Άρθρα - Απόψεις

Το μεγαλείο του Ελληνισμού μέσα από το έπος του 1940

images

Η  Ευαγγελική Περικοπή της 28ης Οκτωβρίου είναι από το ευαγγέλιο του Αποστόλου Λουκά κι αναφέρεται στην εορτή της Σκέπης της Παναγίας μας, και έχει φυσικά σχέση με την επέτειον  του «ΟΧΙ» και γενικότερα με την επέτειο του 1940.

Στο διάλογο του Ιησού Χριστού με τις αδελφές του Λαζάρου, τη Μάρθα και τη Μαρία, τονίζεται με σαφήνεια ότι ο άνθρωπος πρέπει να έχει μια ευαισθησία και μια προτεραιότητα στη ζωή του για τις πνευματικές και ηθικές αξίες, σε σύγκριση με τις καθημερινές υλικές μας μέριμνες, με την έννοια ότι τελικά η ευθύνη μας να διαφυλάξουμε τις αξίες αυτές είναι και το κριτήριο της εν Χριστώ αιώνιας σωτηρίας μας.

Αυτοί που αγωνίζονται για τις πανανθρώπινες αξίες της αγάπης, της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συναδέλφωσης των λαών, είναι αυτοί που ζουν σύμφωνα με τις θείες εντολές του Θεού.

Αναφέρεται μάλιστα στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ως ζωντανό παράδειγμα υπακοής στο θείο θέλημα του Θεού το άγιο πρόσωπο της Παναγίας μας.

Στα δύσκολα λοιπόν χρόνια που ζούσε η Ανθρωπότητα με το ξέσπασμα του αδυσώπητου σκληρού και απάνθρωπου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που οι περισσότερες χώρες, και μάλιστα μεγάλες και ισχυρές, ή συμμαχούσαν με τον Χίτλερ, όπως η Ιταλία, η Ιαπωνία και η Τουρκία, ή παρεδίδοντο χωρίς όρους στο εχθρόν, η μικρή τότε και αδύνατη Ελλάδα, ανταποκρινόμενη περισσότερο στο μεγαλείο του ιστορικού της βίου ως η Χώρα που συνέβαλε τα μέγιστα εις την επικράτηση των αγαθών της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της Παιδείας, της τέχνης και του πολιτισμού, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, σήκωσε ηρωϊκά το ανάστημα της με τη ψυχική δύναμη της Ιστορίας της για να αντιτάξει στους Τύρρανους του Διαβόλου που απειλούσαν χώρες και λαούς, το ηρωϊκό «ΟΧΙ».

Για εκείνους που υπολογίζουν τα πράγματα μόνο από την υλικήν τους πλευρά, αυτό το «ΟΧΙ» έμοιαζε με επιλογή πορείας προς την καταστροφή, γιατί η υλική δύναμη του εχθρού ήταν εγγύηση για την επικράτηση τους.

Οι αριθμοί ήταν πολύ μεγάλοι για τον εχθρό. Στην ιστορία των λαών όμως υπάρχουν και στιγμές που πρέπει να είναι έτοιμοι και να πεθάνουν για να προστατέψουν και να κρατήσουν ζωντανή την ελπίδα της ανθρωπότητας, ότι η ζωή έχει νόημα, όταν ζει κανείς με αξιοπρέπεια, διασώζοντας το αγαθό της ελευθερίας του, προασπιζόμενος το αγαθό της ειρήνης, προστατεύοντας την οικογένεια του, την πατρίδα του, συμβάλλοντας στην προστασία και στην επικράτηση της δικαιοσύνης.

Αυτό τον αγώνα άλλωστε έδωσαν οι ολιγοστοί Έλληνες με τους τρακόσιους του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες για να διαφυλάξουν ολόκληρη την Ευρώπη από τις ορδές των βάρβαρων Ασιατών του Ξέρξη.

Το «Μολών λαβέ» ηχεί ακόμη διαχρονικά στους υπόδουλους και καταπιεζόμενους λαούς, ως πρόσκληση και θείο φως αληθείας ότι αν θέλουν να ελευθερωθούν οφείλουν να αγωνισθούν, να είναι έτοιμοι να θυσιασθούν και να πεθάνουν για να ζήσουν το αγαθόν της ελευθερίας και της ειρήνης.

Ακολουθώντας λοιπόν το μεγαλείον του ηρωϊσμού των αρχαίων Σπαρτιατών, οι νεοέλληνες του 1821, με επικεφαλής την Εκκλησία μας και τις Δυνάμεις του Απόδημου Ελληνισμού, οργάνωσαν τον μεγάλο ξεσηκωμό εναντίον των αλλόπιστων Οθωμανών Τούρκων για να μας απελευθερώσουν από το ζυγό της δουλείας, που στα τετρακόσια χρόνια της εθνικής ταπείνωσης και της σταύρωσης μας και του καθημερινού εξευτελισμού των προγόνων μας, κατά τον Εθνικό μας Ποιητή Διονύσιο Σολωμό, «όλα τάσκειαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβειά».

Η ίδια λοιπόν ηρωϊκή Ελληνική ψυχή, «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά», η Ελληνική ψυχή των Θερμοπυλών, η ηρωϊκή ψυχή του 1821, «και σαν πρώτα ανδρειωμένη», αντέταξε στον φαινομενικά παντοδύναμο Άξωνα της εποχής το ηρωϊκό «ΟΧΙ».

Αυτό το δυνατό «ΟΧΙ» αντέταξαν αργότερα ηρωϊκά κι οι Έλληνες της Κύπρου στους αποικιοκράτες Βρεττανούς με το έπος της ΕΟΚΑΣ, που αποτέλεσε με τη σημαία του Εθνάρχη Μακαρίου το απελευθερωτικό έναυσμα της επανάστασης των σκλαβωμένων από την αποικιοκρατία λαών της Αφρικής.

Στο πρόσωπο των Ελλήνων του 40, η τραυματισμένη γεμάτη πληγές ανθρωπότητα πίστεψε ξανά ότι μπορεί να διασώσει την αξιοπρέπεια της  και την ελευθερία της. Γεννήθηκε ξανά στις καρδιές των ανθρώπων η ελπίδα για την επικράτηση της δικαιοσύνης και της διαφυλάξεως της πραγματικής ειρήνης, που εκφράζεται ως ισότητα και σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το μυστικό της μεγάλης νίκης των Ελλήνων που ένωσε τους συμμάχους  για να συντρίψουν τον Άξωνα της απειλής της παγκόσμιας ελευθερίας των λαών ήταν η βαθειά τους πίστη στο Θεό να διαφυλάξουν το θείο θέλημα του, να προστατεύουμε με κάθε τρόπο το αγαθό της ζωής ως δώρο Θεού.

Oι Έλληνες  του 1940 νίκησαν γιατί είχαν όλοι μαζί ενωμένοι ένα θέλημα, το Θέλημα του Θεού, να προστατέψουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, να προστατέψουν την αξιοπρέπεια ολόκληρης της ανθρωπότητας, να πραστατέψουν το αγαθόν της ελευθερίας. Οι Έλληνες του 1940 είχαν συνείδηση ότι είναι υποχρέωση του κάθε υπεύθυνου ανθρώπου να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η δημοκρατία.

Αυτή τη ενότητα χρειαζόμαστε και σήμερα που η Χώρα μας αγωνίζεται να ξεπεράσει την οικονομική κρίση που μερικοί απατεώνες πολιτικοί την οδήγησαν και προσπαθούν πάλι με τη δημιουργία νέων κομμάτων να μας ξεπουλήσουν, όπως  στο παρελθόν οι πάτρονες τους αποστάτες, που έγιναν αφορμή να φέρουν στην εξουσία την Χούντα των Αθηνών που άνοιξε τις κερκόπορτες της προδοσίας για να εισβάλει η Τουρκία στη Κύπρο.

Ακόμη και σήμερα εκεί που καταπατούνται οι ανθρώπινες ελευθερίες και γενικότετα τα ανθρώπινα δικαιώματα, εκεί που οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι ανύπαρκτες ή νεκρές, έχουμε φασαρίες, πολέμους, εσωτερικές συρράξεις, πείνα, πόνο και δυστυχία.

Έχουμε λοιπόν κάθε ηθικό δικαίωμα ως απόγονοι εκείνων που αγωνίσθησαν για τη υπόθεση της ελευθερίας των λαών, να ομιλούμε με θάρρος και αποφασιστικότητα για τις αδικίες σε βάρος των συνανθρώπων μας, όταν καταπατούνται παράφορα τα ανθρώπινα τους δικαιώματα.

Τα παραδείγματα στην Μέση Ανατολή, με την άρνηση των Εβραίων στα εκατομμύρια  των Παλαιστινίων να έχουν το δικό τους Κράτος, την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει το φυσικό εθνικό δικαίωμα είκοσι εκατομμυρίων Κούρδων να έχουν το δικό τους ανεξάρτητο Κράτος, η εισβολή των Αμερικανών και των συμμάχων τους  στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η επικράτηση δικτατορικών καθεστώτων και η σιωπή των ισχυρών της γης όταν ελέγχουν τις οικονομίες των χωρών αυτών,  αποτελούν για όλους μας πρόσκληση να αντιταχθούμε στις αδικίες αυτές και να διαδηλώσουμε με κάθε σαφήνεια την ευαισθησία μας και τη θέληση μας να αποδοθεί δικαιοσύνη, να προστατευθούν τα δικαιώματα των λαών για να κτίσουμε  πραγματικά το οικοδόμημα της Παγκόσμιας  Ειρήνης με την επικράτηση της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας.

Μόνο μέσα σ’ αυτή την προοπτική της κοινωνικής ευθύνης για τα προβλήματα της Παγκόσμιας Κοινωνίας μπορούμε να δικαιώσουμε και να τιμήσουμε τις θυσίες  όλων εκείνων των ηρώων  του 1940, που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους πρόωρα για να ζούμε εμείς σήμερα ελεύθεροι.

Σε πολλές χώρες της Αφρικής με την εφαρμογή του απάνθρωπου και άδικου καθεστώτος του «Απάρχάϊτ» και της αποικιοκρατίας, διαπράχθησαν ανθρώπινα εγκλήματα, όχι μόνο σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμών της Αφρικανικής Ηπείρου, αλλά σε βάρος ολόκληρης της Ανθρωπότητας, που απαράδεκτα τα ανέχθηκε για τόσα χρόνια.

Για να επουλώσουμε τις πληγές του παρελθόντος πρέπει γενναιόδωρα με πολύ αγάπη και έμπρακτη καλή διάθεση να στηρίξουμε με κάθε τρόπο το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας μας συμβάλλοντας στην καλύτερη αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων των λαών που υποφέρουν, στηρίζοντας χήρες και ορφανά και γενικώτερα όλους εκείνους που χρειάζονται τη βοήθεια μας και μπορούμε να τους βοηθήσουμε.

Αυτό είναι και το καλύτερο μνημόσυνο για να τιμήσουμε τους αξέχαστους ήρωες του 1940, που αποφάσισαν να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να ζήσουμε εμείς ελεύθεροι.

 

Μοναχός Μωυσής, Σκάνδαλο είναι ότι δεν υπάρχει "σκάνδαλο"

images

Στις 5/18-10-2010 εορτάσθηκε πανηγυρικά στη Μονή Βατοπεδίου η μνήμη ενός από τους εξήντα αγίους της μονής του Οσίου Ευδοκίμου του Βατοπεδίου. Παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ήταν περίπου πεντακόσιοι προσκυνητές.

Της πανηγύρεως προέστη ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος, του σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο οποίος χειροτόνησε τον ιεροδιάκονο Θεοφάνη σε πρεσβύτερο και χειροθέτησε πνευματικό-εξομολόγο τον εορτάζοντα ιερομόναχο Ευδόκιμο, προϊστάμενο της μονής.

Την παραμονή της εορτής, σε σύναξη προσκυνητών, ένας νέος με ειλικρίνεια είπε δημοσίως ότι ζητά συγγνώμη από τον ηγούμενο Αρχιμανδρίτη Εφραίμ, γιατί επηρεασμένος από τα μέσα ενημέρωσης τον κατηγόρησε. Δεν γνωρίζω τώρα αν θα αρχίσουν και άλλοι μεγαλόσχημοι να το κάνουν.

Ο Μητροπολίτης Μύρων είπε ότι η μονή διέρχεται ένα μεγάλο πειρασμό, μία ισχυρή δοκιμασία, και τελικά το σκάνδαλο είναι ότι δεν υπάρχει “σκάνδαλο”.

Νεότερες ειδήσεις φανερώνουν ότι η φούσκα ξεφουσκώνει. Πολύμηνες έρευνες δεν βρήκαν διαρροή “μαύρου χρήματος”. Η μονή με έγγραφά της ζήτησε να επιστρέψει όλες τις ανταλλαγές και να επανέλθει στο προηγούμενο καθεστώς, ώστε να μην έχει καμία απώλεια το κράτος.

Ο αρμόδιος υπουργός δεν το δέχθηκε. Άνθρωπος σφόδρα εναντίον της μονής πριν ένα δύο χρόνια μετανοεί τώρα λέγοντας πως πάντοτε την υποστήριζε. Η μετάνοια πάντως είναι πάντοτε καλή, αρκεί να είναι ειλικρινής. Προ καιρού, ένας Αλβανός βίασε ένα κοριτσάκι και το έριξε στο πηγάδι ζωντανό.

Ποτέ δεν μαθεύτηκε το όνομά του λόγω των προσωπικών δεδομένων. Ένας πατέρας βίασε το παιδί του. Συνέβη το αυτό. Έμποροι ναρκωτικών, μαστροποί, δολιοφθορείς μένουν άγνωστα τα ονόματά τους για τον ίδιο λόγο.

Του ηγουμένου Εφραίμ το όνομα διασύρθηκε επί δύο χρόνια στις ειδήσεις από φωνασκούντες τηλεοπτικούς εισαγγελείς, από επώνυμους και μεγαλώνυμους αρθρογράφους περιοδικών και εφημερίδων, από συνεντεύξεις και λογύδρια υψηλών πολιτικών προσώπων, ακόμη και από κάποιων γνωστών ρασοφόρων, ως να ήταν μεγαλύτερος εγκληματίας των αιώνων.

Έφθανε να γίνει καρνάβαλος στην Πάτρα, ήρωας σατιρικών εκπομπών, καρικατούρα γελοιογραφιών, να υβριστεί, να χλευαστεί, να κατηγορηθεί και να συκοφαντηθεί. Κανείς δεν είπε αν έφταιξε να πληρώσει. Προδικάστηκε και καταδικάστηκε. Δικάστηκαν τώρα τα πορίσματα των επιτροπών της Βουλής.

Το Βατοπέδι εκμεταλλεύτηκε, χρησιμοποιήθηκε και υπονομεύτηκε σκόπιμα. Αγνοήθηκε η μακρά ιστορία του, η πολύτιμη προσφορά του, η ανάγκη ανακαινίσεως των σπουδαίων κτισμάτων του και των μοναδικών κειμηλίων του, η πλούσια φιλανθρωπική του δράση, η παροχή εργασίας σε διακόσιους ανθρώπους, η δωρεάν φιλοξενία, η φιλόθεη συνοδεία του, η μεγαλύτερη αριθμητικά στην Ελλάδα. Είναι κρίμα το κοντόθωρο, το ζηλόφθονο, το αφιλάδελφο, το ανόσιο και άμετρο όταν επικρατούν.

Το Βατοπέδι βιώνει την ταπείνωσή του αθόρυβα, προσεύχεται και λαμβάνει καταπληκτική υπομονή. Ποιος άλλος θα βαστούσε καρτερικά έναν τόσο βαρύ σταυρό επί τόσο χρόνο με τόση ηρεμία, με πίστη και ελπίδα; Μη οι πολιτικοί ρίξουν τα βάρη στους μοναχούς. Όπου υπάρχει παρανομία να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Μη η δικαιοσύνη επηρεασθεί από την τηλεοπτική δικτατορία, αν και παρατηρούνται τελευταία σοβαρά ρήγματα και σε αυτήν ακόμη την τηλοψία με ανατροπή του κλίματος.

Ο Μητροπολίτης Μύρων κ. Χρυσόστομος το είπε πολύ εύστοχα. Σκάνδαλο είναι ότι δεν υπάρχει “σκάνδαλο”. Το σκάνδαλο εξυπηρέτησε κάποιους να ανέβουν. Τώρα που καταρρέει, άραγε θα τους παρασύρει μαζί τους; Γίνεται μεγάλη προσπάθεια για να διατηρηθεί το “σκάνδαλο” και να τους διατηρήσει.

Το ψέμα δεν έχει μεγάλη διάρκεια και αντοχή. Η αλήθεια έχει δύναμη, φως και ελευθερία. Ήδη αρχίζει να φωτίζει σκοτεινές ραδιουργίες. Η ταλαιπωρία των “σκανδαλισάντων” από πνευματικής απόψεως θα τους ανταμείψει πλούσια.

Το κόστος των πραγματικών σκανδαλοποιών θα είναι η πλήρης απογοήτευση. Ο πνευματικός νόμος λειτουργεί πάντοτε άψογα.

Περί ήθους απορίες....

images

Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Romfea.gr» έλαβε πριν από λίγο το παρακάτω κείμενο από τον Επικοινωνιολόγο κ. Σωτήρη Τζούμα, ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου με τίτλο "Κατάθεση ψυχής".

Το κείμενο έχει ως εξής

«Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι» είχε πει κάποτε ο μεγάλος Ιεράρχης Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας « ακόμη και στο χώρο της Εκκλησίας, που έχουν πάθος με την προβολή. Δεν αρκούνται, απλά και μόνον, με τη θέση που κατέχουν, αλλά τους γοητεύει το φαίνεσθαι, το άρχειν και το επιπλήττειν…, κυρίως όσους θεωρούν ότι διαφωνούν μαζί τους αλλά και όσους πιστεύουν ότι μπορεί να σταθούν εμπόδιο στα όποια σχέδιά τους.»

Με τον ιδιοφυή και εύστοχο αυτό τρόπο, ο αείμνηστος Ιεράρχης, παρουσίασε τον χαρακτήρα εκείνο που δεν ενδιαφέρεται τόσο για τη διοίκηση και το έργο, όσο το να διακρίνεται και να υπερέχει πάντα, να υποτάσσονται σ’ αυτόν, να σηκώνονται όρθιοι εμπρός του όλοι, διοικούντες και διοικούμενοι.

Ένα τέτοιο πρόσωπο είναι καταστροφή στον επιχειρηματικό χώρο. Στο χώρο, όμως, τον Εκκλησιαστικό, είναι επικίνδυνο και καρφί στο σώμα της Εκκλησίας.

Δυστυχώς, όλοι βλέπουμε αυτούς τους χαρακτήρες μεταξύ των opinion και decision makers- εκεί ακριβώς που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν, αλλά όμως, κάποιες φορές τους δικαιολογούμε.

Ωστόσο είναι πολύ θλιβερό όταν διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τέτοιοι χαρακτήρες μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και πολύ περισσότερο εντός της Ιεραρχίας. Δεν είναι πολλοί… Δεν πρέπει να είναι πολλοί. Και λίγοι αρκούν, αφού και η ζημιά, θέλει μόνο πέντε γράμματα, για να κάνει ένα ανυπολόγιστο κακό.

Ο γράφων από το σπίτι του έμαθε, ν’ ανήκει στη σχολή εκείνων που απαιτούν από τον εαυτό τους ή να δικαιώνουν τον τίτλο και τις αρχές που κουβαλούν ή να αποχωρούν διακριτικά.

Το κριτήριο για μένα από τα παιδικά- νεανικά μου χρόνια, υπήρξε ένα και μόνο: η αποτελεσματικότητα σε ό, τι κι αν κάνω. Έργο δικό μου στον επαγγελματικό μου βίο, ήταν να παράγω επικοινωνία, να δίνω ιδέες και να συμβάλλω, εφόσον μου εζητείτο, στην υλοποίησή τους.

Δική μου δουλειά δεν ήταν ποτέ να έχω τίτλους και αξιώματα χωρίς αντικείμενο, ούτε να… εισπράττω από εκατό πλευρές!

Μου αρκούσε η εργασία μου.

Η ενασχόλησή μου με τα Εκκλησιαστικά πάει πολύ πισω στα χρόνο. Από τα μαθητικά- νεανικά μου χρόνια. Όσο περνούσε ο καιρός γινόταν ακόμη πιο έντονη. Ήμουν φοιτητής, σε σχολή εντελώς άσχετη με την Θεολογία και τον Εκκλησιαστικό μας βίο και γνώριζα την Εκκλησιαστική μας ιστορία και τα τεκταινόμενα στην Εκκλησία της Ελλάδος και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, λες και ήμουν κληρικός ή έστω εργαζόμενος στον χώρο της Εκκλησίας.

Γνώρισα τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο από μικρό παιδάκι, μαθητής Δημοτικού ήμουν τότε.

Συνδεθήκαμε πνευματικά.

Οι σχέσεις μας, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων ανθρώπων, που τις υπονόμευαν, διατηρήθηκαν πάντοτε σε εξαιρετικά επίπεδα.

Εγώ τον σεβόμουν και τον θεωρούσα ξεχωριστό και σπάνιο Ιεράρχη και εκείνος μου έδειχνε αγάπη, συμπάθεια, ενδιαφέρον και παραδεχότανε την ικανότητά μου να προβλέπω κάποια γεγονότα, να σπέυδω να επιλύω με αθόρυβο τρόπο κάποιες ειδικές καταστάσεις και ν’α ναλαμβάνω αποτελεσματικά μυστικές αποστολές,γι’ αυτό και με αποκαλούσε “δαιμόνιο πνεύμα”.

Όταν εξελέγη Αρχιεπίκσοπο, δεν δεχθηκα ποτέ καμμία από τις δελεαστικές προτάσεις που μου έκανε να μπω επαγγελματικά στο χώρο της Εκκλησίας. Πάντοτε του έλεγα: « Όχι ευχαριστώ, αλλά δεν πρέπει να επιμένετε, γιατί όλοι θα πουν ότι γι’ αυτό έκανα και κάνω, όσα κάνω για σας. Ότι είχα ιδιοτελείς σκοπούς».

Τότε βέβαι, δεν είχα ανάγκη.

Δύο έτη προ του θανάτου του, όταν επανέλαβε την πρότασή του και ενώ είχαν αρχίσει να διαφαίνονται τα πρώτα σύννεφα στον επαγγελματικό μου ορίζοντα, δεν άφησαν το πέρασμά μου κοντά του, κάποιοι άσπονδοι φίλοι μου, που για το μόνο που ενδιαφέρονταν ήταν οι καρέκλες τους και η προσωπική τους ματαιοδοξία.

Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, που όταν αρρώστησε δεν άκουσαν την κραυγή αγωνίας που κατέθεσα, να σηκωθούμε να φύγουμε και να πάμε αμέσως στην Αμερική. Προτίμησαν να με λοιδωρήσουν, πρωτοσέλιδα τότε στην “Αυριανή” και να πλάνε τον Χριστόδουλο στο Αρεταίειο ως πρόβατον επί σφαγήν.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι, που σήμερα «καταπλήσσονται» που εξακολουθώ βνα υπάρχω- παρά τα τόσα δεινά που με βρήκαν, από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και μετά. «Καταπλήσσονται» που ακόμη και σήμερα ορθώνω το ανάστημά μου και τολμώ να έχω άποψη.

Προφανώς θέλουν να πιστεύουν ότι ο Χριστόδουλος με ανακάλυψε στις μικρές αγγελίες και με πήρε κοντά του, διότι θέλουν να αγνοούν και να παριστάνουν ότι είναι αυτός ο ίδιος που επί δεκαετίες “έτεινα πάντα ευήκοον ούς ” και τους άκουγα να μου ζητούν, να μου γυρεύουν εξυπηρετήσεις και έσπευδα κάθε φορά  φιλοτίμως για να τους εξυπηρετήσω.

Είμαι ο ίδιος, που έβαζα το στήθος μου μπροστά για να προστατεύω τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, για να μάχομαι για τις ιδέες και τις θέσεις του.

Είμαι ο ίδιος, που έκανα πάντα τη βαριά δουλειά, που γινόμουν αντιπαθής από τον τρόπο που υπερασπιζόμουν τον μεγάλο Πρωθιεράρχη και όλοι αυτοί- τα λεγόμενα πνευματικά παιδιά του- εσιωπούσαν και έτριβαν ικανοποιημένοι τα χέρια τους που υπήρχε ένα… “κορόιδο” σαν και μένα.

Κι όλα αυτά τα έπραττα με αγάπη χωρίς να αμοίβομαι, και χωρίς να διεκδικώ τίτλους, θέσεις ή αξιώματα κοντά στον Αρχιεπίσκοπο και μέσα στην Εκκλησία.

Και, όμως, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι με παρουσίαζαν τότε ως τον Μέττερνιχ της Εκκλησίας, οπλίζοντας τα χέρια όσων ήθελαν να κάνουν κακό στον Χριστόδουλο με πέτρες και οκάδες λάσπης.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι υπήρξα κατηγορούμενος, πολλές φορές, για θέσεις που εξέφρασα, υποστηρίζοντας τον Χριστόδουλο και υβρίζοντας τους αντιπάλους του, κι όμως κανείς απ’ αυτούς τα λεγόμενα “πνευματικά αναστήματα” του Χριστόδουλου, δεν προθυμοποιήθηκε να έλθει μάρτυρας υπεράσπισής μου. Κανείς!

Δεν αισθάνθηκα ποτέ την ανάγκη να μιλήσω για όλα αυτά, όσο ζούσε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος.

Αλλ’ όμως, όταν σήμερα αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, αξακολουθούν να με κρίνουν και να με συκοφαντούν, δεν μπορώ να σιωπήσω.

Την άποψη ενός παλαιού Ιεράρχου που κατέθεσε την προηγούμενη εβδομάδα, ότι κάθε εποχή, φροντίζει ο Θεός να έχουμε τον καταλληλότερο Αρχιεπίσκοπο, εξέλαβε ο Μητροπολίτης Καισαριανής Δανιήλ, ως προδοσία μου στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο.

Κι αυτό μας το είπε, χωρίς να κοκκινίζει η συνείδησή του από ντροπή (γιατί το πρόσωπό του, όπως και το δικό μου άλλωστε, είναι κατακόκκινο από το πάχος).

Το είπε αυτό για μας ο Μητροπολίτης Καισαριανής που λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ψήφισε τον κ. Ιερώνυμο για Αρχιεπίσκοπο.

Το είπε αυτό για μας ο κ. Δανιήλ, όταν ο συνοδοιπόρος του Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών Νεκτάριος, είπε προσφωνώντας τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην Κέρκυρα, τον περασμένο Αύγουστο: “Τιούτος ημίν έπρεπε Αρχιεπίσκοπος” .Κι ακόμη ότι “ήτο θέλημα Θεού να γίνετε Αρχιεπίσκοπος”.

Όλα αυτά ήταν μικρότερες προδοσίες που δεν διήγειραν την ευαίσθητη, κατά τα άλλα, συνείδηση του κ. Δανιήλ;;;

Δεν ξέρω γιατί, αλλά για μια ακόμη φορά θεωρώ ότι έλαβα δωρεάν μαθήματα υποκρισίας και μάλιστα από έναν άνθρωπο για τον οποίο εγώ έχω κάνει πολλά (τότε που μπορούσα, αλλά και αργότερα μέχρι πριν από λίγο καιρό όταν κάποιες ενέργειές του είχαν τεθεί στο μικροσκόπιο του ΣΔΟΕ), ενώ εκέινος όταν είχα ανάγκη δεν έκανε τίποτα.

Αντιθέτως μου έκλεισε την πόρτα.

Προφανώς την έχει ανοιχτή, μόνον για κάποιους ευλαβείς εκ του ευ- λαμβάνω, που όσο ήταν κοντά στον Χριστόδουλο, ελάμβαναν επιμίσθια οι ίδιοι, η σύζυγος γιατί έγραφε συνταγές μαγειρικής και παρ’ ολίγον να λαμβάνει και η νομικός θυγατέρα. Σε αντίθεση με εμένα που όταν ζήτησα να κάνει του παιδί μου πρακτική της σχολής του σε ένα Εκκλησιαστικό ίδρυμα, προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων.

Είναι όλα αυτά απομεινάρια μιας άλλης εποχής και μιας άλλης συμπεριφοράς, εντελώς διαφορετικής απ’ αυτήν που είχε ο μεγάλος πατέρας Χριστόδουλος ο οποίος είχε μια μεγάλη και με απέραντη καλοσύνη καρδιά, αλλά ξίνιζε το πρόσωπό του κάθε φορά που έβλεπε μπροστά του, μερικούς απ’ αυτή την σπάνια σχολή υποκρισίας.

Fr. Ierotheos of Nafpaktos: “The Theological works of Fr. John Romanides"

images

Occasionally, some people critically assess the theological works of the blessed professor, Fr John Romanides and they express some views, especially recently, over his perception of theological and spiritual issues. It is weird that such assessments are being made after his demise, when he himself is no longer able to reply to the assumptions made on his theological works.

In addition, he is being judged by people who either did not know him personally or have only partly studied his work, without examining it in its entirety. It is obvious that all those people interpret some of his theological views from their own point of view and they misapprehend them. They may possibly think that if they interpret the works of a great theologian they may become ‘great’ themselves.

I have had the extraordinary honor  to get to know him after he received his pension from the university, and especially during his stay in Athens. We had been talking almost daily on various matters involving the Church and Theology. He  also used to send me some of his work and would explain over the phone his views. He would do the same thing with professor, Fr George Metallinos, and the theologian Athanasios Sakarellos. He had also asked me to register him in the hieratical lists of my Bishopric, without of course receiving any remuneration, because he had only wanted to belong to an ecclesiastical body. This eventually took place after he supplied to me his leaving certificate from the Holy Bishopric of America, as I had asked him to. Therefore, I am his last Bishop.

I did get acquainted with his personality and his theological views. I was once very impressed when I had visited him at the intensive care unit in the hospital.He had been connected to various tubes and I had asked him how he was. He paid no attention to my question but started referring to various issues about the Church and theology.  This shows how important Church theology was to him so that he had been ignoring his ill health, even the possibility of his death. Theology was his entire life, even to his last breath.

From all that which I have ever written about Fr Romanides and what will later be published , I would like to mention two ‘phases’ of his theological thought proces, if one may speak about the existence of such phases.

It refers to the first phase of his theological creation, which centers on his treatise on “The fall of our forefathers”. The second phase refers to the niptic- hesychastic teachings of the Apostles, especially that of Saint Paul. Naturally, as one may suspect, I will not deal with history here, but mainly with theology, even though he was regarding these two faculties as interchangeable.

  1. “The Forefathers’ fall”

He dealt with this issue because of the surrounding environment in the States and his quest for a church theology on the creation of the world and the fall of man. It is well known that Fr. John grew up in the States and studied in the Catholic and Protestant schools. He was very versatile with their theology, like that of Thomas Aquinas and of other crucial protestant theologians. The Protestants were denying the patristic tradition and were only studying the Scriptures, while the Catholic theologians were relying on Thomas Aquinas- who had been interpreting Saint Augustine- and other scholastic theologians.  This contradiction between the two Christian traditions intrigued Fr John to look into the so- called Apostolic Fathers – those who succeeded the Apostles but preceded the great Fathers of the 4th Century.

This was a most clever move, since he had recognized that the Apostolic Fathers were the connecting link between the Apostles and the Great Fathers of the Church. This link was unbreakable. It is through the Apostolic Fathers that the teachings of the Apostles have been conveyed to the future generations.

When we are talking about the Apostolic Fathers we refer to Saint Clement of Rome; the author of the works “The Shepherd of Erma” and “Barnabas epistle”, Saint Ignatius the God-bearer, Saint Polykarpos of Smyrna and Papia Ierapoleos. Saint Erineos of Lyon and Hyppolytos of Rome are connected to the above mentioned fathers.

Therefore, he had had studied extensively the Apostolic Fathers in the ‘spirit’ of the teaching  of the Apostles, and compared them on the one hand with the Orthodox Fathers and on the other with the western scholastic and reformists theologians. The whole progress of his theological thought is revealed in the subtitle of his thesis which had the theme of “The Forefathers’ fall”.

In a handwritten exercise book, which I possess and in which he was making notes while he was studying for the issue before formally expressing his views in his well known thesis, has the following title and  subtitle: “The Forefathers’ fall : the cosmological and anthropological preconditions of this fall in the early Church, compared with the preconditions set  by the later Greek patristic theology and the western scholastic theology, especially that of St Augustine, of  Anselm  and Aquinas”.

This is the first draft of this work. In this exercise book he cited paragraphs from the New Testament, which he had distinguished by theme, showing that he had obviously read the entire New Testament as part of this study as well as the patristic works of the Apostolic Fathers and the Fathers of the 4rth Century: Namely Saint Athanasios , Saint Vasil, Saint Gregory of Nyssa, Saint John Chrysostomos  and others, as well as Saint Dionysius Aeropagitis  , Saint Maximus the Confessor etc.

In his typed thesis, which again came to my possession, there are also handwritten corrections and interventions with several additions to the first draft, as well as notes on the margins etc.  Obviously this constitutes the first draft: He has given the title and the subtitle to this one as: “The forefathers’ fall: the cosmological and anthropological preconditions for the fall from the time of the New Testament up to the period of Saint Eirineus”. In a handwritten note however, he altered the title to: “Contributions to the teachings on the Forefathers’ fall: The preconditions for the teachings of the early Church up to the time of Saint Eirineus in comparison with the Orthodox and Western teachings up to that of Thomas Aquinas”.

In the final version which was published by Pournaras Publications, the title and the subtitle of his thesis have been designated as: “The Forefathers’ fall: Contributions to the research on the preconditions of the teachings on the  forefathers’ fall in the early Church up to Saint Eirineus in comparison with the comprehensive direction of the Orthodox and Western theology up to that of Thomas Aquinas”.

It is clearly obvious from the changes which the author had made to the subtitle that he was trying to express in the best possible way the difference between the teachings of the Fathers of the Church and the views of scholastic theologians on the issue of the forefathers’ fall. He was always relying on the New Testament and the Apostolic Fathers up to Saint Eirineus, as the basis for his theological thinking.

Therefore, this first phase of the research by Fr John Romanides, relies on the Scriptures and the teachings of the Fathers of the Church in contrast with the works by Saint Augustine and Scholastic theologians. This attempt shows a serious researcher and a scholar who is interested at this stage to perceive the ‘spirit’ of the views of the Church Fathers and in my opinion, to prove that the Orthodox Church is the “Historic Church” which has preserved Apostolic tradition as it passed with authenticity from the Apostles to the Apostolic Fathers and from them onto the later fathers. The Catholics and Protestants not only have they misinterpreted these teachings but they have also significantly changed  them.

  1. His niptic- hesychastic teaching

After this basic research, Fr Romanides dwelled deeper into the issue which relates to the cosmological and anthropological preconditions of the forefathers’ fall, in order to examine the consequences of man’s fall, which are the darkness ( skotismos, confusion) of his intellect and his withdrawal from God’s Light. He also went on to examine the way in which man returns to God, resumes communion with Him and participates in Him. That is, how man is able to reach illumination and deification through purification. He was immensely supported in this second face of his creative work by certain interpretations of some parts of the New Testament, especially by the interpretations of Saint Paul’s teachings.

As one may determine from his studies into “The Forefathers’ fall”, as found in his exercise book, he had assembled all the passages of the New Testament which refer to the Devil, to the creating energy of God, to man’s sin, to the spiritual death,  to the meaning of the heart as ‘nous” ( intellect) , to divine justice, to the “freedom from death and corruption”, to “the self- preservation instinct” and to Christ’s crucifixion etc.

One may discern by studying these perikopes, especially those of Saint Paul’s, that Fr John had been collecting all the passages of the New Testament which refer to the niptic-hesychastic life of man as a precondition for his salvation. This work is the groundwork of his intention to support the view that the niptic- hesychastic tradition was indeed the way the Prophets, the Apostles and the Fathers lived. This study of the New Testament helped him later on to support his views against the Protestants when he had been appointed as Greece’s envoy at their joint discussions.

Several times he told me that the Protestants are denying the Fathers’ teachings, cannot comprehend the conceptions of ‘the person’, the hypostasis, the substance or the energy of God. They regard these as examples of the influence of Greek philosophy which has corrupted apostolic tradition. He also mentioned to me that the prominent Protestant theologian Harnak was convinced that Orthodoxy is an idolatric form of Christianity. Thus, when the Protestants were listening to orthodox theologians using terms familiar in Greek philosophy, they would become upset, would not understand anything and they would reject the entire teaching. Therefore, it was not easy for an orthodox theologian to use terms used in patristic theology, because the Protestants could not understand such terminology.

This would make Fr John to constantly use passages from the New Testament in his dialogues with the Protestants, especially passages from Saint Paul, in order to put them on the spot.

In his discussions with the Jews he would also expand on passages from the Old Testament regarding the revelation of the bodiless Word, of the Great Will of the Angel of Yahweh, in relation to patristic tradition and this would amaze them. Fr John, would of course never give arbitrary interpretations to Saint Pauls’ passages, but had always in mind the teachings of the Apostolic Fathers and of the great Fathers of the Church. Usually he would not refer to any specific passages. This means that he comprehended the ‘spirit’ of the Fathers, but he would more often use passages from the Apostles. Thus, he used the Apostolic terminology on matters of spiritual life, as for example on issues regarding the heart, the intellect ( nous),  the beliefs , perfection ( teleiosi) etc.

Because I knew him personally and I studied his works diligently and got acquainted with his verbal prose , I believe that he was not arbitrarily interpreting passages from the New Testament and especially of Saint Paul’s, but was relying on two important interpretative keys: the  two basic traditions.

One such tradition was the teachings of Saint Simon the New Theologian, on whom he was very versatile, had studied his teachings from the original and was linking them to those of Saint Paul’s.

I have also studied diligently and have deciphered all the works by Saint Simon. I have come to accept this connection in the works of Fr John.

He would several times admit this openly. At other times this connection was evident. In the future, I will try to do this myself. To try, that is, to link Fr John’s interpretation of Apostolic passages with the teachings of Saint Simon the New Theologian.

The second tradition with which he used to interpret Saint Paul’s epistles was the living testimony of the hesychasts in Holy Mount Athos, with whom he had been discussing issues pertaining to the purification of the heart, to the illumination of the intellect, to the Lord’s Prayer and to contemplation, that is, the contemplation of the Uncreated Light.

He had also been impressed by the book “The Adventures of a pilgrim”, by the writings of Saint Silouan the Athonite and of course by the works of the Fathers in Filokalia. Thus, Fr John’s niptic-hesychastic teachings are inexorably connected to those of Saint Paul, Saint Simon the New Theologian and the modern hesychasts whom he had directly or indirectly met. In my opinion, he also relied on his own personal experience, but I am not certain what level did he reach. The truth is that one cannot insist on certain issues unless he has personal experience.

One blessed experienced spiritual Father told me that he was impressed by Fr John’s insistence on certain issues and that this prompted him to pay special attention to them as well.

We must add to this the teachings of Saint Dionysus Aeropayitis, which he had distinguished from the Neoplatonic tradition with strong arguments; the teachings by Saint Gregory Palamas   whom he had meticulously studied and whose teachings he was regarding as the essence of the hesychastic tradition of the Church; and the teachings of the Fathers of Kappadokia. He was boasting about the later since they had the same origins.

His insistence on the niptic-hesychastic tradition was based on the fact that this way of life was the one espoused by the Prophets, the Apostles and the Saints as it is demonstrated in the Scriptures and in the whole tradition of the Church: The Holy Canons, the Hymns, the patristic works. He believed that this was particularly demonstrated  in the discussion between Saint Gregory Palamas and Barlaam and later on in the discussion between Saint Gregorios, Akindinos and Gregoras.

Fr John attached a great significance and importance to the niptic tradition because this is the place where one may find not just the dogmas of the Church but also the differences between Orthodox Tradition and that of the Catholics  and Protestants. He pin pointed this difference in the terms ‘the analogy of being’  “ analogia entis” and the ‘analogy of faith’ «analogia fidei” which has to do with the different ways one comprehends God’s revelation. ‘The analogy of being refers to the fact that there is a relation between the created and the uncreated being; that God created the world from archetypes and that man’s salvation rests on the return of his soul to the uncreated world of ideas. This is the area of classical metaphysics which the French- Latin theology was influenced from. According to this theory one can perceive the essence of God, if he perceives the essence of created beings, using human rationality. This was the view expressed by Barlaam and that’s why Saint Gregorios Palamas objected to this, the so called “scholastic analogy”.

The analogy of faith refers to the relationship between man  and God through faith, as it is revealed in the Holy Scriptures. This tradition says that God is not revealed by philosophical concepts but through the Holy Scriptures, which is the word of God. Thus, when one studies the Scriptures comes to the knowledge of God and into communion with him, since God’s revelation has been given in the Holy Scriptures.

Fr John was insisting that these two traditions (analogia entis - analogia fidei) describe western Christianity and are foreign to the teachings of the Fathers of the Church.

The Orthodox Church says that if one is to meet God he has to rely on his personal participation with the uncreated purifying, illuminating and deifying energy of God, which is experienced in the Church, by the Holy Mysteries and through personal struggle. (askesis).  Personal struggle is the niptic-hesychastic tradition, which is the precondition for the comprehension of dogmas and the path in which man meets with God.

Thus, knowledge of God is not related to philosophy, nor to just reading the Holy Scriptures, which is nevertheless important because it gives an account of the experience of deification, but it is connected with the experienced niptic-hesychastic tradition and by living a full life in the Church.

Fr John was describing this nyptic tradition as ‘therapeutic’. We come to meet this term in all the writings of the fathers. It is only through purification and illumination that man can reach deification and communion with God and regain his health.

It is important to note that Saint Gregorios Palamas used the Virgin Mary as the prototype of a hesychast, since she lived in the Most Holy Place by using the method of quietude. Therefore, he says, that once man reaches the stage where he contemplates God, then “she is the only example of a truly soul”.

This ecclesiastic tradition was the foundation of Fr John’s theology and it was the practical consequence of his theological research into the Forefathers’ fall. That’s why he believed that if one does not comprehend the divergence of analogia entis and analogia fidei from the theology of the Prophets, the Apostles and the Fathers, one cannot understand the western heresies or the value of the niptic-hesychastic tradition of the Orthodox Church.

3.   Fr John’s contribution

The two phases of his theological beliefs (The Forefathers’ Fall and the niptic tradition of the Church) are not independent from each other, but they are closely connected: The latter phase is a continuation of the former.

Some people believe that Fr John began as an excellent hopeful theologian, with an important contribution to this faculty, but he lost his bearings on the way and did not facilitate the theological renaissance of the country. I think that those who interpret Fr John’s work in this way do him injustice. The same injustice is done by those who believe that he was influenced by either the Protestants or the followers of Origenis.

Fr John was an intelligent man with an inquisitive mind. He remained steadfast to Orthodox Tradition and was expressing the authentic experience of the Church. Of course he was versatile with the theological views of his time and was expressing the authentic view. Some of his linguistic expressions cannot by themselves attribute to him an influence from other beliefs. Besides Saint Basil and Saint Gregory the Theologian have studied Origenis, have accumulated some of his ideas and created the so called ‘ Filokalia’,  but are not regarded as his disciples. (Here we are not talking about the much later “Filokalia’ compiled by the Saints Makarius Notaras and Nikodemos Ayiorite.)

As human, Fr John may have made some mistakes in his life, for example in his expressions and the explanations he gave to his theology, but he was a great theologian and a master who helped to rejuvenate the hesychastic tradition of recent years. It is not right for him to be dismissed or misinterpreted by people who select some of his wording, without comprehending it and without understanding the whole ‘concept’ of his teaching.

A great master is only interpreted by a great disciple or a reader and not by people who inadvertently express their subconscious mindset.

I consider very important the testimony and confession offered by Fr George Metallinos, the renown theologian of our times; the intelligent and charismatic and tireless researcher. According to him, when as a postgraduate student in Cologne in Germany in 1973, he came across a typed manuscript of Fr John’s Dogmatic, he regarded it as a “gift of God’s grace”. He writes: “I threw aside all the German-catholic and protestant manuals and systematic theological works (I have had enough of those!), and I began hungrily to study the true patristic Dogmatic of the Greeco-American, Priest and professor, whom I had not yet had the blessing to meet”.

Later on he writes that after studying this work he “recognized that this unknown to me Fr Romanides, had become my most important teacher in Dogmatic theology but also in ecclesiastic history… so that I could be described as and feel like being his disciple. I am especially happy when I am being ‘accused’ of clearly exhibiting his influence on me”.

In his speech at Fr Romanides’ funeral he stresses: “We must designate the period ‘before and after’ Romanides. His work is regarded as instructive and as the task of a writer with a fighting spirit. He has really severed our theology with our scholastic past, which has so far been acting as the Babylonian captivity of our theology”.

As I have already mentioned, Fr George Metallinos is a top teacher of theology, a highly valued researcher and a scholar; a cleric with orthodox views, but mostly he is an authentic and untainted man without subconscious complexes. That is the reason why he does not detest anyone but recognizes the work of the pioneers in theology, like Fr John.

For this reason, in my opinion, his confession-testimony is vital and substantial, and therefore it cannot be dismissed.

Finally whoever wants to get acquainted with Fr Jonh’s teachings he must distinguish the two phases in his teachings. Namely, his book on the Forefathers’ Fall, which was based on the Apostles and the Apostolic Fathers, as well as what he had written and verbally supported regarding the niptic-hesychastic tradition, which he was examining through Saint Paul’s epistles in relation with the teachings of Saint Simon the New Theoligian , Saint Gregorios Palamas , the Fathers from Kappadokia and the hesychasts whom he had personally met.

The Church is the body of Christ. Just as each material body keeps the nutrient it needs to feed its parts and discards the rest, the same way the Church safeguards authentic teachings and discards all the poisonous and indigestible concepts, which rely on philosophical thinking and ‘theologic’ imagination.

I believe that the Church will safeguard the ‘spirit’ of Fr John’s teachings just because it is in harmony with the Apostolic and Patristic tradition, which constitutes the deeper ‘meaning’ of Orthodox teaching. This teaching leads man to deification and salvation.

Fr John Romanides’ teaching is not “a sophisticated myth” (B Peters 1, 16). But it is the path which leads to mount Tabor and the experience of Christ. That is the reason why it is authentic and comforting to the soul.

Source: Romfea.gr

Translated from Greek by: Olga Konnaris-Kokkinos

Αχαϊας Αθανάσιος "Ο Διάλογος των Ορθοδόξων με τους Ρ/Καθολικούς"

images

Η δωδεκάτη συνάντηση της Ολομέλειας της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου των Ορθοδόξων Εκκλησιών μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη από 20-27 Σεπτεμβρίου 2010.

Ως μέλος της Επιτροπής και εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος έλαβε μέρος στο διάλογο ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αχαΐας κ. Αθανάσιος, διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με την ευκαιρία αυτή είναι χρήσιμο να κατατεθούν κάποιες πληροφορίες για χάρη των αξιότιμων επισκεπτών της ιστοσελίδας του Γραφείου μας.

Θυμίζουμε ότι ο διάλογος αυτός ξεκίνησε επίσημα προ τριάκοντα ετών, το 1980. Και μόνο αυτό το γεγονός καταδεικνύει τόσο την προσοχή και υπευθυνότητα όσων ασχολήθηκαν με το δύσκολο, αλλά και σημαντικό αυτό έργο, όσο και την επιθυμία των Εκκλησιών, που συμμετέχουν στο διάλογο, να φθάσουν σε μια βαθύτερη αλληλοκατανόηση και σύγκλιση απόψεων και ειλικρινή συμφωνία σε βασικά θέματα πίστεως.

Τα μέλη της Επιτροπής αντιλαμβάνονται την μεγάλη ευθύνη που έχουν αναλάβει να ανταποκριθούν στην επιθυμία και προσδοκία πλείστων όσων πιστών μελών των Εκκλησιών τους να δοθεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα σε όλο τον κόσμο ότι η αγάπη για την ορθόδοξη πίστη και η φανέρωσή της είναι η καλή μαρτυρία που καταξιώνει την εργώδη ανθρώπινη προσπάθεια που καταβάλλεται για την καταλλαγή και την συμφιλίωση στα πλαίσια του θεολογικού διαλόγου.

Στην  τρέχουσα φάση τα μέλη της Επιτροπής  συζητούν το δύσκολο θέμα του ρόλου του Επισκόπου Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία των χριστιανικών Εκκλησιών.

Η προετοιμασία ενός κειμένου που θα αποτελούσε την βάση των συζητήσεων της Ολομελείας ξεκίνησε με το τέλος της δεκάτης συναντήσεως της Ολομελείας στην Ραβέννα, το έτος 2007. Συστήθηκαν τότε δυο Υποεπιτροπές, μια αγγλόφωνη και μια γαλλόφωνη, που συνέταξαν δυο διαφορετικά κείμενα.

Το ένα εκ των δυο κειμένων προσέγγισε το θέμα κυρίως ιστορικά, ενώ το δεύτερο είχε χαρακτήρα περισσότερο θεολογικό. Εξ αρχής η εργασία των δυο Υποεπιτροπών κατέδειξε αφ’ ενός την ανάγκη να διαβάσουμε- Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί- από κοινού την ιστορία της πρώτης χιλιετίας των Εκκλησιών μας και να προσπαθήσουμε να την αναλύσουμε και να την ερμηνεύσουμε μαζί, όσο και την ανάγκη να καταγραφούν τα βασικά σημεία της εκκλησιολογίας, τα οποία και οι δυο πλευρές θεωρούν απαραίτητο να συμφωνηθούν πριν φθάσουμε στο κοινό ποτήριο και την από κοινού διακήρυξη της ορθής πίστεως.

Το  αποτέλεσμα της εργασίας των δυο  Υποεπιτροπών παρέλαβε δεκαεξαμελής Συντονιστική Επιτροπή (αποτελούμενη από οκτώ Ορθοδόξους και οκτώ Ρωμαιοκαθολικούς), οι οποίοι συνέταξαν από τα δυο ένα κοινό κείμενο.

Τα χαρακτηριστικά του κειμένου αυτού ήταν αφ’ ενός η καταγραφή ορισμένων ιστορικών στοιχείων σχετικών με τον ρόλο του Επισκόπου Ρώμης υπέρ της ενότητας των Εκκλησιών και αφ’ ετέρου ο τρόπος συνεργασίας του με άλλους Επισκόπους και σημαντικούς παράγοντες της εκκλησιαστικής ζωής κατά την πρώτη χιλιετία, με επίδειξη ιδιαίτερης ευαισθησίας και προσοχής στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος στην Εκκλησία κατά την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.

Θυμίζουμε το σημαντικό βήμα προόδου στον διάλογο, που επιτεύχθηκε στη Ραβέννα, με την αποδοχή από την Ολομέλεια της Επιτροπής κοινού κειμένου, στο οποίο για πρώτη φορά οι Ορθόδοξοι μαζί με τους Ρωμαιοκαθολικούς αναγνωρίζουμε ότι Ορθόδοξη εκκλησιολογία χωρίς κανονική λειτουργία του συνοδικού συστήματος, εντός του οποίου καταξιώνεται το έργο και η μαρτυρία όλων ανεξαιρέτως των επισκόπων, δεν υπάρχει.

Η Συντονιστική Επιτροπή, βέβαια, δεν  μπορούσε να προχωρήσει σε ευρεία ανάλυση των δεδομένων που καταγράφηκαν στο κείμενο εργασίας, αφού αυτό είναι ακριβώς το έργο της εξηκονταμελούς Ολομέλειας, μόνης υπεύθυνης για την σύνταξη ενός τελικού κειμένου κοινής αποδοχής.

Η Συντονιστική Επιτροπή εξ αρχής είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι παρέδιδε στην Ολομέλεια ένα κείμενο εργασίας με πολλά κενά, τα οποία εκείνη θα έπρεπε να προσπαθήσει να επισημάνει και κατά το δυνατόν να συμπληρώσει μέσα από τον θεολογικό διάλογο. Αυτό το τεράστιο έργο ξεκίνησε στην Πάφο το 2009 και συνεχίσθηκε στην Βιέννη.

Ο διάλογος ήταν τίμιος, ελεύθερος και κυρίως άνετος, απαλλαγμένος από οποιοδήποτε άγχος ή πίεση ότι τάχα βιαζόμαστε να παραγάγουμε ένα κείμενο, χωρίς να έχουμε φθάσει σε ουσιαστική συμφωνία.

Αυτή η διαπίστωση ενός αέρα ελευθερίας, που μεταφέρεται εδώ μετά λόγου γνώσεως, εξέθρεψε μεταξύ των μελών της Επιτροπής μια αμοιβαία εμπιστοσύνη, που είναι στοιχείο απαραίτητο για την υπεύθυνη συνέχιση του διαλόγου πάνω στο ακανθώδες θέμα που αποφασίσθηκε να παραμείνει στο πρόγραμμα του θεολογικού διαλόγου κατά τα χρόνια που έρχονται.

 Το  κείμενο που χρησιμοποιήθηκε  για το διάλογο στην Πάφο και στη Βιέννη παραμένει ελλιπές και, κυρίως για τους Ορθοδόξους, αποτελεί ομοφώνως απλό κείμενο εργασίας (instrumentum laboris).

Επομένως οποιαδήποτε, μερική ή ολική, δημοσίευσή του δεν εξυπηρετεί κανένα σοβαρό σκοπό. Δεν εγκαταλείπεται όμως το κείμενο αυτό, αφού αναγνωρίζεται ότι το θέμα μας χρειάζεται ισχυρή ιστορική τεκμηρίωση και προς αυτή την κατεύθυνση ασφαλώς συνέβαλαν οι εργασίες των δυο τελευταίων συναντήσεων της Ολομελείας της Επιτροπής.

Η επεξεργασία του κειμένου, επομένως, θα συνεχισθεί και τα στοιχεία του θα αναλυθούν προκειμένου να φθάσουμε- Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί- σε μια βαθύτερη και ακριβέστερη από κοινού κατανόηση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας. Παράλληλα θα συσταθεί μια Υποεπιτροπή, η οποία θα συντάξει ένα πρόχειρο κείμενο που θα έχει τον χαρακτήρα μιας θεολογικής ανάλυσης του θέματός μας, στοιχείο δηλαδή που κρίθηκε ότι δεν διέθετε επαρκώς το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε στο διάλογο μέχρι τώρα.

Εξ άλλου, ορθώς παρατηρήθηκε ότι η Ολομέλεια της Επιτροπής Διαλόγου Ορθοδόξων μετά των Ρωμαιοκαθολικών δεν είναι δυνατόν να μεταβληθεί σε κάποιο είδος Ακαδημίας ιστορικών επιστημών, αλλά πρέπει να διατηρήσει τον θεολογικό χαρακτήρα που της απέδωσαν οι Εκκλησίες, οι οποίες συμμετέχουν στο διάλογο.

Η εν λόγω Υποεπιτροπή θα έχει ως κύριο έργο της τη σύνταξη κειμένου, το οποίο θα πρέπει να παρουσιάσει, με όση σαφήνεια γίνεται, το ρόλο που διαδραμάτισε ο Επίσκοπος Ρώμης σε σχέση με το συνοδικό σύστημα λειτουργίας της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία.

Το αποτέλεσμα της εργασίας της Υποεπιτροπής (που θα συνέλθει κατά πάσαν πιθανότητα την άνοιξη του 2011) θα παραλάβει η Συντονιστική Επιτροπή, η οποία προβλέπεται να συνεδριάσει κατ’ ευχήν προ του τέλους του 2011, προκειμένου να συμφωνηθεί το κείμενο που θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της Επιτροπής μετά από δυο χρόνια, το 2012.

 Με τη συμμετοχή στον διάλογο δεκαοκτώ Επισκόπων Ορθοδόξων Εκκλησιών παράλληλα με την συμμετοχή εγκρίτων θεολόγων καθίσταται φανερό ότι από την πλευρά τους αποδίδεται όλη η σπουδαιότητα που απαιτεί η υπεύθυνη και αποτελεσματική αντιμετώπιση του υπό συζήτηση θέματος.

Το ίδιο όμως καταδεικνύεται και από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών με τη συμμετοχή στον διάλογο τεσσάρων Καρδιναλίων και δώδεκα Επισκόπων, τους οποίους συνδράμουν έμπειροι ακαδημαϊκοί διδάσκαλοι.

Εκφράζεται ταπεινά η άποψη ότι αποτελεί αποστολή ιδιαίτερης σημασίας η συνέχιση του διαλόγου μέσα σε πνεύμα ειρήνης Χριστού και χάριτος του παναγίου Πνεύματος.

Τα μέλη της Επιτροπής μέσα από τον επίπονο, αλλά γόνιμο και ειλικρινή διάλογο που διεξήγαγαν, απέκτησαν αναμφίβολα μια πολύτιμη εμπειρία που είναι απαραίτητη στην παρούσα κρίσιμη φάση του διαλόγου και θα είναι ευχής έργο οι Εκκλησίες μας να παραμείνουν σταθερές στην αρχική τους απόφαση για την συνέχισή του.

top
Has no content to show!