Άρθρα - Απόψεις

Η Πενταρχία και το Πατριαρχείο Μόσχας

Η είδηση για τη σύγκληση την 1 Σεπτεμβρίου 2011 της Συσκέψεως των Προκαθημένων των παλαίφατων Πατριαρχείων της Ανατολής, με τη συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίο, προκάλεσαν ποικίλης φύσεως εικασίες σχετικά με το προκείμενο γεγονός ως προσπάθεια «ανασυγκρότησης του θεσμού της Πενταρχίας».

Το πέμπτο μέλος αυτής (μετά τα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) κάπως απρόσμενα αναδεικνύεται ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας Κύπρου, η οποία σήμερα κατέχει τη 10η θέση στα Ιερά Δίπτυχα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Αξίζει πάντως να αναφερθεί ότι σχετικές εκτιμήσεις, σχετικά με το θέμα εμφανίσθηκαν τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Ρωσικά ΜΜΕ.

Ενώ οι Ουκρανοί σχισματικοί, χαιρετίζοντας τη σύγκληση αυτής της Συσκέψεως, έσπευσαν να εκφράσουν ελπίδες στην επί τέλους αναγνώριση των «δικαιωμάτων» τους από το νέο εκκλησιαστικό όργανο και τον τερματισμό της μακροχρόνιας απομόνωσης των αντικανονικών κοινοτήτων τους με την ένταξη, τρόπον τινά, των σχισματικών στην οικογένεια των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών.

Υπό το πρίσμα αυτό ο κ. Α. Μπόντατς με βάση πλούσια βιβλιογραφία, έργα των αγίων πατέρων και κείμενα των Συνόδων της Ορθοδόξου Εκκλησίας επιχειρεί την ανάλυση της ιστορίας και της πιθανής σημερινής προέκτασης του θεσμού της Πενταρχίας καθώς και την εξέταση του θέματος για τη θέση του Πατριαρχείου Μόσχας μέσα σε αυτή.

Γράφει ο Άλμπερτ Μπόντατς

Κατ΄αρχάς πρέπει να διαπιστωθεί εάν πράγματι υπήρχε στο Βυζάντιο η Πενταρχία στη σημερινή έννοια αυτού του όρου.

Ποτέ οι βυζαντινοί θεολόγοι και κανονολόγοι δεν έκαναν χρήση του όρου «Πενταρχία», πράγμα, το οποίο, βέβαια, δε σημαίνει καθόλου ότι αυτοί δε γνώριζαν αυτό το φαινόμενο, το οποίο σήμερα χαρακτηρίζουμε ως Πενταρχία.

Σημειωτέον ότι για πρώτη φορά η λέξη «πενταρχία» απαντάει στον Αριστοτέλη  ( Arist. Polit. 1273a), ο οποίος γράφει για πενταρχία όσον αφορά τη διοίκηση του κράτους.

Η αναζήτηση της προαναφερθείσης λέξεως σε όλα τα κείμενα στο TLG-online έδειξε ότι ουδεμία φορά απαντάει στη βυζαντινή εκκλησιαστική γραμματεία και συνεπώς ως εκκλησιαστικός όρος «η Πενταρχία» κάνει εμφάνιση μόνο στη μεταβυζαντινή περίοδο.

Σε κανένα από τους ιερούς κανόνες των Συνόδων ή των Αγίων Πατέρων, οι οποίοι αποδέχονται από το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν γίνεται λόγος για την ύπαρξη ενός οργάνου της εκκλησιαστικής εξουσίας, το οποίο να αποτελείται από πέντε Πατριάρχες.

Οι κανόνες, που ρυθμίζουν το καθεστώς των σημαντικότερων επισκοπικών εδρών (6 της Α΄Οικουμ., 3 της Β΄Οικουμ., 28 της Δ΄ Οικουμ., 36 της εν Τρούλλω Οικουμ., κλπ.), κάνουν αναφορά είτε στις εξουσιαστικές αρμοδιότητες επισκόπων χωριστά, είτε στο «πρωτείο τιμής», βάσει του οποίου οικοδομούνται οι σχέσεις μεταξύ αυτών των επισκόπων.

Ο 36ος κανόνας της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου απαριθμεί, ακολουθώντας «το πρωτείο τιμής» όλα τα πέντε Πατριαρχεία (Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ).

Ταυτόχρονα οι κανόνες δεν προβλέπουν τη σύγκληση κάποιας συσκέψεως, αυτών των επισκόπων ή την κοινή άσκηση από αυτούς νομοθετικής, εκτελεστικής ή δικαστικής εξουσίας στα πλαίσια της ανά την Οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι την περίοδο της εκδόσεως αυτών των κανόνων (4ο – 7ο αι.) η Οικουμενική Εκκλησία δεν απαρτιζόταν μόνο από τις ως άνω πέντε κατά τόπους Εκκλησίες - Πατριαρχεία.

Υπήρχαν Εκκλησίες στην Καρχηδόνα, την Κύπρο και άλλου, οι οποίες έμειναν ανεξάρτητες και δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία κανενός Πατριαρχείου.

Επομένως, κανείς Πατριάρχης, αλλά ούτε και η υποθετική συνέλευση όλων των πέντε Πατριαρχών δε μπορούσαν να ασκούν εξουσία επί αυτών των Εκκλησιών.

Με αυτά τα κανονικά πρότυπα συμμορφωνόταν και η εκκλησιαστική πράξη, παρόλο που οι υπογραφές των πέντε Πατριαρχών ή των αντιπροσώπων τους, πάντα προηγούντο των υπογραφών των λοιπών πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων.

Από τις Συνοδικές πράξεις φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι Πρώτοι δεν κατείχαν κάποια προνόμια έναντι των τελευταίων στη διάρκεια των συνοδικών συζητήσεων, εκτός του πρωτείου τιμής και δεν ελάμβαναν αποφάσεις σε «ένα στενό κύκλο».

Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις όταν εξαιτίας της αδυναμίας τους, να παραστούν προσωπικά οι Πατριάρχες έστελναν αντιπροσώπους στις Συνόδους.

Στην κοσμική νομοθεσία του Βυζαντίου και συγκεκριμένα στις Νεαρές του Ιουστινιανού Α΄ (Nov. J. 109 pr.; πρβλ. Nov. J. 131, 2) βρίσκουμε την ένδειξη, ότι της Ορθοδόξου Εκκλησίας ηγούνται πέντε Επίσκοποι: Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιερουσαλήμ και ότι αυτή υποδιαιρείται σε πέντε αντίστοιχα Πατριαρχεία.

Όμως και από τους νόμους του κράτους λείπουν οι αναφορές, σε ένα ειδικό συλλογικό όργανο απαρτιζόμενο από πέντε Πατριάρχες.

Από την αρχή του 7ου αιώνα στα έργα των Αγίων πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτη, των Αγίων Νικηφόρου και Φωτίου Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και άλλων, περιλαμβάνεται η διδασκαλία περί των πέντε Ορθοδόξων Πατριαρχείων.

Πολεμώντας διάφορες αιρέσεις, οι Άγιοι Πατέρες στην ενότητα των πέντε πρώτων Εκκλησιών, έβλεπαν ορατά το πλήρωμα της Οικουμενικής Ορθοδοξίας και την ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας.

Με ιδιαίτερη συνέπεια και πληρότητα για το θέμα των πέντε Πατριαρχείων και το ρόλο τους στην Οικουμενική Εκκλησία, ασχολείται στα έργα του ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης.

Αλλά μελετώντας τη διδασκαλία του Θεοδώρου για το ρόλο των πέντε πρώτων εδρών της Εκκλησίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες υπό τις οποίες διαμορφώνονταν οι απόψεις του.

Υποστηρίζοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της εικονολατρίας έναντι των εικονομάχων του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ταυτόχρονα, για να τεκμηριώσει τη θέση του έπρεπε να αναζητήσει άλλου την υψηλή αυθεντία, η οποία θα μπορούσε να επικρατήσει της ομοφωνίας του αυτοκράτορα και του Πατριάρχη.

Και αυτή την αυθεντία έβλεπε στον Επίσκοπο παλαιάς Ρώμης,.

Όμως εξαιτίας των εντάσεων στις σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης, δεν μπορούσε να παραπέμπει κατευθείαν στη Ρώμη, ως τη μοναδική αυθεντία, για να αποφύγει τις κατηγορίες για άμεση προδοσία.

Σύμφωνα με τον Θεόδωρο ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης, ως πρωτεύοντα στην Πενταρχία, ήταν η από κοινού με τους υπόλοιπους τρεις Πατριαρχικούς θρόνους επαναφορά στην Ορθοδοξία της εκπεσούσης στην αίρεση εικονομαχίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Ξεχωρίζοντας τους πέντε πρώτους Πατριαρχικούς θρόνους ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης δεχόταν ότι οι Προκαθήμενοι αυτών καθώς και το ποίμνιό τους, μπορούν να εκπέσουν από την Ορθοδοξία, αλλά σύμφωνα με τον ίδιο, κατά την πρόνοια του Θεού, η ορθή πίστη πάντα διαφυλάσσεται σε μια από τις Εκκλησίες.

Κάνοντας λόγο για τους «πέντε Πατριάρχες» ο Θεόδωρος μιλούσε γι΄ αυτούς κυρίως ως εκφραστές της πίστεως εκείνων των Εκκλησιών των οποίων ηγούνταν.

Δεν ισχυριζόταν ότι η «διαίρεση» της Μιας Εκκλησίας σε πέντε μέρη είναι κάτι θεοσύστατο και πρέπει να υπάρχει μέχρι τη συντέλεια του κόσμου, αλλά μάλλον περιέγραφε την κατάσταση της σύγχρονης αυτού Οικουμενικής Εκκλησίας, τονίζοντας, ότι όλες οι «πέντε κεφαλές» πρέπει να έχουν την ίδια πίστη, η οποία κατοχυρωνόταν ανέκαθεν και πρέπει να κατοχυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους.

Στη κλασική της μορφή η διδασκαλία περί της Πενταρχία διατυπώνεται από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο Γ΄(1052–1056), κυρίως στην επιστολή του προς το Δομήνικο, Πατριάρχη Aquileia (PG. Vol. 120. Col. 756–781; Acta et scripta quae de controversiis Ecclesiae Graecae et Latinae s. XI composita extant / Ed. C. Will. Lipsiae; Marpurgi, 1861. P. 208–228).

Η Θεία χάρη έθεσε στον κόσμο πέντε Πατριάρχες και αυτός ο αριθμός δε μπορεί να υπερβεί.

Η Εκκλησία, ως Σώμα Χριστού, έχει μια Κεφαλή, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό, όσον δε αφορά τους πέντε Πατριάρχες, αυτοί δήθεν αντιστοιχούν στις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις.

Ο αριθμός «πέντε» ως σύμβολο της ενότητας των Πατριαρχών – εκπροσώπων της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, ο οποίος αντιστοιχεί στη θεωρία της Πενταρχίας, αντικατοπτρίζει την διαμορφωθείσα συγκεκριμένη περίοδο της υπάρξεως της Εκκλησίας ιστορική κατάσταση.

Ο αριθμός πέντε στην Αγία Γραφή και την αγιοπατερική παράδοση, ποτέ δεν είχε καμία συμβολική σημασία, ούτε καμία κρυφή μυστική έννοια, όπως π.χ. ο αριθμός «επτά», παραδοσιακά ερμηνευμένος ως η πληρότητα των επτά δωρεών του Αγίου Πνεύματος, επτά ημερών της δημιουργίας κλπ.

Άρα ο αριθμός των Πατριαρχών - μελών της Πενταρχίας δέχεται αλλαγές, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών.

Αυτή η αλλαγή εκ των πραγμάτων έγινε εξαιτίας του χωρισμού της Δυτικής Εκκλησίας από την Ανατολική, όταν η Πενταρχία κατέληξε σε Τετραρχία.

Τότε η συμβολική των «πέντε αισθήσεων» σε ορισμένους μεταγενέστερους συγγραφείς αντικαθίσταται με τη συμβολική των «τεσσάρων στύλων», που στηρίζουν το μυστικό σώμα της Οικουμενικής Εκκλησίας.

Έτσι ο Πατριάρχης Δοσίθεος στον «Τόμο αγάπης» αναφέρει την αναγόμενη στο 1452 ομολογία πίστεως των ανθενωτικών, όπου ειδικά λέει «ἡ ἀνατολικὴ ἐκκλησία, τέτρασι στύλοις τοῖς πατριαρχικοῖς θρόνοις ἐρειδομήνη — Τόμος ἀγάπης κατὰ λατίνων / Συλλεγεὶς καὶτυποθεὶς παρὰ πατρ. Ἱ εροσολύμων Δοσίθεον. [Γιάσσιῳ], 1698. Σ. 331; πρβλ. επίσης: JugieM. Theologia Dogmatica christianorum orientalium. P., 1931. T. 4. P. 462).

Έτσι ακριβώς, δηλαδή, ως τέσσερα «Ανατολικά Πατριαρχεία», εκλαμβανόταν η Πενταρχία από τους Έλληνες τη μεταβυζαντινή περίοδο μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε νέο Πατριαρχείο «Μοσκόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών».

Στο Γράμμα περί ιδρύσεως του Πατριαρχείου το έτος 1589, αναφέρεται η γνώμη του τσάρου Θεοδώρου, σύμφωνα με την οποία για τη σύσταση του Πατριαρχείου στη Μόσχα χρειάζεται συγκατάθεση τόσο «του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχη, όσο και των λοιπών Οικουμενικών Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων και πάσης της Συνόδου της Ελληνικής» (Συλλογή των κρατικών γραμμάτων και συνθηκών εν Μόσχα, 1819. Μέρος. 2. № 59).

Εφόσον στη Μόσχα ευρίσκετο μόνο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄, έπρεπε να επικυρωθεί από μια ειδική Σύνοδο η εκλογή στο Πατριαρχικό αξίωμα του Μητροπολίτη Ιώβ.

Αυτή η Σύνοδος συνήλθε το 1590 στην Κωνσταντινούπολη.

Το Συνοδικό Γράμμα (Analecta Byzantino-Russica / Ed. W. Regel. Petropoli, 1891. P. 85–92) υπογράφηκε από τους Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων (την περίοδο των εργασιών της Συνόδου η Αλεξανδρινή έδρα ήταν εν χηρεία) και από ορισμένους Επισκόπους της δικαιοδοσίας τους.

Το Γράμμα αρχίζει από τις διευκρινήσεις του Ιερεμία. Ο τσάρος Θεόδωρος τον παρακάλεσε να αποδοθεί στον «Αρχιεπίσκοπο Μοσκοβίου» τίτλος Πατριάρχη «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ ἐκλήθησαν καὶ ὠνομάσθησαν».

Στη συνέχεια ο Ιερεμίας απαριθμεί τις πρώτες τέσσερεις έδρες, ακολουθώντας τη σειρά των Διπτύχων.

Λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική σημασία του βασιλείου Μοσκοβίου ο Ιερεμίας Β’, συμφώνησε με τον τσάρο και «χειροτόνησε ως Πατριάρχη Μοσκοβίου τον κυρό Ιώβ», χορηγώντας επίσης στον τελευταίο και το Πατριαρχικό Χρυσόβουλο, όπου όριζε «ἵνα ὁ αὐτὸς ἀρχιεπίσκοπος Μοσκοβίου κῦρ Ἰὼβ ὑπάρχη πέμπτος πατριάρχης, καὶ ἔχῃ τὴν πατριαρχικὴν ἀξίαν τὲ καὶ τιμήν, καὶ συναριθμῆται καὶ μετρῆται μετὰ τῶν λοιπῶν πατριαρχῶν, εἰς τὸν μετὰ ταῦτα αἰῶνα τὸν ἅπαντα» — Analecta Byzantino-Russica. P. 86).

Τώρα δε αφού επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο Ιερεμίας συγκάλεσε Σύνοδο με συμμετοχή των τριών λοιπών Πατριαρχών.

Η Σύνοδος η αυτοαποκαλούμενη στο Γράμμα «Οικουμενική» ομοφώνως ενέκρινε την πράξη του Ιερεμία στη Μόσχα, δηλαδή την ενθρόνιση του Ιώβ και την απόδοση σε αυτό της Πατριαρχικής τιμής. Κατοχύρωσε το Πατριαρχικό Χρυσόβουλο και όρισε, ότι ο Ιώβ πρέπει να έχει «τιμή και μνημόνευση» μετά τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, ενώ «την κεφαλή και τον πρώτο του» να θεωρεί τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως όπως κάνουν και οι λοιποί Πατριάρχες.

Ταυτόχρονα Πατριαρχική τιμή και αξία δεν πρέπει να έχει μόνο ο Ιώβ, αλλά και οι διάδοχοί του στην έδρα του Μοσκόβου, οι οποίοι χειροτονούνται από τη «Σύνοδο του Μοσκόβου».

Μετά το αίτημα, το οποίο υπέβαλε η Ρωσική Κυβέρνηση το 1591 στους τέσσερεις Πατριάρχες της Ανατολής δηλαδή να αναθεωρηθεί η απόφαση του 1590 και να παραχωρηθεί στον Πατριάρχη Μόσχας, αντί της πέμπτης η τρίτη θέση, το έτος 1593 στην Κωνσταντινούπολη συνεκλήθη η Σύνοδος, όπου ο τότε Πατριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς πρότεινε να εγκριθεί η σύσταση του Πατριαρχείου Μόσχας, ενώ ο Πατριάρχης αυτού του βασιλείου έπρεπε να έχει «τὸν τόπον αὐτοῦ μετὰ τὸν παναγιώτατον Ἱεροσολύμων ἔν τε τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς συνελεύσεσιν» και «ἀδελφόν τε εἶναι καὶ λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν μετὰ ταύτης τῆς ἐπωνυμίας, ὁμοταγῆ καὶ σύνθρονον, ἴσο τὲ τῇ τάξει καὶ τῇ ἀξίᾳ…».

Μετά την Ταραχώδη Εποχή στη Ρωσία νέος Πατριάρχης Μόσχας εξελέγη ο Φιλάρετος Ρωμανώφ.

Για την ενθρόνισή του στη Μόσχα προσεκλήθη ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης (1606–1644).

Στις 5 Ιουλίου 1619 στη Μόσχα αυτός εξέδωσε έγγραφο για την ενθρόνιση του Φιλαρέτου ως Πατριάρχη.

Τόσο στην αλληλογραφία όσο και στα ως άνω έγγραφα δεν αναφέρεται κανένας περιορισμός της εξουσίας του Πατριάρχη Μόσχας, αλλά αντίθετα συνέχεια τονίζεται η ισοτιμία του με τους «λοιπούς Πατριάρχες» Προκαθήμενους των τεσσάρων αυτοκεφάλων παλαίφατων Εκκλησιών.

Επομένως μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ενθρόνιση του Πατριάρχη Μόσχας, η αναγνώριση της ισοτιμίας του με τους Πατριάρχες της Ανατολής και η παραχώρηση σε αυτόν της πέμπτης θέσεως στα Ιερά Δίπτυχα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποτελούσε την αποκατάσταση του αρχικού αριθμού των μελών της πενταρχίας μετά την έκπτωση από την Ορθοδοξία της παλαιάς Ρώμης.

Μετά την κατάργηση το έτος 1721 του θεσμού του Πατριαρχείου από τον μεγάλο Πέτρο και τη σύσταση της Αγιωτάτης Συνόδου για τη διοίκηση της Ρωσικής Εκκλησίας, ο αυτοκράτορας απέστειλε γράμμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Γ΄, όπου ενημέρωσε για τη σύσταση της Συνόδου και εξέφρασε την επιθυμία στο εξής το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, να διεκπεραιώνει αλληλογραφία και να έχει επαφές για πνευματικές υποθέσεις με τη Σύνοδο, όπως παλαιότερα με τους Πατριάρχες πάσης Ρωσίας.

Στην απαντητική επίστολή του ο Πατριάρχης Ιερεμίας ενημερώνει για την αναγνώριση της Ιεράς Συνόδου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ως Διαρκής Σύνοδος, ισότιμη ως προς την εξουσία με τους Πατριάρχες της Ανατολής.

Η παροχή της ανεξαρτησίας στις κατά τόπους Εκκλησίες τον 19 αιώνα (της Ελλάδος, της Βουλγαρίας, της Σερβίας...) από την Κωνσταντινούπολη και η όποια έγκριση των άλλων Πατριαρχείων και της Ρωσικής Εκκλησίας, μπορεί εκ των πραγμάτων να σημαίνει ότι τότε η Κωνσταντινούπολη αρνήθηκε την Πενταρχία προς όφελος της «πολυαρχίας» (ομοσπονδίας μεγάλου αριθμού των κατά τόπους Εκκλησιών ισότιμες μεταξύ τους ανεξαρτήτως αρχαιότητας ή αποστολικότητας).

Βάσει των παραπάνω ο γράφων καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

1. Πότε στο Βυζάντιο δεν υπήρχε η Πενταρχία με την έννοια ενός οργάνου που να διοικούσε την Οικουμενική Εκκλησία ή «Συσκέψεως των Προκαθημένων των πέντε Πατριαρχείων». Πολύ περισσότερο είναι ότι σε όλη την εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν καταγράφηκε καμία περίπτωση της συγκλήσεως των κοινών συνελεύσεων ή συνεδριάσεων με συμμετοχή και των πέντε Πατριαρχών. Στην Εκκλησιαστική γραμματεία εκείνης της εποχής η Πενταρχία παρουσιάζεται ως μια ιδανική δύναμη, η οποία εγγυάται τη διαφύλαξη τη καθαρότητας της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά δεν γίνεται λόγος για συγκεκριμένος μηχανισμούς της εφαρμογής αυτής.

2. Ως προϊόν της ιστορικής εξέλιξης της αρχαίας Εκκλησίας η Πενταρχία δύναται να τροποποιηθεί ή ακόμα να εξαφανιστεί εξαιτίας των περαιτέρω αλλαγών στην εκκλησιαστική ζωή. Δεν υπάρχουν κάποια σοβαρά θεολογικά τεκμήρια (είναι αμφίβολη η αυθαίρετη παρομοίωση των Πατριαρχείων με τις πέντε ανθρώπινες αισθήσεις) τόσο υπέρ της διατήρησης της Πενταρχίας γενικά, όσο και υπέρ του συγκεκριμένου αριθμού των Πατριαρχών στη σύνθεσή της.

3. Το εκκλησιαστικό και νομικό καθεστώς της Πενταρχίας είναι πολύ ασαφές. Είναι εντελώς αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η ύπαρξη αυτού του «»κολλεγίου» προβλέπεται από τους κανόνες της Εκκλησίας. Οι αρμοδιότητες της Πενταρχίας είναι απολύτως ακαθόριστες.

4. Το Πατριαρχείο Μόσχας ιδρύθηκε με την απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία δυο φορές επιβεβαιώθηκε από τις Συνόδους με τη συμμετοχή των υπόλοιπων Πατριαρχών της Ανατολής. Με αυτές τις Συνόδους (1590 και 1593) ο Πατριάρχης Μόσχας εξισώθηκε με τους υπόλοιπους τέσσερις Πατριάρχες και ες τν μετ τατα αἰῶνα τν παντα του παραχωρήθηκε η πέμπτη θέση στα κοινά εκκλησιαστικά Ιερά Δίπτυχα, εκ των πραγμάτων καθιστώντας αυτόν το πέμπτο μέλος της Πενταρχίας.

Είναι θεμελιώδους σημασίας το γεγονός ότι η απόφαση των Συνόδων 1590 και 1593 δεν έτυχε αναθεώρησης σε Συνόδους.

Μετάφραση - Romfea.gr

 

Στο τραπέζι το όριο ηλικίας για τους μητροπολίτες

«Απόφαση-σταθμό για την Εκκλησία» χαρακτήρισε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος, την απόφαση του μητροπολίτη Ζακύνθου να παραιτηθεί στις 3 Σεπτεμβρίου από τον επισκοπικό θρόνο.

Οκ. Ιερώνυμος σημείωσε ότι η στάση του μητροπολίτη Ζακύνθου θέτει επί τάπητος ένα ιδιαίτερα σοβαρό ζήτημα για την Ελλαδική Εκκλησία, αναφορικά με το εάν θα πρέπει να καθιερωθεί ή όχι όριο ηλικίας.

«Είναι κάτι που προβληματίζει», είπε ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και πρόσθεσε: «Η μέση λύση ίσως είναι η καλύτερη, ούτε κάποιος να σέρνεται ούτε κάποιος να παραιτείται νέος».

Τα θέματα της παραίτησης του μητροπολίτη Ζακύνθου αλλά και οι περιπτώσεις των υπέργηρων ιεραρχών αναμένεται να συζητηθούν εκτενώς κατά την επικείμενη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου.

Για την οικειοθελή αποχώρηση του μητροπολίτη Ζακύνθου μίλησαν στην «Ε» τέσσερις ιεράρχες και ένας πανεπιστημιακός.

Προκόπιος Φιλίππων

«Εκτός παράδοσης»

«Υπερβαίνοντας τις δυσκολίες για να κρίνω μια προσωπική επιλογή αδελφού αρχιερέως θα παρατηρήσω ότι στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας είναι άγνωστη η παραίτηση από του επισκοπικού θρόνου όταν αυτή δεν υπαγορεύεται από λόγους γήρατος ή φανερής ανικανότητας.

Κάθε φορά που αυτό έγινε, η Εκκλησία με αυστηρότητα αντιμετώπισε εκείνον τον οποίο επέλεγε τον δρόμο της παραιτήσεως. Πέρα από αυτά τον λόγο έχει ο αρχιερεύς που υποβάλλει την παραίτηση και το συνοδικό όργανο που κυριαρχικά θα αποφανθεί γι' αυτήν».

Ιερόθεος Ναυπάκτου

«Τηρεί τον λόγο του»

«Ο μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος είχε προ πολλού δηλώσει ότι θα παραιτηθεί από τον θρόνο του, όταν φτάσει στην ηλικία των 72 ετών και τηρεί τον λόγο του με τη δήλωση της παραίτησής του.

Αν και οι κανόνες της Εκκλησίας δεν ευνοούν παραίτηση μητροπολίτη, εν τούτοις πρέπει να επαινεθεί η ενεργειά του καίτοι, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν έχει ιδαίτερο πρόβλημα υγείας και θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του για κάποιο διάστημα ακόμη.

Με την πράξη του αυτή δείχνει ότι σέβεται τον λόγο του και δεν εξαρτά τη ζωή του από μια θέση, έστω και εκκλησιαστική».

Ιγνάτιος Δημητριάδος

«Αξιομίμητη πράξη»

«Είναι μια αξιομίμητη πράξη που αποδεικνύει την ευθύνη απέναντι στην Εκκλησία και στο ποίμνιο που μας έχει εμπιστευτεί να διακονούμε.

Είναι πολύ σημαντικό να ανοίγει κανείς τον δρόμο στους νέους όταν έχει τη δύναμη να το κάνει, γιατί δυστυχώς πολλές φορές το προχωρημένο της ηλικίας δημιουργεί ανασφάλειες και δεσμεύει ανεπανόρθωτα μια τοπική Εκκλησία όταν ο επίσκοπός της δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα καθήκοντά του».

Μεσσηνίας Χρυσόστομος

«Παράδειγμα»

«Είναι μια πράξη ευθύνης, συνέπειας και προσωπικής επιλογής. Νομίζω πως ο σεβασμιότατος Ζακύνθου στη δήλωσή του εξήγησε τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε αυτή την παραίτηση και θεωρώ ότι θα μπορέσει να καταστεί παράδειγμα ώστε ο καθένας μας να αξιολογήσει ανάλογα τις προσωπικές του επιλογές σε μια θέση τόσο υπεύθυνη και ουσιαστική που η Εκκλησία μάς έχει αναθέσει».

Χαράλαμπος Παπαστάθης

ομότιμος καθηγητής Κανονικού Δικαίου στο ΑΠΘ

«Τον τιμά»

«Είναι μια απόφαση πολύ γενναία η οποία ιδιαιτέρως τιμά τον μητροπολίτη Ζακύνθου, ο οποίος παραιτείται από τα καθήκοντα του μητροπολίτη, ενώ εξ όσων γνωρίζουμε όλοι είναι απολύτως υγιής και στο σώμα και στο πνεύμα.

Οπως τονίζει ο ίδιος στον κλήρο της μητροπόλεώς του, η αποστολή και διακονία του μητροπολίτη είναι πολυσχιδής και ιδιαιτέρως υπεύθυνη. Όταν ο εφημέριος συνταξιοδοτείται στα 70 θα πρέπει και οι μητροπολίτες να έχουν ένα όριο ηλικίας.

Μια από τις αιτίες που πολλές φορές η Εκκλησία κλυδωνίζεται είναι ότι παραμένουν στη διακονία εν ενεργεία μητροπολίτες οι οποίοι άγουν και την 8η και την 9η δεκαετία της ζωής τους με συμπαρομαρτούντα προβλήματα υγείας, σωματικής και πνευματικής, και τα οποία επηρεάζουν την απόδοσή τους.

Βεβαίως οι ιεροί κανόνες δεν προβλέπουν όριο ηλικίας, αλλά η Εκκλησία στην πράξη θα μπορούσε να το καθιερώσει όπως η Καθολική Εκκλησία, στην οποία οι επίσκοποι την ημέρα που συμπληρώνουν 75 έτη ζωής υποβάλλουν στον πάπα Ρώμης την παραίτησή τους τους από τη διοίκηση της επισκοπής».

Ο όρος "Πενταρχία" και η κανονικότητα του

Ο όρος «Πενταρχία» ανακύπτει με την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής τάξης κατά την ιστορική περίοδο των Οικουμενικών συνόδων και ιδιαίτερα σε σύνδεση με την ανάπτυξη των Πατριαρχείων.

Κατά τον πέμπτο αιώνα, οι επίσκοποι των μεγαλύτερων τοπικών Εκκλησιών αρχίζουν να αποκτούν κανονικά τον τίτλο του Πατριάρχη.

Παρεμπιπτόντως, η λέξη «Πατριάρχης» στις εκκλησιαστικές πηγές σχετικά με επισκόπους, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο τέλος του τέταρτου αιώνα, εντούτοις χωρίς αναμφίβολα συγκεκριμένη έννοια.

Έτσι, σύμφωνα με τον Εκκλησιαστικό ιστορικό Σωκράτη Σχολαστικό, οι Πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου εμπιστεύτηκαν την κανονική μέριμνα για χωριστές περιοχές του ανατολικού ήμισυ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε επισκόπους τους οποίους ονομάζει «Πατριάρχες»:

«Και πατριάρχας κατέστησαν διανειμάμενοι τας επαρχίας, ώστε τους υπέρ διοίκησιν επισκόπους ταις υπερορίοις εκκλησίαις μη επιβαίνειν. Τούτο γαρ πρότερον δια τους διωγμούε εγίνετο αδιαφόρως. Και κληρούται Νεκτάριος μεν την μεγαλόπολιν και την Θράκην.

Της δε Ποντιακής διοικήσεως Ελλάδιος ο μετά Βασίλειον Καισαρείας των Καππαδοκών επίσκοπος, Γρηγόριος ο Νύσσης ο Βασιλείου αδελφός, Καππαδοκίας δε και ήδε πόλις και Οτρήιιος ο εν της εν Αρμενία Μελιτινής την πατριαρχίαν εκληρώσατο. Την Ασιανήν δε λαγχάνουσιν Αμφιλόχιος ο Ικονίου και Όπτιμος ο Αντιοχείας της Πισιδίας. Τα δε κατά την Αίγυπτον Τιμοθέω τω Αλεξανδρείας προσενεμήθη.

Των δε κατά την Ανατολήν Εκκλησιών την διοίκησιν τοις αυτής επισκόποις επέτρεψαν, Πελαγίω τε τω Λαοδικείας και Διοδώρω τω Ταρσού, φυλάξαντες τα πρεσβεία τη Αντιοχέων Εκκλησία, άπερ τότε παρόντι Μελιτίω έδοσαν» (Σωκράτη Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία [Philip Schaff, NPNF V2-02], 122).

Όμως η λέξη «Πατριάρχης» δεν έχει γίνει ακόμη εκκλησιαστικός τίτλος.

Πιθανόν, το πρώτο επίσημο εκκλησιαστικό ντοκουμέντο στο οποίο η λέξη «Πατριάρχης» χρησιμοποιείται ως ο υψηλότερος εκκλησιαστικός τίτλος σε οποιαδήποτε αξία είναι το Constitutiones του Ξένοντος του έτους 447 μ.Χ.

Αυτό είναι το πιο πρόωρο διατηρημένο επίσημο κείμενο μέσα στο οποίο παγιώνεται ο πατριαρχικός τίτλος.

Στους κανόνες ο τίτλος του Πατριάρχη, εμφανίζεται δύο αιώνες μετά, πρώτα στον κανόνα 7 της Πενθέκτης Οικουμενικής εν Τρούλλω (691), το θέμα της οποίας δεν είχε καμία απολύτως σύνδεση με τη χαρακτηριστική έννοια της πατριαρχικής τάξης: « …ώστε τον διάκονον καν εν αξιώματι, τουτέστι εν οφφικίω τω οιωδήποτε εκκλησιαστικώ τυγχάνη, τον τοιούτον μη προ του πρεσβυτέρου καθέζεσθαι, εκτός ει μη το πρόσωπον επέχων του οικείου πατριάρχου ή μητροπολίτου..».

Από τότε, ο πατριαρχικός τίτλος διατηρείται από τους Αρχιερείς των πέντε τοπικών Εκκλησιών: Ρώμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ιεροσόλυμα. Επιπλέον, ο παπικός τίτλος χρησιμοποιήθηκε σε σχέση με τους επισκόπους της Ρώμης και της Αλεξάνδρειας σε ίση βάση με τον πατριαρχικό τίτλο.

Η εξέλιξη των Πατριαρχείων έρχεται ως το επόμενο και ιστορικά τελικό βήμα στην πορεία της ένωσης των τοπικών εκκλησιαστικών δομών. Αυτό το βήμα ξεπερνούσε την ενοποίηση των Εκκλησιών, που έχουν Μητροπολίτες επικεφαλής και Αυτοκέφαλο, σε Εξαρχίες. Παρά το γεγονός ότι ο όρος «εξαρχία» συναντάται για πρώτη φορά στους κανόνες, στον έκτο κανόνα της συνόδου της Σαρδικής ( το αξίωμα του εξάρχου ήταν βεβαίως και νωρίτερα γνωστό, αλλά το είχαν μόνο πρόσωπα που έφεραν πολιτική εξουσία).

Παρόλα αυτά δεν έχει εδώ κάποιο ιδιαίτερο, ανεξάρτητο νόημα, αλλά είναι άλλο ένα όνομα για τον ίδιο μητροπολίτη.

Αλλά αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στον ένατο και τον δεκατοέβδομο κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνας, αλλά τώρα με ένα άλλο, νέο νόημα: « ει δε τινές αδικοίντο παρά του ιδίου μητροπολίτου, ή παρά τω εξάρχω της διοικήσεως ή παρά τω Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθωσαν καθά προείρηται» (Κανόνας 17).

Η εμφάνιση των Εξαρχιών ήταν συνδεδεμένη με την εξέλιξη της διοικητικής διαίρεσης της ίδιας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Για την διαδικασία επικέντρωσης της Εκκλησίας ο στόχος ήταν να έρθει ο οργανισμός της Εκκλησίας σε συντονισμό με νέες διοικητικές διαιρέσεις που αναπτύχθηκαν τον τέταρτο αιώνα.

Την εποχή του Ισαποστόλου Μεγάλου Κωνσταντίνου, η Αυτοκρατορία ήταν χωρισμένη σε τέσσερις επαρχίες: Γαλατία, Ιταλία, Ιλλυρικό και την Ανατολή, που ήταν η μεγαλύτερη από όλες. Επιπλέον οι δύο πρωτεύουσες-Ρώμη και Κωνσταντινούπολη (Νέα Ρώμη)- είχαν ιδιαίτερο status και δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτές τις επαρχίες, έχοντας τους δικούς τους επάρχους. Η επαρχία της Γαλατίας συμπεριλάμβανε τη Γαλλία, την Βρετανία, την Ισπανία και την Μαυριτανία.

Η Ιταλία περιελάμβανε εκτός από την Ιταλία, τη Γερμανία, την Παννονία, τη Δαλματία και την Ήπειρο στη δυτική πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, καθώς και την Αφρική (με την Καρθαγένη ως πρωτεύουσα της).

Το Ιλλυρικό με κέντρο του τη Θεσσαλονίκη, περιελάμβανε τη Μακεδονία και τη Δακία.

Στην επαρχία της Ανατολής περιλαμβάνονταν οι ακόλουθες επισκοπές: Ασία (με κέντρο της την Έφεσο), οι ενωμένες επαρχίες που βρίσκονταν στη νοτιοδυτική πλευρά της Μ. Ασίας·

Ο Πόντος με πρωτεύουσά του την Καισάρεια της Καππαδοκίας, καταλαμβάνοντας τη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου της Μ. Ασίας και της ορεινής Αρμενίας· Η Θράκη, το ανατολικό άκρο της Βαλκανικής Χερσονήσου με το κέντρο της στην Ηράκλεια), στο έδαφος που βρισκόταν επίσης η νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη· η Συρία (με την πρωτεύουσά της Αντιόχεια) και η Αίγυπτος με τη Λιβύη και την Πεντάπολη (η κύρια πόλη ήταν η Αλεξάνδρεια).

Κάθε επισκοπή περιελάμβανε διάφορες επαρχίες. Έξαρχοι (στα Λατινικά βικάριοι) δεν ήταν από την αρχή το όνομα για Αρχιερείς, αλλά για πολιτικούς κυβερνήτες των επισκοπών.

Στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, οι έξαρχοι σχετίζονταν με τους πριμάτους για τους Πατέρες της Συνόδου της Καρθαγένης, στον κανόνα 48 (39), απαγόρευσαν την χρήση του τίτλου έξαρχος ως ασύμβατη με την ιδέα της χριστιανικής ταπεινότητας.

Εξαρχίες επίσης λέγονταν «οι μεγαλύτερες επαρχίες», που ήταν αποδεδειγμένα ασταθείς και εφήμερα δομημένες.

Η διαδικασία επέκτασης των τοπικών Εκκλησιών δεν ήταν ολοκληρωμένη σε αυτό το στάδιο.

Το ανυψωμένο εκκλησιαστικό status της Κωνσταντινουπόλεως, προετοιμάστηκε από την αποκλειστική θέση που είχε ως « η πόλη του Αυτοκράτορα και της Συγκλήτου».

Παρά τις αντιδράσεις της Ρώμης, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος εγκαθίδρυσε ότι « τον μέντοι Κωνσταντινουπόλεως επίσκοπον έχειν τα πρεσβεία της τιμής μετά τον Ρώμης επίσκοπον….» (Κανόνας 3).

Η Σύνοδος της Χαλκηδόνος εισήγαγε στη δικαιοδοσία του επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός από τη Θράκη, τις διοικήσεις Ασίας και Πόντου (κανόνας 28).

Στο λατινικό ήμισυ της Αυτοκρατορίας, η εξουσία του ρωμαίου επισκόπου απλωνόταν αρχικά στην Ιταλία(χωρίς να περιλαμβάνει τις Εκκλησίες της Ραβέννας και του Μιλάνου) και έπειτα σε όλη τη Δύση με τις τρείς επαρχίες της.

Ως αποτέλεσμα κατά την περίοδο της εικονομαχίας, το ανατολικό μέρος του Ιλλυρικού, καθώς και η νότιος Ιταλία και Σικελία, μετεφέρθησαν από τη δικαιοδοσία του Ρώμης, στη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως.

Οι ρωμαίοι πάπες ήταν αργότερα ικανοί, με τη βοήθεια των Νορμανδών, να ανακτήσουν τη δικαιοδοσία τους στις περιοχές της νοτίου Ιταλίας και Σικελίας, αλλά όχι στο ανατολικό Ιλλυρικό, το οποίο παρέμεινε για πάντα στα όρια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, και γι’ αυτό διατήρησε το μερίδιο του στην Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος είχε ήδη παρουσιάσει προνόμιο τιμής στην Παλαιστίνη, στον επίσκοπο Ηλία της Ιερουσαλήμ- Μητρός πασών των Εκκλησιών (κανόνας 7), η οποία τον καιρό εκείνο της Συνόδου ήταν υπό τη δικαιοδοσία του επισκόπου Καισαρείας της Παλαιστίνης.

Αυτό οδήγησε αργότερα σε απόλυτη ανεξαρτησία-αυτοκεφαλία- της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.

Η Εκκλησία της Αλεξανδρείας παρέμεινε στα όρια της επαρχίας της που περιελάμβανε Αίγυπτο, Συρία και Πεντάπολη.

Έτσι προέκυψαν τα πέντε Πατριαρχεία. Η λέξη «Πενταρχία» συνδέεται με αυτό τον όρο, που στα αγγλικά σημαίνει «πέντε εξουσίες».

Επιπλέον η «Πενταρχία» δεν είναι τίποτα άλλο από ένα γεγονός της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, που ίσχυσε για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις μετά το συνέδριο της Βιέννης, όπου υπήρξε μια «πενταρχία» των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών: Ρωσία, Αυστρία, Μεγάλη Βρετανία, Πρωσία και Γαλλία.

Παρόλ’αυτά, στον ένατο αιώνα εμφανίστηκε μια περίεργη διδασκαλία πάνω στην Πενταρχία- ότι δηλαδή σύμφωνα με τη φύση των πραγμάτων, μέσα στην Εκκλησία μπορούν να υπάρχουν μόνο πέντε Πατριάρχες, ούτε περισσότεροι ούτε λιγότεροι, όπως υπάρχουν πέντε αισθήσεις έτσι όλος ο κόσμος έπρεπε να είναι διηρημένος ανάμεσα σε αυτούς τους Πατριάρχες.

Η θεωρία της «Πενταρχίας» προστατεύτηκε από τον Πατριάρχη Πέτρο της Αλεξανδρείας.

Η σκέψη του στο θέμα αυτό, που περιέχεται στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Ακιλιίας, ο οποίος άρχισε να λαμβάνει τον τίτλο του Πατριάρχη σε συγκεκριμένα έγγραφα (αυτός ο τίτλος αργότερα άλλαξε σε επίσκοπος της Βενετίας), εισήχθησαν στη Σύνοψη του Στεφάνου από την Έφεσο και από εκεί μέσω του Αριστηνού στο Πηδάλιο του Αγίου Σάββα και κατά συνέπεια στη ρωσική μας έκδοση του Πηδαλίου:

«Πουθενά δεν αναγράφεται ότι ο πριμάτος της Ακιλιίας, που καλείται Βενετίας, να ονομάζεται Πατριάρχης. Σε όλο τον κόσμο είναι πέντε γνωστοί Πατριάρχες: Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιερουσαλήμ.

Όπως το σώμα μας είναι φτιαγμένο με πέντε αισθήσεις, έτσι είναι και το Σώμα του Χριστού φτιαγμένο με πέντε πατριαρχικούς θρόνους, καθώς υπάρχουν πιστές Εκκλησίες όπως οι πέντε αισθήσεις» (Κεφάλαιο 40).

Ένας υποστηρικτής αυτής της περίεργης διδασκαλίας, ήταν ο γνωστός για τη μεγάλη διάνοιά του, κανονολόγος Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών.

Ουσιαστικά έχουμε εισέλθει σε μία παρέκκλιση της κανονικής γνώσης που είναι χαρακτηριστικό του Μεσαίωνα, και ξένο από το υπεύθυνο και νηφάλιο στυλ της κανονικής σκέψης που παρουσιάζεται κατά τους πατερικούς χρόνους.

Η θεωρία της «Πενταρχίας» στερείται εξίσου κανονικών και ιστορικών θεμελίων, δίνοντας συνεπώς λανθασμένες προφάσεις για την υπεράσπιση της ηγεμονίας των Ελληνόφωνων Εκκλησιών έναντι των μη Ελληνόφωνων Εκκλησιών.

Η τάση που εκφραζόταν σε αυτή τη θεωρία, όσο περίεργο και αν φαίνεται ανασκάπτεται από καιρού εις καιρόν στη μοντέρνα εποχή.

Έχει τη δύναμη να γίνει μια αιτία για εμπλοκές στις σχέσεις ανάμεσα στα ανατολικά Πατριαρχεία και τις Τοπικές Εκκλησίες που έλαβαν αυτοκεφαλία κατά τη διάρκεια της δεύτερης χιλιετίας μ. Χ.

Παρεμπιπτόντως, η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος (431 μΧ.) επιβεβαιώνοντας με τον όγδοο κανόνα της την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Κύπρου, ενάντια της Αντιόχειας με την οποία είχε διαμάχη, δεν αφήνει καθόλου λογικά εκκλησιαστικά ερείσματα για την ανάπτυξη μιας διδασκαλίας πάνω στο αποκλειστικό προνόμιο των πέντε πρώτων πατριαρχικών θρόνων του Χριστιανικού κόσμου.

Είναι διδακτική η λύση που δίνει στο τέλος του αυτός ο κανόνας: « το δε και αυτό και επί των άλλων διοικήσεων και των απανταχού επαρχιών παραφυλαχθήσεται, ώστε μηδένα των θεοφιλεστάτων επισκόπων επαρχίαν τινά ετέραν ουκ ούσαν άνωθεν και εξ αρχής υπό την αυτού ήγουν των προ αυτού χείρα καταλαμβάνειν· αλλ’ ει και τις κατέλαβε και υφ’εαυτώ πεποίηται βιασάμενος, ταύτην αποδιδόναι, ίνα μη των πατέρων οι κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ εν ιερουργίας προσχήματι εξουσίας τύφος κοσμικής παρεισδύηται, μηδέ λάθωμεν την ελευθερίαν κατά μικρόν απολέσαντες, ην ημίν εδωρήσατο τω ιδίω αίματι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο πάντων ανθρώπων ελευθερωτής…».

Εκτός τούτου η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Κύπρου με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπό της, υπήρχε επίσης από την εποχή του Ιουστινιανού ως Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Πρώτης Ιουστινιανής (χρονολογείται από το 535 μ.Χ), ο Πρώτος της οποίας έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου- ο Αρχιεπίσκοπος της Οχρίδας συνδέεται με αυτό.

Αργότερα εμφανίστηκαν και άλλες Τοπικές Εκκλησίες και οι Επικεφαλής κάποιων από αυτές έφεραν τον τίτλο του Πατριάρχη, που τους θέτει σε ίσο επίπεδο με τους ανατολικούς Πατριάρχες.

*   Ο συγγραφέας Πρωθιερέας Vladislav Tsypin είναι καθηγητής στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας και διδάσκει Ιστορία της Ευρώπης, Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας και Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων.

Είναι κάτοχος πτυχίου Μάστερ στη Θεολογία και Διδακτορικού στην Εκκλησιαστική Ιστορία.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: "ROMFEA.GR"

Αφιέρωμα: Μητρικόν Εξόδιον - Μάτια Θεομητορικά - Το Τάμα

Με αφορμή την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Romfea.gr», δημοσιεύει σήμερα τρία ποιήματα του λόγιου Μητροπολίτη Προικονήσου κ. Ιωσήφ προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου.

ΜΗΤΡΙΚΟΝ ΕΞΟΔΙΟΝ

 

Γυναίκα περιβεβλημένη τον ήλιον,

που απαίρει καταμεσής του Αυγούστου;

Που πορεύεσαι σταυροχεριασμένη,

σιωπηλή, τρανώς ηπλωμένη, υπτία;

Τ’ αμπέλια μας γεμάτα ώριμα σταφύλια

αποζητούν το δικό Σου το χάδι,

Εσύ να τα τρυγήσεις,

Άμπελος αληθινή,

τον βότρυν τον πέπυρον η γεωργήσασα!

Μόλις τελειώσαμε το θέρος και τ’ αλώνισμα,

αλέσαμε το στάρι, το ψιλοκοσκινίσαμε

και Σου φτιάξαμε πρόσφορο.

Ψήνεται κιόλας!

Δεν περιμένεις να τ’ απογευτείς;

Τα τζιτζίκια ουρλιάζουν απαρηγόρητα

στη σκέψι πως θα Σ’ αποχωριστούν.

Δεν τα ακούς;

Η κόνιζα, η ρίγανη, η φασκομηλιά,

το δίκταμο, ο έρεικας, η μέντα, το θυμάρι,

σκούζουν, μαλλιοτραβιούνται, ορύονται

πληροφορούμενα τον μισεμό Σου.

Δεν νιώθεις τις φωνές τους στα ρουθούνια Σου;

Τα μελτέμια δέρνονται ολοφυρόμενα,

τινάζουν κύματα ολούθε,

αφρούς και αλισάχνη,

αρνούμενα να συμβιβαστούν στην ιδέα

πως θα τους λείψεις.

Τα δελφίνια πετάγονται με μακροβούτια

να δουν αν είν’ αλήθεια ότι αναχωρεί

η κόχλος που εβάστασε τον θείο Μαργαρίτη.

Δε σε συγκινούν τα αρμυρά τους δάκρυα;

Ο κολιός, μόλις που πρόλαβε

να Σου φιλήσει τα πόδια και Συ φεύγεις;

Τα πεύκα κλαίνε ρετσινόμυρο

καθώς ακούν τους Αποστόλους

να Σου ψάλουν εξόδιον ύμνον

και μεταστάσιμες ωδές πολυκατάνυκτες!

Πως λάμπει η αυγουστιάτικη πανσέληνος

πάνω από το κυπαρισοκέδρινο

ζωαρχικό Σου νεκροκρέβατο!

Δε βλέπεις με τι δέος σε κοιτάζει

η σελήνη την Σελήνη, η δούλη την Κυρά;

Δε συγκινείσαι από τις Παρακλήσεις μας,

Μικρές, Μεγάλες, Μεγάλη Μάννα μας;

Πως μισεύεις Γλυκοπαναγία των Ελλήνων,

Μαυροφόρα των ονείρων μας σ’ ώρες δίσεχτες,

ασπρόψυχη, χρυσόκαρδη, ολόφωτη, ηλιοστάλαχτη,

ορθανοιχτάγκαλη των καθημερινών δεήσεών μας;

Άσ’ το σεμνό κεφαλομάντηλό Σου σκέπη μας

στην απαράκλητη κάψα του καλοκαιριού!

Άσε μας το ηδύφωτο χαμόγελό Σου

στο όνειρό μας, να μη σβήσουμε!

Άσε μας τη βασιλική εικόνα Σου, Παντάνασσα,

καρσί στα μάτια της ψυχής μας,

μην τυφλωθούμε,

μην ξεχάσουμε τον Ήλιο!

 

ΜΑΤΙΑ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΑ

 

Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια Σου

τα αμυγδαλωτά, τα κοντυλογραμμένα,

τα πάντοτε βαθειά συλλογισμένα,

τα εταστικά λογισμών και ενθυμήσεων,

τα συμπονετικά της γύμνιας μου.

Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια Σου,

μαύρες ελιές του κήπου της Γεθσημανή

σταλάζουσες θρόμβους αγωνίας

για τα τρελλόπαιδα που μπαινοβγαίνουμε

στις αυλές Σου.

Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια Σου,

μαλαμοχτυπημένο γιούσουρι

που μοσχοβολά καθάριο αιγαιάτικο βυθό.

Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια Σου,

οπάλια φλογόφωτα αρετής περίδοξης,

πηγάδια ελπίδας ακαταίσχυντης,

νάουσες πολυχεύμονος παραμυθίας.

Είμ’ ερωτευμένος με τα μάτια Σου,

και μην το λογαριάσεις για ξεδιαντροπιά,

Μητρόθεε, φως και Κυρά μου, Παναγία…

ΤΑΜΑ

Βαρύ αντρίκιο πέλμα ολόγυμνο το απομεσήμερο

σε ασφαλτο που τηγανίζει αυγά.

Μακρύς ο δρόμος κι ανηφορικός

για το αρχαίο υποστατικό της Ακρωτηριανής

στον Τράχηλα των Ετεοκρητών.

Το τάμα είναι τάμα,

η πυρά είναι πυρά,

η σάρκα είναι σάρκα,

ο πόνος είναι πόνος,

μα ο Πέτρος είναι πέτρα συνεπείας ριζιμιά,

και το κοντέρ του αγγέλου γράφει ασταμάτητα –

πατημασιά δεν του ξεφεύγει.

Η συνάντησι με τη μελόγλυκα χλωμή

Σελήνη της καταπαύσεως

πάνω σε ασπρισμένα πεζούλια

με βασιλικά και πορφυρά γαρύφαλα,

μέσα σε πλήθος μαυροφόρων γυναικών

και μέσ’ σε θυμιάματα

και ύμνους εξοδίους, παρακλητικούς,

δροσίζει τα φλογοψημένα πέλματα

με αλόη πρωτογενούς Θεομητορικής ιάσεως

αλλομένης εις περισσόν ζωής.

Μοναχός Μωυσής: "Έφθασε ο θεομητορικός Δεκαπενταύγουστος"

images

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μέγας θεολόγος, είδε την Παναγία σε όραμα και γράφει: Ποιος ανθρώπινος λόγος μπορεί άραγε να περιγράψει τη θεοφώτιστη ωραιότητά σου, Θεοτόκε Παρθένε; Οι χάρες σου είναι αδύνατον να προσδιοριστούν ούτε με λόγια ούτε με σκέψεις. Μόνη η θεία όψη της χαρίζει αίγλη, ευφροσύνη και αγαλλίαση.

Η ωραιότητα του προσώπου της πηγάζει από την ωραία ψυχή της και την καθαρή καρδιά της. Σαν φως που χύνεται από τα μέσα προς τα έξω και χαρίζει αυτή την απαράμιλλη ευπρέπεια, την πάγκαλη καλλονή.

Η ωραιότητα, η προερχόμενη από την καθαρότητα, τη σεμνότητα και ταπεινότητά της, ήλκυσε το μάτι του Θεού πάνω της και την έκανε μητέρα του Θεού και των ανθρώπων. Ο Θεοφόρος Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης προτρέπει όλους να ενστερνισθούν το άγιο θεομητορικό φρόνημα.

Να ευπρεπίσουμε κατάλληλα την καρδιά μας ώστε να κατασκηνώσουν οι αρετές της Παναγίας, ώστε βλέποντάς τες πάνω μας να μας χαρίσει πλούσια πνευματικές χάριτες και ουράνια αγαθά.

Έφθασε ο θεομητορικός Δεκαπενταύγουστος. Ο χρόνος μέχρι τώρα έδωσε νεκρούς στην Ιαπωνία, στη Συρία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Κύπρο, στη Νορβηγία και αλλού. Καθημερινά μας τηλεφωνούν και μας γράφουν να μνημονεύουμε βαριά ασθενείς και νεκρούς, από καρδιά, από καρκίνο, από διάφορα ανίατα νοσήματα, ν’ ανάψουμε κερί στην Παναγία.

Η Παναγία πόνεσε πολύ και γνωρίζει καλά να συμπονά, να συμπαρίσταται και να παρηγορεί.

Στους θερμούς εσπερινούς του ωραίου Αυγούστου οι παρακλήσεις σαν βάλσαμο θωπεύουν τις πονεμένες καρδιές κι αισθάνονται δρόσο γλυκιά εξαίσιας αναψυχής. Οι θαυματουργές πολλές εικόνες της, με τα ακοίμητα καντήλια, τις άσβεστες λαμπάδες από μελισσοκέρι, τα μύρια αφιερώματα, τ’ ασημένια περίτεχνα πουκάμισα, τις μετάνοιες, τα δάκρυα, τους ασπασμούς, τα τάματα, τις υποσχέσεις, τις παρακλήσεις και τις ευχαριστίες. Νηστεύουν, εξομολογούνται, μεταλαμβάνουν πολλοί.

Σαγηνεύει το ιερό και ωραίο πρόσωπο της Θεοτόκου. Σε κάνει να καταθέσεις το βάρος σου, τον πόνο σου, τον πικρό λογισμό σου, την αθυμία, την κόπωση, τον στεναγμό και τη στεναχώρια σου.

Γεμάτη η Ελλάδα, η Κύπρος, όλη η Ορθοδοξία, από εκκλησιές της, μονές, ησυχαστήρια, προσκυνήματα στη χάρη της. Χιλιάδες οι προσκυνητές. Στο Άγιον Όρος, το θαυμαστό περιβόλι της, άπειροι ύμνοι στην Οικονόμισσα, την Παραμυθία, την Πορταΐτισσα, την Τριχερούσα, του Ακαθίστου, τη Φοβερά Προστασία, τη Γλυκοφιλούσα, τη Γοργοϋπήκοο, τη Μυροβλύτισσα, τη Γαλακτοτροφούσα, του Άξιον Εστί.

Πανηγυρίζει ο πάνσεπτος ιερός ναός του Πρωτάτου στην Κοίμηση, η μονή των Ιβήρων, πολλά κελιά. Το θεομητροφρούρητο Άγιον Όρος αγάλλεται. Η θεομητροσκέπαστη Ελλάδα ευφραίνεται.

Η ωραιότατη στην όψη και την καρδιά, η πανυπέραγνη, η τιμιωτέρα των Χερουβείμ Παναγία, είναι πάνω απ’ όλους τους αγίους. Δεν υπήρξε πιο άγιος άνθρωπος, πιο καλή γυναίκα. Κόσμημά της η καθαρότητά της, η σεμνότητά της, η ταπεινοφροσύνη της, η σιωπή της. Δίδασκε ωραία με το παράδειγμά της, με τον ενάρετο βίο της. Οι καιροί μας έχουν ανάγκη από εμπνευσμένες και καθοδηγητικές μορφές.

Η φλυαρία, η αναίδεια, η ξετσιπωσιά, η υψηλοφροσύνη, η ασχήμια, η βρομιά, η αδιαφάνεια κούρασε πολύ.

Όλοι πλέον διψούν για διαφάνεια, εντιμότητα, αιδώ, σιγή, σοβαρότητα, καθαρότητα, γνήσια ταπείνωση. Ο αρχόμενος Δεκαπενταύγουστος ας οδηγήσει σε περισυλλογή, σε συνάντηση με τη Θεοτόκο, με την πρόσληψη των ένθεων αρετών της, με τον ασπασμό της εικόνας της, με την ακρόαση του βίου της, με τη συμψαλμώδηση του ωραίου παρακλητικού της κανόνος.

top
Has no content to show!