναφέρωμεν ότι δεν αρνούμεθα τον οικονομικόν Σας έλεγχον, αλλά αντιθέτως τον αποδεχόμεθα».

ζ) το έγγραφο υπ' αριθμ. 99/24-7-2003

«Δεν είναι αλήθεια ότι η Ιερά μας Μονή δεν αποδέχεται τον έλεγχον της νομιμότητος της διαχειρίσεώς της. Εχετε εις χείρας Σας τα έγγραφα της Ιερᾶς μας Μονής, τα οποία αποδεικνύουν, ότι ουδέποτε ηρνήθη τον έλεγχόν Σας, αλλά τον ανέμενεν προθύμως».

η) το έγγραφο υπ' αριθμ. 35/22-4-2004 «η Ιερά μας Μονή, Σας δηλώνει για πολλοστή φορά, ότι αποδέχεται να κάνετε και πάλι Εσεῖς, τον έλεγχο της νομιμότητος της διαχειρίσεώς της, (ήδη τον έχετε κάνει στο παρελθόν), και ευχαρίστως Σας αναμένει, για να Σας προσκομίσει τα σχετικά παραστατικά εντός του χώρου της Ιερᾶς μας Μονής και τώρα και στο μέλλον και όποτε θέλετε να κάνετε τον έλεγχό Σας».

 

θ) το έγγραφο υπ' αριθμ. 207/5-12-2007 «Δια του παρόντος και εις εκτέλεσιν της σχετικής εντολής Σας, η Ολομέλεια της Αδελφότητος της Ιερᾶς Μονής.... Σας προσκομίζει (στα Γραφεία Σας) σήμερον 5ην Δεκεμβρίου τα παραστατικά και Σας παρακαλεί να διενεργήσητε τον προβλεπόμενον έλεγχον της νομιμότητος της διαχειρίσεως της Ιερᾶς Μονής ».

 

-   Εξ άλλου ο ίδιος Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου ομολογεί με έγγραφό του ότι έκανε ανεμπόδιστα τον οικονομικό έλεγχο της Μονής

-   Το έγγραφο υπ' αριθμ. 636/12-11-1998 του Σεβ. Μητροπολίτη κ.Ιερόθεου, προς την Ιερά Μονή αποδεικνύει ότι ο ίδιος έκανε ανεμπόδιστα τον οικονομικό έλεγχο της Μονής καθώς γράφει: «Εκ του γενομένου ελέγχου του απολογισμού της Ιεράς υμών Μονής έτους 1996, διεπιστώθησαν τα κάτωθι:….κλπ.»

Κύριε Διευθυντά

Το πρόβλημα στην Μητρόπολη Ναυπάκτου δεν είναι πρόβλημα μεταξύ Μονής και Εκκλησίας, την οποία οι Μοναχοί αγαπούν και σέβονται τόσο πολύ ώστε αφιέρωσαν σ’αυτήν νειάτα, περιουσίες, Πτυχία Ανωτάτων Σχολών εσωτερικού και Εξωτερικού και τα πάντα.. Ούτε είχε ούτε έχει τίποτα η Μονή εναντίον της Διοικούσης Εκκλησίας των Μητροπολιτών.

Το υπάρχον πρόβλημα είναι πρόβλημα του Μητροπολίτη κ.Ιερόθεου Βλάχου με την Ιερά Μονή, με επιδιώξεις μάλιστα στα οικονομικά της Μονής.

Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, επηρεασμένη από τα όσα ο Μητροπολίτης καταγγέλλει, έχει διαπράξει μεγάλη αδικία και μάλιστα χωρίς δίκη, χωρίς ενημέρωση των διωκομένων Μοναχών, χωρίς ακρόαση και απολογία, χωρίς μάρτυρες, χωρίς δικηγόρους και χωρίς τις προβλεπόμενες διαδικασίες από τους Νόμους αλλά και τους Ιερούς Κανόνες.

Σας παρακαλώ να δημοσιεύσετε την απάντησή μου αυτή στα όσα δημοσίευσε ο Σεβασμιώτατος στην ιστοσελίδα. Πιστεύω ότι θα την δημοσιεύσετε, διότι όπως γράφετε είσθε «Πρωτοι στην σοβαρη και εγκυροι στην εκκήσιαστικη ενημέρωση»

top
Has no content to show!