- Δημιουργηθηκε στις Τετάρτη, 09 Νοεμβρίου 2011 16:07
- Εμφανίσεις: 14142
Στο σημερινό κόσμο της κοινωνικής καταπίεσης, της οικονομικής ανέχειας και της ανεξέλεγκτης βιομηχανικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων και των φυσικών πόρων ο «παραδοσιακός εχθρός» του ευαγγελισμού της Εκκλησίας δεν είναι η αθεΐα, δεν είναι η πρώην κομμουνιστική ή η νυν σοσιαλιστική ιδεολογία, ούτε η καπιταλιστική και η νέο-φιλελεύθερη πολιτική, που οδήγησε στη λογική και στην πρακτική της ελεύθερης οικονομίας και του ελεύθερου εμπορίου, αλλά η συνεχής παραγωγή ειδώλων μέσα από τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς σχηματισμούς και μηχανισμούς, ενώ η παράλληλη προβολή των ειδώλων αυτών ως των μοναδικών προτύπων στη ζωή του ανθρώπου έρχεται να προσθέσει ακόμη περισσότερο άγχος στον τρόπο δόμησης της κοινωνίας, αυξάνοντας τον αριθμό των φτωχών και παράλληλα τον πλούτο των λίγων πλουσίων.
Συγκεκριμένα το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 82,7 του παγκόσμιου εισοδήματος.
Μάλιστα η πλειοψηφία αυτών των προτύπων-ειδώλων διεκδικεί και παρουσιάζει μια επιδιωκόμενη κατάσταση «ισοθεΐας», η οποία προαναγγέλλει είτε τον θάνατο, είτε τη μη-ανάγκη ύπαρξης του Θεού στις ανθρώπινες σχέσεις και κοινωνίες.
Όταν ο άνθρωπος γίνεται πλούσιος λατρεύει τον πλούτο και ξεχνά τον Θεό με τραγική συνέπεια να γίνεται δούλος και ταυτόχρονα θύμα της οικονομικής παραγωγής.
Η σημασία του ειδώλου έχει πολυποίκιλη διάσταση, καθώς συνδέεται με την έννοια και την πράξη της απληστίας, της αρπαγής, της άδικης κατοχής γης και αγαθών, του φθόνου, του εγωϊσμού, της ζήλιας και κυρίως μ’ αυτήν της πλεονεξίας.
Μέσα από μία προσεκτική προσέγγιση της Βίβλου διαπιστώνεται ότι, ο αγώνας εναντίον της μισαλλοδοξίας, της ειδωλολατρίας (όποια και όπου εάν αυτή εντοπίζεται), της βίας, της αδικίας, του μίσους και της περιβαλλοντολογικής καταστροφής δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, προκειμένου να λάβει χώρα η μετακομιδή από την «οικουμένη της κυριαρχίας και της δύναμης, στην οικουμένη της αλληλεγγύης και της ζωής για όλους» (π. Γ.Τσέτσης, «Συνοπτικό χρονικό και γενική αποτίμηση της Η΄ Γενικής Συνελεύσεως του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών»). Έρχεται ως αποτέλεσμα μίας εσωτερικής, όσο και εξωτερικής κρίσης, και όχι ως απόρροια ενός τυχαίου γεγονότος, καθώς για να υπάρξει μία πνευματική γένεση, προαπαιτείται μία πνευματική ωδίνη.
Επίσης κάτι ανάλογο ισχύει και για την περίοδο των πρωτοχριστιανικών κοινοτήτων, που αρνούνταν να υποκύψουν στις εξουσιαστικές δυνάμεις και στις ειδωλολατρικές επιθυμίες και συνήθειες της αυτοκρατορίας, μ’ αποτέλεσμα το ξέσπασμα των διωγμών.
Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και λίγο μετά, τα οικονομικά συστήματα που εφαρμόσθηκαν διαδοχικά είχαν σαν συνέπεια την υπανάπτυξη αυτών που ονομάζουμε «χώρες του τρίτου κόσμου», γεγονός που συνδυάστηκε τραγικά με την οικονομική τους εξάρτηση από τα πλούσια – ισχυρά κράτη μέσω της πρακτικής της υπερχρέωσης και του δανεισμού.
Συγκεκριμένα, ο ιμπεριαλισμός κατά τον 16ο αιώνα, ο μερκαντιλισμός του εμπορίου τον 17ο αιώνα, η αποικιοκρατική πολιτική τον 18ο αιώνα, η εμφάνιση του καπιταλισμού ως αντίπαλη ιδεολογία του κομμουνισμού τον 19ο αιώνα και η επικράτηση του φιλελευθερισμού και του ελεύθερου εμπορίου τον 20ο αιώνα οδήγησαν το παγκόσμιο σύστημα να είναι δεσμευμένο από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και των αγορών. Χρηματιστικό, εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο συμπλέχθηκαν, άρμοσαν τις δυνάμεις τους, ενάντια στην υγιή πολιτική ανοίγοντας τη ψαλίδα του πλούτου μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του Βορρά και του Νότου.
Και ενώ μέχρι πριν από λίγο καιρό αυτό αποτελούσε μία προβληματική κατάσταση για χώρες εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου, σήμερα βλέπουμε τα ίδια συμπτώματα να εμφανίζονται απειλητικά ακόμη και για τις ισχυρές χώρες της υφηλίου, ακόμη και για τα μέλη της ευρωζώνης εξαιτίας της λεγόμενης κρίσης των χρεών.
Αιώνες πριν, όταν διαμορφωνόταν ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πολιτικός χάρτης η ομολογία πίστεως ήταν ένα από τα πιο καθοριστικά σημεία αυτοπροσδιορισμού ενός έθνους (cuius regio, eius religio).
Σήμερα στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα το Σύμβολο πίστεως έχει αντικατασταθεί ουσιαστικά από το Σύμβολο οικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης με όρια που δεν ταυτίζονται μ’ αυτά των κρατών και μ’ επιπτώσεις που δεν περιορίζονται στα σύνορα μίας χώρας ή μίας συμμαχίας.
Το ζητούμενο και το επιδιωκόμενο από τη μεριά των οικονομικών φορέων και ιδρυμάτων είναι η σταθερότητα της διεθνούς οικονομικής τάξης με οποιοδήποτε κόστος. Αποτελεί κοινή εκτίμηση ότι το ισχύον σύστημα μέσα από τις χρηματιστικές συναλλαγές υψηλής κερδοσκοπίας έχει προκαλέσει μεγάλες και απρόσμενες δομικές αλλαγές στην κοινωνία.
Σ’ αυτή την εξελικτική οικονομική διαδικασία ο παράγοντας άνθρωπος δεν έχει τη σημασία της εικόνας και της δημιουργίας του Θεού, παρά την έννοια του αναλώσιμου στοιχείου, που θυσιάζεται στο βωμό της «υγείας» των υπολογισμών. Η οικονομία πλέον αναπτύσσεται για την οικονομία, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο και θανατώνοντας τις προϋποθέσεις για μια φυσική ζωή.
Με άλλα λόγια η οικονομία δεν αποβλέπει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του ανθρώπου, αλλά στη βελτίωση των στατιστικών και των αριθμών.
Είναι τραγική διαπίστωση από πολλούς ότι ο σύγχρονος οικονομικός άνθρωπος έχει απολέσει τελείως τον ιερατικό και μυσταγωγικό του ρόλο στην κτίση.
Και γιατί εξελίσσεται γύρω μας αυτή η κατάσταση; Συμβαίνει γιατί το κίνητρο που ο άνθρωπος έχει προκειμένου να συντηρηθεί στη ζωή το αντικατέστησε με το κίνητρο της αύξησης του κέρδους, δικαιολογώντας σε πολλές περιπτώσεις αυτήν την προκοπή και αυτή την πρακτική ως ευλογία εκ μέρους της θείας χάριτος! Η αύξηση των οικονομικών αγαθών σ’ έναν άνθρωπο ταυτίστηκε με την έννοια της θείας δικαιοσύνης και της προεπιλογής του από τη μεριά του Θεού!
Συνάμα, ο άνθρωπος επηρεασμένος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αγωνίζεται όχι για να καλύψει πλέον τις βιοτικές του ανάγκες, αλλά για να ικανοποιήσει τις τεχνητές του επιθυμίες, που δημιουργεί το ακόρεστο φαινόμενο του καταναλωτισμού. Σύμφωνα με το κυρίαρχο σύστημα ο άνθρωπος έχει αξία για όσο διάστημα είναι ικανός να είναι κάτοχος ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς έτσι μπορεί να φορολογείται, προκειμένου να καλύπτονται οι ανάγκες του κράτους.
Η οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη θεωρείται συνώνυμο της ειρήνης. Η έννοια ωστόσο της ανάπτυξης εάν δεν συμπεριλαμβάνει τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά την αξία της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και της ισότητας, τότε είναι αναπόφευκτο το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και οικολογικό αδιέξοδο.
Το δένδρο της ειρήνης τρέφεται από τους χυμούς της δικαιοσύνης, ώστε να δώσει τους καρπούς της αγάπης. Όμως η φιλοσοφία που στηρίζει το παρόν οικονομικό σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν αποδέχεται και δεν περιορίζεται από την αξία του «μέτρου» και του «αρκετού». Η μη ύπαρξη ορίων στην κούρσα της τεχνολογικής ανάπτυξης κουράζει τον παράγοντα άνθρωπο.
Επίσης μία άλλη τακτική που ακολουθεί το ελεύθερο εμπόριο και οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς είναι να παρουσιάζει στους λαούς τη θέση ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις για τα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Με λύπη παρατηρείται ότι οι τέχνες και τα γράμματα χάνουν ολοένα και περισσότερο τη δυναμική της επιρροής τους πάνω στα ανθρώπινα σύνολα, καθώς ο γρήγορος τρόπος ζωής που καθιερώθηκε στην κοινωνία δεν ευνοεί την υπομονή που ζητά ο πολιτισμός, προκειμένου να καλλιεργήσει και ν’ αποδώσει εύγεστους καρπούς. Συνεπώς ποιά πρέπει να είναι η θέση, η στάση και ο λόγος των Χριστιανικών Εκκλησιών στη συνάφεια αυτή των πραγμάτων;
Οι Χριστιανικές Εκκλησίες δικαιώνουν το μυστηριακό τους χαρακτήρα κάθε φορά που αποκαλύπτουν την ενανθρώπιση του Λόγου στον άνθρωπο της κάθε εποχής και όταν ο ευχαριστιακός και κηρυγματικός τους λόγος είναι σύγχρονος και κατανοητός από τους σημερινούς ανθρώπους.
Τα σημερινά προβλήματα διακρίνονται τόσο για την οικουμενικότητά τους, όσο και για την έντασή τους. Συνεπώς και η απάντηση εκ μέρους της Εκκλησίας οφείλει να έχει πανανθρώπινο, συστηματικό και οργανωμένο χαρακτήρα, χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά στην εθελοντική εργασία και στη συμπτωματική λύση.
Είναι αναγκαίο οι Εκκλησίες να χρησιμοποιήσουν μία νέα κοινωνική πυξίδα και ν’ αρχίσουν να αντιμετωπίζουν τα ποικίλα προβλήματα όχι μόνο μέσα από την πρακτική της φιλανθρωπίας, αλλά κυρίως μέσω μιας συστημικής αντίδρασης, προτείνοντας στην κοινωνία μία εναλλακτική πορεία.
Δηλαδή με άλλα λόγια η Εκκλησία μπορεί να δώσει απαντήσεις και να προτείνει λύσεις σε προβλήματα, όπως η φτώχεια, η ανέχεια, η κοινωνική περιθωριοποίηση, ο φονταμενταλισμός, η οικολογική καταστροφή κ.α., εμπνεόμενη μέσα από το βιβλικό περιβάλλον.
Το πρωτεύον δεν είναι να αντιμετωπίζονται οι πρακτικές συνέπειες της φτώχειας λόγου χάρη, αλλά να εντοπίζονται και να εκτοπίζονται οι αιτίες που δημιουργούν τη φτώχεια. Εάν δεν θεραπευτεί η αιτία της παθογένειας ενός φαινομένου, τότε η αγωγή όσο καλή και να είναι δεν περιορίζει τον αριθμό των ασθενών.
Τέτοιου είδους βήματα έχουν γίνει, και πραγματοποιούνται συνεχώς μέσα στο πλαίσιο του οικουμενικού διαλόγου των Εκκλησιών, πράγμα όμως που στην ελληνική πραγματικότητα περνά δυστυχώς με τη μορφή υποτίτλων.
Η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που έχει σήμερα μπορεί να αποτέλεσε για το Συμβούλιο μία εκκλησιολογική πρόκληση με την οποία ασχολήθηκε συστηματικά από το Μάρτιο του 1990 και εξής, και συγκεκριμένα μετά την Παγκόσμια Σύσκεψη του Π.Σ.Ε. στη Σεούλ, ωστόσο ήδη από το 1920, δηλαδή από τα πρώτα βήματα της οικουμενικής τους πορείας οι Εκκλησίες είχαν διαπιστώσει ότι η πολιτική και η οικονομία είναι δύο παράγοντες που επηρεάζουν βαθιά τη ζωή των ανθρώπων, τις δομές της κοινωνίας, το μέλλον του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση τη στάση των Εκκλησιών.
Ειδικότερα το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης οδήγησε το Π.Σ.Ε. καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 σε μία διαδικασία εσωτερικής αναδιαμόρφωσης (reconfiguration) και αναζήτησης, προκειμένου να χαραχτούν οι νέες κατευθυντήριες γραμμές δράσης των Χριστιανικών Εκκλησιών, προβάλλοντας τη δική τους ευαγγελική και συνάμα εναλλακτική οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντολογική πρόταση έναντι των προβλημάτων του σύγχρονου μεταβαλλόμενου κόσμου.
Το Π.Σ.Ε. έχει προτείνει μέχρι σήμερα τρία διαφορετικά μοντέλα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτά διαδοχικά είναι τα εξής: 1) «Υπεύθυνη Κοινωνία», 2) «Δίκαιη, Συμμετοχική και Βιώσιμη Κοινωνία», 3) «Δικαιοσύνη, Ειρήνη και Ακεραιότητα του Περιβάλλοντος».
Οι Χριστιανικές Εκκλησίες κάνουν λόγο για μια οικονομία όχι της χρηματιστηριακής μετοχής, αλλά της ανθρώπινης συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων.
Μιλούν για μια οικονομία, που τίθεται στην υπηρεσία και όχι στην επιβίωση του ανθρώπου, για μια οικονομία που στόχο έχει την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολλών ανθρώπων και όχι την αύξηση των αποθεματικών των λίγων.
Κατά συνέπεια η οικονομία και η δημοκρατία έχει αξία όταν ορίζεται ως συμμετοχική δημοκρατία, όταν δηλαδή οι λαοί μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στα τεκταινόμενα των χωρών τους.
Κάθε φορά που οι θρησκείες σιωπούν έναντι των προβλημάτων δίνουν χώρο διαδήλωσης των φονταμενταλιστικών απόψεων και δράσεων.
Την έλλειψη της εκκλησιαστικής δράσης έρχονται να την αναπληρώσουν κακότροπα φορείς που δεν έχουν καμία σχέση με το χριστιανικό ευαγγέλιο.
Οι Εκκλησίες με άξονα τη δισχιλιοστή ευαγγελική τους πορεία καλούνται ν’ αγωνιστούν με βάση τα κριτήρια της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και του σεβασμού του περιβάλλοντος, προκειμένου να μεταμορφώσουν, να αλλοιώσουν και να μετασκευάσουν κατά την Παλαμική θεολογία την προαίρεση και τις αισθήσεις του ανθρώπου.
Γι’ αυτό η Εκκλησία επιβάλλεται να κρατήσει μία στάση κριτική και καταγγελτική έναντι των ποικίλων και πολλών αδικιών που συμβαίνουν εις βάρος του ποιμνίου της. Έτσι η Εκκλησία χωρίς να συνταχθεί με κάποια πολιτική ιδεολογία ή πλατφόρμα πρέπει ν’ αναπτύξει δημόσιο, θαρρετό, λόγο με αναφορά στα θέματα του πολίτη, γιατί το ποίμνιό της το συγκροτούν οι πολίτες της κοινωνίας.
Συνεπώς όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τα προβλήματά του, η Εκκλησία δεν μπορεί να κάνει διαχωρισμό μεταξύ εκείνων των προβλημάτων που αφορούν τη δική της αρμοδιότητα και εκείνων που αφορούν το κράτος. Όταν ο άνθρωπος πάσχει, τότε πάσχει ο όλος άνθρωπος και η Εκκλησία καλείται να θεραπεύσει και να διακονήσει τον όλον άνθρωπο.
Δεν είναι δυνατόν ακόμη να χωρίζουμε τον άνθρωπο σε σώμα και ψυχή, αφιερώνοντας το πρώτο στο κράτος και το δεύτερο στη θρησκεία! Αυτός ο δυαδισμός, αυτή η μανιχαϊστική διαίρεση μεταξύ πνεύματος και σώματος μόνο κακό κάνει από όλες τις απόψεις. Η ευθύνη της Εκκλησίας για τη σωτηρία δε σταματά στα νομοκανονικά της όρια, αλλά επεκτείνεται σ’ όλη τη δημιουργία.
Όπως ο Λυτρωτής Χριστός δεν είναι λυτρωτής μόνο για την Εκκλησία, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο, έτσι και η Εκκλησία ακολουθώντας το παράδειγμά Του καλείται με τρόπο υπεύθυνο να δρα, να δέεται και να λαμβάνει στο λυτρωτικό της έργο όλο τον κόσμο.
Ο Χριστιανισμός είναι επείγον να θυμηθεί εκ νέου την εσχατολογική του ταυτότητα και να την εφαρμόσει σήμερα, αποφεύγοντας τον σκόπελο του φονταμενταλισμού και επιπλέον είναι η ώρα να διαλεχτεί υγιώς με τα ρεύματα της νεωτερικότητας.
Το μοντέλο του Régis Debray που υποστηρίζει την «ουδετεροθρησκεία της αναρμοδιότητας» και την πλήρη απομόνωση της θρησκείας από τη δημόσια ζωή ενός τόπου έχει αποτύχει, ή τουλάχιστον, όπου έχει εφαρμοστεί, δεν έχει τα αποτελέσματα τα οποία αναμένονταν. Αντίθετα ευνόησε την εμφάνιση του νοσηρού φαινομένου του φονταμενταλισμού. Ο διάλογος όλων με όλους αποτελεί όχι την καλύτερη, αλλά τη μοναδική λύση ως πρακτική εφαρμογή για την έξοδο από την κρίση…