-
Δημιουργηθηκε στις Παρασκευή, 17 Οκτωβρίου 2014 00:12
-
Εμφανίσεις: 71610
Για την Romfea.gr, Εμμανουήλ Πούλος
Αν ήθελε κανείς να μιλήσει για έναν κληρικό με τα προσόντα του π. Τιμοθέου, θα έπρεπε να έχει εντρυφήσει πάρα πολύ στην προσευχή, στην ταπείνωση και την απλότητα, μα πάνω απ' όλα να έχει φθάσει στο βαθμό της αγάπης, με την οποία αυτός ο χαριτωμένος λειτουργός του Υψίστου αγάπησε τον άνθρωπο, και μάλιστα τον ελάχιστο και εμπερίστατο αδελφό.
Για να χαρακτηρίσουμε τον παπα-Τιμόθεο, τον πύρινο στύλο της προσευχης, τον υποδειγματικό διδάσκαλο της ταπεινώσεως και της παιδικής απλότητος και αθωότητος, τον υφηγητή της ακραιφνούς αγάπης, πρέπει να συνδυάσουμε την αγία βιοτή του με τους βίους των Αγίων Καθηγητών της Ερήμου, Αντωνίου, Ευθυμίου και Ιλαρίωνος, τους οποίους εμιμείτο στη ζωή του και, ενθυμούμενοι τον Άγιο Αλέξιο, να του αποδώσουμε τον πλήρη χαρακτηρισμό που του αξίζει: «Τιμόθεος, ο Άνθρωπος του Θεού».
Στην Ύδρα, όταν λέγαμε «ο Γέροντας», εννοούσαμε τον παπα-Τιμόθεο. Όσοι είχαμε τη μεγάλη ευλογία και δωρεά από το Θεό μας να βρεθούμε κοντά σε εκείνη τη μεγάλη μορφή, μαθητεύοντας «παρά τους πόδας Γαμαλιήλ», νοιώθαμε ότι ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο από το οποίο βλέπαμε τον Ουράνιο Τρούλο, αφού η ζωή του ολόκληρη ήταν μια διαρκής αναζήτηση του «Εσφαγμένου Αρνίου» και πλήρης εφαρμογή των θείων ενταλμάτων του Ιερού Ευαγγελίου.
Γνωρίζαμε, ότι έχουμε δίπλα μας έναν Άγιο! Και αυτό, δεν είναι μόνο δική μου διαπίστωση, αλλά του συνόλου των πιστών που συναναστράφηκαν μαζί του, στα μάτια του οποίου είδαν το βάθος της πνευματικής ζωής, στο γλυκό του λόγο ένοιωσαν την αγωνιστική πορεία της Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, στην ταπείνωσή του κατάλαβαν το μέγεθος της αρετής, στην απλότητά του βοίωσαν το μεγαλείο των όντως ξεχωριστών ανθρώπων.
Πάντα μας έλεγε ότι η προσπάθεια των Χριστιανών είναι, πρέπει να είναι ο αγώνας «να ξεσκουριάσουμε το διαμάντι που λέγεται ψυχή».
Και ο π. Τιμόθεος είχε κάνει τη ζωή του ένα διαρκή αγώνα να κερδίσει «το βραβείον της άνω κλήσεως», να απολαύσει «την τρυφήν των αιωνίων αγαθών».
Τώρα που ο Γέροντας είναι πλέον στο Ουράνιο Θυσιαστήριο και «θεάται αυτοψί το πρόσωπον της αγίας αναφοράς», θεωρώ καθήκον μου να καταθέσω όχι μόνο προσωπικά βιώματα, αλλά και μερικές από τις γνωστές ή και άγνωστες πτυχές του πολύμορφου έργου που σεμνά, ταπεινά και αθόρυβα επιτελούσε.
Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1924 στο Λεόντιο Αχαΐας, απο τους ευσεβείς γονείς του, Βασίλειο και Δήμητρα, και κατά το άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Ιωάννης, προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, του μαθητού της Αγάπης.
Σε ηλικία 11 ετών, γράφτηκε ως δόκιμος Μοναχός στην Ιερά Μονή Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Με αθωότητα μικρού παιδιού, μας έλεγε «δεν ξυρίστηκα ποτέ».
Εισήλθε στις τάξεις του Ιερού Κλήρου νέος στην ηυλικία. Διηκόνησε σε Ναούς του Αιγίου, των Καλαβρύτων, των Πατρών (και ως Πρωτοσύγκελλος) και των Αθηνών. Διετέλεσε Ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης από το έτος 1968 και με πάθος και ζέση καρδιάς κατηχούσε το λαό του Θεού, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του, με το λόγο και το παράδειγμά του, μέχρι τη μακαρία τελευτή του.
Στην Ύδρα, την οποία υπεραγαπούσε, χρημάτισε Εφημέριος του Καθεδρικού Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Ενοριακού Ναού Αγίας Βαρβάρας, ενώ εξυπηρέτησε λειτουργικά και την Ενορία του Αγίου Δημητρίου το διάστημα 1979-1981 που ο σημερινός Εφημέριος π. Ιωαννίκιος Καλαφάτης ήταν διάκονος.
Σε αυτό το Ναό, το τελευταίο διάστημα που η ασθένειά του είχε εκδηλωθεί, εκκλησιαζόταν προσευχόμενος στο Ιερό Βήμα και πολλές φορές συλλειτουργούσε με τον Εφημέριο. Κορύφωση κατάνυξης;
Οι στιγμές που ζούσαμε μαζί του στις Λειτουργίες των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, όπου ο Γέροντας σχεδόν μεταρσιωνόταν, κυρίως την ώρα του «Κατευνθήτω» και στη Μεγάλη Είσοδο. Απερίγραπτες στιγμές...
Παράλληλα, ήταν Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος Ύδρας, για 32 συναπτά έτη, δίνοντας τα πάντα γι' αυτό το Μοναστήρι.
Μένουν χαραγμένες για πάντα στο μυαλό οι φροντίδες του προς τους προσκυνητές της Μονής, ιδίως την ημέρα της Πανηγύρεως, όπου ο Γέροντας διακονούσε με πλήρη αυταπάρνηση, έχοντας ως μέλημα να μη φύγει κανείς από το Μοναστήρι χωρίς φαγητό.
Και η τράπεζα, ήταν πάντα πλούσια, γιατί όλα πήγαζαν όχι μόνο από το πορτοφόλι του, αλλά κυρίως από τη γεμάτη αγάπη καρδιά του.
Αναμνήσεις... Ποιος δε θυμάται το Γέροντα, να γυρίζει στα τραπέζια, ψάλλοντας συγχρόνως «τί ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;» και να γεμίζει τα πιάτα με φαγητά;
Ποιος δε θυμάται το Γέροντα να υποδέχεται και να ξεπροβοδίζει τους προσκυνητές με εκείνο το γαλήνιο χαμόγελό του;
Ποιος δε θυμάται το Γέροντα να στρώνει κρεβάτια, να ετοιμάζει κελλιά, να καθαρίζει τη Μονή, για να είναι όλα φροντισμένα;
Και ποιος δε θυμάται το Γέροντα να κάθεται με το σκουφάκι του, σαν απλός μοναχός, σε ένα στασίδι προσευχόμενος με το κομβοσχοίνι στο χέρι, μεταρσιωμένο και με βλέμμα καρφωμένο στην Εικόνα της Αγίας Τριάδος;
Και με πόση κατάνυξη λιτάνευε την Ιερά Εικόνα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας...
Ήρθαν στο μυαλό μου, δυό όμορφα και χαριτωμένα περιστατικά, που δείχνουν την αγάπη του Γέροντα στα παιδιά. Μαθητής της Α΄ Γυμνασίου, ανέβηκα με συμμαθητές μου και την Καθηγήτριά μας Αναστασία Παπανικολάου στο Μοναστήρι της Αγίας Τριάδος για επίσκεψη. Είχαμε ενημερώσει το Γέροντα.
Φθάσαμε εκεί, λίγο μετά το μεσημέρι. Μας υποδέχθηκε στην είσοδο της Μονής και διευκρίνησε ότι η Καθηγήτρια και τα κορίτσια δε μπορούν να μπουν μέσα, επειδή η Μονή είναι άβατος, αλλά θα έμεναν στο χώρο που υπάρχει στην είσοδο.
Σεβαστήκαμε απόλυτα αυτό που μας είπε. Τα αγόρια μπήκαμε μέσα στο Καθολικό και τα κορίτσια με την Καθηγήτρια προσκύνησαν την Εικόνα της Αγίας Τριάδος που έβγαλε ο Γέροντας στο χώρο της εισόδου.
Τότε, ήρθε ο αδελφός της Μονής π. Δανιήλ, μακαριστός πλέον, ο ακούραστος συνοδοιπόρος του π. Τιμοθέου, με ένα δίσκο γεμάτο αναψυκτικά.
Η Καθηγήτριά μας, είπε στο Γέροντα να μην ετοιμάσουν τίποτε γιατί δεν είχαμε πολύ χρόνο και ήθελε να κουβεντιάσουμε.
Ο Γέροντας της απάντησε ευγενικά και σχεδόν αφοπλιστικά: «Εμείς εδώ, έχουμε ετοιμάσει μπιφτέκια με πατάτες στο φούρνο για τα παιδιά, εσείς αν δε θέλετε μην τρώτε... πρώτα θα φάνε και μετά ρωτήστε ό,τι θέλετε».
Και το δεύτερο περιστατικό... Ήταν ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και είχαμε συνάντηση της Συντροφιάς Νέων με τον π. Λουκά Ζήσιμο (Καθηγούμενο σήμερα της Ιεράς Μονής Ζωοδόχου Πηγής Πόρου και Ιεροκήρυκα) στο Μετόχι του Αγίου Αθανασίου στην Ύδρα, στο οποίο εγκαταβιούσε ο Γέροντας, λόγω των Εφημεριακών καθηκόντων του στον παρακείμενο Ναό της Αγίας Βαρβάρας.
Διαβάσαμε πρώτα το Μεγάλο Απόδειπνο και μετά συζητήσαμε. Ο Γέροντας έδειχνε προβληματισμένος...
Σε κάποια στιγμή, προς το τέλος της συνάντησης, λέει στον π. Λουκά «Και τώρα; Τί θα κεράσουμε τα παιδιά, που είναι νηστεία;».
Ο π. Δανιήλ είχε φροντίσει να μας έχει σοκολάτες υγείας.
Όμως ο π. Τιμόθεος δεν έδειχνε ευχαριστημένος και με τη χαρακτηριστική του απλότητα, μας είπε: «Λοιπόν... αμέσως μετά το Πάσχα, θα έρθετε εδώ, θα κάμετε το μάθημά σας και μετά θα φάμε όλοι μαζί στην αυλή... θα έχουμε καρμπονάρα!».
Και πράγματι, έτσι έγινε! Πάντα άρχοντας στα θέματα φιλοξενείας.
Πρόσφερε τον εαυτό του ολόκληρο, σαν μια ζωντανή θυσία, στο βωμό της αγάπης, της διακονίας, της ελεημοσύνης και της αδιάλειπτης προσευχής.
Σε ένα κήρυγμά του, έλεγε: «αν ο Θεός μας ανέχεται ακόμα, αγαπητοί μου, είναι επειδή υψώνονται χέρια ασκητικά σε προσευχή».
Και το νοιώθαμε έντονα αυτό και το νοιώθουμε. Ιδίως τώρα, που αυτά τα χέρια υψώνονται σε ικεσία μπροστά στο Θρόνο του Παντοδυνάμου Θεού, μας ευλογούν από τα ουράνια δώματα, από εκείνη τη φωτεινή γωνιά του Παραδείσου, και μας σκεπάζουν όλο στοργή.
Αγάπησε την προσευχή, αγάπησε κι εμάς. Έτσι μας ελεούσε και θα συνεχίσει να μας ελεεί με την ακατάπαυστη προσευχή του ενώπιον της Παναγίας Τριάδος.
Μια άλλη πτυχή της ζωής του, ήταν η ελεημοσύνη. Ο π. Τιμόθεος εξασκούσε πάντα αυτή την αρετή, με ευγένεια, με αξιοπρέπεια και κυρίως αθόρυβα και ταπεινά.
Πολλοί γευθήκαμε τους καρπούς της, σε μεγάλο και πολυποίκιλο βαθμό. Προσωπικά, θυμάμαι ότι πολλές φορές με είχε ενισχύσει και πάντα με διάκριση.
Και δεν ήμουν ο μόνος! Μια μέρα τον συνάντησα στο Ταχυδρομείο. Ήταν 16 του μηνός και ο Γέροντας μόλις είχε πάρει το μισθό του.
Βρισκόταν μπροστά από την υπάλληλο και της έλεγε να τον βοηθήσει να συμπληρώσει κάποιες επιταγές για να στείλει χρήματα.
Δεν είχε αντιληφθεί ότι βρισκόμουν πίσω του και έτσι, άθελά μου, άκουσα να δίνει διευθύνσεις Ιδρυμάτων, Φυλακισμένων και αναξιοπαθούντων.
Σε κάποια στιγμή, γυρίζει προς τα πίσω, με βλέπει και μου λέει χαμογελώντας «σιλάνς σιλ βου πλε».
Στις 5 Φεβρουαρίου 2002, στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο μακαριστός και αλησμόνητος Χριστόδουλος της καρδιάς μας, επέδωσε την Τιμητική Διάκριση της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Χρυσό Σταυρό του Αποστόλου Παύλου, σε συνταξιούχους Ιεροκήρυκες, παρουσία μελών της Διαρκούς Συνόδου, άλλων Ιεραρχών, εκπροσώπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, πολλών Κληρικών και πλήθους λαού.
Πρώτος στη σειρά, ήταν ο π. Τιμόθεος. Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, λίγο πριν επιδώσει το παράσημο και τον πάπυρο, πήρε το μικρόφωνο και είπε τα εξής: «παρακαλώ να μου συγχωρέσετε τη συγκίνηση, αλλά του π. Τιμοθέου του χρωστώ ευγνωμοσύνη, διότι όταν ήμουν φοιτητής με ενίσχυε οικονομικά από το πορτοφόλι του».
Ήταν η ομολογία της αρετής του π. Τιμοθέου, από τον Προκαθήμενο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Και ο Γέροντας, που τον γνώριζε «από όταν ήταν Χρηστάκης με κοντά παντελονάκια», όπως χαρακτηριστικά μας έλεγε, κατέβασε το κεφάλι και με πολλή ταπείνωση ψιθύρισε προς το Μακαριώτατο «αφήστε τα αυτά τώρα Μακαριώτατε...».
Πόσοι και πόσοι ασθενείς και αναξιοπαθούντες, δεν είδαν στο πρόσωπο του Γέροντα τον αρωγό και συμπαραστάτη;
Άνθρωποι που βρίσκονταν σε παντοειδή ανάγκη, είδαν, γνώρισαν, κατάλαβαν, με αφορμή τον π. Τιμόθεο, ότι δεν έχουν χαθεί ακόμη σε αυτόν τον κόσμο οι έννοιες της ανθρωπιάς και της αδελφοσύνης και ότι η Εκκλησία είναι κοντά στον άνθρωπο, τον πλησίον της παραβολής.
Νύχτα, γύρω στα μεσάνυχτα ή και λίγο μετά, έφευγε από το Μετόχι του Αγίου Αθανασίου και ακολουθώντας διαδρομή από την οποία δε θα γινόταν αντιληπτός, πήγαινε και άφηνε κάθε εβδομάδα τσάντες με ψώνια σε σπίτια αναξιοπαθούντων.
Κάποιος που τον είχε δει αρκετές φορές, σκανδαλίστηκε και παρακολούθησε το Γέροντα. Όταν είδε πού πήγαιναν τα ψώνια, τότε ομολογούσε την ελεημοσύνη του π. Τιμοθέου.
Πρόσφατα, πληροφορήθηκα από εργολάβο οικοδομών το εξής πειστατικό: μια φτωχή γυναίκα που ζούσε σε παλιό σπίτι, αντιμετώπιζε πρόβλημα με τη στέγη.
Το χειμώνα με τις βροχές, το σπίτι γέμιζε νερά. Δύσκολη η κατάσταση. Αποφάσισε να ζητήσει συμπαράσταση από γνωστούς της.
Ο Γέροντας το πληροφορήθηκε και ζήτησε από το συγκεκριμένο εργολάβο να την πλησιάσει και να της πει ότι θα της επισκευάσει τη στέγη και να μη φροντίσει για χρήματα. Φυσικά, ο Γέροντας είχε ζητήσει από τον εργολάβο να μην αποκαλύψει ποτέ ποιος ήταν εκείνος που πλήρωσε τη στέγη.
Ο εργολάβος σεβάστηκε απόλυτα την επιθυμία του και μόνο όταν ο Γέροντας «έφυγε» για τον Ουρανό, αποκάλυψε και σε αυτή τη γυναίκα και σε όλους ότι ο παπα-Τιμόθεος τον πλήρωσε, και μάλιστα με το παραπάνω, όπως συνήθιζε.
Άλλες, πάλι, φορές, ο Γέροντας διακονούσε δυο υπέργηρες γειτόνισσές του και τους συμπαραστεκόταν, κάνοντας ακόμα και τα ψώνια τους. Πήγαινε εκεί, τους διάβαζε ακολουθίες και τους έλεγε διηγήσεις από τα συναξάρια των Αγίων και το Γεροντικό. Φρόντιζε να κοινωνούν συχνά. Και όταν η μια από αυτές «έφυγε» για τον Ουρανό, ο Γέροντας έμεινε όλη τη νύχτα προσευχόμενος δίπλα στο φέρετρο. Αυτή ήταν μια ευλογημένη συνήθεια που είχε. Όταν «έφευγε» για τον Ουρανό κάποιος ενορίτης του ή κάποιος γνωστός του, ο Γέροντας πήγαινε σπίτι, διάβαζε το Ψαλτήριο ή το Ευαγγέλιο και έλεγε να κάνουν προσευχή οι παρευρισκόμενοι. Θυμάμαι περιστατικό, που βρισκόμουν στο σπίτι κάποιου κεκοιμημένου αιφνίδια. Ήρθε ο Γέροντας, παρηγόρησε την οικογένεια και κάθισε εκεί όλο το βράδυ διαβάζοντας το Ιερό Ευαγγέλιο. Μάλιστα, κάποια στιγμή, μου ζήτησε να διαβάσω κι εγώ, ενώ ο ίδιος δε σταμάτησε ούτε μια στιγμή να κάνει προσευχή με το κομποσχοινάκι του.
Ζούσε τις Ιερές Ακολουθίες. Η ζωή του ήταν μια διαρκής ακολουθία. Ευκατάνυκτος λειτουργός. Ιεροπρεπής και αφοσιωμένος. Μυσταγωγικός. Βιβλική μορφή. Μάτια εκφραστικά, που «έβλεπαν» σίγουρα άλλες καταστάσεις. Όταν κάποιες φορές ζητούσε να πάω να του ψάλλω σε Λειτουργία, με έκπληξη τον άκουγα να λέει ότι είχε διαβάσει μεσονυκτικό και είχε κάνει 3 – 4 φορές τον Όρθρο, για να παρακολουθήσει καλύτερα τα τροπάρια και να ζήσει την ακολουθία μόνος του, πιο έντονα. Άλλωστε, όλα τα βιβλία του έχουν υπογραμμίσεις με κόκκινο στυλό στα σημεία που εμφανώς του έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση.
Την ίδια έκπληξη ένοιωσα όταν ευρισκόμενος στο Ασκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή Ζούρβα της Ύδρας, άνοιξα το βιβλίο «Πνευματικά Γυμνάσματα» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. Ήταν γεμάτο υπογραμμίσεις και σημειώσεις, από τις επισκέψεις του π. Τιμοθέου.
Μάλιστα, έχει μέσα ένα χειρόγραφο του Γέροντα με έναν ύμνο της Παναγίας μας, τον οποίο έψελνε συχνά ο Γέροντας και είναι από το βιβλίο της Παρακλητικής (Παρασκευή εσπέρας, ήχος α΄): «Αγία Θεόνυμφε αγνόν, σεμνόν με και σώφρονα, πράον ησύχιον κόσμιον, ευθή και όσιον, αληθή ανδρείον, φρόνιμον μακρόθυμον, χρηστόν επιεική τε και μέτριον, άμεμπτον άμωμον, ανεπίληπτόν τε ποίησον, και προς τούτοις, Παραδείσου μέτοχον».
Ένας ύμνος που αγαπούσε ο Γέροντας πάρα πολύ, όπως και έναν άλλον που μας έψελνε συχνά, προφανώς για να μας αφυπνίσει: «Ψυχή, τα ώδε πρόσκαιρα, τα δε εκεί αιώνια˙ ορώ το δικαστήριον, και επί θρόνου τον Κριτήν, και τρέμω την απόφασιν˙ λοιπόν σπουδή επίστρεψον˙ η κρίσις ασυγχώρητος». Άραγε, καταλαβαίναμε γιατί το έκανε αυτό;
Όταν επισκεπτόταν τα Μοναστήρια να λειτουργήσει, στην Παναγία της Ζούρβας, στην Αγία Ματρώνα, στην Αγία Φωτεινή, στον Άγιο Νικόλαο, οι Μοναχές ζούσαν το μεγαλείο της ταπείνωσης του Γέροντα και το αδιάλειπτο της προσευχής του. Και όταν μιλούσαν μαζί του, έβλεπαν έναν άνθρωπο του Θεού που τους έδινε συμβουλές. Με το καλογερικό σκουφάκι του και το παλιό ζωστικό, μα κυρίως με το κομβοσχοίνι στο χέρι. Μιλούσε η εμπειρία.
Μιλούσαν οι βιωματικές καταστάσεις. Όχι οι θεωρείες. Αλλά οι πράξεις.
Συμπνευματιζόταν με τους άλλους Πατέρες... Συζητούσε μαζί τους. Όχι για να διδάξει, αλλά μάλλον για να προβληματίσει. Όπως με τον αοίδιμο Γέροντα Ευθύμιο, τον Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού, μια άλλη αγία μορφή. Στο Μοναστήρι αυτό, χαιρόταν να βρίσκεται. «Να τα λέει» με τους Πατέρες. Τον απλούστατο Καθηγούμενο Ευθύμιο, τον χαριτωμένο παπα-Γερμανό και τον καλλικέλαδο παπα-Ιερόθεο. Όλοι στον Ουρανό τώρα. Και σε εκείνο το Μοναστήρι, εκδηλώθηκε για πρώτη φορά η περιπέτεια της υγείας του...
Πολλές φορές, στο κήρυγμά του, χρησιμοποιούσε ένα περιστατικό, που όλοι ξέραμε ότι είναι δικό του. Έλεγε για κάποιον Γέροντα, που τον ρώτησε ένας μοναχός ποιες αρετές πρέπει να έχει ο άνθρωπος για να σωθεί.
Και η απάντηση ήταν: «Πρώτη αρετή, ταπείνωσις˙ δεύτερη αρετή, ταπείνωσις˙ τρίτη αρετή, ταπείνωσις».
Κι όταν τον ρώτησε πάλι ο μοναχός, γιατί του λέει την ίδια αρετή, ο Γέροντας απάντησε: «Αν δεν έχεις ταπείνωση, δεν έχεις τίποτε». Μακάρι, να μάθουμε κάποια στιγμή την αξία αυτής της προτροπής...
Στο κελλί του, ο Γέροντας Τιμόθεος, είχε ένα μεγάλο Εσταυρωμένο και δίπλα ένα παλιό μπλε πετραχήλι και το 300άρι κομβοσχοίνι του. Νύχτες ολόκληρες προσευχής....
Αλήθεια, πόσα να έλεγε μυστικά, καρδιακά στον Πλάστη και Δημιουργό μας; Για πόσους να ευχόταν; Πόσοι να του ζήτησαν τις προσευχές του;
Αυτό που πρέπει να τονισθεί, είναι ο πνευματικός του σύνδεσμος με το μακαριστό Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρό Ιερόθεο.
Ο π. Τιμόθεος, δεν ήταν μόνο ένας από τους πλέον στενούς συνεργάτες του, αλλά και ένας ειλικρινής φίλος και αδελφός, με τον οποίο συνδέονταν με μακροχρόνιο πνευματικό σύνδεσμο. Και οι δύο άνθρωποι προσευχής, αγάπης και προσφοράς, ήξεραν να δίνουν τον εαυτό τους για τον άνθρωπο.
Αλήθεια, πόση ομορφιά να έκρυβαν οι κατ' ιδίαν συζητήσεις τους...
Επίσης, ο π. Τιμόθεος, χαιρόταν για την προαγωγή αδελφών της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος στο Αρχιερατικό αξίωμα. Όπως με το Σεπτό Ποιμενάρχη, Μητροπολίτη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.
Λίγο καιρό μετά την εκλογή και χειροτονία του αγίου Ύδρας, πληροφορηθήκαμε ένα χαριτωμένο περιστατικό, που ήταν άγνωστο μέχρι τότε. Παραμονή της μοναχικής κουράς του δόκιμου Ευαγγέλου Στενάκη, ο Καθηγούμενος της Μονής π. Τιμόθεος ρώτησε το Μητροπολίτη Ιερόθεο ποιο όνομα είχε σκοπό να δώσει στο νέο μοναχό. Ο Δεσπότης απάντησε «του Αγίου Αποστόλου Κρίσπου, του ιδρυτού της Εκκλησίας της Αιγίνης».
Και ο π. Τιμόθεος, αντιπρότεινε: «Σεβασμιώτατε, προτιμήστε σας παρακαλώ τον Άγιο Εφραίμ, τον υιό των δακρύων». Τελικά, υπερίσχυσε το όνομα Εφραίμ. Και έδωσε ο Θεός, κάποια χρόνια αργότερα, ο μακαριστός Γέροντας Μητροπολίτης να πει δημόσια ότι ο διάδοχός του «ως Εφραίμ ευφραίνει την καρδίαν μου».
Και τον Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, αξιώθηκε να δει ως Επίσκοπο της Εκκλησίας μας ο π. Τιμόθεος. Μοναχός και αυτός της Μονής Αγίας Τριάδος, όπως και ο Μητροπολίτης Κυθήρων κ. Σεραφείμ, που δεν πρόλαβε να τον δει στον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης. Σίγουρα από τον Ουρανό τους χαίρεται και τους ευλογεί, στηρίζοντάς τους στο έργο τους με τη θερμή προσευχή του έμπροσθεν του Θρόνου του Τριαδικού Θεού μας.
Πόσα να θυμηθεί κανείς; Και πόσα να χωρέσουν σε ένα μικρό αφιέρωμα; Είναι αμέτρητα τα περιστατικά, που αποδεικνύουν ότι αυτός ο Άνθρωπος ήταν πλασμένος για τον Ουρανό και διαρκώς ετοιμαζόταν για το δικό του Πάσχα, το πέρασμα στην άλλη ζωή, την αληθινή, την όντως Ζωή, τη συνάντηση με το Νυμφίο Χριστό, που αγάπησε «εξ όλης της καρδίας του και εξ όλης της ψυχής του και εξ όλης της διανοίας του».
Λίγο καιρό πριν αναχωρήσει για τη Βασιλεία των Ουρανών, του είχε ζητηθεί να γράψει μια προσευχή για την Παναγία και να τη δώσει σε συγγενικό του πρόσωπο. Τη βρήκαμε με τον ανηψιό του, κ. Σωτηρόπουλο, στο προσωπικό του «Ωρολόγιον» με τα γράμματά του και την παραθέτω για κοινή ωφέλεια: «Παναγία μου, άνοιξέ μου θύραν μετανοίας, δος μου Παναγία μου πηγήν δακρύων, δος μου κατάνυξιν, δος μου καθαάν καρδίαν, βοήθησόν με και σώσον με».
Το τελευταίο διάστημα της ζωής του, επέτρεψε ο Θεός να ταλαιπωρηθεί από ασθένεια, για να εξαϋλωθεί ακόμη περισσότερο αυτή η αγιασμένη ψυχή. Όσοι αξιωθήκαμε να βρεθούμε κοντά του στις δύσκολες ώρες, νοιώσαμε έντονα ότι ο Γέροντας είχε χαρά που θα ανέβαινε στο Θυσιαστήριο του Ουρανού να λειτουργήσει.
Τον ακούσαμε να συνομιλεί με Αγίους και Αγγέλους και συγκλονιστήκαμε. Αξίζει να αναφέρω αυτά που έζησα εκείνες τις ημέρες, για την πνευματική οικοδομή όλων μας, επισημαίνοντας ότι τέτοια περιστατικά έχει πολλά να διηγηθεί ο αγαπημένος του ανηψιός κ. Νίκος που στάθηκε κοντά του και τον διακόνησε με πολλή αγάπη, μέχρι την τελευταία στιγμή του Γέροντα.
Στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» τον επισκέφθηκε ο Άγιος Νεκτάριος! Όταν στις 30 Αυγούστου πήγα να δώσω αίμα, είχαμε μια πολλή ζεστή και όμορφη συζήτηση. Μεταξύ των άλλων, με ρώτησε αν θα πήγαινα στην Εορτή της Ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου στην Αίγινα και του απάντησα αρνητικά, λέγοντας παράλληλα «Γέροντα θα πάμε μαζί το Νοέμβριο».
Τότε μου αποκάλυψε την επίσκεψη του Αγίου Νεκταρίου, που του είπε ότι αυτή τη φορά δε μπορεί να τον βοηθήσει, όπως στην προηγούμενη περιπέτεια της υγείας του με την επέμβαση, που ο Γέροντας ήταν για 8 ημέρες στην εντατική του «Αρεταίειου» και ο Άγιος τον έκανε καλά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη φράση του: «έκλαιγε ο Άγιος Νεκτάριος...».
Ναι, αγαπούσε πολύ τον Άγιο. Στο λαιμό του, φορούσε σταυρό με τεμάχιο Λειψάνου του Αγίου Νεκταρίου και στο κομοδίνο είχε ένα εικονάκι του.
Εκεί, στον «Ευαγγελισμό», αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το μεγαλείο της ψυχής του, με το κομβοσχοίνι στα χέρια, μου είπε: «Όποιος ρωτάει για μένα, να του λες˙ όλους τους αγαπώ, όλους τους ευλογώ, όλους τους συγχωρώ και ας με συγχωρήσουν κι εκείνοι...».
Στις 6 Οκτωβρίου 2004 το απόγευμα, στο δωμάτιο 313 του «Ευγενιδείου Θεραπευτηρίου», οι παριστάμενοι τον άκουσαν να τους λέει ότι τον είχε επισκεφθεί ο Άγιος Ιλαρίων και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης!
Το απόγευμα της 10ης Οκτωβρίου, ήμουν αυτήκοος μάρτυρας, όταν μας διηγήθηκε ένα συγκλονιστικό όραμα που είχε δει εκείνη την ώρα: «Τώρα εγώ ήμουν μπροστά σε μια Αγία Τράπεζα και λειτουργούσα... Κοιτάζω δίπλα μου και βλέπω έναν όμορφο νέο... 'Ποιος είσαι εσυ;' τον ρωτάω... 'Ο Εσφαγμένος' μου απάντησε... τί βλέπει κανείς... Κύριε ελέησον...» και έκλεισε τα μάτια λέγοντας «Κύριε ελέησον».
Σαν Εσφαγμένο Αρνίο, εμφανίζεται ο Κύριός μας στην Αποκάλυψη του Ιωάννου! Την ίδια ημέρα, είπε στον ανιψιό του και σε εμένα: «Τώρα που είστε εδώ, ξέρετε τί θέλω; Να με βοηθήσετε να ετοιμαστώ, να φέρετε στην πίσω πόρτα ένα ασθενοφόρο, να πάμε στη Ζωοδόχο Πηγή, να λειτουργήσω, να κοινωνήσω και ας πεθάνω...».
Δακρύσαμε, γιατί καταλάβαμε ότι προβλέπει το θάνατό του...
Δυο ημέρες, πριν φύγει για την Αγκαλιά του Θεού, γύρω στα μεσάνυχτα, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε βυθισμό και ο πυρετός ήταν πολύ υψηλός, άρχισε να ψέλνει «Μακαρία η οδός...» και στη συνέχεια, με δυνατή φωνή, έψαλε «Χριστός ανέστη εκ νεκρών...». Ο παριστάμενος ανηψιός του, τον ρώτησε «Γέροντα, πού είσαι;» και του απάντησε: «Στην Ωραία Πύλη... Όλοι μαζί... Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα... λέγετε... δυνατά...».
Είναι βέβαιο ότι ετοιμαζόταν για το δικό του Πάσχα. Για το πέρασμα από το θάνατο στη ζωή.
Παραμονή της οσιακής κοιμήσεώς του, αργά το βράδυ, το πρόσωπό του έλαμψε και άρχισε να χαμογελάει. Μάρτυρες, ο παπα-Λουκάς και ο ανηψιός του κ. Νίκος. «Γέροντα, τί βλέπεις;» τον ρώτησε ο π. Λουκάς. Και εκείνος, με κλειστά μάτια, απάντησε: «Ωραία... πολύ ωραία... αυτά που ήθελα...».
Το Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2004, ήταν φανερό ότι «το τέλος εγγίζει»... ο Γέροντας διαρκώς βυθισμένος και με υψηλό πυρετό. Χλωμός, αλλά γαλήνιος.
Με πρόσωπο που θύμιζε οσιακή μορφή. Έκανε μόνο κάποιες κινήσεις με τα χέρια. Σπάνια άνοιγε τα μάτια για λίγο. Του κρατούσαμε το χέρι για να νοιώθει ότι ήμασταν κοντά του. Είμασταν εκεί αρκετοί...
Αλλά ο Γέροντας «έφευγε» και σίγουρα δεν είχε ανάγκη εμάς... Και το βράδυ, στις 8.45, η ψυχή του πεντακάθαρη, από το δωμάτιο 313 του «Ευγενιδείου» πέταξε για τον Ουρανό...
Την επομένη, το σκήνωμά του μεταφέρθηκε στην Αίγινα, για να παγματοποιηθεί η επιθυμία του... να μείνει για πάντα κοντά στον Άγιο Νεκτάριο, που τόσο αγαπούσε και με τον οποίο συνομιλούσε. Στην Εξόδιο Ακολουθία, που τελέστηκε στο νέο Ναό του Αγίου μας, από το Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Εφραίμ και το Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κ. Συμεών, με τη συμμετοχή πλειάδος Ιερέων, παραβρεθήκαμε και πολλοί Υδραίοι, καταφθάνοντας από την Ύδρα, τον Πειραιά και την Αθήνα για να φιλήσουμε για τελευταία φορά το αγιασμένο χέρι του, σε ένδειξη ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την αγάπη του Γέροντα.
Ο Σεπτός Ποιμενάρχης, εμφανέστατα συγκινημένος, αποχαιρέτισε το Γέροντα με ζεστά λόγια. Τον χαρακτήρισε «στοργικό πατέρα, διδάσκαλο και αλείπτη στη μοναχική ζωή, πρότυπο ανιδιοτελούς εργάτου του Ευαγγελίου, υπόδειγμα βίου ανεπιλήπτου και δοχείον καθαρώτατον της Θείας Χάριτος».
Σε μια αποστροφή του λόγου του, κάνομντας αναφορά στη μοναχική ζωή στη Μονή της Αγίας Τριάδος Ύδρας, ως υποτακτικός του π. Τιμοθέου, ο Μητροπολίτης Εφραίμ αναρωτήθηκε: «πώς να θυμηθώ αδακρυτί τας ωραίας εκείνας αναμνήσεις; Δι' ημάς υπήρξεν κανών και μέτρον. Πρώτον και κύριον γνώρισμά του, η αδιάλειπτος προσευχή».
Ο τότε Αντιδήμαρχος Υδραίων κ. Ευστάθιος Γεώργας, που σαν Γραμματέας της Ιεράς Μητροπόλεως Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης, είχε συνεργαστεί άψογα με τον αοίδιμο Γέροντα αναφέρθηκε με επικήδειο ομιλία του στη μορφή του π. Τιμοθέου και κατασυγκίνησε τους παρισταμένους, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, γιατί αφιέρωσες τον εαυτό σου ολοκληρωτικά στο λόγο του Θεού... σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, γιατί έζησες μέσα στο Θαβώρειο φως... σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, επειδή αφέθηκες να σε κατευθύνει το θέλημα του Κυρίου και έγινες δείκτης του χρέους και του υψηλού κηρύγματος... σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, ακούραστε και αθλοφόρε μαχητή, για όσα σπουδαία και θαυμαστά επετέλεσες... σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, για το κήρυγμα της Ορθοδοξίας, που με πάθος εσάλπισες στην Ιερά Μητρόπολη... σε μακαρίζουμε Τίμιε Πάτερ, γιατί η ζωή και οι θυσίες σου, μας εμπνέουν και μας καθοδηγούν... Πάντα θα σε αισθανόμαστε ανάμεσά μας και θα ακούμε τη φωνή σου να μας καλεί σε πνευματικά αγωνίσματα...».
Ο ενταφιασμός του σκηνώματός του, πραγματοποιήθηκε στο Κοιμητήριο της Μονής του Αγίου, με πολλή συγκίνηση. Ο τάφος δεν κάλυπτε απλά τη μορφή του, αλλά μας στερούσε τη σωματική παρουσία ενός δικού μας ανθρώπου, ενός Αγίου! Αλλά «οι Άγιοι ζώσι και τεθνηκότες».
Και το μήνυμα που πηγάζει από τον τάφο του, «μυρίζει Ανάσταση», αφού με εντολή του Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου, πάνω στην ταφόπλακα χαράχθηκε μια ρήση του Αγίου Ισιδώρου του Πηλουσιώτου: «Αρετής εκτήσατο φύσιν, ης ουκ άπτεται θάνατος».
Κλείνοντας αυτό το αφιέρωμα, για τον αγαπημένο μου π. Τιμόθεο, τον Πρύτανη των Ιεροκηρύκων, όπως τον λέγαμε, θέλω να πω ότι ήταν όντως πρύτανης αγάπης, πρύτανης ελεημοσύνης, πρύτανης ταπεινώσεως, πρύτανης προσευχής.
Και παράλληλα, ζητώ Γέροντα να με συγχωρήσεις που τόλμησα να γράψω αυτό το κείμενο... Ξέρω ότι είναι φτωχό, αλλά δεν έχω εντρυφήσει στην προσευχή, την απλότητα και την ταπείνωση που σε διέκριναν.
Ούτε έχω φτάσει στο σημείο να αντιγράψω ψείγματα της αγάπης με την οποία μας περιέβαλλες, για να μπορώ να μιλήσω για εσένα. Τόλμησα, όμως, σεβαστέ μου και αλησμόνητε Γέροντα. Κι αυτό γιατί ήθελα κι εγώ να βροντοφωνάξω μια αλήθεια. Την αλήθεια που όλοι όσοι σε γνώρισαν ξέρουν. Την αλήθεια που όλοι πρέπει να μάθουν.
Την αλήθεια, ότι ο Θεός αγαπάει υπερβολικά τον κόσμο και στέλνει στη γη αγγέλους σαν εσένα, τον «επίγειο άγγελο και ουράνιο άνθρωπο», για να ξυπνήσουμε από το λήθαργο. Για να σηκωθούμε από την αμαρτία. Για να αναζητήσουμε τη μετάνοια. Για να ξαναγίνουμε πιστά μέλη της Εκκλησίας.
Γέροντα Τιμόθεε, ήσουν ο Άνθρωπος του Θεού, ο χαμογελαστός Άγγελος που έστειλε ο Θεός στην Εκκλησία της Ύδρας, για να αφυπνίσει συνειδήσεις, να ζεστάνει καρδιές, να σαλπίσει το Ευαγγέλιο της σωτηρίας, να διδάξει, να κατηχήσει, να δώσει παράδειγμα, να γίνει οδοδείκτης του χρέους και του καθήκοντος.
Ο Άγγελος που ήρθε να χειραγωγήσει εις Χριστόν όλους. Είναι σίγουρο ότι αν μπορούσες θα στεκόσουν στην πόρτα του Παραδείσου και θα ικέτευες το Δημιουργό μας να μας βάλει όλους στον Κήπο της Εδέμ. Μεσίτευε Γέροντα, να μην κλείσει αυτή η Πόρτα για εμάς. Μεσίτευε, σε ικετεύουμε, να βρούμε το δρόμο μας για το ασφαλές λιμάνι, την αγκαλιά του Θεού.
Αγαπημένε Γέροντα, Όσιε Τιμόθεε, αγωνίστηκες τον καλό αγώνα, τήρησες απαρασαλευτη την πίστη, ολοκλήρωσες τη φωτεινή πορεία σου στο δρόμο του αγώνα, της προσφοράς και της θυσίας, πέταξες για το «μεγάλο και φωτεινό παλάτι», όπως έλεγες τη Βασιλεία των Ουρανών... «λοιπόν, απόκειταί σοι, ο της δικαιοσύνης στέφανος». Τώρα, μας φωνάζεις, «εις ένα έκαστον ιδιαιτέρως», όπως έλεγες, «συ δε μένε εν οις έμαθες και επιστώθης, ειδώς παρά τίνος έμαθες...».
Όσιε Γέροντα Τιμόθεε, σε ευχαριστούμε για όλα! Για τις ευεργεσίες σου, τις κρυφές και φανερές... Την αγάπη της καρδιάς σου... Τις προσευχές σου... Στήριζέ μας με την ευχή σου. Ύψωσε τα τίμια και ασκητικά χέρια σου. Εύχου υπέρ ημών...
Μέχρι να μας καλέσει ο Θεός στο ατέλειωτο πανηγύρι... Μέχρι να σε δούμε να λειτουργείς στο Επουράνιο Θυσιαστήριο... Εκεί, δίπλα με το Δεσπότη μας... Τον «Παππού μας», τον Ιερόθεο, που τόσο αγαπούσες και σε αγαπούσε... Εκεί, μπροστά στο Θρόνο του Τριαδικού Θεού μας. Συλλειτουργός του Αγίου που αγάπησες, του θαυματουργού Αγίου Νεκταρίου!
Πρέσβευε, Γέροντα, να έχουμε τα δικά σου τέλη, για να μπορούμε να έχουμε «καλήν απολογίαν» και ευπρόσδεκτη. Σε θυμόμαστε πάντα. Σε μνημονεύουμε πάντα. Σε αγαπάμε πάντα. Μας λείπεις πολύ. Πάρα πολύ. Ιδίως όταν οι περιστάσεις της ζωής μας κάνουν να λυγίζουμε. Τότε που αναζητάμε ένα χέρι να μας ελκύσει. Ένα χέρι να μας δείχνει το δρόμο.
Γέροντα αγιασμένε, ουρανοπολίτη π. Τιμόθεε, γίνε για πάντα ο οδοδείκτης του χρέους. Καλή Ανάσταση! Είμαι βέβαιος, και όχι μόνο εγώ, αλλά και όσοι σε γνωρίσαμε από κοντά, ότι στην ανακομιδή σου θα μας κάνεις να χαμογελάσουμε...