Άρθρα - Απόψεις

"Οικονομικό έλλειμμα των αγορών ή θρησκευτικό κενό των λαών;"

του π. Αυγουστίνου Μπαϊραχτάρη- 16.11

Στο σημερινό κόσμο της κοινωνικής καταπίεσης, της οικονομικής ανέχειας και της ανεξέλεγκτης βιομηχανικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων και των φυσικών πόρων ο «παραδοσιακός εχθρός» του ευαγγελισμού της Εκκλησίας δεν είναι η αθεΐα, δεν είναι η πρώην κομμουνιστική ή η νυν σοσιαλιστική ιδεολογία, ούτε η καπιταλιστική και η νέο-φιλελεύθερη πολιτική, που οδήγησε στη λογική και στην πρακτική της ελεύθερης οικονομίας και του ελεύθερου εμπορίου, αλλά η συνεχής παραγωγή ειδώλων μέσα από τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και μηχανισμούς, ενώ η παράλληλη προβολή των ειδώλων αυτών ως των μοναδικών προτύπων στη ζωή του ανθρώπου έρχεται να προσθέσει ακόμη περισσότερο άγχος στον τρόπο δόμησης της κοινωνίας, αυξάνοντας τον αριθμό των φτωχών και παράλληλα τον πλούτο των λίγων πλουσίων.

Συγκεκριμένα το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 82,7 του παγκόσμιου εισοδήματος.

Μάλιστα η πλειοψηφία αυτών των προτύπων-ειδώλων διεκδικεί και παρουσιάζει μια επιδιωκόμενη κατάσταση «ισοθεΐας», η οποία προαναγγέλλει είτε τον θάνατο, είτε τη μη-ανάγκη ύπαρξης του Θεού στις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες.

Όταν ο άνθρωπος γίνεται πλούσιος λατρεύει τον πλούτο και ξεχνά τον Θεό με τραγική συνέπεια να γίνεται δούλος και ταυτόχρονα θύμα της οικονομικής παραγωγής.

Η σημασία του ειδώλου έχει πολυποίκιλη διάσταση, καθώς συνδέεται με την έννοια και την πράξη της απληστίας, της αρπαγής, της άδικης κατοχής γης και αγαθών, του φθόνου, του εγωϊσμού, της ζήλιας και κυρίως μ’ αυτήν της πλεονεξίας.

Μέσα από μία προσεκτική προσέγγιση της Βίβλου διαπιστώνεται ότι, ο αγώνας εναντίον της μισαλλοδοξίας, της ειδωλολατρίας (όποια και όπου εάν αυτή εντοπίζεται), της βίας, της αδικίας, του μίσους και της περιβαλλοντολογικής καταστροφής δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, προκειμένου να λάβει χώρα η μετακομιδή από την «οικουμένη της κυριαρχίας και της δύναμης, στην οικουμένη της αλληλεγγύης και της ζωής για όλους» (π. Γ.Τσέτσης, «Συνοπτικό χρονικό και γενική αποτίμηση της Η΄ Γενικής Συνελεύσεως του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών»). Έρχεται ως αποτέλεσμα μίας εσωτερικής, όσο και εξωτερικής κρίσης, και όχι ως απόρροια ενός τυχαίου γεγονότος, καθώς για να υπάρξει μία πνευματική γένεση, προαπαιτείται μία πνευματική ωδίνη.

Επίσης κάτι ανάλογο ισχύει και για την περίοδο των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων, που αρνούνταν να υποκύψουν στις εξουσιαστικές δυνάμεις και στις ειδωλολατρικές επιθυμίες και συνήθειες της αυτοκρατορίας, μ’ αποτέλεσμα το ξέσπασμα των διωγμών.

Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο μετά, τα οικονομικά συστήματα που εφαρμόσθηκαν διαδοχικά είχαν σαν συνέπεια την υπανάπτυξη αυτών που ονομάζουμε «χώρες του τρίτου κόσμου», γεγονός που συνδυάστηκε τραγικά με την οικονομική τους εξάρτηση από τα πλούσια – ισχυρά κράτη μέσω της πρακτικής της υπερχρέωσης και του δανεισμού.

Συγκεκριμένα, ο ιμπεριαλισμός κατά τον 16ο αιώνα, ο μερκαντιλισμός του εμπορίου τον 17ο αιώνα, η αποικιοκρατική πολιτική τον 18ο αιώνα, η εμφάνιση του καπιταλισμού ως αντίπαλη ιδεολογία του κομμουνισμού τον 19ο αιώνα και η επικράτηση του φιλελευθερισμού και του ελεύθερου εμπορίου τον 20ο αιώνα οδήγησαν το παγκόσμιο σύστημα να είναι δεσμευμένο από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και των αγορών. Χρηματιστικό, εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο συμπλέχθηκαν, άρμοσαν τις δυνάμεις τους, ενάντια στην υγιή πολιτική ανοίγοντας τη ψαλίδα του πλούτου μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του Βορρά και του Νότου.

Και ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό αυτό αποτελούσε μία προβληματική κατάσταση για χώρες εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου, σήμερα βλέπουμε τα ίδια συμπτώματα να εμφανίζονται απειλητικά ακόμη και για τις ισχυρές χώρες της υφηλίου, ακόμη και για τα μέλη της ευρωζώνης εξαιτίας της λεγόμενης κρίσης των χρεών.

Αιώνες πριν, όταν διαμορφωνόταν ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πολιτικός χάρτης η ομολογία πίστεως ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά σημεία αυτοπροσδιορισμού ενός έθνους (cuius regio, eius religio).

Σήμερα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα το Σύμβολο πίστεως έχει αντικατασταθεί ουσιαστικά από το Σύμβολο οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης με όρια που δεν ταυτίζονται μ’ αυτά των κρατών και μ’ επιπτώσεις που δεν περιορίζονται στα σύνορα μίας χώρας ή μίας συμμαχίας.

Το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο από τη μεριά των οικονομικών φορέων και ιδρυμάτων είναι η σταθερότητα της διεθνούς οικονομικής τάξης με οποιοδήποτε κόστος. Αποτελεί κοινή εκτίμηση ότι το ισχύον σύστημα μέσα από τις χρηματιστικές συναλλαγές υψηλής κερδοσκοπίας έχει προκαλέσει μεγάλες και απρόσμενες δομικές αλλαγές στην κοινωνία.

Σ’ αυτή την εξελικτική οικονομική διαδικασία ο παράγοντας άνθρωπος δεν έχει τη σημασία της εικόνας και της δημιουργίας του Θεού, παρά την έννοια του αναλώσιμου στοιχείου, που θυσιάζεται στο βωμό της «υγείας» των υπολογισμών. Η οικονομία πλέον αναπτύσσεται για την οικονομία, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο και θανατώνοντας τις προϋποθέσεις για μια φυσική ζωή.

Με άλλα λόγια η οικονομία δεν αποβλέπει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου, αλλά στη βελτίωση των στατιστικών και των αριθμών.

Είναι τραγική διαπίστωση από πολλούς ότι ο σύγχρονος οικονομικός άνθρωπος έχει απολέσει τελείως τον ιερατικό και μυσταγωγικό του ρόλο στην κτίση.

Και γιατί εξελίσσεται γύρω μας αυτή η κατάσταση; Συμβαίνει γιατί το κίνητρο που ο άνθρωπος έχει προκειμένου να συντηρηθεί στη ζωή το αντικατέστησε με το κίνητρο της αύξησης του κέρδους, δικαιολογώντας σε πολλές περιπτώσεις αυτήν την προκοπή και αυτή την πρακτική ως ευλογία εκ μέρους της θείας χάριτος! Η αύξηση των οικονομικών αγαθών σ’ έναν άνθρωπο ταυτίστηκε με την έννοια της θείας δικαιοσύνης και της προεπιλογής του από τη μεριά του Θεού!

Συνάμα, ο άνθρωπος επηρεασμένος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αγωνίζεται όχι για να καλύψει πλέον τις βιοτικές του ανάγκες, αλλά για να ικανοποιήσει τις τεχνητές του επιθυμίες, που δημιουργεί το ακόρεστο φαινόμενο του καταναλωτισμού. Σύμφωνα με το κυρίαρχο σύστημα ο άνθρωπος έχει αξία για όσο διάστημα είναι ικανός να είναι κάτοχος ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς έτσι μπορεί να φορολογείται, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες του κράτους.

Η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη θεωρείται συνώνυμο της ειρήνης. Η έννοια ωστόσο της ανάπτυξης εάν δεν συμπεριλαμβάνει τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά την αξία της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της ισότητας, τότε είναι αναπόφευκτο το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και οικολογικό αδιέξοδο.

Το δένδρο της ειρήνης τρέφεται από τους χυμούς της δικαιοσύνης, ώστε να δώσει τους καρπούς της αγάπης. Όμως η φιλοσοφία που στηρίζει το παρόν οικονομικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν αποδέχεται και δεν περιορίζεται από την αξία του «μέτρου» και του «αρκετού». Η μη ύπαρξη ορίων στην κούρσα της τεχνολογικής ανάπτυξης κουράζει τον παράγοντα άνθρωπο.

Επίσης μία άλλη τακτική που ακολουθεί το ελεύθερο εμπόριο και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς είναι να παρουσιάζει στους λαούς τη θέση ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις για τα προβλήματα της ανθρωπότητας.

Με λύπη παρατηρείται ότι οι τέχνες και τα γράμματα χάνουν ολοένα και περισσότερο τη δυναμική της επιρροής τους πάνω στα ανθρώπινα σύνολα, καθώς ο γρήγορος τρόπος ζωής που καθιερώθηκε στην κοινωνία δεν ευνοεί την υπομονή που ζητά ο πολιτισμός, προκειμένου να καλλιεργήσει και ν’ αποδώσει εύγεστους καρπούς. Συνεπώς ποιά πρέπει να είναι η θέση, η στάση και ο λόγος των Χριστιανικών Εκκλησιών στη συνάφεια αυτή των πραγμάτων;

Οι Χριστιανικές Εκκλησίες δικαιώνουν το μυστηριακό τους χαρακτήρα κάθε φορά που αποκαλύπτουν την ενανθρώπιση του Λόγου στον άνθρωπο της κάθε εποχής και όταν ο ευχαριστιακός και κηρυγματικός τους λόγος είναι σύγχρονος και κατανοητός από τους σημερινούς ανθρώπους.

Τα σημερινά προβλήματα διακρίνονται τόσο για την οικουμενικότητά τους, όσο και για την έντασή τους. Συνεπώς και η απάντηση εκ μέρους της Εκκλησίας οφείλει να έχει πανανθρώπινο, συστηματικό και οργανωμένο χαρακτήρα, χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία και στη συμπτωματική λύση.

Είναι αναγκαίο οι Εκκλησίες να χρησιμοποιήσουν μία νέα κοινωνική πυξίδα και ν’ αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τα ποικίλα προβλήματα όχι μόνο μέσα από την πρακτική της φιλανθρωπίας, αλλά κυρίως μέσω μιας συστημικής αντίδρασης, προτείνοντας στην κοινωνία μία εναλλακτική πορεία.

Δηλαδή με άλλα λόγια η Εκκλησία μπορεί να δώσει απαντήσεις και να προτείνει λύσεις σε προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η κοινωνική περιθωριοποίηση, ο φονταμενταλισμός, η οικολογική καταστροφή κ.α., εμπνεόμενη μέσα από το βιβλικό περιβάλλον.

Το πρωτεύον δεν είναι να αντιμετωπίζονται οι πρακτικές συνέπειες της φτώχειας λόγου χάρη, αλλά να εντοπίζονται και να εκτοπίζονται οι αιτίες που δημιουργούν τη φτώχεια. Εάν δεν θεραπευτεί η αιτία της παθογένειας ενός φαινομένου, τότε η αγωγή όσο καλή και να είναι δεν περιορίζει τον αριθμό των ασθενών.

Τέτοιου είδους βήματα έχουν γίνει, και πραγματοποιούνται συνεχώς μέσα στο πλαίσιο του οικουμενικού διαλόγου των Εκκλησιών, πράγμα όμως που στην ελληνική πραγματικότητα περνά δυστυχώς με τη μορφή υποτίτλων.

Η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που έχει σήμερα μπορεί να αποτέλεσε για το Συμβούλιο μία εκκλησιολογική πρόκληση με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά από το Μάρτιο του 1990 και εξής, και συγκεκριμένα μετά την Παγκόσμια Σύσκεψη του Π.Σ.Ε. στη Σεούλ, ωστόσο ήδη από το 1920, δηλαδή από τα πρώτα βήματα της οικουμενικής τους πορείας οι Εκκλησίες είχαν διαπιστώσει ότι η πολιτική και η οικονομία είναι δύο παράγοντες που επηρεάζουν βαθιά τη ζωή των ανθρώπων, τις δομές της κοινωνίας, το μέλλον του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση τη στάση των Εκκλησιών.

Ειδικότερα το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης οδήγησε το Π.Σ.Ε. καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 σε μία διαδικασία εσωτερικής αναδιαμόρφωσης (reconfiguration) και αναζήτησης, προκειμένου να χαραχτούν οι νέες κατευθυντήριες γραμμές δράσης των Χριστιανικών Εκκλησιών, προβάλλοντας τη δική τους ευαγγελική και συνάμα εναλλακτική οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντολογική πρόταση έναντι των προβλημάτων του σύγχρονου μεταβαλλόμενου κόσμου.

Το Π.Σ.Ε. έχει προτείνει μέχρι σήμερα τρία διαφορετικά μοντέλα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτά διαδοχικά είναι τα εξής: 1) «Υπεύθυνη Κοινωνία», 2) «Δίκαιη, Συμμετοχική και Βιώσιμη Κοινωνία», 3) «Δικαιοσύνη, Ειρήνη και Ακεραιότητα του Περιβάλλοντος».

Οι Χριστιανικές Εκκλησίες κάνουν λόγο για μια οικονομία όχι της χρηματιστηριακής μετοχής, αλλά της ανθρώπινης συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων.

Μιλούν για μια οικονομία, που τίθεται στην υπηρεσία και όχι στην επιβίωση του ανθρώπου, για μια οικονομία που στόχο έχει την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολλών ανθρώπων και όχι την αύξηση των αποθεματικών των λίγων.

Κατά συνέπεια η οικονομία και η δημοκρατία έχει αξία όταν ορίζεται ως συμμετοχική δημοκρατία, όταν δηλαδή οι λαοί μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στα τεκταινόμενα των χωρών τους.

Κάθε φορά που οι θρησκείες σιωπούν έναντι των προβλημάτων δίνουν χώρο διαδήλωσης των φονταμενταλιστικών απόψεων και δράσεων.

Την έλλειψη της εκκλησιαστικής δράσης έρχονται να την αναπληρώσουν κακότροπα φορείς που δεν έχουν καμία σχέση με το χριστιανικό ευαγγέλιο.

Οι Εκκλησίες με άξονα τη δισχιλιοστή ευαγγελική τους πορεία καλούνται ν’ αγωνιστούν με βάση τα κριτήρια της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και του σεβασμού του περιβάλλοντος, προκειμένου να μεταμορφώσουν, να αλλοιώσουν και να μετασκευάσουν κατά την Παλαμική θεολογία την προαίρεση και τις αισθήσεις του ανθρώπου.

Γι’ αυτό η Εκκλησία επιβάλλεται να κρατήσει μία στάση κριτική και καταγγελτική έναντι των ποικίλων και πολλών αδικιών που συμβαίνουν εις βάρος του ποιμνίου της. Έτσι η Εκκλησία χωρίς να συνταχθεί με κάποια πολιτική ιδεολογία ή πλατφόρμα πρέπει ν’ αναπτύξει δημόσιο, θαρρετό, λόγο με αναφορά στα θέματα του πολίτη, γιατί το ποίμνιό της το συγκροτούν οι πολίτες της κοινωνίας.

Συνεπώς όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματά του, η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό μεταξύ εκείνων των προβλημάτων που αφορούν τη δική της αρμοδιότητα και εκείνων που αφορούν το κράτος. Όταν ο άνθρωπος πάσχει, τότε πάσχει ο όλος άνθρωπος και η Εκκλησία καλείται να θεραπεύσει και να διακονήσει τον όλον άνθρωπο.

Δεν είναι δυνατόν ακόμη να χωρίζουμε τον άνθρωπο σε σώμα και ψυχή, αφιερώνοντας το πρώτο στο κράτος και το δεύτερο στη θρησκεία! Αυτός ο δυαδισμός, αυτή η μανιχαϊστική διαίρεση μεταξύ πνεύματος και σώματος μόνο κακό κάνει από όλες τις απόψεις. Η ευθύνη της Εκκλησίας για τη σωτηρία δε σταματά στα νομοκανονικά της όρια, αλλά επεκτείνεται σ’ όλη τη δημιουργία.

Όπως ο Λυτρωτής Χριστός δεν είναι λυτρωτής μόνο για την Εκκλησία, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο, έτσι και η Εκκλησία ακολουθώντας το παράδειγμά Του καλείται με τρόπο υπεύθυνο να δρα, να δέεται και να λαμβάνει στο λυτρωτικό της έργο όλο τον κόσμο.

Ο Χριστιανισμός είναι επείγον να θυμηθεί εκ νέου την εσχατολογική του ταυτότητα και να την εφαρμόσει σήμερα, αποφεύγοντας τον σκόπελο του φονταμενταλισμού και επιπλέον είναι η ώρα να διαλεχτεί υγιώς με τα ρεύματα της νεωτερικότητας.

Το μοντέλο του Régis Debray που υποστηρίζει την «ουδετεροθρησκεία της αναρμοδιότητας» και την πλήρη απομόνωση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή ενός τόπου έχει αποτύχει, ή τουλάχιστον, όπου έχει εφαρμοστεί, δεν έχει τα αποτελέσματα τα οποία αναμένονταν. Αντίθετα ευνόησε την εμφάνιση του νοσηρού φαινομένου του φονταμενταλισμού. Ο διάλογος όλων με όλους αποτελεί όχι την καλύτερη, αλλά τη μοναδική λύση ως πρακτική εφαρμογή για την έξοδο από την κρίση…

 

Ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως και οι πνευματικές μου καταβολές

Του Μητροπολίτη Κωνσταντίας Βασιλείου - 12.11

Ἄν κάποιος γνωρίσει τόν νῦν Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Δαμασκηνό[1], ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἶναι πεπεισμένος ὅτι πρόκειται γιά μία ἐξέχουσα πολυτάλαντη ἐκκλησιαστική προσωπικότητα, ἄνθρωπο μέ εὐρεῖς ὁρίζοντες καί πλούσιους ὁραματισμούς, πού μέ ὀξυδέρκεια μπορεῖ νά ἀναγινώσκει «τά σημεῖα τῶν καιρῶν», κατά τήν εὐαγγελική ρήση, καί νά καθορίζει ἔτσι τούς στόχους καί τίς ἐνέργειές του, ἔχοντας ἐπίσης τήν ἰσχυρή και ἀμετακίνητη βούληση νά φέρει εἰς πέρας τήν πανορθόδοξη ἐκκλησιαστική ἀποστολή του.

Εἶναι, ὅμως, πέραν τούτων, ἀνθρώπινος στίς διαπροσωπικές του σχέσεις. Καί τοῦτο ἀποτελεῖ ἴσως τό μυστικό τῆς ἐπιτυχίας τῆς μέχρι πρό τινος σημαντικότατης ἐκκλησιαστικῆς του διακονίας καί προσφορᾶς, εἴτε εὐρύτερα ὡς Ἱεράρχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μέ τίς πολλές πανορθόδοξες, διαχριστιανικές καί διαθρησκειακές εὐθύνες πού ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τοῦ ἀνέθεσε, εἴτε συγκεκριμένα ὡς Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας.

Μέσα στό πλούσιο συγγραφικό ἔργο τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ ἀντανακλᾶται ἡ προσωπικότητα καί οἱ ἀναζητήσεις του γιά ὅλα τά ἀναφερθέντα ζητήματα.

Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός εἶναι βαθύς γνώστης τῆς προβληματικῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἕνεκα τούτου, τό συγγραφικό του ἔργο συνεχίζει νά ἀποτελεῖ πηγή ἀναφορᾶς καί ἔμπνευσης γιά τά θέματα μέ τά ὁποῖα ὁ ἴδιος ἀσχολήθηκε, ζητήματα πού συνεχίζουν νά εὑρίσκονται στήν ἡμερήσια διάταξη τῆς ζωῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί χρήζουν ἀντιμετωπίσεως μέ πνεῦμα ἀγάπης καί ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, ἐντός τῆς παραδόσεως καί τῶν κανονικῶν πλαισίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Πολλές φορές δέχθηκε κριτική καί, εἶμαι βέβαιος, ὅτι αἰσθάνθηκε τήν πικρία ἀπό τή συμπεριφορά τῶν ἀνθρώπων - ἴδιο τῶν μεγάλων ἀνδρῶν - ἀλλά ἡ βαθιά του πίστη στή δύναμη τοῦ Θεοῦ τοῦ πρόσφερε διεξόδους καί λύσεις, ἐνῶ ὁ ἴδιος παραμένει πιστός στή φιλία πολλῶν χρόνων, ἀρκεῖ ὁ ἄλλος νά εἶναι εἰλικρινής ἀπέναντί του.

Ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους εὔχομαι νά εἶχε τή χαρά τῆς φιλίας καί τῆς ἐκτιμήσεως, κυρίως ὅμως εὔχομαι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ νά εἶναι ἡ παράκλησή του.

Ἡ κατάθεσή μου γιά τό Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Δαμασκηνό θά λάβει συναισθηματικό προσωπικό χαρακτήρα, ὡς στενός συνεργάτης του σέ μία περίοδο σημαντική, κατά τήν ἄποψή μου, γιά τήν προσφορά του στήν Ἐκκλησία. Θά περιορισθῶ, ὅμως, στούς τομεῖς ἐκείνους πού εἶχα ἄμεση συνεργασία μαζί του.

1. Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός, ὡς Ποιμενάρχης τῆς Ἱερᾶς  Μητροπόλεως Ἑλβετίας.

Ἀνυποψίαστος γιά τό ποιές διαστάσεις θά λάμβαναν οἱ πνευματικές σχέσεις μου μέ τόν τότε Μητροπολίτη Τρανουπόλεως καί μετέπειτα Ἑλβετίας Δαμασκηνό, εἶχα λάβει μέρος, ὡς Διάκονος, στή θεία Λειτουργία πού τελοῦσε στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, τό 1978, Λειτουργία πού μεταδιδόταν ἀπό τά τηλεοπτικά δίκτυα τῆς Ἑλβετίας.

Ὅταν ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀποστολή μου καί θά ἐπέστρεφα στήν Ἑλλάδα γιά ἀποπεράτωση τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, μέ ρώτησε τί σκοπεύω νά κάνω στό μέλλον.

Τόν πληροφόρησα ὅτι προετοιμαζόμουν νά πάω στό Λονδῖνο γιά περαιτέρω σπουδές.

Τότε μου πρότεινε νά δεχθῶ ὑποτροφία γιά τό Πανεπιστήμιο τοῦ Fribourg τῆς Ἑλβετίας, ἡ ὁποία παραχωρεῖτο ἀπό τόν Ὀργανισμό Una Sancta.

Γιά μένα ἡ πρόταση ἀποτελοῦσε ἔκπληξη, ἐπειδή μέ γνώριζε γιά πρώτη φορά, ὅμως ἔκρινα πώς ἦταν εὐλογία Θεοῦ καί ἀποδέχθηκα τήν πρότασή του. Τό περιστατικό ξετυλίγεται μπροστά μου καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἑπόμενων ἐτῶν, γιατί φανερώνει τόν ἄνδρα, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφερόταν γιά τή μόρφωση καί προώθηση τῶν νέων μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐνισχύοντάς τους, ἔτσι, ὥστε νά ἀποκτήσουν τή μόρφωση καί τήν ἐμπειρία, μέ στόχο νά ἀνταποκριθοῦν στίς αὐξημένες ἀπαιτήσεις τῆς κοινωνίας, κυρίως ὅμως στό ρόλο τόν ὁποῖο καλεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά διαδραματίσει, πρῶτον, στό διάλογό της μέ τήν κοινωνία καί τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐαγγελικῆς ἀποστολῆς της στόν κόσμο, δεύτερον, στήν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἐνδοορθοδόξων ζητημάτων καί, τρίτον, στό διαχριστιανικό καί διαθρησκειακό διάλογο.

Σ΄ αὐτό, ἄλλωστε, τό τρίπτυχο ἀνέπτυσσε τήν ὅλη δραστηριότητά του ὡς Μητροπολίτης, τότε Τρανουπόλεως, ἀργότερα δέ ὡς πρῶτος Μητροπολίτης Ἑλβετίας (1982), Διευθυντής τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου καί Γραμματεύς τῆς Γραμματείας ἐπί τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ὁ ἴδιος καθορίζει τό πλαίσιο τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς ἑξῆς: «Εἶναι εὐρύτερα γνωστό ὅτι ὁ δυτικός χριστιανικός κόσμος ἀναμένει πράγματι τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας στά σύγχρονα προβλήματα, ἀλλά καί τό χρέος τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας εἶναι νά μετακενώσει καί νά προσαρμόσει τόν ἀτίμητο θησαυρό τῆς μακραίωνης πατερικῆς παραδόσεως στή συγκλίνουσα νέα προβληματική ὁλόκληρου τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Μόνο ἔτσι ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας θά ἀποδειχθῆ προσφορά μιᾶς σύγχρονης καί εὐρύτερα ἀποδεκτῆς ἑρμηνείας τῆς σχέσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο»[2].

 

Ἄν μποροῦσα νά ἀξιολογήσω τήν πορεία μου μέσα στήν Ἐκκλησία, θά ἀνέφερα τρεῖς σταθμούς τῶν πνευματικῶν μου καταβολῶν: τήν περίοδο τῆς ἐγκαταβιώσεώς μου στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα στήν κατεχόμενη σήμερα Κύπρο, τήν περίοδο τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τήν περίοδο τῆς συνεργασίας μου μέ τό Μητροπολίτη Δαμασκηνό.

Ἡ παρουσία τοῦ Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ καί τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν πρόοδο τῶν σπουδῶν μου ἦταν συνεχής καί ἀδιάπτωτη. Ἀπό τό ἔτος 1978 ἕως τό 1982 φοιτοῦσα στό Πανεπιστήμιο τῆς πόλεως τοῦ Fribourg τῆς Ἑλβετίας, παρακολουθώντας παραδόσεις Καθηγητῶν στή Θεολογική Σχολή, καθώς καί μαθήματα Κοινωνιολογίας.

Ἄρχισα, συγχρόνως, καί τή συγγραφή τῆς Διδακτορικῆς μου Διατριβῆς, τήν ὁποία ὑπέβαλα, κατόπιν προτροπῆς τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ καί συνεννοήσεώς του μέ τόν τότε Καθηγητή μου καί νῦν Καρδινάλιο Βιέννης Christoph von Schönborn, στό Πανεπιστήμιο αὐτό.

Εὐχαριστίες ὀφείλω καί στόν δεύτερο ἐπιβλέποντα Καθηγητή Βλάσιο Φειδᾶ γιά τίς πολύτιμες ἐπιστημονικές ὁδηγίες καί συμβουλές του κατά τή διάρκεια τῆς ἐπεξεργασίας τοῦ ὑλικοῦ τῆς Διδακτορικῆς μου Διατριβῆς.

Ἡ ὁλοκλήρωση τῆς μελέτης ὀφείλεται κατά μέγιστο λόγο στήν πατρική παρουσία τοῦ Γέροντά μου, Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ἔκρυψε τά συναισθήματα ἱκανοποίησής του, ὅταν εἶδε ὁλοκληρωμένη τή μελέτη, τήν ὑποστήριξη καί βεβαίως τήν ἔκδοσή της ἀπό τόν Ἐκδοτικό Οἶκο Beaushesne[3] στο Παρίσσι.

Γιά λειτουργικούς σκοπούς, κάθε Κυριακή καί τίς περιόδους τῶν ἑορτῶν μετέβαινα ἀπό τό Fribourg στό Ὀρθόδοξο Κέντρο.

Ἐπί τοῦ προκειμένου ἀνοίγεται ἕνα μεγάλο κεφάλαιο τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ γιά τή λατρευτική ἔκφραση, παράδοση καί ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέσα ἀπό τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀνεξάντλητη δυνατότητα νά μεταδώσει τό μήνυμα τῆς παραδόσεως, τῆς πνευματικότητας καί τῆς θεολογίας της στό Δυτικό κόσμο, ἀλλά καί τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο καλεῖται νά καλύψει τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν ἐν Διασπορᾷ διαβιούντων Ὀρθοδόξων.

Πιστός γόνος τῆς ὀρθοδόξου καί πατριαρχικῆς τάξεως καί παραδόσεως, ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός ἐπέμενε στήν πιστή τήρηση τῆς τυπικῆς Διατάξεως, μέ τρόπο ὅμως πού νά ἀνταποκρίνεται στά κοινωνικά καί πολιτιστικά πλαίσια τῶν ἐκεῖ διαβιούντων Ὀρθοδόξων.

Ὑπενθυμίζουμε ὅτι στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εὑρίσκεται ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπου καλύπτονται οἱ ἐνοριακές ἀνάγκες τῆς Ἐνορίας τῆς Γενεύης. Συγχρόνως στό παλαιό Παρεκκλήσιο τοῦ Κέντρου στεγάζεται ἡ Ρουμανική Ἐνορία τῆς Γενεύης, στή δέ Κρύπτη τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἡ Γαλλόφωνη καί Ἀραβόφωνη Ἐνορίες.

Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στόν ἴδιο χῶρο ἔχει τή δυνατότητα νά ἐκφράσει ἀφ’ ἑνός μέν τήν πολιτιστική καί γλωσσική ποικιλία, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί λειτουργικῆς παραδόσεώς της.

Πολλές εἶναι οἱ περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες οἱ ἐνορίες αὐτές ἔχουν τή δυνατότητα τῆς ἀπό κοινοῦ ἐκφράσεως τῆς λειτουργικῆς αὐτῆς παραδόσεως, ἔνθερμος ὑποστηρικτής τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός.

Μέσα ἀπό τήν ποικιλία καί τήν ἑνότητα ἐπιθυμοῦσε τήν ὑπέρβαση τῶν ἐθνικιστικῶν τάσεων, οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσονται, ὡς μή ὄφειλε, στούς κόλπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, δημιουργώντας ποικίλα προβλήματα καί ἐμφανίζοντας τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες διηρημένες καί ἀδύναμες νά ὑπερβοῦν τίς ἐθνικιστικές ἐξάρσεις καί ἐντάσεις.

Μέσα στά πλαίσια τοῦ ἐνδιαφέροντος τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου τῆς Μητροπόλεως Ἑλβετίας, ἐντάσσεται καί ἡ ὑπό τήν καθοδήγησή του δίγλωσση ἔκδοση, Ἑλληνική – Γαλλική, τῆς θείας Λειτουργίας, μέ δική μας εἰσαγωγή, σχόλια καί ὑποσημειώσεις[4].

Ἡ ἔκδοση ἐξυπηρετεῖ δύο στόχους: πρῶτον, βοηθεῖ τούς νέους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἱκανή γνώση τῆς Ἑλληνικῆς, στό νά κατανοοῦν τά τελούμενα κατά τή θεία Λειτουργία, ἤ καί τίς διάφορες Γαλλόφωνες κοινότητες τῆς Διασπορᾶς καί γιά κατηχητικούς λόγους, δεύτερον δέ, συγχρόνως καθιστᾶ γνωστό τό λειτουργικό πλοῦτο, τήν παράδοση καί τήν ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό Δυτικό κόσμο.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός, ὀρθοτομώντας τό λόγο τῆς ἀλήθειας, παρακολουθοῦσε στενῶς τά κηρύγματα, πού ἀνέθεσε στή μετριότητά μου στόν Ἱερό Σταυροπηγιακό Ναό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ σύνθεση τοῦ ἐκκλησιάσματος δέν ἦταν ὁμοιογενής.

Ἐκτός τῶν ἑλληνοφώνων πιστῶν, ἐκκλησιάζονταν ἐπίσης Ἄραβες ὀρθόδοξοι, Ρουμάνοι, ἤ ἄλλων καταγωγῶν, κυρίως Γαλλόφωνοι.

Γιά τό λόγο αὐτό, ἀπαίτηση καί ἐπιμονή τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ ἦταν ἡ μετάφραση τοῦ κηρύγματος στή Γαλλική.

Θέλω νά ὁμολογήσω ὅτι γιά μένα ἡ διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἱερό Ἄμβωνα τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου καί οἱ καίριες παρεμβάσεις τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ μέ δίδαξαν πολλά, εἴτε ὡς πρός τή θεολογία τοῦ κηρύγματος, εἴτε ὡς πρός τή σύγχρονη μορφή καί περιεχόμενό του, εἴτε ὡς πρός τήν ὑπέρβαση τῶν στενῶν ἠθικοπλαστικῶν πλαισίων, πού πολλές φορές συναντήσαμε τόσο μέσα ἀπό τήν πρακτική μερικῶν  ἱεροκηρύκων, ὅσο και μέσα σέ πολλά σχετικά ἐγχειρίδια.

Ἡ ποιμαντική φροντίδα τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ ἐπεκτάθηκε, ὅπως ἦταν φυσικό, σέ ὅλη τήν ἔκταση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἑλβετίας. Ἀπό τό 1982, ὅταν ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός ἐξελέγη καί ἐγκαταστάθηκε ὡς ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Ἑλβετίας, προέβη σέ ἀναδιοργάνωση τῶν ἐνοριῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, κατά τρόπο πού νά ἀνταποκρίνεται στίς ἀνάγκες τῶν ἐκεῖ διαβιούντων Ὀρθοδόξων πιστῶν. Μέ συντονισμένες προσωπικές προσπάθειες τοῦ Μητροπολίτη κτίσθηκε ὁ πρῶτος Ἱερός Ναός στή Ζυρίχη, ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ μεγαλύτερη ἀριθμητικά Ἑλληνική κοινότητα τῆς Ἑλβετίας.

Στήν περιοχή τοῦ Ὄλτεν – Σενγκάλεν ἱδρύθηκε ἐνορία καί ἐγκαταστάθηκε ὑπεύθυνος ἱερέας. Στή Βασιλεία ὀργανώθηκαν οἱ ἐκεῖ διαβιοῦντες Ἕλληνες καί τέθηκαν οἱ βάσεις γιά τήν ἀνέγερση τοῦ Ἱεροῦ τους Ναοῦ. Συχνά, ἱερέας τελοῦσε τίς ἱερές Ἀκολουθίες γιά τούς Ἕλληνες τῆς πόλεως τῆς Βέρνης.

Ἐπίσης, συχνές λειτουργίες τελοῦνταν καί γιά τήν Ἑλληνική κοινότητα τῆς Ἰταλόφωνης Ἑλβετίας, στό Λουγκάνο. Ἀναφέρουμε, τέλος, καί τήν ἀδιάκοπη λειτουργία τῆς Ἑλληνορθόδοξου Ἐνορίας τῆς Λοζάνης.

Μέ τήν ἀναδιοργάνωση αὐτή τῶν Ἐνοριῶν καλύπτονταν οἱ πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.

Προσωπικά, ὡς Πρωτοσύγκελλος, πραγματοποιοῦσα, κατόπιν προτροπῆς καί ὑποδείξεως τοῦ Μητροπολίτη, συχνές ἐπισκέψεις στίς Ἐνορίες τῆς Μητροπόλεως γιά ἀντιμετώπιση τῶν διαφόρων προβλημάτων.

Μία πρωτοβουλία τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ ἦταν καί ἡ ἔναρξη Διαλόγου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στήν Ἑλβετία μέ τή Συνομοσπονδία τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς χώρας, γιά τήν ἀντιμετώπιση κοινῶν ποιμαντικῶν προβλημάτων τῶν πιστῶν τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὅπως: μικτοί γάμοι, βάπτιση τῶν παιδιῶν τῶν μικτῶν οἰκογενειῶν, θρησκευτική παιδεία κ.λπ.

Ὁ Μητροπολίτης, πού μερικές φορές λάμβανε μέρος στίς συνεδρίες προσωπικά καί παρακολουθοῦσε στενά τήν πρόοδο τοῦ Διαλόγου, μέ περιέβαλε μέ τήν ἐμπιστοσύνη του καί μοῦ ἀνέθεσε τήν προεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς.

Ἡ ἐπεξεργασία τῆς προτάσεως γιά τήν τέλεση τῶν μικτῶν γάμων, γιά παράδειγμα, πού ἔγινε ἀπό τήν Ἐπιτροπή, συνεχίζει καί σήμερα νά τυγχάνει εὐρείας ἀποδοχῆς καί χρήσεως ἀκόμα καί ἀπό ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Διασπορᾶς στήν Εὐρώπη.

Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἡ ἰσχυρή προσωπικότητα τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ, τό κῦρος του καί ἡ εὐρύτητα ἀντιμετωπίσεως τῶν διαφόρων προβλημάτων ἐπί Ἑλβετικοῦ καί εὐρύτερου πεδίου ἔγιναν αἰτία, ὥστε ἡ ὀρθόδοξη παρουσία στήν Ἑλβετία νά εἶναι αἰσθητή καί σεβαστή. Καρπός αὐτῆς τῆς ἀναγνωρίσεως ἦταν καί συνεχίζει νά εἶναι, ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό τοπικό Συμβούλιο Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Γενεύης, ὅπου, ἐκτός τῶν ποικίλων ποιμαντικῶν καί θεολογικῶν ζητημάτων πού συζητοῦνται, διοργανώνονται καί ποικίλες ἐκδηλώσεις, μέ τίς ὁποῖες καλλιεργεῖται ἡ χριστιανική ἀλληλεγγύη καί γνωρίζονται μεταξύ τους  οἱ Ἐκκλησίες τῆς πόλεως τῆς Γενεύης.

Κατά τήν περίοδο τῆς συνεργασίας μου μέ τό Μητροπολίτη Δαμασκηνό, καί ὑπό τήν ἰδιότητα τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, ἐκπροσωποῦσα τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό τοπικό Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τῆς Γενεύης.

2. Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός καί οἱ Πανορθόδοξες, Διαχριστιανικές καί Διαθρησκειακές Σχέσεις.

  • α) Γραμματεύς ἐπί τῆς Γραμματείας προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τῆς πολύτιμης προσφορᾶς τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ ἦταν ὁ ἀγώνας του γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν διορθοδόξων σχέσεων, τόσο σέ θεσμικό πλαίσιο, ὅσο καί σέ ἐπίπεδο διαπροσωπικῶν σχέσεων.

Ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο ἔχει δικαίωμα νά σεμνύνεται, ἦταν ἡ συνεχής, ἄοκνη, ἀλλά καί καρποφόρα προσπάθειά του ὥστε τό αἴτημα τῶν σύγχρονων καιρῶν νά καταστεῖ πραγματικότητα, δηλαδή τό ὅλο ἔργο του γιά τήν προετοιμασία καί τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Γιά τό Μητροπολίτη Δαμασκηνό, πέρα ἀπό ἀναγκαιότητα καί ἱστορικό χρέος, ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου φανερώνει τήν ἀξιοπιστία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔναντι τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν καί ἔναντι τοῦ σύγχρονου κόσμου.

Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός πίστευσε σ’ αὐτήν τήν ἀναγκαιότητα καί ἀνάλωσε στήν πραγματικότητα τόν ἑαυτό του, καταβάλλοντας ἄοκνες προσπάθειες γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ στόχου αὐτοῦ, τόν ὁποῖο θεωροῦσε ὡς οὐσιαστικό γιά τήν περαιτέρω μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν τρίτη μετά Χριστόν χιλιετία.

Σέ εἰσήγησή του στό θεματολόγιο τῆς προετοιμαζόμενης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων: «Ἡ Ὀρθοδοξία δύναται καί ὀφείλει νά συμβάλη θετικῶς εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς ὀργανικῆς σχέσεως τοῦ σύγχρονου διεθνοῦς διαλόγου πρός τά κατ’ ἐξοχήν χριστιανικά ἰδεώδη της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης, τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης μεταξύ τῶν λαῶν, διακηρύττουσα τήν περί ἀνθρώπου καί κόσμου χριστιανικήν πίστιν καί παράδοσιν, ὡς ἔπραξε τοῦτο εἰς τήν καθ’ ὅλου ἱστορικήν πορείαν αὐτῆς καί ὡς ἐπέτυχε νά ἀναμορφώση τήν πνευματικήν καί πολιτιστικήν ταυτότητα τοῦ κόσμου»[5].

Εὐελπιστοῦμε ὅτι ἡ προσπάθεια αὐτή τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ δέν θά παραμείνει ἡμιτελής, γιατί οἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν εἶναι πλέον ἐπιτακτικές, ὅπως διαφαίνεται καί ἀπό τά πρόσφατα γεγονότα τῆς τρομοκρατίας, τῶν πολέμων, τῶν ὁποιασδήποτε μορφῆς συγκρούσεων καί τῆς ὀξύνσεως τῶν σχέσεων μεταξύ θρησκειῶν καί πολιτισμῶν.

Ἡ ἄμεση ἐνασχόλησή μου μέ τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἀπετέλεσε καί γιά μένα μοναδική εὐκαιρία, ὥστε νά γνωρίσω, δίπλα στό Μητροπολίτη Δαμασκηνό, τους προβληματισμούς καί τίς προοπτικές τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί νά μπορῶ ἔτσι μέ τή σειρά μου νά βοηθήσω τή δική μου Ἐκκλησία τῆς Κύπρου σέ ὅλα αὐτά τά ζητήματα ὅταν, τό 1992, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος μοῦ ἀνέθεσε τήν εὐθύνη τοῦ Τμήματος τῶν Διεκκλησιαστικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Εἶναι νωπά στή μνήμη ὅλων μας, ὡς συνεργατῶν του, οἱ κόποι καί οἱ θυσίες πού κατέβαλλε συνεχῶς, ἤ καί σέ ἐντατικό ρυθμό, ὁσάκις θά συνεκαλεῖτο μία Πανορθόδοξη Συνάντηση.

Ἔχοντας κατά νοῦν τις διάφορες εὐαισθησίες, ἀνάλωνε τόν ἑαυτό του, ὥστε νά ἐπισκεφθεῖ τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ στόχο τήν ἀναγκαία προετοιμασία, ἀλλά καί κυρίως γιά νά μή πιστευθεῖ ὅτι κάποια ἀπό τίς Ἐκκλησίες ἐτοποθετεῖτο σέ δεύτερη μοίρα.

Γιά ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἐπεδείκνυε τόν ἴδιο σεβασμό καί ἐκτίμηση, ὄντας γνήσιος ἐκφραστής τῆς ἀποστολῆς διακονίας ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Ἡ μαθητεία μου δίπλα στό Μητροπολίτη Δαμασκηνό δέν περιορίζεται μόνο στά πιό πάνω ζητήματα.

Οἱ ὁρίζοντές του ἦταν ἀνεξάντλητοι καί ὁ ἴδιος εἶναι προσωπικότητα μέ πολλούς ὁραματισμούς, ἀλλά καί ἀνησυχίες, γιά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιά τό λόγο αὐτό δέν ἔπαυσε νά ἀναζητεῖ ἐπί καθημερινῆς βάσεως τρόπους συνεργασίας τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά καταδειχθεῖ ἡ ἑνότητα τῆς μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί εἶναι πεπεισμένος ὅτι ἡ ἀπό κοινοῦ μαρτυρία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι πιό ἀξιόπιστη καί ἀποτελεσματική. Θά ἀναφέρω μέ πολλή συντομία μερικές ἀπό τίς ἄλλες δραστηριότητές του, ἐξ ἴσου σημαντικές.

  • β) Διευθυντής τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.

Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ὅπου ἔζησα καί συνεργάσθηκα μέ τό Μητροπολίτη Δαμασκηνό γιά περισσότερο ἀπό δεκατρία ἔτη, εἶχε μετατραπεῖ σέ ἀληθινό ἐργαστήριο πνευματικότητας καί θεολογικῆς σκέψεως.

Ἐπί σειρά ἐτῶν διοργανώνονταν σ’ αὐτό  ἐτήσια μεταπτυχιακά Σεμινάρια, τά ὁποῖα ἀσχολοῦνταν μέ ποικίλα σύγχρονα ζητήματα, πού ἀπασχολοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στίς σχέσεις της μέ τόν ἄλλο χριστιανικό κόσμο, μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες καί μέ τήν κοινωνία καί τήν ἐπιστήμη. Πολλοί, ἀπό ἐκείνους πού ἔλαβαν μέρος στίς ἐργασίες, ἀκόμη καί σήμερα ὁμολογοῦν τήν ἐπιτυχία ἐκείνου τοῦ θεσμοῦ.

Οἱ ἐκδοθέντες τόμοι τῶν πρακτικῶν τῶν Μεταπτυχιακῶν αὐτῶν Συνεδρίων ἀποτελοῦν ἐπίσης οὐσιαστική συμβολή γιά περαιτέρω θεολογική σκέψη καί προβληματισμό. Στή συνέχεια βέβαια, ὁ θεσμός αὐτός ἔλαβε πλέον θεσμική μορφή καί ἱδρύθηκε τό Μεταπτυχιακό Ἰνστιτοῦτο μέ ὁμολογουμένως ἀξιόλογη προσφορά πρός τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἕνεκα τῆς ἐπιμορφώσεως ἐπίλεκτων στελεχῶν ἀπό τίς διάφορες κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.

Τό περιοδικό «Ἐπίσκεψις», πού ἐκδίδεται ἀπό τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς, τόσο γιά τήν ἀποστολή τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου, ὅσο καί γιά τίς ποικίλες δραστηριότητές του.

Ἐκτός τῶν δραστηριοτήτων αὐτῶν καθ’ ἑαυτῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου, πρέπει νά αναφέρουμε καί τή φιλοξενία πολλῶν συναντήσεων εἴτε τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, εἴτε διμερῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μέσα στά πλαίσια αὐτῶν τῶν δραστηριοτήτων παρήλασαν ἀπό τό Ὀρθόδοξο Κέντρο ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ὁ Γέρων Μητροπολίτης Ἐφέσου Χρυσόστομος, ὁ ἀείμνηστος Γέρων Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων, ἄλλοι Ἀρχιερεῖς καί κληρικοί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, καθώς καί ἀπό τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κυρίως κατά τή σύγκληση τῶν Πανορθοδόξων Συναντήσεων.

Προβαίνοντας σέ ἀπολογισμό μέ τή συμπλήρωση εἴκοσι ἐτῶν δραστηριοποιήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου, ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων: «Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο εἶναι πράγματι ἕνας προωθημένος θεσμός τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ ὁποῖος αἰσθητοποιεῖ μέ τίς συγκεκριμένες δραστηριότητές του τήν οἰκουμενική ἀποστολή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδοξίας στή Δυτική Εὐρώπη. Ἡ δυναμική καί ἀκτινοβολία του πηγάζει μέν ἀπό τό πανορθόδοξο κῦρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀλλά ἀναφέρεται σ’ ὁλόκληρη τήν Ὀρθοδοξία καί κατ’ἐπέκταση σ’ ὁλόκληρο τόν Χριστιανικό κόσμο»[6].

  • γ) Διμερεῖς Διάλογοι καί Οἰκουμενική Κίνηση.

Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός ἀνέπτυξε ἐνεργό ρόλο στούς διμερεῖς θεολογικούς διαλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Ἦταν ὁ ὀρθόδοξος Συμπρόεδρος τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων, ἀφ’ ἑνός μέν μέ τήν Παλαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀφ’ ἑτέρου δέ μέ τίς Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ἐκκλησίες.

Μέ τήν ἰσχυρή του θέληση γιά ἐπίτευξη συγκεκριμένων ἀποτελεσμάτων στούς θεολογικούς διαλόγους, καί οἱ δύο αὐτοί διάλογοι, ἀνεξαρτήτως τῶν ἐπιφυλάξεων πού μπορεῖ νά ὑπάρχουν, κατέληξαν σέ συγκεκριμένες προτάσεις, θέτοντας πρό τῶν εὐθυνῶν τους ὅλες τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες καλοῦνται νά δώσουν δείγματα γραφῆς γιά τή θέλησή τους νά συμβάλουν στή χριστιανική ἑνότητα.

Ἄλλωστε καί ἡ Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου διατύπωσε τή βούληση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τή διεξαγωγή τῶν διμερῶν θεολογικῶν διαλόγων γιά τήν ἀναζήτηση τῆς ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν, καθώς καί τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, παραδόσεως καί ἐμπειρίας μεταξύ τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν.

Σημειώνουμε, ἐντός αὐτῶν τῶν πλαισίων τῆς διακονίας τοῦ Μητροπολίτη Δαμασκηνοῦ, καί τήν προσφορά του ὡς μέλους τοῦ προεδρείου τῆς Διασκέψεως Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν.

Παρακολουθοῦσε στενά τό ἔργο τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί ὅπου ἔκρινε σκόπιμο καί ἀναγκαῖο ἔκανε τίς δικές του παρμεβάσεις, ὑποστηρίζοντας τήν ὀρθόδοξη πίστη, θεολογία, παράδοση και πνευματικότητα, εἴτε μέ δημοσιεύσεις, εἴτε μέ δηλώσεις, εἴτε μέ ὁποιοδήποτε ἄλλο τρόπο ἔκρινε ἀποδοτικό.

Ἄλλωστε, αὐτό ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τούς στόχους καί σκοπούς τῆς ἱδρύσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Κέντρου στή Γενεύη.

  • δ) Διαθρησκειακοί Διάλογοι.

Ὁ Μητροπολίτης Δαμασκηνός, ἐπιπρόσθετα, εἶναι καί ὁ ἐμπνευστής καί στήν πράξη ἐφάρμοσε τό διάλογο μεταξύ θρησκειῶν καί πολιτισμῶν. Εἶχε ὑπό τήν εὐθύνη του δύο διαθρησκειακούς Διαλόγους: ἐκεῖνο μέ τό Ἰσλάμ καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐκεῖνο μέ τόν Ἰουδαϊσμό. Μέ τό χαρισματικό του χαρακτήρα, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι διεῖδε τήν κατάσταση τοῦ κόσμου καί τά προβλήματα, πού θά ἐδημιουργοῦντο μεταξύ τῶν πολιτισμῶν, τῶν λαῶν καί τῶν θρησκειῶν, καί ἔκρινε μέ τήν ὀξυδέρκειά του ὅτι ἡ λύση καί ἡ ἀντιμετώπισή τους πρέπει νά γίνει μέσω τοῦ διαλόγου.

Ὁ διάλογος αἴρει τίς παρεξηγήσεις τοῦ παρελθόντος, θεραπεύει τίς μνῆμες καί τίς πληγές, πού προκλήθηκαν ἀπό πράξεις βίας, θέτει τίς βάσεις συνεργασίας τοῦ παρόντος καί προετοιμάζει τό μέλλον γιά τό καλό ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, ὅπως συχνά ἐπανελάμβανε, εἶναι «εἰκόνες» Θεοῦ.


[1] Τὸ παρὸν κείμενο ἔχει δημοσιευθεῖ στον τιμητικὸ τόμο γιὰ τὸν Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Δαμασκηνό, ΕΚΚΛΗΣΙΑ – ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ, 2007, Ἀθήνα, σελ. 325-336.

[2] λβετίας Δαμασκηνοῦ. Ἡ σύγχρονη ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας (Ὁμιλία κατά τήν τελετή ἀναγορεύσεως σέ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1990). Ὀρθοδοξία καί κόσμος. Ἐκδόσεις «ΤΕΡΤΙΟΣ», Κατερίνη 1993, σελ. 71. Μεταξύ ἄλλων κειμένων τοῦ Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, τά ὁποῖα καταπιάνονται μέ τό ἐν λόγῳ ζήτημα, ἐπισημαίνουμε τήν ὁμιλία του ἐνώπιον τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, «Ἡ σύγχρονη ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας», κατά τήν τελετή ὑποδοχῆς του ὡς Ἀντεπιστέλλοντος Μέλους, τό 1992. Ὅπ. ἀν. σελ. 117-137.

[3] Vasilios KARAYIANNIS, Archimandrite. Maxime le Confesseur. Essence et énergie de Dieu. Edition Beaushesne. Série : Théologie Historique 93. Paris 1993.

[4] Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Πρόλογος, Ὑπό Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ. Εἰσαγωγή, Σχόλια: ὑπό Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου Καραγιάννη, Πρωτοσυγκέλλου Ἱ. Μητροπόλεως Ἑλβετίας. Γαλλικό κείμενο: Πρωτοπρεσβυτέρου Boris Bobrinskoy. Ἐκδόσεις: «ΤΕΡΤΙΟΣ», 1986.

[5] Ὀρθοδοξία καί κόσμος. Ἐκδόσεις «ΤΕΡΤΙΟΣ», Κατερίνη 1993, σελ. 290-291.

[6] Τό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Σαμπεζύ – Γενεύης. Ἀπολογισμός μιᾶς εἰκοσαετίας (1966-1986). Ὅπ. ἀν. σελ. 180.

Αχάριστοι προς την Εκκλησία;

Αφορμή για το κείμενο τούτο αποτελεί η αναφορά του υπουργού Δικαιοσύνης στην ολομέλεια της Βουλής την παρελθούσα Παρασκευή (4 Νοεμ.) όταν συνεζητείτο εκεί η πρόταση για ψήφο εμπιστοσύνης στην Ελληνική Κυβέρνηση.

Τι είπε στην αγόρευσή του ο κ. υπουργός, την ώρα που υποτίθεται ότι οι πάντες-πρώτοι οι κύριοι υπουργοί και οι εκπρόσωποι του έθνους και δεύτερον εμείς οι υπόλοιποι απλοί πολίτες Έλληνες ψηφοφόροι-αντιλαμβόμαστε τις δύσκολες στιγμές που διέρχεται η πατρίδα μας και ως εκ τούτου απαιτείται, ομοψυχία, ενότητα, χαμηλοί τόνοι, κοινωνική συνοχή, συμφιλίωση και ειρήνη;

Βρήκε την ώρα να εξαπολύσει «κατηγορητήριο-κριτική» κατά της Εκκλησίας , η οποία (άκουσον-άκουσον) «στις δύσκολες τούτες ώρες δεν πρέπει να είναι απούσα αλλά να βοηθάει τον ελληνικό λαό, που δεινοπαθεί...».

Πάλι καλά που δεν μας είπε ότι δεινοπαθεί εξαιτίας της Εκκλησίας ο ελληνικός λαός.

Αλήθεια, μήπως, εκείνη οδήγησε στη χρεοκοπία και στο σημερινό κατάντημα τη χώρα μας και δεν το ξέρουμε;

Η Εκκλησία οδηγείται σε πτώχευση ή το ελληνικό κράτος; Οι ηγέτες της Εκκλησίας έχουν την ευθύνη της χρεοκοπίας ή οι πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν και κυβερνούν τον τόπο;

Δεν έχει ακούσει τίποτε για το τι κάνει η Εκκλησία-η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία-τώρα την περίοδο της κρίσης, ο υπουργός;

Και μόνο να προσεύχεται για τον δεινοπαθούντα λαό, για τους ανέργους, τους αστέγους, τους αδυνάτους, αδυνάμους, φτωχούς, ασθενείς, γέροντες και γενικά τους χρήζοντες ανάγκη βοηθείας συνανθρώπους μας είναι αρκετό.

Είναι μέσα στην αποστολή της Εκκλησίας η προσευχή και ο πνευματικός της αγώνας για τον λαό της καθώς και ο παρηγορητικός της λόγος και η αγάπη της προς τον πάσχοντα (εξ οιουδήποτε λόγου) συνάνθρωπό μας.

Όμως, πέραν αυτού επιτελεί και ένα άλλο καθήκον, το οποίο μάλλον δεν της ανήκει αλλά το «έκλεψε...» από την Πολιτεία.Είναι εκείνο της κοινωνικής πρόνοιας. Η Εκκλησία μας, χωρίς να εισπράττει κανένα φόρο γι’ αυτό, μεταβλήθηκε σε υπουργείο Κοινωνικής Μέριμνας και Κοινωνικής Πρόνοιας.

Αν δεν είναι έτσι ρωτήστε τις Μητροπόλεις της Ελλάδος, της Κρήτης και της Δωδεκανήσου αλλά και τις ενορίες και τον παπαδάκο της πιο απομακρυσμένης και φτωχής ενορίας της πατρίδας μας τι κάνει για τη φτώχεια και πόσοι προσφεύγουν εκεί για ένα κομμάτι ψωμί και λίγο φαΐ, καθημερινά.

΄Εστω και από περιέργεια, ο κ.υπουργός, εάν ρωτούσε να πληροφορηθεί από κάποιον αμειβόμενο σύμβουλό του για το έργο της Εκκλησίας μας θα εγνώριζε πόσες δεκάδες χιλιάδες μερίδες φαγητό μοιράζει καθημερινά στον άνεργο, άστεγο και ανήμπορο που ζει στην Ελλάδα (΄Ελληνα ή αλλοδαπό), χωρίς διακρίσεις και ότι διέθεσε για φέτος πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ (ναι, πάνω από εκατό) για φιλανθρωπικό έργο.

Το να μην αναγνωρίζει κάποιος τον ευεργέτη του, εμείς οι ΄Ελληνες τον λέμε αχάριστο. Είναι αχαριστία εάν σήμερα όλοι μας (αλλά περισσότερο το επίσημο κράτος, ) δεν αναγνωρίζουμε την προσφορά και τη θυσία του ευεργέτη μας. Και είναι άδικο κ. υπουργέ της Δικαιοσύνης να καταγγέλετε από το επισημότερο βήμα (την ελληνική Βουλή) την Εκκλησία μας ότι , δήθεν, είναι « απούσα και δεν βοηθάει τον λαό που υποφέρει».

Αυτό σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζετε (και δεν ενθυμείσθε καθόλου) το καλό και την προσφορά της Εκκλησίας στον λαό.΄Ελλειψη ευγνωμοσύνης, ίσον αχαριστία λένε τα λεξικά της ελληνικής μας γλώσσας.

Επίσης, κάνετε λάθος κ. υπουργέ ( διότι το αναφέρετε κι αυτό στην ομιλία σας) όταν αμφισβητείτε το δικαίωμα της Εκκλησίας (των εκπροσώπων της ασφαλώς) να ομιλεί.

Αλήθεια θα θέλατε ειλικρινά μία Εκκλησία άλαλη και άφωνη; Μια Εκκλησία χωρίς κήρυγμα αληθείας και λόγο παρηγορίας προς τον λαό της;

Κατεξοχήν αρμοδιότης της Εκκλησίας μας είναι το κήρυγμα, η αλήθεια, το ευαγγέλιο, ο λόγος της αγάπης, της ελπίδας και της παρηγορίας όταν χρειάζεται. Να της αφαιρεθεί και αυτή η αρμοδιότης;

Ο λόγος της Εκκλησίας είναι αληθινός, όχι ψεύτικος, κάλπικος, απατηλός, δημαγωγικός, υστερόβουλος, ψευδής, πολιτικός. Είναι λόγος που ζεσταίνει τις ανθρώπινες καρδιές, είναι λόγος που ενώνει και δεν διχάζει, που ωφελεί, οικοδομεί και δεν καταστρέφει. Και γι’ αυτό ο λόγος της Εκκλησίας βρίσκει απήχηση στο πλήρωμά της .Και γι αυτό τον ονομάζετε «λόγο πολιτικό ή μισαλλόδοξο» για να αποδυναμώσετε την απήχησή του στον λαό.

Προχθές κάποιος άλλος υπουργός βρήκε τον αίτιο της οικονομικής κρίσης και «του δημοσιονομικού εκτροχιασμού» στον «διπλοθεσίτη» αρχιμανδρίτη που παίρνει δύο μισθούς (ως Ιερέας και εκπαιδευτικός Μ.Ε.), λες και εκείνος έκανε τον νόμο που παρέχει τη δυνατότητα στον ιερέα να διδάσκει σε σχολεία.

Ο ίδιος θυμήθηκε να κατηγορήσει και δύο , όντως, σπουδαίους και αληθινούς Αρχιερείς, ένα νεκρό Αρχιεπίσκοπο (τον μακαριστό Χριστόδουλο) τώρα που βρίσκεται στον τάφο και ένα εν ενεργεία Μητροπολίτη (τον Σεβ. Μεσογαίας) γιατί εξέφρασε λόγους παρηγορητικούς, αγάπης και υποστηρίξεως στους οικονομικά πληττόμενους της περιφερείας του.

Επίσης, πολύ πρόσφατα, βουλευτίνα ζήτησε να φορολογηθούν και οι Ιεροί Ναοί, (εξαιρώντας μόνο τα εξωκλήσια και... τα εικονοστάσια που βρίσκονται στους δρόμους!!)

Μεγάλο λάθος ο πόλεμος με την Εκκλησία. Ειδικά σήμερα και με τις συγκεκριμένες άσχημες για την πατρίδα μας συνθήκες.

Η Εκκλησία δεν πτοείται από τις βολές και διαβολές των διωκτών της. Στο πέρασμα των πολλών αιώνων είδε, άκουσε και έπαθε πολλά. Οι διώκτες, οι αχάριστοι και οι πολέμιοί της (οιουδήποτε κόμματος, χρώματος, φυλής ή γλώσσας) έγιναν άφαντοι και δεν τους ενθυμείται κανένας πλέον.

Εκείνη παραμένει αλώβητος και θα συνεχίζει το έργο της εις τους Αιώνας «και πύλες άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής».

Ουρανούπολη – Το «φάντασμα» του αρχαιολογικού χώρου

Πέρασαν ήδη τρία χρόνια, η υπόθεση Βατοπαιδίου δεν απασχολεί πλέον τον πολιτικό κόσμο, τα πολιτικά κέρδη τα οποία αποκόμισαν από την υπόθεση αυτή, όσοι τα αποκόμισαν τα σκόρπισαν «ασώτως».

Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει μετάνοια στην «πείνα» που έφθασαν και για εμάς στην πείνα που μας έφθασαν.

Η Romfea.gr αποφάσισε να ασχοληθεί με μερικές από τις πτυχές της υπόθεσης αυτής, οι οποίες πτυχές φθάνουν τα όρια του τραγικού και ξεπερνούν τα όρια του κωμικού.

Ο άνθρωπος που συνέλαβε πρώτος την ιδέα ότι από τη Διώρυγα του Ξέρξη μέχρι τα σύνορα του Αγίου Όρους είναι χώρος αρχαιολογικός και δάσος που δεν μεταβιβάζεται τα έλεγε αυτά, γιατί ο ίδιος έκτιζε ξενοδοχείο σε κτήμα που υπήρχε μέσα στην ίδια την περιοχή, «τα άκουσε» όμως από το Δημοτικό Συμβούλιο. Και ενώ αυτός «τα άκουσε» από το Δημοτικό Συμβούλιο της περιοχής στην Αθήνα περιπλανάται το φάντασμα των αρχαιολογικών χώρων και δασών που μεταβιβάστηκαν στη Μονή Βατοπαιδίου για «μπίζνες».

Ένα άλλο φαιδρό που θα διαβάζετε πιο κάτω είναι ότι, ο περιβάλλων χώρος της Μονής Ζυγού που είναι ιστορικός και αρχαιολογικός κακώς μεταβιβάστηκε στη Μονή, όταν η ίδια Μονή Ζυγού και ο άμεσος περιβάλλων χώρος της έχει μοιραστεί ήδη σε ιδιώτες και ο κάθε πύργος της Μονής ανήκει και σε έναν Ουρανοπολίτη. Ιδιαίτερη εντύπωση μάς έκανε ότι ένας από τους πύργους αυτούς ανήκει στον φούρναρη!

Υποτίθεται ότι στη Μονή μεταβιβάστηκε περιβάλλων χώρος μνημείου, ενώ το μνημείο και ο άμεσα περιβάλλων χώρος του ανήκουν σε ιδιώτες!!!

Απίθανες ερμηνείες

Σε δημοσίευμα του Λασκαρέλια στην «Ελευθεροτυπία» στις 16-07-2007 διαβάσαμε: «Για την έκταση των 8.600 στρεμμάτων υπάρχει και πρόσθετος λόγος που αποκλείει την παραχώρηση και τον αποχαρακτηρισμό: είναι αρχαιολογικός χώρος και το Σύνταγμα ορίζει ότι “τα μνημεία, οι παραδοσιακές περιοχές και τα παραδοσιακά στοιχεία προστατεύονται από το κράτος. Νόμος θα ορίσει τα αναγκαία για την πραγματοποίηση της προστασίας αυτής περιοριστικά μέτρα της ιδιοκτησίας, καθώς και τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών” (άρθρο 24 παράγρ. 6)».

Τα ΜΜΕ από το 2007 ανέδειξαν σαν θέμα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον αρχαιολογικό χώρο της Ουρανούπολης που δεν μεταβιβάζεται. Σύμφωνα με το πιο πάνω δημοσίευμα το Σύνταγμα αναφέρεται στην προστασία των αρχαιολογικών χώρων και αναγνωρίζει ρητά ότι μπορεί να περιορίζεται η ιδιοκτησία αρχαιολογικού χώρου με την έννοια ότι παρεμβαίνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία σε αρχαιολογικό χώρο ή μνημείο που ανήκει σε ιδιώτη, όμως όπως προκύπτει σαφέστατα από την παραπάνω συνταγματική διάταξη νόμος προσδιορίζει «τον τρόπο και το είδος της αποζημίωσης των ιδιοκτητών». Σαφέστατα προκύπτει ότι αρχαιολογικοί χώροι μεταβιβάζονται, δεν παύουν όμως να προστατεύονται τα μνημεία ακόμα και όταν ανήκουν σε ιδιώτες από το Σύνταγμα και τον αρχαιολογικό νόμο.

«Έξυπνο» μπέρδεμα της προστασίας μνημείου με το ιδιοκτησιακό καθεστώς!

Ο δημοσιογράφος κάνει «έξυπνο» μπέρδεμα της προστασίας μνημείου με το ιδιοκτησιακό καθεστώς προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του δημοσιεύματος.

Κατά τη γνώμη βέβαια των δημοσιογράφων δεν μεταβιβάζεται κανένας αρχαιολογικός χώρος. Ο αρχαιολόγος Ιωακείμ Παπάγγελος, διδάκτωρ της Αρχαιολογίας με μεταπτυχιακές σπουδές στην Σορβώνη, με ειδίκευση σε θέματα κυρίως ιστορικής τοπογραφίας της Χαλκιδικής και ιδιαίτερα στην περιοχή της Ιερισσού μέχρι τα όρια του Αγίου Όρους, αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της υπόθεσης.

Μετά από έρευνα στα αρχεία του Αγίου Όρους και μελέτη της ιστορικής τοπογραφίας της προ του Άθω περιοχής, ανακάλυψε και ταύτισε τη Μονή Ζυγού που βρίσκεται εκτός της περιοχής που μεταβιβάστηκε στη Μονή Βατοπεδίου με τις ανταλλαγές, οργάνωσε και επέβλεψε τις ανασκαφές, ανέδειξε το μνημείο σ’ όλες τις λεπτομέρειές του και φρόντισε για την κήρυξή του ως αρχαίου μνημείου.

Εντόπισε, ταύτισε, ανέσκαψε και φρόντισε να κηρυχθεί ως αρχαίο μνημείο και ο Άγιος Νικόλαος (= Μονή του Μελισσουργείου) που επίσης βρίσκεται εκτός του συμβολαίου. Προσδιόρισε και σχεδίασε τον αρχαιολογικό περίπατο στην περιοχή της Ουρανούπολης, που βρίσκεται επίσης εκτός συμβολαίου, συνέταξε την μελέτη για την ανάδειξή του και οργάνωσε τον καθαρισμό και την στερέωση των επί μέρους μνημείων του. Ασχολείται συστηματικά επιστημονικά με την περιοχή από το 1980, είναι ο κατεξοχήν επιστήμονας που ασχολήθηκε με την περιοχή και τα μνημεία της και γνωρίζει τα πάντα σχετικά με αυτή.

Από τη Διώρυγα του Ξέρξη μέχρι τα σύνορα του Αγίου Όρους περιλαμβάνονται περίπου 70.000 στρέμματα. Σχετικά με το αν αυτός ο χώρος είναι αρχαιολογικός ανέφερε:

«Από νομική άποψη δεν έχουμε μια κήρυξη αυτής της περιοχής από τη Διώρυγα του Ξέρξη μέχρι τα όρια του Αγίου Όρους, δεν έχουμε μια κήρυξη η οποία να τη χαρακτηρίζει αρχαιολογικό χώρο. Έχουμε την υπουργική απόφαση του 1965, η οποία δεν κηρύσσει την περιοχή αυτή αρχαιολογικό χώρο, ή δε χαρακτηρίζει τα μνημεία αρχαία μνημεία αλλά προστατευόμενα. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Δηλαδή, με άλλο άρθρο του αρχαιολογικού νόμου, του παλιού νόμου του 1932, κηρύσσονται τα μνημεία, με άλλο κηρύσσονται οι αρχαιολογικοί χώροι. Είναι εντελώς διαφορετικά. Δηλαδή, τυπικά αν δούμε την κήρυξη, δεν είναι κήρυξη αρχαιολογικού χώρου».

Ανέφερε επίσης ότι ο αρχαιολογικός περίπατος δεν περιλαμβάνεται μέσα στην περιοχή που ανταλλάχτηκε, είναι εκτός περιοχής και βρίσκεται κυρίως μέσα σε ιδιοκτησίες, μέσα σε κλήρους, σε κληροτεμάχια απ’ τη διανομή.

 

Πώς μπορεί ένας αρχαιολογικός περίπατος με αρχαιολογικούς χώρους να βρίσκεται μέσα σε ιδιοκτησίες;

Παπάγγελος: «Οι περισσότερες αρχαιότητες, στην Χαλκιδική τουλάχιστον που γνωρίζω, βρίσκονται μέσα σε ιδιοκτησίες. Και όλος ο αρχαιολογικός χώρος των Αθηνών βρίσκεται μέσα σε ιδιοκτησίες. Και όλος ο αρχαιολογικός χώρος της Θεσσαλονίκης βρίσκεται μέσα σε ιδιοκτησίες.

Και πρόσθεσε, ότι «η περιοχή που ανταλλάχτηκε αισθητικά, είναι ένα όμορφο κομμάτι της Χαλκιδικής. Όχι από τα ομορφότερα, αλλά ένα όμορφο κομμάτι της Χαλκιδικής. Από απόψεως πυκνότητος μνημείων θα έλεγα ότι στην υπόλοιπη Χαλκιδική έχουμε πολύ μεγαλύτερη πυκνότητα μνημείων.

Είπε επίσης, ότι μέσα στην περιοχή από τη Διώρυγα του Ξέρξη μέχρι τα σύνορα του Αγίου Όρους κατά κόρον και επί σειρά ετών γίνονται μεταβιβάσεις, από τότε που άρχισαν οι διανομές, δηλαδή το 1938 που άρχισαν τυπικά οι διανομές, μέχρι σήμερα, πιθανόν και αυτή τη στιγμή γίνονται αγοραπωλησίες. Είναι ιδιοκτησία. Ο χαρακτηρισμός ενός χώρου ως αρχαιολογικού δεν έχει επιπτώσεις στο καθεστώς ιδιοκτησίας του χώρου. Ουδεμία.

Ζωνοποίηση της διώρυγας του Ξέρξη

Αναφέρθηκε στη ζωνοποίηση της διώρυγας του Ξέρξη, είπε ότι είχε γίνει ζωνοποίηση, εκεί πέρα έγιναν όλα τα τυπικά. Υπάρχει Ζώνη Α, Ζώνη Β, η Α είναι απόλυτης προστασίας, η Β είναι με επί μέρους προσδιοριζόμενες προστασίες, και η κήρυξη αυτής της ζώνης και η ζωνοποίηση έγινε εκατέρωθεν της Διώρυγος. Επομένως, ένα τμήμα, το προς νότον τμήμα, είναι μέσα στην περιοχή η οποία προστατεύεται και απ’ την απόφαση του 1965. Αλλά, επειδή δεν επαρκούσαν οι διατάξεις του 1965 γι’ αυτό ακριβώς έγινε η νέα κήρυξη, όπως έγινε νέα κήρυξη στη Μονή Ζυγού, όπως έγινε νέα κήρυξη στη Μονή Μελισσουργείου, στον Άγιο Νικόλαο, έτσι έγινε και στη Διώρυγα του Ξέρξη μια νέα κήρυξη, για να είναι καλύτερη και σαφέστερη και ισχυρότερη η προστασία του συγκεκριμένου μνημείου. Στη μια άποψη τα δυο ερειπωμένα μοναστήρια, στην άλλη άποψη ο ιστορικός και αρχαιολογικός χώρος της Διώρυγας του Ξέρξη.

Επιβεβαίωσε ότι μέσα στη ζώνη απόλυτης προστασίας, που είναι η Α, υπάρχουν ιδιοκτησίες λέγοντας ότι «Το σύνολο είναι ιδιοκτησία. Το σύνολο της κηρύξεως είναι ιδιοκτησίες. Το σύνολο των κηρύξεων της Διώρυγος του Ξέρξη και των ζωνών προστασίας είναι ιδιοκτησίες, είναι κλήροι και μεταβιβάζονται.»

Έχουν γίνει ειδικές κηρύξεις στη Μονή του Ζυγού και του Μελισσουργείου και είπε ότι η ζωνοποίηση στα κηρυγμένα αυτά μνημεία δεν έχει γίνει.

Αρκεί το γεγονός ότι σ’ αυτά τα δύο μνημεία έγιναν περιφράξεις

Στο ερώτημα αν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η πιθανή προσδιοριζόμενη ζώνη Α της Μονής Ζυγού, που βρίσκεται χιλιόμετρα μακριά από τη Διώρυγα του Ξέρξη, μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν ζώνη απόλυτης προστασίας ο κ. Παπάγγελος απάντησε:

«Αυτό είναι υπερβολικό, ίσως και παράλογο. Σαν άμεσο περιβάλλον, αρκεί το γεγονός ότι σ’ αυτά τα δύο μνημεία έγιναν περιφράξεις. Περιφράξεις από την αρχαιολογική υπηρεσία. Περιφράξεις οι οποίες, θα χρησιμοποιήσω μια βαριά έκφραση, δεν σεβάστηκαν και το ιδιοκτησιακό καθεστώς, κατά την άποψή μου, καλά, καλά έκαναν και δεν το σεβάστηκαν. Δηλαδή είπαν, ποια είναι η ανάγκη του μνημείου για να αναπνέει, ας το πούμε έτσι απλά. Είναι αυτή. Τους πασσάλους γύρω-γύρω και περίφραξη. Μα είναι μέσα και μια ιδιωτική έκταση. Ε, τι να κάνουμε; Ας ζητήσει αποζημίωση χρήσεως γης».

Ρωτήθηκε πότε έγιναν διανομές στον περιβάλλοντα χώρο του Αγίου Νικολάου και της Μονής Ζυγού και απάντησε:

«Τρεις διανομές έγιναν. Το ’38, το ’71 και το πενήντα τόσο».

 

Πώς επέτρεψε η Αρχαιολογική Υπηρεσία να γίνουν διανομές αφού είναι αμεταβίβαστος ο χώρος;

Παπάγγελος: «Δεν ρωτήθηκε, δεν ρωτήθηκε καθόλου. Μα δεν υπήρχε η αίσθηση, γενικά στη Δημόσια Διοίκηση δεν υπήρχε η αίσθηση ότι αυτή η περιοχή από τη Διώρυγα του Ξέρξη μέχρι τα όρια του Αγίου Όρους ότι είναι αρχαιολογικός χώρος. Δεν υπήρχε καθόλου».

Και συνέχισε να επεξηγεί: «Μα δεν τίθεται θέμα, δεν θίγεται η ιδιοκτησία. Η ιδιοκτησία, είναι δικό μου. Έχει μέσα και αρχαία; Τα έχει τα αρχαία. Προστατεύονται τα αρχαία από τις διατάξεις της υπουργικής αποφάσεως. Αλλά το κτήμα είναι δικό μου. Το οικόπεδο του Γιώργη στην οδό Εγνατία είναι δικό του. Μα, από κάτω έχει τη μεσοβυζαντινή Μονή του Προδρόμου. Να την έχει. Δεν την πείραξε κανείς. Αλλά η γη είναι δική μου».

»Το θέμα της ιδιοκτησίας που συνυπάρχει με αρχαιότητες στην περιοχή που μας αφορά, λίγο πιο έξω, στην Ιερισσό, αντιμετωπίζεται τα τελευταία χρόνια κατά κόρον. Η νέα Ιερισσός, που κτίζεται στον παραθαλάσσιο κάμπο, κτίζεται πάνω στο νεκροταφείο της αρχαίας και της μεσοβυζαντινής πόλεως. Μέχρι στιγμής, εδώ και 35 χρόνια που άρχισαν οι ανασκαφές, έχουν ανασκαφεί γύρω στους 15.000 τάφοι. Αυτοί βρίσκονται στα θεμέλια της ιδιοκτησίας. Και πολλοί από αυτούς είναι σπουδαία μνημεία. Μερικά έχουν διατηρηθεί κιόλας. Κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την ιδιοκτησία. Επειδή είναι το αρχαίο νεκροταφείο εδώ πέρα με πολύ σημαντικούς τάφους, επομένως δεν είναι ιδιοκτησία σου, σήκω και φύγε.

Απεναντίας, όλα αυτά τα χρόνια γίνονται ανασκαφές, ερευνώνται οι τάφοι και αποδίδεται στη συνέχεια το οικόπεδο, ελεύθερο στον ιδιοκτήτη, και κτίστηκε η Ιερισσός. Αλλιώς η Ιερισσός δε θα μπορούσε να κτιστεί αν δεν επιτρεπόταν. Το ίδιο συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη. Κάθε πολυκατοικία η οποία κτίζεται μέσα στα τείχη της πόλεως βρίσκει από κάτω αρχαιότητες. Γίνονται ανασκαφές, αξιολογούνται αυτά τα οποία βρίσκονται. Σπανιότατα γίνεται απαλλοτρίωση ή σπανιότατα θεωρείται ότι θα διατηρηθούν εν υπογείω. Συνήθως διατηρούνται εν καταχώσει και κτίζεται κανονικά η πολυκατοικία. Κανείς δεν έθιξε την ιδιοκτησία εκτός από μερικές ελάχιστες παρα πολύ σπουδαίες περιπτώσεις».

Το μνημείο της Μονής Ζυγού δεν ανήκει ολόκληρο στο Δημόσιο αλλά το μεγαλύτερό του μέρος σε ιδιώτες

Το μνημείο της Μονής Ζυγού δεν ανήκει ολόκληρο στο Δημόσιο αλλά το μεγαλύτερό του μέρος σε ιδιώτες. Στο άμεσο περιβάλλον του μνημείου υπάρχουν και πάλι ιδιοκτησίες. Η έκταση που πήρε η Μονή βρίσκεται μακριά και από το μνημείο και από τον περιβάλλοντα χώρο που ανήκει σε ιδιώτες. Και η Μονή κατηγορείται ότι της μεταβιβάστηκε αρχαιολογικός χώρος που δεν μεταβιβάζεται!!!

Σε ερώτηση αν αυτή τη στιγμή, το μνημείο της Μονής Ζυγού έχει μέσα ιδιοκτησίες και αν ανήκει στο Δημόσιο ολόκληρο, απάντησε:

Παπάγγελος: «Η Μονή του Ζυγού, μέσα στο κάστρο περιλαμβάνει περίπου 5,5 στρέμματα έκταση. Απ’ τα 5,5 στρέμματα, κατά προσέγγιση λέω τώρα, τα 3 στρέμματα, ίσως και περισσότερα, μέσα στη Μονή, δε μιλώ γι’ απ’ έξω, είναι ιδιοκτησίες.

Το υπόλοιπο ήταν δημόσια δασική έκταση, η οποία παραχωρήθηκε κατόπιν ενεργειών μου, ως αρμόδιος και μελετητής και ερευνητής του χώρου, παραχωρήθηκε στην αρχαιολογική υπηρεσία. Και μία από τις ιδιοκτησίες, του Μανάρη η ιδιοκτησία, η οποία κατά το εν τρίτο ήταν μέσα στη Μονή του Ζυγού και τα υπόλοιπα δύο τρίτα ήταν έξω από τη Μονή του Ζυγού, δηλαδή στον άμεσο περιβάλλοντα χώρο του μνημείου, αυτή ύστερα από αίτημα της υπηρεσίας, αντικαταστάθηκε.

Δηλαδή, δόθηκε αυτή στο Δημόσιο και το Δημόσιο την έδωσε στην υπηρεσία, και ο Μανάρης πήρε κάπου αλλού κτήμα, μέσα στο χώρο που μας απασχολεί. Αυτό τελεσφόρησε πριν από 8 χρόνια περίπου».

Ερώτηση: «Και η Αρχαιολογική Υπηρεσία δεν αντιδρούσε ότι δεν πρέπει να γίνει μεταβίβαση εκεί»;

Παπάγγελος: «Όχι, απεναντίας, με αίτημα της Υπηρεσίας έγινε η ανταλλαγή. Εάν θεωρήσουμε ότι σήμερα καθορίζεται Ζώνη Προστασίας Α γύρω απ’ τη Μονή Ζυγού και μέσα στη Μονή Ζυγού, και με έβαζαν εμένα να την οριοθετήσω, τότε, θα την οριοθετούσα σε μία απόσταση γύρω από το κάστρο, γύρω στα 100 με 150 μέτρα. Σαν Ζώνη απόλυτης προστασίας».

»Επαναλαμβάνω ότι ο καθορισμός ενός χώρου ως αρχαιολογικού, δεν έχει επιπτώσεις στο καθεστώς της ιδιοκτησίας. Έχει επιπτώσεις στο καθεστώς της χρήσεως. Μπορεί να βγει μια απόφαση και να πει είναι Ζώνη Α, απαγορεύεται η βαθεία άρρωση, μια δέσμευση η οποία υπάρχει πολύ συχνά.

Απαγορεύεται οποιαδήποτε ανοικοδόμηση εκτός από βοηθητικά κτίρια για την εξυπηρέτηση του αρχαιολογικού χώρου. Απαγορεύεται, απαγορεύεται, απαγορεύεται... Απαγορεύεται η ξύλευσις.

»Κατά την άποψή μου, εάν οριστεί Ζώνη Α γύρω απ’ τη Μονή Ζυγού, αυτή θα προσαρμοστεί στη γεωμορφολογία του εδάφους και θα εκτείνεται σε μια απόσταση γύρω από το κάστρο 100-150 μέτρα, κάπου τόσο, ανάλογα με τη γεωμορφολογία του εδάφους. Ας μη ξεχνούμε ότι από τη μια μεριά είναι το Άγιον Όρος, που απέχει απ’ το κάστρο στα 40 μέτρα.

Ερώτηση: «Μέσα στο κάστρο, αυτό καθ’ εαυτό το κάστρο, υπάρχουν ιδιοκτησίες κατοίκων, δηλαδή επί του μνημείου ουσιαστικά;

Παπάγγελος: «Ο μεγάλος πύργος, που είναι πολύ σοβαρό μνημείο, ίσως είναι ο παλιότερος πύργος τον οποίο έχουμε και γνωρίζουμε που είναι κτισμένος με αντιρήδες, είναι μέσα στην ιδιοκτησία ενός τάδε, δεν ξέρω, ενός κατοίκου της Ουρανουπόλεως. Τι άλλο να πούμε τώρα; Το μαγκηπείο, το αρτοποιείο της Μονής, είναι μέσα σε ιδιοκτησία.

Ο πύργος 9 είναι μέσα στο κτήμα του Φούρναρη γιατί έχει 11 πύργους το κάστρο. Οι πύργοι, να πιάσουμε τους πύργους. Ο πύργος 1 που είναι ο μεγάλος, ο πύργος 2 όπου είναι η βόρεια πύλη, ο πύργος 3 που είναι γωνιακός, ο πύργος 4 που είναι ο μεγάλος προς τη θάλασσα, ο πύργος 5, ο οποίος είναι γωνιακός, ο πύργος 8 που ανακτίζεται, αυτοί οι πύργοι είναι μέσα σε ιδιοκτησίες, μέσα σε κλήρους».

Συμπερασματικά το ίδιο το μνημείο ανήκει σε ιδιώτες, ο άμεσος περιβάλλων χώρος του ανήκει σε ιδιώτες, οι διανομές έχουν γίνει και σε αυτούς από το Δημόσιο. Το κτήμα που δόθηκε στη Μονή είναι πιο μακριά και από τον άμεσα περιβάλλοντα χώρο του μνημείου. Απαγορεύεται λοιπόν η μεταβίβαση του χώρου και κατηγορούν τους υπαλλήλους με ηθικούς αυτουργούς τους μοναχούς για κάτι που είναι απόλυτα νόμιμο!!!

Ο θρησκευτικός Τουρισμός, η Δυτική Ελλάδα και η Ρωσία

Ο θρησκευτικός τουρισμός αναπτύσσεται με αρκετά γρήγορους ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, με 300 εκατομμύρια θρησκευτικούς επισκέπτες να κατακλύζουν θρησκευτικούς προορισμούς ανά τον κόσμο προσφέροντας σημαντικούς πόρους στις τοπικές οικονομίες.

Αποτελεί μια πολύ σημαντική πηγή εσόδων σε παγκόσμιο επίπεδο, αφού σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού η ωφέλεια ανέρχεται στα 15 δις ευρώ. Στην Ελλάδα, το θέμα του θρησκευτικού τουρισμού δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο εξειδικευμένης προσέγγισης ούτε ο σχεδιασμός του εθνικού τουριστικού προϊόντος έχει λάβει σοβαρά υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά του θρησκευτικού τουρισμού και τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του.

Η επιτυχία στο θέμα του θρησκευτικού τουρισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση γιατί απαιτείται μακροχρόνιος σχεδιασμός και συντονισμός μεταξύ των φορέων, προβολή και προώθηση των τοπικών θησαυρών στο εξωτερικό, συμμετοχή σε εκθέσεις και διεθνή συνέδρια και γενικότερα κινητοποίηση όλων των δυνάμεων.

Η Πάτρα θα μπορούσε να ωφεληθεί ιδιαίτερα λόγω του μοναδικού προνομίου της σχέσης της με τον Αγ. Ανδρέα και του γεγονότος ότι εδώ βρίσκεται η κάρα του Αγίου και άλλα σημαντικά λείψανα. Ειδικά στην Πάτρα, την πόλη του Πρωτόκλητου Ανδρέα, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν έχουν γίνει σοβαρές προσπάθειες στο θέμα αυτό. Ατυχώς, παρά το μοναδικό, σε παγκόσμιο επίπεδο, προνόμιο της πόλης, να είναι ο τόπος όπου δίδαξε και μαρτύρησε ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και να κατέχει ιερά λείψανα του Αποστόλου, η περιοχή ελάχιστα το έχει αξιοποιήσει, σε σύγκριση με άλλους ανάλογους θρησκευτικούς προορισμούς. Οσο η μοναδική αυτή φυσιογνωμία της περιοχής δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστή στο εξωτερικό με ανάλογη διαφήμιση και προβολή, είναι φυσιολογικό το ρεύμα του προσκυνηματικού τουρισμού από τα άλλα κράτη να βρίσκεται σε μη ικανοποιητικά επίπεδα.

Αν μάλιστα αναλογιστούμε ότι ολόκληρη η ευρεία περιοχή διαθέτει μεγάλο πλούτο θρησκευτικών θησαυρών (βυζαντινές εκκλησίες, μονές, σκήτες, σκηνώματα αγίων), όπως για παράδειγμα οι Μονές Μεγ. Σπηλαίου, Αγίας Λαύρας και άλλες ιστορικές μονές και ναοί, θα διαπιστώσουμε ότι πραγματικά η σημερινή κατάσταση δεν είναι διόλου ικανοποιητική.

Η ευθύνη γι'αυτό βαρύνει όλους μας, ιδιαίτερα όμως όσους είχαν στις προηγούμενες δεκαετίες τις τύχες της πόλης στα χέρια τους και δεν φρόντισαν να δημιουργηθεί ένα στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης του θρησκευτικού τουρισμού. Ο Ρώσος Βουλευτής της νομοθετικής Βουλής της Αγ. Πετρούπολης κ. Ευγ. Μάρτσενκο, πρότεινε στην πρόσφατη επίσκεψη να συνδεθούν οι πόλεις της Αγ. Πετρούπολης και της Πάτρας και να αναπτυχθούν οι μεταξύ τους σχέσεις στον εμπορικό, τουριστικό, θρησκευτικό και οικονομικό τομέα.

Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε, σαν πρώτο βήμα να μεταφερθεί η Αγια Κάρα του Αγ. Ανδρέα στην Αγία Πετρούπολη και να τεθεί σε προσκύνημα σε κεντρικό ναό της πόλης. Μαζί με αυτό θα ακουστεί σε όλη την περιοχή της Αγ. Πετρούπολης, αλλά και της Ρωσίας, το όνομα της Πάτρας και έτσι οι τοπικοί τουριστικοί οργανισμοί θα θελήσουν να αξιοποιήσουν το γεγονός.

Απαιτείται, λοιπόν, η Δυτική Ελλάδα και η Πάτρα ειδικότερα να εντάξει το θέμα αυτό ως κεντρικό πυλώνα του αναπτυξιακού σχεδιασμού της και όλοι οι φορείς να συνεργαστούν με συντονισμένες κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται, όπως προαναφέρθηκε, σχεδιασμός, στενή συνεργασία των φορέων, επιθετική προώθηση και προβολή των πλεονεκτημάτων της περιοχής στο εξωτερικό, αν θέλουμε να επιτύχει η προσπάθεια μας και να φέρει καρπούς, όπως συνέβη με άλλες περιοχές της χώρας (Χαλκιδική, Αγ. Όρος, Μετέωρα κλπ) που πήραν στα σοβαρά το θέμα του θρησκευτικού τουρισμού και έριξαν με ζέση τις δυνάμεις τους στην προώθηση του.

Μεταξύ Πάτρας και Αγ. Πετρούπολης, όσο κι αν υπάρχουν διαφορές, υπάρχουν αρκετά κοινά, όπως ότι και οι δυο πόλεις χρημάτισαν πρόσφατα Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης, είναι παραθαλάσσιες με λιμάνια και, πάνω από όλα, έχουν πλούσια εκκλησιαστική, ορθόδοξη παράδοση. Ας ελπίσουμε ότι η σύμπνοια και οι σοβαροί χειρισμοί που έχουν γίνει από πλευράς των αρμόδιων φορέων μέχρι σήμερα θα αποτελέσουν τον κατάλληλο καταλύτη για την προώθηση μιας πολύπλευρης συνεργασίας μεταξύ της περιοχής της Αγ. Πετρούπολης και της δυτικής Ελλάδας με αμοιβαία οφέλη και δυναμική αναπτυξιακή προοπτική.

top
Has no content to show!